Καθηγητού του Πανεπιστημίου Θεσ)νίνης
(οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)
(οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)
ΟΙ ΒΑΛΑΑΔΕΣ
ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Ή ανυπόφορη κατάσταση που είχε δημιουργηθή στη Μακεδονία κατά τα τέλη του 17ου αί. και κατά τον 18ο αί. και πού χειροτέρεψε κατά το διάστημα του ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) και της αρβανιτοκρατίας, επέτεινε το ρεύμα προς την εξωμοσία, πού στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχε διακοπή.
Τα γεγονότα όμως αυτά έμειναν σκοτεινά και μόνα ή ζωντανή παράδοση μας διαφύλαξε ορισμένα τραγικά επεισόδια.
Από τα πιο αξιοσημείωτα ασφαλώς είναι οι εξισλαμισμοί των κατοίκων πολλών ελληνικών χωριών της Δυτικής Μακεδονίας, των ονομαζόμενων Βαλαάδων.
Ή γλώσσα τους μαρτυρούσε αδιάψευστα την ελληνική καταγωγή τους.
Ακόμη ως τα τελευταία χρόνια διατηρούνταν τα παλαιά ονόματα των λόφων της περιοχής τους, Άγιος Αθανάσιος, Προφήτης Ήλίας, "Αγιος Νικόλαος κ.λ.
Σε μερικούς από τούς λόφους αυτούς υπήρχαν έξωκκλήσα, πού την φροντίδα τους έξακολουθουσαν να την έχουν οί γυναίκες τών Βαλαάδων.
Δεν παρέλειπαν μάλιστα να τα επιδιορθώνουν, για να τα προφυλάξουν άπό την καταστροφή και το γκρέμισμα.
Αντίθετα οι Τούρκοι έποικοι από την Μ. Ασία πού είχαν έγκατασταθή ανατολικά της περιοχής των βαλαάδων είχαν δώσει στα γειτονικά τους βουνά τουρκικές ονομασίες.
Οί Βαλαάδες (από τον όρκο τους Βαλλαχι=μά τον Θεό) ή Φούτσιδες (από το φούτσι μ΄ = άδελφουτσι μου), σκορπισμένοι άνάμεσα ατούς ελληνικούς πληθυσμούς, κατοικούσαν σ την Ν.Δ. Μακεδονία και προ πάντων στους καζάδες ’Ανασελίτσας, Γρεβενών και Ελασσόνας.
Κατά τον περασμένο αιώνα αποτελούσαν το 1)4 του πληθυσμού της (κοιλάδας του ‘Αλιάκμονα, σύμφωνα με την μαρτυρία του Ήπειρώτη αγωνιστή του 21 Λάμπρου Κουτσονίκα, ενώ άλλος συμπατριώτης του, ο Ζώτος Μολοσσός, πιο συγκεκριμένα τούς υπολογίζει σέ 20 χιλιάδες και διατυπώνει την τολμηρή γνώμη οτι την έπαυριο μιας επανάστασης θά γίνονταν χριστιανοί.
Τά χωριά των Βαλαάδων της επαρχίας Άνασελιτσας ήταν 18.
Σέ μερικά από αυτα κατοικούσαν και ορισμένες χριστιανικές οικογένειες.
Άμιγη μουσουλμανικά ήταν τα έξης:
Πυλωροί,
Λάη (Πεπονιά),
Γιάγκοβη,
Πλαζόμιστα (Σταυροδρόμι),
Βάϊπες (Δαφνόνερον),
Βίνιανη,
Μοξγκάνι,
Βουδουρίνα,
Τσαβαλέρ,
Τσεραπιανή,
Σιρότσιαινη,
Βρόντριζα (Βροντή).
Μεικτά τα παρακάτω*:
Βρογκίστα,
Τισοτύλι,
Σιλομίστι,
Τσακνοχώρι,
Ρέζνη '(Ανθούσα)
Πλάζουμη (Όμαλή) .
Στο Τισοτύλι ως την ανταλλαγή των πληθυσμών κατοικούσαν 150 περίπου οικογένειες Βαλαάδων και 40 χριστιανικές έλληνικές.
Άναφέρεται ακόμη και το χωριό Γκινός (Μολόχα), πού βρίσκεται σέ μικρή απόσταση άπό την Λειψίστα (Νεάπολη).
Από το Γκινός σώζεται ένα άφοριστικό έγγραφο του μητροπολίτη Σΐσανίου Άγαθαγγέλου•, αλλά δυστυχώς χωρίς την δήλωση του έτους.
Το έγγραφο αύτό προέρχεται άπό την εποχή πού οί κάτοικοι του χωρίου ήταν χριστιανοί και είναι μιά αναμφισβήτητη μαρτυρία για την χριστιανική προέλευση τών Βαλαάδων του χωρίου αυτοί.
Και στην περιοχή Γρεβενών επίσης υπήρχαν 17 έλληνόφωνα χωριά Βαλαάδων, από τα οποία 10 αμιγή, τα εξής:
Κρίφτσι (Κιβωτός),
Δοβράτοβο (Βατόλακκος),
Γκουμπλάρ (Μερσίνα),
Μηλιά, Κυρακαλή,
Βράστινο (Άνάβρυτα),
Κάστρσν, Πηγαδίτσα,
Άγαλαίοι (Βεντζίων),
Τόριστα.
Τά υπόλοιπα 7 είχαν μεικτό πληθυσμό. Αυτά ήταν:
Δοβρούνιστα (Κληματάκι),
Σούμπινο (Κοκκινιά),
Τριβένι (Συνενδρον),
Δόβραινη ("Έλατος),
Βέντζια (Κέντρον).
«Στα σπίτια τους», γράφει ή MARGARET ΗARDΙΕ—ΗΑSLUOK, πού τούς έπισκέφθηκε,
«οί Βαλαάβες διατήρησαν το χριστιανικό τους γούστο, χτίζοντας όσο μπορούσαν πιό όμορφα δίπατα σπίτια.
Οί Άσιάτες χτίζουν κατα προτίμηση μονώροφα σπίτια, όπως τύχη, χωρίς κανένα έρισμένο σχέδιο...
Ή γενική εντύπωση (άπό τούς Άσιάτες) είναι ένα αίσθημα μυστικισμού και άφιλοξενίας, έτσι ώστε όταν πήγαινα άπό τούς κλειστούς Άσιάτες στους Ευρωπαίους Βαλαάδες, πού μάς καλοδέχονταν, αισθανόμουν, έγώ τουλάχιστο, σά να είχα αφήσει ένα αποπνικτικό χώρο και έμπαινα στον καθαρό αέρα της ύπαίθρου.
2. Οι Βαλαάδες ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι και διέφεραν πάρα πολύ άπω τούς άλλους όμοθρήσκους των.
Από την τουρκική γλώσσα δεν ήξεραν παρά μόνο μερικές έκφράσεις και αυτές παρεφθαρμένες, όπως τις παρακάτω: Βαλαχά (μά τον Θεό), σελαμαλεκούιμ (χαίρετε), μερχαμπά (καλώς όρισες), άλλάχ μπίν μπερίίκιάτ βερσιν (ό Θεός να σου δίνη χίλια καλά).
Επίσης αγνοούσαν σχεδόν ολότελα και αυτούς ακόμη τούς απλούς τύπους της μωαμεθανικής θρησκείας.
Κοράνι, Η Θεοτόκος και ο Ιησούς |
Διατηρούσαν μάλιστα και το πιο χαρακτηριστικό έθιμο της Πρωτοχρονιάς, δηλαδή το κόψιμο της βασιλόπιτας με το κρυμμένο μέσα της -νόμισμα.
"Όπως και στους χριστιανούς, εκείνος πού εβρίσκε το νόμισμα θεωρούνταν ο τυχερός της χρονιάς και μπορούσε να το ξοδέψη αμέσως ή να φροντίση να ραφτή στο πρώτο σακκί σταριού, πού φυλαγόταν για σπόρος, ώστε να γίνη πλούσια σοδειά.
Αλλά και ή πιο μεγάλη, γιορτή της χριστιανοσύνης, το Πάσχα, δεν τούς άφηνε ασυγκίνητους.
Τα κόκκινα αυγά της Λαμπρής, πού τούς πρόσφεραν οι χριστιανοί, τα δέχονταν με χαρά και τα φύλαγαν ευλαβικά. Τις ήμερες εκείνες οι γυναίκες τών Βαλαάδων έκαναν στα σπίτια τους την συνηθισμένη «ανοιξιάτικη πάστρα», όπως και οί χριστιανές.
Και την γιορτή του 'Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου) πού οι χριστιανοί την γιορτάζουν στην έξοχή με χορούς, τραγούδια και ψήσιμο αρνιού στην σούβλα, την γιόρταζαν με τον ίδιο τρόπο και οι Βαλαάδες.
Άγιος Γεώργιος |
Οί ισχυρισμοί τους όμως αυτοί αποδεικνύονται αναληθείς , γιατί οί γειτονικοί Ασιάτες Τούρκοι δεν την γιόρταζαν μέ την ίδια λαμπρότητα.
Οί Βαλαάδες κρατούσαν πολλά ακόμη από την χριστιανική θρησκεία, όπως π.χ. την πίστη τους σ τα θαύματα τών άγιων για την θεραπεία πολλών αρρώστων.
Χαρακτηριστικά άναφέρεται ότι, όταν χριστιανοί πήγαιναν να κάνουν λειτουργία σέ χωριά Βαλαάδων, όπου σώζονταν χριστιανικές εκκλησίες, μόλις γινόταν γνωστό ότι «άνξην» ή εκκλησία, οί χανούμισσες βιάζονταν να συγκεντρωθούν μαζί μέ τα παιδιά τους εξω άπό την εκκλησία.
‘Όταν τελείωνε ή λειτουργία και αδειαζε ή εκκλησία, έμπαιναν εκείνες μέ την σειρά τους και παρακαλουθουσαν τον Ιερέα να χρίση τούς αρρώστους των μέ λάδι άπό την καντήλα του 'Αγίου, του όποιου και επικαλούνταν την βοήθεια.
Εκαμναν μάλιστα και τάμα να προσφέρουν στην εκκλησία λάδι και κεριά, άν γίνονταν καλά. Ανεξάρτητα όμως άπό αύτα συνήθιζαν να προσφέρουν κάθε χρόνο λάδι, κεριά ή χρήματα στις εκκλησίες τών γειτονικών ελληνικών χωριών, γιατί πίστευαν ότι ήταν καλό για την υγεία και την εύημερία της οίκογένειάς τους.
Χαρακτηριστικός επίσης είναι ο τρόπος, μέ τον όποιο προσπαθούσαν να γιατρευτούν από το κακό 'μάτι. Είχαν για τον σκοπό αυτό ένα είδος Εσταυρωμένου, πού τον ονόμαζαν «μονόκερο», και πίστευαν γι΄ αυτόν ότι γιατρεύει τον ματιασμένο, αρκεί να τον βυθίση κανείς σέ καθαρό νερό.
Τούς βλέπουμε λοιπόν να χρήσιμοποιούν το πιό αντιπροσωπευτικό σύμβολο μιας «ξένης» θρησκείας, της χριστιανικής, και να παραβαίνουν μ΄ αυτόν τον τρόπο την ρητή απαγόρευση της δικής τους θρησκείας για την χρησιμοποίηση σκαλιστών εικόνων.
Όταν επεφτε στην χώρα τους βαρύ θανατικό, έστελναν κι έφερναν το λείψανο του 'Αγίου Νικάνορα και αφιέρωναν στο ξακουστό μοναστήρι της Ζάβορδας κάλτσες, γελάδια και βόδια.
Σ τα 1917 σολίστα πού ή «ισπανική γρίππη» είχε κάνει θραύση στην Μακεδονία και τα θύμα τα της ήταν αμέτρητα, εγινε περιφορά της εικόνας ενός μοναστηριού, πιθανότατα της Ζάβόρδας. Καί τότε οί Βαλαάδες, σαν όλους τούς χτυπημένους από την άρρώστεια χριστιανούς να προσκυνήσουν την φημισμένη εικόνα μέ έλπίδα στην δύναμη της για την έξουδετέρωση του θανατικού.
Δέχτικαν ακόμα να τούς ραντίση μέ άγιασμα, να τούς θυμιατίση και να τους ευλογίσση ο ίερωμένος πού την μετέφερε.
Επίσηςκάποιοι από αυτούς δεν παρέλειψαν να κάνουν επάνω στην πόρτα τους το σχήμα του σταυρού από πίσσα, γιά ν΄ άποτρέψουν το κακό, γιατί πίστευαν ότι και ή κόλαση των χριστιανών είναι μιά λίμνη άπό πίσσα.
Επίσης όταν οί γυναίκες των Βαλαάδων ζύμωναν και έτοίμαζαν το κάθε καρβέλι, το σταύρωναν.
Άλλά και προχριστιανικές ακόμη Θρησκευτικές αντιλήψεις είχαν επιζήσει και στους Βαλαάδες, όπως ακριβώς και στους "Ελληνες .
’Έτσι π.χ. πίστευαν ότι τρεις μέρες υστέρα άπό την γέννηση του παιδιού τούς επισκέπτονταν τρείς μεγάλες στην ηλικία γυναίκες, οι Μοίρες, και αποφάσιζαν γιά το μέλλον του. Ή κρίση τους ήταν αμετάτρεπτη. Οί νέες μητέρες λοιπόν έπρεπε να τις προλάβουν και να τις καλοπιάσουν. "Έντυναν το νεογέννητο μέ τα πιο όμορφά του ρούχα, έβαζαν στο μαξιλάρι του όλα τα χρυσαφικά της μητέρας του και κάποτε έστρωναν τραπέζι μέ ψωμί και κρασί για τις Μοίρες.
Οταν το μωρό ήταν κορίτσι, τοποθετούσαν στο τραπέζι ένα νόμισμα, ενώ αν ήταν άγόρι, μελάνι, πέννα και χαρτί.
Κανείς δεν θα μπορούσε να ίσχυρισθή ότι ή πίστη αυτή των Βαλαάδων στις Μοίρες ήταν ίσως παρμένη από τούς ομόδοξους των Άσιάτες Τούρκους, γιατί σ΄ αυτούς ήταν άγνωστη παρόμοια δοξασία .
Ωστε δεν είχαν καθόλου άδικο οι Βαλαάδες, όταν, για να δείξουν πώς δεν διέφεραν και πολύ άπό τούς χριιστιανούς, έλεγαν
«Μιά κρουμδότσιφλα μάς χοιρίζ»
Οί Βαλαάδες ήταν κύριοι όλων σχεδόν τών αγρών της περιοχής (πράγμα πού μάς κάνει να σκεφθούμε ότι είχαν έξισλαμιστή οί πιό πλούσιοι, για να διαφυλαξουν τα κτήμα τα τους, ενώ οί "Ελληνες κατείχαν μερικά απομακρυσμένα αμπέλια και χωράφια.
Αυτός ήταν και ένας άπό τούς λόγους, πού τούς ανάγκαζε να ξενιτεύωνται).
Ήταν φιλήσυχοι, πάρα πολύ φιλόξενοι και αγαπούσαν κάθε τι ωραίο σαν Ελληνες.
Στα χωριά τους δεν έβλεπε κανείς ούτε τζαμιά ούτε μιναρέδες.
Εκείνο πού τούς ξεχώριζε άπό τούς χριστιανούς είναι το ότι είχαν πιο ψηλά κτισμένα τα παράθυρα των διαμερισμάτων των γυναικών τους από των ανδρών.
Στό προληπτικό αυτό μέτρο κατ έφευγαν, γιά να προστατέψουν τις οίκογένειές τους άπό τούς Τούρκους, οί οποίοι τούς ταλαιπωρούσαν, χωρίς νά τούς έμποδίζη σ΄ αυτό ή ταυτότητα της θρησκείας.
Ένα άλλο επίσης διακριτικό τους γνώρισμα πού τούς ξεχώριζε από τούς Έλληνες είναι ότι φορούσαν όλοι κεφαλόδεσμο επάνω στο φέσι τους.
François Pouqueville (1770-1838) |
Μάς περιγράφει ακόμη, το γλέντι πού εγινε στούς γάμους του άγιάν (προεστού) της Άνασελίτσας, στό όποιο είχαν προσκληθή πάνω από διακόσια άτομα.
Οι καλεσμένοι κάθονταν γύρω άπό χάλκινα επιχρυσωμένα τραπέζια, τα γνωστα σινιά, κι έτρωγαν σάν τους πρωτόγονους, γρήγορα, σκίζοντας το κρέας μέ τα χέρια.
Νεαροί, πλούσια ντυμέοιτούς προσέφεραν παγωμένο κρασί και μουσικοί τούς διασκέδαζαν μέ τούς βάρβαρους (όπως τους χαρακτηρίζει ο POUQUEVILLE ήχους τών οργάνων τους.
Ολο το σεράγι και οί αυλές αντηχούσαν άπό την μουσική και τις επευφημίες.
Τά έθιμα του γάμου λίγο διέφεραν από τα άντίστοιχα έλληνικά της περιοχής.
Το χαρμόσυνο γεγονός του γάμου το γιόρταζαν μέ ίδιες εκδηλώσεις και οί Ελληνες και οί Βαλαάδες.
Υπήρχε σ αυτούς ξεχωριστό παραδοσιακό τραγούδι για κάθε στιγμή της γιορτερής μέρας. 'Άλλο τραγούδα -έλεγαν όταν χτένιζαν την νύφη, άλλο γιά το ξύρισμα του γαμπρού, το πάρσιμο της νύφης άπό το πατρικό της και το καλωσόρισμά της στό σπίτι του γαμπρού.
Φυσικά τα τραγούδια συνοδεύονταν και άπό ομαδικό μακρόσυρτο χορό.
Από τις διασκεδάσεις τους δεν έλειπαν και τα τραγούδια πού ιστορούσαν απόπειρες για προσηλυτισμό κοριτσιών ή γυναικών στον ισλαμισμό, όπως π.χ. το παρακάτω:
—Γίνι-σι Τούρκα, κόρη μου, την πίστη σου ν΄ άλλάξης,
να προοκυνήσης τού τζαμί, την έκκλησ τα ν΄ άφήσης;
—Κάλλια να ιδώ τού αίμα μου τή γή να κοκκινίση
παρά νά ίδώ τα μάτια μου Τούρκους να τα φιλήση.
Ή συμβίωση των χρστιανών και των εξισλαμισμένων αυτών Ελλήνων επί τόσους αίωνες ήταν επόμενο να δημιουργήση άλληλεπιδράσεις ορισμένες άπο τις οποίες πρέπει να σημειωθούν.
Ετσι χριστιανοί, όταν δεν είχαν παιδιά δεν δίσταζαν να καταφύγουν στον φημισμένο για τις γητειές του ηγούμενο του μοναστηριού των Βαλαάδων, του ΟDRA.
Ακόμη, για να γιατρευτούν από ορισμένες αρρώστιες, έπλεναν το πρόσωπό τους μέ το νερό πού εστάζε άπό το ταβάνι του μοναστηριού καί προσέφεραν χρήματα και κεριά.
Μιά πολύ χαρακτηριστική περίπτωση των αλληλεπιδράσεων αυτών είναι αυτή πού διηγούνταν για τον παπά και τον χότζα του Τριβενιού, χωριύυ μέ πληθυσμό ανάμεικτο άπό χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Ό παπάς και ο χότζας λοιπόν έγραφαν, ο καθένας βέβαια χωριστά, αποτελεσματικές θεραπευτικές γητειές.
Το περίεργο όμως είναι ότι στις γητειές του παπά προσέτρεχαν κυρίως μωαμεθανοί, ενώ στου χότζα οι χριστιανοί.
Είναι ολοφάνερο λοιπόν ότι σέ τέτοιες περιπτώσεις ή θρησκεία και τα δόγμα τα της έπαιζαν δευτερεύοντα ή εντελώς υποτυπώδη ρόλο.
Σέ μερικά χωριά οι σχέσεις Βαλαάδων και χριστιανών γίνονταν ακόμη πιό στενές μέ την άνταλλαγή επισκέψεων.
Συνήθως αυτό παρατηρούνταν σε μέρες γιορτάσιμες.
Έτσι χριστιανοί έκαναν επισκέψεις κάποτε την μέρα του Μπαϊραμιού στους συγχωριανούς των Βαλαάδες, πού και οί ίδιοι κατόπιν την ήμερα του Πάσχα δεν παρέλειπαν να τις ανταποδώσουν .
3. "Υστερα άπ΄ όλα αυτά είναι καιρός πιά και ανάγκη να ερευνήσουμε το πρόβλημα του έξσλαμισμου τών Βαλαάδων.
Σχετικά ή προφορική παράδοση πού συλλέγει πρώτα ο Νικολαΐδης στα μέσα του 19ου αί., αναφέρει ότι πρίν άπό δύο αιώνες περίπου, έπομένως κα τα τα μέσα του 17ου αί., δύο νέα παιδιά άπό το χωριό Λούφρι όδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και κλείστηκαν στό σεράγι (θά πρόκειται ασφαλώς για ΐτς όγλάν) και εξισλαμίστηκαν.
Άλλαξαν φυσικά και τά ονόματα τους ο ένας ονομάστηκε Σινάν—Τσαούς και ο άλλος Χουσεΐν—Τσαούς.
Ό Ζώτος Μολοσσός στο σημείο αυτό σφάλλει λέγοντας ότι τα δυο παιδιά εξισλαμίστηκαν επί Άλή πασά.
Ό ίδιος ακόμη προσθέτει ότι κατάγονταν άπό τα έρημα τώρα χωριά Παλιό—Σελίτσα και Λούφρι και ονομάζονταν Κωνσταντίνος και Αθανάσιος.
Αργότερα έπέστρεψαν στα χωριά τους και φρόντισαν για τον προσηλυτισμό των κατοίκων τους.
Τά κυρήγματα τα τους βρήκαν κατάλληλο έδαφος, γιατί οί χωρικοί ήταν καταπονημένοι άπό τις συνεχείς ταλαιπωρίες και καταπιέσεις τών κατακτητών και έλπιζαν ότι ο εξισλαμισμός τους θά τούς λύτρωνε άπ΄ όλα αυτα τα δεινά.
Ετσι έκαναν πολλούς προσηλύτους πού κατοίκησαν στην Λειψίστα καί τα γύρω χωριά της.
Σαν ανταμοιβή για το έργο τους δόθηκε στον Σινάν και στόν Χουσεΐν ο τίτλος του μπέη, πού τον διατήρησαν και όλοι οί απόγονοί τους.
Αν τώρα λάβουμε ύπ΄ όψη την πιο αξιόπιστη παράδοση, πού αναφέρει ο Νικολαΐδης (ότι οι νέοι αυτοί εξισλαμίστηκαν κατά τα μέσα του 17ου αϊ., έπειτα ότι πέρασαν αρκετό χρόνια έως ότου ξαναγυρίσουν ο τα χωριά τους και αρχίσουν το μουσουλμανικό κήρυγμα και τις συναφείς καταπιέσεις), πρέπει να υποθέσουμε ότι οί πρώτες περιπτώσεις της έξωμοσίας σημειώθηκαν μετα τα μέσα του 17ου και ως τα τέλη του ιδίου αιώνα.
Τήν χρονολογία αυτή δέχεται και ο ερασιτέχνης ιστορικός της Σέλιτσας Ι. Ν. Φωτόπουλος, ο όποιες μιλεί ειδικά για τούς Βαλαάδες της Βρογκίστας, γειτονικού χωρίου.
Τήν υπόθεση αυτή του έξισλαμισμού, μετά τα μέσα του 17ου αι. την ενισχύουν και τα θετικά στοιχεία, τα οποία μες δίνει ο κώδικας της Ζάβορδας.
Σ΄ αυτόν σημειώνονται ως χριστιανικά, στα 1692, χωριά πού αργότερα, ως την ανταλλαγή των πληθυσμών, είναι γνωστά ως αμιγή μουσουλμανικά, όπως π.χ. το Βέντζι, οι Άγαλαίοι, ή Τάριστα, ή Πηγαδίτσα, ο Νιοινίκος και το Γκομπλάρ.
Οι πρώτες όμως αρχές του έξισλαμισμού τών Ελλήνων της Δυτικής Μακεδονίας φαίνεται ότι είναι πολύ παλαιότερες και πρέπει ν΄ αναχθούν στον 16ο αί., αν λάβη κανείς ύπ όψη του τις μαρτυρίες ορισμένων επιτύμβιων πλακών.
Ίσως μάλιστα οί πρώτες αραιές περιπτώσεις να σημειώθηκαν κατα τον 15ο αι.
Πάντως ή ίστορία των δύο νέων πού εξισλαμίστηκαν και ανέβηκαν σέ ύψηλά αξιώματα του τουρκικού κράτους άποτελεί ένα σημαντικό σταθμό στον έξισλαμισμό τών κατοίκων της περιοχής, γιατί υστέρα άπ΄ αυτό, φαίνεται, ή μουσουλμανική θρησκεία απλώνεται με ταχύτερο ρυθμό.
Εξισλαμισμοί χριστιανών στην Δυτική Μακεδονία θά παρατηρήθηκαν ασφαλώς και κατά την διάρκεια του Ι8ου αι. και οφείλονται κυρίως στις δύσκολες συνθήκες, πού είχαν δημιουργηθή στην ύπαιθρο έξ αιτίας τόσο των καταπιέσεων των μουσουλμάνων μπέηδων, ιδίως των πρώτων εξωμοτών, όσο και άπό την έκρυθμη γενικά κατάσταση, πού δημιουργήθηκε στην περιοχή αυτή έξ αιτίας των συνεχών ληστρικών επιδρομών αλβανικών στιφών με επικεφαλής διάφορους μπέηδες, ιδίως με τα τα Όρλωφικά, οπότε πολυπληθή αλβανικά σώματα κατέβαιναν πρός Ν. για να καταστείλουν την ανταρσία τών Πελοποννησίων.
Τότε, όπως είδαμε, οι Αλβανοί διέπρατταν καθημερινά κάθε είδος αυθαιρεσίας και είχαν γίνει ουσιαστικά οι αληθινοί κυρίαρχοι των ελληνικών χωρών.
Είναι ή περίοδος της αρβανιτοκρατίας.
Αλή Πασάς |
Κατά την μακροχρόνια διάρκεια της δράσης του και των καταπιέσεων του κυρίως σε βάρος των χριστιανών θα παρατηρήθηκαν—ακόμη και κατά τις αρχές του 19ου αί.—νέοι εξισλαμισμοί, ομαδικοί ή ατομικοί.
Ομαδικοί εξισλαμισμοί |
Από τις πιο πρόσφατες ασφαλώς περιπτώσεις είναι του χωρίου Γκομπλάρ (Μερσίνα) πού βρίσκεται δυο ώρες ΒΑ τών Γρεβενών.
Από το χωριό αυτό και μάλιστα άπό την εκκλησία του 'Αγίου Νικολάου προέρχεται ένα ευαγγέλιο με την σημείωση:
«Έτούτο το Εύαγγέλιον είναι άπό τον Άγιον Νικόλαον Κουμπλάρι. 1816 Απριλίου 5»,
πού δείχνει ότι ως τότε τουλάχιστο το χωριό ήταν χριστιανικό.
Όσοι όμως δεν θέλησαν να υποκύψουν μετακινήθηκαν —όπως έγινε και σε άλλες ελληνικές χώρες—και κατέφυγαν σε άλλα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή και στην Αυστροουγγαρία ή και στην Ρουμανία.
Ό ’Αλή πασάς τότε θα ονόμασε μπέηδες πολλούς από τούς νεοφώτιστους αυτούς ή και άλλους που του είχαν προσφέρει διάφορες υπηρεσίες κατά τις εκστρατείες του σε διάφορα μέρη.
Πραγματικά ο τίτλος αυτός ευγενείας, επειδή δινόταν αδιάκριτα και αφειδώς σε διαφόρους στρατιωτικούς, ανθρώπους αμαθείς αγροίκους και εξαθλιωμένους όσο και οι πιο φτωχοί Βαλαάδες, έχασε την αξία του.
Την κατάσταση χαρακτηρίζει ο παρακάτω σκωπτικός διάλογος:
—Πάμε, μπέη, γιά ξύλα ή γιά φρύγανα.
—Βαλαά, δεν έχω τσαρούχια.
Άπό όσα εκθέσαμε παραπάνω βγαίνει καθαρά το συμπέρασμα ότι οί έξισλαμισμοί τών Βαλαάδων συντελούνται βαθμιαία.
Αρχίζουν ίσως από τον 15ο αι, εντείνονται με τα τα μέσα του 17αυ αι, κατά το τρίτο τέταρτο του αιώνα, κατά την εποχή του Άλή πασά και διαρκούν ως την μεγάλη ελληνική επανάσταση του 1821.
Δηλαδή ο χριστιανισμός και ο ελληνισμός στην Δυτική Μακεδονία, από την έποχή της εγκατάστασης των Τούρκων σ΄ αυτήν ως τά 1821, αμύνεται βήμα προς βήμα, αλλά διαρκώς χάνει έδαφος.
Ίσως τα ελληνικά επώνυμα ορισμένων Βαλαάδων αποτελούν ενδείξεις του πρόσφατου εξισλαμισμού των, όπως π.χ. Χασάν Μπιμπράδης, Μεχμέτ Δήμου κ.λ.
Πολλοί μάλιστα Βαλαάδες, κατά τήν παράδοση, ως τα μέσα του 19ου αί., είχαν τα ίδια επίθετα με άλλους Ελληνες, με χωράφια «άδελφομοίρια», και γνωρίζονταν μεταξύ τους ως τρίτα ή τέταρτα ή και πέμπτα εξαδέρφια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου