Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η οθωμανική κατάκτηση - αρχή της νεότερης ιστορίας της.

Εμμανουήλ Παπάς
Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, 
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΤΟ 1912
ΕΤΑΙΡΕΙΑ  ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΡ. 63
Θεσσαλονίκη 1983
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)


Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
 ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΒΑΣΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ 
ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ (1821-1829)

1. H Μακεδονία κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας

Η οθωμανική κατάκτηση (τέλη του 14ου αι.) πρέπει να θεωρηθεί ως αρχή της ιστορίας της Μακεδονίας κατά τους νέους χρόνους.

 Ο τουρκικός κίνδυνος που εμφανίζεται απειλητικός για τους βαλκανικούς λαούς μετά την απόβαση των 'Οθωμανών στην Καλλίπολη (1354), δεν τους βρίσκει συνασπισμένους, άλλ’ αντίθετα εξουθενωμένους από τους μεταξύ τους πολέμους, καθώς και από τις έσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές τους, με αποτέλεσμα να εδραιωθούν οι κατακτητές στη Θράκη και τα τρία χριστιανικά κράτη, Σερβία, Βουλγαρία και Βυζάντιο, να γίνουν φόρου υποτελή σ’ αύτούς (ήττα των Σέρβων στο Τσιρμέν, κοντά στον Έβρο, 1371) και να υποχρεωθούν να συμμετέχουν στις εκστρατείες τους.

Μανουήλ Β'
Η ηρωική αντίσταση που προβάλλει ως υπερασπιστής της Μακεδονίας ο γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε', ο Μανουήλ Β', πνεύμα φωτεινό και ριζοσπαστικό, περιστοιχιζόμενος από λίγους μόνο ομοϊδεάτες του, δεν είναι δυνατό ν’ αναστείλει την προέλαση του τεράστιου όγκου των Τούρκων, οι όποιοι κυριεύουν
 τις Σέρρες, τη Ζίχνα, το Μοναστήρι, τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, τη Νάουσα, Έδεσσα, Καστοριά και Αχρίδα και προς Ν το Κίτρος, τον Πλαταμώνα και τα Σέρβια.

Πιο εύκολα κυριεύουν την  Άνω η Βόρεια Μακεδονία, δηλαδή τη σημερινή γιουσκοσλαβική και βουλγαρική, γιατί είναι αραιοκατοικημένη και δεν έχει σημαντικά κέντρα και κάστρα, ερείσματα για να στηρίξουν κάποια σοβαρή άμυνα, όπως η Νότια Μακεδονία. 

Γι αυτό και το βάρος των ιστορικών γεγονότων πέφτει σ’ αυτήν.

Σύγχρονα,ν άπό τότε, από τα τέλη του 14ου αι., οι Τούρκοι προβαίνουν και στον εποικισμό των πιο εύφορων εδαφών της Μακεδονίας, αλλά και ορισμένων επίκαιρων ορεινών, που τα βρίσκουν αραιοκατοικημένα η και εγκαταλειμμένα από τους Βυζαντινούς μεγαλοκτηματίες η και τους άλλους κατοίκους.

 Έτσι αρκετά μεγάλες ομάδες Τούρκων, κυρίως των πολεμικών Γιουρούκων, με έπικεφαλής ονομαστούς αρχηγούς, εγκαθίστανται σε διάφορα σημεία της περιοχής γύρω από την Καβάλα, από τις Σέρρες, προς Β της λίμνης Λαγκαδά, στα Γενιτσά, στις περιοχές Κοζάνης, Σαρή Γκιόλ και Καϊλαρίων.

Έτσι αρχίζουν να γίνονται σημαντικές εθνολογικές αλλοιώσεις στη σημερινή ελληνική Μακεδονία.

Μιά μικρή χρονική ανάπαυλα δοκιμάζουν οι Θεσσαλονικείς μετά την ήττα του Βαγιαζιτ Α' στη μάχη της Αγκυρας (1402) από τον Τιμούρ Λέγκ (Ταμερλάνο), οπότε ο Μανουήλ Β' με την υπόσχεση του στον Σουλεϊμάν, έναν από τους γιούς του Βαγιαζίτ, να τον βοηθήσει στον άγώνα του έναντίον των άδελφών του για τη διαδοχή στον θρόνο, κατορθώνει να ξαναπάρει τη Θεσσαλονίκη (1403), μέρος της ένδοχώρας της, τη Χαλκιδική ολόκληρη, καθώς και την παραλιακή περιοχή από τον Στρυμόνα ως τις εκβολές του Πηνειού, ως τα Τέμπη, αλλά μετά την άνοδο στον θρόνο του Μουράτ Β" (1421) ο κίνδυνος ξαναφαίνεται οξύτερος.

Ανδρόνικος Παλαιολόγος
Ο τελευταίος διοικητής της Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος Παλαιολόγος, γιος του Μανουήλ Β', και οι άρχοντες της, άναλογιζόμενοι τα δεινά τους σέ ενδεχόμενη βίαια κατάληψή της από τους Τούρκους προτιμούν να την παραδώσουν στα 1423 στους Βενετούς με τον όρο να σεβαστούν την κοινοτική τους αύτονομία και τα προνόμια του αρχιεπισκόπου της και της Εκκλησίας.

H βενετοκρατία όμως δεν εσωσε τους κατοίκους.

Οι  Τούρκοι συνεχίζουν τις έχθροπραξίες και ΰστερ’ από 7 χρόνια κυριεύουν την πόλη (29 Μαρτίου 1430) με επίθεση.

Ακολουθούν οι γνωστές σκηνές, φόνοι, αιχμαλωσίες, λεηλασίες και άρπαγές.

Η άλωση της Θεσσαλονίκης, που κατατάραξε τον ελληνικό κόσμο, σφράγισε την κατάληψη της Μακεδονίας και ήταν το προανάκρουσμα της πτώσης της Κωνσταντινουπόλεως, που ακολουθεί υστερ’ από 23 χρόνια (1453).
Τα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής, Βυζάντιο, Βουλγαρία, Αλβανία, Σερβία δεν ύπάρχουν πιά.

Τά δεινά της σκλαβιάς, η κακοδιοίκηση, το παιδομάζωμα, η βαριά φορολογία που γίνεται βαρύτερη με το πέρασμα των αιώνων, η σκληρότητα και οι ποικίλες αύθαιρεσίες των κατακτητών έκαναν πολλούς κατοι  κους να έπιλέξουν ανάμεσα σέ δύο λύσεις, και τις δύο σκληρές

1) την προσέλευση στον ισλαμισμό, που θά τους φέρει στην όχθη των κατακτητών, η
2) τη φυγή.

Η καταφυγή στους πλησιόχωρους ορεινούς όγκους, στην Πίνδο με τις παραφυάδες της, στο Βέρμιο, Πιέρια, ’Όλυμπο, Χάσια και στους πρόποδές τους η στις πλαγιές τους, θα δημιουργήσει νέους οικισμούς, ορισμένοι από τους οποίους θ’ αναπτυχθούν και θα εξελιχτούν σε νέα κέντρα ζωής, όπως η Νάουσα, η Σιάτιστα και η Κοζάνη.

Τα εγκαταλειμμένα χωριά θα είναι τα λεγόμενα παλαιοχώρια.

’Έτσι συμβαίνει, ώστε — κατά την παράδοση — η ίδρυση πολλών χωριών όχι μόνο της Μακεδονίας, αλλά και γενικότερα της Ελλάδας να τοποθετείται γύρω στον 15ο αιώνα.

Ο βαρύς ζυγός ήταν επόμενο ακόμη να προκαλέσει τις άντιδράσεις των ορεινών κατοι  κων και να δημιουργήσει στην αρχή μικροκινήματα άντιστάσεως.

Ένα τέτοιο πρέπει να συνέβηκε στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία μεταξύ 1444-1449, συνδυασμένο με την προέλαση του Ιωάννη Ούνιάδη ως το Κοσσυφοπέδι της Νότιας Σερβίας.

Πάντως ο αναβρασμός των κατοίκων, που έξακολουθει ιδίως στην περιοχή του Όλυμπου,
αναγκάζει τον σουλτάνο Μουράτ Β' (1421-1451) να έγκαινιάσει δεύτερο αρματολίκι του ελληνικού χώρου (το πρώτο ήταν των Άγράφων) μέ πρώτο καπετάνιο τον Καρά Μιχάλη. 

Γι’ αύτόν δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο πέρ’ από το όνομά του.

Πάντως θα πρέπει να ήταν ένας φοβερός κλέφτης, που θά είχε σπείρει τον τρόμο στους Τούρκους, ώστε ν΄ αναγκαστούν τελικά να τον αναγνωρίζουν αρματολό του Ολύμπου  ιερού βουνού των άρχαίων Ελλήνων, αλλά και των κλεφτών.

Δεν είναι όμως μόνο οι κλέφτες και οι άλλοι ορεινοί   κάτοικοι που αγωνίζονται για την έλευθερία τους, αλλά και οι νεομάρτυρες, συνήθως παιδιά του λαού (άλλο είδος άγωνιστών για την πίστη και την ελευθερία, καθώς και ορισμένοι έπιφανεις λόγιοι, που αδυνατώντας να ζήσουν μέσα στην πνιγερή ατμόσφαιρα της σκλαβιάς άποδημούν στη Δύση, άγωνιούν για την έπιβίωση του Γένους και μέ τα γραφόμενά τους προσπαθούν να κινήσουν τους ισχυρούς ήγεμόνες της σέ σταυροφορία έναντίον των έχθρών της χριστιανικής πίστης. 
Θεόδωρος Γαζής

Απ’ αυτούς οι πιο γνωστοι   είναι οι Θεσσαλονικείς Θεόδωρος Γαζής και Ανδρόνικος ο Κάλλιστος.

Κατά τα τέλη του 15ου αι. νέα γεγονότα προσθέτουν ένα νέο πληθυσμιακό στρώμα στη Μακεδονία, τους Εβραίους, κυρίως στη Θεσσαλονίκη, στα Μαντεμοχώρια, στα γνωστά μεταλλεία άργύρου, στη Βέροια, στο Μοναστήρι και ακόμη πάνω από τα όρια της Μακεδονίας, στα Σκόπια.

 Αύτοι, που ογκώνουν τον παλιό προχριστιανικό τους πυρήνα της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας, έφευγαν τους διωγμούς, τον πρώιμο αυτόν αντισημιτισμό, των ήγεμόνων της Δύσης, της Γερμανίας και Ούγγαρίας (είναι οι λεγόμενοι   Ασκεναζίμ = Γερμανοεβραΐον Άσκενάζ Γερμανία), της Ισπανίας, της Κάτω Ίταλίας και Σικελίας, της Προβηγκίας και της Πορτογαλίας (είναι οι λεγόμενοι Σεφαρδίμ = Ίσπανοεβραΐοι  Σεφαράδ = Ισπανία), που άποτελουσαν τη μεγαλύτερη ομάδα τους και οι όποιοι με τον ανώτερο πολιτισμό τους, τα έξευγενισμένα ήθη και έθιμά τους, τους καλούς των τρόπους, διαμορφωμένους μέσα στο περιβάλλον της Ισπανίας, αφομοιώνουν ύστερ’ από εναν αιώνα όχι μόνο τους Γερμανοεβραίους, αλλά και τους ολιγάριθμους Ρωμαιοεβραίους (Romaniotes) η Έλληνοεβραίους της αρχαίας και βυζαντινής Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ως τότε μιλούσαν μεταξύ τους ελληνικά, είχαν ονόματα ελληνικά η εβραϊκά έξελληνισμένα και δικό τους τύπο λατρείας, τον λεγόμενο machior Romania.

’Έτσι έπιβάλλεται η ισπανοεβραϊκή ως γλώσσα των Εβραίων της Μακεδονίας, όπως τη γνωρίσαμε ως τα τελευταία ακόμη χρόνια.

Οι   Ίσπανοεβραΐοι ήταν οι κύριοι της υφαντουργίας στη Μακεδονία και γενικά της οικονομικής προόδου της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεών της. 

Ενδιαφέρουσες είναι οι μέθοδοι έπεξεργασίας των μαλλιών, της βαφής τους, ιδίως με μπλε χρώμα, και κατόπιν της ύφάνσεώς τους.
 Η βιοτεχνία αυτή πρώτη, όπως και παντού στην Ευρώπη  δημιούργησε τις αρχικές προϋποθέσεις του καπιταλισμού μέσα στη Θεσσαλονίκη.

Οι Ίσπανοεβραΐοι, άντίθετα προς τους ομοεθνείς τους έργάτες και βιοτέχνες της βυζαντινής εβραϊκής κοινότητας, έμποροι τολμηροι   και φιλόπονοι, με τα μεγάλα τους ταξίδια και με τη στενή τους έπαφή μέ τη Βενετία, τη Γένουα, το  Αμστερνταμ και όλες τις χανσεατικές πόλεις συνετέλεσαν στη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη και εύημερία της μακεδονικής πρωτεύουσας.
Αύτοι   την εφεραν κοντά στην Εύρώπη και τη μεταμόρφωσαν και πάλι σ’ ενα ζωηρό κέντρο έμπορίου.

Επίσης σημειώνεται και κίνηση έποχιακών χωρικών έργατών η γυρολόγων, είτε από διάφορα χωριά της Μακεδονίας, είτε των γειτονικών χωρών Ηπείρου, Θεσσαλίας και Αλβανίας, προς τη Μακεδονία, Θράκη, Μ. Άσία η Σερβία, Βουλγαρία και παραδουνάβιες χώρες.

Μερικοι   όμως σταθμεύουν και μένουν οριστικά στα χωριά η πόλεις, όπου βρίσκουν εργασία, είτε ως θεριστές, είτε ως κτίστες, μαραγκοι   κ.λ., είτε και πραματευτές.

 Παρόμοιο, άλλ΄ άντίρροπο μεταναστευτικό ρεύμα παρατηρήθηκε ιδίως από τη Βουλγαρία μέσα από τις κοιλάδες Στρυμόνα και Νέστου, καθώς και από τα στενά περάσματα των βουνών προς την ελληνική Μακεδονία. 
Σαρακατσαναίοι
Αλλά και Έλληνες  κτηνοτρόφοι, οι λεγόμενοι Σαρακατσάνοι από τις περιοχές Θεσσαλονίκης, Σερρών και Καβάλας, με χιλιάδες πρόβατα άνέβαιναν προς τα επάνω και ξεκαλοκαίριαζαν στα βουλγαρικά βουνά και στον Βίτοσα επάνω από τη Σόφια.

Το ρεύμα αύτο της άνόδου η καθόδου έντείνεται μέ την πάροδο των αιώνων και γίνεται ορμητικό κατά τον 19ο αι. και τις άρχές του 20ού. ’

Έτσι παρατηρείται ανάμειξη των πληθυσμών, 'Ελλήνων, Τούρκων, Εβραίων, Σέρβων, Βουλγάρων στη Μέση Βαλκανική η στη Μείζονα Μακεδονία και αλλοίωση του εθνολογικού της χαρακτήρα. 

Αύτή η ανάμειξη θά δώσει την άφορμή στα τέλη του 19ου και στον 20ό αι. στους Βουλγάρους και Σέρβους να ξαναφρεσκάρουν τα παλιά τους, τα μεσαιωνικά έθνικιστικά τους όνειρα και ν΄ άποβλέπουν στην επέκτασή τους στη Νότια η ελληνική Μακεδονία και στην άνίδρυση των εφήμερων άλλοτε μεγάλων κρατών τους, των τσάρων Συμεών (893-927) και Σαμουήλ (976-1014) και του κράλη Στεφάνου Ντουσάν (1331-1355).

Ελεύθερη διακίνηση προς τη Μακεδονία παρατηρείται και σε μοναχούς, Έλληνες , Σλάβους, Αλβανούς, Βλάχους, Μολδαβούς, ακόμη και σε Ρώσους, που πηγαίνουν προς το Αγ. Όρος.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, οπότε τα βαλκανικά κράτη παύουν να υφίστανται και τα εθνικά τείχη των συνόρων γκρεμίζονται, παρατηρούνται συνεχώς ειρηνικές μετακινήσεις χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών προς κάθε κατεύθυνση
(Τούρκων της Μ. ’ Ασίας προς τη Μακεδονία,
'Ελλήνων της Θεσσαλίας, και κυρίως της Μακεδονίας και Ηπείρου, προς Β,
είτε προς τη Σερβία και επάνω απ’ αύτήν προς την Αύστρία, Ούγγαρία, Γερμανία,
είτε προς τη σημερινή Βουλγαρία, δηλαδή στις πανάρχαιες ελληνικές πόλεις του Εύξείνου, Σωζούπολη, Πύργο, ’Αγχίαλο, Μεσημβρία κ.λ., 
ή προς τη Φιλιππούπολη, Στενήμαχο κ.λ.,

ενώ Νότιοι Σλάβοι κατεβαίνουν προς Ν, προς τη Μακεδονία, για αναζήτηση εργασίας και άναζωπυρώνουν παλιά κατάλοιπα σλαβικών εποικισμών του μεσαίωνα σέ ορισμένα σημεία της),

μετακινήσεις που δημιουργούν νέες και ποικίλες συνθήκες, νέους όρους ζωής και νέα προβλήματα.

 Η κατάσταση συνεχίστηκε έπι αιώνες ως τους βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918).

Κι όσο κάπως καλυτερεύουν τους όρους της ζωής τους στα ξένα οι Έλληνες  της Μακεδονίας και βλέπουν τη διαφορά του πολιτιστικού περιβάλλοντος, τόσο και μεγαλώνει η πίστη τους στην εθνική τους αποκατάσταση  έφόσον μάλιστα η συμπεριφορά των κατακτητών γίνεται σκληρότερη και οι καταπιέσεις τους βαρύτερες, όπως π.χ. έπι Σελιμ Β' (1566-1574).

Κατασχέσεις κτημάτων, λεηλασίες και σφαγές στο "Αγ. Όρος, αρπαγές εκκλησιών στη Θεσσαλονίκη, επιδρομή και φόνοι μοναχών στη μονή του Τιμίου Προδρόμου των Σερρών σημειώνονται κιόλας πριν από την περιλάλητη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), η οποία, όπως ήταν επόμενο, τόνωσε ακόμη περισσότερο το κύμα της τρομοκρατίας σέ βάρος των 'Ελλήνων και γενικά των χριστιανών.

Κατά τα τέλη του 16ου και τις άρχές του 17ου αι. ζωηρές είναι οι επαναστατικές ζυμώσεις για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, όπως και των άλλων γειτονικών ελληνικών χωρών, Ηπείρου και Θεσσαλίας, οι όποιες μέ το πέρασμα τών χρόνων γίνονται εντονότερες και εκδηλώνονται με ληστείες η και με ανταρσίες των ραγιάδων, όπως π.χ. στις περιοχές Καστοριάς, Μοναστηριού, Φλώρινας, Πρίλεπ, Βέλες, Σαρή Γκιόλ και Τζουμά Παζαρί στα 1621-1622, καθώς και τη στάση του Έμμ. Χρ. Μαρτζέλου στη Βέροια στα 1627.

Η ληστεία έχει γίνει ενδημική αρρώστια. 

Πέρ’ από τα σημερινά ελληνικά σύνορα της Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, δρουν χαϊντοΰκοι (κλέφτες) Αλβανοί  , Τούρκοι και Σλάβοι.
Хајдуци - Χαϊντούκοι
 Η κατάσταση αύτή συνεχίζεται ως το τέλος του 17ου αί. και προεκτείνεται και πέρ’ από αύτόν (άνταρσία Νάουσας 1705). ’

Έτσι εξηγείται και το μεγάλο άποδημητικό ρεύμα των κατοίκων της Μακεδονίας.

Οσοι μένουν στις πατρίδες τους προσπαθούν να επιζήσουν συσπειρωμένοι μέσα στους κόλπους των κοινοτήτων τους και της Εκκλησίας και μέσα στις πόλεις οργανωμένοι επιπλέον με τις συντεχνίες τους.

Μέσα στις δύσκολες όμως αυτές συνθήκες της σκλαβιάς δεν μπορεί να νοηθεί παιδεία. τα σχολεία ήσαν μόνο για αγόρια  προσαρτημένα στην εκκλησία, χωρίς τάξεις.

Η εκπαίδευση είχε περιοριστεί στα λεγόμενα κολλυβογράμματα.

Ο μοναδικός δάσκαλος, συνήθως ιερέας, τους δίδασκε μόνο να διαβάζουν εκκλησιαστικά βιβλία, το 'Ωρολόγιο, την  Οκτώηχο, το Ψαλτήρι, τις διάφορες ακολουθίες κ.λ.

Καλύτερη βέβαια ήταν η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Ελάχιστοι όμως, ακόμη και από τους «πρεσβυτέρους» και από τους καλογήρους, καταλάβαιναν τα βιβλία αύτά.

Μόνο στα μεγάλα πνευματικά κέντρα δεν σβήνουν οι σπινθήρες. Θεσσαλονικέας λόγιος άναφέρεται στα 1559, ο Δημήτριος ο Διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας.

Επίσης στα 1585 διδάσκει στη Θεσσαλονίκη ο Αθηναίος δάσκαλος Γεώργιος και την ίδια περίπου εποχή και ο Κρητικός Ματθαίος, ο όποιος είχε διδάξει επί πολλά χρόνια εκεί και είχε βγάλει πολλούς μαθητές.

Θεσσαλονικέας θεωρείται και ο υποδιάκονος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, ο συγγραφέας του «Θησαυρού», πολύ γνωστού και εύχρηστου εκκλησιαστικού βιβλίου της εποχής της τουρκοκρατίας.

Επίσης πρέπει να μνημονευτούν ο — μορφωμένος άσφαλώς — Θεσσαλονικέας μοναχός Μαλαχίας Ρίζος, που προσκαλείται κατά τα μέσα του 17ου αι. από τον άρχιεπίσκοπο του Παλέρμου, για ν΄ άναλάβει τη διοι  κηση του ορθόδοξου μοναστηριού του Mezzojuso ύστερα από τον θάνατο του πρώτου ήγουμένου του.
Στα 1668 ο Μαλαχίας επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη.

Σημαντικό γεγονός για την ανάπτυξη της παιδείας, αλλά και γενικότερα για την ιστορία του έθνους, σημειώνεται στα 1593: 

ο πατριάρχης 'Ιερεμίας Β' ο Τρανός συγκαλεΐ σύνοδο και — ανάμεσα σε άλλα —
άποφασίζεται να φροντίσουν οι ορθόδοξοι μητροπολίτες να ιδρύσουν σχολεία, 

«ώστε τα θεία και ίερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις έθέλουσιν διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένοις». "

Έτσι από την εποχή αύτή γενικεύεται η ίδρυση σχολείων. 

Ο δεσμός έκκλησίας-σχολείου, ο όποιος και στα χρόνια της βυζαντινής περιόδου ήταν στενός γίνεται τώρα στενότερος.

Παράλληλα εξακολουθεί και η άντιγραφή των χειρόγραφων βιβλίων.

Η λαμπρή όμως καλλιτεχνική παράδοση των άντιγραφέων άρχίζει να σημειώνει κάμψη, τόσο στην Κωνσταντινούπολη, όσο και στο Άγιον  Ορος, χωρίς όμως να εξαφανιστεί και άπ’ αυτά ακόμη τα επαρχιακά κέντρα.

Ετσι βιβλιογράφος στη Νάουσα της Μακεδονίας στα 1615 αντιγράφει έργα του Βρυεννίου. 

Μέσα στο γαλήνιο περιβάλλον της μακεδονικής μονής του Τίμιου Προδρόμου Σερρών συγκεντρώνεται ο πατριάρχης Γεννάδιος, άποτραβηγμένος από τα συνταρακτικά γεγονότα που ζεΐ,
 και γράφει τα καλύτερα θεολογικά έργα του που σώζονται ακόμη ως σήμερα αύτόγραφα.
Χρυσολωράς Μανουήλ 

Οι   λόγιοι της Μακεδονίας δυσκολεύονται να ζήσουν μέσα στην πνιγερή αυτή ατμόσφαιρα.

 Γ΄ αυτό ορισμένοι άποδημοϋν στη Δύση, όπου το πνευματικό και κοινωνικό περιβάλλον τους έδινε τη δυνατότητα να ζήσουν έλεύθερα και να καλλιεργήσουν τα γράμματα. ο πιο γνωστός από αύτούς είναι ο Θεσσαλονικέας Θεόδωρος Γαζής, που μετά την άλωση της πατρίδας του ήλθε στην Ιταλία και μέ το διδασκαλικό του έργο συνέβαλε στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση, όπου λίγα χρόνια πριν ο Μανουήλ Χρυσολωράς είχε προλειάνει το έδαφος.

Ο Θεσσαλονικέας ίσως   Ανδρόνικος ο Κάλλιστος (1486) καταφεύγει και αύτός στην Ιταλία, όπου διδάσκει τα ελληνικά μέ έπιτυχία.

Θερμός και άγνός πατριώτης ο Κάλλιστος, είναι από τους Έλληνες  έκείνους λόγιους του έξωτερικου, που προσπαθούν μέ τους λόγους και τα έργα τους να κινήσουν την προσοχή και συμπάθεια των δυνατών της ήμέρας για τους σκλαβωμένους Έλληνες .

Γέννημα θρέμμα έπίσης της Θεσσαλονίκης είναι ο Ματθαίος Καμαριώτης, ο πρώτος ϊσως σχολάρχης της Πατριαρχικής Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως.

Χαρακτηριστικό της φιλομουσίας των Θεσσαλονικέων κατά το τέλος ακόμη του πρώτου αιώνα της σκλαβιάς, πριν από το 1494, είναι ότι προσκαλοϋν από την Κέρκυρα τον γνωστό λόγιο Ιωάννη Μόσχο να διδάξει στην πόλη τους. οι λόγιοι της είναι κάτοχοι άξιόλογων χειρογράφων, όπως μαθαίνουμε από τον Ίάννο Λάσκαρι, που κατά τα τέλη του 15ου αιώνα περνά από τη Θεσσαλονίκη και άγοράζει χειρόγραφα από τους συγγενείς του Ματθαίου Λάσκαρι (πού μόλις είχε πεθάνει), από τον Μανουήλ Λάσκαρι, πιθανώς μακρινούς συγγενείς του, και από τον Δημήτριο Σγουρόπουλο.


Μαζί μέ τους δύο τελευταίους αύτούς λογίους, όπως και μέ άλλους διαφόρων πόλεων, θά συζήτησε πολλές φορές το προσφιλές θέμα της άπολυτρώσεως του ελληνικού και των άλλων βαλκανικών λαών.
 Μέσα σέ μιά ατμόσφαιρα θερμή από καημούς και πόνους, ξαναμμένοι οι σκλάβοι 'Έλληνες θά μίλησαν μαζί του ώρες ολόκληρες για τη μακριά και αξημέρωτη νύχτα της δουλείας.

Απελπισμένοι οι Έλληνες της Μακεδονίας συσπειρώνονται — στους τόπους όπου ύπάρχει μουσουλμανικός πληθυσμός — σε ορισμένες συνοικίες γύρω από μιά η περισσότερες περιφρονημένες από τους Τούρκους μικρές ως έπι το πλειστον εκκλησίες κι έτσι διατηρούν τη συνεκτικότητα και την έθνικότητά τους.

 Γιά τη συντήρηση των εκκλησιών αύτών η για την άνακαίνιση η και την άνίδρυσή τους συνεισφέρουν νεόπλουτοι, που έχουν άποκτήσει περιουσίες μέ το έμπόριο, η και άπόγονοι παλαιών οικογενειών του Βυζαντίου.

 Είναι πολύ πιθανό ότι στο παλαιό αυτό στρώμα άνήκει ο «έντιμότατος άρχων κυρός Κομνηνός Καλοκρατάς» Βεροίας, που άναλαμβάνει τις δαπάνες για την άνοικοδόμηση του ναού του 'Αγίου Νικολάου στα 1566, όπως μνημονεύει σχετική έπιγραφή στην κύρια πύλη από μέσα.
οι   χριστιανικές συνοικίες, συμμαζεμένες γύρω από τις εκκλησίες είναι πραγματικές νησίδες σωτηρίας, μέσα στον ταραγμένο ωκεανό της σκλαβιάς και της βαρβαρότητας, το χαρακτηριστικό βέβαια αύΤο παρατηρειται κυρίως στις μεγάλες πόλεις.

Αξιόλογα είναι τα έργα δυο μεγάλων Κρητικών ζωγράφων του 16ου αί., του Θεοφάνη και του Δαμασκηνού.
Ο πρώτος τελειοποίησε την τεχνική της εικόνας.

Θεοφάνης ο Κρης, 1546, ΙΜ Σταυρονικήτα
 Γνωστές τοιχογραφίες του Θεοφάνη στη Μακεδονία είναι του καθολικού της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον  ’Όρος (1535), το πιο άντιπροσωπευτικό έργο του, της τράπεζας της ϊδιας μονής, έργο άμφισβητούμενο, και του καθολικού της μονής Σταυρονικήτα (1546).


Πανσέληνος Μανουήλ, Πρωτάτο 14 αιων.
 Πηγές για τις έμπνεύσεις της εικονογραφίας του ύπήρξαν τα θέματα της έποχής των Παλαιολόγων, που τα έβλεπε στο Άγιον  ’Όρος και ιδίως οι έξαίσιες τοιχογραφίες του Μανουήλ Πανσέληνου (αρχές 14ου αι.) στην εκκλησία του Πρωτάτου των Καρυών.

Έκτος από τον Θεοφάνη, εμφανίζονται στο Άγιον  Όρος και άλλοι καλλιτέχνες, όπως ο Κρητικός Ζώρζης (καθολικό μονής Διονυσίου), ο Μακάριος (παρεκκλήσι της Θεοτόκου στη μονή του 'Αγίου Διονυσίου, 1615) και ιδίως ο Φράγκος Κατελάνος από τή Θήβα, οι όποιοι δεν ακολουθούν πιστά, όπως οι άλλοι, τον Θεοφάνη, αλλά προσπαθούν να ελευθερωθούν από τις επιδράσεις του.

Ο Κατελάνος ιστορεί στα 1560 το παρεκκλήσι του 'Αγίου Νικολάου στη Λαύρα.
Επίσης στον ίδιο πρέπει ν΄ άποδώσουμε και την άνώνυμη διακόσμηση του ναού της μονής Βαρλαάμ Μετεώρων που έγινε στα 1548.
Ο Κατελάνος δεν έχει τη λιτότητα του Θεοφάνη, αλλά ιστορεί τις σκηνές του μέ κάθε λεπτομέρεια και δανείζεται πολλά από την ιταλική τέχνη, κυρίως στις μεγάλες συνθέσεις του.

Οι   έπιδράσεις του 'Αγίου Όρους  ως εστίας ζωγραφικής επί τουρκοκρατίας είναι αισθητές — κατά τους πρώτους τουλάχιστον αιώνες — στη Σερβία και στη σημερινή σέρβική Μακεδονία.

Πραγματικά, όπως τότε, έτσι και τώρα (16ος αι.), Έλληνες  ζωγράφοι, που είχαν εργαστεί στο Άγιον  Ορος, στην Καστοριά και άλλου, ιστορούν εκκλησίες των περιχώρων του Πρίλεπ (Πριλάπου), τη Studenica στα 1568 και τη μονή του Krusedol στο Fruska Cora (16ος αι.).

 Έλληνες  έπίσης ύπήρξαν οι δάσκαλοι γνωστών Σέρβων ζωγράφων, όπως του Georgije Mitrofanovic, που στα 1621 ιστόρησε την τράπεζα του Χιλανδαρίου, του ιερέα Danilo, που στα 1664 έκαμε τις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του 'Αγίου Νικολάου της Ιδιας μονής, καθώς και άλλων άκόμη.

Μολονότι μέ την ίδρυση του πατριαρχείου του Ίπέκ στα 1557 άρχίζει λαμπρή περίοδος της σερβικής ζωγραφικής, «ή μεταβυζαντινή εικόνα, η οποία είσέδυσε μέ διάφορους δρόμους μέσα στον σέρβικο πολιτισμό κατά την τουρκοκρατία, γράφει ό Djuric, κατέχει μια θέση ιδιαίτερη και σπουδαία στην ιστορία της τέχνης των Σέρβων και των άλλων γιουγκοσλαβικών λαών».

Η ήγετική θέση της ελληνικής ζωγραφικής κατά την περίοδο αύτή εξασφαλίζεται όχι μόνο μέ την αϊγλη της μεγάλης βυζαντινής παράδοσης, αλλά και μέ την άνανέωσή της κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκόκρατίας.

 Γι  αυτό έπιβάλλεται οχι μόνο στη Σερβία, αλλά και στις άλλες χώρες της χερσονήσου του Αίμου. Ακόμη και στη μεγάλη ομόδοξη αύτοκρατορία του Βορρά η ελληνική εικόνα προβάλλεται ως πρότυπο.

2. H Μακεδονία από τις συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) 
και του Πασσάροβιτς (1718)
 ως το τέλος της Έπαναστάσεως του 1821


Με τις συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και ιδίως του Πασσάροβιτς (1718), μέ τις όποιες διευρύνονται οι οικονομικές σχέσεις με την αύστριακή μοναρχία και γενικά μέ την Κεντρική Εύρώπη, η Μακεδονία γενικά και προπάντων οι μικρές η μεγάλες πόλεις της, που άποτελοϋν έπίκαιρα κέντρα στο μεταίχμιο των δύο αύτοκρατοριών, κέντρα του διαμετακομιστικοϋ έμπορίου, επρόκειτο να γνωρίσουν συνεχώς αύξανόμενες εύεργετικές έπιδράσεις ως αυτό ακόμη τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1914).

Η Αύστρία, που μέ τη συνθήκη του Πασσάροβιτς ένσωματώνει στα έδάφη της το Βελιγράδι, το μεγαλύτερο μέρος της Σερβίας μέ τη μικρή Βλαχία και το Βανάτο του Τέμεσβαρ, δεν είναι πιά και πολύ μακριά από τη Μακεδονία και το μεγάλο έμπορικό λιμάνι της, τη Θεσσαλονίκη, προς την οποία είναι δυνατόν να εξαχθούν τα εμπορεύματα της Κεντρικής Εύρώπης και να εισαχθοϋν άντίστοιχα τα προϊόντα της Ανατολής.

 Μεγάλες δυνατότητες εύκολου πλουτισμού παρουσίαζε το έμπόριο των μαλλιών, καπνού, βαμβακιού, βαμβακερών νημάτων (βαμμένων κόκκινων στα έργαστήρια της Βέροιας, καθώς και των κωμοπόλεων της Θεσσαλίας) και των σιτηρών που παράγονταν σε μεγάλες ποσότητες στις εύφορες πεδιάδες της Θεσσαλονίκης και των Σερρών.

Αντί γι’αύτά οι Έλληνες  καρβανάρηδες και πραματευτές είσήγαν βιομηχανικά προϊόντα της Κεντρικής Εύρώπης, τσόχες, διάφορα ύφάσματα, γυαλικά της Βοημίας, σιδερικά και έπιχρυσώματα.

’ Εκτός από τους Αύστριακούς και Γερμανούς καπιταλιστές, οι Γάλλοι, Αγγλοι, ’Ολλανδοι   ενδιαφέρονται ζωηρά για τα προϊόντα της Μακεδονίας και ιδρύονται βαθμιαία άντίστοιχα προξενεία και ύποπροξενεία σε διάφορες πόλεις και κωμοπόλεις, έφόσον από τις άρχές του 18ου αι. η έμπορική κίνηση έκεΐ τονώνεται. Σ’ αύτήν πρωτοστατούν Έλληνες  και Εβραίοι.

 'Ορισμένοι για να ύπερπηδούν τα διάφορα εμπόδια που τους βάζουν οι τουρκικές άρχές πετυχαίνουν την προστασία του προξενείου ενός εύρωπαϊκοϋ κράτους και μέσω αύτοϋ εφοδιάζονται μέ ειδικό βεράτι που τους εξασφαλίζει ορισμένα προνόμια κατά την άσκηση της εργασίας τους.

Αυτοί   είναι οι λεγόμενοι προστατευόμενοι η μπαρατάριοι.
Στο μεγάλο κέντρο, στη Θεσσαλονίκη, καταφθάνουν και οι πρώτοι ξένοι έμποροι και άρχίζουν να σχηματίζονται οι πρώτες εύρωπαϊκές παροικίες.

Το έμπόριο στο έσωτερικό της Μακεδονίας διεξάγεται και έξυπηρετείται κυρίως μέ τις έμποροπανηγύρεις, όπως των Σερβίων, του Άβρέτ Χισάρ (Γυναικόκαστρου), Κιλκίς, της Ντόλιας η Ντόλιανης κοντά στο Πετρίτσι, του Μαυρονόρους κ.ά., παρά τους κινδύνους που διέτρεχαν οι έμποροι από τις επιθέσεις των ληστών, τις καταπιέσεις των άρματολών και τις άνταρσίες των κατοι  κων ορισμένων περιοχών.

Ακολουθεί η ελληνική επανάσταση του 1770 μέ την ύποκίνηση και σύμπραξη των Ρώσων που βρίσκονται σέ πόλεμο μέ τους Τούρκους, 1768-1774. 

Κατά τη διάρκεια του οι Ρώσοι, καθώς και οι Έλληνες  κουρσάροι, δρουν μέσα στο Αιγαίο.

Ρωσική μοίρα μάλιστα τον Αύγουστο του 1770 άγκυροβολεΐ στο λιμάνι της άρχαίας Θάσου και μεταβάλλει το νησί σέ ναυτική βάση. 

Ο άντίκτυπος των επιχειρήσεων έκδηλώνεται στη Μακεδονία μέ άλλεπάλληλες και ποικίλες οικονομικές έπιβαρύνσεις και καταπιέσεις των Τούρκων, ένώ στρατιώτες τους λιποτάκτες που γυρίζουν από τα βόρεια μέτωπα στις μακεδονικές πατρίδες τους λυμαίνονται την ύπαιθρο, ληστεύοντας, κακοποιώντας η και σκοτώνοντας τους διαβάτες.

Ζιάκας Θεόδωρος
Οι Τούρκοι ήθελαν να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους της Μακεδονίας, γιατί ορισμένοι κλεφταρματολοί   της,

 όπως ο γέρο Ζιάκας των Γρεβενών, 
ο Ζήδρος, 
ο Λάζος, 
ο Τόσκας και οι γιοι   του του Όλύμπου, καθώς και 
ο Μπλαχάβας των Χασίων, 

ακόμη και μετά τη συντριβή της έπαναστάσεως στην Πελοπόννησο έξακολουθοϋσαν τους άγώνες τους μέ άποτέλεσμα να έξουσιάζουν όλη την περιοχή από την Εδεσσα ως τα Τρίκαλα και από τα Σέρβια ως την Κατερίνη και τον Πλαταμώνα.

Μέ τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), που τόσα εύνοϊκά άποτελέσματα είχε για τους Έλληνες , όχι μόνο δεν άποκαθίσταται η τάξη στο έσωτερικό της Μακεδονίας, άλλ’ άντίθετα χειροτερεύει η άταξία μέ την άρβανιτοκρατία που έπικρατεΐ, δηλαδή μέ τις διάφορες αύθαιρεσίες των Αλβανών μισθοφόρων που είχαν χρησιμοποιηθεί για την κατάπνιξη της ελληνικής έπαναστάσεως του 1770 και οι όποιοι τώρα είχαν φωλιάσει σέ διάφορες πόλεις και χωριά και είχαν έξελιχθεΐ σέ καταπιεστές και τυράννους και αύτών ακόμη των Τούρκων.

 Η άνυπόφορη αύτή κατάσταση δυνάμωσε το ρεύμα των χριστιανών προς την έξωμοσία, το όποιο ποτέ δέν είχε διακοπεί.

 Άπό τα πιο άξιομνημόνευτα γεγονότα είναι οι έξισλαμισμοι  — από τα μέσα του 17ου αι. ως τις άρχές άκόμητου 19ου αι. — των κατοίκων πολλών ελληνικών χωριών της Δυτ. Μακεδονίας, ιδίως των ονομαζόμενων Βαλαάδων 
(άπό τον όρκο τους Βαλλαχϊ μά τον θεό, τη μόνη τουρκική λέξη που γνώριζαν),
 που ως τα τελευταία χρόνια, δηλαδή ως την άνταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών του 1924 (οπότε έφυγαν από την Ελλάδα ως Τούρκοι!),
 διατηρούσαν την ελληνική γλώσσα.

Το ρεύμα προς την άλλαξοπιστία άναστέλλεται κάπως από τη βαθμιαία ύψωση της πνευματικής στάθμης στη Μακεδονία και γενικά στην 'Ελλάδα, που συμβαδίζει μέ την οικονομική της άνοδο: ιδρύονται στοιχειώδη σχολεία σέ διάφορες πόλεις και κωμοπόλεις, ιδίως στις ορεινές, όπου ο ελληνικός πληθυσμός έπικρατεί και ο ζυγός είναι έλαφρότερος.
Βούλγαρης Ευγένιος

Μεγάλες ύπηρεσίες στον ελληνισμό προσέφερε τότε
 η Άθωνιάς Ακαδημία
 στην κορυφή ενός λόφου ΒΑ της
 μονής Βατοπεδίου, 
όπου δίδαξαν, μεταξύ άλλων, 

ο Κερκυραίος Εύγένιος Βούλγαρης και 

ο Μεσολογγίτης Παναγιώτης Παλαμάς,
 πρόγονος του μεγάλου ποιητή Κωστή Παλαμά. 

Από την Άθωνιάδα αποφοίτησαν νέοι, μοναχοί   και λαϊκοί, μαθητές κυρίως του Βούλγαρη, που σκορπίστηκαν στη Μακεδονία και γενικά στα πέρατα του ελληνικού χώρου και συνετέλεσαν μέ τις γνώσεις τους και προπάντων μέ τον ένθουσιασμό τους στη βαθμιαία άνοδο του πνευματικού έπιπέδου των κατοίκων. 

Κοσμάς ο Αιτωλός

Άπό τα θρανία της πέρασε και ο μεγάλος διδάσκαλος και έθνοκήρυκας, ο μοναχός Κοσμάς ο Αίτωλός, ο όποιος, κατά τις άλλεπάλληλες περιοδείες του μέ το θερμό του κήρυγμα σέ πόλεις και χωριά ιδίως της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας όχι μόνο στήριξε την πίστη των κατοίκων στον χριστιανισμό, αλλά συνετέλεσε στην ίδρυση πολλών σχολείων.

Τήν έποχή αύτή, δηλαδή το δεύτερο μισό του 18ου αι., πυκνώνεται ακόμη περισσότερο το ρεύμα των Μακεδόνων, ιδίως των Δυτικομακεδόνων, προς τις βόρειες χώρες της  Βαλκανικής, προς την Κεντρική Εύρώπη και τις παραδουνάβιες χώρες μέσ΄ από τις κοιλάδες του 'Αλιάκμονα, του Άξιου, Μοράβα και Δούναβη, καθώς και από τη Θεσσαλονίκη μέσ5 από τη Βοσνία η μέσ’ από τις Σέρρες άκολουθώντας την κοιλάδα του Στρυμόνα.

Οι Μακεδόνες αυτοί  εγκαθίστανται οριστικά σε διάφορες από τις παραπάνω χώρες (στή Σερβία και Βοσνία έξελίσσονται σε δραστήριους έμπορους και άποτελοΰν την άστική τάξη των χωρών αύτών, κατά τις ομολογίες των ιστορικών τους, και οι γόνοι τους προκαλούν την έθνική αφύπνιση του τόπου), ιδίως χιλιάδες σέ πάμπολλα χωριά και πόλεις 

της Αύστρίας και Ούγγαρίας, 
όπου ιδρύουν σχολεία, 
εκκλησίες, 
νεκροταφεία, στα όποια και σήμερα μπορεί να ιδεί κάνεις τις
έπιτύμβιες ελληνικές έπιγραφές
Το εξώφυλλο του βιβλίου
«Αλφαβητάριον Μικρόν
προς εύκολον μάθησιν των παιδίων»
(1792, Βιέννη,
τυπογραφείο Γεωργίου Βεντότη)

Στο πανεπιστημιακό τυπογραφείο της Βούδας, καθώς και στο τυπογραφείο Tzattner και Karolyi της Πέστης, που ονομάζεται σέ πολλές έκδόσεις «Έλληνικόν Τυπογραφειον», τυπώνονται άλφαβητάρια, 
άναγνωστικά, 
έγχειρίδια γραμματικής, 
ρητορικής, 
λεξικά, 
ιερές ιστορίες, 
κατηχήσεις, 
έργα άστρονομίας, 
γεωμετρίας, 
ιστορίας, 
φυσικής κ.λ. 
στη Βιέννη ακόμη έκδίδονται οι πρώτες ελληνικές εφημερίδες, από τις όποιες όνομαστότερες
 η «’Εφημερις» των Σιατιστινών Μαρκιδών Πούλιου.

Οι   Μακεδόνες άπόδημοι πρωτοστατούν στον διαφωτισμό του έθνους. 


Ειδικά μάλιστα οι οικονομικές και πολιτιστικές επιδράσεις τους στις ιδιαίτερές τους πατρίδες είναι τεράστιες:
 άνοίγουν σχολεία, 
στέλνουν βιβλία, 
ένισχύουν άπορες οικογένειες, 
κτίζουν η άνακαινίζουν έκκλησίες μέ ωραία ξυλόγλυπτα τέμπλα, άμβωνες, τις κοσμούν μέ τοιχογραφίες, 
εικόνες, άλλα 
άναθήματα, 
κατασκευάζουν έργα κοινής ωφέλειας και τέλος τα ωραία άρχοντόσπιτα του 17ου, 18ου και 19ου αι., που θαυμάζαμε ως τα τελευταία χρόνια
 στη Μοσχόπολη, 
στην Καστοριά, 
στη Σιάτιστα, 
στην Κοζάνη, 
στη Βέροια, 
στη Σαμαρίνα, 
στην Αχρίδα, 
στις Σέρρες, 
στο Μελένικο και άλλου. 

Η άρχιτεκτονική μορφή των αρχοντικών αύτών, η οποι  α προέρχεται από την οργανική έξέλιξη του αγροτικού σπιτιού προς ένα τύπο τελειοποιημένο από πρακτική και αισθητική άποψη, παρουσιάζει τη γένεση και ανάπτυξη της άστικής κοινωνίας κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας.

Οι   εύποροι Έλληνες  αστοί   και οι λόγιοι του έξωτερικοϋ, όπως όλοι οι άστοι   των εύρωπαϊκών κρατών, είναι φιλελεύθεροι και έπαναστατικοι  , 
είναι αύτοι   που άφυπνίζουν το ελληνικό έθνος και οργανώνουν την πανελλήνια έξέγερση. 

Μέσ’ από τους κόλπους των πηγάζει στη Βιέννη 
η κίνηση του Ρήγα, 
που την πλαισιώνουν Έλληνες  της Μακεδονίας, 
οι στενότεροι συνεργάτες της, 

οι άδελφοι   Παναγιώτης και Ιωάννης Εμμανουήλ από την Καστοριά, έπίσης 
ο Γεώργ. Θεοχάρης από την ίδια πόλη, 
ο Θεοχ. Τορούντζιας, 
ο Κωνστ. Δούκας και 
ο Γεώργιος Πούλιου από τη Σιάτιστα.

Η παράδοση του Ρήγα και ορισμένων από τους συνεργάτες του, Μακεδόνες και άλλους Έλληνες , από τους Αύστριακούς στους Τούρκους και η θανάτωσή τους στο Βελιγράδι συγκλόνισαν όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τις άλλες βαλκανικές χώρες, έσπειραν τον καρπό της έλευθερίας τους, έφόσον μάλιστα η κατάσταση της τρομοκρατίας έκεΐ κάτω όχι μόνο δέν παρουσίαζε βελτίωση, άλλ’ άπεναντίας χειροτέρευε.

Τήν έποχή αύτή συνταράζει τους Έλληνες , ιδίως της Μακεδονίας και Θεσσαλίας, η άνταρσία των Σέρβων (1804 κ.έ.), η οπία έχει μεγάλη άπήχηση στους κλεφταρματολούς του Όλύμπου, των Χασίων και του Βερμίου.

Αύτοί , έπωφελούμενοι από την άναταραχή, ξαναρχίζουν τους άγώνες τους έναντίον των Τούρκων.

Έτσι φτάνουμε στις παραμονές της μεγάλης έλληνικής έπαναστάσεως του 1821, την οποία οργανώνει κυρίως η Φιλική Εταιρεία (1814-1821) που έργάζεται συνωμοτικά μέ έπιτυχία και στη Μακεδονία. 

Εκεί ο έπαναστατικός σπινθήρας μεταδίδεται κατά τα μέσα Μαίου 1821, μέ την ανταρσία των κατοίκων του Πολυγύρου, και ξαπλώνεται σέ όλη τη Χαλκιδική, και στις τρεις χερσονήσους της Κασσάνδρας, Σιθωνίας και Άγ. Όρους, όπου μάλιστα αποβιβάζεται, προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη, 
ο ’Εμμ. Παπάς (1772-1821) από τη Δοβίστα των Σερρών, 
έπιφανής φιλικός,φέρνοντας μαζί του πολεμοφόδια.

Στή Θεσσαλονίκη, αλλά και σέ άλλα κέντρα της Μακεδονίας, ακόμη και σέ μικρά χωριά που βρίσκονταν στους δρόμους της καθόδου των τουρκικών στρατευμάτων η των Αλβανών μισθοφόρων προς τη Νότια Ελλάδα οι κάτοικοι ζούν ήμέρες τρομερής άγωνίας μέ τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια και τις έκτελέσεις που βλέπουν έμπρος στα μάτια τους καθημερινά.

Δύο είναι κυρίως τα έπαναστατικά σώματα των ' Ελλήνων, από τα όποια το ένα ύπό τον ’Εμμ. Παπά προχωρεί ως το Στενό της Ρεντίνας και στο ’Εγρι Μπουτζάκ και το άλλο ύπό τον Χάψα ως τρεις ώρες έξω από τη Θεσσαλονίκη, αλλά οι άνδρες τους είναι άοπλοι η κακώς οπλισμένοι και έντελώς άνοργάνωτοι.

 Γι αυτό και άπωθούνται από τους Τούρκους και καταφεύγουν μέ πλήθη προσφύγων στις χερσονήσους Κασσάνδρας και Άγ. ’Όρους, όπου και οχυρώνονται.

 Τέλος τα ξημερώματα της 30ής Όκτωβρίου ο νέος πασάς της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ ’Εμιν σπάζει τις γραμμές των ύπερασπιστών της Κασσάνδρας, την κυριεύει και άναγκάζει τους μοναχούς του Άγ. Όρους και τους κατοίκους της Θάσου να συνθηκολογήσουν.

Ο ’Εμμ. Παπάς άπελπισμένος φεύγει μέ κοσμικούς και μοναχούς στην "Υδρα, αλλά στο ταξίδι παθαίνει συγκοπή και το καράβι τον βγάζει στην ξηρά νεκρό.

Το επόμενο έτος νέα άνταρσία των Ελλήνων στην περιοχή του Όλύμπου, Πιερίων (Μάρτιος-Απρίλιος 1822) καταλήγει και πάλι σέ καταστροφή παρά την ήρωική τους άντίσταση σέ διάφορα σημεία.

Η άποτυχία αύτή καταδίκασε και την έπέκταση των έπιχειρήσεων στη Δυτική Μακεδονία.

Χιλιάδες πρόσφυγες καταφεύγουν στη Νότια Ελλάδα, όπου συνεχίζουν τον αγώνα τους έναντίον των Τούρκων. στα κενά που δημιουργούνται από τους φόνους, τους έξανδραποδισμούς η και από τη φυγή των κατοίκων εισδύουν μουσουλμάνοι, Σλάβοι χωρικοι   η και Εβραίοι (στά αστικά κέντρα).

Ήταν και αυτό ένα νέο αίτιο για την αραίωση του πυκνού ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας.
Αλλά και μετά το 1822 αισθητές είναι στη Μακεδονία οι έπιπτώσεις της έπαναστάσεως που μαίνεται για χρόνια στη Νότια Ελλάδα, έπιβαρύνσεις των κατοίκων σέ χρήμα, καταπιέσεις, στρατολογίες εργατών, έπιδρομές, καταλύματα, διατροφή Αλβανών μισθοφόρων σέ πόλεις, χωριά και κωμοπόλεις της Δυτικής Μακεδονίας, λεηλασίες κ.λ. κατά το πέρασμά τους.

Τέλος κατά τα μέσα του 1830 ο Ρούμελη βαλεσή (διοικητής της εύρωπαϊκής Τουρκίας) Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς, που εδρεύει στο Μοναστήρι, άποβλέποντας στην επιβολή της τάξης έξοντώνει μέ δόλο έξω από την πόλη τους πιο σημαντικούς Αλβανούς αρχηγούς, και κατά το τέλος του ϊδιου χρόνου Έλληνες  άρματολούς στη Θεσσαλία, ένώ τους συντρόφους των της Μακεδονίας τους διώκει και τους άναγκάζει να ζητήσουν καταφύγιο στην έλεύθερη Ελλάδα.

Αυτό ήταν και το τέλος γενικά του άρματολισμού.

Άπό τώρα και στο εξής άρχίζουν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Μαχμούτ Β'.


Δεν υπάρχουν σχόλια: