Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος |
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Εκκλησιαστική ιστορία και γραμματεία των Σλάβων
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Εκκλησιαστική ιστορία και γραμματεία των Σλάβων
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΧΡΙΔΩΝ
H Αρχιεπισκοπή πρώτης Iουστινιανής Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας ιδρύθη, ως γνωστόν,
δια του σιγιλλίου του
αυτοκράτορος Βασιλείου Β' του έτους 1018.
Προ των μέσων του 19ου αιώνος, δηλαδή πολύ προ της συμπληρώσεως εκατονταετίας από της καταργήσεως της Αρχιεπισκοπής, δεν ευρίσκετο εν Άχρίδι άνθρωπος γνωρίζων σλαβικήν ανάγνωσιν και γραφήν, ενώ αντιθέτως πλείστοι όσοι ήσαν εξησκημένοι εις την ευχερή ανάγνωσιν της γραφής των βυζαντινών έλληνικών χειρογράφων.
Περί τούτων μας πληροφορεί ο Ρώσος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Kazan V. I. Grigorovic (1815-1876), όστις κατά τα έτη 1844-1845 περιηγήθη την Μακεδονίαν
και μετ’ εκπλήξεως διεπίστωσε ταύτα έν Άχρίδι.
Ο ίδιος λέγει επί λέξει:
«Εις την Αχρίδα δεν εύρον ούτε ένα άνθρωπον, ο όποιος θά ήδύνατο να άναγνώση και την πλέον άπλήν σλαβικήν γραφήν.
Άντιθέτως εις την άνάγνωσιν της ελληνικής των αρχαίων χειρογράφων, ήτις, ως γνωστόν, έχει άρκούντως δύσκολον γραφήν, πολλοί ήσαν λίαν έξησκημένοι».
Μετά μακρόν βίον επτά και ημίσεος αιώνων, η Αρχιεπισκοπή περιέπεσεν εις πνευματικήν και οικονομικήν παρακμήν τοιαύτης εκτάσεως, ώστε να επιφέρη την κατάργησιν ταύτης το έτος 1767 και την υπαγωγήν των ύπ’ αυτήν μητροπόλεων και επισκοπών υπό την δικαιοδοσίαν του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Τελευταίος αρχιεπίσκοπος Αχριδών υπήρξε κάποιος Αρσένιος,
αμέσως γνωστός εις ημάς σχεδόν μόνον εκ δύο εγγράφων παραιτήσεώς του, πρώτον μεν εκ του αρχιεπισκοπικού θρόνου και δεύτερον εκ του θρόνου της μητροπόλεως Πελαγονίας.
Τα έγγραφα ταύτα έχουν επανειλημμένος δημοσιευθή, μετά λαθών όμως και παραλείψεων, άνευ δε οίωνδήποτε παλαιογραφικών η άλλων σχολίων.
Τα περί του Αρσενίου βιογραφικά δεδομένα είναι πενιχρότατα.
Ούτος φέρεται εκλεγείς αρχιεπίσκοπος Αχριδών το 1763 από μητροπολίτης Πελαγονίας, χωρίς όμως και να παραιτηθή της προεδρίας της μητροπόλεως ταύτης.
H σφραγίς του Αρσενίου ως αρχιεπισκόπου Αχριδών κατεσκευάσθη τον Φεβρουάριον του έτους 1764.
’Ίσως πρέπει να υποθέσωμεν, ότι ούτος ανέλαβε τα καθήκοντα του αρχιεπισκόπου κατά τας αρχάς του έτους 1764.
Τον Απρίλιον του 1765 μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν και παρέστη εις την συνεδρίαν της πατριαρχικής Συνόδου, κατά την οποίαν καθηρέθη ο Κορυτσάς Διονύσιος.
Τήν 24ην Νοεμβρίου 1765 έπεσκέφθη την μονήν του Προδρόμου της Μοσχοπόλεως και κατέβαλε το ποσόν των 1.200 άσπρων δια να μνημονεύεται το όνομά του εις σαρανταλείτουργον.
Ό Αρσένιος ήτο οπωσδήποτε Σλάβος την καταγωγήν.
Τα εκ της υπογραφής του παλαιογραφικά δεδομένα μας δημιουργούν την εντύπωσιν, ότι ούτος προήρχετο εκ μοναχών κάποιας μονής, εντός της οποίας είχε την ευκαιρίαν να αναγνώση σλαβικά χειρόγραφα και είχεν εξοικειωθή προς την ορθογραφίαν και την γραφήν τούτων.
Φαίνεται ότι ο Αρσένιος δεν κατήγετο εξ ’Αχρίδος, ούτε και είχε σχέσεις μετά της εν Μοσχοπόλει και άλλαις πόλεσι της Μακεδονίας αναπτυσσομένης την εποχήν εκείνην ελληνικής παιδείας.
Ούτω, ως προς την ελληνικήν γλώσσαν, ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος Αχριδών εμφανίζεται εντελώς ακατάρτιστος.
Ο Αρσένιος εις τον επισκοπικόν θρόνον των Αχριδών διεδέχθη τον Ελληνα αρχιεπίσκοπον Ανανίαν, όστις προήρχετο εκ μεγάλων πρωτοσυγκέλλων του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Φαίνεται παράδοξον ότι μετά από μακροτάτην παράδοσιν Ελλήνων αρχιεπισκόπων Αχριδών έξελέγη Βούλγαρος η Σέρβος, όστις μάλιστα ήγνόει και στοιχειωδώς την επίσημον γλώσσαν της Αρχιεπισκοπής.
Ότι ο Αρσένιος υπήρξεν ασήμαντος αρχιεπίσκοπος Αχριδών, ουδεμία δύναται να εγερθή αμφιβολία. Προφανώς η εκλογή του ως αρχιεπισκόπου υπηγορεύθη εκ των πραγμάτων η Αρχιεπισκοπή είχεν ήδη περιπέσει εις πολλά και δυσβάστακτα χρέη, ως και ο ίδιος ομολογεί, και οι μητροπολίται εσκέφθησαν μετά τον Ανανίαν να εκλέξουν τον από του έτους 1761 μητροπολίτην Πελαγονίας Αρσένιον, μη έχοντες οι ίδιοι προσωπικόν ενδιαφέρον δια τον δεινώς χειμαζόμενον οικονομικώς θρόνον.
Τοιουτοτρόπως αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο Αρσένιος, επί των ήμερων του οποίου το χρέος της Αρχιεπισκοπής, όχι μόνον δεν ηλαττώθη, άλλ’ αντιθέτως ηυξήθη μεγάλως.
Όταν η οικονομική κατάστασις της Αρχιεπισκοπής έφθασε προ αδιεξόδου, ο Αρσένιος μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν και υπέβαλε την παραίτησιν του, ήτις συνωδεύετο και υπό συνυποσχετικού εγγράφου των ύπ’ αυτόν μητροπολιτών, ότι απεδέχοντο και συνέστεργον την κατάργησιν της Αρχιεπισκοπής.
Το γράμμα της παραιτήσεως του Αρσενίου φέρει ημερομηνίαν 16ης Ιανουαρίου 1767.
Ό Ά. Κομνηνός-Ύψηλάντης, όστις παρηκολούθει εκ του σύνεγγυς κατά την εποχήν εκείνην τα εκκλησιαστικά πράγματα, λέγει ότι
«επεκυρώθη, κατά την αίτησιν εκείνων (δηλ. των αρχιερέων Αχριδών και Πεκίου) με χάττι-σερίφι το να προστεθούν οι θρόνοι εκείνοι τω οίκουμενικώ θρόνω της Κωνσταντινουπόλεως.
Και εγένετο ευτυχώς τη ιε' του Ιανουαρίου με πολλήν δόξαν και κέρδος του οικουμενικού θρόνου, και με το ασφαλές και αζημίωτον των εν τοις δύο αύτοις κλίμασι μητροπολιτών τε και έπισκόπων». ’
Αν η υπό Κομνηνού-Ύψηλάντου διδομένη ημερομηνία είναι η αληθής, τότε πρέπει να εννοήσωμεν ότι το γράμμα της παραιτήσεως του Αρσενίου ήλθε post factum να κατοχυρώση ο,τι είχε προφορικώς συμφωνηθή να συντελεσθή «και με το ασφαλές και αζημίωτον» μάλιστα των ιεραρχών της Αρχιεπισκοπής Αχριδών.
Η θλιβερά οικονομική κατάστασις, εις την οποίαν είχε περιπέσει η Αρχιεπισκοπή, μαρτυρείται και εκ γράμματος υπογραφομένου υπό του Αρσενίου και των υπ’ αυτόν μητροπολιτών του κλίματος της Αχρίδος και σταλέντος την 12ην Φεβρουάριου 1767 προς τον μητροπολίτην Βελεγράδων Ιωάσαφ, παρά του οποίου ούτοι εζήτουν δάνειον δια την εξόφλησιν των χρεών της Αρχιεπισκοπής.
Παραιτηθείς τον θρόνον του αρχιεπισκόπου, ο Αρσένιος παρέμεινε μητροπολίτης Πελαγονίας μέχρι της 24ης Ιουνίου 1767, οπότε παρητήθη και τον θρόνον τούτον.
Περί της περαιτέρω τύχης του ουδέν το βέβαιον είναι γνωστόν.
Το λογικώτερον είναι να σκεφθώμεν οτι ο Αρσένιος παρέμεινε σχολάζων εν Αχρίδι ή ότι απεσύρθη εις τινα μονήν των αυτόθι περιοχών δια να εφησυχάση.
Ούτω τα ίχνη του χάνονται εις το σκότος.
Παρά ταύτα εις τούς βουλγαρικούς κύκλους των μέσων του παρελθόντος αιώνος εδημιουργήθησαν δύο παραδόσεις περί του τέλους του Αρσενίου.
H πρώτη έξ αυτών θέλει τον Αρσένιον αποθανόντα έγκλειστον έν Κωνσταντινουπόλει,
η δε έτέρα θανόντα εν 'Αγίω Όρει, όπου έσχόλαζεν εν τη μονή Ζωγράφου.
Ό εξ Αχρίδος ποιητής Γρηγόριος Σταυρίδης-Pärlicev (1830-1893) αφιέρωσε και ποίημα εκ 18 στροφών εις τον Αρσένιον, ένθα εξιστορείται ότι ούτος εξηναγκάσθη εις παραίτησιν.
Ό Αρσένιος εις το γράμμα της παραιτήσεώς του λέγει ότι αύτη είναι «οικειοθελής και αβίαστος».
Νομίζομεν ότι αι ειδήσεις περί των οικονομικών τής Αρχιεπισκοπής Αχριδών κατά την εποχήν της καταργήσεώς της και αι σχετικαί επίσης πληροφορίαι του Κομνηνού Ύψηλάντου είναι αρκεταί δια να τοποθετήσουν το όλον θέμα επί βάσεως, ήτις θα απέκλειε την θεώρησιν τούτου υπό το πρίσμα εθνικιστικών κριτηρίων η τάσεων επιβολής κυριαρχίας του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως.
Ή βουλγαρική ιστοριογραφία μέχρι στιγμής ακολουθεί την τελευταίαν ταύτην γραμμήν, ήτις εδημιουργήθη από των μέσων του παρελθόντος αίώνος.
H πρώτη σοβαρά αντίδρασις κατά της καταργήσεως της Αρχιεπισκοπής προήλθεν εκ μέρους
του έξ’ Αχρίδος καταγομένου διαπρεπούς Έλληνος φιλολόγου Μαργαρίτου Γ. Δήμιτσα,
όστις το 1859 εδημοσίευσε βιβλίον, εν τω οποίω εξητάζετο το όλον θέμα.
Σκοπός του δημοσιεύματος του Δήμιτσα ήτο να δημιουργήση κίνησιν δια την επανασύστασιν της Αρχιεπισκοπής.
Ο νεαρός τότε φιλόλογος Δήμιτσας επίστευεν ότι τα οφέλη εκ της επανασυστάσεως της Αρχιεπισκοπής Αχριδών θα ήσαν δύο, πρώτον μεν η χριστιανική κατήχησις και διαφώτισις του λαού,
«δεύτερον δε η διάδοσις της παιδείας εις πάσας τας τάξεις και εξάπλωσις του Ελληνισμού και έφ΄ όλων των άλλων στοιχείων των μετά τού Ελληνισμού συμβιούντων διότι και εκ της έλλείψεως ταύτης ούχ ήττον ώφελούμενοι οι της Άρκτου Απόστολοι (έννοει τούς Ρώσους πανσλαβιστάς) υπό μυρίας μορφάς και προσχήματα άδιαλείπτως ούκ ολίγα άπάγουσι πρόβατα προς τον έαυτών σκοπόν και βλάβην του Ελληνισμού».
Ό αφελώς ένθουσιών Δήμιτσας δεν κατηνόει ότι το ύπ΄ αυτού ριφθέν σύνθημα θα εγίνετο όπλον εις χείρας των Βουλγάρων, οίτινες όμως είχον αντιθέτους προς εκείνον σκοπούς.
Αντιδρώντες οι βουλγαρικοί κύκλοι εις την υπό τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποστολήν κατά το 1861 τού Μελετίου ως μητροπολίτου Πρεσπών και Αχριδών, συνέταξαν έγγραφον προς το Πατριαρχειον εν τω οποίω έλεγον ότι
«ολόκληρον το βουλγαρικόν έθνος μας ... έζήτησε την επικύρωσιν της εγκαθιδρύσεως της αύτοκεφάλου Αρχιεπισκοπής της πρώτης Ίουστινιανής Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας ... την οποίαν αδίκως και παρανόμως έσφετερίσθη αύτός ο γραικικός κλήρος».
Ήδη το θέμα της καταργηθείσης Αρχιεπισκοπής είχε καταστή αντικείμενον εθνικιστικής προπαγάνδας.
Εις το γράμμα του ο Αρσένιος έλεγεν ότι η παραίτησιςτου ώφειλε
«καταστρωθήναι και έν τώ ίερώ κώδικι της του Χρίστου Μεγάλης Εκκλησίας, ως και του μακαριωτάτου 'Ιεροσολύμων κυρίου Παρθενίου».
Ο Παρθένιος είχεν εκλεγή πατριάρχης 'Ιεροσολύμων το 1737 και διέμενεν έν Κωνσταντινουπόλει.
Ο Αρσένιος εζήτησεν, όπως λάβη γνώσιν της παραιτήσεώς του και ο Παρθένιος. Τοιουτοτρόπως ούτος εσυνέχιζε την από του 17ου αίώνος δημιουργηθείσαν παράδοσιν, καθ’ ήν οι προκαθήμενοι των αυτοκεφάλων Εκκλησιών διετήρουν ιδίας σχέσεις μετά των πατριαρχών 'Ιεροσολύμων, οίτινες επενέβαινον εις τα των εν λόγω Εκκλησιών, παραβλέποντες ενίοτε τας κανονικάς δικαιοδοσίας του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ό Παρθένιος συνήθως φέρεται θανών το 1766, το γράμμα όμως του Αρσενίου έρχεται εις επίρρωσιν της μαρτυρίας του Κομνηνού-Ύψηλάντου, οστις είχεν ιδιαιτέρας σχέσεις μετά του Παρθενίου, ότι ούτος απέθανεν όχι το 1766, αλλά το 1767.
Έκ της προς τον μητροπολίτην Βελεγράδων Ίωάσαφ επιστολής του Αρσενίου και των λοιπών αρχιερέων του κλίματος Αχριδών, της σταλείσης την 12ην Φεβρουάριου 1767, επληροφορούμεθα ότι ο τελευταίος προκαθήμενος της Αρχιεπισκοπής ταύτης είχε συνάψει προσωπικά χρέη, τα οποία μεγάλως τον εβάρυναν.
Το έγγραφον της παραιτήσεώς του Αρσενίου και εκ της μητροπόλεως Πελαγονίας έρχεται να επιβεβαιώση την ύπαρξιν των χρεών αυτών.
Ό Αρσένιος, όχι μόνον δεν ήδύνατο πλέον να κυβερνήση τήν μητρόπολιν Πελαγονίας, άλλ΄ επί πλέον εφοβείτο και να μεταβή εις την έδραν του δια τάς υφορωμένας των δικαστών ενοχλήσεις.
Φαίνεται οτι ο Αρσένιος είχεν έλθει εις συνεννοήσεις μετά του Μογλενών Ναθαναήλ, όστις προφανώς εδήλωσε δυνατότητα τακτοποιήσεως των χρεών εκείνου, υπό τον όρον της παραιτήσεως του Αρσενίου εκ της μητροπόλεως Πελαγονίας.
Αί συναλλαγαί του είδους τούτου, καίτοι σαφώς αντίθετοι προς τούς ιερούς κανόνας της Εκκλησίας, απετέλουν σύνηθες τι κατά την τουρκοκρατίαν.
Ούτω ο Πελαγονίας εζήτει, όπως η παραίτησίς του έχη το κύρος μονοπροσώπως εις την αυτού πανιερότητα, ον μην δέ εις άλλο πρόσωπον.
Ενδιαφέρουσα τυγχάνει και η πρόσθετος δήλωσις του Αρσενίου και εις την περί τούτον ένδειξιν και ασφάλειαν έδωκα τή πανιερότητί του την παρούσαν μου οικειοθελή παραίτησιν.
Δοθέντος ότι ο Αρσένιος δεν ηδύνατο να μεταβή εις την έδραν της μητροπόλεώς του ενόσω τα χρέη δεν είχον είσέτι τακτοποιηθή, δημιουργείται κατ’ άρχήν η υπόνοια ότι μετά την εκ της Αρχιεπισκοπής παραίτησίν του παρέμεινεν έν Κωνσταντινουπόλει, όπου είχε μεταβή μετά των άλλων αρχιερέων, η άλλου που εντός των ορίων της τέως Αρχιεπισκοπής η και εν 'Αγίω Όρει και ότι ενεχείρισεν εις τον Ναθαναήλ την παραίτησιν, οστις και την κατέθεσεν εις το Πατριαρχείον.
Το ένδεχόμενον τούτο φαίνεται εις ημάς και το ολιγώτερον πιθανόν.
Ό Αρσένιος υπέβαλε την εκ της μητροπόλεως Πελαγονίας παραίτησίν του ευρισκόμενος έν Κωνσταντινουπόλει, προφανώς δέ παρέτεινε την αύτόθι παραμονήν του μέχρι του "Ιουνίου 1767.
H διαδοχή του Αρσενίου εις την μητρόπολιν Πελαγονίας εγένετο προφανώς τή συγκατανεύσει του Πατριαρχείου και η προ ημών παραίτησις αύτη δεν ήτο παρά το τέλος μιας μακράς σειράς διαπραγματεύσεων μεταξύ Αρσενίου, Ναθαναήλ και Πατριαρχείου.
Απόδειξις τούτου άλλωστε είναι ότι το Πατριαρχείον απεδέχθη την λύσιν ταύτην και εξέλεξε τελικώς τον Ναθαναήλ μητροπολίτην Πελαγονίας.
Το γεγονός ότι η παραίτησίς του Αρσενίου ήτο πλήρως συμπεφωνημένη μετά του Ναθαναήλ και ότι είχε δοθή η προφορική επιδοκιμασία του Πατριαρχείου, βεβαιούται και εκ της ύπογραφής πρώην Πελαγονίας.
Εις ήν περίπτωσιν δεν είχεν εκ των προτέρων γίνει δεκτή η παραίτησίς του Αρσενίου, ούτος δεν θά ύπέγραφεν ως πρώην, όπως δεν έπραξε τούτο ο την 7ην Φεβρουάριου 1783 παραιτηθείς μητροπολίτης Πελαγονίας Συμεών.
Ό τίτλος πρόεδρος του Αρσενίου εις την σφραγίδα του ως μητροπολίτου Πελαγονίας, έδήλωνε την τέως ιδιότητα του αρχιεπισκόπου.
Ό Αρσένιος κανονικώς έπρεπε να φέρη τον τίτλον πρώην αρχιεπίσκοπος Αχριδών και Πρόεδρος Πελαγονίαςy άντ’ αυτού όμως χρησιμοποιεί ταυτοχρόνως το μητροπολίτης και πρόεδρος, τα όποια φαίνονται ασυμβίβαστα, διότι συνήθως πρόεδρος μιας μητροπόλεως ήτο ο ποιμαίνων ταύτην έν ενεργεία πατριάρχης η αρχιεπίσκοπος η πρώην τοιούτος, οπότε όμως ώφειλε συγχρόνως να διατηρή και τον τίτλον του πρώην.
Μετά την κατάργησιν της Αρχιεπισκοπής Αχριδών η μητρόπολις Πελαγονίας,
ύπαχθεισα εις το Οίκουμενικόν Πατριαρχείον,
έλαβε την ιε' θέσιν εις την τάξιν των μητροπόλεων αυτού,
ο δέ μητροπολίτης ταύτης έφερε τον τίτλον
«ό Πελαγονίας, ύπέρτιμος και έξαρχος άνω Μακεδονίας».
Από της στιγμής της παραιτήσεώς του Αρσενίου εκ του θρόνου Πελαγονίας, έξαφανίζονται όριστικώς τα ίχνη του ιεράρχου τούτου, όστις, ούτως η άλλως, υπήρξεν ασήμαντος έκκλησιαστική φυσιογνωμία, ώστε δι" αύτής να έπισφραγισθή καταλλήλως η παρακμή και το τέλος μιας άρχιεπισκοπής.
1. IIΑΡΑΙΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΧΡΙΔΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΥ
16 Ίανουαρίου 1767
Πρωτότυπον:
ΚώδιξΣΤ' του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακείου Κωνσταντινουπόλεως, σελ. 138. Το γράμμα της παραιτήσεώς του Αρσενίου, κατατεθέν εις την πατριαρχικήν γραμματείαν, επεκολλήθη έπί του κώδικος δι' ισπανικού κηρού.
Έκδίδεται έπί τή βάσει φωτογραφίας άποκειμένης εις το άρχειον του 'Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.
Εχει δημοσιευθή υπό 1) Γρηγορίου, άρχιγραμματέως της Ίεράς Συνόδου της του Χρίστου Μεγάλης "Εκκλησίας3 (Γ), 2) "Ανθίμου "Αλεξούδη, μητροπολίτου Βελεγράδων4 (Α) 3) Κ. Δελικάνη5 (Δ) και 4) υπό του Βουλγάρου λογίου G. Krästevic, του οποίου όμως την έκδοσιν δεν κατέστη δυνατόν να συμβουλευθώμεν.
Περί ταύτης γνωρίζομεν εκ της ακριβούς μεταφράσεως εις την βουλγαρικήν, την οποίαν έδημοσίευσεν ο I. Snegarov.
Επειδή αί έκδόσεις των Γρηγορίου, Άλεξούδη και Δελικάνη είχαν ώρισμένας παραλήψεις, ο Snegarov έδημοσίευσετό γράμμα τούτο ως και το επόμενον εις βουλγαρικήν μετάφρασιν εκ της εκδόσεως του Krästanov.
Περίληψις:
Ό αρχιεπίσκοπος Αχριδών Αρσένιος γράφει προς τον οίκουμενικόν πατριάρχην, δηλών ότι, μη δυνάμενος να άνορθώση τά οικονομικά της Αρχιεπισκοπής του παραιτείται ταύτης.
Έν τοσούτω, της μητροπόλεως Πελαγονίας, της οποίας τυγχάνει συγχρόνως μητροπολίτης, δεν παραιτείται αλλά διατηρεί ταύτην.
Διά της παρούσης μου οίκειοθελούς και άβιάστον παραιτήσεως, φανερώ ό κάτωθεν υπογεγραμμένος, οτι δια το άδυνάτως έχειν με οικονομήσαι και διορθώσαι τάς της άρχιεπισκοπής τον Αχριδών χρείας άλλεπαλλήλους έπισυμβάσας, έπί τε των προ ήμών και έπι των ήμερών ήμών, λαβήν ου μικράν λαβόντων των κακοποιών, το της αρχιεπισκοπής ονομα είς τό κατατρέχειν και ζημιούν και βλάπτειν και τάς υποκειμένας τή άρχιεπισκοπή Άχριδών μητροπόλεις και τους έν αυτή πτωχούς ραγιάδες, και δια το μη άλλως έχειν έλευθερωθήναι των χειρών αυτών το έκείσε κλήμα, και όλον το χριστιανικόν γένος, μη τή αναιρέσει της αρχιεπισκοπής.
Δι αυτά ταύτα παραιτούμαι ήδη της άρχιεπισκοπής5Αχριδών, ου μήν δέ και τής προτέρας μου επαρχίας Πελαγωνί(ας), ήντινα και εχειν έφ ορω\ ζωής μου εις ζωοτροφίαν μου και χρείαν των άναγκαίων επίϊ τοιαυτη συμφωνία και μετά των συναδελφών μου αγίων άρχιερέων έγένετο και η παρούσα μου οικειοθελής και άβίαστος παραίτησίς, ήτις οφείλει καταστρωθήναι και έν τώ ίερώ κώδικι της τού Χ(ριστ)ού μεγάλης έκκλησί(ας), ως και τού μακαριωτάτου Ιεροσολύμων κυρίου Παρθενίου • : • αψξζ' :
Το γράμμα δεν είναι ιδιόχειρον του "Αρσενίου.
H ύπογραφή τούτου φανερώνει οτι ήγνόει την έλληνικήν γλώσσαν.
Ούτος δεν εγνώριζε τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου και τα συνέχεε μετά των σλαβικών.
Εις την λέξιν Αχριδών τα ελληνικά γράμματα δ και ν έχουν αντικατασταθή δια των σλαβικών Α και Η.
Επίσης μετά το τελικόν Ν ύπάρχει το άφωνον σλαβικόν κ, όπερ μαρτυρεί γνώσιν των κανόνων της ορθογραφίας των σλαβικών και δή σερβικών χειρογράφων.
Εις το όνομα Αρσένιος τά έλληνικά γράμματα σ, ε, ν και ς έχουν αντικατασταθή δια των σλαβικών c, Ν και κ.
Καιένταύθα τηρούνται βασικώς οι κανόνες της σλαβικής ορθογραφίας του ονόματος Αρσένιος με μόνην την διαφοράν ότι άντι του ω επρεπε να γραφή ο.
Εδώ έχει παραληφθή εις το τέλος το σλαβικόν σίγμα, άλλ έν τοσούτω διατηρείται το άφωνον κ, του οποίου η παρουσία δηλοι ότι έδει να προηγήται το σίγμα, όπερ έξέπεσεν.
Το σλαβικόν σύμπλεγμα ck, λείπει μέν εκ του ονόματος 'Αρσένιος, ύπάρχει όμως εις την λέξιν «ήπώοκχετε», πράγμα το όποιον έρχεται και πάλιν να έπιβεβαιώση την υπό του Αρσενίου γνώσιν της ορθογραφίας των σλαβικών χειρογράφων.
Ό Αρσένιος, πλήν της ύπογραφής του, θέτει εις το κάτω αριστερά μέρος του γράμματος και την προσωπικήν του σφραγίδα.
Αυτη είναι στρογγύλη.
Εις τον έξω κύκλον φέρει την έπιγραφήν:
APCENIOC ΕΛΕΩι Θ(Ε)ΟΥ ΑΡXIEΠΙCKOΠOC ΠΡΩΤΗΟ IOYCTINIANHC KAI ΠACHC ΒΟΥΑΓΑPIAC.
Εις το άνω μέρος του έσω κύκλου υπάρχει επιγραφή τουρκιστί, εις δε το κάτω μέρος η χρονολογία:
ΦΕΥΡΟΥΑΡΙΟΥ ΑΨΞΔ.
2. ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ ΤΟΥΓ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΥ
24 Ιουνίου 1767
Πρωτότυπον:
ΚώδιξΣΤ' του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακείου Κωνσταντινουπόλεως, σελ. 154. Και αυτό το γράμμα του Αρσενίου έχει επικολληθή δι' ισπανικού κηρού επί του κώδικος ως και το προηγούμενον.
Εκδίδεται εκ φωτογραφίας αποκειμένης εις το αρχείον του 'Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αϊμου.
Το γράμμα τούτο του "Αρσενίου εγνώρισε τόσας έκδόσεις, όσας και το προηγούμενον και πάλιν υπό των Γρηγορίου1 (Γ), "Αλεξούδη2 (Α), Δελικάνη3 (Δ) και Krästevic4.
Οί τρεις πρώτοι έχουν παραλήψεις και διάφορον άνάγνωσιν ώρισμένων λέξεων.
Π ε ρ ί λ η ψ ι ς:
Ο Αρσένιος δηλοί ότι ένεκα πολλών χρεών και της μητροπόλεως Πελαγονίας και αυτού του ίδιου, μη δυνάμενος να αντεπεξέλθη εις την δημιουργηθείσαν κατάστασιν, παραιτείται τον μητροπολιτικόν θρόνον, υπό τον όρον διάδοχος αυτού να άναδειχθή ο μητροπολίτης Μογλενών Ναθαναήλ.
'Η ταπεινότης η έμή δια τον παρόντος της οικειοθελούς παραιτήσεώς γράμματος δηλοποιεί, ότι μη δυναμένη κυβερνήσαι τά επικείμενα τη επαρχία μου χρέη, ουτε μην όλως άπελθείν έκείσε δια τάς υφορωμένας των δικαστών ενοχλήσεις, οικειοθελώς και άβιάστως ποιούμαι πα (ί ραίτησιν της επαρχίας μου Πελαγωνίας είς τον πανιερώτατον μ[ητ]ροπολίτην Μογλενών, τον άγαπητόν μοι αδελφόν κυρ Ναθαναήλ, ως άξιον και ίκανόν εϊς την διοίκησιν τής επαρχίας εκείνης όθεν δέομαι Θερμώς τον παναγιωτάτον και σεβασμιοτάτον μοι δεσπότου και της ίεράς των πανιερωτάτων αρχιερέων συνόδου, ινα συγκατανευσωσι τή αυθαιρέτω μου ταυτη βουλή και προχειρίσασθαι την αυτου πανιερότητα έν τή μ[ητ]ροπόλει ταυτη, βούλομαι δε τήν οϊκειοθελή μον ταυτην παραίτησιν έχειν το κυρος μονοπροσώπως εις την αυτου πανιερότητα, ου μήν δε εις άλλο πρόσωπον’ και εις την περί τούτον ενδειξιν και άσφάλείαν εδωκα τή πανιερότητί τον την παρουσαν μου οικειοθελή παραίτησιν, κατησφαλισμένην τή ιδιοχείρω μου υπογραφή και σφραγίδι:
αψξζ': Ιοννίον: κδ':
2 τής παραιτήσεώς Α. 6 Πελαγωνείας ΓΔ: Πελαγονίας Α. 6-9 εις τον πανιερώτατον ... επαρχίας εκείνης, παραλ. ΓΑΔ. 12-16 και προχειρίσασθαι ... άλλο πρόσωπον, παραλ. ΓΑΔ. 17 δέδωκα ΓΑΔ. τή πανιερότητί τον, παραλ. ΓΑΔ. 19 αψξδ' Ιοννίον κδ', παραλ. Γ. Υπογραφή: 'Ο πρώην Πελαγωνείας (Πελαγονίας Λ) Αρσένιος ΓΑΔ.
H ύπογραφή του Αρσενίου παρουσιάζει τάς αύτάς όρθογραφικάς ιδιοτυπίας ως και το είς το προηγούμενον έγγραφον.
Είς την λέξιν πρώην το ι και το ν έχουν άντικατασταθή δια των σλαβικών ϊ και Η.
Είς την λέξιν Πελαγωνίας έχουν άντικατασταθή τά έλληνικά γράμματα ε, γ, ν και ς δια των σλαβικών 't, γ, η και c.
H γραφή του σλαβικού γ ένταύθα παρουσιάζει μίαν ιδιοτυπίαν ομοιάζει τούτο περισσότερον προς το έλληνικόν τ, καθότι έχει την κεραίαν έκτεινομένην προς άμφοτέρας τάς πλευράς.
Το φαινόμενον δεν είναι σπάνιον είς την νοτιοσλαβικήν ταχυγραφίαν, άλλά το άξιον προσοχής είναι, ότι, ενώ η τοιαύτη γραφή του σλαβικού Γ εύρίσκεται εν χρήσει από του 16ου μέχρι των αρχών του 18ου αίώνος, και έχει γενικώς έγκαταλειφθή από των μέσων τούτου1, χρησιμοποιείται είσέτι υπό του Αρσενίου. Τούτο πρέπει οπωσδήποτε να αποδοθή εις την εξοικείωσίν του προς την γραφήν των νοτιοσλαβικών χειρογράφων.
Εις το όνομα του Αρσενίου έχουν αντικατασταθή δια σλαβικών τα γράμματα σ, ε, ν, ι και ς. Άντ’ αύτών έχομεν c, Φ, Ν, ϊ και c.
Έχομεν και ενταύθα την παράθεσιν του αφώνου κ, όπερ, ως ήδη έλέχθη, μαρτυρεί γνώσιν της ορθογραφίας των σερβικών κυρίως χειρογράφων.
Εις την τελευταίαν λέξιν «βεβώΝώ» μόνον το ν έχει άντικατασταθή δια του σλαβικού Ν.
Το γράμμα του "Αρσενίου φέρει την σφραγίδα αύτου ως μητροπολίτου Πελαγονίας.
Εις τον έσω κύκλον ύπάρχει έπιγραφή τουρκιστί, εις δέ τον έξω η έξής: |
Ο ΤΑΠΕΙΝΟC MHTPOΠOΛITHC ΠΡΟΕΔΡΟC ΠΕΛΑΓΩNIAC APCENIOC ΑΨΞΖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου