Ανδρέα Βαβρίτσα
Μαρίας Σιγανίδου
Δημ. Παντερμαλή
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΤΟ 1912
ΕΠ. ΑΠΟΣΤ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Μακεδονική Βιβλιοθήκη Αρ. 63
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)
Οι Μακεδόνες, δωρικό φύλο, μιλούσαν, όπως απέδειξαν κορυφαίοι Έλληνες και ξένοι επιστήμονες (γλωσσολόγοι και ιστορικοί), μια δωρική διάλεκτο, συγγενική με την αιολική και τη θεσσαλική. Δυστυχώς δεν σώθηκε κανένα φιλολογικό η επιγραφικό κείμενο της πρώιμης εποχής γραμμένο στη μακεδονική διάλεκτο.
Οι αρχαιότερες επιγραφές που βρέθηκαν ως τώρα δεν ξεπερνούν τα χρονικά όρια της βασιλείας του Φιλίππου Β'.
Αυτό δεν είναι παράξενο, αν σκεφτεί κανείς ότι η γραφή δεν ήταν αναγκαία σ' ένα λαό, που στην πρώιμη περίοδο της ιστορίας του ασχολούνταν αποκλειστικά με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τον πόλεμο.
Έξαλλου είναι πολύ πιθανό οι Μακεδόνες να έγραψαν τα κείμενα τους σε φθαρτή ύλη (ξύλο η κερί) που καταστράφηκε στο πέρασμα των αιώνων.
Έτσι, σήμερα τη μακεδονική διάλεκτο την ξέρουμε μόνο από το γλωσσικό υλικό που διέσωσαν αρχαίοι λεξικογράφοι. Τό υλικό αυτό αποτελείται από 140 μεμονωμένες λέξεις, από 200 περίπου άνθρωπωνύμια και αρκετά τοπωνύμια, πού, όπως απέδειξε η γλωσσολογική έρευνα, είναι όλα, ως προς τη σημασία και τη γραμματική μορφή τους, ελληνικότατα.
Από την εποχή αυτή έχουμε και τα πρώτα επιγραφικά κείμενα.
Οι Μακεδόνες δεν χρησιμοποίησαν μόνο οι ίδιοι την αττική διάλεκτο, αλλά τη διέδωσαν ως τα πέρατα της Οικουμένης και με τον εξελληνισμό των βαρβάρων την έκαμαν κοινή σε όλη την έκταση του ελληνόφωνου κόσμου.
Αξιοσημείωτο άλλωστε είναι το γεγονός ότι, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, οι Μακεδόνες δεν είχαν θιγεί από τη λατινική γλώσσα των κατακτητών, έκτος ορισμένων δυτικών περιοχών που προαναφέραμε, αλλά αντίθετα προς το τέλος της αρχαιότητας, όπως δείχνουν οι επιγραφές, είχαν εξελληνίσει γλωσσικά και τους Ρωμαίους αποίκους της Μακεδονίας.
Οι Μακεδόνες από την ίδρυση του κράτους τους ως τη ρωμαϊκή κατάκτηση γνώρισαν ένα μόνο πολίτευμα, την πατριαρχική βασιλεία, με τη μορφή που υπήρχε στη Νότια Ελλάδα των ηρωικών χρόνων, σύμφωνα με την περιγραφή του Όμηρου.
Ό βασιλιάς ήταν ο ανώτατος θρησκευτικός, δικαστικός και πολιτικός άρχοντας, όπως οι ομηρικοί συνάδελφοι του. Στο έργο του τον βοηθούσε ένα συμβούλιο του κράτους που το συγκροτούσαν οι εταίροι και οι πρώτοι των Μακεδόνων.
Η δύναμη του βασιλιά περιοριζόταν ως ένα βαθμό από τη συνέλευση του στρατευόμενου μακεδονικού λαού (ή κοινή των Μακεδόνων εκκλησία η το κοινόν των Μακεδόνων).
Γιά διευκόλυνση του διοικητικού έργου της κεντρικής εξουσίας η Μακεδονία ήταν διαιρεμένη σε διάφορες διοικητικές περιοχές. Τέτοιες διοικητικές υποδιαιρέσεις κατά την πρώιμη εποχή ήταν οι μοίρες η οι στρατηγίες κι από την εποχή του Φιλίππου οι αστικές περιφέρειες.
Εξαίρεση αποτελούσε μόνο η "Ανω Μακεδονία που ήταν διαιρεμένη, ακόμη και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, σε φυλετικές περιοχές. Τή διοίκηση των αστικών περιφερειών είχαν βασιλικοί υπάλληλοι με επικεφαλής τους επιστάτες. Κάτω από την εποπτεία τους λειτουργούσαν τα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης (η βουλή, η εκκλησία του δήμου και οι άρχοντες), που ήταν ϊδια με εκείνα των πόλεων της Νότιας Ελλάδας. Λίγα χρόνια μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση η Μακεδονία έγινε ρωμαϊκή επαρχία με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και η διοίκηση της ανατέθηκε σε ανώτατο Ρωμαίο αξιωματούχο.
Οι Ρωμαίοι για δημοσιονομικούς καθαρά λόγους δεν έθιξαν την τοπική αυτοδιοίκηση.
Έτσι οι μακεδονικές πόλεις εξακολουθούσαν να λειτουργούν με τα ίδια όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως και κατά την προρωμαϊκή εποχή.
Πέλλα |
Είχε εύφορες πεδιάδες για γεωργικές καλλιέργειες, εκτεταμένα βοσκοτόπια για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας κι άλλες άφθονες φυσικές πηγές πλούτου.
Σπουδαία πηγή πλούτου αποτελούσαν τα απέραντα δάση της, που πρόσφεραν άφθονη και εκλεκτή ξυλεία (ναυπηγήσιμη και οικοδομήσιμη), περιζήτητη από τους αρχαίους και ιδίως από τους Αθηναίους.
Η κυριότερη όμως πηγή πλούτου ήταν τα μεταλλεία της.
Πολύ ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μόνο τα χρυσωρυχεία των Φιλίππων απέφεραν στον Φίλιππο Β' περίπου 1.000 τάλαντα χρυσού τον χρόνο, ποσό που ήταν 250% ανώτερο από τα δημόσια έσοδα της Αθήνας στην εποχή του.
Στά μεταλλεία αυτά οφειλόταν η πλούσια μακεδονική νομισμα-τοκοπία. Επίσης από αυτά εξασφάλιζαν οι Μακεδόνες βασιλείς τα μεγαλύτερα έσοδα για την εκτέλεση δημοσίων έργων και την ανάπτυξη πολιτιστικής δραστηριότητας.
Η δομή της μακεδονικής κοινωνίας, ως τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα, δεν διέφερε από την ομηρική. Από την εποχή όμως του Αρχελάου και ιδίως του Φιλίππου Β', με την ανάπτυξη της αστικής ζωής, τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις και τις μακεδονικές κατακτήσεις, γίνονται στη Μακεδονία σπουδαίες κοινωνικές αλλαγές.
Μοιράζονται κλήροι στους στρατευόμενους και προωθείται έτσι η ανάπτυξη της μικρής ιδιοκτησίας σε βάρος των ευγενών. Στις πόλεις αναπτύσσεται μιά μεσαία αστική τάξη από τους διάφορους επαγγελματίες, ένώ οι κατακτήσεις προμηθεύουν τις μακεδονικές αγορές με πολυάριθμους δούλους και δημιουργείται έτσι μιά καινούργια κατώτερη κοινωνική τάξη.
Γενικά, από την εποχή αυτή η μακεδονική κοινωνία παρουσιάζει την ίδια εικόνα που βλέπουμε στις πόλεις της Νότιας Ελλάδας.
Δίον. Έπαυλις Διονύσου |
Επίσης στην κοινωνική ζωή συμμετέχουν τώρα και μετανάστες (έμποροι και επαγγελματίες) από την Ανατολή, που είχαν έρθει να κάμουν την τύχη τους στην πλούσια ρωμαϊκή επαρχία Μακεδονία.
Οι πολίτες των μακεδονικών πόλεων ήταν οργανωμένοι σε επαγγελματικούς και θρησκευτικούς συλλόγους, καθώς και σε διάφορες κοινωνικές οργανώσεις.
Η κυριότερη από αυτές ήταν η οργάνωση των έφηβων, που αποσκοπούσε στην άσκηση του σώματος και στην ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση των εφήβων κάτω από τη γενική εποπτεία του γυμνασιάρχου.
Τό γυμνάσιο, κέντρο των εφηβικών οργανώσεων, δεν έλειπε από καμιά μακεδονική πόλη.
"Ορισμένες μάλιστα πόλεις (Θεσσαλονίκη, Βέροια, Φίλιπποι, Δερρίοπος κ.ά.) είχαν γίνει πραγματικά εκπαιδευτικά κέντρα της εποχής.
Επίσης μας είναι γνωστές οι οργανώσεις των νέων και των πρεσβυτέρων.
Ολες αυτές οι οργανώσεις, που ήταν χαρακτηριστικές της ελληνικής κοινωνίας, διατηρήθηκαν και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση.
Κατά την εποχή μάλιστα αυτή ιδρύεται και μιά άλλη επαρχιακή οργάνωση, το γνωστό κοινό των Μακεδόνων, με έδρα τη Βέροια, που κύριο έργο του ήταν η άσκηση της αύτοκρατορολατρείας και άλεξανδρολατρείας.
Οπως προκύπτει από τα θρησκειολογικά δεδομένα, οι Μακεδόνες λάτρευαν, όπως και οι κάτοικοι της Νότιας ' Ελλάδας τους ολύμπιους θεούς.
Ανάμεσα στους θεούς αυτούς την πρώτη θέση κατείχε ο Δίας, ο ύπατος θεός των Ελλήνων.
Πρός τιμή του οι Μακεδόνες τελούσαν τις γιορτές
Έταιρείδια,
Δια,
Λιώια και
Ύπερβερεταϊα.
Επίσης στο πιερικό Δίον, το όποιο όφειλε το όνομά του στον θεό αυτό και ήταν θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων, τελούσαν κάθε φθινόπωρο τους περίφημους μακεδονικούς ολυμπιακούς αγώνες ("Ολύμπια Μακεδονίας).
Δεύτερος μεγάλος θεός των Μακεδόνων ήταν ο Ηρακλής, που τον θεωρούσαν και γενάρχη του βασιλικού οίκου των 'Αργεαδών.
Ενδεικτικό για την εξάπλωση της λατρείας του είναι το γεγονός ότι το όνομα του είχε δοθεί σε τρεις μακεδόνικες πόλεις (Ηράκλεια Λυγκηστική, Ηράκλεια Σιντική και Ηράκλειο Πιερίας).
Επίσης ιδιαίτερα λατρευόταν από τους Μακεδόνες ο Απόλλων.
Δύο μακεδονικές πόλεις (στή Μυγδονία και στη Χαλκιδική) είχαν το όνομα του, ενώ πρός τιμή του γίνονταν οι γιορτές Άπελλαϊα και Ξανδικά.
Τέλος, πολύ διαδομένη ήταν η λατρεία του Διονύσου, της Άρτεμης και της Αθηνάς. Πρός τιμή τους τελούσαν αντίστοιχα τις γιορτές Δαίσια, Αρτεμισία και Γορπιαϊα.
Οι Μακεδόνες εξακολουθούσαν να λατρεύουν τους ίδιους θεούς και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Επίσης, κατά την εποχή αυτή, μεγάλη διάδοση είχαν γνωρίσει οι εξελληνισμένες ανατολικές λατρείες και προπάντων η άλεξανδρολατρεία, η οποία συνέβαλε σημαντικά στη συντήρηση της εθνικής και ιστορικής συνείδησης των Μακεδόνων.
Σπουδαία ήταν η πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα των Μακεδόνων κατά την αρχαιότητα.
Ηδη από την εποχή του Αλεξάνδρου Α' (αρχές 5ου π.Χ. αιώνα) είχαν αρχίσει να συρρέουν στη Μακεδονία από διάφορα μέρη της Ελλάδας πολλοί ποιητές,
φιλόσοφοι,
ιστορικοί,
μουσικοί,
γιατροί,
καλλιτέχνες και άλλοι σοφοί,
που καλλιέργησαν τα ελληνικά γράμματα και τις τέχνες.
Δυστυχώς η αρχαία παράδοση δεν διέσωσε τα ονόματα όλων αυτών των πνευματικών ανθρώπων.
Δίον. Αγάλματα Φιλοσόφων |
Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης |
Ανάμεσα σε αυτούς ξεχωρίζει ο μεγάλος φιλόσοφος Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, γιός του Νικόμαχου — προσωπικού γιατρού του βασιλιά Αμύντα Β'— και δάσκαλος του Μ. Αλεξάνδρου.
Από τους άλλους Μακεδόνες εκπροσώπους των γραμμάτων μας είναι γνωστοί είκοσι περίπου ιστορικοί που έγραψαν μακεδονικές η τοπικές ιστορίες (Μακεδονικά, Θασιακά, Παλληνιακά κ.ά.), αλλά από τα έργα τους σώθηκαν ελάχιστα μόνο αποσπάσματα η ακόμη απλώς οι τίτλοι των έργων τους.
Ανάμεσα στους ιστορικούς αυτούς ήταν ο Βάλακρος, ο Θεαγένης, ο Μαρσύας από την Πέλλα, ο Μαρσύας από τους Φιλίππους, ο "Εφιππος και ο Καλλισθένης από την "Ολυνθο, ο Νικομήδης από την "Ακανθο, ο Ζωίλος και ο Φίλιππος από την Αμφίπολη, ο Αριστόβουλος από την Κασσάνδρεια, ο Μενέλαος από τις Αίγες και ο Αντίπατρος από τη Θεσσαλονίκη.
Εξίσου σπουδαία ήταν και η καλλιτεχνική δραστηριότητα στη Μακεδονία, η οποία ασφαλώς δεν οφειλόταν μόνο στους καλλιτέχνες που είχαν συρρεύσει από διάφορα μέρη της Νότιας Ελλάδας αλλά και σ' ένα πλήθος από ντόπιους καλλιτέχνες. Δυστυχώς από το μακεδονικό καλλιτεχνικό κύκλο μας είναι γνωστά ελάχιστα μόνο ονόματα καλλιτεχνών πρόκειται για τον γλύπτη Λύσο, τον τεχνίτη ψηφιδωτών Γνώσιν και τους δυό περίφημους Θασίους καλλιτέχνες Πολύγνωτο και Άγλαοφώντα. Ωστόσο θά υπήρχαν πολυαριθμοι άλλοι καλλιτέχνες, όπως δείχνει καθαρά η πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή.
Μιά ιδέα του εκπληκτικού αριθμού των έργων τέχνης που έγιναν σε μακεδονικά καλλιτεχνικά εργαστήρια μπορεί να σχηματίσει κανείς από το πλήθος των αρχαιολογικών ευρημάτων και προπαντός από μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τη λεηλασία των καλλιτεχνικών θησαυρών της Μακεδονίας στις διάφορες εποχές.
Έτσι η αρχαία παράδοση διέσωσε την πληροφορία ότι το 168 π.Χ. ο Ρωμαίος ύπατος Αιμίλιος Παϋλος μετέφερε στη Ρώμη τόσο μεγάλο αριθμό έργων τέχνης, ώστε στόν θρίαμβο του παρήλασαν 500 αμάξια γεμάτα από αγάλματα (μαρμάρινα και χάλκινα) και άλλα έργα τέχνης.
Σύμφωνα με υπολογισμούς Γερμανού επιστήμονα του περασμένου αιώνα οι Ρωμαίοι μετέφεραν στη Ρώμη 15-20.000 συνολικά μακεδόνικα έργα τέχνης!
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση δεν έπαυσε βέβαια η καλλιτεχνική παραγωγή στη Μακεδονία. Ωστόσο δεν έπαυσαν και οι λεηλασίες των καλλιτεχνικών θησαυρών της.
Πολλά μνημεία τέχνης καταστράφηκαν με τις συχνές βαρβαρικές επιδρομές (2ο και 3ο μ.Χ. αί.) καί, κατά τη βυζαντινή εποχή, από τον φανατισμό των χριστιανών. Τέλος, στην περίοδο της τουρκοκρατίας, συμπληρώθηκε η σύληση των καλλιτεχνικών θησαυρών της με το εξαγωγικό εμπόριο αρχαιοτήτων που είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις.
Στή Θεσσαλονίκη, κέντρο του εμπορίου, συγκεντρώνονταν αρχαιότητες από όλα τα μέρη της Μακεδονίας και στο λιμάνι της φορτώνονταν ολόκληρα καράβια με μακεδονικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς.
Οπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα μνημεία που αποκαλύφτηκαν με τις ανασκαφές, οι Μακεδόνες είχαν καλλιεργήσει με δεξιοτεχνία όλους τους κλάδους της αρχαίας τέχνης.
Τά δημόσια κτήρια και οι ναοί που ανακαλύφτηκαν ως τώρα μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μιά εικόνα για τα επιτεύγματα των Μακεδόνων στην αρχιτεκτονική.
Ιδιαίτερα λαμπρά δείγματα της επιτάφιας αρχιτεκτονικής τους αποτελούν οί μεγαλοπρεπείς μακεδόνικοι τάφοι που βρέθηκαν σε πολλά σημεία της Μακεδονίας
(Νάουσα, Δίον, Βέροια, Βεργίνα, Λαγκαδά, Αμφίπολη κ.ά.).
Τά πολυάριθμα επίσης έργα γλυπτικής (αγάλματα και ανάγλυφα) δείχνουν τη λειτουργία τοπικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων — ακόμη και στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας — στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια και σε άλλες μακεδονικές πόλεις. Τό πλήθος πάλι από πήλινα ειδώλια, οι μήτρες και οι κεραμεικοί φούρνοι που βρέθηκαν με τις ανασκαφές δείχνουν τη λειτουργία τοπικών εργαστηρίων κη
ροπλαστικής στην Πέλλα, στη Βέροια, στην Αμφίπολη και σε άλλες πόλεις.
Εντυπωσιακά επίσης είναι τα δείγματα της μακεδονικής ζωγραφικής στους τάφους της Βεργίνας, των Λευκαδιών κ.λ.
Φαίνεται όμως ότι οι Μακεδόνες ιδιαίτερα επιδόθηκαν στη μεταλλοτεχνία, άφού τα πλούσια μακεδονικά μεταλλεία εξασφάλιζαν άφθονη πρώτη ύλη.
Τήν εκπληκτική δεξιοτεχνία των μακεδονικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων στόν κλάδο αυτό της αρχαίας τέχνης φανερώνουν τα κομψά νομίσματα των Μακεδόνων βασιλέων και ίδίως τα εξαιρετικής τέχνης, κοσμήματα και σκεύη (χρυσά και αργυρά) που βρέθηκαν στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, καθώς και σε τάφους της Θεσσαλονίκης, της Βέροιας, της Πέλλας, της Αμφίπολης, του Τσοτυλίου και της Λητής.
ΑΡΧΑΙΑ ΕΔΕΣΣΑ
Από την Άνω Μακεδονία, τη σημερινή Δυτική Μακεδονία, ξεκίνησαν οι Μακεδόνες και κατέλαβαν την «Κάτω Μακεδονίαν, την παρά την θάλασσαν».
Τo Βέρμιο (ύψ. 2.052 μ.) χωρίζει τη μιά περιοχή από την άλλη. Καί μόνο τρία δύσκολα περάσματα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για την κάθοδο τους οι Μακεδόνες, αυτά που είναι και σήμερα, "Εδεσσα, Νάουσα, Βέροια.
Τό σπουδαιότερο ήταν η "Εδεσσα, γνωστή ως Φρυγική "Εδεσσα, κτισμένη στους πρόποδες του Βερμίου, με τους μυθικούς κήπους του Μίδα, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.
Η Εδεσσα είναι κτισμένη πάνω σε ένα θαυμαστό πλάτωμα, με τους καταρράκτες και τα απότομα βράχια της, που την κάνουν ένα εξαίρετο φυσικό φρούριο, με υπέροχη θέα και ελεύθερη παρατήρηση πρός όλα τα σημεία του ορίζοντα.
Αυτή διάλεξαν οι Μακεδόνες και εκεί ίδρυσαν την πρωτεύουσα τους, με την ονομασία Αίγαί, όταν ήρθαν στην Κάτω Μακεδονία.
Αργότερα ο Αρχέλαος (413-399 π.Χ.) τη μετέφερε στην Πέλλα.
Η άποψη αυτή κράτησε για πάρα πολλά χρόνια, ώσπου, το 1968, ο Βρετανός ιστορικός Ν. Hammond αμφισβήτησε τη θεωρία αυτή, ένώ αργότερα ο καθηγητής Μ. Ανδρόνικος, με τις ανασκαφές του στη Μ. Τούμπα της Βεργίνας και τους βασιλικούς θησαυρούς και τα άλλα κτίσματα που αποκάλυψε, επιβεβαίωσε την άποψη του Hammond, πώς οι Αίγες θά έπρεπε να τοποθετηθούν στη Βεργίνα.
Ανεξάρτητα όμως από αυτά, η "Εδεσσα, σύμφωνα με τις πηγές, αλλά και τα αρχαιολογικά ευρήματα, υπήρξε μιά από τις μεγαλύτερες πόλεις στην αρχαιότητα, που παρ' όλες τις καταστροφές, κατόρθωσε να επιζήσει και να μήν ερημωθεί ποτέ.
Έκεϊ που είναι η σημερινή Έδεσσα ήταν η ακρόπολη της αρχαίας, όπως φαίνεται και από το τείχος της ελληνιστικής εποχής, που άρχιζε από το Κανναβουργεΐο, περνούσε από το Βαρόσι και κατέληγε στο εργοστάσιο Τσίτση (Μ. Σιγανίδου, Ε. Κακαβογιάννης).
Κοντά στη σημερινή, αλλά και στην παλιά Μητρόπολη, ναός 14ου αϊ. (Ε. Τσιγαρίδας), βρέθηκαν μαρμάρινες στήλες με αφιέρωση (Αιΐ Ύψίστω), θετική ένδειξη ότι έκεϊ μπορεί να ήταν ιερό η ιερά των θεών.
Κάτω από την ακρόπολη, στην τοποθεσία Λόγγος, απλώνεται η κάτω πόλη, σε έκταση 1.200 στρεμμάτων περίπου.
Άλλά άς πάρουμε τα πράγματα από την άρχή:
Τό 1898 βρέθηκαν στην κάτω πόλη επιγραφές αφιερωμένες στη θεά Μά από δούλους που είχαν απελευθερωθεί (Π. Παπαγεωργίου).
Στά 1922-1923 ξαναβρέθηκαν οι επιγραφές και αποκαλύφθηκε η πύλη στο νότιο τείχος (Σ. Πελεκίδης). Αργότερα βρέθηκαν τυχαία αρχιτεκτονικά κομμάτια από αρχαία κτήρια, μερικά άλλα δέ είναι έντειχισμένα στις νεότερες εκκλησίες, "Αγ. Νικόλαος, "Αγ. Αθανάσιος, Άγ. Τριάδα (μοναστήρι γυναικών).
Τό 1962, όταν η ΔΕΗ άρχισε να κατασκευάζει το εργοστάσιο της, κοντά στους καταρράκτες, αποκαλύφθηκαν διάφορα κτίσματα και το σπουδαιότερο, μιά παλαιοχριστιανική βασιλική, ένώ έχουν επισημανθεί και άλλες δυό βασιλικές δυτικότερα (Φ. Δροσογιάννη, Μ. Μιχαηλίδης).
Στά 1967-1968 έγινε συστηματική ανασκαφή στη συνέχεια της έρευνας Πελεκίδη. Καθαρίστηκε η πύλη και αποκαλύφθηκε στο σύνολο η κυκλική αυλή και ο ορθογώνιος πύργος που την περιβάλλει, και που χρονολογείται στην ελληνιστική η στήν
ύστερη κλασική εποχή. Ακόμη αποκαλύφθηκε το τείχος άλλου επιφανειακά και άλλου βαθύτερα, σε όλη σχεδόν την έκταση της κάτω πόλης, καθώς κι ένας πύργος της προρωμαϊκής εποχής. -Εντυπωσιακό είναι και το τείχος, δυτικά της πύλης, που σώζεται σε ύψος 6,50 μ., σκεπασμένο με ιζήματα (Φ. Πέτσας).
Η μεγάλη περίοδος της ανασκαφής στην κάτω πόλη αρχίζει στο 1971 (Α. Βαβρίτσας) και συνεχίζεται με ανάλογα αποτελέσματα. Ανατολικά της πύλης ερευνήθηκε το τείχος σε όλη του την έκταση, ως τον προρωμαϊκό πύργο, ένώ στήλες και ανάγλυφα με επιγραφές της ρωμαϊκής εποχής βρέθηκαν σε διάφορα σημεία του.
Μαρμάρινη κολόνα απο κεντρικό δρόμο της αρχαίας Έδεσσας με 17 επιγραφές αφιερωμένες στη Θεά Μα. |
Φαίνεται ότι ήταν μιά από τις κεντρικές αρτηρίες της πόλης, με φαρδύ πεζοδρόμιο και κτίσματα με όροφο δεξιά και αριστερά, που ανήκουν σε οικοδομικά τετράγωνα.
Στόν όροφο κατοικούσαν, ένώ τα ισόγεια χρησίμευαν για αποθήκες η εργαστήρια και στην περίπτωση αυτή πρέπει να δεχτούμε ότι υπήρχε στοά.
Αγγεία και όστρακα της ρωμαϊκής, της ελληνιστικής και κλασικής εποχής βρέθηκαν στην περιοχή αυτή, καθώς και νομίσματα των Φιλίππου Β', Μ. Αλεξάνδρου, Κασσάνδρου και της δυναστείας των Άντιγονιδών, αλλά και χάλκινα νομίσματα και αντικείμενα από τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια.
Σημειώθηκε παραπάνω ότι η έπίχωση έφτανε τα 4,50 μ.,άλλά πρέπει να ξεχωρίσουμε ότι σε αρκετά σημεία στόν κεντρικό δρόμο ήταν ίζημα από 1 μ. ως 3 μ., μέσα στο όποιο βρέθηκαν νομίσματα και μικροαντικείμενα.
Τό ϊζημα αυτό (ανθρακικό ασβέστιο), σύμφωνα και με τη γνώμη ειδικών (I. Μελέντης), χρειάστηκε τετρακόσια χρόνια περίπου για να σχηματιστεί, πράγμα που ενισχύει και την άποψη μας, ότι η κάτω πόλη, ύστερα από τις φοβερές καταστροφές που έπαθε τον 14ο αι., αλλά και την οριστική κατάληψη από τους Τούρκους, εγκαταλείφθηκε σε μεγάλο μέρος και οι κάτοικοι περιορίστηκαν πρός τα ριζά του βράχου της "Εδεσσας η και πάνω στην ακρόπολη, όπου εγκαταστάθηκαν και οι κατακτητές τους.
Ανάμεσα στά κτίσματα, ανατολικά του μεγάλου δρόμου, αποκαλύφθηκε ένας καλοκτισμένος τοΐχος-θεμέλια, στο πιό βαθύ σημείο του χώρου.
Εχει μάκρος 15 μ. περίπου και είναι καμωμένος από μεγάλους πώρινους δόμους με περιτένεια, ένώ όμοιοι μικρότεροι τοίχοι είναι κάθετοι σ' αυτόν, καθώς και άλλοι σε άλλα σημεία, που μπορεί να χρονολογηθούν στην κλασική εποχή.
Ανατολικότερα από τον τομέα της ανασκαφής που περιγράψαμε ως τώρα, αλλά και πέρα από τον αγροτικό δρόμο, που είναι γνωστός ως Βαθύς Δρόμος και με νότιο όριο το τείχος και τον προρωμαϊκό πύργο, έγινε έρευνα σε μιά έκταση από τέσσερα περίπου στρέμματα.
Μέ βάση τα σπίτια και τους δρόμους, τους αγωγούς ύδρευσης και αποχέτευσης και τα άλλα κτίσματα που συμπληρώνουν τα οικοδομικά τετράγωνα ξεχωρίζουν τρεις οικοδομικές φάσεις. Γενικότερα τα πάνω στρώματα χρονολογούνται στη βυζαντινή και τη ρωμαϊκή εποχή και τα βαθύτερα στην ελληνιστική, αλλά υπάρχουν και σημεία μέσα στόν ευρύτερο χώρο της πόλης, που μπορούν να χρονολογηθούν και σε ακόμα παλαιότερα χρόνια.
Δυτικά από την πύλη και κοντά στη σπηλιά άπς ιζήματα, αποκαλύφθηκε ωραίο ψηφιδωτό δάπεδο με εντυπωσιακή διακόσμηση, σε σχήματα εναλλασσόμενα, με χρωματιστές ψηφίδες, άσπρες, γαλάζιες και κόκκινες.
Τάφοι λαξευτοί βρέθηκαν μέσα στους πώρινους βράχους γύρω από την πόλη, καθώς και κεραμοσκεπεϊς και διάφοροι άλλοι, της ελληνιστικής, της ρωμαϊκής, της παλαιοχριστιανικής εποχής, αλλά και νεότερων χρόνων, πρός τα νοτιοδυτικά της, με αρκετά και πλούσια κτερίσματα. Ασφαλώς πρός την κατεύθυνση αυτή πρέπει να αναζητηθεί το αρχαίο νεκροταφείο.
Σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα του τείχους, η έκταση της κάτω πόλης είναι 1.200 στρέμματα περίπου, όλα ιδιοκτησίες και πρέπει να απαλλοτριωθούν για να γίνει η ανασκαφή, κατά διάφορα στάδια.
Ό κεντρικός δρόμος με τις κολόνες έχει αποκαλυφθεί ως τα 100 μ. Κρατώντας την κατεύθυνση του πρός τα βορεινά κάναμε μιά τομή στά 146 μ., σε έκταση 4 χ 7 μ. και 4 μ. βάθος και βρήκαμε τη συνέχεια του δρόμου, με κολόνες, βάσεις και κιονόκρανα.
Από τη νότια πύλη ως έδώ το μάκρος του δρόμου είναι 100 + 146 μ., συνολικά 246 μ., που όπως φαίνεται συνεχίζεται και βορειότερα.
Αυτό είναι πάρα πολύ ενθαρρυντικό, γιατί όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε πρός το κέντρο της πόλης και γι' αυτό επιβάλλεται μιά πιό εντατική ερευνητική προσπάθεια πρός την κατεύθυνση αυτή, για την αποκάλυψη σίγουρα μιας πολύ ενδιαφέρουσας περιοχής της αρχαίας "Εδεσσας, που υπήρξε, σύμφωνα και με την παράδοση, μιά από τις κυριότερες πόλεις της Μακεδονίας στην πρώτη αρχαιότητα.
ΒΕΡΓΙΝΑ
Η ανακάλυψη των βασιλικών τάφων της Βεργίνας από τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο, που προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον, δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός.
Ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιας έρευνας και σκληρής εργασίας.
Ηδη από το 1855 ο Γάλλος αρχαιολόγος Leon Heuzey, περιοδεύοντας στη Βόρεια Ελλάδα, επεσήμανε την ύπαρξη ερειπίων πάνω σ' ένα ύψωμα στις βόρειες πλαγιές των Πιερίων που δέσποζε στόν κάμπο της Βέροιας. Εξι χρόνια αργότερα, στά 1861, ο Heuzey επανέρχεται και αρχίζει την ανασκαφή των ερειπίων, η οποία όμως διακόπηκε γρήγορα, εξαιτίας ελονοσίας που μάστιζε τότε την περιοχή. Τά αποτελέσματα της ανασκαφής εκείνης, κατά την οποία είχε αποκαλυφθεί το ανατολικό τμήμα, όπου η πρόσοψη του περίφημου σήμερα ανακτόρου της Βεργίνας, δημοσιεύτηκαν σε μνημειώδες έργο με σχέδια μοναδικά του αρχιτέκτονα
Η. Daumet που μετείχε στην αποστολή.
Η ανασκαφή εκείνη, που είχε σταματήσει τόσο απότομα, ξανάρχισε ύστερα από 80 περίπου χρόνια και διήρκεσε ως την κήρυξη του έλληνοϊταλικού πολέμου του 1940-1941. Διευθυντής των ανασκαφών εκείνων ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κ. Ρωμαίος, που ανάμεσα στην ομάδα των νεαρών βοηθών του είχε τον φοιτητή τότε και τώρα καθηγητή Μ. Ανδρόνικο.
Η τρίτη περίοδος της ανασκαφής του ανακτόρου άρχισε το 1957 και συνεχίστηκε ως την πλήρη αποκάλυψη του. Τό ανάκτορο, με διαστάσεις 104 χ 88 μ. έχει την τυπική μορφή των σπιτιών της αρχαιότητας, με τεράστια αυλή στο κέντρο, ή οποία περιβάλλεται από δωρική κιονοστοιχία με 60 κίονες.
Σέ ένα δέ από τα νότια δωμάτια του διασώζεται ακέραιο το μωσαϊκό δάπεδο με διάκοσμο φυτικό που ως πρός την τεχνική του μοιάζει με τα ψηφιδωτά της Πέλλας.
Τό παλαιότερο χρονολογικά, το λεγόμενο «τών τύμβων», που είναι και το μεγαλύτερο σε έκταση, αποτελούμενο από εκατοντάδες, μόλις διακρινόμενες, χαμηλές τούμπες, που η καθεμιά περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό ταφών, έδωσε χιλιάδες ευρήματα.
Από την κλασική και ελληνιστική περίοδο, πλήν των βασιλικών τάφων, άλλοι «μακεδόνικοι τάφοι», συλημένοι όμως, που ανήκουν σε αξιωματούχους της εποχής, μαρτυρούν για τη σπουδαιότητα της πόλης.
Ό γνωστότερος από τους τάφους αυτούς ανασκάφηκε και δημοσιεύτηκε από τον καθηγητή Κ. Ρωμαίο.
Ποιά ήταν όμως η πολυάνθρωπη αυτή σημαντική και με μακρά ζωή πόλη;
ΗΡΑΚΛΕΙ ΠΑΤΡΩΙΩΙ Αναθηματική επιγραφή στον Ηρακλή Πατρώο από τη θόλο του ανακτόρου της Βεργίνας. |
Ηδη από το 1968, κατά το πρώτο Συμπόσιο που έγινε στη Θεσσαλονίκη με θέμα «Η Αρχαία Μακεδονία», ο καθηγητής Ν. Hammond, βασιζόμενος σε μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, διατύπωσε τη θεωρία ότι ίσως επρόκειτο για τις Αίγες, οι όποιες υπήρξαν η πρώτη πρωτεύουσα των Μακεδόνων ως τη μεταφορά της από τον βασιλιά Αρχέλαο στην Πέλλα.
Τή θεωρία ήλθε να επιβεβαιώσει η ανακάλυψη των βασιλικών τάφων από τον καθηγητή Ανδρόνικο το 1977. Είναι γνωστό ότι οι τάφοι των βασιλέων της αρχαίας Μακεδονίας και των μελών της βασιλικής οικογενείας βρίσκονταν, όπως μνημόνευε παλιά παράδοση του βασιλικού οϊκου, στην παλιά ιερή πρωτεύουσα, στις Αίγες.
The facade of the tomb of Philip II of Macedon |
Κανονική ανασκαφή όμως άρχισε μόνο στά 1976 και τότε για πρώτη φορά είχε εξαιρετικά ενδιαφέροντα αποτελέσματα, γιατί βρέθηκαν πάμπολλες σπασμένες επιτύμβιες πλάκες, χρονολογούμενες ανάμεσα στά μέσα του 4ου και στις αρχές του 3ου π.Χ. αι., εύρημα ασυνήθιστο. Καταστροφή τάφων ήταν πράξη ιερόσυλη και δεν δικαιολογούνταν μιά τέτοια πράξη παρά μόνο από βαρβάρους.
Η μνεία του Πλουτάρχου (Βίος Πύρρου), σύμφωνα με την οποία οι Γαλάτες που ακολουθούσαν τον Πύρρο στην εκστρατεία του κατά της Μακεδονίας επιδόθηκαν στη λεηλασία των βασιλικών τάφων των Αιγών, οδήγησε τον καθηγητή Ανδρόνικο στη σκέψη ότι η καταστροφή του νεκροταφείου αυτού, που χρονολογικά συμπίπτει με τα αναφερόμενα από τον Πλούταρχο γεγονότα, θά πρέπει να ήταν έργο των απολίτιστων Γαλατών, ένώ η συγκέντρωση των κατεστραμμένων λειψάνων του νεκροταφείου ήταν λογικό να θεωρηθεί ότι έγινε από τον Αντίγονο Γονατά, που έδιωξε τον Πύρρο από τα μακεδονικά εδάφη.
Τήν επόμενη χρονιά, στά 1977, η τούμπα αποκάλυψε τα μυστικά της: τρεις τάφοι, ένας συλημένος, κιβωτιόσχημος, και δύο ασύλητοι, «μακεδόνικοι».
Τά κτερίσματα των τελευταίων λόγω του πλάτους των θά έπρεπε να ανήκουν σε βασιλιά.
' Η αποκάλυψη των τάφων έγινε κλιμακωτά. Στήν άρχή στις παρυφές της τούμπας αποκαλύφθηκαν θεμέλια μικρού τετράπλευρου κτίσματος, διαστάσεων 9,60 » 8 μ., άγνωστου προορισμού, και δίπλα κιβωτιόσχημος τάφος, εσωτερικών διαστάσεων 2,10 χ 3,50 μ., με θαυμάσιες τοιχογραφίες.
Στόν ένα στενό τοίχο καθιστή γυναικεία μορφή, η Δήμητρα, παρακολουθεί τα δρώμενα, ένώ στόν διπλανό μακρύ, την αρπαγή της κόρης της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Η τοιχογραφία αυτή είναι ένα από τα καλύτερα διασωθέντα πρωτότυπα ζωγραφικά έργα της αρχαιότητας, έργο μεγάλου ζωγράφου.
Αμέσως μετά την ανεύρεση του τάφου αυτού, άρχισε η αποκάλυψη του μεγάλου τάφου. ' Η μιά έκπληξη ακολουθούσε την άλλη.
Πρώτα εμφανίστηκε η πασίγνωστη πιά τοιχογραφία βασιλικού κυνηγίου, 5,56* 1,16 μ., η οποία βρίσκεται ψηλά στην πρόσοψη του τάφου.
Ανάμεσα στις κεντρικές μορφές των έφιππων ανδρών ξεχωρίζουν πρόσωπα με τα χαρακτηριστικά του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου.
Μέ τέλεια γνώση της προοπτικής ο καλλιτέχνης απεικονίζει έδώ σκηνές έντασης, όπου λεοντάρια και κάπροι πέφτουν κάτω από τα κτυπήματα των κυνηγών μέσα σ' ένα τοπίο από γυμνά δέντρα.
Η τοιχογραφία αυτή, για τη σύνθεση της, την τεχνική και τη χρωματική της κλίμακα, θεωρήθηκε ένα από τα αριστουργήματα της αρχαίας ζωγραφικής, την υψηλή στάθμη της οποίας γνωρίζαμε μόνο από τις περιγραφές των αρχαίων.
Μέ τη συνέχιση της ανασκαφής αποκαλύφθηκε ολόκληρη η καμάρα που είχε μήκος 10 μ. Τέλος τον Νοέμβρη του 1977, μετά την αφαίρεση του κλειδιού, δηλαδή της πέτρας που τοποθετήθηκε τελευταία στην καμάρα, παρουσιάστηκε το συγκλονιστικό και μοναδικό θέαμα ενός ασύλητου μακεδονικού τάφου γεμάτου θησαυρούς. Μέσα στόν τετράγωνο θάλαμο, διαστάσεων 4,50 * 4,50 μ. και ύψους 5,30 μ., ήταν αραδιασμένα τα κτερίσματα του νέκρού, ένώ στο βάθος του θαλάμου, στό μέσο του τοίχου ήταν ακουμπισμένη μιά λίθινη λάρνακα. Στήν αριστερή γωνία υπήρχαν πολλά χάλκινα σκεύη και σιδερένια όπλα και στην αντίστοιχη δεξιά πλήθος ασημένια αγγεία.
Μπροστά από τη λάρνακα θά πρέπει να βρισκόταν ξύλινη κλίνη διακοσμημένη με πολύτιμα υλικά. Ακουμπισμένη στόν τοίχο, αριστερά της λίθινης λάρνακας, και προστατευμένη από χάλκινο κάλυμμα, ήταν η τελετουργική ασπίδα του νεκρού, καμωμένη από μεγάλο καλλιτέχνη με υλικά πολύτιμα. Κοντά στην ασπίδα ήταν τοποθετημένες χάλκινες περικνημίδες και σιδερένιο κράνος μακεδονικού τύπου, διακοσμημένο με χρυσό.
Ό θώρακας του νεκρού, σιδερένιος και αυτός με χρυσές διακοσμήσεις, βρέθηκε λίγο πιό κάτω. Δίπλα στο κράνος υπήρχε ένα ιδιότυπο χρυσό στεφάνι, προφανώς διάδημα βασιλικό.
Η κομψότητα των αργυρών σκευών είναι βέβαια εξαίσια, ασύγκριτη όμως είναι η καλλιτεχνική ομορφιά και άξια των μικροαντικειμένων, κυρίως έλεφάντινων, που ήταν διάσπαρτα στο δάπεδο του τάφου και προέρχονταν από διαλυμένα ξύλινα αντικείμενα η έπιπλα.
Τό σημαντικότερο εύρημα του τάφου είναι χωρίς αμφιβολία η χρυσή λάρνακα που βρισκόταν μέσα στη λίθινη και περιείχε τα μισοκαμένα οστά του νεκρού μαζί με χρυσό στεφάνι. Η λάρνακα, που είχε σχήμα τετράπλευρου κουτιού διακοσμημένου με ένθετους ρόδακες, ήταν από ατόφιο χρυσάφι, βάρους 10.800 γρ. Γιά την ταυτότητα του νεκρού έγιναν πολλές συζητήσεις. Η άποψη του καθηγητή Ανδρόνικου, ότι είναι ίσως τα λείψανα του βασιλιά Φιλίππου, στηρίζεται σε πολλά και καλά τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα.
Στόν προθάλαμο του τάφου, κατ' εξαίρεση, υπήρχε δεύτερη ταφή προφανώς γυναικεία, πλουσιότατη και αυτή. Τά όστά, τοποθετημένα σε παρόμοια περίπου με την προηγούμενη χρυσή λάρνακα, ήταν τυλιγμένα σε χρυσοποίκιλτο ύφασμα, άριστουργηματικής τέχνης. Μέσα στη λάρνακα βρέθηκε επίσης περίτεχνο διάδημα.
Ό δεύτερος μακεδόνικος τάφος βρέθηκε την επόμενη χρονιά πολύ κοντά στον τάφο του Φιλίππου. Εχει μεγάλη ομοιότητα με αυτόν, τοιχογραφία στο πάνω μέρος του, είναι και αυτός ασύλητος και τα κτερίσματα είναι πάλι πλουσιότατα.
Τα οστά του νεκρού στον τάφο αυτόν ήταν μέσα σε ασημένιο αγγείο, στον λαιμό του οποίου ήταν περασμένο ένα θαυμάσιο χρυσό στεφάνι μυρτιάς.
Τρίτος μακεδόνικος τάφος, στά όρια της τούμπας, βρέθηκε τη μεθεπόμενη χρονιά, αλλά ολοκληρωτικά κατεστραμμένος.
Η συνέχιση και αποπεράτωση των ανασκαφών στη μεγάλη τούμπα της Βεργίνας έδειξε ότι δεν υπήρχαν άλλοι τάφοι στο κέντρο της τούμπας και ότι όλο αυτό το τεράστιο έργο έγινε για να καλύψει τους τάφους της μικρής τούμπας. Τό γεγονός αυτό επιβεβαιώνει τη μεγάλη σημασία που απέδιδαν στους νεκρούς που ήταν θαμμένοι στους τάφους αυτούς.
ΠΕΛΛΑ
Οι ενδείξεις για τη θέση της αρχαίας πόλης Πέλλας, του σπουδαιότερου ίστορικού χώρου της Μακεδονίας, ήταν λίγες.
Η μνεία του Τίτου Λιβίου (Livius XLIV 46, 4-11), που την τοποθετούσε στη νότια κλιτύ υψώματος, περιτριγυρισμένου από έλη παρά από αρχαία λείψανα, ώθησε τους νεότερους περιηγητές και τον πρώτο άνασκαφέα, καθηγητή Γεώργιο Οικονόμου, ν' αναζητήσουν στη συγκεκριμένη αυτή θέση την αρχαία πρωτεύουσα των Μακεδόνων.
Πέλλα. Ανάγλυφη επίχρυση λεπτομέρεια από αττική ερυθρόμορφη πελίκη. Γ΄τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. |
"Η θέση που επέλεξε ο Οικονόμου για την έναρξη των ερευνών του ήταν μιά βαθιά σήραγγα με λίθινα σκαλοπάτια, γνωστή στους παλιότερους περιηγητές, που οδηγούσε σε υπόγεια δεξαμενή και η οποία άνηκε σε ιδιωτικό σπίτι.
Κατά την περίοδο εκείνη των ανασκαφών, που διήρκεσε δύο χρόνια (1914-15) και διακόπηκε βίαια λόγω της γενικής επιστράτευσης κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αποκαλύφθηκαν λείψανα δύο σπιτιών, το ένα από τα οποία ανήκει στόν τύπο του σπιτιού με παστάδα, τύπος όχι κοινός στην Πέλλα.
Η πρόοδος των ανασκαφών απέδειξε ότι τα σπίτια αυτά άνηκαν σε οικιστικό τομέα της πόλης και απείχαν δύο οικοδομικά τετράγωνα δυτικά από το σπίτι με τα ψηφιδωτά δάπεδα του κυνηγίου του έλαφιού και της αρπαγής τής. Ελένης.
Τό ανασκαμμένο τμήμα της πόλης ξανασκεπάστηκε με χώμα και η Πέλλα ξεχάστηκε και πάλι, γιατί οι συνθήκες τότε, κυρίως από άποψη οικονομική, δεν ήταν τόσο ευνοϊκές.
Η δεύτερη και κύρια ανασκαφική περίοδος στην Πέλλα άρχισε μόλις την άνοιξη του 1957 από τυχαίο περιστατικό. Κάτοικος του χωριού, που διαμόρφωνε το υπόγειο του νεοκτι-σμένου σπιτιού του, αποκάλυψε σειρά σπονδύλων ιωνικών κιόνων.
Η Αρχαιολογική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, στην οποία υπαγόταν τότε η Πέλλα, άρχισε αμέσως δοκιμαστική ανασκαφή με τον έφορο αρχαιοτήτων Φ. Πέτσα, η οποία έφερε στο φώς ιωνικό περιστύλιο σπιτιού σε άριστη κατάσταση, το όποΐο μετά την αναστήλωση του απετέλεσε το πιό χαρακτηριστικό σημείο του άρχαιολογικού χώρου της Πέλλας.
Η σημασία του ευρήματος ήταν τόσο μεγάλη, ώστε προκάλεσε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, ο όποιος χρηματοδότησε άδρά πενταετές πρόγραμμα ανασκαφών που διενεργήθηκαν ύπό τη διεύθυνση του Χ. Μακαρονά. Τά ευρήματα του πρώτου χρόνου των ανασκαφών ξεπέρασαν κάθε προσδοκία.
Η ανεύρεση των κεραμίδων στέγης με την επιγραφή ΠΕΛΛΗΣ ταύτισε με την αρχαία πρωτεύουσα, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, τον χώρο που ερχόταν στο φώς.
Η ανεύρεση των μωσαϊκών δαπέδων του κυνηγιού του λεονταριού και του Διόνυσου, έργα μοναδικά, έδειχνε την καλλιτεχνική στάθμη και παράδοση της πόλης αυτής, που τα ανάκτορα της πριν από 100 χρόνια τα είχε διακοσμήσει ο επιφανέστερος ζωγράφος της εποχής του Ζεύξις.
Κατά τα πρώτα χρόνια των ανασκαφών αυτών οι εργασίες έγιναν με πολύ εντατικό ρυθμό και αποκάλυψαν πολεοδομικό σύνολο που άνηκε στά χρόνια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου. Τό ρυμοτομικό πλάνο της πόλης ακολουθεί το ίπποδάμειο σύστημα, σύμφωνα με το όποιο ευθύγραμμοι δρόμοι ορίζουν ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα.
Τά οικοδομικά τετράγωνα της Πέλλας, διαστάσεων περίπου 110 χ 47 μ., περιλαμβάνουν τρία κατά κανόνα σπίτια το καθένα. Λεωφόροι, πλάτους 9 μ., διασχίζουν την πόλη από ανατολή πρός δύση, ένώ από βορρά πρός νότο δρόμοι 6 μ. χωρίζουν κατά μήκος τα οικοδομικά τετράγωνα.
Όργανωμένο σύστημα παροχής ύδατος με φρεάτια καθαρισμού στά σταυροδρόμια, σύστημα αποχετεύσεως και μεγάλες υπόγειες σήραγγες και δεξαμενές για τη συλλογή των όμβρίων υδάτων μαρτυρούν τη σωστή οργάνωση της πόλης. Τά σπίτια του τομέα αυτού μεγάλα, εμβαδού από 1 ως 2 στρεμμάτων και με πλούσια διακόσμηση, έχουν πάντα στο κέντρο ευρύχωρη αυλή με κιονοστοιχία, στην οποία ανοίγουν όλοι σχεδόν οι χώροι του σπιτιού.
Κατά την ίδια αυτή περίοδο, μεγάλη σε έκταση ανασκαφή είχε γίνει και στην ακρόπολη της Πέλλας, όπου αποκαλύφθηκαν πλατιά καλοδουλεμένα θεμέλια, που ανήκουν σε τεράστια συγκροτήματα, τα οποία χρονολογούνται κυρίως στά ύστερα ελληνιστικά χρόνια.
Μετά τη λήξη του πενταετούς προγράμματος οι ανασκαφές στην Πέλλα προχώρησαν με πολύ βραδύ ρυθμό ως το 1973, οπότε έγινε αναδιάρθρωση των Εφορειών Αρχαιοτήτων και η Πέλλα υπήχθη στη ΙΖ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δυτικής Μακεδονίας. Νέες συστηματικές ανασκαφές άρχισαν το 1976 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα χωρίς διακοπή.
Τά αποτελέσματα των ανασκαφών αυτών συνοψίζονται ως έξης:
1. Ανασκαφή στά νότια του αρχαιολογικού χώρου έφερε στο φώς λείψανα σπιτιού της τυπικής μορφής των σπιτιών της Πέλλας, των ελληνιστικών χρόνων, το όποιο ανήκει στο πολεοδομικό σύνολο. των σπιτιών του κεντρικού τομέα. Σέ τρεις από τους χώρους του σπιτιού αυτού βρέθηκαν πλήθος κομμάτια από έγχρωμα κονιάματα, τα οποία μετά την εργαστηριακή τους επεξεργασία έδωσαν μιά ολοκληρωμένη εικόνα της εσωτερικής διακόσμησης του τοίχου. Η διακόσμηση αυτή σε αρχιτεκτονική διάταξη, κατά το πρώτο πομπηιανό στυλ, καθώς και η ανεύρεση των μωσαϊκών δαπέδων κατά τϊς προηγούμενες ανασκαφές δίνουν μιά εικόνα της πλούσιας διακόσμησης των σπιτιών της Πέλλας.
2. Μεγάλη ανασκαφή σε τάφρο μήκους 2 χλμ. έδωσε πολύτιμα στοιχεία, που καθόρισαν τα ακριβή όρια της αρχαίας πόλης από Α πρός Δ και τις θέσεις οδών που χωρίζουν ίσα σε πλάτος, με τα γνωστά, οικοδομικά τετράγωνα. Αποκαλύφθηκαν ακόμη τμήμα τείχους της πόλης που ανήκει στά χρόνια του Αρχέλαου και τμήματα νεκροταφείων των κλασικών, ελληνιστικών και πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων.
3. Η ανακατασκευή του δρόμου εισόδου πρός το χωριό Π. Πέλλα, ο όποιος βαίνει περίπου κάθετα πρός την τάφρο του Όργανισμού Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης, έγινε αφορμή ανασκαφής, τα αποτελέσματα της οποίας πρόσθεσαν όχι μόνο συμπληρωματικά στοιχεία για το ρυμοτομικό σχέδιο της Πέλλας, αλλά και για την ιστορική της εξέλιξη.
Η αποκάλυψη νεκροταφείου στά ανατολικά του αρχαιολογικού χώρου, που ανήκει στην περίοδο του Αρχέλαου, κατά τη βασιλεία του οποίου έγινε η μεταφορά της πρωτεύουσας από τις Αίγες στην Πέλλα, φανερώνει ότι η Πέλλα στην πρώτη της φάση ως πρωτεύουσα είχε πολύ μικρότερη έκταση, τουλάχιστον πρός τα ανατολικά, από τα όρια της τελικής της μορφής.
Η ανεύρεση θεμελίων σπιτιών, που ανήκουν στόν 4ο αί. π.Χ. και κτίστηκαν επάνω στο νεκροταφείο αυτό, καθώς και η παράλληλη αποκάλυψη νεκροταφείου της ίδιας εποχής 700 μ. ανατολικότερα, αποδεικνύουν ότι η πόλη μέσα στόν 4ο αιώνα επεκτάθηκε κατά 600 περίπου μ., γεγονός που συμφωνεί με τις ιστορικές μαρτυρίες.
Στόν ίδιο ανασκαφικό τομέα αποκαλύφθηκε μεγάλο τμήμα στοϊκού κτίσματος, αποτελούμενο μέχρι στιγμής από 6 διπλά δωμάτια στόν τύπο προθαλάμου-θαλάμου, με κιονοστοιχία στη δυτική πλευρά. Τό κτίσμα αυτό πρέπει να εντάσσεται στο εμπορικό κέντρο της πόλης. Κατά την ανασκαφή του αποκαλύφθηκαν εκατοντάδες πήλινων αγγείων, ειδωλίων και μήτρες για την κατασκευή ανάγλυφων αγγείων και ειδωλίων.
4. Μεμονωμένες ανασκαφές μέσα στο χωριό αποκάλυψαν σπίτια των ύστερων ελληνιστικών χρόνων τα οποία τοποθετημένα μέσα στόν κάναβο της πόλης δίνουν την πλήρη εικόνα ρυμοτομικού σχεδίου με είκοσι οικοδομικά τετράγωνα κατά πλάτος της πόλης.
Η αποκάλυψη επίσης αγροτικού ίερού έκτος των ορίων της πόλης δίνει στοιχεία για τίς λαϊκές λατρείες, οι όποιες είναι τελείως άγνωστες ως σήμερα.
5. Η ανασκαφή στά νεκροταφεία της πόλης έδωσε πλήθος ευρημάτων, κυρίως αγγείων και πήλινων ειδωλίων, πολλά από τα οποία είναι εξαιρετικής τέχνης. Η μοναδικότητα των πήλινων ειδωλίων προϋποθέτει ύπαρξη σημαντικών εργαστηρίων κοροπλαστικής.
Η συνέχιση των ανασκαφών θά λύσει το πρόβλημα του προορισμού ενός σημαντικού κτηριακού συγκροτήματος που βρέθηκε στην ακρόπολη με μεγάλη περίστυλο αυλή και τετράπλευρη ορθογώνια αίθουσα, 43 x 6 μ., με πλούσια διακοσμημένες κόγχες, ένώ παράλληλα θά λύσει και πολλά άλλα προβλήματα, τα οποία προκύπτουν κυρίως από τις ελλιπείς πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων για την πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους, δηλ. τη θέση των ανακτόρων, των ναών, του έμπορικού και πολιτικού κέντρου, των τειχών της πόλης, και θά μάς δώσει πλήρη εικόνα του ρυμοτομικού σχεδίου και της εξέλιξης του.
ΔΙΟΝ
"Αν και οι γραπτές μαρτυρίες για το Δίον είναι λιγοστές, εύκολα αφήνουν να μαντέψει κανείς ότι δεν πρόκειται για μιά συνηθισμένη πόλη της αρχαίας Μακεδονίας.
Ό Αρχέλαος είχε καθιερώσει έκεϊ λαμπρούς αγώνες για τον Όλύμπιο Δία και τις Μούσες.
Έκεϊ γιόρτασε τις μεγάλες νίκες του ο Φίλιππος και άπ' έκεϊ ξεκίνησε ο Αλέξανδρος πανηγυρικά για τη μεγάλη εκστρατεία θυσιάζοντας στόν Όλύμπιο Δία.
Στό Δίον στήθηκαν από τον Αλέξανδρο οι έφιπποι ανδριάντες των εταίρων που έπεσαν στη μάχη του Γρανικού, έργο του Λυσίππου. Έκεϊ τέλος υπήρχε μιά ολόκληρη σειρά πορτραίτων των μελών της μακεδονικής δυναστείας.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές, ιδιαίτερα στά τελευταία χρόνια, ήρθαν μ' ένα πλήθος ευρημάτων όχι μόνο να ύπομνη-ματίσουν τις αποσπασματικές ειδήσεις των αρχαίων συγγραφέων, αλλά και να επιτρέψουν μιά ευρύτερη ιστορική θεώρηση και να δώσουν μιά χειροπιαστή εικόνα του αρχαίου Δίου.
Μερικά από τα σημαντικά συμπεράσματα και αποτελέσματα της ανασκαφικής έρευνας μπορούν να συνοψιστούν στά έξης:
1. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι οι ναοί των θεών στο Δίον δεν βρίσκονταν, όπως θά περίμενε κανείς, μέσα στην αρχαία πόλη, αλλά έξω από τον οχυρωματικό της περίβολο.
Τά ιερά μαζί με δύο θέατρα και το στάδιο συγκροτούν ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό σύνολο κτισμένο δίπλα στην πόλη. Πρόκειται για μιά χωροταξική λύση συνηθισμένη στά μεγάλα κοινά ίερά τών ελληνικών φύλων, μιά λύση που πρέπει να αναχθεί στην ίδρυση πρώτα των ίερών και έν συνεχεία των οικισμών και η οποία ωστόσο έχει και την πρακτική πλευρά, άφού δύσκολα θά μπορούσαν να διακινηθούν και να εξυπηρετηθούν τα πλήθη των επισκεπτών κατά τις γιορτές και πανηγύρεις μέσα στά στενά όρια της πόλης.
Γιά πρώτη φορά σ' έναν καθαρά μακεδονικό χώρο, όπως είναι το Δίον, επισημάνθηκε αυτή η παράλληλη σχέση πόλης καιιερών, που σαφώς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Δίον δεν διέθετε ένα τοπικό, αλλά ένα κεντρικό ιερό των Μακεδόνων.
2. Η σημασία αυτού του κοινού ιερού είναι φανερή και από το γεγονός ότι στο Δίον δημοσιεύονταν, δηλαδή στήνονταν, λίθινες στήλες με επιγραφές που το κείμενο τους αφορούσε σημαντικές πολιτικές και διοικητικές πράξεις των Μακεδόνων βασιλέων.
Επιγραφές, όπως η συνθήκη ανάμεσα στόν Φίλιππο Ε' και τους Λυσιμαχεΐς η ή επιστολή του ίδιου βασιλιά που λύνει όριοθετικά προβλήματα ανάμεσα σε θεσσαλικές πόλεις είχαν στηθεί στην αρχαιότητα στο τέμενος του Όλυμπίου Διός.
Έτσι το περιεχόμενο τους θά γινόταν ευκολότερα γνωστό στους Μακεδόνες που συγκεντρώνονταν για να γιορτάσουν έπϊ εννιά μέρες τα «έν Δίω Όλύμπια».
3. Ιδιαίτερα σημαντικό για την έρευνα ήταν η αναζήτηση ευρημάτων που θά διαφώτιζαν ιδιαίτερα την πρώιμη περίοδο των ίερών. Γιά πρώτη φορά σ' έναν κατ' εξοχήν μακεδονικό χώρο ήρθαν στο φώς ίερά κτίσματα και αναθήματα που χρονολογούνται στο τέλος του 6ου η τις αρχές του 5ου αί. π.Χ. Μέσα σε δύο κτήρια στόν τύπο των «μεγάρων» με ανοιχτό προθάλαμο και σηκό βρέθηκε πλήθος από πήλινα ειδώλια που αποτελούν αποφασιστική μαρτυρία για τις λατρείες των Μακεδόνων στά αρχαϊκά ήδη χρόνια, λατρείες που σε τίποτα δεν διαφέρουν από εκείνες των Ελλήνων του νότου.
4. "Ενας από τους κύριους στόχους της ανασκαφής ήταν ό εντοπισμός και στη συνέχεια η έρευνα των χώρων της λατρείας. Αποκαλύφθηκαν το ιερό της Δήμητρας (βεβαιωμένο και επιγραφικά), αυτό που περιείχε τα παλιότερα ως τώρα γνωστά ευρήματα στο Δίον, και το ιερό του Άσκληπιού με αξιόλογα γλυπτά, επιγραφικά και αρχιτεκτονικά ευρήματα. Εντοπίστηκαν το ιερό της Αθηνάς και του Διονύσου και ερευνήθηκε το ιερό της "Ισιδος, που ήταν αναπάντεχα πλούσιο σε ευρήματα. Η λατρεία της "Ισιδος Λοχίας φαίνεται ότι διαδέχτηκε κατά τα ελληνιστικά χρόνια την παλιότερη λατρεία της Αρτέμιδος Είλειθυίας, όπως με βεβαιότητα μπορεί να συμπεράνει κανείς από τις επιγραφικές μαρτυρίες. Τό ϊδιο ιερό στέγαζε και θεότητες, όπως την Αφροδίτη Ύπολυμπιδία, που για πρώτη φορά γίνεται γνωστή και η οποία διέθετε ιδιαίτερο ναίσκο.
5. Τό Δίον, σχεδιασμένο και χτισμένο μ' ένα σύστημα που υποτάσσεται σε γεωμετρικά σχήματα και εσωτερικά είναι αρθρωμένο με πλέγμα συντεταγμένων, στέκεται στην άρχή μιας εξέλιξης αυστηρά οργανωμένων πολεοδομικών μορφών. Ό περίβολος των τειχών, που έχει αναζητηθεί ανασκαφικά σε όλη του τη διαδρομή, ορίζει ένα σχεδόν άψογο ορθογώνιο (εξαίρεση αποτελεί η ανατολική πλευρά που κατά μήκος της έρρεε στην αρχαιότητα ο Βαφύρας). Οι δρόμοι, ευθύγραμμοι και με κλιμάκωση ως πρός το μήκος και το πλάτος, τέμνονται κάθετα και δημιουργούν τις οικοδομικές νησίδες. Χρονολογικά τα τείχη ανήκουν στο τέλος του 4ου αί., ένώ οι δρόμοι, στη μνημειακή μορφή που σώθηκαν, στά αυτοκρατορικά χρόνια. Ωστόσο όλες οι ενδείξεις πείθουν ότι η πορεία τους δεν ήταν διαφορετική και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.
6. Τό Δίον κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους γνώρισε μεγάλη άνθηση. Δέν είναι τυχαίο ότι κατά την περίοδο αυτή κατασκευάστηκαν μνημειώδη δημόσια κτήρια, επισκευάστηκαν η επεκτάθηκαν άλλα που προϋπήρχαν καί στρώθηκαν με μεγάλες πλάκες οι δρόμοι μέσα στην πόλη. Σέ άκμή ήταν το Δΐον όταν μέσα στόν 4ον αί. επικρατεί πιά ο χριστιανισμός.
Ένώ ακόμη λειτουργούσαν τα παλιά παγανιστικά ίερά, άρχισαν να κτίζονται οι πρώτες χριστιανικές βασιλικές και το Δΐον έγινε έδρα επισκόπου. Τό τέλος όμως δεν βρισκόταν μακριά. "Οπως έδειξαν οι πρόσφατες ανασκαφές, ισχυρές σεισμικές δονήσεις σώριασαν την πόλη σε ερείπια.
Μετά από μιά σύντομη περίοδο ανασυγκροτήσεως νέοι σεισμοί ανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν οριστικά τα σπίτια τους. Ό αριθμοός των ευρημάτων, που ανήκουν στόν 5ο αί. μ.Χ., λιγοστεύει κατακόρυφα, ένώ φθάνει σε σχεδόν μηδενική τιμή κατά τον επόμενο αιώνα.
Τό Δίον άρχισε να ξαναβγαίνει στο φώς με τις ανασκαφές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που αμέσως μετά την ίδρυση του, άρχισε με ζωηρό ενδιαφέρον τις έρευνες στο χώρο της ιερής αυτής πόλης των Μακεδόνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου