Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Βυζαντινή Μακεδονία. Στα χρόνια του Βασίλειου Βουλγαροκτόνου και του Τσάρου Σαμουήλ.

Ο Άγιος Δημήτριος κατατροπώνει τον
Τσάρο των Βουλγάρων
Ιωαννίτζη-"
Σκυλογιάννη".

Γ.Ι. Θεοχαρίδη
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΤΟ 1912
ΕΠ. ΑΠΟΣΤ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Μακεδονική Βιβλιοθήκη Αρ. 63

(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
 ΣΤΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ (285-1354)

Η απέραντοι ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν χωρισμένη από τα χρόνια του Αύγουστου σε λίγες και πολύ μεγάλες διοικητικές μονάδες, τις επαρχίες.
 Αργότερα επί Διοκλητιανού διαιρείται σε δώδεκα διοικήσεις. Μιά απ’ αυτές  ήταν η διοίκηση Μοισιών, που περιλάμβανε 8 μικρές επαρχίες, μια από τις όποιες ήταν η Μακεδονία.

Αργότερα η διοίκηση Μοισιών θα χωριστεί στα δύο. 
Οι άλλοτε επαρχίες της Δακία και Μακεδονία θα γίνουν οι ίδιες διοικήσεις και θα έχουν οι ίδιες επαρχίες στη δικαιοδοσία τους. 
Η διοίκηση Μακεδονία θα έχει επτά και η διοίκηση Δακία θα έχει τέσσερις επαρχίες . 
Μέσα στη διοίκηση Μακεδονία θα είναι και η ιστορική Μακεδονία με τα γνωστά όρια ως επαρχία της διοίκησης. 
Από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα δεν πρέπει λοιπόν να μπερδεύουμε τη διοίκηση Μακεδονία με την επαρχία Μακεδονία. 
Η ιστορική Μακεδονία είναι η επαρχία και όχι η διοίκηση. 
Αξιοσημείωτο είναι ότι όλες οι επαρχίες της διοίκησης Μακεδονία είναι ελληνόφωνες και όλες οι επαρχίες της διοίκησης Δακία είναι λατινόφωνες

Επειδή δε όλες οι επαρχίες της διοίκησης Δακία βρίσκονται πάνω από τα Σκόπια, είναι φανερό ότι ο ελληνισμός έφθανε ως έξω από τα Σκόπια, όπως άλλωστε καθόρισε αυτό και η περίφημη «γραμμή Γίρετσεκ».



Η Μακεδονία κατά τη ρωμαίκή εποχή

1.         Προβυζαντινή περίοδος (285-395)

Στις αρχές του 4ου αιώνα, στις 26 'Οκτωβρίου 305, επί Γαλερίου, μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη ο Αγιος Δημήτριος και άρχισε η σπουδαία για τον χώρο των Βαλκανίων λατρεία του, που θα εξαπλωθεί πέρα από τη Μακεδονία, στα Βαλκάνια, στην Κωνσταντινούπολη και στη Μ. Άσία. 

Στη γιορτή του θα γίνεται πολυήμερο πανηγύρι στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, όπως μας το περιγράφει ο βυζαντινός διάλογος «Τιμαρίων», μια διεθνής έκθεση της εποχής με επισκέπτες ακόμα και από την Ισπανία. Τέλος, τα πολλά Εγκώμιά του στη βυζαντινή πεζογραφία, οι πολλές εικόνες του στη βυζαντινή τέχνη και οι πολλοί προσκυνητές στον τάφο του δείχνουν τη μεγάλη άπήχηση και έξάπλωση της λατρείας του.

 Από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε ο Μ. Κωνσταντίνος με πειθαρχημένο και ενθουσιασμένο κάτω από το χριστιανικό του λάβαρο στρατό και νίκησε τον Λικίνιο πρώτα κοντά στην Άδριανούπολη, στις 3 Ιουλίου 324, και έπειτα στη Χρυσούπολη, στις 18 Σεπτεμβρίου 324, και έτσι έληξε ο αγώνας μεταξύ των δυό τελευταίων τετραρχών της αυτοκρατορίας, ο όποιος δεν ήταν αγώνας μόνο πολιτικός, αλλά και αγώνας μεταξύ του χριστιανισμού του Μ. Κωνσταντίνου και του ειδωλολατρισμοϋ του Λικινίου.
Στα 379 στη Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκε ο αύτοκράτορας της Ανατολής Θεοδόσιος και εκεί έμεινε με μικρά διαλείμματα, από τον Ιούνιο 379 ως τον Νοέμβριο του 380, αφού   πέτυχε μέσα στο 379 με μικρά ευκίνητα τμήματα να διώξει πέρα από τον Δούναβη τα στίφη των βαρβάρων, τα όποια λεηλατούσαν τις χώρες της Βαλκανικής.

Την άνοιξη του 390 έγινε στη Θεσσαλονίκη το γνωστό επεισόδιο της σφαγής 7.000 Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο, το όποιο στοίχισε στον Θεοδόσιο την ταπεινωτική δημόσια μετάνοια του έξω από τη μητρόπολη του Μιλάνου, όπου τελούνταν η λειτουργία των Χριστουγέννων. 
Από τότε δεν έγιναν πια  αγώνες στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης, στον χώρο της γνωστής σήμερα πλατείας Ιπποδρομίου.


2.         Πρωτοβυζαντινή περίοδος (395-641)

Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου και τον χωρισμό του ρωμαϊκού κράτους σε δυτικό και ανατολικό, το Ανατολικό Ιλλυρικό πολιτικά μεν ύπήχθηκε στην Ανατολή, όπου γεωγραφικά και ιστορικά ανήκε, οι μητροπόλεις όμως και οι επισκοπές του, που χρόνια ήταν υπό τη δικαιοδοσία του πάπα, υπήρξαν στόχοι μακράς διεκδικήσεως μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και του πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. 
Αργότερα οι άβαροσλαβικές επιδρομές διέλυσαν την εκκλησιαστική οργάνωση του Δυτικού Ιλλυρικού, καταπόντισαν τα μεγάλα έκκλησιαστικά του κέντρα (Σίρμιο και Πρώτη Ίουστινιανή) και άπομόνωσαν απ’ αυτό τη Δυτική Εκκλησία.
 Ότι άπόμεινε από το Δυτικό Ιλλυρικό το κυβερνούσε ο Θεσσαλονίκης ως τα χρόνια της βασιλείας του Λέοντα Γ' του ’Ίσαυρου (717-741), οπότε το κράτος προσάρτησε την Εκκλησία του Ανατολικού Ιλλυρικού στη μόνη εκκλησιαστική κεφαλή, που απόμεινε στην Ανατολή μετά τις αραβικές κατακτήσεις, στο πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.

Οι επιδρομές των βαρβαρικών λαών, των Γότθων στα χρόνια του Λέοντα Λ' (457-474) και του Ζήνωνα (474-491), των ούννικών φυλών στα χρόνια του Ίουστινιανού Λ' (527-565), των Άβαροσλάβων σε αλλεπάλληλα κύματα, στα χρόνια του Μαυρίκιου (582-602), του Φωκά (602-610) και του 'Ηρακλείου (610-641) —για τις τελευταίες πολλά στοιχεία μας δίνουν τα βιβλία των θαυμάτων του 'Αγ. Δημητρίου— προξενούν μεγάλες αναστατώσεις και καταστροφές.

 Η Μακεδονία, πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, υποφέρουν τα πάνδεινα. 
Λεηλασίες, αιχμαλωσίες, σφαγές και ερημώσεις σημειώνονται από όπου και αν περνούν τα βαρβαρικά φύλα.

 Η πρωτεύουσα της, η Θεσσαλονίκη, πολιορκείται αρκετές φορές και οι κάτοικοί της, που περνούν μέρες τρομερής αγωνίας, ζητούν τη σωτηρία τους από τον προστάτη μεγαλομάρτυρα Άγιο.

 Από τις πέντε κατά διάφορα χρονικά διαστήματα επιθέσεις των Σλάβων υπογραμμίζουμε την τρίτη μετά το 610, η οποία διαφέρει από τις δυό προηγούμενες (την πρώτη με 100.000 Άβαροσλάβους το 597 και τη δεύτερη με 5.000 Σλάβους το 603), 
γιατί σ’αύτήν πολλές σλαβικές φυλές, 
οι Δρογουβίτες, 
οι Σαγουδάτοι, 
οι Βελεγεζίτες, 
οι Βαιουνίτες κ.α., 
ξεσηκώθηκαν όλες μαζί, από μέρη έξω από τη Μακεδονία, πιθανώς περ’ από τον Δούναβη, και κατεβαίνουν προς Ν με μονόξυλα μεσ’ από τον Αλιάκμονα, τον Άξιό η τον Στρυμόνα, για να λεηλατήσουν τις ελληνικές χώρες και να επιτεθούν κατά της Θεσσαλονίκης, την οποία με αρχηγό τον Χάτζωνα μάταια πολιόρκησαν από ξηρά και θάλασσα: δυνατός βορειοδυτικός τοπικός άέρας, ο γνωστός Βαρδάρης, σκόρπισε τα μονόξυλα, καθώς και ταυτόχρονα ορμητική έξοδος χάρισε στους πολιορκημένους λαμπρή νίκη.

 Σ’ αυτό το γεγονός, που θεωρήθηκε θαύμα του 'Αγίου Δημητρίου, αναφέρεται πιθανότατα το μωσαικό, το λεγόμενο «των 'Ιδρυτών», και η επιγραφή του στον ναό του: 
«Κτίστας θεωρείς του πανενδόξου δόμου εκείθεν ένθεν μάρτυρος Δημητρίου του βάρβαρον κλύδωνα βαρβάρων στόλων μετατρέποντος και πόλιν λυτρουμένου».

Κατόπιν οι Σλάβοι αύτοί, χωρίς αρχηγό , σκορπίστηκαν και εγκατασταθήκαν άλλοι στη Μακεδονία, άλλοι στη Θεσσαλία και κατευθύνθηκαν προς Ν, και με τα μονόξυλά τους έφτασαν, κατά μερικούς ευφάνταστους ιστορικούς, ως τα νησιά του Αιγαίου, στη Μ. Άσία και άκομη ως την Κρήτη!!

 Αργότερα οι Σλάβοι της Μακεδονίας ζήτησαν τη βοήθεια του Χαγάνου των ’Αβάρων, για να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη, που μόνοι τους δεν είχαν μπορέσει να την πάρουν.

Ολες οι χώρες νοτίως του άνω ρου του Δούναβη διατρέχονται και λεηλατούνται από ορδές Σλάβων, που κινούνται ελεύθερα, γιατί ο 'Ηράκλειος ήταν απασχολημένος με τον πόλεμο κατά των Περσών, που προχωρούσαν στη Μ. ’Ασία. 

Ηλθαν όμως από την Κωνσταντινούπολη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ενισχύσεις σε τρόφιμα και όπλα με τον αξιωματούχο Χαβρία και οι Άβαροι ζήτησαν συνθηκολόγηση.
Καί ύστερα από 23 μέρες πολιορκία αποχώρησαν, αφού   οι Θεσσαλονικείς δέχτηκαν να εξαγοράσουν τους αιχμαλώτους.

'Ύστερα από λίγα χρόνια γίνεται τρομακτικός σεισμός και τα έγκατεστημένα στη μακεδονική ύπαιθρο σλαβικά φύλα όρμησαν άοπλα για να λεηλατήσουν την πόλη, που τη νόμιζαν καταστραμμένη. 
Βρήκαν όμως άγρυπνη τη φρουρά στα άθικτα τείχη και γύρισαν πίσω απογοητευμένα.

Την εποχή αύτή μνημονεύεται ότι πυρκαγιά έκαψε τη βασιλική του 'Αγίου Δημητρίου. 
Στην πυρκαγιά αύτή αναφέρεται η επιγραφή:
«Επί χρόνων Λέοντος ήβώντα βλέπεις καυθέντα το πριν τον ναόν Δημητρίου», που βρισκόταν κάτω από τρεις μορφές μέσα σε κύκλους στα μωσαικά (έχουν πέσει) της δεύτερης βόρειας κιονοστοιχίας του ναού. Επειδή οι τρεις μορφές,  Αρχών-'Άγιος-Επίσκοπος, μοιάζουν με τις τρεις μορφές του μεγάλου μωσαικού, του λεγόμενου «των Ιδρυτών», πρέπει να είναι οι ανακαινιστές του ναού μετά την πυρκαγιά και όχι οι αρχικοί ιδρυτές του 5ου αιώνα, όπως πιστεύεται.

 Ο σεισμός και η απόπειρα των Σλάβων να λεηλατήσουν τη Θεσσαλονίκη πρέπει να τοποθετηθούν κατά τους μελετητές γύρω στα 630, η πυρκαγιά γύρω στα 635 και η ανακαίνιση του ναού το αργότερο δυο χρόνια μετά το 635, όλα λοιπόν μαζί μεταξύ 630-640.
 
Κατά τη μαρτυρία των κειμένων των θαυμάτων του 'Αγίου Δημητρίου, Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία ήταν: 

α) οι Στρυμονίτες που πρέπει να είχαν εγκατασταθεί στην κοιλάδα του Στρυμόνα, από τις εκβολές του οποίου λήστευαν με τα μονόξυλά τους τα καράβια που παρέπλεαν

 β) οι Ρυγχίνοι εγκατεστημένοι και αύτοί σε κοιλάδα του ποταμίσκου Ρυχίου, που χύνει τα νερά της λίμνης Βόλβης στον Στρυμονικό κόλπο από το Στενό της Ρεντίνας (το Ρυγχίνοι είναι παραφθορά του Ρηχίνοι, όπως ονομάζονται σωστά σε άγιορείτικο έγγραφο) και

 γ) Οι Δρογουβίτες, που μαζί με τους Σαγουδάτους είχαν έγκατασταθεί δυτικά της Θεσσαλονίκης στην πεδιάδα της Βέροιας. Οι Βλαχορυγχίνοι μαζί με τους Σαγουδάτους πρέπει να θεωρηθούν Βλάχοι και όχι Σλάβοι. 

Αυτές  είναι οι λεγόμενες σκλαβηνίες της Μακεδονίας.

Οι Βελεγεζίτες και οι Βερζίτες έγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία. 
Οι Βαιουνίτες όμως δεν πρέπει να πήγαν, όπως πιστεύεται, στην 'Ήπειρο, στη Βαγενετία, απέναντι από την Κέρκυρα, αλλά εγκαταστάθηκαν κάπου στη Μακεδονία και ισως κρύβονται στις φυλές, που πήραν καινούργιο όνομα από τους ποταμούς, όπου έγκαταστάθηκαν, όπως και οι Στρυμονίτες.

Έκτος από αυτές , γνωρίζουμε κι άλλη σλαβική φυλή, που έμεινε χρόνια στη Μακεδονία, πριν ν’ απομακρυνθεί από αυτήν. 

Είναι οι Σμολεάνοι η Σμολένοι Σλάβοι, που έγκατέστησε το 688 ο Ιουστινιανός Β' στην Κλεισούρα του Στρυμόνα, κοντά στο Μελένικο και στο Νευροκόπι, για να φυλάγουν τα Στενά της Κούλας και του Ρούπελ από επιδρομές των Βουλγάρων

Με τη βουλγαρική εισβολή του «καυχάνου» Ίσβούλου το 837 οι Σμολένοι ύποχώρησαν προς τα στρατεύματα του Καίσαρα Μωσηλέ, που βρίσκονταν στη Χριστούπολη (Καβάλα).

 Στην περιοχή της έμειναν αρκετά χρόνια και επί Φωτίου το 864 σχηματίστηκε επισκοπή Σμολένων, που υπαγόταν στη μητρόπολη Φιλίππων. 

Με τη διοικητική αναδιοργάνωση του Βασιλείου Β' oi Σμολένοι μετακινήθηκαν πέρα από τον Νέστο, στη Ροδόπη.
 Εκεί σχηματίστηκε το θέμα Σμολένων, όπου σήμερα βρίσκεται το βουλγαρικό χωριό Ίσμιλάν, κέντρο επί τουρκοκρατίας περιοχής Πομάκων, σλαβόφωνων μουσουλμάνων.

3.         Κύρια βυζαντινή περίοδος (641-1204)


α) Αγώνες εναντίον σλαβικών και άλλων εχθρικών φύλων

1.         Κατά τα τέλη του 7ου και αρχές του 8ου αι., και συγκεκριμένα στα 688-689 ο Ιουστινιανός Β' (685-695 και 705-711) επιχείρησε μεγάλη εκστρατεία κατά των σκλαβηνιών της Μακεδονίας και κατά των Βουλγάρων στα ΒΑ του κράτους. 

 Η εκστρατεία υπήρξε νικηφόρα και ο Ιουστινιανός Β' μπήκε θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλο μέρος από τους υποταχθέντες Σλάβους μετέφερε στη Βιθυνία της Μ. Άσίας, στο θέμα ’Οψίκιο, που είχε ερημωθεί από αραβικές επιδρομές, και τους εγκατέστησε εκεί γεωργικά σε στρατιωτόπια σαν στρατιώτες. 

Τι απέγιναν λοιπόν οι λεγάμενες σκλαβηνίες;

Στην αρχή αυτοδιοικούμενες, αναγνώρισαν έπειτα την επικυριαρχία του βυζαντινού κράτους, γιατί η μπήκαν στην υπηρεσία του κράτους ως φεδεράτοι, όπως οι Σμολεάνοι, η νικήθηκαν σε στρατιωτικές έπιχειρήσεις των Βυζαντινών, διαλύθηκε η αυτοδιοίκησή τους και έγιναν φόρου υποτελείς, όπως οι Δρογουβίτες και οι Σαγουδάτοι. 
Γι’ αυτό από το 836/7 δεν αναφέρονται πια  σαν σκλαβηνίες.
Οι Θεσσαλονικείς Άγιοι
Κύριλλος και Μεθόδιος.
 Ακολουθεί ο εκχριστιανισμός των Σλάβων με την πρωτοβουλία δύο αδελφών Θεσσαλονικέων, του Κυρίλλου (Κωνσταντίνου) και του Μεθόδιου (Μιχαήλ)
που έδωσαν σε όλο τον σλαβικό κόσμο όχι μόνο τη θρησκεία, αλλά και το αλφάβητο για τη γραφή της γλώσσας του, και τις φιλολογικές βάσεις για την ανάπτυξη του πολιτισμού του.

Το θέμα του εκχριστιανισμού και εκβυζαντινισμού των Σλάβων φαίνεται ότι είχε τελειώσει πια  στην εποχή του Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886-912), ο όποιος μας λέγει καθαρά στα «Τακτικά» του ότι αυτό το πέτυχε ο πατέρας του Βασίλειος Α' ο Μακεδών (867-886).

Στις αρχές του 10ου αιώνα από τον Καμενιάτη μαθαίνουμε: 

α) ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας έχουν βαπτιστεί χριστιανοί και ζούν ειρηνικά με τον ελληνικό πληθυσμό,

β) ότι στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης και Βεροίας, έκτος από τα καθαρά ελληνικά χωριά, υπάρχουν και χωριά ανάμεικτα, όπου ζουν μαζί Έλληνες και Δρογουβίτες και Σαγουδάτοι, και

 γ) ότι στην υπηρεσία του στρατηγού του θέματος Στρυμόνα υπάρχουν έμπειροι τοξότες Σλάβοι.
 Οι Στρυμονίτες λοιπόν έγιναν στρατιώτες του βυζαντινού στρατού.

Από τα παραπάνω λοιπόν φαίνεται πολύ καθαρά πως εξαφανιστήκαν οι Σλάβοι της Μακεδονίας. 

Υπήρξε μια βασική προϋπόθεση και έδρασαν δυο ισχυροί παράγοντες, η Εκκλησία και ο στρατός.

Η βασική προϋπόθεση ήταν ότι εγκαταστάθηκαν και έζησαν μέσα σε ελληνικό πληθυσμό. 
Γιατί ούτε τόσο πολλοί ήταν, ώστε να καλύψουν όλη τη Μακεδονία (τους υπερβολικούς αριθμούς των αγιογράφων δεν τους πιστεύουν ούτε οι Σλάβοι ιστορικοί), ούτε όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες κάτοικοι της Μακεδονίας εγκατέλειψαν τη χώρα με τις εισβολές, χωρίς να επιστρέφουν ποτέ.
 

2.         Αφού διαλύθηκαν οι σκλαβηνίες και εκχριστιανίστηκαν οι Σλάβοι τους, η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη γνώρισαν χρόνια ειρηνικής και πλούσιας επαρχιακής ζωής με φυσικό αποτέλεσμα να χάσουν οι κάτοικοι τη μαχητικότητα της εποχής των αβαροσλαβικών επιδρομών και να παραμελήσουν την οχύρωση και το κράτος, την ανανέωση και ενίσχυση του στόλου.

’Έτσι αρνησίθρησκοι χριστιανοί αρχιπειρατές, σαν τον Λέοντα τον Τριπολίτη (από την Τρίπολη της Συρίας), επικεφαλής αραβικών πειρατικών στόλων τρομοκρατούν τα έλληνικά παράλια του Αιγαίου και οι Σαρακηνοί του Τριπολίτη πλέοντας από τη Θάσο μπαίνουν το 902 στον Παγασητικό, λεηλατούν τη Δημητριάδα κοντά στον Βόλο και στις 29 Ιουλίου 904, μέρα Κυριακή, 10.800 άνδρες αγκυροβολούν ανατολικά της Θεσσαλονίκης και αρχίζουν τις επιθέσεις από την ξηρά. Τη δεύτερη μέρα πλησιάζουν το θαλάσσιο τείχος με ψηλούς ξύλινους πύργους στημένους κιόλας σε διπλά μεγάλα πλοία, αποδεκατίζουν τους υπερασπιστές του και μπαίνουν στην πόλη.
 
Την τριήμερη σφαγή των κατοίκων και την άγρια λεηλασία της πόλης, που ακολούθησαν, μας τις περιγράφει ο κληρικός Ιωάννης Καμενιάτης. Οι αιχμάλωτοι, όταν μετρήθηκαν στην Κρήτη, βρέθηκαν να είναι 22.000. "Αν σ’ αυτούς προσθέσουμε αυτούς που σφάχτηκαν η κρύφτηκαν η διέφυγαν, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 10ου αιώνα έφταναν ίσως στις 100.000. Οι φυγάδες και οι εξαγορασμένοι Θεσσαλονικείς που επέστρεψαν, συνήλθαν με τον καιρό, επιδιόρθωσαν τα τείχη της πόλης τους και την οχύρωσαν, έστω και αργά, όπως μαρτυρεί επιγραφή, που βρέθηκε το 974 στην περιοχή του λιμανιού της.

3.         Την επιδρομή αυτή των Σαρακηνών τη διευκόλυνε η αδυναμία του βυζαντινού στόλου και η εμπλοκή των Βυζαντινών σε νέους πολέμους εναντίον των Βουλγάρων.

Ο Βούλγαρος Τσάρος Συμεών.
Ο τσάρος τους Συμεών (893-927), που στην εποχή του πατέρα του Βόριδα Μιχαήλ είχε περάσει τα νιάτα του στην Κωνσταντινούπολη, μόλις ανέβηκε στον θρόνο το 893 έδειξε εχθρικές διαθέσεις προς το Βυζάντιο.  

Απαγόρευσε αμέσως τα ελληνικά βιβλία και την ελληνική γλώσσα στο κράτος του και ανάγκασε το Βυζάντιο για αντίποινα να μεταφέρει το ελληνοβουλγαρικό εμπορικό κέντρο τελωνείου από την κοντινή Κωνσταντινούπολη στη μακρινή για τους Βουλγάρους Θεσσαλονίκη
Αυτό του έδωσε την αφορμή, που ζητούσε, και δεν ήταν η πραγματική αιτία του πολέμου, όπως υποστηρίζουν Σλάβοι ιστορικοί.


 Το 894 έκαμε αιφνιδιαστική εισβολή στη Θράκη. 
Ο Λέων ΣΤ' όμως έριξε τους Ούγγρους εναντίον των Βουλγάρων και τους συνέτριψε σε τρεις μάχες. Ο Συμεών αναγκάστηκε το 895/6 να ζητήσει ειρήνη, που τους όρους της διαπραγματεύτηκε ο Πελοποννήσιος διπλωμάτης Λέων ο Χοιροσφάκτης.
 Χρησιμοποιώντας με τη σειρά του ο Συμεών τους Πετσενέγκους εναντίον των Ούγγρων, που αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Παννονία, εισέβαλε δεύτερη φορά στη Θράκη και στο Βουλγαρόφυγο το 896 κατανίκησε τις βυζαντινές δυνάμεις. 

Aντί όμως να στραφεί κατά της Κωνσταντινουπόλεως, διευθύνθηκε εναντίον της Μακεδονίας και έφτασε λεηλατώντας ως το Δυρράχιο. 
Το Βυζάντιο απάντησε με μεγάλη εισβολή στη Βουλγαρία και ο Συμεών ζήτησε το 899-900 και πάλι ειρήνη, που τους όρους της διαπραγματεύτηκε πάλι ο Λέων ο Χοιροσφάκτης, ο όποιος καυχιέται σε επιστολή του ότι απόσπασε από τα νύχια του Συμεών τριάντα φρούρια του Δυρραχίου.

 Καί όταν ο Συμεών επιχείρησε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, που είχε προσωρινά ερημωθεί το 904 από τους Σαρακηνούς πειρατές, βυζαντινά στρατεύματα τον εμπόδισαν, και έγινε για τρίτη φορά ειρήνη με διαπραγματευτή και πάλι τον Λέοντα Χοιροσφάκτη.

Ο Βούλγαρος Τσάρος Σαμούλ
Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας
Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος.

Μετά τον Συμεών κι άλλος τσάρος των Βουλγάρων, ο Σαμουήλ (976-1014) ταλαιπώρησε για πολλά χρόνια τη Μακεδονία. 

Το 971 ο Τσιμισκής, που είχε διαλύσει το βουλγαρικό κράτος, δεν επέβαλε κατοχή στο δυτικό του τμήμα, που το διοικούσε ειρηνικά ο αρμένικης καταγωγής συμπατριώτης του Νικόλαος Κομιτόπουλος. 

Μετά τον θάνατο του Τσιμισκή, το 976, οι τέσσερις γιοι του Νικόλαου, οι Κομιτόπουλοι, επαναστάτησαν κατά του Βυζαντίου και ένας από αυτούς, ο Σαμουήλ, που εξόντωσε τους άλλους, επωφελήθηκε από τους αγώνες του Βασιλείου Β' (976-1025) προς τον επαναστάτη στρατηγό του Βάρδα Σκληρό, για να μετατρέψει το βουλγαρικό απελευθερωτικό κίνημα σε κατακτητικό πόλεμο, που ξαπλώθηκε στη μισή Βαλκανική. 

Με βάση πρώτα την Πρέσπα και έπειτα την Αχρίδα κατέλαβε σιγά σιγά τη Δυτική Μακεδονία, την ’Ήπειρο και μέρος της Αλβανίας ως το Δυρράχιο και έπειτα την περιοχή του παλιού βουλγαρικοϋ κράτους. 

Το 980 ο Σαμουήλ μπήκε στη Θεσσαλία, κατέλαβε τη Λάρισα, μετέφερε τους κατοίκους της στη Βουλγαρία και το λείψανο του Αγίου Αχίλλειου στην Πρέσπα και αλώνιζε τη Μακεδονία. Δημιούργησε έτσι ένα βουλγαρικό κράτος μεγαλύτερο από το παλιό, ενώ το Βυζάντιο αγωνιούσε να καταπνίξει πρώτα την επανάσταση του Βάρδα Σκληρού και έπειτα του Βάρδα Φωκά και δεν μπορούσε να αντιδράσει, δηλαδή στα χρόνια 976-989.

Το 986 ο νεαρός ακόμα Βασίλειος Β' αρχίζει έναντίον του άγώνα ζωής και θανάτου. Στην αρχή σε αντιπερισπασμό εισβάλλει στη Βουλγαρία από τα Στενά «Πύλη του Τραινού» και κατευθύνεται προς την Τριαδίτσα (Σόφια), αλλ’ αναγκάζεται να υποχωρήσει άπρακτος, γιατί είχε διαδοθεί ότι πίσω του είχε ξεσπάσει επανάσταση. Στα ίδια Στενά κτυπήθηκε από Βουλγάρους, νικήθηκε και μόλις σώθηκε στη Φιλιππούπολη. Κατόπιν η επανάσταση του Βάρδα Φωκά, νικητή του Σκληρού, τον απασχόλησε ως το 989.
Από το 990 όμως ο Βασίλειος Β' απερίσπαστος από εσωτερικές αναταραχές αναλαμβάνει αγώνα κατά του Σαμουήλ, που μέσα στα 13 ταραγμένα χρόνια των επαναστάσεων του Βυζαντίου είχε ιδρύσει μεγάλο κράτος, από τον Ευξεινο ως την ’Αδριατική και από τον Αίμο ως τη Θεσσαλία, και με τις επιδρομές του έφτανε ως την Πελοπόννησο. Η καταστροφή αυτού του κράτους θα είναι στο εξής ο σκοπός της ζωής του Βασιλείου Β'.
Το 991 έρχεται στη Θεσσαλονίκη, που θα είναι η βάση των έπιχειρήσεών του, βάζει φρουρά στην καλά οχυρωμένη πόλη με διοικητή τον μάγιστρο Γρηγόριο Ταρωνίτη και προβαίνει σε επιχειρήσεις στη Μακεδονία, για τις όποιες δεν γνωρίζουμε τίποτε από έλλειψη μαρτυριών. Το 994 επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, για ν’άντιμετωπίσει τους Φατιμίδες 'Άραβες της Αίγυπτου, που προήλαυναν στη Συρία.

Το 996 ο Σαμουήλ, επωφελούμενος από την απουσία του αύτοκράτορα στην Ανατολή, άρχισε νέες εχθροπραξίες, για να ξαναπάρει τα φρούρια της Μακεδονίας που είχε ανακτήσει ο Βασίλειος. 

Μάταια όμως επιχείρησε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. 

Διευθύνθηκε έπειτα για λεηλασία προς την Κάτω 'Ελλάδα κι έφτασε ως τον Ισθμό.

 'Ο Βασίλειος Β' έστειλε στη θέση του Ταρωνίτη ως «άρχοντα πάσης Δύσεως» τον έμπειρο στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό.

Η Μάχη του  Σπερχειού.

Ο Ουρανός καταδιώκοντας τον εχθρό στρατοπέδευσε στην όχθη του πλημμυρισμένου Σπερχειού. Ασφαλής πίσω από τα νερά του ποταμού, επισήμανε πέρασμα και μέσα στη νύχτα, έπεσε πάνω στους κοιμισμένους αντιπάλους του που στρατοπέδευαν στην άλλη όχθη, τους συνέτριψε και ανάγκασε τον Σαμουήλ με τα υπολείμματα του στρατού του ν’αποσυρθεί στη Βουλγαρία. 

Ο Ούρανός γύρισε με όλα τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους και έπειτα από τρεις μήνες έμπαινε στη Βουλγαρία χωρίς να βρει καμία αντίσταση. 

Από το 997 ως το 1001 ο Σαμουήλ δεν φάνηκε πουθενά.
Το 1001 ο Σαμουήλ ξαναπαρουσιάζεται και ο Βασίλειος Β' ξαναγυρίζει για δεύτερη φορά από τη Μέση Ανατολή κι εφαρμόζοντας μελετημένο σχέδιο τον απωθεί από διάφορες θέσεις της Μακεδονίας και τελικά την άνοιξη του 1003 τον κατατροπώνει στον Άξιό, κοντά στα Σκόπια. 

Ο Σαμουήλ έχασε το μισό κράτος του αυτό ήταν η αρχή του τέλους. 

Ο Βασίλειος Β' διέκοψε τον αγώνα και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, για να παραχειμάσει. Από το 1004 ως το 1014 δεν έχομε πληροφορίες για μεγάλα γεγονότα. Το 1014 ο Σαμουήλ αποφάσισε να κτυπήσει για τελευταία φορά με τακτική πάλι ενέδρας, αλλά με μεγάλες δυνάμεις.

Με 15.000 άνδρες οχύρωσε τη στενή κοιλάδα του Στρυμόνα στο Κλειδί, ανάμεσα στις Σέρρες και στο Μελένικο, και έστειλε από τα βουνά τον στρατηγό του Δαβίδ Νεστορίτζη να κτυπήσει τη Θεσσαλονίκη σε αντιπερισπασμό. 
Ο διοικητής της όμως Θεοφύλακτος Βοτανειάτης τον έτρεψε σε φυγή και με λάφυρα και αιχμαλώτους ήλθε κι αύτός στο Κλειδί. Από το Κλειδί ο στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας παράκαμψε από μονοπάτια το ψηλό βουνό Βαλαθίστα και βρέθηκε στα νώτα των Βουλγάρων. Στη γενική επίθεση την 29 Ιουλίου 1014 ο Σαμουήλ νικήθηκε και μόλις σώθηκε στο Πρίλαπο (Περλεπέ).
Μετά τον θάνατο του Σαμουήλ τον πόλεμο συνέχισε για μερικούς μήνες ο γιός του Γαβριήλ-Ραδομίρ

Ο Βασίλειος Β’ ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη κτυπά και κυριεύει φρούρια του άντιπάλου του, όπως τα Βιτώλια, το Πρίλαπο και το Στυπείον (Ίστίπ) το φθινόπωρο του 1014 και τα Βοδενά και τα Μογλενά την άνοιξη του 1015. 

Το 1015 όμως ο Ιωάννης Βλαδισλάβος, απόγονος της παλιάς βουλγαρικής οικογένειας του βασιλικού οικου του Πέτρου και του Συμεών, δολοφόνησε τον Γαβριήλ-Ραδομίρ, τη γυναίκα του και τον γαμπρό του Ιωάννη Βλαδίμηρο και απαλλάχτηκε από τους κληρονόμους της αντίπαλης οικογένειας των Κομιτοπούλων.
’Από το 1015-1018 ο Βασίλειος Β' και οι στραγητοί του Δαβίδ ’Αριανίτης και Κωνσταντίνος Διογένης θα πολεμούν με τον Βλαδισλάβο για τα φρούρια της περιοχής Φλώρινας και Καστοριάς, ώσπου αυτός νικημένος θα φύγει, για να πολιορκήσει το μακρινό Δυρράχιο, στην αρχή της πολιορκίας του οποίου θα σκοτωθεί και ο ίδιος πιθανώς.

 Όταν έμαθε τον θάνατο και του Ιωάννη Βλαδισλάβου, ο Βασίλειος Β' ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη σε μεγάλη περιοδεία στις χώρες του πολέμου. 

Στον δρόμο προς τις διάφορες πόλεις, όπως στην Άδριανούπολη και στις Σέρρες, έρχονταν Βούλγαροι διοικητές και του παρέδιναν φρούρια. 

Από τη Στρώμνιτσα πήγε στα Σκόπια, στην Αχρίδα, στην Πρέσπα, στη Δεάβολη κι έφτασε στο Δυρράχιο. Κι έπειτα έπιστρέφοντας από την Καστοριά και τα Σέρβια έφτασε στη Θεσσαλονίκη και από ’κεί κατέβηκε στην Αθήνα. 
Παντού έβαζε φρουρές και διόριζε στρατηγούς διοικητές.
Τελευταίο καταλήφτηκε, υστέρα από αντίσταση, το Σίρμιο στο 1019 από τον στρατηγό Κωνσταντίνο Διογένη. ’Αφο.Ο το 1019 τελείωσε ο πόλεμος, όλη η περιοχή του κράτους του Σαμουήλ, από την Άδριατική ως τον Εϋξεινο, οργανώθηκε στρατιωτικά σε θέματα και έκκλησιαστικά σε έπισκοπές.
 Όταν πέθανε ο Βασίλειος Β' στις 15 Δεκεμβρίου 1025, όλη η Βαλκανική ανήκε στο βυζαντινό κράτος, όπως ήταν πριν να εμφανιστούν σ’αυτήν οι Σλάβοι.

β) Η ίδρυση της μοναχικής πολιτείας τον Άθω
Μέσα στον 10ο αιώνα ιδρύθηκε στη χερσόνησο του 'Άθω της Χαλκιδικής η μοναχική πολιτεία του Άθω, που ονομάστηκε αργότερα 'Άγιον 'Όρος και έγινε το κέντρο της 'Ορθοδοξίας. 'Η ιστορία της διαιρείται: α) στην περίοδο των ερημιτών, β) στην περίοδο των λαυρών, και γ) στην περίοδο των μονών.

α) Ερημίτες.
 Στα χρόνια της Είκονομαχίας είχαν καταφύγει στην ακατοίκητη χερσόνησο του 'Άθω, έκτός από μεμονωμένους ερημίτες, και διωκόμενοι εικονολάτρες, γιατί μόλις τέλειωσε η Είκονομαχία εμφανίστηκαν ξαφνικά για πρώτη φορά το 843 αντιπρόσωποι Αθωνίτες στη Σύνοδο της Θεοδώρας, που αναστήλωσε τις εικόνες. 
Τίποτε άλλο δεν ξέρουμε γι’αυτούς. Η παράδοση διατήρησε το όνομα του Πέτρου του Αθωνίτη, που στις αρχές του 9ου αιώνα μόνασε σε σπήλαιο του 'Άθω πενήντα χρόνια. Αυτή είναι η σκοτεινή περίοδος των ερημιτών του ‘Άθω, που φτάνει ως τα μέσα του 9ου αίώνα.
β) Λαύρες.
 Στα μέσα του 9ου αιώνα ερημίτες μιας περιοχής, σκορπισμένοι σε καλύβες και σπήλαια, συμφωνούν και κτίζουν εκκλησάκι στο κέντρο της, όπου μαζεύονται για λειτουργία κάθε Κυριακή (Κυριάκόν). Εκλέγουν και έναν προιστάμενο, λειτουργό και δικαστή (γέροντα). Οι οργανωμένες αυτές  περιοχές λέγονται λαύρες. Τρεις φορές τον χρόνο οι γέροντες όλων των λαυρών μαζεύονται για κοινά ζητήματα με έναν πρόεδρο (πρώτο). Μαζεύονται στη σπουδαιότερη λαύρα πάνω στον Ζυγό, την Καθέδρα των Γερόντων, που την άναφέρει σαν «άρχαία» χρυσόβουλλο του Ρωμανού Λεκαπηνού του 934, γιατί άργότερα, στον 10ο αίώνα, η Καθέδρα των Γερόντων μεταφέρθηκε πιο μέσα στο ’Όρος, στη Μέση, τις σημερινές Καρυές. Αυτή είναι η περίοδος των χαλαρά οργανωμένων λαυρών. 'Ο ερημικός βίος σε καλύβες και σπήλαια εξακολουθεί να υπάρχει παράλληλα ως το τέλος του 9ου αίώνα και σιγίλλιο του Βασιλείου Α' του 883 έξασφαλίζει σ’αύτούς το άνενόχλητο και για πρώτη φορά το άπαραβίαστο του ’Όρους ως τόπου ιερού.

γ) Μονές.
 Σ’ αυτή την τρίτη περίοδο δεν έχουμε πια  σκορπισμένους έρημίτες στην περιοχή μιας λαύρας, αλλά στην άρχή 10-15 άτομα, που ζουν μαζί σε ένα μικρό οίκημα (μονύδριο) βίο κοινοβιακό. Τέτοιο μονύδριο ιδρύθηκε για πρώτη φορά από τον Ιωάννη Κολοβό έξω από το 'Όρος, στα Σιδηροκαύσια, κοντά στην 'Ιερισσό. ’Έπειτα έγιναν πολλά μονύόρια μέσα στο ’Όρος, που άλλα με τον καιρό διαλύθηκαν και άλλα έγιναν φυτώρια των μεγάλων μονών άργότερα, όπως του Ξηροποτάμου, Ζωγράφου, Ίβήρων κ.α.
Στα χρόνια του Νικηφόρου Φωκά (963-969) κτίστηκε μέσα στο ’Όρος από τον φίλο του 'Άγιο Αθανάσιο η Μεγάλη Λαύρα, μεγάλο κοινόβιο με πολλούς μοναχούς και πολλά κτήρια, αληθινό στρατόπεδο μοναχών, που είχε τον μεγάλο αριθμό ατόμων μίας λαύρας και τον κοινό βίο ενός μονυδρίου.

Αν και πριν από τη λαύρα είχαν παρουσιαστεί και οι τρεις μορφές του μοναχισμού, η ερημιτική, η λαυρεωτική και η κοινοβιακή, η Μεγάλη Λαύρα με το ανθρώπινο πλήθος της, τα κτηριακά συγκροτήματα της και την αύστηρή οργάνωσή της αρχίζει την περίοδο των αύστηρά οργανωμένων μεγάλων μονών.
Μετά τη δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά (Δεκέμβριος 969) οι μοναχοί των λαυρών του ’Όρους, που ενοχλήθηκαν από την καινούργια μορφή μοναχικού βίου της Μεγάλης Λαύρας, παραπονέθηκαν με πρεσβεία στον διάδοχό του Ιωάννη Τσιμισκή και ο Τσιμισκής έστειλε το 971 στον Άθω τον ήγούμενο της Μονής Στουδίου Ευθύμιο, για να ρυθμίσει με κανόνες τον μοναχικό βίο του ’Όρους. 

Σε μεγάλη Σύναξη όλων των γερόντων στις Καρυές συμφωνήθηκε το Α' Τυπικό του Άθω, ο πρώτος καταστατικός χάρτης του ’Όρους, το ιδρυτικό αυτό της μοναχικής πολιτείας, έγγραφο με τη γιγαντιαία κόκκινη υπογραφή του Τσιμισκή, που σήμερα το φυλάγουν στο Αρχείο της Ίεράς Κοινότητος στις Καρυές και σπάνια το δείχνουν έχει τρία μέτρα μήκος και είναι γνωστό ως «Τράγος», γιατί είναι γραμμένο σε συγκολλημένα κομμάτια τραγίσιου δέρματος. Το τυπικό αυτό άναγνωρίζει τον Άθω ως άνεξάρτητη μοναχική πολιτεία με κελιά, λαύρες και μονές.


γ) Νέοι αγώνες εναντίον των εξωτερικών εχθρών
Μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β' επικράτησε για αρκετά χρόνια ηρεμία στη Βαλκανική. 

Το 1040 όμως ο βουλγαρικός λαός δυσαρεστημένος, γιατί είχε αναγκαστεί από τον πρωθυπουργό Ιωάννη Όρφανοτρόφο να πληρώνει τους φόρους του σε χρήμα και όχι σε προιόντα, όπως είχε ορίσει ο Βασίλειος Β', και γιατί ο ίδιος Όρφανοτρόφος είχε διορίσει Ελληνα αρχιεπίσκοπο Αχρίδας στη θέση του Σλάβου Ιωάννη, που είχε πεθάνει το 1037, 
επαναστάτησε με αρχηγό τον Πέτρο Δελεάνο, που παρουσιαζόταν σαν έγγονός του Σαμουήλ

'Ο Δελεάνος κατέλαβε το Δυρράχιο, κατέβηκε στη Θεσσαλία και κυρίευσε τη Δημητριάδα κοντά στον Βόλο.

Ο Μιχαήλ Δ' ξεκίνησε, παρά την επιληψία του, εναντίον του και τον βοήθησαν συγγενείς του Σαμουήλ που δεν άναγνώριζαν ως τσάρο τον Δελεάνο. 

Έτσι η βουλγαρική επανάσταση έσβησε το επόμενο έτος γρηγορότερα απ’ ό,τι φαινόταν, χάρη στη ρήξη των αρχηγών της, αλλά η ύπαιθρος της Θεσσαλονίκης έπαθε καταστροφές και λεηλασίες από τους Βουλγάρους.
Ύστερα από 40 χρόνια νέοι εχθροί, οι Νορμανδοί, με δύο αλλεπάλληλους πολέμους υπό τον Ροβέρτο Γυισκάρδο και κατόπιν τον γιό του Βοημούνδο απειλούν το βυζαντινό κράτος και ειδικά τη Μακεδονία.

Ο πρώτος νορμανδικός πόλεμος (1081-1084), υστερ’ από πολλές φάσεις μέσα στην ελληνική χερσόνησο, έληξε με την ήττα των Νορμανδών στο Λυκοστόμιο των Τεμπών, αλλά ταλαιπώρησε την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.

 Ύστερ’ από 23 χρόνια, τον 'Οκτώβριο του 1107, ο Βοημούνδος αποβιβάζεται στην Αύλώνα, αλλά την άνοιξη του 1108 ο Αλέξιος Α' ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη εναντίον του δεν  του έδωσε ευκαιρία για μάχη. 
Τον πολιόρκησε στο Δυρράχιο και τον ανάγκασε με την πείνα να υπογράψει το 1108 ειρήνη με πολύ βαρείς γι’αύτόν όρους.

Ο κίνδυνος των Νορμανδών παρουσιάζεται απειλητικότερος, όταν ο βασιλιάς Γουλιέλμος Β' (1166-1189), ακολουθώντας τα σχέδια του Ροβέρτου Γυισκάρδου και του Βοημούνδου προσέβαλε με 200 πλοία και 80.000 άνδρες τον Μάη του 1185 το Δυρράχιο, που το παρέδωσε ο διοικητής του Ιωάννης Βρανάς, γιατί δεν μπορούσε να το υπερασπίσει. 

Από το Δυρράχιο ο στρατός βάδισε προς τη Θεσσαλονίκη κι έφτασε σ’αύτήν την 6η Αύγουστου. 'Ο στόλος, αφού   στον δρόμο κατέλαβε την Κέρκυρα, την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο, παρέπλευσε την Πελοπόννησο κι έφτασε στη Θεσσαλονίκη στις 25 Αύγούστου.
Την επομένη άρχισε την πολιορκία της από ξηρά και θάλασσα.
Οι προσπάθειες του εχθρού συγκεντρώθηκαν στο νότιο τμήμα του ανατολικού τείχους, όπου το επίπεδο έδαφος εύνοούσε τη χρήση των πολιορκητικών του μηχανών.
 Η μεγάλη μάλιστα πετροβόλος μηχανή έκαμε εκεί και το πρώτο ρήγμα μέσα από το όποιο πέρασαν οι Νορμανδοί την ένατη μέρα. Στις οδομαχίες ανδραγάθησαν πολλοί και πολλοί βρήκαν τον θάνατο. Ακολούθησαν σφαγές (7.000 ύπολογίζονται οι νεκροί), αιχμαλωσίες και λεηλασίες (Σάββατο 24 Αύγούστου).
 Λεηλατήθηκε και το χρυσό κιβώριο του 'Αγίου Δημητρίου.
Κατόπιν άφησαν φρουρά στην έρημη σχεδόν Θεσσαλονίκη και, αφού   κατέλαβαν τις Σέρρες, τράβηξαν προς την Κωνσταντινούπολη, τον τελικό σκοπό τους, αλλά τους αντιμετώπισε ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς πρώτα στο Δημητρίτσι Σερρών και έπειτα στη Μοσυνόπολη βόρεια της Κομοτηνής, τους συνέτριψε και έπιασε 4.000 αιχμαλώτους. 
Οι Νορμανδοί αποχώρησαν και άδειασαν τη Θεσσαλονίκη, το Δυρράχιο και την Κέρκυρα.


4.         Φραγκοκρατία (1204-1261)


1.         Ακολουθεί η κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους Φράγκους (1204). 

Η Θεσσαλονίκη και μέγα μέρος της Μακεδονίας παραχωρείται στον Βονιφάτιο τον Μονφερρατικό, ο όποιος και ήλθε να εγκατασταθεί σ’αύτήν και να στεφθει βασιλιάς στις αρχές του 1205.

 Όργάνωσε έπειτα τη διοίκηση της έπικράτειάς του, που περιλάμβανε τη σημερινή κεντρική και ανατολική Μακεδονία κι ένα μέρος της Θράκης ως τη Μοσυνόπολη  βόρεια της Κομοτινής. 

Όργάνωσε και τη Λατινική Εκκλησία. 

Η 'Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης έγινε μητροπολιτικός ναός των Λατίνων, σαν αντίστοιχος της 'Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως, και πρώτος Λατίνος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης έγινε ο Νιβελόν Ντε Σεριζύ, άλλοτε επίσκοπος της Σουασσόν της Γαλλίας, ο όποιος πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου 1207 και τον διαδέχτηκαν άλλοι δύο.

Συμφωνήθηκε από τους Σταυροφόρους ο Βονιφάτιος ν’άναλάβει την αρχηγία του στρατού, που θα κυρίευε και θα μοίραζε την Κάτω Ελλάδα στους Φράγκους ευγενείς, που με το Συμφωνητικό της Διανομής είχαν πάρει φέουδα σ’αυτήν, αλλά μόνοι τους δεν μπορούσαν να τα κατακτήσουν.

 Μάζεψε λοιπόν κοντά του Λομβαρδούς, Γάλλους, Γερμανούς εύγενείς, ακόμα και Βυζαντινούς, όπως ήταν ο Μιχαήλ  Άγγελος Δούκας, που αργότερα ίδρυσε το δεσποτάτο της Ηπείρου. 

Άφησε λοιπόν στη Θεσσαλονίκη αντιβασιλεία με τη σύζυγό του Μαργαρίτα-Μαρία την Ούγγρική και ξεκίνησε για την Κάτω 'Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του ο Βλάχος στρατηγός Σισμάν του τσάρου των Βλαχοβουλγάρων Ίωαννίτζη, διοικητής του φρουρίου Πρόσακον, ήλθε σε συνεννοήσεις με τους Θεσσαλονικείς, τους έπεισε να επαναστατήσουν μαζί με τους Θρακιώτες και ο ίδιος πέτυχε να μπει με χιλιάδες Κουμάνους στη Θεσσαλονίκη και να πολιορκήσει τη φρουρά και την αντιβασίλισσα στην ακρόπολη. 

'Ο Βονιφάτιος όμως πρόφτασε με γρήγορη πορεία να έλθει στη Θεσσαλονίκη, να ελευθερώσει τους δικούς του, που πολιορκούνταν στην ακρόπολη, και ν’άναλάβει την άμυνα της πόλης. 

Οι Βούλγαροι δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν και ξεχύθηκαν ερημώνοντας την ύπαιθρο ως τη Βέροια. 
Οι Κουμάνοι με τις ζέστες του Μάη 1205 γύρισαν στον τόπο τους αφήνοντας ακάλυπτο από τα ανατολικά τον Ίωαννίτζη, που αναγκάστηκε να επιστρέψει κι αυτός στη χώρα του ακολουθώντας την κοιλάδα του 'Έβρου.
Το καλοκαίρι του 1207 ο Λατίνος αυτοκράτορας 'Ερρίκος, που διαδέχτηκε τον Βαλδουίνο, εισέβαλε στο κράτος του Ίωαννίτζη και ο Βονιφάτιος, που είχε και αύτός λογαριασμούς με τους Βουλγάρους, έτρεξε να τον βοηθήσει. 'Έπεσε όμως σε ενέδρα στην περιοχή της Ροδόπης και το κεφάλι του στάλθηκε τον Σεπτέμβριο 1207 στον Ίωαννίτζη.

Ήταν ευκαιρία τώρα για τον Ίωαννίτζη να κατακτήσει το βασίλειο της Θεσσαλονίκης. 

Ηλθε λοιπόν και πολιόρκησε την πόλη το φθινόπωρο του 1207, αλλά τον Οκτώβριο του 1207 βρέθηκε νεκρός στο στρατόπεδό του ανατολικά της Θεσσαλονίκης.

 'Ελληνικές πηγές λέγουν ότι πέθανε από πνευμονία, λατινικές ότι δολοφονήθηκε από τον Κουμάνο στρατηγό του Μαναστρά, ερωμένο της Κουμάνας συζύγου του. 

Η λαική παράδοση απέδωσε τον θάνατό του στον Αγιο Δημήτριο. 

Γι’ αυτό ακόμα σήμερα υπάρχουν φορητές εικόνες, που είκονίζουν τον Αγιο έφιππο να λογχίζει πεσμένο εχθρό (με την επιγραφή «ο Σκυλογιάννης»).
Τον Βονιφάτιο διαδέχτηκε ο ανήλικος γιός του Δημήτριος (τον επιτρόπευε η Ούγγροελληνίδα μητέρα του ΜαργαρίταΜαρία), ο όποιος τελικά, υστέρα από πολλές αναταραχές στέφθηκε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης στις 6 Ίανουαρίου 1209. 

Το βασίλειό του όμως το διέλυσε ο δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Δούκας Άγγελος, ο όποιος ανεβαίνοντας από τη Νότια Ελλάδα κυριεύει τα φρούρια της Μακεδονίας το ένα μετά το άλλο, το Κάστρο του Πλαταμώνα, το Πρόσακο στην κοιλάδα του Άξιού, την Καστοριά, τα Γρεβενά, τη Βέροια, τις Σέρρες, τα Σέρβια. 

Έτσι γύρω στα 1223 ο Θεόδωρος κατέχει τις ελληνικές χώρες από τη Ναύπακτο και την 'Υπάτη ως το Δυρράχιο και τις Σέρρες. Επίσης και πέρα από την Αχρίδα κατέχει τη Δίβρα, το Πρίλαπο και την Πελαγονία.
Έχοντας ο Θεόδωρος μέσα σε κλοιό τη Θεσσαλονίκη εκαμνε εναντίον της όλο το 1222 δοκιμαστικές επιθέσεις και στις αρχές του 1223 την πολιόρκησε κανονικά. 
Η φρουρά, που πολιορκούνταν επί μήνες, αφού   έχασε κάθε ελπίδα βοήθειας απ’ έξω, εξασθενημένη, παραδόθηκε μεταξύ 1 Όκτωβρίου και 31 Δεκεμβρίου 1224.

Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε ούτε αυτοκράτορα ούτε ικανό υπερασπιστή, γιατί στις αρχές του 1228 είχε πεθάνει στην Πελοπόννησο πηγαίνοντας στη Ρώμη ο Φράγκος αυτοκράτορας Ροβέρτος Κουρτενέ, αφήνοντας ως διάδοχο τον αδελφό του Βαλδουίνο έντεκα χρόνων.
 Σε λίγο πέθανε και η αντιβασίλισσα χήρα του Μαρία. 

ο Βούλγαρος Τσάρος Ασάν
Ξεκινώντας ο Θεόδωρος την άνοιξη του 1230 από τη Θεσσαλονίκη για την Κωνσταντινούπολη και φτάνοντας στην Άδριανούπολη, για να εξασφαλίσει τα νώτα του από τον Ασάν, προς τον όποιο, αν και σύμμαχος, δεν είχε εμπιστοσύνη, άντι να συνεχίσει την πορεία του προς την πρωτεύουσα, γύρισε προς Β και μπήκε από την κοιλάδα του 'Έβρου στη Βουλγαρία. 

Στην Κλοκοτνίτσα, μεταξύ Άδριανουπόλεως και Φιλιππουπόλεως, όπου έγινε η σύγκρουση τον Απρίλιο του 1230, οι Βούλγαροι πολέμησαν με αγανάκτηση προδομένων συμμάχων. 

'Ο στρατός του Θεοδώρου καταστράφηκε και ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος. 

Ο Άσάν στην αρχή φέρθηκε με επιείκεια και σ’αύτόν και στους στρατιώτες του, αλλ’ άργότερα τον τύφλωσε και τον κράτησε σε αιχμαλωσία επτά χρόνια.
Ο Άσάν με γρήγορη προέλαση κατέλαβε όλα τα μακεδονικά οχυρά του Θεοδώρου και η κυριαρχία του έφτασε ως τις ακτές της Αλβανίας. 
Στην Κλοκοτνίτσα ούσιαστικά πέθανε το βασίλειο της Θεσσαλονίκης.

2.         Μετά την Κλοκοτνίτσα βασίλειο της Θεσσαλονίκης ανεξάρτητο, όπως πριν, δεν υπήρχε πιά. 

Ο μικρότερος αδελφός του Θεοδώρου Μανουήλ, που γλύτωσε από την Κλοκοτνίτσα, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου ανακηρύχτηκε βασιλιάς.

Και ο Ασάν το ανέχθηκε, επειδή ήταν γαμπρός του στην κόρη του Μαρία Μπελοσλάβα. 
Δεσπότης στη Θεσσαλία πριν από το 1230 ο Μανουήλ κυβέρνησε τώρα το ακόμα λεγόμενο βασίλειο της Θεσσαλονίκης επτά χρόνια (1230-1237) ως αυτοκράτορας υπογράφοντας με κόκκινη μελάνη, αλλά κυβέρνησε σε πολύ μικρότερη έκταση από την παλιά του περιοχή.

 Διόρισε βέβαια και κυβερνήτες (δούκες) και ξέρουμε ονόματα τους, τον Κωνσταντίνο Πηγωνίτη στην Πελαγονία και τον Αλέξιο Πηγωνίτη και Γεώργιο Άπόκαυκο στη Θεσσαλονίκη (έχομε μάλιστα και επιγραφή του στο δυτικό τείχος της πόλης), αλλά πάντα βρισκόταν κάτω από την κηδεμονία του iσχυρού πεθερού του Ασάν.
Δύσκολη ήταν και η εξωτερική πολιτική του Μανουήλ.
Θέλησε να απαλλαγεί από την κηδεμονία του πεθερού του ’Ασάν, που για να μειώσει την επιρροή των μητροπολιτών του Θεοδώρου είχε ύποτάξει τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης στο Πατριαρχείο Τυρνόβου, διώχνοντας τον μητροπολίτη της Ιωσήφ και βάζοντας δικό του, τον Μιχαήλ Πράτανο. ’Αρχές του 1232 έγραψε ο Μανουήλ στον πατριάρχη Νίκαιας Γερμανό ζητώντας συμφιλίωση και αναγνώρισή του από πατριαρχική σύνοδο η από πατριαρχικό έξαρχο. Έτσι έγινε πανηγυρικά δεκτός στη Θεσσαλονίκη ο επίσκοπος Άγκυρας Χριστόφορος, εκλεγμένος την 6η Μαρτίου 1232 από σύνοδο στη Νίκαια, ως πατριαρχικός έξαρχος.

Έγινε σύνοδος όλης της δυτικής ελληνικής ιεραρχίας.
Όλες οι παλιές αξιώσεις για εκκλησιαστική ανεξαρτησία ανακλήθηκαν και τέλειωσε στη Θεσσαλονίκη το σχίσμα, που επί οκτώ χρόνια χώριζε την 'Ορθόδοξο Εκκλησία. 
Η πολιτική σημασία του πράγματος ήταν ότι ο ηγεμόνας της Νίκαιας αναγνωρίστηκε ως ο μόνος βυζαντινός αυτοκράτορας.
Στα 1237 ο Ασάν, που χήρεψε, πήρε από σφοδρό έρωτα γυναίκα την κόρη του Θεοδώρου, την ωραία Ειρήνη. 

Τότε ελευθέρωσε τον τυφλό πεθερό του και του έδωσε την άδεια και συνοδεία να ξαναπάρει τη Θεσσαλονίκη και όσες μπορέσει από τις παλιές κτήσεις του. 

Ο Θεόδωρος μπήκε μεταμφιεσμένος στη Θεσσαλονίκη και με τη βοήθεια φίλων του εκθρόνισε τον Μανουήλ Α' και τον εξόρισε στην Αττάλεια της Μ. Άσίας, ενώ τη σύζυγό του Μαρία Μπελοσλάβα την έστειλε πίσω στον πατέρα της Άσάν. 

Ο ίδιος δεν φόρεσε το στέμμα, αλλά έκανε βασιλιά χωρίς στέψη τον γιό του Ιωάννη. 
Ο Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης,
Αυτός θα βασίλευε και έκεινος θα κυβερνούσε, υποψήφιοι και οι δυό τους για τον θρόνο του Βυζαντίου, στον όποιο καθόταν ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας. 

Στα 1242 ο Ιωάννης παραιτήθηκε από τον τίτλο του αύτοκράτορα και ως δεσπότης πια  έδωσε όρκο υποτέλειας στον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ' Δούκα Βατάτζη, που έμεινε μόνος διεκδικητής του βυζαντινού θρόνου. Το 1244 πέθανε ο Ιωάννης Αγγελος και τον διαδέχτηκε ο άδελφός του Δημήτριος.

Από τον Βατάτζη ζητήθηκε η επικύρωση του διορισμού του Δημητρίου ως δεσπότη και αύτός τον επικύρωσε ευχαριστημένος από την αναγνώριση. 

Την πολιτική του Δημητρίου, όπως προηγουμένως του Ιωάννη, θα τη διηύθυνε πάλι ο πατέρας του Θεόδωρος. Ο Δημήτριος όμως με τις ατασθαλίες του και την αφόρητη γενικά διαγωγή του ερέθισε την κοινή γνώμη. Και από αυτή την κατάσταση επωφελήθηκε ο αυτοκράτορας, που το καλοκαίρι του 1246 περιόδευε τις κτήσεις του στη Θράκη.

Στον Έβρο έμαθε τον θάνατο του γιού και διαδόχου του Ασάν Καλιμάν Α', που τον είχε διαδεχτεί ο νεαρός Μιχαήλ, γιός του Ασάν και της ωραίας Ειρήνης του Θεοδώρου
Ήταν εύκαιρία να αποσπάσει μερικά εδάφη, από αυτά που είχαν πάρει από τους Φράγκους ο Θεόδωρος και ο ’Ασάν.

Βάδισε λοιπόν μέσω Καβάλας προς Φιλίππους και κτύπησε τις βουλγαροκρατούμενες Σέρρες, που ο φρούραρχός τους Δραγωτάς τις παρέδωσε εύκολα. 

Σε τρεις μήνες είχε καταλάβει όλη την περιοχή βόρεια των Σερρών ως το Κουστεντίλ και πιο ανατολικά ως τον Στενήμαχο. 
Γυρνώντας βορειοδυτικά κατέλαβε τα Σκόπια και έπειτα διευθυνόμενος προς Ν από τα Βελεσά και το Πρίλαπο κατέλαβε την Πελαγονία (Βιτώλια) και ήλθε στην κοιλάδα του ’ Αξιου κυριεύοντας το οχυρό Πρόσακο.
Κατά τα τέλη Νοεμβρίου του 1246 ο Βατάτζης πλησίασε με τον στρατό του τη Θεσσαλονίκη και ζήτησε να βγει ο Δημήτριος σαν υποτελής να τον προϋπαντήσει, αλλά αυτός φοβήθηκε. 
Ο Βατάτζης πλησίασε πιο πολύ στα τείχη και ζήτησε ανεφοδιασμό του στρατού του, αλλά δεν πήρε απάντηση. 'Ετοιμαζόταν για πολιορκία, όταν σε λίγες μέρες σε μια άψιμαχία μια μικρή πόρτα στο θαλασσινό τείχος βρέθηκε ανοικτή και ο στρατός του μπήκε στην πόλη. 
Ο Βατάτζης έγινε ανέλπιστα κύριος της Θεσσαλονίκης. 
Ο Δημήτριος κατέφυγε στην ακρόπολη. 
Εγγύηση για τη ζωή του πήρε από τον Βατάτζη η αδελφή του Ειρήνη, η χήρα του Άσάν και κόρη του Θεοδώρου. Ετσι παραδόθηκε και φυλακίστηκε ο Δημήτριος στο φρούριο των Λεντιανών της Μ. Άσίας. 

Η Μακεδονία έγινε πια  μέρος της επικρατείας της αυτοκρατορίας της Νικαίας.

Θεόδωρος Β' Λάσκαρης

3.         Τον Βατάτζη διαδέχτηκε ο γιός του Θεόδωρος Β' Λάσκαρης, που στέφθηκε αυτοκράτορας τα Χριστούγεννα του 1254. 

Τον θάνατο του ισχυρού Βατάτζη θέλησε να εκμεταλλευτεί ο τσάρος των Βουλγάρων Μιχαήλ Α' Άσάν (1246-1257), εγγονός του Θεοδώρου από την κόρη του Ειρήνη, που τον Ιανουάριο του 1255 πέρασε τον Εβρο και κατέλαβε ανεμπόδιστα τη χώρα ως τον Άξιο και ως τα βουνά της Αλβανίας.

Ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρης πέρασε αμέσως στη Θράκη, τσάκισε στο Ρούπελ τις δυνάμεις του διοικητή των Σερρών Δραγωτά, που είχε παρασπονδήσει και πολιορκούσε το Μελένικο, και κατόπιν με βάση τη Θεσσαλονίκη και το στρατόπεδό του στην Εδεσσα εκκαθάριζε επί ένα χρόνο τα βουλγαροκρατούμενα μέρη της Μακεδονίας ως την Αλβανία. 

Αφού   διαχείμασε στο Νυμφαίο, την άνοιξη του 1256 ξαναήλθε και τον Μάη υποχρέωσε τον Μιχαήλ Άσάν να υπογράψει συνθήκη στον ποταμό ’Εργίνη της Ανατολικής Θράκης και να επιστρέψει όλα τα εδάφη που είχε καταλάβει.

‘Ο Λάσκαρης διόρισε κυβερνήτες στις ελευθερωμένες επαρχίες και γενικό διοικητή τους, μονοστράτηγο της Δύσης, τον ιστορικό Γεώργιο Άκροπολίτη. 
Στις 23 ’Οκτωβρίου 1256 ο Θεόδωρος Λάσκαρης έφυγε για τη Βιθυνία, οπου κάτι γινόταν με τους Τούρκους.
Τον Δεκέμβριο του 1256 ο Άκροπολίτης από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε για περιοδεία στην περιοχή του, στη Βέροια, στα Σέρβια, από κεί στην Καστοριά, Αχρίδα, Έλβασάν και στο Δυρράχιο, όπου τον υποδέχονταν οι τοπικοί διοικητές. ’
Επιστρέφοντας μεσ’ από την Κρόια πάνω από τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας έφτασε τον Φεβρουάριο του 1257, μετά τρεις μήνες, στο Πριλαπο και από ’κεί στην Πελαγονία και στη Θεσσαλονίκη. Στην Πελαγονία έμαθε ότι πίσω του είχε ξεσπάσει έπανάσταση των Αλβανών με την υποκίνηση του Μιχαήλ της Ηπείρου και την υποστήριξη των Σέρβων.

'Ο Μιχαήλ της Ηπείρου και οι σύμμαχοί του κατέλαβαν τη Βέροια και την Καστοριά και πολιόρκησαν τον Άκροπολίτη στο Πρίλαπο, ο όποιος ζήτησε βοήθεια από τη Νίκαια.

 Το καλοκαίρι του 1257 στάλθηκε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος με λίγες δυνάμεις, που ενώθηκαν με τις άντίστοιχες της Θεσσαλονίκης, αλλά αυτές  δεν έφταναν ούτε τη Βέροια να πάρουν ούτε τον δρόμο προς το Πρίλαπο να ανοίξουν. 

Τελικά ο Μιχαήλ της Ηπείρου κατέλαβε το Πρίλαπο με προδοσία. Ακόμα πριν από την άλωση πολλοί διοικητές οχυρών είχαν παραδοθεί και είχαν μπει στην υπηρεσία του Μιχαήλ της Ηπείρου που κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Μακεδονίας. 
Στη Μακεδονία δεν είχαν μείνει δυνάμεις να σταματήσουν τον στρατό του δεσποτάτου. 

Τα πράγματα έδειχναν ότι η μακρινή Νίκαια δεν μπορούσε να κρατήσει τη Μακεδονία, ιδίως όταν τον Αύγουστο του 1258 πέθανε ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρης αφήνοντας τον θρόνο στον ανήλικο γιό του Ιωάννη Δ' Λάσκαρη (1258-1259). 

Ανήσυχοι για την κατάσταση στη Μακεδονία λαός και στρατός στη Νίκαια, στο τέλος του 1258, επέβαλαν τον Μιχαήλ Παλαιολόγο ως αυτοκράτορα τους.

 Ακολουθούν συγκρούσεις με το δεσποτάτο της Ηπείρου, οι όποιες λήγουν με την περιλάλητη μάχη της Πελαγονίας στα 1259, κατά την οποία ηττήθηκε ο στρατός του δεσποτάτου και των Φράγκων συμμάχων του. Η μάχη αυτή ορθά θεωρείται πρόλογος της ανακαταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως.  Ύστερα από αύτήν τα  μακεδονικά οχυρά και η ορεινή περιοχή από την 'Έδεσσα ως το Δυρράχιο θα γίνουν έδαφος της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που θα παλινορθωθεί με την άνακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως στις 25 Ιουλίου 1261.

 
Ο δικέφαλος αετός,
έμβλημα της Δυναστείας των Παλαιολόγων και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,
με το μονόγραμμα των Παλαιολόγων στο κέντρο

5.         'Υστεροβυζαντινή περίοδος η εποχή των Παλαιολόγων (1261-1453)

Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος
Έτσι τον άλλο μήνα ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος μπήκε στην πρωτεύουσά του και στέφθηκε στην 'Αγία Σοφία για δεύτερη φορά αυτοκράτορας. 

Η εχθρικότατα όμως του Μιχαήλ Β' της Ηπείρου ανάγκασε τα στρατεύματα της Νίκαιας να έλθουν επανειλημμένα στη Μακεδονία, στα 1264 και στα 1265.
Άλλοτε πιστευόταν ότι ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος στα πλαίσια της φιλενωτικής πολιτικής του με τη Δύση, και μάλιστα ιιετά τη Σύνοδο της Λυών του 1274, είχε προβεί σε αιματηρούς και βάρβαρους διωγμούς σε βάρος των μοναχών του 'Αγίου Όρους, που αντιστέκονταν σ’αύτήν. Σήμερα υποστηρίχτηκε πειστικά ότι πρόκειται για σύγχυση από γεγονότα και χρονολογίες στη μοναχική παράδοση του ’Όρους, που φόρτωσε αναδρομικά τις κακώσεις των μοναχών από τους Καταλανούς στα 1307 στον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, ο όποιος ως λατινόφιλος είχε αφήσει σε πολλούς κακή ανάμνηση.

Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1282) άνέβηκε στον θρόνο ο Ανδρόνικος Β' (1282-1328), που σε δεύτερο γάμο το 1284 πήρε την Ιταλίδα Γιολάνδα, κόρη του μαρκησίου του Μονφερρά, απογόνου του Βονιφατίου του Μονφερρατικού, που ζώντας κληροδότησε στην κόρη του τον ψιλό τίτλο του βασιλείου της Θεσσαλονίκης.

 Έτσι ο 'Ανδρόνικος Β' εξουδετέρωσε τα δήθεν κληρονομικά δικαιώματα της Δύσης στη Θεσσαλονίκη. Η Γιολάνδα βαφτίστηκε Ειρήνη και από τον γάμο γεννήθηκαν τρία αγόρια, ο Ιωάννης, ο Θεόδωρος και ο Δημήτριος, και μία θυγατέρα, η Σιμωνίδα, που θα τη δώσουν το 1299 πέντε χρόνων κοριτσάκι στον Σέρβο κράλη Μιλούτιν (1282-1321), που δεν έπαυε τις επιθέσεις, αν δεν γινόταν συγγενής της αυτοκρατορικής οικογένειας.

Το 1305 ο θάνατος του διοικητή της Θεσσαλονίκης δημιούργησε το πρόβλημα, ποιος θα τον διαδεχτεί. 

Η Γιολάνδα -Ειρήνη επέμενε να μοιραστεί η επικράτεια του κράτους στους τρεις γιούς της σαν κληρονομικά φέουδα, όπως γινόταν στη Δύση. 

Ο Ανδρόνικος Β' με κανένα λόγο δεν δεχόταν το ξένο προς την ελληνική νοοτροπία και παράδοση δυτικό αυτό πρότυπο και η Γιολάνδα-Είρήνη οργισμένη κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη που τη θεωρούσε φέουδό της. 
Από τη Θεσσαλονίκη η Γιολάνδα-Είρήνη θα έλθει σε συνεννοήσεις με τον γαμπρό της Μιλούτιν, για να εξασφαλίσει τη διαδοχή του θρόνου της Σερβίας στον γιό της Δημήτριο, που τον έστειλε στη σέρβική αυλή. 
Όλα της όμως τα σχέδια θα αποτύχουν. 
Ο γιός της Ιωάννης θα πεθάνει ανύπαντρος στη Θεσσαλονίκη, ο Θεόδωρος θα μείνει για πάντα στην Ιταλία στον παππού του, ο Δημήτριος δεν θ’άντέξει στο περιβάλλον της σερβικής αύλής και θα γυρίσει πίσω, ενώ η κόρη της Σιμωνίδα με τον πρόωρο γάμο της θα μείνει άτεκνη. 
Τα πράγματα όμως έδειχναν ότι υπήρχαν διασπαστικές τάσεις στο Βυζάντιο.
Σε όλη του τη ζωή ο Ανδρόνικος Β' υποστήριξε την Εκκλησία και αύξησε το κύρος και τη δύναμη του πατριαρχείου.
Με το χρυσόβουλλο του Νοεμβρίου 1312 όρισε να ύπάγονται τα μοναστήρια του Αγίου Ορους στο πατριαρχείο και όχι στον αύτοκράτορα, όπως ύπάγονταν από την εποχή του Αλεξίου Α' Κομνηνού, και ο πρώτος του Αγίου Ορους να διορίζεται στο εξής από τον πατριάρχη και όχι από τον αυτοκράτορα αποτέλεσμα, ν’ αύξηθεί πολύ το κύρος του πατριαρχείου και τα μεγάλα εισοδήματα από τα πολλά κτήματα των μονών του Όρους να ενδυναμώσουν πολύ την οικονομική δύναμή του.

Στην εποχή του Ανδρονίκου Β' αναστατώνουν τη Μακεδονία 
α) Η έπιδρομή των Καταλανών, και 
β) ο πόλεμος των δύο Άνδρονίκων.
α) Η επιδρομή των Καταλανών.

 Οργανωμένο στρατιωτικό σώμα, η λεγάμενη Καταλανική 'Εταιρεία, 6.500 άνδρες, προπάντων Ισπανοί μισθοφόροι, είχαν περάσει τον Δεκέμβριο του 1303 από την υπηρεσία του Φρειδερίκου της Σικελίας στην υπηρεσία του Ανδρονίκου Β', για να χρησιμοποιηθούν κατά των Όθωμανών Τούρκων της Βιθυνίας, αλλ’ απ’ εκεί οι άνδρες του μολονότι είχαν την άνοιξη του 1304 επιτυχίες ανακλήθηκαν στην Καλλίπολη, γιατί είχαν εκτραπεί σε λεηλασίες.

 Αυτοί αφού   από τον Δεκέμβριο του 1305 είχαν άποστατήσει και δεν είχαν αφήσει τίποτε όρθιο στη Θράκη έρχονται το φθινόπωρο του 1307 και έγκαθίστανται στη χερσόνησο της Κασσάνδρας, και από εκεί επί δυο χρόνια λεηλατούσαν τακτικά τα μοναστήρια του 'Αγίου Όρους, ώστε από τα 180 μικρά και μεγάλα μοναστήρια του 11ου αιώνα μόνο 25 βρίσκουμε να υπάρχουν τον 14ο αιώνα, από τα όποια σήμερα επέζησαν 13.
Την άνοιξη του 1308 οι Καταλανοί της Κασσάνδρας ήλθαν κάτω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης και ζητούσαν να τους παραδοθεί η πόλη απειλώντας πως αν την έπαιρναν με έφοδο, δεν θα άφηναν ούτε γάτα ζωντανή σ’αύτήν. 

Ο στρατηγός του θέματος Θεσσαλονίκης Άγγελος Παλαιολόγος, επειδή δεν είχε δυνάμεις αρκετές για να τους αποκρούσει, ζήτησε τη βοήθεια της πρωτεύουσας.

Πράγματι έφτασαν εσπευμένα τρόφιμα και ενισχύσεις με τον στρατηγό Χανδρηνό και έτσι απέτυχε η επίθεση των Καταλανών. Νικημένοι κλείστηκαν πάλι στην Κασσάνδρα, και επί ένα χρόνο ακόμα λεηλατούσαν την ύπαιθρο της Μακεδονίας.

 Κατόπιν καταδιωκόμενοι από τον Χανδρηνό μπήκαν στη Θεσσαλία, όπου επί ένα χρόνο έκαμαν τα ίδια, ώσότου νικημένοι πάλι από τον Χανδρηνό τράβηξαν για την Κάτω 'Ελλάδα, όπου πολέμησαν τους Φράγκους της Αττικής και κυρίευσαν την Αθήνα.
β) Ο πόλεμος των δύο Άνδρονίκων.

 Στις 12 'Οκτωβρίου 1320 πέθανε στη Θεσσαλονίκη από καρδιακή προσβολή ο Μιχαήλ Θ', γιος και συναυτοκράτορας του Ανδρονίκου Β', ύστερα από δυό τραγικές ειδήσεις που πήρε, ότι δηλαδή στην
Ηπειρο, όπου βασίλευε, πέθανε η κόρη του Άννα και ότι στην Κωνσταντινούπολη ο γιός του Ανδρόνικος σκότωσε κατά λάθος τον μικρότερο άδελφό του Μανουήλ. 

Ο πάππος Ανδρόνικος Β', ύστερα από αυτό, έχοντας και άλλες αφορμές από την άτακτη ζωή και τις παράλογες απαιτήσεις του ομώνυμου έγγονού του Ανδρονίκου, του αφαίρεσε το δικαίωμα διαδοχής στον θρόνο και του απαγόρευσε να φορεί βασιλικά ρούχα και να συχνάζει στα άνάκτορα. 

Ο Ανδρόνικος με ισχυρούς φίλους του αποφάσισε να αντισταθεί στα σχέδια του πάππου του και έτσι ξέσπασε ο πόλεμος των δύο Άνδρονίκων, του έγγονού Ανδρονίκου Γ' κατά του πάππου Ανδρονίκου Β', που βάσταξε έπτά χρόνια, από 19 Απριλίου 1321 ως 24 Μαίου 1328, και στον όποιο Μακεδονία και Θεσσαλονίκη έπαιξαν μεγάλο ρόλο. 
Ο πόλεμος έληξε με την επικράτηση του εγγονού.

Στο πρόγραμμα της εσωτερικής πολιτικής του Ανδρονίκου Γ' ήταν μεταξύ άλλων και η ενίσχυση της άμυνας του κράτους με φρούρια.

  Έτσι στη Μακεδονία την εποχή αύτή κτίστηκε το Γυναικόκαστρο στην κοιλάδα του Άξιού, στην κοιλάδα του Στρυμόνα οχυρώθηκε το Σιδηρόκαστρο κοντά στα σύνορα, καθώς και η Άμφίπολις στις έκβολές του, σε θέση όμως διαφορετική από της αρχαίας πόλης. 

Την οχύρωση των θέσεων αύτών έπέβαλλαν οι εχθρικοί κίνδυνοι, και ιδίως ο αναφαινόμενος από βορρά νέος κίνδυνος.
 
Τσάρος Στέφανος Ντουσάν και η Τσαρίνα Ελένη.
Στη Σερβία οι Σέρβοι εϋγενείς ανατρέπουν τον κράλη τους Στέφανο Ουρός Γ' Ντεσνάνσκι, αναθέτουν την εξουσία στον γιό του Στέφανο Ντουσάν (1331-1335) και εισβάλλουν στη Μακεδονία. 

Την ανοιξη του 1334 αυτομολεί στον Ντουσάν επιφανής Βυζαντινός και πεπειραμένος στρατιωτικός, ο Συργιάννης που εγινε αρχιστράτηγός του και επικεφαλής σερβικών δυνάμεων κυριεύει την Αχρίδα, τη Στρώμνιτσα και την Καστοριά και το καλοκαίρι του 1334 βρίσκεται εμπρός στη Θεσσαλονίκη. 

Στο Διδυμότειχο ο Ανδρόνικος Γ' συγκεντρώνει στρατεύματα κατά των Σέρβων, αλλά τελικά ο Ντουσάν δέχεται να διαπραγματευθεί μαζί τους την ειρήνη, γιατί οι Ούγγροι είχαν φτάσει στα σύνορα της χώρας του.

'Η συνάντηση έγινε στον Γαλλικό ποταμό στις 26 Αύγούστου 1334 και συμφωνήθηκε να επιστραφούν τα φρούρια, που είχαν χάσει οι Βυζαντινοί -και ο Ντουσάν να πάρει βοήθεια κατά των Ούγγρων. 

Οι Ούγγροι όμως έμαθαν τη συμφωνία και αποχώρησαν. 'Η σερβοβυζαντινή ειρήνη βάσταξε επτά χρόνια, από το 1334 ως το 1341.

 Μετά τον θάνατο του Ανδρονίκου Γ' το 1341 οι Σέρβοι θ’αρχίσουν και πάλι τις επιχειρήσεις, αλλά θα τους σταματήσουν οι Οθωμανοί πάνω στο πτώμα του Βυζαντίου.
Στις 15 Ιουνίου 1341 όμως πεθαίνει στην Κωνσταντινούπολη ο Ανδρόνικος Γ' σε ηλικία 44 ετών. 

Μετά τον θάνατό του ξεσπάζει ο χειρότερος εμφύλιος πόλεμος, μεταξύ του μεγάλου δούκα Αλεξίου ’Απόκαυκου και του μεγάλου δομέστικου Ιωάννη Καντακουζηνού για τη διακυβέρνηση του κράτους. 
Ο πόλεμος των δύο Άνδρονίκων κόστισε την απώλεια της Μ. ’Ασίας. 

Ο πόλεμος του Καντακουζηνού θα φέρει τους Τούρκους στην Ευρώπη. 

Και οι δυό εξάντλησαν τη Μακεδονία, που δεν θα αργήσει να κατακτηθεί από τους Τούρκους.
 
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ΄Καντακουζηνός

γ) Η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη κατά τους δυναστικούς αγώνες του Καντακουζηνού.

 Η Μακεδονία και προπάντων η πρωτεύουσα της Θεσσαλονίκη συμπαθούσε την αύτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων και θεωρούσε τον Καντακουζηνό σφετεριστή, που ήθελε ν’άρπάξει τον θρόνο από τον μικρό Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο, τον γιο του Ανδρονίκου Γ' και της Άννας της Σαβοικής. Γι΄ αυτό, όταν οι άρχοντες της Θεσσαλονίκης θέλησαν να την παραδώσουν στον Καντακουζηνό, ο λαός πήρε τα όπλα εναντίον τους. 

Την άνοιξη του 1342 ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Θεόδωρος Συναδηνός ειδοποίησε ότι προσχωρεί στον Καντακουζηνό και .είναι έτοιμος να του παραδώσει την πόλη.

 Στις 5 Μαρτίου 1342 ο Καντακουζηνός, αφήνοντας στο Διδυμότειχο φρουρά με τη σύζυγό του Ειρήνη και τον σύγαμβρό του Μανουήλ Άσάν, ξεκίνησε με στρατό και πολλούς συγγενείς για τη Θεσσαλονίκη. 

Στούς Φιλίππους είδοποιήθηκε να μη προχωρήσει, αλλά να περιμένει να έλθει και ο Σέρβος βογιάρος Χρέλης, που καθυστεροϋσε πολιορκώντας το Μελένικο, γιατί ο ίδιος ο Συναδηνός δεν είχε επαρκείς δυνάμεις για το πραξικόπημα. 

Ο Καντακουζηνός έστειλε δυνάμεις και κατέλαβε το Μελένικο, όπου θα συναντούσε τον Χρέλη. 
Στο μεταξύ στη Θεσσαλονίκη ξέσπασε η επανάσταση των Ζηλωτών.

 Στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη με τον κοσμοπολίτικο πληθυσμό και τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις, οι Ζηλωτές, οργανωμένο κόμμα των πτωχών, το καλοκαίρι του 1342 ξεσήκωσαν τις λαικές μάζες σε επανάσταση κατά των πλουσίων, καθώς ο μισητός τους αριστοκράτης Καντακουζηνός από τους Φιλίππους και το Στενό της Ρεντίνας πλησίαζε προς τη Θεσσαλονίκη. 

Ο Συναδηνός με 1.000 αριστοκράτες κατέφυγε στο Γυναικόκαστρο και ειδοποίησε τον Καντακουζηνό να βιαστεί να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη.

Κυβερνητικά όμως στρατεύματα που έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη και στόλος με τον Άπόκαυκο στο λιμάνι της ματαίωσαν κάθε επιχείρηση εναντίον της Θεσσαλονίκης και ο Καντακουζηνός αποσύρθηκε στη Βέροια και στην Εδεσσα. 
Το ηθικό των οπαδών του κλονίστηκε. 
Στη Θεσσαλονίκη στο μεταξύ οι Ζηλωτές κατέλαβαν την έξουσία και κατά το πρόγραμμά τους έκαμναν κατάσχεση της περιουσίας όχι μόνο των πλουσίων, αλλά και των εκκλησιών και των μοναστηριών.

Έτσι μεγάλωσε το χάσμα μεταξύ του επαναστατημένου προλεταριάτου, που ήταν οι πολιτικοί Ζηλωτές, και του συντηρητικού ορθόδοξου κλήρου και των φίλων του Καντακουζηνού 'Ησυχαστών, που ήταν οι θρησκευτικοί Ζηλωτές.

 Τη Θεσσαλονίκη διοικούσαν ο απεσταλμένος από την Κωνσταντινούπολη και ο αρχηγό ς των Ζηλωτών, την πραγματική όμως έξουσία είχε ο αρχηγός των Ζηλωτών.

 Μόνη έλπίδα του Καντακουζηνού απέμειναν οι Σέρβοι. 

Γι’αυτό προχώρησε προς το Πρόσακο, από όπου πέρασε τον Αξιό και βρήκε φιλοξενία στα Βελεσά στον φίλο του βοεβόδα Ιωάννη Λιβέρη.

 Με τη μεσολάβηση αυτού η συνάντηση με τον Ντουσάν έγινε στην Πριστίνα βόρεια των Σκοπίων τον Ιούλιο του 1342. 

Ο Καντακουζηνός έγινε δεκτός με τιμές και φιλοξενήθηκε στην αυλή του για πολύ καιρό, γιατί η ανάμειξή του στον εμφύλιο πόλεμο της αυτοκρατορίας εξυπηρετούσε τα σχέδιά του. 

Στις διαπραγματεύσεις του ο Ντουσάν προσπάθησε σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια του να πάρει όλη τη Μακεδονία δυτικά από τη Χριστούπολη, αλλά απέτυχε. 
Δέχτηκε μολαταύτα να τον βοηθήσει οπωσδήποτε και υπέγραψε συμφωνία τον Ιούλιο του 1342. 

Ο Καντακουζηνός ξεκίνησε για το Διδυμότειχο με συνοδεία σέρβικου στρατού. 

Καθυστέρησε τρεις μέρες στις Σέρρες, αλλά δεν έπεισε τους άρχοντες της πόλης να του την παραδώσουν. 
Η είδηση, ότι κυβερνητικός στρατός βαδίζει να του κόψει τον δρόμο προς το Διδυμότειχο και ότι ο στόλος του Άπόκαυκου πλέει προς τη Χριστούπολη, προκάλεσε λιποταξίες στο στρατόπεδό του. Τελικά έμεινε μόνο με 500 οπαδούς, με τους όποιους άρχισε την επιστροφή στη Σερβία μέσα από την Έδεσσα.
Στο τέλος του 1342 ο Καντακουζηνός ξεκινάει πάλι από τη Σερβία για το Διδυμότειχο. 

Ως τις Σέρρες, που ακόμη δεν παραδίδονταν, τον συνόδεψε και ο Ντουσάν. 
Πέρα από τις Σέρρες δεν προχώρησε πολύ, γιατί μεγάλες κυβερνητικές δυνάμεις στο Περιθεώριο (Πόρτο-Λάγο) και εβδομήντα πλοία του Άπόκαυκου στην ’Αμφίπολη του έφραζαν τον δρόμο. 

Γύρισε πίσω στη Σερβία για δεύτερη φορά και συναντήθηκε με τον Ντουσάν στη Στρώμνιτσα.

Στο Διδυμότειχο η σύζυγος του Καντακουζηνού, που αγωνιούσε, ζήτησε με δική της τώρα πρωτοβουλία τη βοήθεια του τσάρου των Βουλγάρων Ίβάν Αλεξάνδρου. 

Ο Ντουσάν, που κατά βάθος δεν ήθελε να επικρατήσει κανείς από τους 'Έλληνες αντιπάλους, φοβήθηκε ότι με τη συμμαχία αύτή με τους Βουλγάρους θα επικρατούσε ο Καντακουζηνός. 

Γι’αυτό τον εγκατέλειψε και πήγε με τους κυβερνητικούς. 

Ο Καντακουζηνός βρήκε άλλο σύμμαχο, τον Σελτζούκο εμίρη του ’Αιδινίου Ούμούρ, παλιό φίλο του από την εποχή του Ανδρονίκου Γ.

Ετσι, έκτος από τους Σέρβους και τους Βουλγάρους, ανακατεύονται τώρα και οι Τούρκοι στον εμφύλιο πόλεμο των Ελλήνων και αυτοί θα δώσουν την τελική στρατιωτική λύση, ενώ στο μεταξύ όλοι αρπάζουν και πλουτίζουν σε βάρος τους. 

Από την ακαταστασία αυτή και την κατάπτωση του βυζαντινού κράτους επωφελούμενος τελικά ο Στέφανος Ντουσάν ανακηρύσσει στα 1345 τον εαυτό του αυτοκράτορα των Σέρβων και των Ρωμαίων. 

Οι εμφύλιες συγκρούσεις συνεχίζονται ωσότου στα 1353 επικρατούν οι Καντακουζηνοί, ο πατέρας Ιωάννης Στ' και ο γιος του Ματθαίος συναυτοκράτορας.
Το κράτος ήταν τώρα στα χέρια των Καντακουζηνών που χρωστούσαν τη νίκη τους στους συμμάχους των Τούρκους.

Αυτοί όμως, που τους ανέδειξαν, αυτοί θα τους καταστρέψουν. 
Οι συχνές εκστρατείες τους σε ελληνικά ευρωπαικά εδάφη τους έδειξαν τον δρόμο, που οδηγούσε από την ’ Ασία στην Ευρώπη.

Βοήθησε και ένα τυχαίο γεγονός  στις 2 Μαρτίου του 1354 πολύ δυνατός σεισμός κούνησε όλη την παραλία της Ανατολικής Θράκης. 

Πόλεις έπεσαν σε ερείπια και ο κόσμος έφευγε πανικόβλητος.

Οι Τούρκοι του Σουλειμάν, γιού του Όρχάν, κατέλαβαν την ερειπωμένη και άδεια Καλλίπολη και εγκατασταθήκαν εκεί μόνιμα. 

Στην Κωνσταντινούπολη κατατρόμαξαν. 
Μάταια ο Καντακουζηνός ζήτησε από τον Σουλειμάν και έπειτα από τον πατέρα του Όρχάν να εγκαταλείψουν οι Τούρκοι την ελληνική πόλη και πρόσφερε, παρά τη φτώχεια του κράτους, 40.000 υπέρπυρα για αποζημίωση. 

Οι Τούρκοι όμως δεν είχαν σκοπό να εγκαταλείψουν τέτοιο θαυμάσιο ορμητήριο για επιχειρήσεις στην ξηρά και στη θάλασσα.

 Ο Όρχάν δέχτηκε να συναντηθούν τάχα στη Νικομήδεια για συνεννοήσεις, κερδίζοντας χρόνο, ώσπου να επιδιορθωθούν τα τείχη της Καλλιπόλεως και δεν ήλθε στη συνάντησή. 

Ο Καντακουζηνός γύρισε άπρακτος. 
Ξεσηκώθηκε ο κόσμος εναντίον αυτού, που είχε φέρει πρώτος τους Τούρκους στην Ευρώπη.
Στο μεταξύ ο 'Ιωάννης Ε' είχε πιάσει φιλίες με τους Γενουάτες του Γαλατά, έχθρούς του Καντακουζηνού, και ο Γενουάτης πειρατής Φραντζέσκο Γκατιλούζιο, που αλώνιζε το Αιγαίο, υποσχέθηκε να τον βοηθήσει να πάρει πίσω τον θρόνο.

Θα έπαιρνε ως αντάλλαγμα σύζυγο την άδελφή του Ιωάννη Ε' Μαρία και προίκα τη νήσο Λέσβο. 

Έτσι τη νύκτα 21/22 Νοεμβρίου 1354 ο Ιωάννης Ε' και οι πειρατές του ήλθαν από την Τένεδο και κατάφεραν να μπούν στην Κωνσταντινούπολη από το λιμάνι του 'Επτασκάλου στην Προποντίδα. 

Η είδηση άναστάτωσε την πόλη. 
Στα ανάκτορα αποφασίστηκε να καλέσουν ενισχύσεις απ’έξω.

Την επομένη 23 Νοεμβρίου ο όχλος κτύπησε το Καστέλλιον, τον πύργο της καταλανικής φρουράς των ανακτόρων των Βλαχερνών. 

Την τρίτη μέρα, 24 Νοεμβρίου, ο Καντακουζηνός παραδίνεται και στις 10 Δεκεμβρίου σε τελετή στα ανάκτορα των Βλαχερνών παραιτείται επίσημα από τον θρόνο, παραδίδει τα αυτοκρατορικά διάσημα στον Ιωάννη Ε' και 
αποσύρεται με καλογηρικό ράσο στη Μονή Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων με το όνομα Ίωάσαφ. 

Επίσης η γυναίκα του Ειρήνη έγινε μοναχή Ευγενία στη Μονή της Κυρά Μάρθας. 
Μέσα στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης και στη δυτική πλευρά του πρώτου δεξιού πεσσού του κεντρικού κλίτους παριστάνεται σε τοιχογραφία όρθια αυτοκρατορική μορφή με την επιγραφή: «Αγιος Ίωάσαφ». 
Η μορφή αγκαλιάζει με το αριστερό της χέρι μικρότερη μορφή ιεράρχου που θυμιατίζει. Οι ειδικοί βλέπουν στην παράσταση αυτή τον Ιωάννη-Ίωάσαφ Καντακουζηνό και τον προστατευόμενό του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά.
Οι Τούρκοι, αφού   κατέλαβαν τον Μάρτιο του 1354 την έρημη από τον σεισμό Καλλίπολη, την οχύρωσαν καλά, την έκαναν ναύσταθμο και τη μετέβαλαν σε ορμητήριο για την κατάκτηση της θρακικής ενδοχώρας, που χωρίς πια  αμυντικές δυνάμεις ήταν στη διάθεσή τους. 

Από την Κωνσταντινούπολη, πολλοί πανικόβλητοι έφευγαν στη Δύση. 
Πράγματι, καμιά δύναμη δεν υπήρχε πιά, για να εμποδίσει την πρόοδο των Τούρκων προς το εσωτερικό. 

Το βυζαντινό κράτος του Ιωάννη Ε' με την οικονομική του εξαθλίωση, τον εδαφικό τεμαχισμό του και με τη διαλυμένη διοίκησή του δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί αποτελεσματικά. Το έβλεπαν αυτό και οι ξένοι και οι βάιλοι της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη ειδοποιούσαν τη Βενετία για την κατάσταση.

Η Σερβία, μετά τον θάνατο του Ντουσάν στις 20 Δεκεμβρίου 1355, στα χέρια του άδύνατου γιου του Στεφάνου Ούρός, χωρίστηκε σε μικρές ηγεμονίες και δεν είχε τη δύναμη ν’ άντισταθεί στον κοινό έχθρό, στους Τούρκους, 
ενώ η Βουλγαρία με καταστραμμένη οικονομία βρισκόταν σε χειρότερη θέση, τεμαχισμένη σε τοπικά μικροκρατίδια, και άποδυναμωμένα από κομματικές και θρησκευτικές έριδες.
Σ’αυτό το «κενό δυνάμεως», με ανύπαρκτη κάθε αντίσταση θα εισορμήσουν οι Τούρκοι από την Καλλίπολη, αλλά η παρακάτω ιστορία τους μας φέρνει στην περίοδο της τουρκοκρατίας, που οδηγεί στους νεότερους χρόνους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: