Φιρμιλιανός Σκοπίων 1902-1903 |
Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ
ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
(1894-1904)
(οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)
H ελληνοσερβική συνύπαρξη
στο βόρειο μακεδονικό χώρο
(1898—1903)
Μεγάλη έξαρση παρουσίασε κατά τη χρονική περίοδο 1898—1903 η δράση της σέρβικης κίνησης κυρίως στη βορειότερη ζώνη του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας.
Με ιδιαίτερη σφοδρότητα συνεχίστηκε και στις αρχές του 20ού αιώνα η ελληνοσερβική διαμάχη στα Σκόπια.
Η σέρβική κυβέρνηση είχε ιδρύσει στο μεταξύ νέα σχολεία στα Σκόπια,
στην Πρισρένη,
στην επαρχία Πελαγονίας,
στο Κρούσοβο και
με τη συνεργασία του Σέρβου προξένου στα Σκόπια είχε επιτύχει
το Σεπτέμβριο του 1898 την προσωρινή απομάκρυνση
του μητροπολίτη Σκοπίων Αμβροσίου στην Κωνσταντινούπολη
και την αντικατάστασή του από
το Σέρβο αρχιμανδρίτη Φιρμιλιανό.
Η παρουσία του Φιρμιλιανού στα Σκόπια και οι προκλητικές ανθελληνικές ενέργειές του στα τέλη του περασμένου αιώνα επιδείνωσαν σημαντικά την κατάσταση και προκαλούσαν τις έντονες διαμαρτυρίες της ελληνικής κοινότητας προς τον πατριάρχη, την Ιερά Σύνοδο και την ελληνική κυβέρνηση.
Ο Φιρμιλιανός είχε προσπαθήσει να επαναφέρει στην ελληνική μητρόπολη το σύστημα της τέλεσης της εκκλησιαστικής λειτουργίας εκ περιτροπής, στα σλαβικά και στα ελληνικά,
αλλά υποχώρησε τελικά μπροστά στη σφοδρή ελληνική αντίδραση.
Ο Σέρβος εκκλησιαστκός εκπρόσωπος του πατριαρχείου αγνοούσε την ελληνική κοινότητα και τους εφόρους των ελληνικών σχολείων κατά τις επίσημες θρησκευτικές γιορτές, κατοικούσε στην ελληνική μητρόπολη με την οικογένειά του χωρίς να πληρώνει νοίκι, συγκέντρωνε εκεί τους Σέρβους δασκάλους και δήλωνε ότι σύντομα θα χειροτονούνταν μητροπολίτης Σκοπίων.
Γεγονός είναι ότι έδειχνε να ενδιαφέρεται μόνο για την προώθηση των σερβικών εθνικών συμφερόντων στη γεωγραφική αυτή περιφέρεια.
O μητροπολίτης Σκοπίων Αμβρόσιος Σταυριανός |
Από την πλευρά της η επίσημη ελληνική πολιτική, αγνοώντας τις πιέσεις, που εξασκούσε η Πύλη στο πατριαρχείο, ζητούσε επίμονα τη διαιώνιση του εκκλησιαστικού ζητήματος στα Σκόπια μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η οριστική συμφωνία με τη σέρβική πλευρά για την επίλυση των ελληνοσερβικών διαφορών στο βόρειο μακεδονικό χώρο.
Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1899 ο Έλληνας πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Ν. Μαυροκορδάτος συμβούλεψε τον πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε' να μη ενδώσει στις σερβικές αξιώσεις και να μη επιτρέψει το διορισμό του Φιρμιλιανού στα Σκόπια.
Ο πατριάρχης όμως τόνισε ότι η αντίσταση του πατριαρχείου ήταν πλέον ανώφελη καθώς αυξάνονταν οι ρωσικές πιέσεις και ο σουλτάνος, ο οποίος είχε δεσμευθεί για το θέμα αυτό με επίσημη υπόσχεσή του προς το Σέρβο βασιλιά Αλέξανδρο, είχε διατάξει την Πύλη να μη επιλυθεί κανένα σοβαρό ζήτημα του πατριαρχείου, πριν εκτελεστεί η απόφασή του.
Ετσι την εποχή εκείνη δύο σουλτανικοί ιραδέδες που αφορούσαν επείγοντα θέματα του πατριαρχείου, παράμεναν ακόμη ανεκτέλεστοι, ενώ πολλές ελληνικές εκκλησίες της Μακεδονίας είχαν διακόψει τη λειτουργία τους ύστερα από τις αλλεπάλληλες βουλγαρικές παρεμβάσεις.
Επειτα απ όλα αυτά το πατριαρχείο είχε αποφασίσει να υποχωρήσει και να λυθεί το ζήτημα με την προαγωγή του Φιρμιλιανού σε επίσκοπο και το διορισμό του στα Σκόπια με την ιδιότητα ως επισκόπου τιτουλαρίου του μητροπολίτη Σκοπίων Αμβροσίου, ο οποίος τότε βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη.
Η λύση αυτή βέβαια ήταν συμβιβαστική και ο πατριάρχης δήλωνε επίσημα ότι δεν θα πρόβαινε σε άλλη παραχώρηση.
Εκτός από το πατριαρχείο έντονες πιέσεις ασκούσε στον Αμβρόσιο και η σέρβική πλευρά, που του χορηγούσε κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπουλη μηνιαίο επίδομα 500 φράγκων, ποσό, το οποίο καθυστερούσε όμως τώρα να του καταβάλει, για να τον αναγκάσει να υποχωρήσει.
Το ζήτημα παρέμεινε εκκρεμές, ως τον Οκτώβριο του 1899, οπότε κάμφθηκε η επιμονή του Αμβροσίου και το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου δέχθηκε να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του πατριαρχείου και ν’ αναγνωρίσει τον Φιρμιλιανό ως τιτουλάριο επίσκοπό του.
Η ενδοτική στάση του πατριαρχείου και η προσωρινή βέβαια λύση του μητροπολιτικού ζητήματος στα Σκόπια εξόργισε τον Ελληνα διπλωματικό εκπρόσωπο στην Κωνσταντινούπουλη Ν. Μαυροκορδάτο, ο οποίος κατηγόρησε σ’ επιστολές του τον πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε για την έλλειψη αφοσίωσης στα εθνικά ζητήματα και για την αδυναμία του χαρακτήρα του.
Τότε το πατριαρχείο ανάλαβε να μεταθέσει τον Αμβρόσιο στο Μοναστήρι παρά την αντίθετη γνώμη και τις πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η εκκλησιαστική διαμάχη στα Σκόπια συνεχίζεται αμείωτη καθώς από τη μια πλευρά η ελληνική κοινότητα αντιδρούσε δυναμικά στην παρουσία του Φιρμιλιανού και από την άλλη η ελληνική κυβέρνηση πίεζε τον πατριάρχη να μη χειροτονήσει μητροπολίτη Σκοπίων το Σέρβο εκκλησιαστικό εκπρόσωπο.
Και ενώ τον Ιανουάριο του 1901 ο Ν. Μαυροκορδάτος δήλωνε στον πατριάρχη ότι ο διορισμός Σέρβου μητροπολίτη στα Σκόπια θα προκαλούσε μεγάλη δυσαρέσκεια στην ελληνική κυβέρνηση, ο πατριάρχης αντέκρουε τα επιχειρήματα του υποστηρίζοντας ότι η παράταση του ζητήματος έβλαπτε άμεσα το πατριαρχείο.
Αλλά και μέσα στα Σκόπια οι ελληνοσερβικές συγκρούσεις συνέχιζαν να συνταράσσουν τις δυο κοινότητες. Σημαντική αναταραχή προκλήθηκε τα Θεοφάνεια του 1901, όταν ο Φιρμιλιανός υποσχέθηκε στους λιγοστούς ρουμανίζοντες να τους δώσει την άδεια να τελέσουν τη λειτουργία μέσα στην ελληνική μητρόπολη.
Σύσσωμη η ελληνική κοινότητα των Σκοπίων εμφανίστηκε τη μέρα εκείνη εξαγριωμένη μπροστά στην εκκλησία, γεγονός που έκανε το Φιρμιλιανό να υπαναχωρήσει.
Τον Οκτώβριο του 1901 σημειώθηκε νέα τροπή στην εξέλιξη της κατάστασης, όταν έφτασε στα Σκόπια ο απεσταλμένος του πατριαρχείου αρχιμανδρίτης Ειρηναίος, για να συμβάλει στο διακανονισμό της ελληνοσερβικής διαφοράς.
Η παρουσία του Ειρηναίου στα Σκόπια ικανοποίησε τους Έλληνες και τους έδωσε νέο κουράγιο, για να συνεχίσουν τους αγώνες τους.
Синесий Скопски Portrait of Sinesiy Skopski exarchist mitrοpolit |
Εκείνος, ο οποίος είχε αναλάβει έντονη δραστηριότητα στα χωριά της περιφέρειας των Σκοπίων και κινούσε τους ντόπιους κατοίκους της κατά του Φιρμιλιανού, ήταν ο Βούλγαρος μητροπολίτης Σινέσιος, που έσπευσε να επωφεληθεί από την αναταραχή για να αναχαιτίσει την αυξανόμενη σέρβική επιρροή.
Η ρωσική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη διαμαρτυρήθηκε επίσης το Νοέμβριο στον πατριάρχη για την άκαμπτη στάση του αρχιμανδρίτη Ειρηναίου και του Έλληνα προξένου των Σκοπίων Ραφαήλ, οι οποίοι, σύμφωνα με την άποψη των Ρώσων διπλωματών, υπονόμευαν τη θέση του Σέρβου επισκόπου Φιρμιλιανού.
Οι σερβικές ενέργειες κατά τη χρονική περίοδο 1898—1901 δεν περιορίστηκαν μόνο στο γεωγραφικό χώρο της βορειοδυτικής Μακεδονίας, αλλά επεκτάθηκαν και σε ορισμένα σλαβόφωνα ελληνικά χωριά της βορειοανατολικής γεωγραφικής ζώνης της, κυρίως της επαρχίας Μελενίκου, αλλά και μέσα στην πόλη των Σερρών.
Δεν κατάφεραν μολαταύτα να προσελκύσουν τους ντόπιους ελληνικούς πληθυσμούς και οι προσπάθειές τους έμειναν άκαρπες.
Είναι αλήθεια ότι το Μάρτιο του 1899 οι κάτοικοι του χωριού Σταρός (Σταυροδρόμι) της εκκλησιαστικής περιφέρειας Μελενίκου πείστηκαν να ζητήσουν, με αναφορά τους προς την τουρκική διοίκηση Σερρών, την άδεια για την ίδρυση σερβικού σχολείου, η οποία και τους χορηγήθηκε.
Σύντομα όμως μετέβαλαν τη γνώμη τους, απέσυραν την αίτησή τους και δέχτηκαν και πάλι τον Έλληνα δάσκαλο στο χωριό τους.
Τουρκική άδεια για την ίδρυση σερβικού σχολείου στις Σέρρες προκάλεσε το Σεπτέμβριο του 1899 τις θυελλώδεις διαμαρτυρίες των ντόπιων Ελλήνων κατοίκων.
Το σερβικό σχολείο, στο οποίο φοιτούσαν μόνο 3 Εβραίοι, στεγάστηκε σ’ ένα μικρό σπίτι, που νοικιάστηκε από κάποιο Εβραίο σε κεντρική οδό της πόλης.
Παρόμοια βουλγαρική απόπειρα για ίδρυση βουλγαρικού σχολείου στις Σέρρες δεν στάθηκε δυνατό να καρποφορήσει.
Η οριστική αποτυχία των σερβικών ενεργειών στην περιοχή Σερρών και στη βορειοανατολική Μακεδονία κατέληξε το Φεβρουάριο του 1900 στην κατάργηση του σέρβικου προξενείου Σερρών και στη μετάθεση του Σέρβου υποπροξένου Αβράμοβιτς στην Πρίστινα.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις Σέρρες ο Αβράμοβιτς είχε ζητήσει από το μητροπολίτη Σερρών να λειτουργήσει στον αγιασμό του εκεί σέρβικου σχολείου κατά την έναρξη των μαθημάτων και να κατασκευαστεί ξεχωριστό στασίδι στην ελληνική μητρόπολη για την θέση του Σέρβου προξένου.
Επίσης είχε επιχειρήσει να διεκδικήσει την κυριότητα του μοναστηριού του Αγ. Προδρόμου, αλλά όλες οι ενέργειές του αυτές ναυάγησαν μπροστά στην καθολική ελληνική αντίδραση.
Σημαντική ένταση παρουσίασε κατά το διάστημα 1898—1901 και ο σερβοβουλγαρικός ανταγωνισμός ιδιαίτερα στο βιλαέτι του Κοσόβου, που συνόρευε με τη Σερβία και με το δυτικό τμήμα της Βουλγαρίας.
Στα ανατολικά των Σκοπίων ζούσε σημαντικό ποσοστό μουσουλμανικού πληθυσμού, ενώ στα βόρεια και στα δυτικά καθώς και μέσα στο Σκόπια, το μουσουλμανικό στοιχείο αντιπροσωπευόταν αποκλειστικά από Αλβανούς.
Ο χριστιανικός πληθυσμός της γεωγραφικής αυτής περιφέρειας υπήρξε στη συντριπτική του πλειοψηφία σλαβικός με βουλγαρική συνείδηση.
Μετά το 1897 η σέρβική κυβέρνηση κατέβαλε σύντονες προσπάθειες για την προσέλκυση του ντόπιου πατριαρχικού και εξαρχικού πληθυσμού και τη δημιουργία σερβικών πυρήνων με την ίδρυση σχολείων.
Η αποτελεσματικότερη μέθοδος προς την κατεύθυνση αυτή υπήρξε η αίτηση 1-2 κατοίκων σε κάθε χωριό για χορήγηση άδειας για την ίδρυση σερβικού σχολείου.
Οι τουρκικές αρχές της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, που έβλεπαν ευνοϊκά τη δημιουργία σερβικών πυρήνων στο χώρο αυτό, — οι σερβικές αυτές εστίες θα αποτελούσαν αντίβαρο στην επέκταση της βουλγαρικής κίνησης — χορηγούσαν σχεδόν πάντοτε με ευκολία τις ανάλογες άδειες.
Στα σέρβικά σχολεία προσφερόταν δωρεάν παιδεία, ρουχισμός και τροφή.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι μαθητές που φοιτούσαν στα σέρβικά σχολεία, έχαναν τη βουλγαρική συνείδησή τους.
Ορισμένες φορές είχαν διωχθεί Βούλγαροι μαθητές από τα σέρβικά σχολεία, επειδή τραγουδούσαν βουλγαρικούς πατριωτικούς ύμνους.
Μολαταύτα η αύξηση των σερβικών σχολείων μετά το 1897 υπήρξε θεαματική στο Κόσοβο και σε ολόκληρη τη Βόρεια Μακεδονία. Έτσι σε λιγότερο από ένα χρόνο ιδρύθηκαν στο βιλαέτι Κοσόβου στα 1897—1989 32 νέα σέρβικά σχολεία.
Δραματικές στιγμές περνούσε στις αρχές του αιώνα η ακριτική ελληνική κοινότητα Σκοπίων, όπου ακόμη και κατά τους πρώτους μήνες του 1902 παράμενε εκκρεμές το ζήτημα της χειροτονίας του Φιρμιλιανού.
Ο επικείμενος διορισμός του Σέρβου εκκλησιαστικού εκπροσώπου του πατριαρχείου στη θέση του μητροπολίτη Σκοπίων είχε θορυβήσει πολύ και την επίσημη βουλγαρική πολιτική, κυρίως, όταν ο σουλτάνος δήλωσε στο Βούλγαρο Έξαρχο, στις αρχές του 1902, ότι είχε αποφασίσει να προχωρήσει οριστικά, μετά τις αλλεπάλληλες ρωσικές πιέσεις, στο διορισμό του Σέρβου εκκλησιαστικού εκπροσώπου.
Ο σουλτάνος τον παρακάλεσε ακόμη να συγκροτήσει τα οξυμμένα πνεύματα των Βουλγάρων κατοίκων των Σκοπίων.
Ο Βούλγαρος Έξαρχος θεωρούσε όμως ότι η απόφαση εκείνη της Πύλης έβλαπτε άμεσα τα βουλγαρικά συμφέροντα όχι μόνο στα Σκόπια, αλλά μακροπρόθεσμα και σε ολόκληρο το μακεδονικό χώρο.
Γι αυτό απείλησε να παραιτηθεί και σύστησε στο Βούλγαρο μητροπολίτη Σκοπίων Σινέσιο να παρακινήσει το ντόπιο βουλγαρικό πληθυσμό να στείλει έντονες διαμαρτυρίες προς την Πύλη.
Ο Σινέσιος ήταν αποφασισμένος να οδηγήσει του Βουλγάρους των Σκοπίων ακόμη και σε ένοπλη αναμέτρηση με τους Σέρβους για να πετύχει τη ματαίωση του διορισμού του Φιρμιλιανού.
Στις αρχές όμως του Απριλίου (1902) η ρωσική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη έκαμε νέα έντονα διαβήματα προς το σουλτάνο, ο οποίος υποσχέθηκε αυτή τη φορά την οριστική λύση του ζητήματος με τη σύγκληση του υπουργικού συμβουλίου.
Μόλις διαδόθηκε λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη ο επικείμενος διορισμός του Φιρμιλιανού, ο Βούλγαρος διπλωματικός εκπρόσωπος Γκέσωφ έσπευσε να επισκεφθεί τον Έλληνα πρέσβη και να του ζητήσει ν’ ασκήσει την πίεσή του στον πατριάρχη, ώστε να παραμείνει αδρανής.
Σύγχρονα πολυάριθμες αναφορές και τηλεγραφήματα διαφόρων Βουλγάρων πολιτικών εκπροσώπων άρχισαν να καταφθάνουν στην Πύλη.
Σοβαρές ανησυχίες εξέφραζε και ο Βούλγαρος υπουργός Εξωτερικών Ludskanoff με αφορμή τη φιλοσερβική στάση της Πύλης.
Τέλος,στις αρχές Μαΐου του 1902, εκδόθηκε από την Πύλη ο τουρκικός ιραδές, που πρόβλεπε το διορισμό του Φιρμιλιανού στη θέση του μητροπολίτη Σκοπίων, ο οποίος παράμενε μέχρι τότε ως αρχιερατικός εκπρόσωπος του Αμβροσίου.
Και ενώ ο Βούλγαρος επίσκοπος Σινέσιος έλπιζε ότι δεν θα πραγματοποιούνταν τελικά η χειροτονία του Σέρβου εκκλησιαστικού εκπροσώπου, εφόσον ο ιραδές επικύρωνε μόνο το διορισμό του και η χειροτονία του επαφιόταν πια στην πρωτοβουλία του πατριάρχη και της Ιεράς Συνόδου, αντίθετα ο Φιρμιλιανός ήταν σχεδόν σίγουρος για την εκλογή του.
Η βεβαιότητα αυτή της σερβικής πλευράς επαληθεύτηκε το Μάιο του 1902 με την αποστολή των αρχιερατικών αμφίων του μελλοντικού εκκλησιαστικού εκπροσώπου του πατριαρχείου από τη Σερβία.
Τότε ο Φιρμιλιανός προέβηκε σε μια χειρονομία καλής θέλησης προς τον Έλληνα αρχιμανδρίτη Σκοπίων Ειρηναίο:
του χάρισε μια αργυροΰφαντη ιερατική στολή αξίας 25 τουρκικών λιρών.
Η επίσημη ελληνική πολιτική, που είχε πειστεί πια για τα τετελεσμένα γεγονότα στα Σκόπια, ύστερα από τις ποικίλες πιέσεις της προς το πατριαρχείο, επιδίωκε τώρα να διαφυλάξει τουλάχιστο τα συμφέροντα της ελληνικής κοινότητας, πριν ακόμη χειροτονηθεί ο Σέρβος ιεράρχης.
Ανάμεσα σε άλλα ζητήματα την απασχολούσε κυρίως το ζήτημα της ελληνικής κατοχής της μητρόπολης του Αγ. Σωτήρος και το μελλοντικό καθεστώς του ελληνικού εκπαιδευτικού και εκκλησιαστικού προσωπικού της κοινότητας.
'Ελληνική Αστική Σχολή Σκοπείων |
Ως την ίδρυση της νέας σερβικής εκκλησίας, η λειτουργία θα τελούνταν εκ περιτροπής από Έλληνες και Σέρβους στη μητρόπολη του Αγ. Σωτήρος.
Ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ', ο Μεγαλοπρεπής. |
Έκρινε σκόπιμο ναεπισημάνει ακόμη ότι εφόσον οι Σέρβοι δεν δέχονταν να εγκαταλείψουν την ελληνική μητρόπολη — η σέρβική πλευρά απέδιδε μεγάλη σημασία στην απόκτηση του Αγ. Σωτήρος, γιατί της έδινε τη δυνατότητα να προβάλει στο εξής βάσιμες εδαφικές αξιώσεις στο γεωγραφικό αυτό χώρο —θα έπρεπε να υποσχεθούν στους Έλληνες την καταβολή 40.000 φράγκων για την ανέγερση νέου μητροπολιτικού ναού.
Η σέρβική πλευρά φάνηκε διατεθειμένη ν’ αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της ελληνικής κοινότητας και να χορηγήσει σ’ αυτήν τη συμφωνημένη χρηματική αποζημίωση των 40.000 φράγκων.
Ένας δεύτερος ιραδές που εκδόθηκε από την Πύλη το Μάιο του 1902, επισημοποίησε το διορισμό του Φιρμιλιανού στη θέση του μητροπολίτη Σκοπίων χωρίς όμως να μνημονεύει με λεπτομέρειες τα ουσιαστικά προνόμια της δικαιοδοσίας του.
Σύγχρονα η έκδοση ενός τρίτου βερατιού προσδιόριζε τον τόπο της χειροτονίας του Φιρμιλιανού στη Θεσσαλονίκη.
Η σέρβική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη δέχτηκε πλέον επίσημα ν’ αναγνωρίσει την αυτοτέλεια της ελληνικής κοινότητας.
Παράλληλα συμφωνήθηκε η έκδοση συνοδικής πράξης από την Ιερά Σύνοδο, σύμφωνα με την οποία η ελληνική κοινότητα Σκοπίων θα εξέλεγε προϊστάμενο αρχιμανδρίτη, που θα αναγνώριζε και θα μνημόνευε το Σέρβο μητροπολίτη.
Η ελληνική κοινότητα θα είχε τη δυνατότητα να διορίζει τους Έλληνες ιερείς και δασκάλους χωρίς την επέμβαση του Σέρβου εκκλησιαστικού εκπροσώπου.
Ο πατριάρχης υποσχέθηκε ακόμη να διαθέτει ετήσια για την ελληνική κοινότητα Σκοπίων 2.000 φράγκα, ποσό, το οποίο θα προερχόταν από τη σέρβική επιχορήγηση προς το μητροπολίτη Ρασκοπρισρένης.
Έλπιζε μάλιστα να πετύχει δωρεάν από την Πύλη την παραχώρηση ενός οικοπέδου ώστε ολόκληρο το ποσό των 40.000 φράγκων να εξοικονομούνταν αποκλειστικά για την ανέγεση της νέας ελληνικής εκκλησίας.
Μέχρι τότε αποφασίστηκε να ισχύσει η εκ περιτροπής τέλεση της εκκλησιαστικής λειτουργίας στη μητρόπολη του Αγ. Σωτήρος.
Στα τέλη Μαΐου του 1902 το πατριαρχείο ζήτησε από την ελληνική κοινότητα Σκοπίων την αποστολή ενός εκπροσώπου της για το διακανονισμό των εκκρεμών υποθέσεων.
Η εφοροδημογεροντία εξέλεξε τότε τον έφορο των ελληνικών σχολείων Θωμά Σταυρίδη, έμπορο και ανεψιό του άλλοτε μητροπολίτη Σκοπίων Παϊσίου.
Στα Σκόπια η κατάσταση ήταν πολύ τεταμένη και τα πνεύματα των Ελλήνων ιδιαίτερα εξημμένα.
Χάρη στις μεσολαβητικές ενέργειες του Έλληνα προξένου των Σκοπίων Μ. Ραφαήλ αποσοβήθηκε τις μέρες εκείνες γενική επίθεση των Ελλήνων στην ελληνική μητρόπολη για τη βίαιη απομάκρυνση των Σέρβων, την ώρα που τελούσαν την εκκλησιαστική λειτουργία στα σλαβικά.
Χαρακτηριστική υπήρξε η αυθόρμητη βουλγαρική συμπαράσταση στις ενέργειες των Ελλήνων κατοίκων των Σκοπίων, την οποία αποποιήθηκε αμέσως η ελληνική κοινότητα.
Η στάση όμως των Σέρβων υπήρξε επιφυλακτική, γιατί ακόμη δεν είχαν εξασφαλίσει την απόκτηση της ελληνικής μητρόπολης.
Τα γεγονότα αυτά απογοήτευσαν ιδιαίτερα τον Έλληνα πρόξενο των Σκοπίων, ο οποίος, αν και είχε ταχθεί ανεπίσημα εναντίον οιασδήποτε ελληνικής υποχώρησης στα Σκόπια, διέβλεπε μολαταύτα τη δυνατότητα πραγματοποίησης της ελληνο-σερβικής συνεργασίας στη Μακεδονία και στο Κόσοβο, εφόσον και ο Σέρβος συνάδελφός του Κούρτοβιτς αναγνώριζε τις ελληνικές διεκδικήσεις στα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηριού.
Η απόφαση της Ιεράς Συνόδου και του πατριαρχείου για την τέλεση της χειροτονίας του Φιρμιλιανού στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε σφοδρότατες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις εκ μέρους του ελληνικού πληθυσμού της πόλης αυτής.
Ανάλογη στάση τήρησε και η ελληνική κυβέρνηση, αλλά ο πατριάρχης απειλούσε με παραίτηση, αν δεν χειροτονούνταν ο Σέρβος εκκλησιαστικός εκπρόσωπος στη Θεσσαλονίκη, πράξη, που δεν θα έθιγε, κατά τη γνώμη του, τα ελληνικά συμφέροντα.
Ιδιαίτερα όμως δυσαρεστημένη από τις ελληνικές αντιδράσεις υπήρξε η ρωσική πρεβεία στην Κωνσταντινούπολη.
Ο ρώσος σύμβουλος της πρεσβείας Τζορμπατζίεφ εξέφρασε στα τέλη Μαΐου στον Έλληνα διερμηνέα της ελληνικής πρεσβείας Ναούμ τη λύπη της ρωσικής κυβέρνησης για τις ογκώδεις αντιδράσεις του ελληνικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, ο οποίος επιζητούσε να παρεμποδίσει τη χειρονομία του Φιρμιλιανού.
Η μαζική εξέγερση των Θεσσαλονικέων υποχρέωσε τελικά την Ιερά Σύνοδο να υποχωρήσει, αλλά ο αποκλεισμός ολόκληρης της Μακεδονίας ως τόπος χειροτονίας του Φιρμιλιανού, σύμφωνα με τις υποδείξεις της ελληνικής κυβέρνησης, θεωρούνταν απαράδεκτος από το πατριαρχείο.
Ανάλογες αντιδράσεις πρόβαλαν και οι Έλληνες μοναχοί του Αγ. Όρους, όταν πληροφορήθηκαν την πιθανότητα της χειροτονίας του Φιρμιλιανού στον τόπο τους.
Ο Τζορμπατζίεφ προέβηκε πάλι σε έντονα διαβήματα προς την Πύλη, η οποία τον παρέπεμψε στο πατριαρχείο.
Ο σύμβουλος της ρωσικής πρεσβείας και ο πρώτος διερμηνέας της Μαξίμωφ επισκέφθηκαν τότε τον πατριάρχη και του πα'ραπονέθηκαν για τις ελληνικές αντιδράσεις, πίσω από τις οποίες διέβλεπαν, οπως υποστήριζαν, τις ενέργειες του ελληνικού προξενείου της Θεσσαλονίκης.
Τελικά αποφασίστηκε να χειροτονηθεί ο Φιρμιλιανός στις 15 Ιουνίου στη μονή στης Σκαλωτής της επαρχίας Αίνου, 7 ώρες περίπου μακριά από το Δεδέαγατς, από τους συνοδικούς αρχιερείς Χίου Κωνσταντίνο, Βοδενών Νικόδημο και Λιτίτσης Νικηφόρο.
Στο μεταξύ στις αρχές Ιουνίου του 1902 επέστρεψε ο εκπρόσωπος της ελληνικής κοινότητας Σκοπίων Θωμάς Σταυρίδης από την Κωνσταντινούπολη και διεμήνυσε στους συμπατριώτες του ότι ο πατριάρχης είχε προσπαθήσει να τον πείσει να συμβάλει στην εκτόνωση της κατάστασης και να δεχθεί την παραχώρηση της ελληνικής μητρόπολης στους Σέρβους με
αντάλλαγμα την καταβολή 40.000 φράγκων.
Ο Σταυρίδης όμως απέκρουσε την πρόταση αυτή του πατριάρχη δηλώνοντας ότι θα ήταν προτιμότερο για την ελληνική κοινότητα να κάψει τη μητρόπολή της παρά να την παραχωρήσει στους Σέρβους.
Μάταια προσπάθησε ο Σταυρίδης να πείσει τον πατριάρχη να μην επιμείνει περισσότερο στις απόψεις του αλλά αυτός ήταν αμετάπειστος.
Πίστευε ότι η χειροτονία του Φιρμιλιανού δεν έβλαπτε καθόλου τα ελληνικά συμφέροντα και δήλωνε ότι όλα είχαν ήδη αποφασιστεί από την Ιερά Σύνοδο.
Η ελληνική κοινότητα Σκοπίων απογοητευμένη φανερά από τη στάση του πατριαρχείου, αποφάσισε στις αρχές του δεύτερου περίπου δεκαήμερου του Ιουνίου να κλείσει τη μητρόπολη και ειδοποίησε σχετικά το γενικό διοικητή.
Οι Σέρβοι τηλεγράφησαν στο Φιρμιλιανό, ο οποίος παράμενε στη Θεσσαλονίκη, ν’ αναβάλει την άφιξή του στα Σκόπια λόγω της διακοπής της λειτουργίας της εκκλησίας.
Ταυτόχρονα ο Σέρβος και ο Ρώσος πρόξενος των Σκοπίων επισκέφτηκαν τον Έλληνα συνάδελφό τους και τον παρακάλεσαν να μεσολαβήσει για την επαναλειτουργία της μητρόπολης. Ο Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος Μ. Ραφαήλ, ενεργώντας σύμφωνα με τις προσωπικές εκτιμήσεις του, δήλωσε αρχικά ότι δεν ήταν δυνατό να μεταβάλει την ομόφωνη απόφαση της ελληνικής κοινότητας, που είχε παρθεί χωρίς την παραμικρή ανάμειξη της ελληνικής προξενικής αρχής.
Στη συνέχεια όμως, ύστερα από τις έντονες συστάσεις του υπουργού Εξωτερικών Αλ. Ζαΐμη, κάλεσε τα μέλη της εφοροδημογεροντίας και ζήτησε την άρση του μέτρου που είχε ληφθεί. Στην αρχή οι Έλληνες έφοροι διαμαρτυρήθηκαν έντονα και παραπονέθηκαν για τη στάση του πατριαρχείου, αλλά έπειτα υποχώρησαν μπροστά στην επιμονή του Έλληνα προξένου.
Στις 21 Ιουνίου ο Φιρμιλιανός έφτασε αθόρυβα στα Σκόπια συνοδευόμενος από τον υπεύθυνο του ρωσικού προξενείου Θεσσαλονίκης.
Έστειλε αμέσως το Σέρβο πρωθιερέα στον Έλληνα αρχιμανδρίτη Ειρηναίο και ζήτησε να λάβει μέρος στη μεικτή λειτουργία, που θα τελούνταν από Ελληνες και Σέρβους στις 23 του μηνός.
Ο Ειρηναίος δεν έκανε αποδεκτό το αίτημά του ισχυριζόμενος ότι τη μέρα εκείνη η λειτουργία επρόκειτο να τελεστεί μόνο από τους Ελληνες.
Οταν όμως ο Σέρβος εκπρόσωπος δήλωσε ότι ο Φιρμιλιανός δεν αναγνώριζε την ελληνική κοινότητα, τότε η κατάσταση επιδεινώθηκε και οι Ελληνες αποφάσισαν να τελέσουν πρώτοι την εκκλησιαστική λειτουργία την ερχόμενη Κυριακή.
Ο Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος αδυνατώντας να τους μεταπείσει επέστησε την προσοχή του Σέρβου προξένου στη δυσάρεστη τροπή των γεγονότων και ζήτησε από τον Κούρτοβιτς να πιέσει το Φιρμιλιανό ν’ αναβάλει την πρώτη επίσημη τελετή στην ελληνική μητρόπολη.
Αυτός όμως επέμενε και όταν τελικά τελέστηκε για πρώτη φορά η εκκλησιαστική λειτουργία από το Φιρμιλιανό, απούσιαζαν κατά την τελετή όχι μόνο οι Έλληνες κάτοικοι των Σκοπίων, αλλά και οι εκπρόσωποι των τουρκικών και των προξενικών αρχών.
Η εκκρεμότητα του μητροπολιτικού ζητήματος στα Σκόπια παρέτεινε την οξύτητα της κατάστασης και πεισμάτωνε περισσότερο τους Έλληνες, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να μην αναγνωρίσουν το Σέρβο μητροπολίτη ως υπέρτατη εκκλησιαστική αρχή.
Την οριστική απόφασή τους διακήρυξαν μ’ έγγραφό τους στις 6 Ιουλίου 1902 προς τον πατριάρχη, ο οποίος όμως έσπευσε να τους συστήσει υπακοή στο Σέρβο εκκλησιαστικό εκπρόσωπο.
Υστερα από συνεχή διαβήματα του Σέρβου πρεσβευτή Γκρούιτζ στην Κωνσταντινούπολη προς το πατριαρχείο, η Ιερά Σύνοδος έστειλε κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 1902 παραινετικές επιστολές προς το μητροπολίτη Σκοπίων, τον Έλληνα αρχιμανδρίτη Ειρηναίο και την ελληνική κοινότητα Σκοπίων, στις οποίες τους παρότρυνε για ειρηνική συμβίωση, ώστε να γίνει εφικτή η καταβολή των 40.000 φράγκων που προοριζόταν για την ανέγερση νέας ελληνικής εκκλησίας.
Παρακίνησε ακόμη τους Έλληνες ιερείς να ζητήσουν συγνώμη από το Φιρμιλιανό επειδή δεν είχαν μνημονεύσει το όνομά του κατά την πρώτη επίσημη εκκλησιαστική λειτουργία.
Στο Σέρβο μητροπολίτη σύστησε επίσης πραότητα και αναμονή ως την έκδοση του νέου κανονισμού της ελληνικής κοινότητας.
Τα νέα αυτά διαβήματα του πατριαρχείου ερέθισαν ακόμη περισσότερο τα πνεύματα της ελληνικής κοινότητας Σκοπίων.
Την πρώτη Κυριακή του δεύτερου δεκαήμερου του Ιουλίου (1902) οι Έλληνες των Σκοπίων και ο Ειρηναίος απέρριψαν σχετικό αίτημα του Φιρμιλιανού, ο οποίος ζητούσε από τον Έλληνα αρχιμανδρίτη να χοροστατήσει κατά την εκκλησιαστική λειτουργία της ελληνικής κοινότητας και να διαβαστεί κατά τη διάρκειά της η πατριαρχική εγκύκλιος και το φιρμάνι, σύμφωνα με τα οποία αναγνωριζόταν ως μητροπολίτης Σκοπίων.
Η ενέργεια αυτή του Ειρηναίου προκάλεσε αμέσως σχετική απόφαση του Φιρμιλιανού, που πρόβλεπε την απόλυση του Έλληνα αρχιμανδρίτη και δυο άλλων Ελλήνων ιερέων, οι οποίοι όμως αγνόησαν και πάλι το Σέρβο μητροπολίτη.
Ο Φιρμιλιανός απείλησε τότε ότι θα αναφερόταν στη γενική διοίκηση του βιλαετιού, για να διαταχθεί η φυλάκισή τους και στην ανάγκη η εξορία τους.
Στις 26 Ιουλίου του 1902 νέα έγγραφη αναφορά των Ελλήνων εφόρων Σκοπίων στάλθηκε προς το πατριαρχείο.
Στην επιστολή τους αυτή δήλωναν ότι ήταν αποφασισμένοι να μην αναγνωρίσουν το Σέρβο εκκλησιαστικό εκπρόσωπο και να μη παραχωρήσουν στους Σέρβους την ελληνική μητρόπολη.
Φαίνεται όμως ότι οι απόψεις αυτές των Ελλήνων εφόρων δεν απηχούσαν γενικότερα τις γνώμες ολόκληρης της ελληνικής κοινότητας, όπως προκύπτει από σχετική επιστολή του Έλληνα προκρίτου Δημ. Δήτσια προς το πατριαρχείο, γραμμένη στις 24 Ιουλίου, στην οποία ο ίδιος καταφέρεται κατά των εφόρων Σταυρίδη και Κομμάτη και του αρχιμανδρίτη Ειρηναίου, που αντιστρατεύονταν στις αποφάσεις του πατριαρχείου με ανάρμοστες ενέργειες.
Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, τον Αύγουστο του 1902, η Ιερά Σύνοδος υπέδειξε την ανάκληση του Ειρηναίου, τον οποίο θεωρούσε κυρίως υπεύθυνο για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στα Σκόπια.
Διέταξε επίσης τη σύγκληση γενικής συνέλευσης της ελληνικής εφοροδημογερονίτας, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο.
Κατά τη συνέλευση αυτή οι γνώμες διχάστηκαν: ορισμένοι ζητούσαν να συμμορφωθούν σύμφωνα με τις υποδείξεις του πατριαρχείου, ενώ άλλοι αρνούνταν να υποχωρήσουν.
Τελικά έπειτα από τις έντονες πιέσεις του Έλληνα προξένου και τις αλλεπάλληλες διαβεβαιώσεις του ότι το πατριαρχείο θα εκπλήρωνε τις υποσχέσεις του, οι εφοροδημογέροντες δέχτηκαν να κρατήσουν διαλλακτική στάση, αφού πρώτα συγκαλούνταν η γενική συνέλευση της ελληνικής κοινότητας.
Στη νέα αυτή συνέλευση σύσσωμη η ελληνική κοινότητα με επικεφαλής τον Ειρηναίο, ο οποίος ασκούσε επιρροή στα πλήθη και συνιστούσε στους συμπολίτες του να τηρήσουν άκαμπτη στάση, απέρριψε τις προτάσεις των εφόρων.
Ο Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος κάλεσε τότε τον Ειρηναίο, του έκαμε αυστηρές συστάσεις και τον απείλησε ότι θα διαταζόταν αμέσως η ανάκλησή του, εφόσον συνέχιζε να προτρέπει τον ελληνικό πληθυσμό να μη συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του πατριαρχείου.
Ο Ειρηναίος όμως έμεινε αμετάπειστος στις θέσεις του και ο Ελληνας πρόξενος με τη συναίνεση των δημογερόντων ζήτησε από την ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπουλη να επιδιώξει την άμεση ανάκληση του αρχιμανδρίτη, όπως και έγινε.
Η ανάκληση του προϊσταμένου της ελληνικής κοινότητας Σκοπίων δεν αποκατέστησε βέβαια την ηρεμία.
Συντέλεσε όμως βαθμιαία, ώστε οι Έλληνες να δεχθούν την παραχώρηση της εκκλησίας του Αγ. Σωτήρος στους Σέρβους, αφού εξασφαλιζόταν πρώτα η αυθυπαρξία της κοινότητάς τους.
Αντέδρασαν επίσης κατηγορηματικά στην απόφαση του πατριαρχείου για το διορισμό του ηλικιωμένου Θέοδ. Μαντζουράνη ως αντικαταστάτη του Ειρηναίου και ζήτησαν την αποστολή ενός νέου, δραστήριου και μορφωμένου κληρικού, απόφοιτου της Θεολογικής σχολής της Χάλκης, ο οποίος δεν θα ήταν μόνο αρχηγός της ελληνικής κοινότητας, αλλά και διευθυντής ή καθηγητής των ελληνικών σχολείων.
Στα μέσα Οκτωβρίου του 1902 το πατριαρχείο αποφάσισε να στείλει στα Σκόπια το θεολόγο και διάκονο Ιερόθεο Ανθουλίδη ως πατριαρχικό Έξαρχο, για να σταθμίσει από κοντά την κατάσταση.
Έφτασε λοιπόν στα τέλη του μήνα ο νέος προϊστάμενος της ελληνικής κοινότητας, για να προβεί στην εκλογή νέας δημογεροντίας και εφοροεπιτροπής των ελληνικών σχολείων και να φροντίσει να βρει ένα κατάλληλο χώρο για την ανέγερση της μελλοντικής ελληνικής εκκλησίας.
Η εκλογή των αντιπροσώπων της κοινότητας θα πραγματοποιούνταν σύγχρονα με την εφαρμογή ενός νέου κανονισμού, ο οποίος θα καθόριζε ανάμεσα σ’ άλλα και τη διάρκεια της ενάσκησης της εξουσίας των κοινοτικών αρχόντων.
Εκκρεμές όμως παράμενε ακόμη το ζήτημα της κτηματικής περιουσίας της ελληνικής μητρόπολης Σκοπίων.
Τα εισοδήματα από τα ακίνητα που εισπράττονταν ως τότε από την ελληνική κοινότητα, θα παράμεναν, σύμφωνα με τη γνώμη του νέου προϊσταμένου Ιερόθεου Ανθουλίδη, στην κυριότητα των Ελλήνων διαφορετική γνώμη είχε όμως η σέρβική πλευρά.
Συγκεκριμένα υποστήριζε ότι τα κτήματα αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα της εκκλησίας, η οποία είχε επιδικαστεί στους Σέρβους και συνεπώς θα παραχωρούνταν κι αυτά σ’ εκείνους.
Ενώ λοιπόν εμφανίζονταν νέα σύννεφα στον ορίζοντα που πιθανόν να προδίκαζαν νέες περιπλοκές, οι Βούλγαροι εκπρόσωποι στα Σκόπια, ο μητροπολίτης Σινέσιος και ο εμπορικός πράκτορας Nedcolff, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πετύχουν τη ματαίωση της αποστολής του πατριαρχικού Εξάρχου.
Ο Nedcolff είχε προσεγγίσει επανειλημμένα τον Μ. Ραφαήλ, του είχε ζητήσει τη συνεργασία του και του είχε επισημάνει την προσοχή στους σοβαρούς κινδύνους, που διέτρεχε η ελληνική κοινότητα μετά την οριστική παραχώρηση της εκκλησίας στους Σέρβους.
Οι βουλγαρικές ανησυχίες ήταν πράγματι δικαιολογημένες καθώς διέβλεπαν την πιθανότητα διάσπασης των εξαρχικών πληθυσμών του βιλαετιού Κοσόβου, κυρίως εκείνων που είχαν ρευστή εθνική συνείδηση, όπως είχε συμβεί κατά την τελευταία περιοδεία του Φιρμιλιανού στο Κουμάνοβο.
Απειλούσαν λοιπόν ότι σε περίπτωση που οι Έλληνες θα παραχωρούσαν στους Σέρβους τη μητρόπολη, θα την καταλάμβαναν βίαια και θα έδιωχναν τους Σέρβους.
Παρά τις βουλγαρικές απειλές, οι Σέρβοι δεν έδειχναν θορυβημένοι και επίσημα θεωρούσαν ολόκληρη την επαρχία Σκοπίων σέρβική.
Παράλληλα σημείωναν σημαντικές επιτυχίες και στην επαρχία Δεβρών και Βελεσσών με τη συμπαράσταση του μητροπολίτη Πολυκάρπου.
Τη συμβολή του Πολύκαρπου υπογραμμίζει σ’ επιστολή του στις Νοεμβρίου του 1903 ο Σέρβος πρόξενος του Μοναστηριού Μ. Μιχαήλοβιτς προς τον αρμόδιο υπουργό Εξωτερικών Αν. Νίκολιτς, όπου ανάμεσα στ αλλά τόνιζε:
«Ο Πολύκαρπος είναι Έλληνας, αλλά δεν θα τον αντάλλαζα με τον καλύτερο Σέρβο».
Στα τέλη Οκτωβρίου του 1902 πραγματοποιήθηκε η σύγκληση της γενικής συνέλευσης της ελληνικής κοινότητας Σκοπίων, η εκλογή εξελεγκτικής επιτροπής και νέας εφοροδημογεροντίας και η σύνταξη του πρώτου κανονισμού της κοινότητας, ο οποίος αναγνώριζε το μητροπολίτη Σκοπίων ως πνευματικό αρχηγό της ορθόδοξης ελληνικής κοινότητας.
Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος θα ίσχυε για 6 χρόνια, εγκρίθηκε από την Ιερά Σύνοδο το Νοέμβριο του 1902.
Η ελληνική κοινότητα Σκοπίων αναγνωρίστηκε αυτοτελής και αυτόνομη, με δικό της προϊστάμενο, αλλά υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στους Σέρβους τη μητρόπολη του Αγ. Σωτήρος αντί 40.000 φράγκων.
Το ποσό αυτό θα χρησίμευε για την ίδρυση της νέας ελληνικής μητρόπολης του Αγ. Μηνά, η οποία θα συμπεριλάμβανε στην κατοχή της και την κτηματική περιουσία της εκκλησίας του Αγ. Σωτήρος3. Τον πολύτιμο αυτό κανονισμό της ελληνικής κοινότητας, που παράμενε μέχρι σήμερα άγνωστος, έκρινα σκόπιμο να τον παραθέσω αμέσως παρακάτω.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκε από τον καθηγητή της Οεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Αθ. Αγγελόπουλο το «Πατριαρχικόν και Συνοδικόν Σιγιλλιώδες Γράμμα», το οποίο ορίζει σε γενικές γραμμές την οργάνωση της ελληνικής κοινότητας Σκοπίων και αποτελεί την εισαγωγή του κυρίως κανονισμού.
Κανονισμός
της εν Σκοπίοις Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος
σ. 1 συν ταχθείς μεν υπό Ειδικής Επιτροπής και εγκριθείς υπό γενικής συνελεύσεως των μελών της Κοινότητος ταύτης, αναθεωρηθείς δε υπό της Ιεράς Σύνοδον και επικυρωθείς υπό της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Ιωακείμ Γ συ νωδά τη από 15 Οκτωβρίου ε.έ. αποψάσει της Αγίας και Ιεράς Συνόδου και τη επι τη βάσει ταύτης ημερομηνίαν 17 του αυτού μηνός γραφεία!;ς πατριαρχικής επιστολής προς τον σεβασμιώτατον Μητροπολίτην άγιον Σκοπείων κύριον Φιρμιλιανόν κατά μήνα Νοέμβριον έτους 1902!
σ. 2 Προνοία και κελεύσει Πατριαρχική παραγενομένου του εν Σκοπίοις Πατριαρχικού Εξάρχου προς διευθέτηση• των ενοριακών πραγμάτων της Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότήτος εν ιδιαιτέρως και εν γενικαίς συνελεύσεσι της ενορίας συνετάχθη, εθεωρήθη και εγένετο παρά πάντων αποδεκτός ο επόμενος Κοινοτικός Κανονισμός συγκείμενος εξ άρθρων 46 καθ ’ όν θέλουν διευθύνεσθαι εις το μέλλον πάντα τα της Κοινότητος ιερά και αγαθά, ήτοι ο οικοδομηθησόμενος ίδιος αυτής ενοριακός Ναός του αγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνά του θαυματουργού, τα σχολεία των αρρένων και θηλέων, τα κοινοτικά κτήματα τά τε παρόντα και τα επόμενα και λοιπά ανήκοντα αυτή πράγματα.
Κεφάλαιον A '
Περί Κοινότητος εν γένει
Αρθρον I. Η εν Σκοπιοις ορθόδοξος ελληνική κοινότης αποτελεί κανονικήν ενορίαν εκκλησιαστικήν της Ιεράς Μητροπόλεως Σκοπίων, αναγνωρίζουσα μεν ως κανονικόν αυτής αρχηγόν και ποιμένα τον υπό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας εκλεγόμενον και διοριζόμενον μητροπολίτην Σκοπίων, κεκτημένη δε δικαιώματα εσωτερικής αυτοτελείας και αυτοδιοικήσεως δια πατριαρχικού και Συνοδικού Συγιλλιώδους Γράμματος κεκυρωμένα και τεταγμένα υπό την πνευματικήν οδηγίαν σεβασμίου ιερατικού προϊσταμένου αρχιμανδρίτη, εκλεγό¬μενου υπό της Κοινότητος ή και αποστελλομένου εν ανάγκη υπό του αγιωτάτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατ ’ αίτησιν της Κοινότητος (σελ. 3) χρηματίζοντος διαρκούς μέλους του Πνευματικού Δικαστηρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Σκοπείων και βοηθησομένου υπό δύο εφημερίων ιερέων και ενός ιεροδιακόνου, οιτινες πάντες οφειλουσιν εν πάση ιεροτελεστία μνημονεύειν του ονόματος του κανονικού Μητροπολίτου κατά την κανονική τάξιν.
Αρθρον 2. Οι ενορίται της Ορθοδόξου ελληνικής Κοινότητος οι εκκλησια- ζόμενοι εν τη ιερά εκκλησία του αγίου Μηνά ένθα η θεία λειτουργία και πάσαι αι ιεροπραξίαι τελ.ούνται εις γλώσσαν ελληνικήν, διαιρούνται εις τρεις τάξεις, ήτοι εις τους συνεισφέροντας εις τα ελληνικά εκπαιδευτήρια ετησίαν συνδρομήν α) άνω της ημισείας οθωμανικής Λίρας, β) άνω του ενός τετάρτου της οθωμανικής Λίρας και γ) άνω των 5 γροσίων αργυρών.
Αρθρον 3. Δικαίωμα συμμετοχής εις τας γενικάς συνεδριάσεις της Κοινότητος ως εκλογείς έχουσιν οι εν αυτοίς σταθεροί κάτοικοι είτε ιδιοκτήται είτε επί ενοικίω από ΰτέντε μηνών εν αυτή μονίμως εγκατεστημένοι ορθόδοξοι χριστιανοί, οι συμπληρώσαντες το 22ο έτος της ηλικίας αυτών.
Άρθρον 4. Εκ των εκλογέων εκλέξιμοι ως δημογέροντες, έφοροι των Σχολών και επίτροποι του ναού εισί μόνον οι οικογενειάρχαι, οι ειδότες ανάγνωσιν και γραφήν και έχοντες τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα προσόντα.
Άρθρον 5. Αποκλείονται του δικαιώματος εκλογέων τε και εκλεξίμων: α) πάντες οι διατελέσαντες υπό εκκλησιαστικά επιτίμια και οι όντες πολιτικώς επιλήψιμοι, β) οι διαχειρισάμενοι ταμεία κοινοτικά και μήπω δόντες ευθύνας της διαχειρίσεως αυτών, εκτός εάν (σελ. 4) αποδειχθή ότι η έλλειψις αύτη δεν προήλθε εκ μέρους αυτών και γ) οι στερούμενοι των εν τοις άρθροις 2, 3 και 4 οριζομένων προσόντων.
Κεφάλαιο Β '
Περί διοικητικών σωματείων και του τρόπου της εκλογής αυτών
Άρθρον 6. Η διοίκησις των Κοινοτικών ανατίθεται εις τα εξής σωματεία: α) την τετραμελή δημογεροντία, β) την τριμελή επιτροπήν του ναού και γ) την πενταμελή εφορίαν των σχολών, εν η και ο γενικός ταμίας της Κοινότητος.
Άρθρον 7. Η εκλογή των σωματείων της Κοινότητος γενήσεται τακτικώς κατά διετίαν ούτω πως: Την Α ' Κυριακήν μετά το νέον έτος ο προϊστάμενος της Κοινότητος αναρτά τον κατάλογον των συνδρομητών εν τη αιθούση της Σχολής όπου και αφίνει αυτόν επί μιαν εβδομάδα, ίνα προσέλθωσι και εγγραφώσιν οι βουλόμενοι, μεθ’ ο παραδίδονται ούτοι τοις εν ισχύι σωματείοις, όπως ταύτα προβώσιν εις εξέλεγξιν των εγγραφέντων, εάν ούτοι έχωσι τα εν τοις άρθροις 2, 3 και 4 απαιτούμενα προσόντα και δεν αποκλείονται των δικαιωμάτων κατά το άρθρον 5. Μετά ταύτα παραδίδεται ο κατάλογος της εν ισχύι εφορείας, όπως εισπράξη τας συνδρομάς μέχρι τέλους Ιανουαρίου και κατά τας αρχάς Φεβρουάριου προσκαλεί εν τη αιθούση των Σχολών εν ορισμένη ημέρα και ώρα τους την συνδρομήν αυτών αποδώσαντας εκλογείς και εκλεξίμους, οίτινες εξ καταλόγου σχηματισθέντος υπό των ισχύι σωματείων ανηρτημένου και περιλαμ- βάνοντος εις τρεις σειράς ανά εκάστην το τρίτον των εκλεξίμων, προβαίνουσι δια α ' μυστικής ψηφοφορίας εις εκλογήν εκ της πρώτης μεν σειράς, εν η απαραιτήτως δέον όπως η ηλικία των υποψηφίων υπερβαίνη το 40όν έτος, τεσσάρων δημογερόντων, εκ της δευτέρας εις εκλογήν εφορείας των σχολών και εκ της τρίτης επιτρόπων του ναού. Οφείλουσι δε (σελ. 5) να εκλέξωσι δια τα σωματεία άνδρας ευυπολήπτους, ζηλωτάς των καλών και φιλοπάτριδας. Μετά την διαλογήν των ψήφων και την ανάδειξιν των σωματείων συντάσσεται πρακτικόν, εν ω διαλαμβάνονται και οι επιλαχόντες και όπερ παραδίδεται τοις προϊσταμένοις προς επικύρωσιν. Οι ούτω λοιπόν εκλεγέντες αποτελούσι τα νόμιμα σωματεία της Κοινότητος.
Άρθρον 8. Μετά τον διορισμόν των προσώπων, άτινα αποτελέσουσιν έκαστον σωματείον, η Δημογεροντία, η Εφορεία και η Επιτροπή συνερχόμενοι κατ ’ ιδίαν εκλέγουσι τους εαυτών προέδρους, ταμίας και γραμματείς του γενικού ταμίου, εκλεγομένου υπό των μελών όλων των σωματείων. Απαρτία λογίζεται, όταν παρώσιν οι ημίσεις εκ των εγγεγραμμένων εν τω της Κοινότητος καταλόγω πλείον ενός. Δ ιαλυομένης της συνεδριάσεως λόγω ελλείψεως απαρτίας, η μετά μια εβδομάδα συγκληθησομένη γενική συνέλευσις λογίζεται εν απαρτία οσωνδήποτε παρόντων.
Περί δημογεροντίας
Άρθρον 9. Η δημογεροντία, τετραμελής ούσα, συνεδριάζει κατά δεκαπενθη¬μερίαν υπό την προεδρίαν του προϊσταμένου και συζητεί περί υποθέσεων αφορωσών την Κοινότητα. Προϊστάμενη δε των λοιπών σωματείων δικάζει τας μεταξύ των διαφοράς και εξετάζει ειρηνοδίκης περί παντός υπό ιδιωτών διατυπωθέντος παραπόνου σχετιζομένου προς τα κοινοτικά. Οφείλει δ’ όπως προκειμένου περί σοβαρού κοινοτικού ζητήματος, προσκαλεσαμένη και τα λοιπά σωματεία συσκεφθή από κοινού και πάσα εν τοιαύτη συνεδριάσει ληφθείσα απόφασις οφείλει να η σεβαστή εις πάντας τους απαρτίζοντας την Κοινότητα. Ο νόμιμος της Δημογεροντίας πρόεδρος ιερατικός προϊστάμενος μεθ ' ενός εκ των μελών αυτής, του νουνεχεστέρον (σελ. 6) μάλλον πεπειραμένου και μεμορφωμένου αποτελούσι μέλη του Μικτού Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου της Ιεράς Μητροπό- λεως Σκοπίων.
Άρθρον 10. Κατά πάσαν συνεδρίασιν της Δημογεροντίας μετά των λοιπών σωματείων δέον οπως συντάττωνται πρακτικά, άπερ θα καταχωρίζωνται εις το επί τούτω βιβλίον.
Άρθρον 11. Χρέη γραμματέως εν ταις συνεδριάσεσι της Δημογεροντίας εκτελεί εν εκ των εις τούτο ικανών η και εις εκ των δασκάλων, υποχρεούμενος εν τοιαύτη περιστάσει όπως μη κοινολογή τα αποφασιζόμενα.
Άρθρον 12. Πλην του βιβλίου πρακτικών η τε Δημογεροντία και τα λοιπά σωματεία οφείλουσι να έχωσι και βιβλιον πρωτοκόλλου, εν ω θα σημειούται παν ανταλλασσόμενον έγγραφον φέρον τον αριθμόν πρωτοκολλήσεως.
Άρθρον 13. Υπ ’ ευθύνην της Δημογεροντίας ο γενικός της Κοινότητος ταμίας φυλάττει εν ιδιαιτέρω μέρος πάντα τα αρχεία της Κοινότητος.
Περί εφορείας των Σχολών
Άρθρον 14. Τα εκπαιδευτικά καθιδρύματα της Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος Σκοπίων διευθύνονται υπό της πενταμελούς εφορείας εκλεγομένης κατά διετίαν, εν γενική συνεδριάσει ως διαλαμβάνει το 6ον άρθρον.
Άρθρον 15. Η Εφορεία εν συνεννοήσει μετά του προϊσταμένου και του διευθυντού των Σχολών συντάττει κανονισμόν των Σχολών αφορώντα την εσωτερικήν διοίκησιν αυτών, ον οφείλουσι να σέβωνται το τε διδάσκον και διδασκόμενον προσωπικόν και οι πολίται.
Άρθρον 16. Η Εφορεία εν συνεδρία αυτής κατά τα μέσα Μαιου οφείλει να σκεφθή και να αποφασίση περί της διατηρήσεως ή αποπομπής ολοκλήρου ή μέρους του προσωπικού ανακοινούσα τοις ενδιαφερομένοις δυο ή τρεις ημέρας μετά τας εξετάσεις τα δέοντα και ανανεούσα με τα συμβόλαια (σελ. 7) δια το μένον προσωπικόν, φροντίζουσα δ’ εγκαίρως δια την αντικατάστασιν του αποχωρού- ντος τοιούτου.
Άρθρον 17. Η εφορεία κατά την εκλογήν προσωπικού οφείλει ν ’ αποβλέπη εις τα προσόντα αυτού, ηθικά και πνευματικά, να λαμβάνη υπ ’ όψιν τα διπλώματα ή άλλα έγγραφα σπουδών των διδασκάλων και διδασκαλισσών και πιστοποιητικά περί της αλλαχού ευδοκίμου και χρηστής αυτών διδασκαλίας. Πλην δε τούτου οφείλουσι να εφοδιασθώσι κατά την τάξιν οι διδάσκαλοι και δια του απαιτουμένου ενδεικτικού του Μητροπολίτου, όστις υποχρεούται τη αιτήσει της Εφορείας να χορηγή τούτο συνωδά τη σχετική Κυβερνητική και Εκκλησιαστική Εγκυκλίω,
Άρθρον 18. Η Εφορεία πρέπει να φροντίζη ώστε νΛ,&ρ'χφνται αι εγγραφαί μετά την 15ην Αυγούστου και μέχρι τέλους ιδίου μηνάς νό^σί συντεταγμένα τα προγράμματα και κατά τας αρχάς Σεπτεμβρίου να άρχώνται τακτικώς τα μαθήματα.
Άρθρον 19. Ως πόρους η Εφορεία θα έχη τα ενοίκια των κτημάτων Σχολής και Εκκλησίας, την ετησίαν των πολιτών συνδρομήν, τα δικαιώματα εγγραφών, ελέγχων, ενδεικτικών, βαπτιστικών, τον κατά την εορτήν των Σχολών δίσκον, το της Εκκλησίας εισόδημα και παν ό,τι εξ ευσεβούς πηγής ήθελε προκύψει.
Άρθρον 20. Η Εφορεία δια του γενικού αυτής ταμία θα πληρώνη τον μισθόν του προϊσταμένου, του προσωπικού της Σχολής, των ιερέων, του κανδηλανάπτου, επιστάτου, και παν ό,τι χρειασθή δια τε την καύσιμον και γραπτήν ύλην, χωρίς να δικαιούται να εξοδεύη άνω των 100 γροσίων κατά μήνα (σελ. 8) άνευ συνεννοήσεως μετά των λοιπών σωματείων.
Άρθρον 21. Η Εφορεία ή και εν μέλος αυτής εν ονόματι της Εφορείας οφείλει να επισκέπτηται τακτικώς καθ ’ εβδομάδα την Σχολήν και εποπτεύη την εκτέλεσιν των καθηκόντων του προσωπικού, φροντίζουσα όπως η εν τω προγράμματι διδακτέα ύλη διδαχθή ανελλιπώς και μη επιτρέπουσα μηδεμία προσθαφαίρεσιν προς τα καθεστώτα απάδουσαν.
Άρθρον 22. Η Εφορεία δέον να φροντίζη περί παντός ό,τι δύναται να συντελέση εις την προαγωγήν και εύκλειαν των Σχολών και συνεννοούμενη μετά των λοιπών σωματείων προνοή άμα περί της βελτιώσεως των οικονομικών αυτής.
Άρθρον 23. Η Εφορεία έχει σφραγίδα, ήτις θα μένη παρά τω γενικώ ταμία, δι ’ ής θα σφραγίζωνται πάντα τα εξερχόμενα έγγραφα και τα συμβόλαια του προσωπικού.
Άρθρον 24. Η Εφορεία οφείλει να συνεδριάζη τακτικώς μεν κατά δεκαπενθη¬μερίαν, ημέραν Κυριακήν, εκτάκτως δε οσάκις ανάγκη τις αν η• η παρουσία τριών αυτής μελών αποτελεί απαρτίαν, τας δ ' αποφάσεις αυτής οφείλουσι να σέβωνται και τα απουσιάζοντα μέλη.
Περί επιτροπής του ναού
Άρθρον 25. Η επιτροπή του ναού, τριμελής ούσα, οφείλει εν συνεννοήσει μετά των άλλων σωματείων να φροντίζη περί της ευπρεπείας αυτού, να διατηρή εν αυτώ την εκκλησιαστικήν τάξιν και ησυχίαν και να επιτρέπη μηδεμίαν καινοτομίαν απάδουσαν τη θρησκεία και τοις οριστικώς τεθεσπισμένοις.
Άρθρον 26. Η επιτροπή του ναού τας καθ ’ εκάστην εκ δόσεων, κηρίων και λοιπών προερχομένας εισπράξεις οφείλει, αφού εγγράψη εις τα βιβλία να (σελ. 9), παραδώση τω ταμία, όστις και θα κρατή ιδιαίτερον βιβλίον παντός είδους πόρων δίδων σχετικήν απόδειξιν εκ των διπλοτύπων τοιούτων και λαμβάνων τοιαύτην δια παν έξοδον, όπερ ήθελε κάμη.
Άρθρον 27. Ο ταμίας του Ναού οφείλει δις του μηνός να παραδώση τω γενικώ ταμία της Κοινότητος όσα χρήματα έτοιμα ήθελεν έχη και τούτο είναι χάριν
αποδείξεως.
Άρθρον 28. Η Επιτροπή του ναού οφείλει να έχη σφραγίδα δι ’ ης θα σφραγίζη πάντα τα έγγραφα αυτής.
Άρθρον 29. Η επιτροπή του Ναού δεν δικαιούται να ξοδεύη δι ’ εκτάκτους της εκκλησίας ανάγκας πλείω των 100 γροσίων κατά μήνα άνευ της μετά των λοιπών σωματείων συνεννοήσεως.
Αρθρον 30. Η επιτροπή του Ναού οφείλει συνεννοούμενη μετά των λοιπών σωματείων να καταρτίση διατίμησιν και κανονισμόν των ιεροπραξιών, ώτινι συνεπά να διέπεται τα του Ναού.
Κεφάλαιον Γ'
Γεν/καί Διατάξεις
Άρθρον 31. Εν ταις γενικαίς συνεδριάσεσι οφείλουσι τα προσερχόμενα μέλη της Κοινότητος ίνα ποιώνται χρήσιν προς αποφυγήν παρεννοήσεων μιας και μόνης γλώσσης, της ελληνικής.
Άρθρον 32. Έκαστον μέλος εισερχόμενον εις την ωρισμένην αίθουσαν των συνεδριάσεων οφείλει να εγγράψη το όνομα αυτού εις το βιβλίον της παρουσίας.
Άρθρον 33. Εκάστη συνεδρίασις πρέπει να προεδρεύεται υπό του προϊσταμέ¬νου και κωλυομένου τούτου υπό του γεροντοτέρου των δημογερόντων, εν ελλείψει δε και τούτου η συνεδρίασις διορίζη τον εκ των παρόντων κατάλληλον, (σελ. 10).
Άρθρον 34. Ο πρόεδρος έχων απλήν ψήφον διευθύνει τας συζητήσεις, δίδει τον λόγον τω αιτούντι αυτόν, επιτηρεί την ευταξίαν και τίθησι τα ζητήματα εις ψηφοφορίαν. Εν ισοψηφία υπερισχύει το την ψήφον του προέδρου έχον μέρος.
Άρθρον 35. Έκαστον μέλος της Κοινότητος έχει μιάν και μόνην ψήφον μη δυνάμενον επ ' ουδενί λόγω ν ’ αντιπροσωπεύη έτερον απάντα.
Αρθρον 36. Εις τας συνεδριάσεις ο θέλων να ομιλήση, δεν δικαιούται να διακόψει έτερον απάντα αλλά περατώσαντος τούτου την ομιλίαν, αρχίζει τον λόγον του.
Άρθρον 37. Εν εκάστη γενική συνεδριάσει χρέη γραμματέως θέλει εκτελή ο υπό της συνεδριάσεως ευρισκόμενος κατάλληλος. Οφείλει δ ’ ούτος διαρκούσης αυτής, να κρατή σημειώσεις των αγορεύσεων και εν τέλει συντάσσει πρακτικόν διαλαμβάνον το αποτέλεσμα της γενομένης εργασίας, όπερ, αφού αναγνωσθή προηγουμένως, υπογράφεται υπό των μελών και τελευταία υπό του προέδρου.
Άρθρον 38. Αι πράξεις και αι αποφάσεις πάσης γενικής συνεδριάσεως ως και παντός σωματείου γίνονται κατά πλειοψηφίαν.
Άρθρον 39. Ο ενιστάμενος κατά εκλογής ή αποφάσεώς τίνος κοινοτικής συνελεύσεως, ίνα γένηται δεκτή η αίτησίς του, δέον όπως καταθέση εις τον γενικόν ταμίαν μίαν Λίραν Οθωμάνικήν, ήτις επιστρέφεται μεν αυτώ, εάν ήθελεν εγκριθή υπό της γενικής συνελεύσεως, συγκαλουμένης και πάλιν, νόμιμος η αίτησίς του, θα καταλογίζεται δε προς όφελος των σχολών, εν η περιπτώσει η ένστασις αύτη ήθελεν ευρεθή αβάσιμος.
Αρθρον 40. Η παραιτησις μέλους των σωματείων οφείλει να εκδίδηται εγγράφως τω προϊσταμένω, όστις συγκαλών εις συνεδρίασιν όλα τα σωματεία αποφασίζει περί της αποδοχής αυτής ή μη και του αντικαταστάτου.
(Σελ. 11) Άρθρον 41. Παν μέλος οιουδήποτε σωματείου προσκαλούμενον και μη παρουσιαζόμενον εις τρεις κατά σειράν συνεδριάσεις άνευ δεδικαιολογημέ- νης αιτίας στερείται (δυσανάγνωστη λέξη) και αντικαθίσταται νομίμως.
Άρθρον 42. Είτε το παραιτούμενον είτε το παυόμενον μέλος σωματείου τινός αντικαθίσταται δια του αμέσως επιλαχόντος.
Άρθρον 43. Απαγορεύεται αυστηρώς τω τε γενικώ και τω της εκκλησίας ταμείω το δανείζειν προσωρινώς ή επί τόκω χρήματα κοινοτικάς οιουδήποτε αξιόχρεως και αν η ο δανειζόμενος. Εάν όμως παρουσιάζηται σπουδαίον περίσσευμα και προταθή είτε η παρά τινι τραπέζη κατάθεσις είτε η αγορά προσοδοφόρου κτήματος, ανάγκη όπως η πράξις αύτη εγκριθή εν Γενική της Κοινότητος συνεδριάσει.
Άρθρον 44. Ο Γενικός ταμίας εν συνεννοήσει μετά των σωματείων δύναται να προβή εις δίκην δια πάσαν καθυστέρησιν ενοικίων και λοιπών διορίζων τον κατάλληλον δικηγόρον.
Άρθρον 46. Ο παρών κανονισμός αναγνωσθείς συνεζητήθη κατ ’ άρθρα εν τη γενική συνεδριάσει των μελών της Κοινότητος τη 27 Οκτωβρίου 1902 υπό την προεδρείαν ιδιαιτέρου Πατριαρχικού Εξάρχου και εγκριθείς υπ ’ αυτών ισχύει δια μιαν εξαετίαν. Εάν όμως κατά την διάρκειαν ταύτην αποδειχθή άρθρον τι ελλειπές, δικαιούται εν τη γενική και πάλιν συνεδριάσει των μελών η ολομέλεια των τριών σωματείων να τροποποιήση τούτο ή προσθαφαίρεση και αναλόγως της ανάγκης. Δια πάσαν τροποποίησιν, προσθήκην ή αφαίρεσιν, η Κοινότης δι ’ αιτήσεως αυτής ζητεί αρμοδίως την έγκρισιν της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας».
Στις 7 Νοεμβρίου του 1902 η νέα εφοροδημογεροντία της ελληνικής κοινότητας Σκοπίων έστειλε σχετική αίτηση στο πατριαρχείο για την κατασκευή της νέας μητρόπολης του Αγ. Μηνά στη συνοικία Ίπνι Πάικο.
Οι Έλληνες των Σκοπίων δέχθηκαν βέβαια την προεδρία του Σέρβου μητροπολίτη στο μεικτό εκκλησιαστικό δικαστήριο, αλλά ζητούσαν να συμμετέχουν σ’ αυτό ως μέλη ο εκάστοτε προϊστάμενος της ελληνικής κοινότητας με 2 Έλληνες ιερείς.
Η ελληνική κοινότητα επιδίωξε ακόμη να ξεκαθαριστεί και το ζήτημα της έκδοσης των αδειών γάμου και να εκδίδονται αυτές στα ελληνικά.
Τα ελληνικά αιτήματα έγιναν δεκτά από το πατριαρχείο.
Καθώς έληγε το Δεκέμβριο του 1902 η αποστολή του Ιερόθεου Ανθουλίδη στα Σκόπια, η νέα συνέλευση της ελληνικής κοινότητας εξέλεξε 2 νέους δημογέροντες, τους Ηλ. Αλντιντόπ, ο οποίος υπήρξε αυτοκρατορικός επίτροπος των ανατολικών σιδηροδρόμων, και το γιατρό Γεώργιο Κρέη, απόφοιτο της ιατρικής σχολής του Παρισιού.
Η έκδοση του κανονισμού της ελληνικής κοινότητας Σκοπίων δεν αποκατέστησε βέβαια την τάξη στα Σκόπια εφόσον οι δυο κοινότητες συνέχιζαν να εκκλησιάζονται στη μητρόπολη του Αγ. Σωτήρος.
Συχνές υπήρξαν οι εκκλησιαστικές διαμάχες ανάμεσα σ’ Έλληνες και Σέρβους κατά τους πρώτους μήνες του 1903 και αλλεπάλληλες ήταν οι διαμαρτυρίες του Φιρμιλιανού και της σερβικής πρεσβείας προς τον πατριάρχη.
Στα τέλη Φεβρουάριου του 1903 έφτασε τελικά στα Σκόπια ο Έλληνας αρχιμανδρίτης Παΐσιος, ο οποίος έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από την ελληνική κοινότητα.
Ο Παΐσιος παράδωσε στον Έλληνα πρόξενο Ραφαήλ τον κανονισμό της ελληνικής κοινότητας και το πατριαρχικό σιγίλλιο.
Μετά την ανάγνωση του πατριαρχικού σιγιλλίου οι Έλληνες έστειλαν ευχαριστήριο έγγραφο προς τον πατριάρχη και υποσχέθηκαν να τηρήσουν διαλλακτική στάση.
Έτσι την Κυριακή 2 Μαρτίου του 1903 μνημονεύθηκε για πρώτη φορά σε επίσημη εκκλησιαστική λειτουργία ο Φιρμιλιανός ως μητροπολίτης Σκοπίων.
Σε σύντομο λόγο του που εκφώνησε στη συνέχεια, προέτρεψε τους Έλληνες να συνεργάζονται αρμονικά και να συμβάλουν στην αποκατάσταση της τάξης.
Η κατάσταση όμως επιδεινώθηκε σημαντικά, όταν οι Σέρβοι πληροφορήθηκαν λίγο αργότερα την παραχώρηση της κτηματικής περιουσίας της μητρόπολης Σκοπίων στους Έλληνες.
Τότε δήλωσαν ότι δεν επρόκειτο ν’ αναγνωρίσουν την απόφαση του πατριαρχείου και διακήρυξαν ότι το οικόπεδο, στο οποίο θα κτιζόταν η εκκλησία του Αγίου Μηνά, ανήκε στην κατοχή τους.
Παράλληλα ο Φιρμιλιανός απειλούσε τη ματαίωση της ανέγερσης της εκκλησίας του Αγ. Μηνά, ενώ στην Κωνσταντινούπολη πραγματοποιούνταν έντονα σέρβικά διαβήματα προς τον πατριάρχη.
Μπροστά στην άκαμπτη όμως στάση του πατριάρχη, ο οποίος έστειλε τον Ιούνιο του 1903 και σχετική επιστολή προς τον Φιρμιλιανό, ο Σέρβος πρέσβης Γκρούιτς υποχώρησε, αλλά ζήτησε να απλοποιηθεί το σύστημα της εκκλησιαστικής λειτουργίας στο ναό του Αγ. Σωτήρος, αίτημα, το οποίο εξάρτησε ο πατριάρχης από τη μελλοντική στάση των Ελλήνων των Σκοπίων.
Σύγχρονα ο Ιωακείμ Γ' απευθύνθηκε με σχετικό έγγραφο προς τον Παΐσιο, στις 17 Ιουνίου, στο οποίο υπογράμμιζε:
«...κατά μεν τας Κυριακάς τελώνται αι ιεροτελεστίαι εναλλάξ μίαν δηλονότι Κυριακήν Ελληνιστί και μίαν Σερβιστί κατά δε τας εν τω μεταξύ της εβδομάδας παρεμπιπτούσας εορτάς Ελληνιστί τε και Σερβιστί, ηγουμένων οτέ μεν των Ελλήνων οτέ δε των Σέρβων λαμβανόντων κατά τας της ημέρας προσόδους κατά τον ίδιον τρόπον προς αποφυγήν των άχρι τούδε συμβαινουσών λυπηρών συγκρούσεων».
Οι Έλληνες όμως των Σκοπίων δεν ήταν διατεθειμένοι να κάμουν καμιά υποχώρηση ως προς το σύστημα της τέλεσης της εκκλησιαστικής λειτουργίας πριν από τη δημοσίευση του φιρμανιού, που θα έδινε την άδεια για την ανέγερση της νέας μητρόπολης του Αγ. Μηνά.
Γι αυτό και οι ελληνοσερβικές συγκρούσεις στα Σκόπια συνεχίστηκαν αμείωτες και στους επόμενους μήνες του 1903.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου Σέρβοι δάσκαλοι εισέβαλαν στο ναό του Αγ. Σωτήρος και επιτέθηκαν με ρόπαλα και ξύλα κατά των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της εκκλησιαστικής λειτουργίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου