Ιστορία του Βόρειου ελληνισμού
ΘΡΑΚΗ
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)
που αν και υστερούσε ποσοτικά απέναντι στους βουλγαρικούς πληθυσμούς,
ωστόσο κατείχε την οικονομική και την πολιτιστική πρωτοβουλία στην ανάπτυξη του τόπου.
Οι διαρκείς επεμβάσεις των Ρώσων αξιωματούχων στους διοικητικούς μηχανισμούς της επαρχίας αυτής προς όφελος του βουλγαρικού στοιχείου
και σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων
καθώς και η συνειδητοποίηση εκ μέρους της τουρκικής πλευράς ότι
η Ανατολική Ρουμελία υπήρξε ουσιαστικά χαμένη για την Πύλη,
συνέβαλαν αποφασιστικά στον ραγδαίο εκβουλγαρισμό της Βόρειας Θράκης.
Απεγνωσμένες προσπάθειες κατέβαλε κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο ο Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος της Φιλιππουπόλεως Αθ. Ματάλας για την βελτίωση του πολιτικού καθεστώτος του βορειοθρακικού ελληνισμού.
Αθανάσιος Δ. Ματάλας (1836-1922) |
στον τρόπο καταρτισμού των διαφόρων δικαστηρίων και των διοικητικών συμβουλίων και στην ρύθμιση της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας των Ελλήνων και των Βουλγάρων ιερέων.
Η ελληνική γλώσσα σε γραμματόσημο της εποχής εκείνης |
Παρά τις ρωσικές πιέσεις ο Ματάλας υποστήριξε με θέρμη τις ελληνικές θέσεις κατά τις σχετικές συζητήσεις για την κατάρτιση του Οργανικού νόμου.
Για τον Έλληνα διπλωματικό εκπρόσωπο το θέμα της γλώσσας ήταν το πιο βασικό.
Για το μελλοντικό διοικητικό σύστημα θεωρούσε ότι συμφερότερο υπήρξε το οθωμανικό με μικρές τροποποιήσεις ώστε να κατοχυρώνεται απόλυτα η αντιπροσώπευση του χριστιανικού στοιχείου.
Το εκκλησιαστικό ζήτημα χαρακτηριζόταν για την πολυπλοκότητά του εφόσον ο απώτερος βουλγαρικός σκοπός στόχευε στον εκβουλγαρισμό της Φιλιππουπόλεως,
ενώ για τα ελληνικά συμφέροντα η προσθήκη των παραλίων του Εύξεινου Πόντου,
όπου έδρευαν 3 μητροπολίτες, κρινόταν σκόπιμη και ευνοϊκότατη.
Στις 14/26 Απριλίου 1879 υπογράφτηκε ο Οργανικός νόμος της Ανατολικής Ρουμελίας, ο οποίος πρόβλεψε την δημιουργία της τοπαρχίας κάτω από την πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία του σουλτάνου.
Η τοπαρχία θα είχε πρωτεύουσα την Φιλιππούπολη
και θα διαιρούνταν σε 6 νομούς και 26 επαρχίες.
Πρωτεύουσες των νομών καθορίζονταν
η Φιλιππούπολη,
το Τατάρ Παζαρτζίκ,
το Χάσκιοϊ,
η Εσκή Ζαγρά,
η Σήλυμνος και
ο Πύργος.
Σε κάθε αστικό δήμο ο δήμαρχος είχε ανάλογα με την πληθυσμιακή σύνθεση 1-3 παρέδρους και δημοτικό συμβούλιο, ενώ σε κάθε αγροτικό ο δήμαρχος διέθετε βοηθό 1 πάρεδρο.
Ο σουλτάνος διόριζε για 5 χρόνια τον χριστιανό γενικό διοικητή της τοπαρχίας και έπειτα από την έγκριση των μεγάλων δυνάμεων.
Ο γενικός διοικητής αναλάμβανε στην συνέχεια, με δική του κρίση, να πλαισιώσει και να συγκροτήσει τους διοικητικούς μηχανισμούς της τοπαρχίας.
Η Διοίκηση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στο κέντρο καθιστός ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Βογορίδης |
Κύριες γλώσσες ορίσθηκαν η τουρκική, η ελληνική και η βουλγαρική.
Οι επίσημες πράξεις, οι δημοσιεύσεις, η αλληλογραφία και οι δικαστικές αποφάσεις των διοικητικών και δικαστικών αρχών των νομών, των επαρχιών και των δήμων θα γίνονταν στην γλώσσα της πλειοψηφίας του πληθυσμού κάθε περιοχής εκτός αν υπήρχε μειοψηφία ίση με το μισό τουλάχιστο της πλειοψηφίας οπότε θα χρησιμοποιούνταν εξίσου και η γλώσσα της μειοψηφίας.
Οι νόμοι της τοπαρχίας, τα διατάγματα και οι εγκύκλιοι θα συντάσσονταν και στις τρεις γλώσσες.
Όλοι οι πολίτες της Ανατολικής Ρουμελίας θα απολάμβαναν ίσα δικαιώματα και η εκπαίδευση θα ήταν ελεύθερη.
Η τοπαρχία θα συμμετείχε στα γενικά οικονομικά βάρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας με αναλογία 3/10 των προσόδων της.
Τα προϊόντα της νέας αυτοδιοικούμενης επαρχίας θα κυκλοφορούσαν ελεύθερα σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία καθώς και τα εισαγόμενα στην Ανατολική Ρουμελία.
Ο Οργανικός νόμος καθόριζε ακόμη το φορολογικό σύστημα, το ζήτημα της πολιτοφυλακής και τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης.
Η δικαιοσύνη θα απονεμόταν από τους δημάρχους εκεί, όπου δεν υπήρχαν επαρχιακοί δικαστές, από τους επαρχιακούς δικαστές, από τα νομαρχιακά δικαστήρια και από το ανώτατο δικαστήριο.
Από τον Μάιο του 1879, από τότε δηλαδή που μπήκε ουσιαστικά σ’ εφαρμογή η αυτονομία της Ανατολικής Ρουμελίας, ανάλαβε την διοίκηση της Βόρειας Θράκης ο βουλγαρικής καταγωγής Αλέξ. Βογορίδης (Αλέκο πασάς), ενώ τα ρωσικά στρατεύματα εγκατέλειπαν την περιοχή.
Από τότε λοιπόν άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την πορεία του ελληνικού στοιχείου της Βόρειας Θράκης
καθώς εντεινόταν βαθμιαία η ανθελληνική στάση των βουλγαρικών κομιτάτων
σε βάρος των ελληνικών κοινοτικών, εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1879 οι Βούλγαροι επιχείρησαν να καταλάβουν την ελληνική εκκλησία της Αγ. Παρασκευής στην Φιλιππούπολη.
Οι συνεχείς διαμαρτυρίες των Ελλήνων και οι αλλεπάλληλες αναφορές και τα υπομνήματά τους προς τις ελληνικές κυβερνήσεις, το πατριαρχείο,
την Πύλη και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις στάθηκε αδύνατο να φέρουν συγκεκριμένο αποτέλεσμα
καθώς διευρυνόταν διαρκώς η άνιση μεταχείριση των ελληνικών πληθυσμών και οδηγούσε σταθερά στον εκβουλγαρισμό τους.
Παρά το γεγονός ότι ο Οργανικός νόμος καθιέρωνε ως επίσημες γλώσσες της τοπαρχίας, την ελληνική, την βουλγαρική και την τουρκική (και την γαλλική), επιμέρους διευκρινιστικές διατάξεις περιόριζαν την χρήση της ελληνικής σε επίσημα κείμενα νόμων, εγκυκλίων και εντύπων και σε έγγραφα διοικητικών και δικαστικών οργάνων περιφερειών.
Ελάχιστα τηρήθηκαν ως προς το ελληνικό στοιχείο της Ανατολικής Ρουμελίας και τις φιλελεύθερες αρχές που προέβλεπε ο Οργανικός νόμος σχετικά με την ισονομία και την ισοπολιτεία των εθνοτήτων, την ισότητα των δικαιωμάτων τους, την θρησκεία, την ελευθερία της εκπαίδευσης, την ισότητα στην κατανομή των δημόσιων θέσεων, την εκλογή υπαλλήλων με βάση την εθνολογική σύνθεση των διαφόρων περιφερειών καθώς και τα θέματα, που αφορούσαν την προσωπική ελευθερία και την προσωπική ιδιοκτησία.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι την ημέρα της άφιξης του Αλέκο πασά στην Φιλιππούπολη, τον Μάϊο του 1879,
τα επίσημα έγγραφα του διορισμού του διαβάσθηκαν από τον ίδιο
μόνο στα βουλγαρικά και στα τουρκικά,
πράγμα που προκάλεσε τις ελληνικές διαμαρτυρίες.
Η φιλοβουλγαρική διοίκηση του Αλέξ. Βογορίδη υποχρέωνε ασταμάτητα τον Έλληνα διπλωματικό εκπρόσωπο Αθ. Ματάλα να διαμαρτύρεται προς όλες τις κατευθύνσεις και ιδιαίτερα προς την ελληνική κυβέρνηση και την κεντρική υπηρεσία, στις οποίες υπογράμμιζε ότι
«μόνον εάν αι αρχαί αντιμετωπίσουν με ισότητα τας εθνότητας θα παυσουν αι μεταξύ των έχθραι».
Τον Αύγουστο του 1879 ο Αθ. Ματάλας περιέγραφε επιγραμματικά και με ανάγλυφο τρόπο την κατάσταση:
«Η κυβερνητική κατάστασις της επαρχίας εξακολουθεί πάντοτε η αυτή.
Εκ δε ταύτης όχι μόνον οι επανερχόμενοι Οθωμανοί ασφάλειαν καμμίαν δεν έχουσι, αλλά και οι ημέτεροι ομογενείς, ως και πάντες οι μη Βούλγαροι, δεν ευρίσκονται εν πολύ κρείττονι καταστάσει. Ουδεμία υπόθεσις είτε δικαστική, είτε διοικητική διεξάγεται νομίμως•
πας μη Βούλγαρος έχει άδικον».
Ο Ματάλας επέστησε την προσοχή των αρμοδίων της ελληνικής πρεσβείας της Κωνσταντινουπόλεως στην ανάγκη να τροποποιηθεί το άρθρο του Οργανικού νόμου, που καθιέρωνε την ισοβιότητα των δημοσίων υπαλλήλων και του οποίου η ύπαρξη εγκυμονούσε σοβαρότατους κινδύνους με την διαιώνιση της παραμονής των Βουλγάρων στους κρατικούς μηχανισμούς.
Προσπάθειες κατέβαλλε ακόμη για τον διορισμό Ελλήνων υπαλλήλων στην ανώτερη διοικητική βαθμίδα και για την ενεργό συμμετοχή του ελληνικού στοιχείου στην δημόσια διοίκηση.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, σύμφωνα με τις απόψεις του Έλληνα διπλωματικού εκπροσώπου, θα δινόταν η δυνατότητα στους ανώτερους και πολύ πιο εξελιγμένους (στο οικονομικό και στο πολιτιστικό πεδίο) Έλληνες αξιωματούχους να προστατεύσουν τα δικαιώματα των συμπατριωτών τους και να υπερκεράσουν τους εκπροσώπους των άλλων εθνοτήτων στους διοικητικούς τομείς της αυτοδιοικούμενης επαρχίας.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε και στην διατήρηση του θεσμού των μικτών δικαστηρίων και των παρέδρων δικαστών που ίσχυε και στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Στις επίπονες πραγματικά ενέργειές του για την προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων συγκαταλέγεται και η πρότασή του για την μετάκληση Ελλήνων (συνταξιούχων) δικαστικών και την οργάνωση των τοπικών δικαστηρίων, η οποία, όπως ήταν φυσικό, απορρίφθηκε από την διοίκηση της επαρχίας.
Οι αλλεπάλληλες παραβιάσεις κατά την εφαρμογή του Οργανικού νόμου σε βάρος του ελληνικού στοιχείου, η διογκούμενη δυσαρέσκεια των Ελλήνων της Βόρειας Θράκης, αλλά και η οδυνηρή απογοήτευση του Έλληνα διπλωματικού εκπροσώπου από την χλιαρή και άτολμη στάση του ελληνικού κράτους, που μαστιζόταν από χρόνια εσωτερικά προβλήματα και αδυνατούσε να συνδράμει τον βόρειο ελληνισμό, προκαλούσαν διαρκείς εκρήξεις αγανάκτησης και πίκρας στον Αθ. Ματάλα, ο οποίος σε κάποια ύστατη έκκλησή του σε σχετική επιστολή του στις 9 Μαΐου του 1879 υπογράμμιζε τα εξής:
«Ακόμη και εάν ολίγας ελπίδας εχωμεν επί της Ανατολικής Ρωμυλίας, ανάγκη να ενισχυθούν οι ομογενείς εις τρόπον
ώστε ν ’ αποτελέσονν αντιστάθμισμα
δι ' αμοιβαίαν παραίτησιν των Ελλήνων επί της Ανατολικής Ρωμυλίας
και των Βουλγάρων επί της Μακεδονίας».
Οι προσπάθειές του να πείσει την βουλγαρική πλευρά για την ανάγκη της ελληνοβουλγαρικής συνύπαρξης αποτύχαιναν.
Η ανθελληνική δράση του βουλγαρικού στοιχείου κορυφώθηκε με κύριους συντονιστές τους φανατικούς οργανωτές των βουλγαρικών λεσχών και ιδιαίτερα των Γυμναστικών εταιριών, οι οποίες, αν και είχαν καταργηθεί τυπικά στα 1880, στην ουσία συνέχιζαν το έργο τους με κύριο στόχο την προσάρτηση της Ανατολικής Ρουμελίας στην Βουλγαρία.
Η άμεση αντίδραση του Αθ. Ματάλα στην δραστηριότητα των βουλγαρικών Γυμναστικών εταιριών προκάλεσε οξύτατη ελληνοβουλγαρική αντιπαράθεση και την έκδοση επίσημης ανακοίνωσης εκ μέρους της βουλγαρικής πλευράς,
στην οποία απαγορευόταν στο εξής οποιαδήποτε δοσοληψία με το ελληνικό στοιχείο.
Ανάλογη βουλγαρική λέσχη που είχε ιδρυθεί στον Στενήμαχο, αποσκοπούσε στον εκβουλγαρισμό του ελληνικού πληθυσμού εφόσον εξανάγκαζε
οποιονδήποτε εμπορευόμενο κάτοικο της πόλης, που συναλλασσόταν με τα γύρω χωριά, να προμηθεύεται πρώτα σχετικό έγγραφο από την βουλγαρική εκκλησία,
το οποίο να πιστοποιούσε ότι εκκλησιαζόταν εκεί,
και έπειτα να πληρώνει την συνδρομή του στην βουλγαρική λέσχη.
2. Με την πάροδο του χρόνου η πολιτική κατάσταση ολοένα και χειροτέρευε στην Βόρεια Θράκη.
Η ελληνοβουλγαρική αντιπαράθεση αποτελούσε πια καθημερινό φαινόμενο τόσο στο εκπαιδευτικό και στο εκκλησιαστικό πεδίο όσο και στο κοινοτικό.
Μεταξύ 1880-1884 διαδραματίσθηκαν οξύτατες ελληνοβουλγάρικές διαμάχες στα επίκαιρα αστικά κέντρα της Βόρειας Θράκης και προκλήθηκαν μεγάλα επεισόδια στην Φιλιππούπολη, ανάμεσα σ’ Έλληνες και Βουλγάρους μαθητές στα Ζαρίφεια εκπαιδευτήρια και όταν οι Βούλγαροι επιχείρησαν να καταλάβουν την ελληνική εκκλησία της Αγ. Παρασκευής, στον Στενήμαχο κατά τις εκλογές των επαρχιακών συμβουλίων και στο Καβακλή (1881), όταν έγιναν κύριοι της μονής της Αγ. Τριάδως, η οποία αποδόθηκε όμως και πάλι στο ελληνικό στοιχείο έπειτα από την μεσολάβηση των Ευρωπαίων προξένων.
Gavril Krastevich Гаврил Баев Кръстевич (1817-1898) |
Με την άνοδο στην εξουσία του νέου γενικού διοικητή της Ανατολικής Ρουμελίας, Γαβριήλ Κρέστοβιτς, στα 1883, διαφάνηκαν πλέον ανάγλυφα οι βουλγαρικοί στόχοι και εντάθηκαν οι προσπάθειες για την ίδρυση της μεγάλης Βουλγαρίας και την υλοποίηση του Αγ. Στεφάνου.
Παρά τις απατηλές υποσχέσεις του ότι θα τηρούσε τον Οργανικό νόμο, ο Κρέστοβιτς προχώρησε με θεσμικά μέτρα στην απονομή σύνταξης στους μαχητές της βουλγαρικής λέσχης που είχαν πολεμήσει τους Τούρκους
και απαγόρευσε τις δημόσιες διαδηλώσεις εκ μέρους Ελλήνων και Τούρκων, που έσπευδαν βαθμιαία να εγκαταλείπουν την Ανατολική Ρουμελία.
Από τις αρχές του 1885 κορυφώθηκε η ένταση με την πραγματοποίηση δυναμικών βουλγαρικών συλλαλητηρίων σε διάφορες πόλεις της Βόρειας Θράκης.
Τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα οξυμμένα και λόγω της έξαρσης του μακεδονικού ζητήματος που είχε πάρει επικίνδυνες διαστάσεις.
Οι διαδηλωτές εξέφραζαν την συμπαράστασή τους στον αγώνα των συμπατριωτών τους στην Μακεδονία και υπογράμμιζαν με το περιεχόμενο των λόγων τους τα εχθρικά προς τους Έλληνες και τους Τούρκους αισθήματά τους.
Αφορμή για το ξέσπασμα των Βουλγάρων σε βάρος του ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Ρουμελίας
αποτέλεσαν τα θλιβερά γεγονότα της Φιλιππουπόλεως τον Απρίλιο του 1885,
όταν οι Έλληνες είχαν σημαιοστολίσει την πόλη λόγω της ονομαστικής γιορτής του Γεωργίου A '.
Είναι γεγονός ότι οι ελληνικές ενέργειες για την ανάρτηση των ελληνικών σημαιών στα σπίτια και στα καταστήματα της Φιλιππουπόλεως πήραν μαζικό και πανηγυρικό χαρακτήρα ως συνέπεια της συναισθηματικής αντίδρασης και εκτόνωσης από τον διαρκή κατατρεγμό του ελληνισμού από τους Βουλγάρους.
Φανατικοί Βούλγαροι έσπευσαν στις 22 Απριλίου να κατεβάσουν τις ελληνικές σημαίες, να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν τα ελληνικά καταστήματα και να κακοποιήσουν τους αμυνόμενους Έλληνες.
Την επομένη, στις 23 Απριλίου τού 1885, μπροστά στα αδιάφορα βλέμματα των αρχών, η σύγχυση γενικεύθηκε και η αναταραχή διογκώθηκε με το ξέσπασμα αλλεπάλληλων βουλγαρικών επιθέσεων κατά του άμαχου πληθυσμού και των ελληνικών εκκλησιών, σχολείων και οικιών.
Η ελληνική εφημερίδα «Φιλιππούπολις» στην γαλλική της έκδοση της 14ης Μαΐου αντέδρασε με τα παρακάτω:
Για ν’ αποφευχθούν μάλιστα τα επεισόδια, είχε διατάξει την αφαίρεση των ελληνικών σημαιών, προκαλώντας το λαϊκό αίσθημα του ελληνικού στοιχείου.
Για την διαλλακτική στάση που επέδειξε απέναντι στα γεγονότα, όχι μόνο δε δικαιώθηκε, αλλά θεωρήθηκε υπεύθυνος από την Πύλη, η οποία ζητούσε την αντικατάστασή του.
Το διπλωματικό επεισόδιο που προκλήθηκε, κατέληξε στην μετάθεση του Έλληνα διπλωματικού εκπροσώπου και στην άφιξη του πεπειραμένου από τα μακεδονικά πράγματα Γ. Δοκού.
Από τις αρχές του 1885 παρατηρούνταν
γενική αναταραχή τόσο στην Μακεδονία
όσο και σε ολόκληρη την Θράκη
με την συνεχή διείσδυση βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων
και την ένοπλη δράση των κομιτατζήδων.
Ο νέος Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος βρέθηκε μπροστά σε τελεσμένα γεγονότα.
Η πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρουμελίας ολοκληρωνόταν καθώς αλλεπάλληλα σώματα Βουλγάρων εθελοντών εδραίωναν την παρουσία τους ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς.
Λίγες μέρες αργότερα, μετά τις 6 Σεπτεμβρίου 1885, όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, ο Επ. Φίλων, πρόξενος στην Αδριανούπολη, περιέγραφε συνοπτικά τα συμβάντα:
«Η Ρωμυλιωτική πολιτοφυλακή στασιάσασα κατά του Γαβριήλ πασά ως ανθενωτικού ανέτρεψεν αυτόν της αρχής και διώρισε προσωρινήν Κυβέρνησιν υπό την προεδρίαν του Νάτσεφ, τέως γενικού Γραμματέως της Γεν. Διοικήσεως.
Το κίνημα υπεβοήθησαν στίφη βουλγαρικά εισβαλόντα εκ Βουλγαρίας.
Μέλη του Βουλγαρικού Κομιτάτου Bulgarian Secret Central Revolutionary Committee στην Στενήμαχο (1885) |
Οι επαναστάτες φοβούμενοι την επέμβασιν της Πύλης, ην τηλεγραφικώς εζητήσατο ο Γαβριήλ πασάς, και την εισβολήν τουρκικού στρατού, έκοψαν το τηλεγραφικόν σύρμα και κατέστρεψαν την σιδηροδρομικήν γραμμήν ...»
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία.
Την διακυβέρνηση της άλλοτε αυτοδιοικούμενης επαρχίας, της Ανατολικής Ρουμελίας, ανάλαβε δεκατετραμελής προσωρινή κυβέρνηση και σύγχρονα κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος και συστήθηκαν στρατοδικεία.
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1885 ο Βούλγαρος ηγεμόνας Αλέξανδρος κήρυξε την ένωση με την Βουλγαρία.
Από τις πανηγυρικές τελετές που πραγματοποιήθηκαν στην Φιλιππούπολη, απείχαν όλοι οι Ευρωπαίοι πρόξενοι εκτός από τον Ρώσο, ο οποίος είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο στα γεγονότα της προσάρτησης.
Έντονες φήμες κυκλοφορούσαν ότι επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εισβολή βουλγαρικού στρατού με σκοπό την προσάρτηση και της Μακεδονίας καθώς σχηματίζονταν βουλγαρικά ανταρτικά σώματα και παρατηρούνταν κινήσεις βουλγαρικού στρατού προς την Αδριανούπολη.
Ο Θρακιώτης Σαρακιώτης ανάλαβε και πάλι να εκπροσωπήσει τον ελληνισμό της Βόρειας Θράκης και να διαμαρτυρηθεί στους Ευρωπαίους διπλωμάτες της Κωνσταντινουπόλεως για την πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρουμελίας και την συνεχιζόμενη καταπίεση του ελληνισμού.
Η απειλή μιας βαλκανικής εμπλοκής και η ενδεχόμενη έκρηξη γενικής σύρραξης, οι μεγάλες κινητοποιήσεις του βουλγαρικού και του τουρκικού στρατού, η καθολική δραστηριοποίηση του υπόδουλου ελληνισμού και κυρίως της ελληνικής κοινής γνώμης και της επίσημης πολιτικής, που οδήγησαν στην ελληνική επιστράτευση, καθώς και η επικείμενη σερβοβουλγαρική πολεμική αντιπαράθεση δημιουργούσαν μια πολύ εύφλεκτη κατάσταση στην Ανατολική Ρουμελία, η οποία έντεινε ακόμη περισσότερο τις ανθελληνικές αναταραχές στα επίκαιρα αστικά κέντρα του σημερινού νότιου τμήματος του βουλγαρικού κράτους.
Στην Φιλιππούπολη,
στον Στενήμαχο,
στο Καβακλή,
στον Πύργο,
στην Βάρνα και
στην Αγχίαλο
στρατολογούνταν βίαια Έλληνες κάτοικοι στις τάξεις του βουλγαρικού στρατού,
παραπέμπονταν καθημερινά στα στρατοδικεία, πολλοί εξορίζονταν και το ελληνικό διδακτικό προσωπικό καταδιωκόταν αμείλικτα.
Ο ελληνισμός όμως αντιστεκόταν σθεναρά.
Με την κήρυξη του πολέμου ανάμεσα στην Βουλγαρία και την Σερβία οι έφεδροι των ελληνικών κοινοτήτων της Βόρειας Θράκης διατάχθηκαν να στρατολογηθούν με την βία.
Στον Στενήμαχο. στην Κούκλενα, στα Βοδενά και στις άλλες πόλεις οι Έλληνες αρνούνταν να καταταχθούν.
Στον Στενήμαχο 300 νέοι αποφάσισαν ν’ αποδράσουν ένοπλοι και να μην καταταγούν στις τάξεις του βουλγαρικού στρατού.
Παρολαυτά στην Φιλιππούπολη η τρομακτική δράση των Βουλγάρων είχε εξαναγκάσει ακόμη τους τελείως αγύμναστους και απειροπόλεμους Έλληνες νέους να καταταχθούν.
Στην Σωζόπολη το καταπτοημένο ελληνικό στοιχείο, αδυνατώντας ν΄ ανταπεξέλθει στις τραγικές περιστάσεις, εξαντλούσε όλα τα μέσα για ν’ αποφύγει την στράτευση.
Οι πλουσιότεροι Έλληνες νέοι της Σωζοπόλεως διέφυγαν στο εξωτερικό και άλλοι ήλθαν στην Ελλάδα.
Οι φτωχοί είχαν κρυφτεί στα βουνά και περιπλανώνταν σε απρόσιτες περιοχές.
Οι βουλγαρικές αρχές της Σωζοπόλεως, προσπαθώντας ν’ ανακόψουν την φυγή των Ελλήνων, πρόβαιναν σε αθρόες συλλήψεις και απέκλειαν τις εξόδους της πόλης.
Πολλοί στάθηκαν όμως τυχεροί και γλίτωσαν από βέβαιο θάνατο χάρη στις ενέργειες του Έλληνα προξενικού πράκτορα του Πύργου Παναγιώτη Γκόφα.
Σθεναρή υπήρξε και η αντίσταση των διαφόρων πληρεξουσίων της Βόρειας Θράκης και των Ελλήνων βουλευτών της Ανατολικής Ρουμελίας,
του Αχ. Μακρίδη της Σωζοπόλεως,
του Σ. Αντωνιάδου του Στενήμαχου,
του Εμμ. Σαχίνη του Πύργου,
του Δ. Αργυριάδη του Καβακλή και
του Γ. Κύρου της Φιλιππουπόλεως
καθώς και των Δ. Αργυριάδη και Αθ. Γκιουμουσγκερδάνη της Φιλιππουπόλεως, οι οποίοι πρόβαιναν σε αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες προς τις τοπικές βουλγαρικές αρχές της Φιλιππουπόλεως, προς τους Ευρωπαίους προξένους, την ελληνική κυβέρνηση, την Πύλη, αλλά και προς τον μονάρχη Αλέξανδρο Βάττεμβεργ.
Με έγγραφες αναφορές και υπομνήματα αρνούνταν την προσάρτηση της Βόρειας Θράκης στην Βουλγαρία, διατράνωναν την ελληνική παρουσία και απτόητοι από τις βουλγαρικές απειλές αντιτάσσονταν στις ραγδαίες διαδικασίες για την αφομοίωση των διοικητικών, οικονομικών και εσωτερικών μηχανισμών της Ανατολικής Ρουμελίας
και την εθνολογική αλλοίωση της Βόρειας Θράκης.
Τον αντίκτυπο της πραξικοπηματικής προσάρτησης της Ανατολικής Ρουμελίας μεταφέρουν αυτούσιο τον Οκτώβριο του 1885 στις εκθέσεις τους ο υπουργός εξωτερικών Θ. Δηλιγιάννης και ο Έλληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης Π. Λογοθέτης:
Η Προκύρηξη "Ανεξαρτησίας" της Ανατολικής Ρωμυλίας. |
Βοδενών,
Περιστεράς,
Φιλιππουπόλεως και τόσου άλλου ελληνικού πληθυσμού;
« ... επραγματοποιήθη η πλήρης αφομοίωσις των διοικητικών, οικονομικών και περί στρατιωτικής συντάξεως θεσμών της Ρωμυλίας προς τους της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, καταργηθεισών πασών των διατάξεων του Οργανικού Νόμου.
Ηδη το περί εκλογής αντιπροσώπων παρά τη εν Σοφία Εθνική Συνελεύσει προμνησθεν διάταγμα καταργεί πάσας τας περί Τοπαρχιακής Συνελεύσεως διατάξεις του Οργανικού Νόμου, συμπληρούν ούτω την αφομοίωσιν των θεσμών των δύο Βουλγαριών.
Άπαντες οι ενταύθα δικαίως θεωρούσιν αδύνατον πλέον την αναβίωσιν της Ρωμυλίας, όπως διερρύθμισεν αυτήν ο Οργανικός Νόμος, απορούσιν δ ' επί τίνι σκοπώ αι υπογράψασαι την Βερολίνειον Συνθήκην Δυνάμεις απεφάσισαν την αναθεώρησιν αυτού, ενώ είναι πασιφανές ότι ανετράπησαν αι βάσεις του Οργανικού Νόμου,
ότι κατηργήθη ούτος ολοσχερώς και ότι είναι αδύνατον άνευ υλικής βίας να δημιουργηθή τάξις πραγμάτων, σύμφωνος ταις διατάξεσιν αυτού, διότι προς τούτο απαιτείται η κατάργησις των ισχυόντων εν Ρωμυλία νόμων της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, οίτινες απροσκόπτως λειτουργούντες και κατά το μακρόν χρονικόν διάστημα των εργασιών της επί της αναθεωρήσεως του εν λόγω Νόμου επιτροπής, θα συμπληρώσωσι την αφομοίωσιν.
Αδιστάκτως δε φρονούσιν οι ενταύθα ότι η Αγγλία τουλάχιστον, τη εισηγήσει της οποίας οι εν Σοφία εσπευσαν να πραγματοποιήσωσι την πλήρη αφομοίωσιν των θεσμών, ουδέποτε θα συναινέση όπως βία καταστραφή το έργον της, αφού μάλιστα ανακριβώς νομίζει ότι δια της ούτω πραγματοποιηθείσης ενώσεως αι δύο Βουλγαρίαι απηλλάγησαν πάσης ρωσσικής επιδράσεως ...»
Ακόμη και οι κατάλογοι για τις εκλογές των αντιπροσώπων της Ανατολικής Ρουμελίας στην εθνοσυνέλευση της Σόφιας που είχαν αναρτηθεί στο δημαρχείο της Φιλιππουπόλεως, ήταν γραμμένοι στα βουλγαρικά.
Η τουρκοβουλγαρική συνθήκη της 25ης Μαρτίου / 5 Απριλίου 1886 αναγνώριζε για μια πενταετία τον ηγεμόνα της Βουλγαρίας Αλέξανδρο Βάττεμβεργ ως γενικό διοικητή της Ανατολικής Ρουμελίας, ενώ ειδική μικτή επιτροπή επρόκειτο ν’ ασχοληθεί με την αναθεώρηση του Οργανικού νόμου.
Παρολαυτά η εθνοσυνέλευση της Σόφιας επικύρωσε στις 2/14 Ιουνίου την ένωση.
Ακολούθησε η παραίτηση του ηγεμόνα Αλέξανδρου και το 1886 ο νέος μονάρχης της Βουλγαρίας Φερδινάνδος αναγνωρίσθηκε σύγχρονα από την Πύλη και διοικητής της Ανατολικής Ρουμελίας.
Με την ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε ανεξάρτητο βασίλειο τον Οκτώβριο του 1908 καταλύθηκε οριστικά και ο όρος «Ανατολική Ρουμελία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου