Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

XΩMA ΚΑΙ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ:
Εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου
που τύπωσε ο Ρήγας
στη Βιέννη το 1797.


I. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Μηνιαία Επιθεώρηση ΗΩΣ
1960


Πολλές φορές η Ελλάδα μας προσφέρει την εντύπωση, πως είναι μια θύμηση, μια στιγμή σταματημένη μέσα στο χρόνο.

Οι  μοναξιές της είναι πυκνές. 
Βουνά χωρίς βλάστηση, γυμνή πέτρα κατασκεπασμένη από ταπεινότατο θάμνο, φαράγγι λησμονημένο από τον αγωγιάτη, ερημικό νεράκι από τραχιά σκισματιά, που τραγουδεί σιγαλά για τον εαυτό του, μονοπάτι που νοσταλγεί τα βήματα που το έχουν εγκαταλείψει, καστροπύργι αφημένο στο πεπρωμένο του χαλασμού με το νυχτοπούλι μοναδική συντροφιά του, κ’ ένα ξωκκλήσι αλειτούργητο, που δεν το  γνιάζεται πια μήτε ο «παλαιός των ήμερων», ο «πολιός» λειτουργός του Παπαδιαμάντη, και  καλύβι που το  έχει απαρνηθεί κι ο γιδοβοσκός, ο τόπος δυσκολεύεται ν’ αναστήσει, να θρέψει τούς ανθρώπους του, κ'  οι άνθρωποί του μισεύουν γι άλλου.

Η Μακεδονία είναι μια ζωντανή παρουσία.


 Μόλις προσπεράσεις τον Πλαταμώνα, από τη μεριά του νερού, μόλις ανηφορίσεις πρός την Ελασσόνα, από τη μεριά της ηπειρωτικής στεριάς, το  νιώθεις μονομιάς, πως βρίσκεσαι σε τόπο άλλιώτικο κ΄ η στενή σου άνάσα φαρδαίνει και  το  μάτι σου ξανοίγει πλουτοφόρες απλοχωριές και  τα πάντα γίνονται πιο μεγάλα, έτσι που κι ο μόχθος ακόμα φέρνει στο νου την ανταμοιβή και  τίποτε δε φαίνεται να πλάθεται, για να πάει χαμένο. 

Είναι χρόνια πολλά από τότε που για πρώτη φορά αντίκρισα το  χώμα και  το  νερό της Μακεδονίας σ’ ένα σύντομο πέρασμα.

 Κ'  έπειτα πάλι σε μια προσεχτική περιήγηση.

 Κ΄ έγραψα τότε, πώς βρισκόμενος κανείς στη Μακεδονία αισθάνεται τη «γεωγραφία και  την Ιστορία να εξουσιάζουν το  πνεύμα του». 

Και πώς 
«έχει μπροστά τον μεγάλα ποτάμια, ψηλά και  απόκρημνα βουνά, πανάρχαια δάση, νερά που πέφτουν από τεράστιους βράχους, καταπράσινους κάμπους και  γραφικές κοιλάδες, δύσκολες κλεισούρες και  φιλόπονες ακροθαλασσιές, λίμνες και  βάλτους, πολιτείες και  χωριά, που έγραψαν με την πνευματική, την εμπορική, τη βιομηχανική τους δραστηριότητα λαμπρές σελίδες της ιστορίας του Ελληνισμού και  της προκοπής του. 
Κι από την άλλη μεριά ατελεύτητα ιστορικά περιστατικά, και  αρχαία και  μεσαιωνικά και  νεότερα, αγώνες και  κατορθώματα, αίματα και  στεναγμούς, αυτοθυσίες και  ηρωισμούς, θαυμαστά φανερώματα μιας ψυχής, που είναι πλασμένη από στέρεο μέταλλο, της ψυχής της Μακεδονίας».

Έτσι έγραψα τότες.
 Και κάθε φορά που ξαναβρισκόμουν σε κάποιο σημάδι της μακεδονικής γης, τα ίδια και  καλύτερα ένιωθα. 

Ή φυγή των Περσών στον Γρανικο ποταμό (Λεπτομέρεια από τη χαλκογραφία του Ρήγα)
Η καλή τύχη τόφερε να ζήσω από σιμά τον κόσμο της Μακεδονίας, θέλω να πω τους ανθρώπους της. 
Αυτό τον ίσιο στοχασμό, το μονοκόμματο φρόνημα τ’ ακιβδήλευτο, το σκληρό κεφάλι, που δεν ξέρει τα σκολιά μονοπάτια, την ξάστερη ματιά, την καρδιά που όσο δυσκολεύεται από μιας αρχής να δοθεί, τόσο κι αράγιστα δίνεται, σάν κρίνει πώς είναι σωστό να το αποφασίσει, το λόγο που μεστώνει σιγά σιγά, αρματωμένος με βέβαιη αύτοσυνείδηση. 

Εμείς, οι μεσημβρινοί Έλληνες διατηρούμε πολλά φερσίματα από τα χρόνια της σκλαβιάς. 

Οι  Έλληνες του Βορρά, μολονότι περίπου έναν αιώνα περισσότερο από μάς σκλαβωμένοι, διατηρούν λιγότερα. 
Δεν είναι εύπλαστός λαός. 
Ετσι υπήρξε και  η αντοχή του μεγαλύτερη. 
Κι αλήθεια, στους τόπους τούς μακεδονικούς το νιώθει κι ο πιο αμέριμνος περαστικός, πώς κάτι αντέχει πιο πολύ, πώς κάτι είναι πιο προσεχτικά σφυρηλατημένο. 
Τέτια είναι ή φυσιογνωμία του ανθρώπου. 

Καμωμένη για ν’ αντιστέκεται.
Χώρα του Μεγαλέξαντρου, έχει γνωρίσει το καταπληχτικότερο μέγεθος της ελληνικής ιστορίας. 

Τη δημιουργία μιας επικράτειας, που ξεκινούσε από τούς Ίλλυριούς και  τούς Μολοσσούς, για να φτάσει στο μυθικό Πενταπόταμο. 

Ένας όμιλος Μακεδόνες έπλασε με την πολεμική του ορμή, με την καρτερία του, με την περηφάνια του τον «μείζονα» ονομασμένο «Ελληνισμόν», αυτούς τούς ακατανόητους αιώνες του λυκόφωτος, που αναδίνουν πάντα τέτιο άρωμα γοητείας.

 Ένας έφηβος έρχεται να εκφράσει τα νιάτα μιας φυλής. 
Σαν από μιας αρχής σκαλισμένος απάνου στο ατίθασο άλογό του, αντιμετωπίζει ακαταμέτρητες στρατιές, εκπολιορκεί δεινά αρματωμένα στρατόπεδα, εκβιάζει φυσικές δυσχωρίες, παλεύει με τον εαυτό του, με τούς συντρόφους του, σχεδιάζει συντριπτικά τολμήματα κ’ έχει τη δύναμη να τα πραγματοποιεί, μέσα σε λίγα χρόνια ζωής μεταμορφώνει, με απαρόμοιαστη ένταση, τη θέλησή του σε όργανο του πιο λαμπρού πεπρωμένου. 
Μυθοποιεί τον εαυτό του. 
Κ’ ίσως δεν υπάρχει καμιά στιγμή της ζωής του, που να είναι κι δ ίδιος βέβαιος πώς δεν ονειρεύεται. Από τη συμπυκνωμένη του διάρκεια, σαν από πολύχυμο σπόρο, βλασταίνουν οι λαμπρές πολιτείες, που διδάσκουν στα πέρατα του κόσμου τδ μέγιστο μάθημα.

 Άπό την αιγυπτιακή Άλεξάντρεια ίσαμε την Άλεξάντρεια την εσχάτη. 

Οι  ελληνικοί θεοί γίνονται θεοί παγκόσμιοι. 
Οι  αλλόφυλοι συνταιριάζονται με τα ελληνικά φύλα,
οι ετερόδοξοι με τούς ομόδοξους, 
οι αλλόγλωσσοι με τούς ομόγλωσσους, ο Άμμωνας συμμαχεί με το Δία, ένας θαυμαστός συγκρητισμός έρχεται να υποδηλώσει το βαθύ νόημα της ανθρώπινης κοινότητας. 

Ακόμη κι ο χαμηλοβλέφαρος Βούδδας της Ινδίας παίρνει το πλαστικό σχήμα του Δία και  του Απόλλωνα. 

Ό ελληνικός λόγος γίνεται λόγος διεθνικός. 


Οι  «βάρβαροι» νιώθουν απροσμέτρητη καύχηση, όταν κατορθώνουν να ελληνίσουν. 
Σιμά στο Νείλο και  στον ’Ορόντη, στον Τίγρητα και  στον Εύφράτη ελληνικές πολιτείες διατηρούν αμάραντη τη μνήμη του Ελληνισμού, που μπορεί και  να οκνεύει στις αρχαίες κοιτίδες του. 
Στην Πέργαμο δεινοί καλλιγράφοι, σκυμένοι με καλαίσθητη ηδονή στα φαρδιά τους αναλόγια, αφήνουν το  λόγο της τραγωδίας και  της φιλοσοφίας ν'  ανθίσει και  να μαγέψει τα πνεύματα, που έγιναν λαίμαργα, γιατί φύσησε μέσα τους ο άνεμος, που κατηφόρισε από τα μακεδονικά φαράγγια.
Ή ήττα του Δαρείου (Λεπτομέρεια από τη χαλκογραφία του Ρήγα)

Ό Αλέξαντρος ήρθε στη δύσκολη στιγμή της Ιστορίας, σε μια καμπή. 
Πήρε στα χέρια του την ευθύνη να συνεχίσει την ιστορική περιπέτεια μιας φυλής, που είχε αποκάμει πολεμώντας για ζωή και  για θάνατο, που είχε πολύ συλλογιστεί και  είχε μιλήσει πολύ. Έκλεισεν ένα κόσμο κι άνοιξεν άλλο. 

Η κλασσική Ελλάδα είχε καταντήσει πολύ στενόχωρος τόπος. 
Ένας τόπος, που τον αφέντευαν οι λογοκόποι και  τον σπάραζαν οι φιλόνικοι.
 'Ο Αλέξαντρος έσπασε τα στενά πλαίσια, που δέ χωρούσαν το  αναστημά του, την ηρωική χειρονομία του. 
'Ως προς τον κλασσικό Ελληνισμό έμοιαζε με το  φιλαπόδημο, που απαυδημένος από την καθημερινότητα της ταπεινής χαμοζωής, μεταναστεύει σε ξένους τόπους, για να πλάσει με το  μόχθο του καλύτερη τύχη.
 Δεν του φτάνει πια η μικρή πατρίδα, δε βρίσκεται ισόμετρη με την προσδοκία του και  τη μπόρεσή του. 
Ονειρεύεται τον πλατύ κόσμο, που ανοίγεται μπροστά του μαγευτικός. 

Μέσα στον Αλέξαντρο δεν υπάρχει μονάχα ο πολεμιστής, ο πολέμαρχος, ο δορυκτήτορας. 

Υπάρχει κι’ ένας Οδυσσέας, το  ακαταπόνητο πνεύμα της αποδημίας. 

Υπάρχει ο φιλοπερίεργος, θα έλεγα και  ο ποιητής, που περισσότερο απ’ όλα γεύεται το  θέαμα του κόσμου και  την ομορφιά του, μαγεύεται από την ποικιλία των φυλών.

 Έτσι, ενώ μέσα στην προσπάθειά του υπάρχει ένας καλοσχεδιασμένος σκοπός, από την άλλη μεριά ο προσεχτικός εξεταστής μπορεί με την άνεσή του να σημαδέψει και  την ανυστεροβουλία της καλλιτεχνικής ενέργειας.

 'Όπως ο πλάστης τον πηλό, πήρε κι ο Αλέξαντρος τον κόσμο στα χέρια του και  προσπάθησε να του δώσει μια καινούρια έκφραση, την έκφρασή του.
Κ’ ήρθε αργότερα, πολύ αργότερα, μια άλλη κρίσιμη και  μεγάλη στιγμή. 

Και τότε πάλι, όχι πια με την ορμή του βασιλογιού, 
που μάνα αστραφτερή μέσα στη μεθυσμένη της ομορφιά τον έπιασε στα σπλάχνα της μια νύχτα τελετουργική της Σαμοθράκης,
 τού νησιού των Κάβειρων, 
αλλά με τη στέρεη κρίση του ανθρώπου,
 που ξέρει να ζυγιάζει τα περιστατικά και  να τα μεταστρέφει προς όφελος του,
 ένας άλλος Μακεδόνας,
 ο Βασίλειος,
 άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, 
ένιωσε το  κάλεσμα της μοίρας μέσα στον ξεπεσμό της φρυγικής δυναστείας της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας του Ελληνισμού, 
που είχε διασώσει ο Αλέξαντρος,
 κ’ έγινε ο πρώτος σειράς αυτοκρατόρων, που ’γέμισαν λάμψη και  ταραχή δυο αιώνες.

 Πολέμαρχοι, εραστές της ζωής, καθώς ο Αλέξαντρος, και  νομοθέτες οι Μακεδόνες αυτοκράτορες, έζησαν πολεμώντας σκληρά με τούς Σαρακηνούς και  τούς Σλάβους. 

Είταν μια μεγάλη εποχή,
 αντάξια της Μακεδονίας,
 που είναι πάντα το  μέγεθος.
 μια αποφασιστική εποχή, 
που πρόσφερε με την αγωνία της, 
με την αντοχή της, 
με τη μεγαλοσύνη της,
 το  δικαίωμα στο Βυζάντιο να ζήσει πολλούς αιώνες υστερότερα της.
Και τότε και  πάντα ή Μακεδονία είταν ένα μέγεθος. 

Έτσι, καθώς είναι τα βουνά της και  τα ποτάμια της, αυτές οι τεράστιες κατεβασιές του νερού, πού, καμιά φορά, συνεπαίρνουν τα πάντα στο πέρασμά τους. 
Καθώς είναι οι κάμποι της, μοναδικοί μέσα στον ελληνικό χώρο, για την απεραντοσύνη τους. Καθώς είναι κι ο ασκητισμός της ακόμη. 

Η άλλη Ελλάδα έχει να παρουσιάσει ιστορικά και  μεγαλώνυμα κέντρα ασκητισμού, ωραϊσμένα από την τέχνη και  την κατάνυξη των βυζαντινών αιώνων και  των πικρών αιώνων της σκλαβιάς. 
Αλλά μονάχα ή Μακεδονία κατέχει ένα ολόκληρο βουνό, 
μια χερσόνησο, 
μια χιλιόχρονη μοναστική πολιτεία, 
που ξαφνιάζει και  πάντα και  σε τούτους τούς καιρούς τούς αλλόκοτους. 
Τόση ομορφιά, 
τόση τέχνη, 
τόση παράδοση,
 τόση ανάλωση ψυχής 
και  πνεύματος, 
τόση προσήλωση, 
τόση αντοχή, 
επιτέλους, για να τον ξαναπούμε το λόγο, που καλύτερα από κάθε άλλον 
εκφράζει την ιδιοσυστασία της Μακεδονίας. 

Έτσι, όλα είναι φαρδιά, όλα είναι απλόχωρα εκεί πάνου.
Και τούτη ή πολιτεία, ή Θεσσαλονίκη, που ξαναχτίζεται, ολοένα ξαναχτίζεται κι ολοένα πλουταίνει, κ’ είναι μια πολιτεία γεμάτη ομορφιά, της ίδιας αντοχής διατύπωση είναι. 
Μέσ’ από τις στάχτες της μεγάλης φωτιάς, μέσ’ από φοβερούς κατατρεγμούς, από απανωτούς ολέθρους, ξαναβγαίνει στο φως με την αρχοντιά της, με τη μνήμη της, με τη γνώση της, γνώση ζωντανή, με την τέχνη της, και  του λόγου και  την τέχνη την άλλη, κ’ έρχεται να παίξει ρόλο σημαντικότατο, πρωτεύουσα του Βορρά, δεσμός της ελληνικής γης, με την κεντρική και  με την άλλη Ευρώπη, ένας έξοχος προθάλαμος και  συνάμα ένα σπουδαστήριο, όπου μπορούμε, σε μιαν ώρα περισυλλογής, να σκύψουμε πάνου στα μεσαιωνικά και  στα νεότερα πεπρωμένα μας και  ν’ αντλήσουμε ενθαρρύνσεις και  διδάγματα.
Πολλά μπορεί να πει κανείς για τούτο το  χώμα και  για τούτο το  νερό της Μακεδονίας. 

Να πει και  για τα προσωπικά του τα ενθυμήματα, για μιαν ώρα, ασάλευτη μέσα στην καρδιά του, 

ώρα της Καστοριάς, της λιμνοδίαιτης, με τη μικροσκοπική Παναγιά της την Κουμπελίδικη,
ώρα της Έδεσσας, με τούς βουερούς καταρράχτες και  τα πολύκαρπα περιβόλια, 
ώρα μακάρια του Όστροβου, 
ώρα του Βέρμιου, γεμάτη πανύψηλα χιόνια, που αστράφτουν αναπαμένα ανάμεσα γης κι ουρανού,
ώρα της Πέλλας, του πολυσήμαντου ερειπιώνα  και  της Παιονίας, της χώρας του Ρήσου’ και  του βουνού του χρυσοφόρου, 
Πάγγαιο τ’ ονομά του, όπου ο γιος του Θησέα ο Δημοφώντας ήρθε να πάρει, γυναίκα του, αρχόντισσα του τόπου, τη Φυλλίδα 
 • ώρα της Ήδωνίδας
 ώρα των Φιλίππων, που ξαναβρίσκουν τώρα τούς απολησμονημένους Φιλιππησίους του Παύλου στο σύσμιχτο πλήθος, που συμμαζώνεται κυκλογυριστά στην αρχαία θυμέλη, για να ξανακούσει τον ανίκητο λόγο της τραγωδίας
ώρα της Θάσου, που σμαραγδίζει ολόφωτη στην αγκαλιά του βορινού Αιγαίου

πόσες άλλες ώρες ακόμη!

Από κάθε ταξίδι μου προσπορίζομαι καινούρια πολύτιμα ενθυμήματα.

 Από το  στερνό, ίσαμε τούτη τη στιγμή, φέρνω μαζί μου την εντύπωση των μακεδονικών τάφων στο δρόμο, που οδηγεί από το  Θερμαϊκό στις Σέρρες, και  κάποιες δεντροστοιχίες από ακακίες φορτωμένες λουλούδια. 

Οι  ακακίες έχουν συχνά συντροφέψει τούς ρεμβασμούς της αθηναϊκής μας εφηβείας.

Μαζί με τις ταλαιπωρημένες από τούς ρομαντικούς γαζίες και  τις πιπεριές. 

Αλλά πόσο διαφορετικές είταν, την περασμένη άνοιξη, εκείνες οι μακεδονικές ακακίες ! 

Δέντρα μεγαλόκορμα, περίπου χωρίς φύλλα, με αναρίθμητα τσαμπιά κρεμάμενα από κάθε κλαδί, μια θάλασσα ευωδιά, που τη στομώνει κάπως το  κάμα τοΰ ήλιου και  που μεθυστική την ξαναφέρνει σε μια συνταραχτική εγρήγορση ή γλυκύτατη νύχτα. 

Μ’ ένα τέτιο κλαδί, μ’ ένα τέτιο λουλούδι ακακίας, σαν ένα χέρι αγαπημένο, προβαίνει να μάς απευθύνει ένα ζεστό καλωσόρισμα ή Μακεδονία’ την αντιχαιρετούμε με την αγάπη μας, αμάραντη πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: