Μακεδονομάχοι Γκόνος και Ματόπουλος |
Makedonischer Freiheitskampf-Makedonische Freiheitskämpfer.
Gonos Giotas
(Notiz Yauna:
Gonos war ein slavophoner griechisch-makedonicher Freiheitskämpfer.
Gonos war ein slavophoner griechisch-makedonicher Freiheitskämpfer.
Er war wie viele andere Makedonier, der griechiechen Sprache nicht mächtig.
Im Sumpfkampf in Giannitsa war er ein bedeutsamer Führer und Schlüsselfigur im Kampf gegen die bulgarischen Komitatji.)
του Γεωργίου Μόδη.
" ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ
ΚΑΙ
ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ"
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
(οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)
(οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)
Γκόνος Γιώτας: Επιβλητική μορφή.
Λιγόλογος, σοβαρός, αξιοπρεπής, ήταν γεννημένος αρχηγός καί σωστός άνδρας.Μέ την πρώτη ματιά σου έδινε την έντύπωσι ότι μπορούσες απόλυτα νά βασισθής επάνω του.
Ό στρατηγός Κάκκαβος, πού είχε τότε την όλη διεύθυνσι στην περιφέρεια Γιαννιτσών, τον ώνόμασε «τό στοιχειό» τής λίμνης.
Ό Βάλτος ήταν πραγματικά τό σπίτι και το βασίλειό του.
’Ήξερε όλα τά κανάλια, τις καλύβες, τούς ανθρώπους καί όλα τά μυστικά του, καθώς και τά συστήματα και τερτίπια των Βουλγάρων.
Πέρασαν απ’ τον Βάλτο αξιωματικοί και άλλοι οπλαρχηγοί. Ό Γκόνος δεν τό κούνησε και δεν τον άφησε, παρά όταν άνακηρύχθηκε τό νεοτουρκικό σύνταγμα ή εβγαινε εξω γιά επιχειρήσεις.
Ήταν μαζί οδηγός, αρχηγός, επιτελάρχης, μαχητής.
Το μακεδονικό Σώμα του Καπετάν Γκόνου και Αποστόλη Ματόπουλου |
Αναγκάσθηκε νά συνεργασθη ένα φεγγάρι μέ τούς κομιτατζήδες.
Μά γρήγορα τούς συχάθηκε.
Καί τήν ημέρα, πού τούς είδε νά θέλουν νά επιβάλουν τή βουλγαρική λειτουργία στο μοναστήρι του 'Αγίου Λουκά, τούς άφησε.
«’Έτσι θά διώξουμε τούς Τούρκους;» είπε.
(σημ Yauna: η κίνηση του Γκόνου αυτή τα λέει όλα... )
Τον χειμώνα τού 1904 άνυπομονούσε νά πολεμήση. Καί τον Φεβρουάριο του 1905 εμπαινε στή λίμνη, γιά ν΄ άρχίση τον πόλεμο.
Ό παλαιότερος αρχηγός Παύλος άπ΄ τόν Ζορμπά είχε φαρμακωθή από τον Αποστόλη καί τούς άλλους,
γιατί δέν μπορούσε νά τό χωνέψη ότι,
γιά νά έκδιωχθούν οί τύραννοι Τούρκοι,
επρεπε πρώτα νά ξεπατωθούν οί υπόδουλοι "Ελληνες.
Ή λίμνη Βάλτος ήταν τότε μιά απέραντη εκτασις γεμάτη βούρκο, καλάμια, κλαδιά καί κουνούπια, αληθινή απροσπέλαστη ζούγκλα στά πρόθυρα σχεδόν τής Θεσσαλονίκης.
*Ηταν καί ένα ανεξάρτητο κομιτατζήδικο βασίλειο μέσα στήν καρδιά τής «θεοφύλακτης καί θεόσωστης» αυτοκρατορίας τών Όσμανιδών.
Ή κυριαρχία τού Σουλτάνου καί Καλίφη, τής σκιάς τού Προφήτη στήν γή, τού μεγάλου αύθέντη καί κυρίου τών τριών ήπείρων καί επτά θαλασσών, είχε πάθει όλικήν έ'κλειψι στήν άκρη τής λίμνης. Οί υπάλληλοί του έπαιρναν κάποιο φόρο άπ τούς ψαράδες καί ψαθάδες, άλλ3 όταν έβγαιναν στήν στεριά. Μέσα στήν λίμνη κανένας αντιπρόσωπος τής κρατικής εξουσίας δέν τολμούσε νά βάλη τό πόδι του. Είχε γίνει άδιαφιλονείκητο κτήμα του βοεβόδα Άποστόλ Πετκώφ καί ακόμη χειρότερα τής σκιάς του.
"Έτρωγαν κ’ έπιναν έκεί ανενόχλητοι καί άδιατάρακτοι οί κομιτατζήδες καί την Άρτα, δηλ. την Θεσσαλονίκη, κυριολεκτικά εφοβέριζαν.
Στις 21 Αύγουστου του 1904 έγραφε στην έκθεσί του ("Αγγλική Κυανή Βίβλος) ο "Άγγλος γενικός πρόξενος Θεσσαλονίκης:
«Οί καζαδες (επαρχίες) Γιαννιτσών καί "Έδεσσας θά είναι πάλι θέατρο δράσεως υπέρ του Βουλγαρισμού καί τής εξαρχίας του βοεβόδα Άποστόλ.
Ή συμμορία του, ασφαλής στ΄ απροσπέλαστα άδυτα τού Βάλτου, θα εξακολούθηση νά ξεφεύγη κάθε σύγκρουσι καί επαφή μέ τον τουρκικό στρατό.»
Θα έπρεπε μάλιστα νά πρόσθεση ό γενικός πρόξενος καί τούς καζαδες Βέροιας καί Θεσσαλονίκης. Έδοκίμαζαν καί αύτοί οδυνηρό τον αντίκτυπο τής κομιτατζηδικής παντοκρατορίας στή λίμνη.
Ό απειράριθμος τουρκικός στρατός —μία αγγλική έκθεσις υπολόγιζε σέ 160 τά τάγματα, πού διατηρούσε «επί ποδός πολέμου» ή Τουρκία στά τρία βιλαέτια— καί ή αναδιοργανωμένη άπ΄ τούς περίφημους Ευρωπαίους αξιωματικούς χωροφυλακή ήσαν, σάν νά μήν ήσαν.
Δεν είχαν ποτέ οί Τούρκοι πολλήν αγάπη γιά τά βαθιά νερά. Είχαν ακόμα λιγώτερη γιά τά ύπουλα καί μολυσμένα νερά τού Βάλτου, δπου παραμόνευαν ό βούρκος, τά κουνούπια, ό πυρετός καί οί κομιτατζήδες.
Οί ψαράδες άνοιξαν πρώτοι δρόμους μέσα στο παρθένο δάσος τών καλαμιών.
Τά έκοβαν μέ τό δρεπάνι όσο το δυνατόν χαμηλότερα, γιά νά μπορούν νά περνάν οί «πλάβες» τους, χαμηλές βάρκες μέ πλατιά καρίνα, πού έμοιαζαν τά μονόξυλα τής Κεντρώας "Αφρικής.
"Έπρεπε νά τά ξανακόβουν κάθε λίγο καί λιγάκι, γιατί τ' άνοικονόμητα αυτά καλάμια εννοούσαν νά φυτρώνουν έκει, πού δέν τά έσπερνε ούτε τά ήθελε κανείς. "Έφτειασαν επίσης γιά τήν δουλειά τους καλύβες από καλάμια, ψάθες καί «ραγάζια», στηριγμένες σέ πρόχειρα δοκάρια, βυθισμένα στά νερά καί τον βούρκο.
"Όταν πρωτομπήκαν στόν Βάλτο οί κομιτατζήδες, τά βρήκαν όλα έτοιμα.
Είδαν ότι τό νερό καί τά καλάμια τούς έδιναν τήν ιδανικώτερη ασφάλεια, πού δέν μπορούσαν ούτε καν νά όνειρευθούν στά μεγαλύτερα βουνά καί τά πυκνότερα δάση, καί στρογγυλοκάθησαν.
Είχαν ανακαλύψει τήν δική τους γή τής επαγγελίας.
Καί αν ακόμη ή τουρκική αρχή έζωνε όλη τήν έκτασι μέ πυκνή καί ατέλειωτη αλυσίδα στρατού, δέν είχαν νά φοβηθούν τίποτε άπ΄ τον αποκλεισμό. Είχαν αποθήκες τρόφιμα στις καλύβες καί διαθέσιμα ψάρια, πουλιά, κυνήγι στή λίμνη.
Έγινε ό Βάλτος τό καταφύγιο καί τό ορμητήριό τους.
Έβγαιναν στήν στεριά, όταν ήθελαν, καί ξαναγύριζαν πίσω, μόλις άντίκρυζαν κίνδυνο. Δέν υπήρχε τρόπος νά τούς πολεμήση κανείς. Θά έπρεπε νά. καρφωθούν στήν λάσπη, τά κουνούπια καί τούς πυρετούς μεραρχίες καί σώματα στρατού ολόγυρα άπ" τήν λίμνη, γιά νά τούς κλείσουν απλώς τήν έξοδο.
Είχε καταντήσει ο Βάλτος ή μυθική σπηλιά του δράκου.
Ό τρόμος παντού γύρο απλώθηκε. "Ολα τά χωριά έλύγισαν στήν θέλησι των κομιτατζήδων. Τί μπορούσαν νά κάμουν; Θά τούς επισκέπτονταν πάνοπλοι μέσα στα σπίτια κα'ι στά χωριά τους, θά τούς έπιαναν στά χωράφια, σάν πρόβατα στον δρόμο, θά τούς έκοβαν τό ψάρεμα, τό μάζωμα καλαμιών, ψάθας κτλ. "Εως οτου πάρη είδη σι ό στρατός κα'ι κουνηθη, αν χαλνούσε το ραχάτι του για λίγους παλιογκιαούρηδες, θά βρίσκονταν οί συμμορίτες ξαπλωμένοι άναπαυτικώτατα στις καλύβες των.
Και σκότωναν άγρια και αλύπητα γιά τό τίποτα.
Είχαν επίσης στον ελεγχό τους και τούς δυο σημαντικωτέρους δρόμους τής Μακεδονίας, πού περνούσαν κοντά στον Βάλτο, τον Θεσσαλονίκης Βέροιας πρός Νάουσα, Κατερίνη καί την Κοζάνη κα'ι τά ελληνικά σύνορα και τον δρόμο Θεσσαλονίκης -’Έδεσσας Μοναστηριού πρός ’Ήπείρο και Αλβανία.
Μπορούσαν νά πιάσουν κάθε αμέριμνο ταξειδιώτη και ν΄ ανατινάξουν στήν ανάγκη γεφύρια καί οδοστρώματα.
Βαρειά ή σκιά τους σκέπαζε καί τήν πόλι των Γιαννιτσών.
Τον μητροπολίτη Στέφανο, πού ήλθε νά τερουργήση, τον υποδέχθηκαν θρασύτατα οι Βούλγαροι μέ πέτρες, χώματα καί γιουχαϊσμούς.
Τή μέρα τού Κυρίλλου καί Μεθοδίου τό 1904, εθνική εορτή των Βουλγάρων, υποχρεώθηκαν νά κλείσουν καί τά ελληνικά καταστήματα.
Καί ό οικονομικός αποκλεισμός ολοένα γίνονταν άσφυκτικώτερος.
Δεν τολμούσε νά πλησιάση "Ελληνα έμπορο καί έπαγγελματία καί νά ψουνήση ένας χωρικός, γιατί θά πλήρωνε μέ τό κεφάλι του τήν απείθεια.
Τούς ρήμαζαν καί τά κτήματα καί τά ποίμνια. Έπτά Γιαννιτσιώτες, πού πήγαιναν στο παζάρι τής Γουμένιτσας, έπεσαν στά χέρια κομιτατζήδων καί αύτοαμυνιτών. Τούς έκλεισαν σ΄ ένα αχούρι, γιά νά τούς έξαποστείλουν τή νύχτα στον άλλο κόσμο.
Κάποιος κατώρθωσε νά ξεφύγη καί νά εϊδοποιήση τον τουρκικό στρατό. Κινήθηκε αυτή τή φορά γρήγορα καί τούς άπελευθέρωσε.
"Ενα μονάχα είχαν προλάβει νά ξεκάμουν οί Βούλγαροι. Έκλαιε κάπως δυνατά καί, γιά νά τού κόψουν τις φωνές, τού έκοψαν τον λαιμό. ’Άλλοι έπτά χοορικοί ά΄ τό Ράμελ ώδηγήθηκαν μιά νύχτα έξω απ’ τό χωριό καί εξαφανίσθηκαν.
Τον Δεκέμβριο τού 1904 μπήκαν στήν λίμνη ο Τσόλας ο Περήφανος μέ τον Θεοχάρη άπ΄ τον Γιδά καί λίγους άλλους, γιά νά εγκαινιάσουν τήν ελληνική άμυνα καί άντεπίθεσι.
Έτρεξε ευθύς κοντά τους ο Γκόνοςκαί έβαλε κάποια τάξι καί σειρά. ’Έτσι άρχισε ό επικός καί μοναδικός στά παγκόσμια χρονικά ναυτικός ή αμφίβιος αυτός κλεφτοπόλεμος. Στήν αρχή οί δυσκολίες ήσαν πολλές. Τις υπερπήδησαν. Δεν λογάριασαν κόπους καί κινδύνους.
Τον Μάρτιο έφθασε καί τό πρώτο τακτικό σώμα μέ αρχηγό τον Πετρίλο (άνθυπολοχαγό Μπουκουβάλα). Παρ΄ όλες τις βουλγαρικές καυχησιολογίες στάθηκε, ρίζωσε, άπλωσε.
Σκόπελοι και εμπόδια ήσαν πολλά και μεγάλα. Σκοτεινό, αδιαπέραστο μυστήριο και αληθινός λαβύρινθος ήταν ό Βάλτος.
Άπό κάθε καλάμι μπορούσε νά σε περιμένη ή δολοφονική σφαίρα.
Οί κομιτατζήδες είχαν πιάσει όλες τις καλύβες. Προσβολή τους κατά μέτωπο ήταν άδύνατη.
Τις είχαν οχυρώσει. Είχαν φτειάξει επίσης καινούργιες, μεγαλύτερες καί δυνατώτερες καλύβες και ανοίξει καινούργια κανάλια. ’
Έπρεπε οί δικοί μας ν΄ άνιχνεύσουν πρώτα τό έδαφος, δηλ. τήν απέραντη υδάτινη έκτασι, σκεπασμένη μέ τά κίτρινα απ’ τον χειμώνα καλάμια, νά μάθουν τις εχθρικές θέσεις κα'ι συγκοινωνίες, νά ευρουν τ αδύνατα σημεία του εχθρού.
Χρειάζονταν ψυχραιμία, υπομονή, πονηριά, καρτέρια καί τήν κατάλληλη στιγμή αποφασιστική ορμή.
Αυτά ακριβώς τά προσόντα τά είχε περισσότερο άπό κάθε άλλον ό Γκόνος.
Δεν μπορούσαν νά πάρουν τις βουλγαρικές καλύβες μέ μετωπική έπίθεσι ;
Τούς ήρθαν απ’ τά νώτα.
Άφωσιωμένοι χωρικοι και αντάρτες άνοιξαν προσεκτικά και αθόρυβα καινούργια κανάλια πρός τήν πισινή πλευρά των.
Καλοί οδηγοί τούς πέρασαν επίσης μέ τά πόδια μέσα άπ τον βούρκο. "Υπήρχαν κάπου κάπου σφιχτοδεμένες ρίζες, πυκνά χόρτα, κούτσουρα κλπ., όπου μπορούσε νά πατήση κανείς, όταν ιδίως τά νερά είχαν πέσει, μέ τήν προϋπόθεσι πάντοτε, ότι ξέρει πιθαμή μέ πιθαμή τά μέρη. Όπωσδήποτε μέ τον αιφνιδιασμό καί τήν στρατηγική κύκλωσι πολλές καλύβες έπεσαν στά χέρια μας.
Στις 18 Μαρτίου έπιασαν οί δικοί μας μιά «πλάβα» μισοψαράδικη, μισοκομιτατζήδικη κάποιου Παύλου. Ειχε μέσα καί τρεις άλλους χωρικούς, καλούς συνεργάτες τών κομιτατζήδων.
Τούς ανάγκασαν νά τούς οδηγήσουν στήν βουλγάρικη καλύβα χωρίς νά βγάλουν μιλιά καί ν΄ απαντήσουν ότι ήσαν βουλγαρικές δλες οί πλάβες, αν ήθελαν ερωτηθή. Πολύ αργά πήραν είδησι οί κομιτατζήδες.
’Έπεσαν τρεις ίδικοί μας «πλαβαδόροι» έμπιστοι χωρικοί, πού ώδηγουσαν τις πλάβες, σκοτώθηκαν περισσότεροι Βούλγαροι κομιτατζήδες καί χωριάτες.
Ή καλύβα όμως άλλαξε κύριο.
Ό Γκόνος ήταν αριστοτέχνης στήν τακτική τών αιφνιδιασμών, κυκλώσεων, καμουφλαρισμάτων. Στο πρόσωπό του βρήκαν οί κομιτατζήδες τον δάσκαλό τους.
Αναγκάσθηκαν ν’ άδειάσουν ενα μεγάλο κομμάτι τού Βάλτου καί νά συμπτυχθούν,
ανέπνευσε όλος ό τόπος.
Ό τρομερός δράκος έχασε αρκετά νύχια καί δόντια καί ντροπιασμένος άποσύρθηκε στά βαθύτερα κρησφύγετά του.
Πήραν θάρρος καί οί τρομοκρατημένοι καί υποδουλωμένοι.
πτά χωριά γύρο στή λίμνη, πού είχαν ύποκύψει στήν κομιτατζηδική βία, Ζορμπάς, ’Άδενδρο (Κήρτζιλαρ), Βαλτοχώρι (Σάριτσα), Παρθένα (Τσοχαλάρ), Βραχιά (Καϊλή), "Αγιοι Απόστολοι, έτάχθηκαν τώρα αποφασιστικά στήν ελληνική παράταξι.
Άγωνίσθηκαν πολλοί αξιωματικοί στήν λίμνη ύστερα απ’ τον
Πετρίλο (Μπουκουβάλα),
ό Καψάλης (Πραντούνας) Νοέμβριος 1905 — Μάρτιος 1906,
Καβοδόρας (Ρήγας) και Κόλιας (Ρόκας) Νοέμβριος 1905 — "Ιούλιος 1906,
Κλάπας (Μακρόπουλος) "Ιούλιος— Σεπτέμβριος 1906,
Κάλας (Σάρος) Σεπτέμβριος 1906—Μάϊος 1907,
Άγρας (Αγαπητός) άπ" τήν ίδια εποχή ως τον "Ιούνιο 1907, όταν πέθανε από προδοτική βουλγαρική κρεμάλα,
Νικηφόρος (υποπλοίαρχος Δεμέστιχας) Σεπτέμβριος 1906 — Απρίλιος 1907,
Αγραφιώτης (Παπαγάκης) Ιούνιος — Δεκέμβριος 1907 και άλλοι.
Υπηρέτησαν επίσης καί οπλαρχηγοί Κρητικοί,
ό Παπαδάκης καί άλλοι.
Τά σώματα Άμύντα (Δουμπιώτη) καί Κίτσα (Δημαρά), πού προωρίζονταν γι" άλλες περιφέρειες, έμειναν επίσης στή λίμνη.
Είχε γίνει τό γενικό ίδικό μας στρατόπεδο καί εμπεδο.
Ακόμα καί οπλαρχηγοί άπ΄ τήν Δυτική Μακεδονία, όπως ό "Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, ό Κλεισουριώτης καί αντάρτες άπ΄ εκεί καί τήν "Ήπειρο, έκαμαν αρκετούς μήνες στο Βάλτο.
Αποβιβάζονταν τά σώματα άπ΄ τό Τσάγεζι μέ βάρκες κουλακιώτικες στις εκβολές του Λουδία καί κατέληγαν μέσα άπ΄ τό «Ρουμλούκι» στή λίμνη.
Μιά νύχτα μιά άπ΄ αυτές τις βάρκες συναντήθηκε μέ άλλη έξωπλισμένη τής Ρεζί, πού έψαχνε γιά λαθρέμπορους καπνού. "Έπεσαν αρκετές τουφεκιές. Τό πρωί ή αντάρτικη βάρκα ήταν εϊρηνικώτατα αραγμένη κοντά στις άλλες ψαράδικες. Λίγα μόνο σώματα ακολούθησαν τον δρόμο Όλύμπου-Πιερίων.
Ή συχνή αλλαγή των αρχηγών θά είχε δυσάρεστα αποτελέσματα, αν έλειπε ό Γκόνος.
Αυτός τούς υποδεχόταν καί τούς έπροβόδιζε καί γνώστης τέλειος προσώπων, πραγμάτων, τόπων, συστημάτων τούς κατατόπιζε.
Ήταν τό «δεξί χέρι καί ο επιτελάρχης» των, όπως λέγει καί ο Κάκκαβος.
Αυτός στο μεταξύ μάθαινε τά ελληνικά.
Τά μιλούσε μέ κάποια δόσι κρητικής προφοράς, αφού Κρητικοί ήσαν οί κυριώτεροι δάσκαλοί του.
Ζωηροί, ανυπόμονοι καί όρμητικοί οί νεοφερμένοι αξιωματικοί βιάζονταν νά ξεμπερδέψουν μέ μιάν έφοδο, άψε σβύσε, μέ τούς κομιτατζήδες καί τις καλύβες των.
Ήθελαν νά μεταφέρουν τήν τακτική τού τακτικού πολέμου καί στον σκοτεινό λαβύρινθο τού Βάλτου, γεμάτον ένέδρες, παγίδες καί εκπλήξεις. Τις κατά μέτωπο επιθέσεις είχε απαγορεύσει καί τό «κέντρον» τής Θεσσαλονίκης.
Οί καλύβες ήσαν καλά ώχυρωμένες μέ γαιοσάκκους καί χονδρά κομμάτια λασπόχωμα.
Δέν μπορούσες νά τις πλησιάσης παρά από ενα όλόϊσιο κάθετο δίαυλο, όπου δυο τό πολύ πολύ πλάβες χωρούσαν. Ό επιτιθέμενος έδέχονταν κατάστηθα άπ΄ τά προχώματα τις σφαίρες χωρίς ο ίδιος νά μπορή ν" άναπτυχθή.
Ηταν υποχρεωμένος νά προχωρήση ακάλυπτος καί βραδυκίνητος κατ΄ εύθειαν πρός τά εχθρικά όπλα. Καί άν ακόμα οί σφαίρες δέν εύρίσκαν τον ίδιο, τρυπούσαν όμως τις πλάβες καί τις βουλίαζαν.
Ήσαν έξαλλου οί κομιτατζήδες καλύτερα ώπλισμένοι.
Είχαν επαναληπτικά μάνλιχερ, ένω οί περισσότεροι δικοί μας κρατούσαν παλιά όπλα γκρα.
Πολεμούσαν επίσης όχι μόνο μέ το συνειθισμένο τους πείσμα, αλλά καί την αποφασιστικότητα του απελπισμένου.
Αν έχαναν την καλύβα, δέν είχαν καμμιά διαφυγή. Το μόνο, πού μπορούσαν τότε νά κάμουν, ήταν νά ριχθούν καί νά πνίγουν στον βούρκο του Βάλτου.
Ως τόσο παρά την απαγορευτική διαταγή του «κέντρου» καί τις συστάσεις του Γκόνου ό Καψάλης (Πραντούνας) την 21ην Απριλίου του 1906 έθεώρησε απαραίτητο νά κυριεύση μιά καλύβα, προτού ξεκινήση γιά τό Πάϊκο, όπου είχε ορισθή ή θέσις του.
Έφόρτωσε τούς άνδρες του σε εξ πλάβες, άνά τρεις σέ κάθε μιά, καί αυτός ολόρθος στήν πρώτη πλάβα ώρμησε μπροστά μέ τρελλή, οσο καί ήρωϊκή παλληκαριά.
Οί Βούλγαροι άπ΄ τον θόρυβο στά νερά καί τά καλάμια πήραν είδησι.
Καί μιά ομοβροντία τους γκρέμισε στον Βάλτο τον ωραίο καί άφοβο αξιωματικό.
Οί άλλες πλάβες έκαμαν ευθύς «ολοταχώς» πίσω.
Οι καπεταναίοι του Βάλτου: Κάλας, Άγρας και Νικηφόρος |
Παράφορος ήτο καί ο Άγρας (άνθυπολοχαγός Αγαπητός).
Καπετάν Άγρας- Ανθυπολογαχός Αγαπητός |
Κάτω από παιδική αφέλεια έκρυβε ψυχή ήφαιστειακή.
Έκυρίευσε μιά καλύβα, άποκρούσθηκε σέ μιάν άλλη, πήρε καί τό Πάτωμα Ζερβοχωρίου. Στις 11 Νοεμβρίου του 1906 γιά τό Πάτωμα δυο παλληκάρια του πληγώθηκαν καί στις 14 του ίδιου μήνα τρία σκοτώθηκαν, οί Δημ. Μακρυνιώτης άπ΄ τήν "Άμφισσα, Φώτης Τερζόπουλος άπ5 τήν Κουλακιά (Χαλάστρα) καί Γεώργιος Μητσοβίδης ή Θεμελής απ’ χήν Καστοριά, καί πληγώθηκαν ό 'Αγρας, ο ύπαρχηγός του Τηλιγάδης καί άλλοι δυο.
Στο πλευρό τού Άγρα καί Γκόνου έπεσε καί ο Γεώργιος Χατζής από κάποιο χωριό τών Θηβών, πού είχε σκοτώσει στήν έξοδο απ’ τήν εκκλησία μιά νύμφη μέ τον γαμπρό, γιατί είχε περιφρονηθή ό ίδικός του έρωτας, καί περπάτησε πολλές εβδομάδες βουνά καί μονοπάτια, έως ότου συνάντηση ένα σώμα, γιά νά καταταχθή καί έξαγνισθή.
Αεικίνητος, φλογισμένος άπ΄ τον πυρετό τής ελονοσίας καί του ενθουσιασμού, πλημμυρισμένος από ευγενικά όνειρα καί πίστι στον εαυτό του καί τούς ανθρώπους, επιχείρησε νά κατακτήσο «έξ εφόδου» καί τον βοεβόδα Ζλατάν.
Ήλθε σέ συνεννόησι μαζί του καί πήγε μόνος χωρίς σώμα καί χωρίς δπλα νά τον συνάντηση στά ορεινά κρησφύγετά του, περιστοιχισμένο άπ΄ τούς πάνοπλους κομιτατζήδές του. Βρήκε τον θάνατο άπ΄ τά χέρια των σ΄ ένα δένδρο τού Βλαντόβου, πού πήρε από τότε τ΄ όνομά του.
΄Ηταν αληθινά παράξενος και ιδιότυπος ο αγώνας στήν λίμνη. Ειχε καταντήσει σχεδόν πόλεμος χαρακωμάτων στο νερό.
Έπρεπε στήν τακτική τών κομιτατζήδων νά προσαρμόσουμε τήν ίδική μας στρατηγική. Μιά πού δέν ήταν εύκολο νά κυριεύσουμε τις καλύβες των, όπου ήσαν ώχυρωμένοι σάν σκαντζόχοιροι, κτυπούσαμε τις συγκοινωνίες καί πολεμούσαμε τις πλάβες των.
Έκάμναμε δηλ. σωστές ναυτικές επιχειρήσεις καί πλαβομαχίες.
Ό Γκόνος, πολύπειρος τώρα βετεράνος, προσπαθούσε μέ τά παρδαλά ελληνικά καί τήν γελαστή αφέλειά του νά συγκρατή τους ορμητικούς νεοφερμένους αξιωματικούς.
Έπαιρνε όμως απ’ τούς πρώτους μέρος σέ επιχειρήσεις και όταν δεν τις ειχε εγκρίνει και δεν έχανε τό αισιόδοξο χαμόγελό του κα'ι όταν είχαν αποτύχει.
«Έδώ τέλει υπομονή καί μάτια τέσσαρα», συνήθιζε νά λέγη.
— Νά φορέσουμε τότε γυαλιά, καπετάν Γκόνο, τού είπε μια μέρα γελώντας ό "Αγρας.
Δεν είχε όμως άδικο ό παλαίμαχος τού Βάλτου.
Στην καλύβα Κούγκα στις 213Ιανουαρίου 1907, όπου είχαν,φέρει τον παπά τής Μαρίνας Παπανικόλα νά διαβάση αγιασμό καί νά διώξη τά κακά πνεύματα, μιά βουλγαρική σφαίρα απ’ τά πλάγια τού έκοψε τό νήμα τών ευχών καί τής ζωής του.
Καί οί Τούρκοι;
Οί κυρίαρχοι;
Τί εκαμναν;
Θά μπορούσε νά ρωτήση κανείς.
Είχαν σταυρώσει τά χέρια καί άκουαν αδιάφοροι τις τουφεκιές τών έλληνοβουλγαρικών συγκρούσεων.
Γκιαούρηδες άλληλοσκοτώνονταν.
Τό 1906 εκανονιοβόλησαν τήν λίμνη, αφού ανέβασαν αξιωματικούς σέ δένδρα γιά τήν ρύθμισι τής βολής.
Εκαμαν όμως πολλές τρύπες στο νερό.
Αργότερα (8 Μαίου 1907) επιχείρησαν εισβολή καί κατάκτησί της μέ ειδικές ψευτοθωρακισμένες βάρκες.
Τ΄ αποτελέσματα δεν ήσαν καλύτερα. Έκυρίευσαν έρημες καί άδειες καλύβες. Τις κατέστρεψαν μέ λύσσα καί μέ τήν πεποίθησι, ότι ξεπάτωναν καί τούς καταραμένους «λησταντάρτες».
Άλλά οί καλύβες ξανάγιναν. Τό μόνο, πού δεν σπάνιζε, ήσαν τά καλάμια. Κ’ ή πολυκέφαλη άνταρτοκομιυατζήδικη ύδρα ξαναπρόβαλε.
Ό Λαμούς στο έργο του «Δεκαπέντε χρόνια βαλκανικής ιστορίας» γράφει ότι οί ίδικοί μας ώδήγησαν τούς Τούρκους στή λίμνη εναντίον τών Βουλγάρων καί ότι ένοσηλεύθησαν μάλιστα καί οί τραυματίες αντάρτες στο τουρκικό στρατιωτικό νοσοκομείο!
Ή αλήθεια είναι ότι οί κομιτατζήδες είχαν προλάβει νά ξεφύγουν άπ΄ τον Βάλτο καί όσα ελληνικά σώματα δέν είχαν επίσης ξεγλυστρήσει στήν στεριά άποσύρθηκαν μέ τον Γκόνο στά βαθύτερα άδυτά του.
Ό αύτοκρατορικός στρατός ξαναγύρισε στους στρατώνές του άπρακτος.
Αναγνώρισε ότι δέν μπορούσε νά κάμη τίποτε στο δάσος τών καλαμιών, τά σύννεφα τών κουνουπιών, τον δαίδαλο τών καναλιών, πού άλλαζε γρήγορα σχήμα καί μορφή ανάλογα μέ τό άνέβασμα καί κατέβασμα τών νερών.
Εκεί, πού έβλεπες χθές στεριά, υπήρχε τώρα λίμνη καί, δπου προχθές ήξερες δίαυλο καί δρόμο, συναντούσες σήμερα καινούργια καλάμια, δπου «ούτε φείδι δέν περνούσε».
Ό καϊμακάμης ως τόσο Γιαννιτσών τηλεγραφούσε τό Νοέμβριο ήδη του 1905 στον Χιλμή πασά. Τό «κέντρον» Θεσσαλονίκης πήρε γνώσι καί τού τηλεγραφήματος αυτού, προτού τό ίδή ή Αυτού Έξοχότης ό επιθεωρητής καί άντιβασιλεύς τών τριών βιλαετίων, ότι στήν επαρχία του οί
«Γιουνάν λησταντάρτες» εδυνάμωσαν καί προώδευσαν πολύ καί ότι επρεπε νά «παρθούν δραστικά μέτρα» εναντίον τους.
Φυσούσε τώρα άλλος αέρας. Πήραν θάρρος οί τρομοκρατημένοι, ζωντάνεψαν οί νεκρωμένοι.
Οί Βούλγαροι δέχονταν μέ τόκο τά κτυπήματα, πού τόσο γενναιόδωρα άλλοτε σκόρπιζαν.
Μέσα στον Βάλτο οί κομιτατζήδες έχαναν ολοένα έδαφος και στο τέλος είχαν περιορισθή στήν βορειοδυτική του πλευρά.
Ό Θωμάς Πέτσης απ’ τό Κρουσοβο τής Δυτικής Μακεδονίας, πού ζή τώρα ιδιωτικός αγροφύλακας στήν Φλώρινα, έκαμε δυο χρόνια μέ τον Γκόνο και ενθυμείται τήν κατάληψι παραμονές Χριστουγέννων τής κεντρικής καλύβας Τσέκρι, τής Δαλμπίνας, Κρεββατιών, Πλάσνας, μέ σημαντικές βουλγαρικές απώλειες.
Μιλάει μέ τό μεγαλύτερο πάντοτε ενθουσιασμό γιά τον Γκόνο, αν και υπηρέτησε αργότερα άλλου καί μέ άλλους αρχηγούς.
Ήλθε καί παραδόθηκε στον Γκόνο καί ενα από τά κομιτατζηδικά στελέχη, ό Μπάμπιανλης.
Μέσα στήν πόλι των Γιαννιτσών οί πολυβασανισμένοι καί αληθινά μαρτυρικοί "Ελληνες έπαψαν πιά νά είναι τά αίώνια θύματα.
Τούς Χρίστον Χατζηδημητρίου, Σοφίαν Βαρελά, Αθανάσιον Οικονόμου, Γεώργιον Χατζηγεωργίου, Καραμπατάκην καί άλλους πληρώνουν μέ τό κεφάλι των οί Βούλγαροι Χατζηδιονύσης, Αντώνιος Παπασταύρος καί Δημητρός Παπασταύρος, Μαντάλτσης καί άλλοι.
Ό αιματηρός λογαριασμός σχεδόν ισοφαρίζεται.
Τό Γυψοχώρι στήν δυτική βουλγαροκρατούμενη πλευρά τής λίμνης στάθηκε αλύγιστο, αν καί δέν μπορούσε νά ψαρέψη ή νά μαζεύη καλάμια καί «ραγάζι» καί δεχόταν συχνά επιθέσεις.
Αληθινά ηρωικό, σωστό Σούλι τής Κεντρικής Μακεδονίας, άναδείχθηκε στήν άλλη πλευρά τό Πέτροβο ("Αγιος Πέτρος).
Ό αρχηγός τής πολιτοφυλακής του (αυτοάμυνας) Γιοβάνης Ήλκος, στενός φίλος τού Γκόνου, ενας μικροκαμωμένος, χλωμός καί αδύνατος χωριάτης, δέν περιωρίσθηκε μονάχα στήν νυκτερινή ένοπλη δράσί του, άλλ’ αναλάμβανε νά ξεκαθαρίζη στά παζάρια καί όλους τούς επικινδύνους απ’ τ΄ άλλα χωριά Βουλγάρους.
Μιά μέρα, γυρίζοντας άπ΄ τό παζάρι των Γιαννιτσών, πλεύρισε τον «νατσάλνικ» (υπεύθυνο) των Κουφαλιών καί δεξί χέρι τού Άποστόλ.
Πού νά ύποπτευθή ό γιγαντόσωμος Βούλγαρος τον κακομοίρη άγνωστο συνοδοιπόρο του, πού θά μπορούσε μέ μιά γροθιά του νά τον στουμπίση.
Ό Ήλκος όμως θεώρησε αμαρτία καί ανανδρία νά τόν δολοφονήση στά καλά καθούμενα χωρίς καμμιά αφορμή.
"Έφερε μέ τρόπο τή συζήτησι στον εαυτό του, τόν περίφημο δηλ. καί μισητό Ήλκο τού Πετρόβου. Κι όταν ό νατσάλνικ στο άκουσμα τού ονόματος αυτού άρχισε νά ύβρίζη τόν άγνωστό του «προδότη», «κακούργο», «άτιμο» αρχηγό των Γραικομάνων, πού κάποια μέρα οπωσδήποτε θά τόν έγδερναν καί θά τόν σούβλιζαν, ό Ήλκος μέ αναπαυμένη τή συνείδησι τού φύτεψε δυο σφαίρες περιστρόφου στήν καρδιά.
Τόν επιασε ως ύποπτο γιά πολλοστή φορά ή αστυνομία, άλλ΄ απέδειξε μέ μάρτυρες στον ανακριτή ότι είχε παραμείνει ολην εκείνη την ήμερα και τή νύχτα μέσα στά Γιαννιτσά.
Ό Γκόνος πρωτόγονος, βουτηγμένος στον αγώνα και το αίμα αγριεμένος από τόσες βουλγαρικές θηριωδίες, πού ειχε άντικρύσει, δέν επιδοκίμαζε τις μεγαλόψυχες χειρονομίες τών νεοφερμένων αξιωματικών.
Μέ πολλούς κόπους καί κίνδυνους είχαν κατορθώσει νά πιάσουν 7 μέλη τής «κομίσια» καί «μιλίτσια» τού Ράμελ γιά αντίποινα καί αντιστάθμισμα τών 7 Ελλήνων τού χωριού, πού είχαν κατασφάξει οί κομιτατζήδες. 3
Αλλά οί αρχηγοί άφήκαν τούς 6 νά γυρίσουν ελεύθεροι στά σπίτια καί τά έργα των.
Μέ πολλή προπαρασκευή καί φασαρία ώργανώθηκε ή έπίθεσις κατά τών Κουφαλίων, όπου ό ’Αποστόλ είχε ένα άπ΄ τά σημαντικώτερα κέντρα καί ορμητήριά του.
Καπετάν Νικηφόρος |
Ό Νικηφόρος (υποπλοίαρχος τότε Δεμέστιχας) χάλασε κόσμο, γιά νά μή τιμωρήσουν παρά ένα καί μόνο.
Αλλος αρχηγός, ο Πετρίλος, έκλαιε πολλές μέρες, καθώς λέγεται, γιατί οί άνδρες του είχαν σκοτώσει κατά λάθος μερικούς Βουλγάρους χωρικούς.
— Αμπρέ, εσείς γιά ντεσπότης είσαστε Έντώ δέν είναι "Αγιος’Όρος, έλεγε χαμογελώντας ό Γκόνος, όταν ξαπλωμένοι περνούσαν τις ανιαρές ώρες στις καλύβες καί τά πατώματα.
— Δέν είσαι χριστιανός, καπετάν Γκόνο; τον πείραζαν οί άλλοι.
— Έγώ βαστάει νηστείες. Έσεις δέν βαστάειτε. *
— Καί δέν είναι κρίμα καί αμαρτία;
— Αμπρέ, τι λέγετε έσεις; Εχομε νά παίρνωμε ακόμα από τό Βούλγαροι. Είναι λογαριασμός.
— Καί πότε θά κλείση ό λογαριασμός σου;
— Πότε τά κλείση τό μάτια ο ’Αποστόλ καί όλοι κομιτατζήδες μέ τό φίλους καί συντρόφια τους.
Ξέσπασε μιά νύχτα μέ τον Αποστόλη άπ΄ τον Γιδά σέ μερικούς ξένους εργάτες, πού δούλευαν στά κεραμιδαριά έξω άπ΄ τή Θεσσαλονίκη καί είχαν στενές σχέσεις μέ τό κομιτάτο.
"Οπως φάνηκε άπ΄ τό αρχείο τού καϊμακάμη (έπάρχου) τής "Έδεσσας, συγκινήθηκαν υπερβολικά τότε ο Χιλμή πασάς καί ή Υψηλή πύλη καί έξαπέστειλαν πολλές καί αυστηρές διαταγές εναντίον τών Ελλήνων «ληστανταρτών».
Κάποιος άρχικομιτατζής, παλιός γνώριμός του, ο Τράϊος Κουκούδας ή Κοκουτράϊας, τού είχε μηνύσει πώς θά τον έπιανε καί θά τον έγδερνε.
Ό Γκόνος τού άποκρίθηκε ότι ήταν πρόθυμος νά συναντηθούν καί νά μονομαχήσουν είτε σέ στεριά εϊτε σέ πλάβα. Εκείνος δέν άπήντησε.
Αργότερα βγήκε μέ τούς άνδρας του (25) στήν περιοχή τής Πρίζνας, έπιασε ένα τσομπάνο, πού τού έκαμε τον κωφάλαλο καί, αφού μ’ ένα μπάτσο τού απέδωσε τήν λαλιά, τον έστειλε νά ειπή τού Κουκούδα καί τού Ζλατάν ότι τούς περιμένει εκεί.
’Εκεινοι δέν τό κούνησαν.
Γκόνος, Λάζος Δουγιάμα, Καπετάν Ακρίτας(Μαζαράκης) και Αποστόλης Ματόπουλος |
Τον Μάϊο τού 1907 βρίσκονταν ο Γκόνος, ο Λάζος Δουγιάμας καί ο ’Αποστόλης στήν Χαλάστρα στο σπίτι του Φώτη Καλλιγκίννη.
Πρόβαλε ξαφνικά τούρκικος στρατός.
Οί τρεις οπλαρχηγοί φόρεσαν χωριάτικα, πήραν δρεπάνια στον ώμο και ανέβηκαν σ’ ένα κάρρο σαν φιλήσυχοι ραγιάδες, πού πήγαιναν νά θερίσουν τά λειβαδιά. Είχαν τά όπλα έτοιμα κάτω άπό μιά ψάθα.
Λεν χρειάσθηκε νά τά χρησιμοποιήσουν.
Ό Βάλτος δέν είχε τίποτε απ’ τήν λεβεντιά τής κλέφτικης ζωής τών βουνών.
Ούτε δάση και κρύα νερά ούτε καθαρός και υγιεινός αέρας. Κουνουπια, πυρετοί, υγρασία, μούχλα έβασίλευαν
Έπιναν τό ακάθαρτο νερό τής λίμνης. Κρύες, γάργαρες βρυσούλες δέν έβλεπαν παρά στον πυρετό τους, πού αδιάκοπα τούς έβασάνιζε.
Οί περίφημες καλύβες είχαν πάντα υγρό τό χωματένιο πάτωμά των.
Ήσαν τόσο γερά θεμελιωμένες, ώστε ανέβαιναν κα'ι κατέβαιναν σύμφωνα μέ τό άνέβασμα και κατέβασμα τών νερών.
Κουραστική κα'ι ανυπόφορη ήταν και ή ακινησία τους.
Ό Νικηφόρος, γιά νά ξεμουδιάζει τούς άνδρες του, τούς έβγαζε στήν ξηρά στις παρυφές τής λίμνης καί τούς έκαμνε γυμναστικές ασκήσεις καί «τροχάδην».
Ό Γκόνος, εγκλιματισμένος καί προσαρμοσμένος στο κλίμα καί τό περιβάλλον, όπως τό ψάρι στο νερό, έλεγε μέ τό καλοκάγαθο χαμόγελό του στούς παραδαρμένους άπ΄ τον πυρετό:
— Άς νά πάμε νά κάψωμε ένα βουλγάρικο χωριό. "Έτσι μέ τό φωτιά τά περάση καί τό ίντικό σας θέρμη.
"Οταν έγινε ή νεοτουρκική μεταπολίτευσις τής 10ης "Ιουλίου 1908, ό Γκόνος αναγκάσθηκε νά εγκαταλείψη τον αγαπημένο του Βάλτο.
Ο Γκόνος με τον Αποστόλη στο Γιδά μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) |
Οί Νεότουρκοι τού έκαμαν μεγάλες τιμές.
Μά γρήγορα υποχρεώθηκε νά φύγη στήν Αθήνα, γιά νά μή τον φιλοδωρήσουν γιά έπιβράβευσι μέ καμμιά δολοφονική σφαίρα.
Ή πρωτεύουσα μέ τήν ανάπαυλα καί τις απολαύσεις της δέν μπόρεσε νά τόν κρατήση πολύν καιρό.
Νοσταλγούσε τον Βάλτο του, όπου φοβόταν μή ξαναρριζώσουν οί κομιτατζήδες.
Μέ τόν Λάζο Δουγιάμα, Γεώργιο Καραϊσκάκη καί άλλους τόσκασε κρυφά γιά τή Μακεδονία.
Μιά τούρκικη νυκτερινή ένέδρα στήν σκάλα τού Νησιού τόν θανάτωσε τό καλοκαίρι τού 1909.
Ό Γκόνος πήγαινε μπροστά ν’ άνεβη σέ μιά πλάβα.
Στις τουφεκιές, πού γύρο του έπεσαν, άντιπυροβόλησε όρθιος.
Οί άλλοι, πού έρχονταν πίσω, ρίχθηκαν καταγής καί γλύτωσαν.
Τόν πρόδωσαν, όπως τότε έπίστευαν, ό άλλοτε ύπαρχηγός του Αποστολής καί ό γιατρός Άντωνάκης, πού ειχε προσφέρει άλλοτε επίσης πολύτιμες υπηρεσίες, αλλά τώρα είχαν καί οί δυο στενούς δεσμούς μέ τό νεοτουρκικό τζεμιέτ (κομιτάτο)
.
Ό Αποστολής έφυγε στήν Αμερική.
Ό Άντωνάκης τιμωρήθηκε απ’ τούς ίδικούς μας.
Φαίνεται ότι ό Κων. Ρέντης, προξενικός τότε υπάλληλος, δέν υπήρξε πολύ ξένος στήν άπόφασι τής καταδίκης του.
"Όλοι, οσοι έγνώρισαν τον Γκόνο, τον εκτιμούσαν βαθύτατα καί τον έκλαψαν πικρότατα.
Ό αρχιμανδρίτης Νίκανδρος τον χαρακτηρίζει «ιδεώδη τύπον οπλαρχηγού». Ή γενέτειρα του πόλις των ΓιανιτΠσών θυμήθηκε το 1938 νά του κάμη ένα πάνδημο μνημόσυνο.
Πάνω στην τελετή ό γέρος πατέρας του επαθε απ’ τήν συγκίνησι συγκοπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου