Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Μακεδονικός Αγώνας. Ίωνος Δραγούμη: ο θάνατος του παληκαριού.


Ο αθάνατος ήρωας Παύλος Μελάς
(Θεόφιλος)

 ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ
Μηνιαία Επιθεώρηση ΗΩΣ
1960
Ιων Δραγούμης



ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ





...Ο χειμώνας ήρχουνταν βαρύς από πάνω.
Από την Ελλάδα, αφήνουν το Μίκη Ζέζα χωρίς βοήθεια, ενώ τους παρακαλεί κάθε μέρα να του στείλουν και τους αρχηγούς που του έταξαν και τα όπλα, γιατί βλέπει πως ένας άνθρωπος, και σιδερένιος αν είναι, μόνος δεν μπορεί να τα προφθάση όλα

Κάποτε, πριν έλθη, πίστευε πως στο χέρι του ήταν να κάμη μόνος ό,τι έπρεπε να γίνη. 
Η κούραση πλακώνει που και που την ψυχή του τώρα. 
Βάλσαμο του πόνου είναι η θύμηση μονάχα του σπιτιού του και τα γράμματα από κει, που τον εγκαρδιώνουν.
 
Η ιστορική φωτογραφία,
που τράβηξε  στα 1902 ο Παύλος Μελάς
την ήμερα που θα φευγε ο Ιων Δραγούμης
ως υποπρόξενος για το Μοναστήρι. 
Ο πατέρας του Στέφανος Δραγούμης του δίδει
οδηγίας και συστατικάς επιστολάς



 Και γράφει της γυναικός του σ’ ένα από τα τελευταία του γράμματα:
«Πότε σας συλλογίζομαι και σας επιθυμώ με πόθον ακατάσχετον, πότε πάλι είμαι ενθουσιασμένος και αισιόδοξος, πότε απογοητευμένος αλλ'  οπωσδήποτε πάντοτε πάσχων τόσον πολύ ηθικώς, ώστε λησμονώ τους σωματικούς κόπους και πόνους».
Και κάποτε στην άπονη μοναξιά, που βρίσκεται, σα να προβλέπη το θάνατο:
«Σε φιλώ άλλην μίαν φοράν και σου εύχομαι, αγάπη μου, ευτυχίαν και χαράν εις τον βίον σου. 
Την νύκτα εις τα λημέρια μας όταν τυχόν φανή ενα άστρο σου στέλλω χίλια φιλιά...»
Ένα άστρο στον ουρανό είναι το μόνο πράγμα που απόμεινε να μπορούν την ίδια στιγμή να βλέπουν και οι αγαπημένοι του και να τον πείθη πως ζούν ακόμη μ’ αυτόν στον ίδιον κόσμο. 

Μια βραδυά έφθασαν σ’ ένα χωριό μουσκεμένοι από τη βροχή και κατακουρασμένοι από μακρύ και δύσκολο δρόμο. 

Ο αρχηγός μοίρασε τα παιδιά του σε μερικά σπίτια για να στεγνώσουν και να κοιμηθούν καλά’ και ο ίδιος πήγε σ’ ένα σπίτι με τέσσερεις άλλους. 
Μόλις κάθησε, ρώτησε το σπιτονοικοκύρη αν ήξερε που βρίσκουνταν έκείνη την ήμέρα ο καπετάν Ευθύμης, και εκείνος αποκρίθηκε πως ήταν στο Zέλοβο. 

Τότε ζήτησε να βρούν κανέναν άνθρωπο να στείλουν με γράμμα στο Ζέλοβο.
Έφεραν δύο χωριανούς και έγραψε ο αρχηγός το γράμμα στον Εύθυμη λέγοντας του να έλθη ως έξω από τη Στάτιτσα την άλλη μέρα για ν’ ανταμωθούν. 

Οι χωρικοί πήραν το γράμμα κ’  έφυγαν. 
Το πρωί ήρθαν χωριάτες να δουν τον καπετάνιο'  τους ρώτησε για το χωριό, για τις δουλιές τους και αν περνά στρατός από κει αποκρίθηκαν πως στρατός μένει σ’ ένα άλλο χωριό μακρίτερα. 
Έπειτα παράγγειλε να ετοιμάσουν ένα σφαχτό και να το μοιράσουν στα σπίτια, που έμεναν τα παιδιά'  στο δικό του τραπέζι κράτησε δυό προεστούς να φάγουν μαζί'  το απόγεμα πήγαν οι δυό αυτοί χωριανοί να μηνύσουν και τους άλλους να έλθουν και αυτοί κατά το βράδυ να τους μιλήσει ο καπετάνιος. 
Έξαφνα μπαίνει η σπιτονοικοκυρά και λέγει πως μια γριά είδε στρατό στο δρόμο από το Κονομπλάτι.
        Aϊ, θα περάση, είπε ο Παύλος.
Σε λίγο πάλι έρχεται η γυναίκα και λέγει πως ο στρατός ζύγωσε στο χωριό. Σηκώθηκαν, πήγαν στα παράθυρα και είδαν στρατιώτες μέσα στο χωριό σκορπισμένους.
Αμέσως ο αρχηγός μηνά στα καταλύματα να είναι έτοιμοι, μα να μην κουνηθή κανένας.

Έπειτα από λίγα λεπτά έρχονται δυό γυναίκες και λέγουν πως ο στρατός τράβηξε κατά τον απάνω μαχαλά, και, αν θέλουν, να φύγουν. 
Έρχονται και άλλες γυναίκες σταλμένες από τα καταλύματα και ρωτούν τι να κάμουν, να φύγουν; 
να πυροβολήσουν; 
Ο αρχηγός τους μήνυσε να μην πυροβολήση κανείς χωρίς να διατάξη αυτός, τίποτε να μην κάνουν παρά να μείνουν στη θέση τους. 
Έρχονται πάλι γυναίκες και λέγουν πως ο στρατός κατεβαίνει προς τα κάτω. Ο αρχηγός είχε πιάσει το παράθυρο μ’ ένα χωριανό και κοίταζε  είδε μερικούς στρατιώτες που πήγαιναν στο αντικρυνό κατάλυμα'  άρχισαν οι στρατιώτες να χτυπούν με τους κόπανους στην πόρτα του σπιτιού, άλλα καμιάν απάντηση δεν έλαβαν'  άρχισαν να χτυπούν δυνατώτερα, φωνάζοντας:
        θα κάψουμε το σπίτι...
Σηκώνει ο άρχηγός το τουφέκι του και πυροβολεί'  ο χωριανός που ήταν κοντά του τραβά και αυτός'  αρχίζουν και από το αντικρυνό κατάλυμα να πυροβολούν. 

Οι Τούρκοι σκόρπισαν'  πιάνουν όμως θέσεις και πυροβολούν και αυτοί.
 
Νάουσα, Σκάλα σπιτιού.
Οι πυροβολισμοί κόπηκαν'  ο αρχηγός με τους δικούς του κατεβαίνει κάτω στην αυλή του σπιτιού και μπαίνουν σ’ ένα μικρό στάβλο, γιατί επάνω δεν ήταν ασφαλισμένοι. Στάθηκε στην πόρτα και βλέπει ένα στρατιώτη, που έρχεται κατά την αυλή  τραβά και ο στρατιώτης πέφτει  ένα από τα παλληκάρια του βγαίνει και παίρνει το τουφέκι του σκοτωμένου.
Άρχισε να νυχτώνη  ο αρχηγός προσεχτικά βγαίνει έξω με δυό από τα παιδιά του'  οι άλλοι μένουν μέσα, προσμένοντας. 
 Ακούσθηκε μια τουφεκιά και ύστερα μια φωνή:
        Με χτύπησαν, παιδιά.
Ήρχουνταν πίσω ο άρχηγός κατά το στάβλο μπήκε μέσα και κάθησε σε κάτι άχυρα'  φώναξε ένα από τους συντρόφους του και, βγάζοντας από το λαιμό το σταυρό που φορούσε είπε:
        Να το δώσης στη γυναίκα μου και το τουφέκι στον υίό μου  να πης ότι το καθήκον μου το έκαμα...
Ξεζώσθηκε κ’ έπεσαν λίρες από το κεμέρι του που το είχε τρυπήσει το βόλι'  φάνηκαν αίματα'  άρχισαν πόνοι'  και έλεγε:
        Σκοτώστε με, βρε παιδιά'  πως θα μ'  αφήστε στους Τούρκους ;..
Όσο περνούσε η ώρα τόσο πονούσε δυνατώτερα   όταν τον συνέπαιρνε δυνατός ο πόνος, σχεδόν βογγούσε και έλεγε:
        Πονώ, σκοτώστε με... Καί πάλι: σκοτώστε με...
Και άλλοτε ωνόμαζε τα παιδιά του.
Ο σύντροφος, που είχε έλθει κοντά του, είπε:
        Καπετάνιε, δε σ’ αφήνουμε στους Τούρκους.
Και έσκυψε και τον εφίλησε στο στόμα'  τα χείλη του ήταν ψυχρά. Και πάλι τον συνεπήραν οι πόνοι δυνατοί κ’ έλεγε όλο πιο σιγανά:
        Πονώ, σκοτώστε με!...
Δεν μπορούσε πιά να κουνηθή από τη θέση του  ούτε τα παιδιά του δεν ωνόμαζε τώρα   ως που δεν ακούσθηκε πιά φωνή...
Οι Τούρκοι φοβούνταν να προχωρέσουν στο σκοτάδι  έμειναν στις θέσεις, που είχαν πιάσει, περιμένοντας το πρωί.
Ακούσθηκαν πάλι πυροβολισμοί κατά το αντικρυνό σπίτι και αμέσως έπειτα μπαίνει ένας άνθρωπος μεσ΄ στο στάβλο ντυμένος χωριάτικα'  το ρωτούν από που είναι και τι ήλθε'  αποκρίνεται πως έβοσκε τα αγελάδια του και οι στρατιώτες τον πήραν με τη βία να τους οδηγήση'  άπό τις τουφεκιές φοβήθηκε και ήρθε μέσα.

 Γύρισε ένας και είπε σιγά στους άλλους:
        Δεν είναι από δω αύτός, θα είναι Βούλγαρος. Αυτός μας πρόδωσε, θέλει κόψιμο.
Ένας άλλος είπε:
        Σταθήτε, βρε παιδιά, δεν ξέρουμε τι άνθρωπος είναι.
Με τις φοβέρες τον έβαλαν και πήγε άθελα να κοιτάξη αν άπό την άλλη μεριά του σπιτιού, πίσω από τον τοίχο, είναι στρατιώτες'  πήγε ως στη γωνιά και γύρισε πίσω'  δεν είδε κανένα. Αποφάσισαν να φύγουν. Κατά τα μεσάνυχτα διώχνουν τον άνθρωπο, πηδούν τον τοίχο με προσοχή να μην κάμουν ταραχή και φεύγουν κρυφά κατά το βουνό μες΄ στο σκοτάδι.
Αντίγραφον τηλεγραφήματος
Ο Πρόξενος Μοναστηριού
Προς
Το Υπουργείον Εσωτερικών

Παρελθούσαν Τετάρτην 13 τρέχοντος (‘Οκτωβρίου) ημετέρων εύρεθέντων εν χωρίω Στάτιτσα, στρατιωτικόν απόσπασμα ελθόν εκ Κονομπλατίου (το αύτό πιθανώς όπερ έστάλη εκ Φλωρίνης εις Νερέτι προς καταδίωξιν ήμετέρας και βουλγαρικής συμμορίας) περιεκύκλωσε Στάτιτσαν, και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ήμετέρων.

 Ήμέτεροι άπήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσουν έξοδον. 
Παύλος Μελάς ώρμησε  πρώτος έπίκεφαλής τούτων, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. 
Σύντροφοί του τον απέσυραν εντός χωρίου και εναπέθεσαν παρακειμένφω οικίσκω ένθα μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, έθνικός ήρως ησύχασε. 
Υπαρχηγός Πύρζας παρέλαβε σακκίδιον αυτού μεθ'  όλων εν αυτώ εγγράφων, επιστολών, ως και τα λοιπά επ΄ αυτού αντικείμενα, άτινα σταλέντα μοί διά προσώπου εμπιστοσύνης, Ίσως λάβω σήμερον. 
Απέστειλα διά πρωινής Αμαξοστοιχίας πρόσωπον εμπιστοσύνης Πισοδέριον όπως πληροφορηθεί περί ταφής Μελά.


Απόσπασμα επιστολής
Κύριον  Ίωνα Δραγούμην
 Αθήνας
Εν Μοναστηρίω τη 20η Οκτωβρίου 1904

...Επανήλθον εκ Ζελόβου και Πισοδερίου, όπου μετέβην τη παρελθούση Κυριακή 17 ισταμένου, κατόπιν της αυθημερόν ληφθείσης θλιβεράς αγγελίας περί του θανάτου του πολυκλαύστου Παύλου Μελά και της ανατεθείσης μοι εντολής υπό του διευθύνοντος το ενταύθα Β. Προξενείον κ. Φ. Κοντογούρη, όπως μεριμνήσω περί του ενταφιασμού αυτού... είχε ληφθή εγκαίρως φροντίς υπό των ορθοδόξων χωρικών Στατίτσης περί ενταφιασμού αυτού εις μέρος ασφαλές...
Περί την 3 μετά μεσονύκτιον ώραν επωφελούμενος της πυκνής ομίχλης ήτις μας περιέβαλλε, και του σκότους της νυκτός, εξήλθον εκ Πισοδερίου και κατηυθύνθην εις Ζέλοβον..
όπου ήλπιζον να συναντήσω τα ενταύθα καταφυγόντα μέλη της ομάδος του αοιδίμου Μελά, μετά το ατύχημα της Στατίτσης, αλλ'  ατυχώς εύρον μικρόν μόνον σώμα εξ 9 ανδρών αποτελούμενον, υπό την οδηγίαν του γνωστού σοι Παύλου Κύρου, εκ Ζελόβου... 

ούτος έσπευσε ν'  αποστείλη ένα νέον εκ του χωρίου Στατίτσης, τον οποίον ο μακαρίτης είχεν εις την υπηρεσίαν του ονόματι Ντίναν, μετημφιεσμένον, εις Στάτιτσαν, όπως παραλάβη και μεταφέρη κρυφίως το νεκρόν σώμα...
 Μετά δύο ώρας ο νέος επανήλθε λίαν τεταραγμένος, ον λαβών κατ΄ ιδίαν εξήτασα και ήκουσα ότι μόλις είχεν αρχίσει το έργον της εκταφής ανηγγέλθη αθτώ ότι ισχυρόν στρατιωτικόν απόσπασμα διηυθύνετο προς το χωρίον.
«Έσπευσα τότε ν’ αποκόψω την κεφαλήν του αρχηγού μου, » 
 την οποίαν περιτυλίξας Ακολούθως εις λευκόν τι πανίον 
» εκρυψα έντός του σάκκου μου, είτα δ΄ εκάλυψα και πάλιν » 

το λοιπόν σώμα του διά χώματος και ίσοπεδώσας το μέρος εκάλυψα διά χόρτων τον τάφον του άρχηγού μου». ...

Φέρων υπό μάλης τον σάκκον εν ω περιείχετο η κεφαλή του ατυχούς αρχηγού του και την αξίνην επ'  ώμου, κατώρθωσε να διαφύγη την προσοχήν του στρατού και να φθάση μέχρι Ζελόβου, όπου εις οικίαν τινά κειμένην εις το άκρον του χωρίου, απέκρυψεν εις ασφαλές μέρος αυτήν.
Έτρεμον εκ συγκινήσεως σύσσωμος και κλαίων κατεφίλουν τον γενναίον εκ Στατίτσης νέον, εζήτησα δε τότε παρ΄ αύτού να μοί αποδοθή το πολύτιμον δι'  εμέ κειμήλιον.

 Moι επετράπη, αμέσως δ’ έσπευσα εις την υποδειχθείσαν μοι οικίαν.
Αδυνατώ, αδελφέ μου, να σοι περιγράψω τι συνέβη την στιγμήν καθ’ ην μοί άπεδόθη το πολύτιμον σακκίδιον... 

’Ανοίξας μετά πολλής και όντως θρησκευτικής εύλαβείας το σακκίδιον εκείνο, εν αποκρύφω και ήμιφωτίστω δωματίω ανεγνώρισα, φεύ, την κεφαλήν του αρειμανίου εκείνου άνδρός, ον ωδήγουν διά των αποκέντρων οδών της πόλεώς μας εις το προξενείον την Μεγάλην Πέμπτην.
Η ιδέα ότι η καταζητουμένη εκείνή υπό του στρατού κεφαλή, και ότι αν ανεκαλύπτετο, πόσοι εξευτελισμοί και πόσοι ονειδισμοί επεφυλάσσοντο δι΄ ημάς, μοί έδωκε δυνάμεις και τυλίξας αυτήν επιμελώς και θείς εν τω σάκκω έλαβον μετ'  εμού, παραλαβών δε και τους ακολουθήσαντάς με εκ Πισοδερίου φίλους, εξήλθομεν του χωρίου ομού κρατούντες ανά χείρας τον πολύτιμον σάκκον. 

Ένταύθα σκέψεως γενομένης απεφασίσθη, προς πρόληψή παντός απευκταίου, εγώ μεν μετά των δύο διδασκάλων να προηγηθώμεν και μεταβώμεν εις την Μονήν της Αγίας Τριάδος, όπου θα ήρχετο προς συνάντησίν μας ο Χατζή Κώτσης, όστις ανέλαβε να κομίση το σακκίδιον έφιππος, ο δε Μ. Χασόπουλος να επιστρέψη εις Πισοδέριον... 

Επροτίμησα να διέλθω το προ της Μονής δάσος πεζή συλλέγων τα εναπολειφθέντα εν αύτω άνθη δι’ ων έστεψα την κεφαλήν τού έθνικού ήρωος... 

Ήσχολήθην εις την εξεύρεσιν καταλλήλου προς ενταφιασμόν μέρους, και ως τοιούτον προετίμησα το παρακείμενον τη έκκλησία  του Πισοδερίου παρεκκλήσιον της 'Αγίας Παρασκευής. 
Ο Τάφος του ήρωα Παύλου Μελά.
Παρεσκευάσαμεν ακολούθως τα διά την κηδείαν χρειώδη, κατεσκευάσαμεν κιβώτιον, επρομηθεύθημεν σάβανον εξ έκείνων του Παναγίου Τάφου, είδοποιήθη ο ίερεύς Παπα - Σταύρος, και όταν ήδη ήσαν πάντα έτοιμα, εξεκινήσαμεν εν τω σκότει φέροντες μεθ’ ήμών πάντα τα χρειώδη, εγώ δε τον σάκκον, τον οποίον εναπέθεσα προ της εικόνος της Μητρός του Χριστού, μέχρις ου εξορυχθή ο ταφίσκος. 
Έκεί, εν τω ρηθέντι παρεκκλησίω, προ της ωραίας Πύλης, αφ΄ ου εξωρύχθη ο ταφίσκος, εκομίσθη το κιβώτιον, εν ω, επιστρώσας το σάβανον έθηκα ιδίαις μου χερσί την τιμίαν κεφαλήν κοσμήσας διά των ανθέων του δάσους... 

Η ακολουθία εψάλη ολόκληρος. Έδώκαμεν τον τελευταίον ασπασμόν, και αφού αφήρεσα εκ της εστεμμένης κεφαλής του μεγάλου τούτου τέκνου της Ελλάδος ολίγα άνθη, άτινα απέκρυψα εις το υπ’ αύτού δωρηθέν χαρτοφυλάκιον, εκάλυψα διά του ετέρου ημίσεος του σαβάνου και επιθέσας το κάλυμμα του κιβωτίου, επεσώρευσα χώμα επ’ αυτού και προσήρμοσα καλώς την πλάκα...

Η μόνη παρηγορία, αδελφέ μου, είναι ότι απέθανεν ο πολύκλαυστος γαμβρός υμών εν τη εκπληρώσει του καθήκοντός του ως αληθής ήρως και ότι το όνομά του θα καταλάβη εν τη ιστορία της Πατρίδος του Μεγάλου Αλεξάνδρου μίαν εκ των λαμπροτέρων σελίδων.


Έσο γενναίος, ως πάντοτε υπήρξες, προς παρηγορίαν του αγαπητού σου φίλου
Βασιλείου  Αγοραστού
Απόσπασμα εγγράφου

τη 25η Οκτωβρίου 1904
Προς
Το Υπουργείον των Εξωτερικών
Ελληνικόν Προξενείον  Μοναστηρίου


...Ούτω την Δευτέραν 18ην ‘Οκτωβρίου, στρατιωτικόν απόσπασμα μετέβη, ως έγραψα υμίν, εις Στάτιτσαν και υπέβαλεν εις ανάκρισιν τους χωρικούς, παρ’ ων όμως παρά το ανηλεές αυτών ξυλοκόπημα και την απειλήν περί εμπρησμού ολοκλήρου του χωρίου ούδέν ήδυνήθη να μάθη... 
επιμελεστέρα έρευνα εν τω χωρίω αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε — καθώς αυτός ο Βαλής μοί είπε χθες, η ανακάλυψις ακεφάλου πτώματος.
Επιστολή δε του Μητροπολίτου Καστορίας σήμερον ληφθείσα μοί αγγέλλει, ότι το ακέφαλον πτώμα μετεκομίσθη προχθές εις Καστορίαν, ένθα χθες επρόκειτο να κηδευθή...

Απόσπασμα επιστολής

Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης
με τον Πρωτοσύγγελο Πλάτωνα.
Επιμνημόσυνος δέησης στον τάφο
του Παύλου Μελά.

Tη 26η Νοεμβρίου 1904
Κύριον
Ίωνα  Δραγούμην
  Αθήνας
...Τα χρέη των συγγενών του αειμνήστου εθνομάρτυρος είχον το ατύχημα να εκτελέσω εγώ. Τη 23ητου απαισίου μηνός μετέφερεν επί κραβάτου εις την πόλιν ημών ο στρατός το ιερόν σώμα του πολυκλαύστου μας εθνομάρτυρος. ..
Περί την δύσιν του ήλιου μοί παρεδόθη υπο των  Αρχών ... 
κατέθεσα τον σεπτόν νεκρόν εντός μικράς βυζαντινής εκκλησίας,
 κειμένης απέναντι της Μητροπόλεως, δι'  όλης -δε της νυκτός άγρυπνος διαμείνας εν τω οίκω φίλου επιστηθίου λαβόντος με παρ’ έαυτω, όπως με παρηγορήση,
 ητοίμασα νέον νεκρικόν κράβατον με επιστέγασμα φέρον το σημείον του σταυρού και το κλεινόν όνομά του, ητοίμασα τον ένδοξον τάφον -του εν τω περιβόλω του βυζαντινού ναού υπό δύο δενδρύλλια απέναντι του παραθύρου μου, τη δε επαύριον Κυριακή, όρθρου βαθέος, περιέθεσα τας χείρας του με εν μετάξινον μαντίλιόν μου, 

κατέθεσα επί του στήθους του εν Ευαγγέλιον, 
ένα Σταυρόν και 
μίαν Εικόνα 

και πριν αρχίση η λειτουργία ετελέσαμεν την κηδείαν του  πεπνιγμένος εν λυγμοίς ανέγνωσα τας ευχάς εντός του Μητροπολιτικού ναού

 και μη υπάρχοντος εν αύτω νεκροταφείου μετέφερα ο ίδιος εις τον παρακείμενον περίβολον του βυζαντινού ναού των Ταξιαρχών το σεπτόν σκήνος του, 
τον κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου όπως θρηνώ τον άοίδιμον ήρωα. 

Οι ιερείς καθ’ εκάστην ημέραν διετάχθησαν να εύχωνται επί του τάφου του.
Προσωρινώς ανιδρύσαμεν ευπρεπή τάφον επί του οποίου φέγγει ο νεκρικός φανός, μέχρις ου άνατείλη η ήμέρα καθ’ ην η ΠατρΙς θα ανεγείρη σύσσωμος επ’ αυτού το αθάνατον της δόξης τρόπαιον.
Απαρηγόρητος
 Κώστας Γεωργίου
 (Καστορίας Γερμανός)

Δεν υπάρχουν σχόλια: