Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Το Μακεδονικό στα ξένα αρχεία (1950 - 1967)

Του Ιακωβου Δ. Μιχαηλιδη*
Καθημερινή 20-07-08

Τα δραματικά επακόλουθα του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου ταλάνισαν επί μακρόν την ελληνική κοινωνία. Ενα από τα πλέον οξυμένα ζητήματα της περιόδου υπήρξε το ζήτημα των Σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων, πολλοί από τους οποίους κατηγορήθηκαν ότι εργάσθηκαν εντατικά τη δεκαετία του 1940 είτε για την αυτονόμηση είτε για την απόσχιση της ελληνικής Μακεδονίας και την ένταξή της στη γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, καταδικάσθηκαν δε ως συνεργάτες των κατακτητών με τον νόμο περί δοσιλογισμού, γεγονός που οδήγησε στη δήμευση των περιουσιακών τους στοιχείων. Σύγχρονες των γεγονότων αρχειακές μαρτυρίες ανεβάζουν σε περίπου 25.000 τους Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες στη Γιουγκοσλαβία (συμπεριλαμβανομένων των «παιδιών του παιδομαζώματος»), η πλειοψηφία των οποίων εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΛΔΜ) και κατά κανόνα έγινε αποδεκτή με θέρμη από την τοπική κοινωνία. Τη μεταπολεμική περίοδο οι διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία επηρεάσθηκαν πολύ από τη διαχείριση του ζητήματος των πολιτικών προσφύγων. Πτυχές των σχέσεων αυτών καθώς και η εμπλοκή του βουλγαρικού παράγοντα παρουσιάζονται σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές - εταίρους της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, υπό την εποπτεία του καθηγητή Νεότερης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννη Κολιόπουλου, η οποία θα εκδοθεί σε λίγες εβδομάδες από τις εκδόσεις «Εφεσος».

Περί μειονότητας


Το πρώτο ζήτημα των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων της περιόδου 1950-1967 είχε να κάνει με την ύπαρξη ή όχι «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα. Οι Γιουγκοσλάβοι ποτέ δεν έκρυψαν την πεποίθησή τους για την ύπαρξή της, ωστόσο φαίνεται πως δεν έθεταν την επίσημη αναγνώρισή της από τις ελληνικές αρχές ως αναγκαίο όρο για την εξομάλυνση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Είχαν, επίσης, φροντίσει να διαμηνύσουν στους Ελληνες συνομιλητές τους πως η επίκληση του επιχειρήματος για τη μειονότητα δεν υπέκρυπτε εδαφικές διεκδικήσεις, αλλά ήταν ζήτημα αρχών. Σε αντιδιαστολή με την επίσημη τοποθέτηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, όμως, αρκετά έγγραφα αποκαλύπτουν πως για τις πολιτικές αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας το απαραβίαστο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων δεν ήταν θέσφατο. Αντίθετα, το συμφέρον της αποκαλούμενης «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα, όπως πίστευαν αρκετοί Σλαβομακεδόνες αξιωματούχοι, επέτρεπε κάθε σχετική σκέψη. Από την άλλη πλευρά, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου, παρά τις σε βάρος τους κατηγορίες για ολιγωρία, αρνούνταν κατηγορηματικά οποιαδήποτε συζήτηση περί μειονότητας και απειλούσαν ακόμη και με διακοπή των διμερών διπλωματικών σχέσεων, θεωρώντας πως το συγκεκριμένο ζήτημα είχε οριστικά κριθεί την περίοδο του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου.

Ο επαναπατρισμός

Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο δημιούργησε προβλήματα στις διμερείς σχέσεις, σχετιζόταν με τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων που είχαν καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία σε έξι συνολικά προσφυγικά ρεύματα, τη χρονική περίοδο 1941-1949. Αντιθέτως προς τα έως σήμερα ομολογημένα, αποδεικνύεται πως η κοινότητα των προσφύγων αυτών δεν υπήρξε ενιαία και συμπαγής. Μάλιστα, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων που υπερέβαινε τα 3.000 άτομα, είχε αρνηθεί να αποδεχθεί τη γιουγκοσλαβική υπηκοότητα, εκφράζοντας την επιθυμία του να επαναπατριστεί στην Ελλάδα. Αρκετοί από τους πρόσφυγες μάλιστα είχαν ξεκινήσει, μέσω του ελληνικού προξενείου στα Σκόπια, τη διαδικασία απόκτησης ελληνικού διαβατηρίου με σκοπό την παλιννόστηση. Ωστόσο, παρακάμπτοντας τις γνωμοδοτήσεις των αρμοδίων νομικών υπηρεσιών της Γιουγκοσλαβίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η κυβέρνηση της ΛΔΜ απέτρεψε τελικά τον επαναπατρισμό τους στην ελληνική επικράτεια, προφανώς γιατί μια τέτοια κίνηση θα αποκάλυπτε τα αδιέξοδα της τακτικής της περί του ενιαίου μακεδονικού χώρου. «Οι σύντροφοι της κυβέρνησης της ΛΔΜ θεωρούν ενοχλητική την εξέλιξη αυτή, καθώς και ότι δεν υποχρεούμαστε να εκδώσουμε θεωρήσεις εξόδου σε πρόσωπα που τέθηκαν υπό την προστασία της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης και των νόμων της, ακόμη και στην περίπτωση που οι αιτούντες εξέφρασαν την επιθυμία να επαναπατριστούν» παρατηρούσε το γιουγκοσλαβικό υπουργείο των Εξωτερικών, ασκώντας κριτική στη στάση που επεδείκνυε η τοπική κυβέρνηση στα Σκόπια και θεωρώντας πως η απαγόρευση ερχόταν σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο. Οταν μερικά χρόνια αργότερα το Βελιγράδι αποφάσισε τελικά να αντιμετωπίσει ευνοϊκά το ζήτημα, συνάντησε την αντίδραση της Αθήνας, η οποία προφανώς θεώρησε ότι η διαδικασία «μακεδονοποίησης» των προσφύγων είχε πια προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, που μια ενδεχόμενη επιστροφή τους θα εισήγαγε ένα πρόβλημα που η χώρα είχε κάθε λόγο να μην επιθυμεί.

Οι περιουσίες
Στενά συνυφασμένο με το ζήτημα του επαναπατρισμού των προσφύγων είναι και το ζήτημα των περιουσιών όσων εγκατέλειψαν την Ελλάδα τη δεκαετία του 1940. Παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, αποδεικνύεται πως η συγκεκριμένη παράμετρος έχει πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά απ’ όσα εκ πρώτης όψεως είναι ορατά. Είχε δε αποτελέσει αντικείμενο έντονων διαβουλεύσεων στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Το 1953 και το 1955 όμως το Νομικό Συμβούλιο του γιουγκοσλαβικού υπουργείου Εξωτερικών γνωμοδότησε αρνητικά στην ανακίνηση θέματος περιουσιών, θεωρώντας πως η Ελλάδα είχε νομικό δίκαιο να προβεί στην απαλλοτρίωση των περιουσιών των φυγόντων. «Δεν υφίσταται νομική βάση για την έγερση απαιτήσεων από την πλευρά μας και τούτο γιατί:
α) Σε ό,τι αφορά τους πρόσφυγες που δεν αποδέχθηκαν την υπηκοότητά μας, επ’ ουδενί δεν νομιμοποιούμαστε να εγείρουμε εν ονόματί τους τέτοιες απαιτήσεις και από θέση αρχής πρέπει να αποκλείσουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
β) Σε ό,τι αφορά τους πρόσφυγες που αποδέχθηκαν την υπηκοότητά μας, με την έγερση απαιτήσεων εν ονόματί τους θα παραβιάζαμε την αρχή, σύμφωνα με την οποία το κράτος δεν έχει δικαίωμα να παρέχει νομική συνδρομή στους πολίτες του για ζητήματα που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα που εκείνοι δεν ήταν πολίτες του», παρατηρούσε η έκθεση των Γιουγκοσλάβων νομικών.
Μάλιστα στην ίδια έκθεση περιλαμβάνονται και οι εκτιμήσεις για την αξία των διεκδικούμενων περιουσιών. Σύμφωνα με τα καταγεγραμμένα στις αιτήσεις των πολιτικών προσφύγων, η αξία των περιουσιών τους στην Ελλάδα ανερχόταν σε 11.000.000 δολάρια, ποσό που η αρμόδια υπηρεσία του γιουγκοσλαβικού υπουργείου των Εξωτερικών το θεωρούσε υπερβολικό και το περιόριζε, άγνωστο με ποια διαδικασία, «το ανώτερο σε 100.000 δολάρια». Για τον λόγο αυτό, το Βελιγράδι εισηγήθηκε τον χειρισμό του ζητήματος σε αυστηρά πολιτικό επίπεδο και σταδιακά το απέσυρε από την ατζέντα των διαπραγματεύσεων. Ως εκ τούτου, καθόλο το διάστημα 1950-1967 ήταν κατά βάση η γιουγκοσλαβική πλευρά εκείνη, η οποία προσπαθούσε να μπλοκάρει αλλά και να συσκοτίσει το ζήτημα και όχι η ελληνική.
Τα αρχειακά δεδομένα από τα αρχεία του γιουγκοσλαβικού αλλά και του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που για πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αποδεικνύουν πως ο χειρισμός του ζητήματος των Σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων που έφυγαν από την Ελλάδα υπήρξε κατ’ εξοχήν αντικείμενο εκμετάλλευσης για την εξαγωγή πολύτιμων διπλωματικών επιχειρημάτων. Τόσο η πολιτική ηγεσία στα Σκόπια όσο και η ομοσπονδιακή στο Βελιγράδι, εξυπηρετώντας κατά περιόδους διαφορετικούς και εν μέρει αποκλίνοντες πολιτικούς στόχους, χρησιμοποίησαν κατά το δοκούν μία ταλαιπωρημένη προσφυγική ομάδα, η ηγεσία της οποίας είχε εκτεθεί τη δεκαετία του 1940 τασσόμενη στο πλευρό των Γιουγκοσλάβων και εργαζόμενη για την απόσχιση της ελληνικής Μακεδονίας. Κάτι αντίστοιχο επαναλαμβάνεται και στις μέρες μας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό η οποιαδήποτε απόπειρα νηφάλιας προσέγγισης του θέματος μάλλον πρέπει να θεωρείται προκαταβολικά καταδικασμένη.

* Ο κ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

akritas

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Η ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ,

μέρος 1

του Σπυρίδωνα Σφέτα


Περιοδικό Ελληνικά Θέματα της Εταιρείας των Μακεδονικών Σπουδών

Στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) κυριαρχούσαν τρία βασικά ζητήματα. Η τύχη του Ελληνισμού της Ανατολι¬κής Ρωμυλίας, η άρση του βουλγαρικού σχίσματος και η οροθέτηση των σφαιρών επιρροής της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Και τα τρία ζητήματα ήταν στενά συνδεδεμένα.

Η Ελλάδα είχε κατανοήσει ότι η ημιαυτό¬νομη Ανατολική Ρωμυλία ήταν μακροπρόθεσμα μια χαμένη υπόθεση, αλλά αποφά¬σισε να στηρίξει τον εκεί Ελληνισμό (60.000) ως αντίρροπη δύναμη στις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Μακεδονίας.



Η ελληνική θέση για τη Μακεδονία ήταν σαφής: η Ελλάδα διεκδικούσε την ιστορική Μακεδονία (το σημερινό ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας και τη γραμμή Αχρίδας-Μοναστηρίου-Στρώμνιτσας-Μελενίκου) και πάντοτε ανέμενε από τη Βουλγαρία την εκδήλωση ενδιαφέροντος για τον καθο¬ρισμό της διαχωριστικής γραμμής.


Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν πρόθυμο να προβεί σε άρση του βουλγαρικού σχίσματος, υπό τον όρο ότι ο Βούλγαρος Έξαρχος θα εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη, θα εγκαθίστατο στη Σόφια και η δικαιοδο¬σία του θα περιοριζόταν στη Βουλγαρική Ηγεμονία και την Ανατολική Ρωμυλία. Η Μακεδονία με την ευρύτερη σημασία του όρου θα παρέμενε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο δεν είχε αντίρρηση να τοποθετήσει Βούλγα¬ρους επισκόπους σε επαρχίες που πλειοψηφούσε το σλαβικό στοιχείο, επιτρέποντας την τέλεση της θείας λειτουργίας στην εκκλησιαστική σλαβονική. Αυτό σήμαινε ότι ο Βούλγαρος Έξαρχος δεν θα μπορούσε να διεκδικεί τη χορήγηση σουλτανικών βερατιών για εξαρχικούς επισκόπους στη Μακεδονία. Αλλά το Πατριαρχείο κινού¬νταν στο πλαίσιο της οικουμενικής του πολιτικής, ενώ η Εξαρχία ήταν πολιτικός θεσμός με ένα σαφή βουλγαρικό εθνοκεντρικό χαρακτήρα, σε πλήρη αρμονία με τις απώτερες βουλγαρικές βλέψεις στη Μακεδονία. Για τον λόγο αυτό ο Έξαρχος Josef I απέρριψε τις προτάσεις του Ιωακείμ του Γ κατά την πρώτη του θητεία (1878-¬1884) για τις προϋποθέσεις της άρσεως του βουλγαρικού σχίσματος. Ο Έξαρχος παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς σύνοδο, και προσπαθούσε πάντα να εξασφαλίσει επισκοπικές θέσεις στη Μακεδονία.

Η επίσημη Βουλγαρία την περίοδο της διακυβέρνησης του ηγεμόνα Aleksander Battenberg (1879-1886) άφηνε αόριστα να εννοηθεί ότι δεν απέρριπτε προκαταβολικά την ιδέα της κατανομής της Μακεδο¬νίας σε σφαίρες ελληνικής και βουλγαρικής επιρροής, αλλά επικαλούνταν πάντα την «εθνολογική γραμμή», χωρίς όμως να τη συγκεκριμενοποιεί. Εκτός των παραλίων, η Βουλγαρία φαινόταν γενικά απρόθυμη να αναγνωρίσει ελληνικές διεκδικήσεις στη μακεδονική ενδοχώρα. Η πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρική Ηγεμονία (Σεπτέμβριος 1885) και η εφαρμοσθείσα πολιτική του εκβουλγαρισμού των Ελλήνων ψύχραναν περισσότερο τις σχέσεις Αθήνας-Σόφιας. Η πολιτική της διατήρησης καλών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που εγκαινίασε ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Stefan Stambulov (1887-1894) αποσκο¬πούσε στη βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία μέσω της έκδοσης σουλτανικών βερατιών για Βούλγαρους επισκόπους και της κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής Σόφιας-Κιούστεντιλ-Σκοπίων. Ο Stambulov αντιτάχθηκε στα ρωσικά σχέ¬δια μετατροπής της Βουλγαρίας σε ρωσικό προτεκτοράτο και έτσι δεν αποκατα¬στάθηκαν οι ρωσο-βουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις που διακόπηκαν στις 6 Νοεμ¬βρίου 1886, μετά την αποπομπή του Battenberg (Αύγουστος 1886) και την απόρ¬ριψη από τους Βούλγαρους του υποψηφίου της Ρωσίας ως ηγεμόνα της Βουλγαρίας, του γεωργιανού πρίγκιπα Nikolaj Migrieli. Η Βουλγαρία θα αποβεί το πεδίο του ανταγωνισμού Αυστρο-Ουγγαρίας-Ρωσίας.

Λόγω ρωσικού βέτου η Υψηλή Πύλη δεν αναγνώρισε τον Ferdinand του Σαξωνικού Κοβούργου ως ηγεμόνα της Βουλ¬γαρίας, τον οποίο είχε εκλέξει η Μεγάλη Βουλγαρική Εθνοσυνέλευση (6.7.1887). θι απειλές του Stambulov ότι θα εκδιώξει τους Έλληνες Μητροπολίτες από τη Βουλ¬γαρία και δεν θα καταβάλει στην Υψηλή Πύλη τον φόρο της Ανατολικής Ρωμυλίας, η κρίση στις σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Υψηλής Πύλης λόγω του γνω¬στού προνομιακού ζητήματος, η δυσαρέσκεια του Αβδούλ Χαμίτ από τις ταραχές στην Κρήτη (1889) και σε τελική ανάλυση η υποστήριξη της Βιέννης συνετέλεσαν ώστε το 1890 οι Βούλγαροι να αποκτήσουν εξαρχικούς επισκόπους στα Σκόπια και την Αχρίδα. Το πλήγμα που υπέστη το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν ισχυρό, διότι de-jure η Υψηλή Πύλη αναγνώριζε τη δικαιοδοσία της βουλγαρικής Εξαρχίας στη Μακεδονία. Το 1894 οι Βούλγαροι απέκτησαν επίσης εξαρχικούς επισκόπους στα Βελεσσά και το Νευροκόπι. Ο Stambulov προωθούσε κυρίως το εκπαιδευτικό-εκκλησιαστικό βουλγαρικό έργο στη Μακεδονία, εκτιμώντας ότι έπρεπε πρώτα να διαμορφωθεί βουλγαρική εθνική συνείδηση, και απέρριπτε κάθε πρόωρη επανα¬στατική ενέργεια που θα επιδείνωνε τις σχέσεις της Βουλγαρίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι επιτυχίες στο εκκλησιαστικό είχαν ενισχύσει την πεποίθηση των βουλγαρικών πολιτικών παραγόντων ότι το Μακεδονικό ήταν βουλγαρικό ζήτημα και μια χαμένη υπόθεση για τους Έλληνες και τους Σέρβους. Έτσι, οι βουλγαρικές κυβερνήσεις απέρριπταν κάθε συζήτηση για κατανομή της Μακεδονίας σε σφαίρες επιρροής και επιδίωκαν μονάχα τη λύση της αυτονομίας ως μέσου προσάρτησης στη Βουλγαρία, κατά το παράδειγμα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Αλλά στη βουλ¬γαρική πολιτική σκηνή δεν ήταν αμελητέα η επιρροή των Βουλγαρομακεδονικών κύκλων. Ένα σημαντικό τμήμα των αξιωματικών του βουλγαρικού στρατού προ¬ερχόταν από τη Μακεδονία και αποτελούσε μια ισχυρή ομάδα πίεσης στη χάραξη της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής.

Οι βουλγαρομακεδονικοί κύκλοι στήριζαν τις ελπίδες τους για μια επαναστατική λύση του Μακεδονικού κυρίως στη Ρωσία. Η ρωσική διπλωματία καλλιεργούσε τέτοιες πεποιθήσεις κυρίως για την ανατροπή του Stambulov και τη μείωση της αυστριακής επιρροής στη Βουλγαρία, πράγμα που πέτυχε. Το 1894 έπεσε η κυβέρνηση Stambulov και ο ίδιος ο Stambulov δολοφονή¬θηκε το 1895 από Βουλγαρομακεδόνες. Ο νέος πρωθυπουργός Konstantin Stojlov (1894-1899) αποκατέστησε το 1896 τις ρωσο-βουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις, ο Ferdinand αναγνωρίστηκε διεθνώς ως ηγεμόνας της Βουλγαρίας, ο διάδοχος του θρόνου, πρίγκηπας Boris, μεταβαπτίστηκε σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό και η Βουλγαρία περιήλθε στη σφαίρα της ρωσικής επιρροής. Ωστόσο, οι προσδοκίες της Βουλγαρίας για ρωσική υποστήριξη της αυτονομίας της Μακεδονίας δεν δικαιώ¬θηκαν. Μετά το 1896 το κέντρο της ρωσικής πολιτικής ήταν η Άπω Ανατολή. Στη βαλκανική της πολιτική η Ρωσία ενέμενε στη διατήρηση του status-quo, πράγμα που επισημοποίησε σε συμφωνία με την Αυστρο-Ουγγαρία τον Απρίλιο του 1897. Η μακεδονική της πολιτική ήταν αυστηρά ισορροπημένη. Επιδίωξε το 1896 την άρση του βουλγαρικού σχίσματος με τους όρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πράγμα που απέρριψαν οι Βούλγαροι, και έλαβε σοβαρά υπόψη και τα σερβικά συμφέροντα στη Μακεδονία. Η Ρωσία, απασχολημένη με τα προβλήματα της Άπω Ανατολής και αντιμετωπίζοντας τον ιαπωνικό κίνδυνο, δεν ευνοούσε επαναστατι¬κές ταραχές στη Μακεδονία ούτε ήταν πρόθυμη να στηρίξει στρατιωτικά τη Βουλ¬γαρία σε περίπτωση βουλγαροτουρκικού πολέμου.

Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας καθοριζόταν από τον ηγεμόνα Ferdinand και την ηγεσία του στρατεύματος στο οποίο ως ομάδα πίεσης δρούσε και το βουλγαρομακεδονικό λόμπυ. Οι ηγέτες των πολυδιασπασμένων πολιτικών κομμάτων της Βουλγαρίας ήταν στην ουσία μαριονέτες του ηγεμόνα Ferdinand, ο οποίος νωρίς έδωσε το στίγμα του λεγόμενου «προσωπικού καθεστώτος». Το «Ανώ¬τατο Μακεδονικό Κομιτάτο» της Σόφιας ήταν υπό την άμεση κηδεμονία της βουλ¬γαρικής αυλής και του Υπουργείου Πολέμου, έχοντας υπερφαλαγγίσει τη V.M.R.O. στη Θεσσαλονίκη. Η ευνοϊκή για την Ελλάδα τροπή του Κρητικού ζητήματος μετά τον ατυχή ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1897 (αυτονομία της Κρήτης με ύπατο αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και εγκατάσταση διεθνών στρατευμάτων) λειτούργησε στη Βουλγαρία ως πρότυπο και για μια ανάλογη λύση του Μακεδονικού. Από τα τέλη του 19ου αιώνα όλο και εμφανέστερα τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα τόνιζαν την ανάγκη μεταρρυθμί¬σεων στη Μακεδονία κατά το παράδειγμα της Κρήτης.

Για να διευρύνει τη βάση της η V.M.R.O. to 1902 άλλαξε το καταστατικό της, απέβαλε το στενό της βουλγαρικό χαρακτήρα και κάλεσε σε συστράτευση όλα τα δυσαρεστημένα στοιχεία, ανεξαρ¬τήτως εθνότητας, σε έναν επαναστατικό αγώνα με σκοπό την πολιτική αυτονομία της Μακεδονίας. Στην ουσία όμως η V.M.R.O. από to 1901, μετά τη σύλληψη των μελών της Κεντρικής Επιτροπής (Hristo Tatarcev, Hristo Matev) στις αρχές του 1901 στη Θεσσαλονίκη από τις οθωμανικές αρχές, ποδηγετούνταν από το «Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο», τους λεγόμενους βερχοβιστές (τον καθηγή Mihajlovski και το στρατηγό Concev). Οι βερχοβιστές είχαν επιλέξει την οδό της υπόθαλψης εξεγέρ¬σεων στη Μακεδονία, ώστε να διεθνοποιηθεί το Μακεδονικό Ζήτημα και να επέμ¬βουν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Οι ταραχές στη Τζουμαγιά (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1902) ήταν ο προάγγελος των συμβησομένων. Παρά τις συμβουλές του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, Lambsdorf, κατά την επίσκεψη του στη Σόφια τον Δεκέμ¬βριο του 1902, να επιδείξουν οι Βούλγαροι σύνεση και υπομονή, σε συνέδριο της στη Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 1903, η V.M.R.O. αποφάσισε μια ένοπλη εξέ¬γερση.

Στο συνέδριο συμμετείχαν μονάχα 17 εκπρόσωποι και απουσίαζαν οι βασι¬κοί παράγοντες της V.M.R.O., όπως οι Goce Delcev, Dame Gruev, Pere Tosev, Gjorce Petrov, Jane Sandanski. Οι Matev και Tatarcev, μετά την αποφυλάκιση τους το 1902, δεν είχαν το δικαίωμα παραμονής στη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στη Σόφια. Η V.M.R.O., ουσιαστικά ακέφαλη στα χέρια του φιλοβερχοβιστή Ivan Garvanov, έλαβε μια μοιραία απόφαση. Σήμερα είναι τεκμηριωμένο ότι καταλυτική επίδραση στη λήψη της απόφασης είχαν οι υποσχέσεις βουλγαρικών στρατιωτικών κύκλων (κυρίως του Υπουργού Πολέμου Paprikov) ότι η Βουλγαρία θα συνδράμει στρατιω¬τικά τους εξεγερμένους κηρύσσοντας ακόμα και πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [1]. Όταν έγινε γνωστή η απόφαση, οι Goce Delcev, Gjorce Petrov και Jane Sandanski τάχτηκαν εναντίον μιας πρόωρης εξέγερσης, την οποία χαρακτήρι¬σαν ως αυτοκαταστροφή. Η Βουλγαρία δεν ήταν προετοιμασμένη για πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και προφανώς ήθελε να εκμεταλλευτεί την επικεί¬μενη εξέγερση για τη διεθνοποίηση του Μακεδονικού. Η ανατίναξη τον Απρίλιο του 1903 του γαλλικού ατμόπλοιου Quadalquivir στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και της οθωμανικής τράπεζας από νεαρούς Βούλγαρους αναρχικούς, τους γεμιτζήδες, ήταν το προανάκρουσμα της επικείμενης εξέγερσης.

Η Ελλάδα είχε ως άξονα της πολιτικής της, πέρα από την προώθηση του εκπαι¬δευτικού και του εκκλησιαστικού έργου, την κατανομή του ευρύτερου μακεδονικού χώρου σε ελληνική και σλαβική ζώνη επιρροής. Η Σερβία, για την οποία το βιλαέτι του Κοσόβου (με πρωτεύουσα τα Σκόπια) δεν συμπεριλαμβανόταν στον μακεδονικό χώρο, αλλά αποτελούσε την Παλαιά Σερβία, δεν ήταν βασικά αντίθετη στη ιδέα της διανομής. Κατά τις σχετικές ελληνο-σερβικές διαπραγματεύσεις στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα η Αθήνα και το Βελιγράδι συμφωνούσαν ότι η νότια ζώνη ήταν ελληνική και η βόρεια σλαβική, αλλά υπήρχαν ορισμένες διαφωνίες σχετικά με την επιδίκαση ορισμένων πόλεων της μεσαίας ζώνης στην Ελλάδα ή τη Σερβία [2].

Αντίθετα, τέτοια βάση συνεννόησης δεν υπήρχε με τη Βουλγαρία, τουλάχιστον από το 1890 και κατόπιν. Όταν τον Δεκέμβριο του 1896 ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός, Konstantin Stojlov, πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να αναληφθεί μια συλλογική πρωτοβουλία Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, ώστε να καταστεί «προνομιούχος» επαρχία, τον Μάρτιο του 1897, ενόψει των προετοιμασιών για πόλεμο με την Τουρκία, ο Υπουργός Εξωτερικών Αλέξανδρος Σκουζές απάντησε ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι πρόθυμη για την έναρξη διαπραγματεύσεων, αλλά με αντικείμενο αποκλειστικά τον καθορισμό των ελληνο-βουλγαρικών σφαιρών επιρροής στη Μακεδονία, αναγνωρίζοντας ωστόσο στη Βουλγαρία το δικαίωμα διεξόδου στο Αιγαίο [3].

Το ζήτημα επανέφερε προς συζήτηση ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών, Αλέξανδρος Ζαΐμης, τον Οκτώβριο του 1897, μετά την ήττα της Ελλάδας στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο και ενόψει των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συνθήκης ειρήνης. Πρότεινε στον Βούλγαρο διπλωματικό πράκτορα στην Αθήνα, Petar Dimitrov, να καθορίσουν η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Σερβία τις σφαίρες επιρροής τους στη Μακεδονία, χαρακτηρίζοντας ως ουδέτερη μια ζώνη, στην οποία θα είχαν διεκδικήσεις και οι τρεις πλευρές [4]. Η βουλγαρική κυβέρνηση του Stojlov απάντησε διπλωματικά στις 13 Νοεμβρίου ότι δέχεται βασικά να συζητήσει το θέμα, αλλά με τον όρο ότι η ελλη¬νική κυβέρνηση να καθορίσει επακριβώς τη γεωγραφική περιοχή που διεκδικεί, όπως και την ουδέτερη ζώνη [5]. Ένα μήνα αργότερα ο Ζαΐμης άφησε να εννοηθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση θα γνωστοποιήσει τα βόρεια όρια της ουδέτερης ζώνης, αλλά αναμένει ότι ταυτόχρονα και η Βουλγαρία θα αποσαφηνίσει τα νότια όρια της ουδέτερης ζώνης [6]. Τέτοιες υπεκφυγές αποδείκνυαν την αμοιβαία καχυποψία. Η Βουλγαρία, έχοντας εξασφαλίσει τον Οκτώβριο του 1897 τρία νέα σουλτανικά βεράτια για εξαρχικούς επισκόπους στη Δίβρα, το Μοναστήρι και τη Στρώμνιτσα, ως αποτέλεσμα της ουδέτερης στάσης που τήρησε στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο, σε καμιά περίπτωση δεν δεχόταν τη λύση της διανομής και απλά ήθελε να βολιδο σκοπήσει τη στάση της Ελλάδας. Η απόρριψη επίσης και των ρωσικών προτάσεων το 1896 για την άρση του βουλγαρικού σχίσματος [7] , όπως και η συνεχής εκδίωξη του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας με την υφαρπαγή των σχολείων του και των εκκλησιών του και τον εξαναγκασμό του να προσχωρήσει στην Εξαρχία είχαν οξύνει περισσότερο τις διμερείς σχέσεις.

Στις αρχές του 20ού αιώνα η ελληνική εξωτερική πολιτική σε σχέση με τη Βουλ¬γαρία ήταν πλέον σαφής: καμιά περαιτέρω προσπάθεια συνεννόησης, καμιά πρω¬τοβουλία για άρση του σχίσματος, διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης στη Μακεδονία και καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Προς την ίδια πολιτική προσανατολίστηκε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι φόβοι της κυβέρνησης Θεοτόκη ότι η επανεκλογή του Ιωακείμ του Γ' στον πατρι¬αρχικό θρόνο θα ήταν επιζήμια για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα λόγω των φιλορωσικών του αισθημάτων δεν δικαιώθηκαν. Επανεκλεγείς στον Οικουμενικό Θρόνο τον Μάιο του 1901 ο Ιωακείμ ο Γ', λόγω των νέων πολιτικών συγκυριών, εφάρμοσε μια μετριοπαθή εθνική πολιτική, συνάδουσα πλήρως με τα ελληνικά συμ¬φέροντα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]-Βλ. Τ. Vlahov, Krizata ν balgaro-turskite otnosenija 1895-1908, Σόφια 1977, σ. 41.
[2]-Το 1890 ο Σέρβος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, Stojan Novakovic, είχε τις πρώτες συνο¬μιλίες με τον Μαυροκορδάτο για την κατανομή της Μακεδονίας σε ελληνική και σερβική σφαίρα επιρροής: η βόρεια ζώνη επιδικάστηκε στη Σερβία, η νότια στην Ελλάδα, αλλά υπήρξε διαφωνία για τη μεσαία (και οι δύο πλευρές διεκδικούσαν τη Στρώμνιτσα, το Μοναστήρι, το Κρούσεβο και την Αχρίδα). Το 1892, μετά την επίσκεψη του Τρικούπη στο Βελιγράδι τον Ιούνιο του 1891, η κυβέρνηση Pasic έστειλε στην Αθήνα τον Βλάχο στην καταγωγή από την Ήπειρο Vladan Djordjevic για νέες διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Ο Στέφανος Δραγούμης, Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Τρικούπη, υπέβαλε στον Djordjevic τις ακόλουθες προτάσεις: 1) στην ελληνική σφαίρα να παραμείνουν το Νευροκόπι, το Μοναστήρι, ο Περλεπές και το Κρούσεβο, 2) οι αλβανικές περιοχές μέχρι τη Στρούγκα και τη Δίβρα στη σερβική σφαίρα. Η σερβική κυβέρνηση απέρριψε τις προτά¬σεις. Το 1899 διεξήχθηκαν στην Αθήνα και οι τελευταίες (ατελέσφορες) ελληνοσερβικές συνομιλίες μεταξύ του Υπουργού Εξωτερικών Ρωμανού στην κυβέρνηση Θεοτόκη και του Σέρβου εκπροσώπου Milicevic. Η σερβική πλευρά πρότεινε την κατάργηση των σερβικών προξενείων με αντάλλαγμα την εξασφάλιση επισκοπικών θέσεων: Κατάργηση του προξενείου του Μοναστηρίου με αντάλλαγμα τον διορισμό Σέρβου επισκόπου στα Βελεσσά, κατάργηση του προξενείου Σερρών με αντάλλαγμα τον διορισμό του Φιρμιλιανού στα Σκόπια και κατάργηση του προξενείου Θεσσαλονίκης με αντάλλαγμα την κατοχύρωση των επισκοπικών θέσεων στα Σκόπια και τα Βελεσσά. Η Ελλάδα ζήτησε πρώτα την κατάργηση των προξενείων και μετά τον διοριοσμό των επισκόπων.
[3]- Centralen Drzaven Istoriceski Arhiv (CDIA), Fond 176, Opis 1, Arhinva Edinica 1008, Dimitrov προς Stojlov, Εμπιστευτικό, Αθήνα, 22.3.1897.
[4]- CDIA, Fond 176, Opis 1, Arhivna Edinica 1008, Dimitrov προς Stojlov, Εμπιστευτικό, Αθήνα, 15.10.1897.
[5]- CDIA, Fond 322, Opis 1, Arhivna Edinica 4, Stojlov προς Dimitrov, Εμπιστευτικό, Σόφια, 13.11.1897
[6]- CDIA, Fond 176, Opis 1, Arhivna Edinica 1008, Dimitrov προς Stojlov, Εμπιστευτικό, Αθήνα, 13.12.1897.
[7]- Οι προτάσεις του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Nelidov ήταν οι ακόλουθες: ο Έξαρχος να εγκατασταθεί στη Σόφια και η δικαιοδοσία του να περιοριστεί στην Ηγεμονία, να συμμετέχει στις εργασίες της Πατριαρχικής Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, ο Πατριάρχης να διορίζει Βούλγαρους μητροπολίτες στη Μακεδονία από τους υποψηφίους που θα πρότεινε ο Έξαρχος, αλλά μονάχα στις επαρχίες όπου οι Βούλγαροι αποτελούσαν την πλειοψηφία. Στις επαρχίες όπου οι Βούλγαροι ήταν μειοψηφία, θα υπήρχε Βούλγαρος Επίσκοπος. Ο Nelidov ισχυριζόταν ότι η ελληνική κυβέρνηση, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Ρωσική Σύνοδος δέχονταν αυτούς τους όρους. Βλ. P. Popov, Balkanskata Politika na Balgarija 1894-1898, Σόφια 1984, σ. 82. Η Ρωσία ενδιαφερόταν περισ-σότερο για την ενότητα της ορθοδοξίας, ώστε να μην επωφελείται η ουνιτική και η προτεσταντική προπαγάνδα από τη διάσπαση της. Η Ελλάδα δεν ήταν αρνητική στη ρωσική πρωτοβουλία, διότι περιείχε τη βασική γραμμή της οροθέτησης του ελληνισμού από τον σλαβισμό.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ , μέρος 2


Η Αθήνα παρακολουθούσε τις κινήσεις των Βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων και δεν απέκλειε βουλγαρική εξέγερση στη Μακεδονία. Μιλώντας στις 19 Μαΐου 1902 με τον πρέσβη της Αυστρο-Ουγγαρίας στην Αθήνα, Burian, ο πρωθυπουργός Ζαΐμης αναφέρθηκε στην προπαγάνδα της V.M.R.O. για μια υπερεθνική εξέγερση όλων των Χριστιανών της Μακεδονίας ώστε να αυτονομηθεί η Μακεδονία. Η προπαγάνδα αυτή, συνέχισε ο Ζαΐμης, παρέσυρε και μερικούς Έλληνες, που άρχισαν να πιστεύουν ότι ήρθε η στιγμή μιας κοινής ενέργειας με τους Σλάβους για την απελευθέρωση, αλλά η ελληνική κυβέρνηση μέσω των προξενείων της τους προειδοποίησε για τις οδυνηρές συνέπειες, διότι «αυτοί θα βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά αντί για τους Βούλγαρους» [8]. Ιδιαίτερα επισήμανε ο Ζαΐμης ότι η Θεσσαλία είχε καταστεί κέντρο λαθρεμπορίου όπλων από Βουλγάρους που εγκαθίσταντο εκεί δήθεν ως εργάτες, αλλά ο πραγματικός τους σκοπός ήταν η αγορά όπλων, που είχαν εγκαταλειφθεί από τον ελληνικό στρατό μετά την ήττα του 1897. Οι ελληνικές αρχές, όταν τους συνελάμβαναν, τους αφόπλιζαν και τους απέλαυναν, κατέληξε ο Ζαΐμης [9].

Το λαθρεμπόριο όπλων από την Ελλάδα ήταν συχνό φαινόμενο, καθώς τα θεσσαλο-μακεδονικά σύνορα δεν μπορούσαν να φυλαχτούν αποτελεσματικά. Αλλά και στην ίδια την Αθήνα υπήρχε μια μικρή ομάδα Βουλγάρων (μεταξύ των άλλων συγκαταλέγονταν οι Lambro Rali, Naum Ruka, Dimitar Uzunov, Hristo Jambruki, Lazar Kiselincev) με κύρια αποστολή την εξασφάλιση οπλισμού. Οι Βουλγαρομακεδόνες αυτοί αλληλογραφούσαν με τον Goce Delcev και είχαν επαφές με τον Κεντρικό Μακεδονικό Σύλλογο, δηλαδή τους Έλληνες από τη Μακεδονία που ζούσαν στην Αθήνα. Παρουσιάζοντας τον αγώνα τους ως μια χριστιανική υπερεθνική υπόθεση είχαν τη βοήθεια του Συλλόγου στην αγορά οπλισμού. Είναι άξιο προσοχής το γεγονός ότι στα τέλη Νοεμβρίου 1902 την Αθήνα επισκέφθηκε ο συνταγματάρχης Jankov, μέλος του Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου της Σόφιας, και συναντήθηκε με τους αδελφούς Γερογιάννη από τον Κεντρικό Μακεδονικό Σύλλογο. Συζήτησαν κυρίως τη δυνατότητα μιας εξέγερσης στη Μακεδονία. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Lazar Kiselincev (28.11.1902) από την Αθήνα προς τον Delcev για τις επαφές του Jankov.

...Ο Jankov εδώ έκανε πολύ καλή εντύπωση στους Ελληνομακεδόνες. Ιδιαίτερα ο Γερογιάννχς (ο αντισυνταγματάρχης του ελληνικού στρατού), ο αδελφός του (ο γιατρός) και μερικοί ακόμα άλλοι συζήτησαν με τον Jankov σχετικά με την οργάνωση και το ξέσπασμα μιας παλλαϊκής εξέγερσης. Ο Γερογιάννης κατέληξε στο εξής συμπέραμα: να αναβληθεί η εξέγερση για 3-4 χρόνια, για να επέλθει συμ¬φωνία μεταξύ των ηγετών του μακεδονικού κινήματος και των διαβιούντων στην Αθήνα Μακεδόνων, για να μπορέσουν οι τελευταίοι να κατανοήσουν καλύτερα τον σκοπό των μακεδονικών κομιτάτων. Κατά τη γνώμη μου πρέπει να επέλθει μια συμφωνία με τους εδώ Μακεδόνες. Γνωρίζετε ήδη πόσα τουφέκια και σφαίρες έδωσε ο θεός. Θα είναι πολύ δύσκολο να τα αγοράσει ένας μη Έλληνας. Για τον λόγο αυτό ελπίζω σ αυτή τη συνεννόηση. Και να μη μας βοηθήσουν με κάτι, δεν θα μας εμποδίσουν... [10]

Ο Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος δεν είχε ακόμα σαφή γνώση των επιδιώ¬ξεων των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων και για τον λόγο αυτό ζήτησε πίστωση χρόνου, πριν καταλήξει σε μια ενδεχόμενη συμφωνία συνεργασίας με προοπτική την εξέγερση. Η βουλγαρική προπαγάνδα για έναν κοινό αγώνα των Χριστιανών κατά των Τούρκων στη Μακεδονία φαίνεται ότι δεν είχε μείνει ατελέσφορη. Κύκλοι στην Αθήνα εξόπλιζαν τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα. Οι ελληνικές αστυνομι¬κές αρχές γνώριζαν για τη δράση των Βουλγάρων της Αθήνας και τους φυλάκιζαν προσωρινά, για να τους απελευθερώσουν αργότερα, από φόβο μήπως στη Βουλγα¬ρία εκδηλωθεί ανθελληνικό κίνημα.

Τα γεγονότα του 1903 άλλαξαν άρδην το σκηνικό και δεν άφηναν πλέον καμιά αμφιβολία για τις επιδιώξεις των Βουλγάρων. Η είδηση για την εξέγερση του Ίλιντεν, επίκεντρο της οποίας ήταν το βιλαέτι του Μοναστηρίου και τα θύματα Έλλη¬νες και Βλάχοι, ούτε εξέπληξε την ελληνική κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη ούτε προκάλεσε πανικό στην Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε τηλεγραφικές εγκυκλίους στα ελληνικά προξενεία της Μακεδονίας με τις οποίες προέτρεψε το ελληνικό στοιχείο να παραμείνει ήσυχο και να έχει την πεποίθηση ότι η τουρκική κυβέρνηση θα καταπνίξει το κίνημα [11]. Στον ελληνικό τύπο η εξέγερση παρουσιά¬στηκε ως κίνημα ληστανταρτών, αλλά και ως κίνημα Βουλγάρων πατριωτών που αποσκοπούσε στην πραγμάτωση του ονείρου της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου [12], ενώ η ανακατάληψη του Κρουσόβου από τον τουρκικό στρατό εκτιμήθηκε ως η απαρχή της καταστολής της εξέγερσης [13]. Τα όρια μεταξύ ληστή και εθνικού ήρωα δεν ήταν σαφώς διαγεγραμένα. Ιδιαίτερη ευαισθησία επέδειξαν οι Μακεδό¬νες φοιτητές που σπούδαζαν στην Αθήνα και ο Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος. Πάνω από 150 φοιτητές προθυμοποιήθηκαν να μεταβούν στη Μακεδονία για να πολεμήσουν κατά των Βουλγάρων και για τον λόγο αυτό ζήτησαν την άδεια της τουρκικής πρεσβείας. Επίσης ο Γερογιάννης ως Πρόεδρος του Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου υπέβαλε στην τουρκική πρεσβεία υπόμνημα, ζητώντας από την Υψηλή Πύλη να δοθούν όπλα στους Έλληνες της Μακεδονίας για να πολεμήσουν κατά των Βουλγάρων [14]. Αν και τα διαβήματα αυτά επαναλήφθηκαν, για ευνόη¬τους λόγους οι τουρκικές αρχές απάντησαν αρνητικά, πιστεύοντας ότι έχουν τον έλεγχο της κατάστασης. Ο Γερογιάννης ζήτησε επίσης την άδεια της κυβέρνησης για τη διοργάνωση ενός συλλαλητηρίου στην Αθήνα, αλλά ο Ράλλης πρότεινε να αναβληθεί επί του παρόντος η διοργάνωσή του διότι δεν θα είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, εφόσον η κυβέρνηση είχε λάβει όλα τα μέτρα για την ασφάλεια των Ελλήνων της Μακεδονίας [15]. Η Ελλάδα ζήτησε τόσο από την Υψηλή Πύλη όσο και από τις Μεγάλες Δυνάμεις την προστασία του ελληνισμού [16], ενώ η ελληνική αστυ¬νομία διατάχτηκε από τον Ράλλη να παρακολουθεί αυστηρά τις κινήσεις των Βουλ¬γάρων στην Αθήνα και τη Θεσσαλία. Για προληπτικούς λόγους μερικοί Βούλγαροι φυλακίστηκαν προσωρινά [17]. Κατά τη ανάκριση αποδείχτηκε ότι ήταν μέλη βουλ-γαρομακεδονικών κομιτάτων που απέστελναν πολεμοφόδια και περίστροφα στη Μακεδονία και μάλιστα ο Uzunov είχε φιλοξενήσει τον Cekalarov κατά την παρα¬μονή του στην Αθήνα [18].

Σχολιάζοντας το πνεύμα της αυτοθυσίας των Μακεδόνων φοιτητών και την υπόθεση του συλλαλητηρίου η εφημερίδα Άστυ, αφού έκρινε ως ανώφελη τόσο την έξοδο 150 ανταρτών όσο και την εκφώνηση πατριωτικών λόγων στην Αθήνα, ανα¬ζήτησε τα αίτια της δύσκολης θέσης της Ελλάδας στην έλλειψη μιας συστηματικής πολιτικής στο Μακεδονικό, αλλά και στην άγνοια του ευρύτερου κοινού για τις συνθήκες που επικρατούν στη Μακεδονία.

Ή αίτησης των φοιτητών, Μακεδόνων καϊ μή, όπως μεταβώσιν εις Μακεδο¬νία καϊ πολεμήσωσιν μετά τών Τούρκων κατά τών Βουλγάρων επαναστατών, καϊ ή διοργάνωσις υπό τοϋ ένταϋθα Μακεδονικοϋ Συλλόγου συλλαλητηρίου, όπως διαμαρτυρηθεί κατά τοϋ κινήματος τών Βουλγάρων έν Μακεδονία, αν καϊ είναι διαβήματα πατριωτικά, δηλωτικά τοϋ ότι τό νπερ τών έν Μακεδονία κινδυνευόντων αδελφών αίσθημα συγκινεί πάντα τόν Έλλψ>ισμόν, δεν φρονοϋμεν ότι θά απολήξουν είς πρακτικόν τι αποτέλεσμα νπερ τοϋ επιδιωκομένου σκοποϋ. ...Τό κίνημα τών Βουλγάρων, ώς είνε διωργανωμένον καϊ έξηπλωμένον σήμερον, χάρις είς ανωτέρους αξιωματικούς τοϋ βουλγαρικοϋ στρατοϋ καϊ τήν έθελοθυσίαν Βουλ¬γάρων πατριωτών -ας μή νποβιβάσωμεν τόν ήρωϊσμόν τών ριψοκινδύνων αυτών Βουλγάρων- διά νά κατασταλή καϊ μηδενισθώ άπαιτοϋνται έκτακτα στρατιωτικά μέτρα, με άλλους λόγους χρειάζεται μεγάλη δύναμις πειθαρχοϋντος τακτικοϋ στρατοϋ διά νά έντόπιση τουλάχιστον έπϊ τοϋ παρόντος τόν κίνδυνον.

Πρέπει νά έννοήσωμεν, ότι δεν πρόκειται περϊ κατσικοκλεφτών ή κλεφτοπο¬λέμων, άλλά περϊ συστηματικής έπιθέσεως σώματος ανταρτών, διευθυνομένων καϊ ένεργούντων καθ όλους τους κανόνας τής τακτικής τοϋ πολέμου. ΟΙ έπαναστάται δεν είνε βέβαια σταυραετοϊ τοϋ έπαίσχυντου πολέμου μας, ώς μόνον προσόν έχοντες τό στρίψιμο με τήν πρώτην ντουφεκιά.
ΟΙ Βούλγαροι ώς έπϊ τό πλείστον είνε άνδρες ήσκημένοι είς τόν χειρισμόν τοϋ όπλου, τάς κακουχίας καϊ τάς στερήσεις τοϋ πολέμου, αποφασισμένοι ή νά ανάψουν πυρκαϊάν, καθ όλψ/ τήν Μακεδονίαν, ή νά σκεπάσουν με τά πτώματά των τά πεδία τής Μακεδονίας...
Ήμεΐς δε οί Έλληνες ας παύσωμεν νά σκιαμαχώμεν καϊ νά μεγαλαυχώμεν, ας άφήσωμεν δε τήν Τουρκίαν καϊ τήνΕυρώπην νά προστατεύσουν τά δικαιώματα τοϋ Έλληνισμοϋ έν Μακεδονία, διότι οιονδήποτε ταραχώδες έκ μέρους ήμών κίνημα θά προκαλέση τήν χλεύην καϊ τό όνειδος καϊ αυτών τών ολίγων φίλων μας [19].

Οί πάσχοντες άπό άδιόρθωτον σωβινισμόν ένοχλοϋν καθ έκάστψ> τήν Κυβέρνησιν, έπιμένοντες καϊ καλά νά κατακεραυνώσουν τους Βουλγάρους άπό τής πλατείας τοϋ Άρεως, έκσφενδονίζοντες είς τήν Γουμένιτσαν καϊ τό Κρούσοβον άντϊ βομβών καϊ σφαιρών λόγους, λόγους, λόγους. Άλλ' είναι καιρός πλέον νά παύσουν αί άναίμακτοι καϊ έκ τοϋ άσφαλοϋς αυταϊ έπιδείξεις καϊ νά άφήσουν τήν Κυβέρνησιν νά πράξη τό καθήκον της. Τί φρονοϋν οί διάφοροι φιλοπόλεμοι καϊ σταυραετάρχαι, ότι αί Δυνάμεις θά δώσουν περισσοτέραν σπουδαιότητα είς καπεταναίους καϊ τους πιστικούς των, όσοι κατορθώσουν νά βγοϋν είς τήν Μακεδονίαν διά νά μάς γελωτοποιήσουν, ή είς τήν ελληνική Κυνέρνησιν, ήτις έξ ονόματος όλου τοϋ Έλληνισμοϋ, δούλου καϊ έλευθέρου, διεμαρτυρήθη καϊ είς τους έδώ πρεσβευτάς καϊ είς τους έν Ευρώπη άντιπροσώπους τής ή Έλλάδα διά τάς κακουργίας τών Βουλγάρων; Υποθέτουν ότι θά λάβουν νπ' δψιν των τους πενήντα ή έκατόν άντάρτας διά νά ένθυμηθοϋν ότι υπάρχει καϊ έν Έθνος τό όποιον ευλόγως άξιοι νά μή λησμονηθή άπό τήν Ευρώπην όταν σκεφθή νά λύση τό Μακεδονικόν δίλημμα, ή την έπίσημον διαμαρτύρησιν της Ελλάδος;
Βεβαίως ό θόρυβος τον όποιον προκαλούν οι Βούλγαροι, καϊ αν κατασταλη το κίνημά των καϊ αν καταστραφούν οι ένοπλοι συρφετοί, θα τους ωφελήσει έθνολογικώς, διότι υπάρχουν δυστυχώς εις την Μακεδονίαν πληθυσμοί, οϊτινες έχουν συγκεχυμένας ιδέας περϊ εθνικότητας, γλώσσης, θρησκεύματος καϊ ας μη τα θέλωμεν δλα δικά μας, ευρίσκονται πληθυσμοϊ πού σας λέγουν «Εμείς θα πάμε μ' εκείνους που θα μάς πρωτολευθερώσουν».
Καϊ ομιλούν με αύτην την γλώσσαν οι ολίγοι αύτοϊ πληθυσμοί, διότι ή αδια¬φορία καϊ ή άδράνειά μας τους ήνάγκασαν να ελπίζουν ολιγώτερον άπο ήμάς καϊ περισσότερον άπο τους Βουλγάρους. 'Ό,τι δε δεν έκάμαμεν εις διάστημα δεκάδων έτών φροντίζοντες πώς να άναπτερώσωμεν το φρόνημα τών Μακεδόνων, να φανατίσωμεν αύτους υπερ ήμών, να έμπνεύσωμεν εις αύτους την άποστροφη προς τους Βουλγάρους δολοφόνους, έρχόμεθα σήμερον να το έπιτύχωμεν με τα κενα λόγια καϊ τας έκ τού ασφαλούς άπειλας καϊ τους βρυγμους τών οδόντων.

Ποιος είμπορεί ν αμφισβητήσει δτι οι Βούλγαροι με τα τερατώδη κακουρ¬γήματα που κάμνουν δεικνύουν καϊ έθελοθυσίαν πρωτοφανη καϊ πατριωτισμον τυφλον καϊ είς τους λαους της Μακεδονίας έμπνεύουν την ίδέαν, δτι εϊνε "Εθνος με ζωην καϊ νεύρα καϊ αποφασιστικότητα;
Οι "Ελληνες βεβαίως τοιούτο πρόγραμμα ένεργείας, πρόγραμμα έξοντώσεως, δηώσεως καϊ έμπρησμών ουδέποτε διενοήθημεν να καταρτίσωμεν οϋτε είς το μέλ¬λον θα έπιχειρήσωμεν παρόμοια κινήματα τούτων δια να άμυνθώμεν υπερ τών δικαιωμάτων μας έν Μακεδονία. Αι ένέργειαί μας έν τη χώρα ταύτη εϊνε έκ διαμέ¬τρου αντίθετοι προς τας τών κακούργων ορδών τών Βουλγάρων. Ημείς έργαζόμεθα δπως έμπνεύσωμεν την έμπιστοσύνην τών οίκούντων την χώραν ταύτην δια της διαδόσεως της γλώσσης, της θρησκείας, τού πολιτισμού καθόλου. Άν δμως ή Εύρώπη λαμβάνη ύπ' όψιν τα κακουργήματα τών Βουλγάρων καϊ δεν ύπολογίζη είς την έκπολιστικην ένέργειαν τών Ελλήνων, τί δυνάμεθα άλλο να κάμωμεν παρά να διαμαρτυρηθώμεν έπ' ονόματι τού πολιτισμού καϊ ύπερ τών αναρίθμητων όμοεθνών μας, οϊτινες υφίστανται τόσα δεινοπαθήματα έκ μέρους τών έχόντων θηριώδη ένστικτα Βουλγάρων;

Ενώ όμως ούτοι προσπαθούν δια τοιούτων άτίμων μέσων να προκαλέσουν την προσοχην τών Μακεδόνων, ήμείς οι Ελληνες δεν κατορθώσαμεν άκόμη να έχωμεν ένα σύγχρονο χάρτη της Μακεδονίας, άλλ άρκούμεθα είς τον ξεθωριασμένον τού Κίπερτ, οϋτε έμβριθές τι σύγγραμα άπεκτήσαμεν πραγματευόμενον με άκρίβειαν καϊ εύσυνειδησίαν την χώραν ταύτην ύπο έποψιν έθνολογικήν, τοπογραφικην καϊ γλωσσολογικήν... .[20]

Ο ανώνυμος αρθρογράφος σκιαγράφησε τις διαφορές Ελλήνων και Βουλγάρων. Στη σκληρότητα, τη βαυνασότητα, αλλά και στην πειθαρχία, το οργανωτικό πνεύμα, την αποφασιστικότητα για ανδραγαθήματα των Βουλγάρων οι Έλληνες είχαν να αντι¬τάξουν την πολιτιστική τους υπεροχή. Αλλά το ερώτημα ήταν κατά πόσο μπορούσε πλέον «η πολιτιστική υπεροχή των Ελλήνων» να είναι λυσιτελής για την πολιτική του Ελληνισμού ή κατά πόσο οι Μεγάλες Δυνάμεις και ο Σουλτάνος μπορούσαν να σώσουν τον Ελληνισμό. Ο αρθρογράφος διαισθάνθηκε τον ελλοχεύοντα κίνδυνο για τον Ελληνισμό. Το κίνημα των Βουλγάρων ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία, ωστόσο οι Βούλγαροι στη δίνη των ταραχών εξανάγκαζαν τους κατοίκους πατριαρχικών χωριών να μεταστραφούν στην εξαρχία. Μέχρι τις αρχές του 1904 περίπου 65 πατρι¬αρχικά χωριά είχαν προσχωρήσει με τη βία στη σχισματική βουλγαρική εκκλησία [21]. Έτσι, θα μπορούσαν ίσως να ισχυριστούν οι Βούλγαροι ότι πληθυσμιακά υπερείχαν. Επρόκειτο για μια τακτική που ήδη εφαρμοζόταν στην Ανατολική Ρωμυλία. Ειδήσεις στον ελληνικό τύπο για βιαιοπραγίες κατά Ελλήνων ιερέων στη Καστοριά από τις ομάδες του Vasil Cekalarov ερέθιζαν περισσότερο την κοινή γνώμη στην Αθήνα [22].

Η εξέγερση του Ίλιντεν συνέπεσε με την έναρξη του προεκλογικού αγώνα για τη δημαρχία Αθηνών με υποψηφίους τον Σπυρίδωνα Μερκούρη, που διεκδικούσε μια δεύτερη θητεία, και τον Αγγελόπουλο. Τα κομματικά πάθη και τα συνηθισμένα στην Ελλάδα προεκλογικά έκτροπα επισκίασαν προσωρινά τα τεκταινόμενα στη Μακεδονία. Αλλά η είδηση για την καταστροφή του Κρουσόβου και την ύπαρξη θυμάτων μεταξύ των Ελλήνων της πόλης δεν άφησε ασυγκίνητο τον πληθυσμό της Αθήνας. Συγκροτήθηκε αμέσως μια «Επίκουρος των Μακεδόνων Επιτροπή» για τη συλλογή εράνων υπέρ των δεινοπαθούντων Ελλήνων της Μακεδονίας με Πρόεδρο τον Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο και μέλη του Προεδρείου τον Ι. Βαλαωρίτη, τον Δ. Βικέλα, τον Μ. Δραγούμη, τον Ι. Καυτατζόγλου, τον Κ. Ρακτιβάν και τον Γ. Στρέιτ.

Στην έκκληση της επιτροπής αναφερόταν χαρακτηριστικά:

Βαρεία συμφορα ένέσκηψεν έπϊ την Μακεδονίαν. Ξένοι έπιδρομείς, την έλευθερίαν έχοντες άνα στόμα, άλλα πύρ καϊ σίδηρον άνα χείρας φέροντες, έπιδιώκουσιν την έξόντωσιν τού Ελληνικού καϊ Όρθόδοξου πληθυσμού, ληστεύ-οντες, καίοντες οίκίας, σχολεία καϊ ναούς, σφάζοντες άνδρας, γυναίκας, παιδία, ιερείς, δλους τους μη στέργοντας ν άπαρνηθώσιν την έλληνικην καταγωγην καϊ την πατρώαν πίστιν.

Ύψιστον εϊνε καθηκον τών απανταχού Ελλήνων να έλθωσιν άρωγοϊ είς την τοσαύτην τών όμαιμόνων καϊ όμοθρήσκων κακοδαιμονίαν, να έπουλώσωσι τα τραύματα, να ένισχύσωσιν το έθνικον φρόνημα καϊ ματαιώσωσι τας κατα τού Μακεδονικού Ελληνισμού έπιβουλάς [23].

Στη συλλογή των εράνων, με πρόταση του Ι. Πεσμαζόγλου, Διευθυντού της Τρά¬πεζας της Ελλάδας, πρωτοστάτησαν οι τράπεζες [24], αλλά συγκινητική υπήρξε και η συνεισφορά του απλού κόσμου [25], που τώρα άρχισε να ευαισθητοποιείται στο Μακεδονικό. Όταν φάνηκε ότι ο τουρκικός στρατός άρχισε να ανακτά τον έλεγχο, η κυβέρνηση Ράλλη επέτρεψε τη διοργάνωση μιας συγκέντρωσης διαμαρτυρίας των Μακεδόνων της Αθήνας. Η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε στις 15 Αυγούστου στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Δεν εκφωνήθηκαν λόγοι αλλά απλά διαβάστηκε από τον Αντιπρόεδρο του Συλλόγου, Θωμά Σταύρου, ένα ψήφισμα όπου ανάμεσα στα άλλα τονιζόταν:

Διαμαρτυρόμεθα διά τό χυνόμενον αίμα τών κατά χιλιάδας άγρίως κατακρε¬ουργημένων άόπλων άδελφών ήμών, διά τάς λεηλασίας, άτιμώσεις, δηώσεις καϊ τους έμπρησμους τών χωρίων αυτών νπό τών ληστανταρτών τής Βουλγαρίας.

Βεβαιοϋμεν τήν Ευρώπην, ότι έάν οί σήμερον δεινά πάσχοντες υπό τών Βουλγά¬ρων Μακεδόνες ήθελον άντεπεξέλθη ένόπλως κατά τών έκ Βουλγαρίας έπιδρομέων, ουδεμία σήμερον ληστρική βουλγαρική συμμορία ήθελε τολμήσει νά λυμαίνεται τήν χώραν ήμών. Δεν τό έπράξαμεν δέ, ίνα μή διαταράξωμεν τήν είρήνην τής Ευρώπης καϊ διότι ουδέποτε ήλπίζομεν ότι ή Ευρώπη ήθελεν έπιτρέψει πρό τών ομμάτων αυτής νά διαπράττωνται τοιαϋτα κακουργήματα. Δηλοϋμεν, ότι έν δικαία άγανακτήσει διατελοϋντες πάντες οί Μακεδόνες διά τήν παράτασιν τής άγρίας καϊ άφόρητου ταύτης καταστάσεως, θέλουσιν έπϊ τέλους έξαναγκασθή είς ένοπλον δράσιν πρός ίδίαν αυτών άμυναν κατά τών έκ Βουλγα¬ρίας ληστών [26].

Η «πολιτιστική υπεροχή των Ελλήνων», το εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό έργο, δεν αρκούσε πλέον για την επιβίωση του Ελληνισμού της Μακεδονίας. Η καταφυγή στα μέσα που μετερχόταν ο εχθρός κρίθηκε αναγκαία, αν η κατάσταση εκτραχυνόταν. Ο αγώνας εκ των πραγμάτων θα ήταν αμυντικός μπροστά στη θηρι¬ώδη επέλαση των Βουλγάρων. Όταν ταυτίστηκαν τα θύματα της καταστροφής του Κρουσόβου, τελέστηκε μνημόσυνο στις 24 Αυγούστου στη Μητρόπολη Αθηνών με κάθε επιβλητικότητα μέσα σε μια συγκινησιακή ατμόσφαιρα. Παραβρέθηκαν ο δήμαρχος Μερκούρης, δημοτικοί σύμβουλοι, μέλη του Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου, αξιωματικοί του Πεζικού και της Χωροφυλακής και πολλοί Μακεδόνες της Αθήνας και του Πειραιά [27]. Ήταν η πρώτη φορά που όχι μονάχα το αθηναϊκό κοινό αλλά και ο Ελληνισμός του εξωτερικού διέγνωσαν τον κίνδυνο για τη Μακε¬δονία και ευαισθητοποιήθηκαν. Η ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου διοργάνωσε έρανο για τους άστεγους Έλληνες του Κρουσόβου, βρίσκοντας μεγάλη ανταπό¬κριση στην εκεί ελληνική παροικία [28]. Στο Μόναχο η ελληνική κοινότητα τέλεσε μνημόσυνο για τα θύματα του Ίλιντεν, ενώ σε εκδήλωση στο Ξενοδοχείο Mirabbel της βαυαρικής πρωτεύουσας μίλησε ο Καθηγητής της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπυρίδων Λάμπρος ο οποίος στον λόγο του επισήμανε ότι θα έλθει η ημέρα που και η Ελλάδα θα διεκδικήσει τα δίκαιά της στη Μακεδονία δια του πυρός και δια του ξίφους [29].


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[8]-Βλ. τη συλλογή εγγράφων Osvoboditelnata Borba na Balgarite v Makedonija i Odrisko1902/1904. Diplomaticeski Dokumenti, έπιμ. έκδοσης N. Todorov, Σόφια 1978, σ. 35.
[9]- Βλ. ό.π., σ. 36
[10]- Βλ. τη συλλογή εγγράφων της Γενικής Διεύθυνσης Αρχείων, Arhivite Govorjat (25). Iz Arhiva na Goce Delcev, επιμ. έκδοσης Iva Burilkova-Coco Biljarski, Σόφια 2003, σ. 194.
[11]- Βλ. Το Άστυ, 26.7.1903.
[12]- Βλ. ό.π., 24.7.1903.
[13]- Βλ. ό.π., 26.7.1903.
[14]- Βλ. ό.π., 28.7.1903.
[15]- Βλ. ό.π., 29.7.1903.
[16]- Βλ. ό.π., 1.8.1903.
[17]- Βλ. ό.π., 27.7.1903.[18]- Βλ. ό.π., 27.8.1903.
[19]- Βλ. Τὸ Ἄστυ, 29.7.1903.
[20]- Βλ. Τὸ Ἄστυ, 3.8.1903
[21]-Βλ. Παράρτημα της έκθεσης του Δ. Καλλέργη προς τον Αθ. Ρωμάνο, Μοναστήρι 20.2.1904,στη συλλογή εγγράφων Οι Απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1904). 100 έγγραφα από τοΑρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, Εισαγωγή Βασίλης Γούναρης, Επιμέλεια-Σχολι-ασμός Π. Καραμπάτη - Π. Κολτούκη - Χρ. Μανδατζής - Ιακ. Μιχαηλίδης - Άγγ. Χοτζίδης, ΜουσείοΜακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 139.
[22]- Βλ. Το Άστυ, 4.8.1903.
[23]- Βλ. ό.π., 10.8.1903.
[24]- Βλ. ό.π., 18.8.1903.
[25]- Βλ. ό.π., 24.8.1903.
[26]- Βλ. Τό Άστυ, 16.8.1903.
[27]- Βλ. ό.π., 25.8.1903.
[28]- Βλ. ό.π., 17.11.1903.[29]- Αυτόθι





Η ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ , μέρος 3


Με αφορμή την εξέγερση του Ίλιντεν το Μακεδονικό συζητήθηκε στη Βουλή των κοινοτήτων στο Λονδίνο. Όπως είναι γνωστό, λόγω της γερμανικής οικονομι¬κής και πολιτικής διείσδυσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά κυρίως των αυστριακών σχεδίων για την κατασκευή του βοσνιακού σιδηροδρόμου (Σεράγιεβο-Θεσσαλονίκη), η αγγλική πολιτική είχε τώρα αντιτουρκική αιχμή, επιδιώκουσα την εξασθένιση της τουρκικής κυριαρχίας στη Μακεδονία, ενώ για τη μείωση της ρωσικής επιρροής στη Βουλγαρία το Λονδίνο εξευμένιζε τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα. Σαφώς φιλοβουλγαρικός ήταν ο προσανατολισμός του Βαλκανικού Κομιτάτου στο Λονδίνο. Μιλώντας στη Βουλή των Κοινοτήτων ο Βρετανός Πρωθυ¬πουργός Arthur James Balfour απέδωσε τις ταραχές στην τουρκική κακοδιοίκηση και στην αβελτηρία της Ευρώπης να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία, όπως προέβλεπε η Συνθήκη του Βερολίνου. Αν και παραδέχτηκε ότι οι αγριότητες των Βουλγάρων κομιτατζήδων υπερτερούσαν των τουρκικών, δήλωσε ότι το Λον¬δίνο δεν θα επιτρέψει αντεκδικήσεις των Μουσουλμάνων κατά των Χριστιανών. Το επίμαχο σημείο της ομιλίας του Βρετανού Πρωθυπουργού ήταν η αναφορά του στη σαφή πληθυσμιακή υπεροχή των Βουλγάρων έναντι των άλλων εθνοτήτων [30]. Η ελληνική κυβέρνηση του Ράλλη αντέδρασε έντονα και έδωσε οδηγίες στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου να δραστηριοποιηθεί προς την κατεύθυνση της απόδειξης της ελληνικής πληθυσμιακής υπεροχής στη Μακεδονία, με στοιχεία που χορήγησε το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας. Ο ατέρμονος πόλεμος των στατιστικών για τη Μακεδονία μεταφέρθηκε στις στήλες των εφημερίδων του Λονδίνου σε μια προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να διαφωτίσει την αγγλική κοινή γνώμη για την υπεροχή των Ελλήνων και των Βλάχων έναντι των άλλων ομάδων [31]. Η ελληνο-βουλγαρική διένεξη εκφράστηκε στο Λονδίνο και ως αντιπαράθεση του φιλοβουλγαρικού Βαλκανικού Κομιτάτου και της φιλελληνικής «Εταιρείας του Βύρωνα». Το Βαλκανικό Κομιτάτο διοργάνωσε στην αίθουσα του Αγίου Ιακώβου, στο κέντρο του Λονδίνου, συλλαλητήριο, όπου παραβρέθηκαν κυρίως μέλη του φιλελεύθερου κόμματος. Οι ομιλητές καταδίκασαν την τουρκική κακοδιοίκηση στη Μακεδονία, επέκριναν την πολιτική της Βρετανίας το 1878 που εμπόδισε την εφαρμογή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και διαιώνισε την κακοδαιμονία της Μακεδονίας και πρότειναν ως λύση ένα αυτόνομο καθεστώς, κατά το πρότυπο της Κρήτης, με χριστιανό Γενικό Διοικητή, υπόλογο στις Μεγάλες Δυνάμεις [32]. Απαίτησαν επίσης την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης του Βερολίνου για μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία και έκαναν έκκληση για έρανο υπέρ των Βουλγαρομακεδόνων που είτε έμειναν άστεγοι είτε είχαν καταφύγει στη Βουλγαρία. Η Εταιρεία του Βύρωνα, με στοιχεία της ελληνικής πρεσβείας του Λονδίνου, δημοσίευσε τον αριθμό των Ελλή¬νων που σφαγιάσθηκαν από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες και ζήτησε τη συν¬δρομή αγγλικών φιλανθρωπικών οργανώσεων για τις οικογένειες τους. Απαίτησε από την αγγλική κυβέρνηση να αναλάβουν τα αγγλικά προξενεία στη Μακεδονία την προστασία των εκεί δεινοπαθούντων Ελλήνων και με τηλεγράφημα προς τη βουλγαρική κυβέρνηση επέστησε την προσοχή της στην καταδίωξη που υφίστατο ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας [33].

Το φθινόπωρο η εξέγερση είχε κατασταλεί και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανέ¬κτησε τον έλεγχο της κατάστασης. Ωστόσο, η κινητοποίηση του Ελληνισμού δεν μπο¬ρούσε πλέον να ανακοπεί και σ' αυτό συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες. Το μεταρρυθ¬μιστικό πρόγραμμα της Μυρστέγης (Οκτώβριος 1903) προέβλεπε τον διορισμό Οθω¬μανού Γενικού Επιθεωρητού με την παρουσία Ρώσου και Αυστριακού συμβούλου, την οργάνωση της χωροφυλακής από Ευρωπαίους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς υπό την ανώτατη διεύθυνση Ιταλού στρατηγού και διάφορες μεταρρυθμίσεις διοικητικής, δικαστικής και φορολογικής φύσης. Αλλά το άρθρο γ' του προγράμματος της Μυρστέγης δεν απέκλειε ενδεχόμενη μεταβολή των γεωγραφικών ορίων των διοικητικών περιφερειών για να επιτευχθεί η ομοιογενέστερη κατανομή των εθνοτήτων. Η διάταξη αυτή προκάλεσε τη διεξαγωγή νέας έντονης προπαγάνδας Ελλήνων, Σέρβων και Βουλ¬γάρων που προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι οι ομόφυλοί τους ήταν το επικρατέ¬στερο στοιχείο στα περισσότερα σαντζάκια. Χρειάστηκε να παρέλθει αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι οι Μεγάλες Δυνάμεις να δηλώσουν ρητά ότι σε περίπτωση αλλαγής των διοικητικών συνόρων θα λαμβάνονταν υπόψη αποκλειστικά οι στατιστικές πριν από την εξέγερση του Ίλιντεν. Αλλά η ερμηνεία αυτή δεν είχε πειστικότητα, δεδομένης της αδυναμίας του διεθνούς παράγοντα να επιφέρει την ειρήνευση και των μεγάλων αποκλίσεων που υπήρχαν στις διάφορες στατιστικές. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εκμεταλ¬λεύθηκαν την ανάμιξή τους στις μακεδονικές υποθέσεις για την προώθηση των ιδίων συμφερόντων και δεν κατόρθωσαν να επιβάλουν την τάξη. Η Γερμανία δεν συμμε¬τείχε στο πρόγραμμα της Μυρστέγης και ως αντάλλαγμα έλαβε διάφορα προνόμια, κυρίως αναφορικά με την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης. Η Αυστρία, ενδιαφερόμενη για την ενίσχυση της τουρκικής κυριαρχίας, τελικά στις αρχές του 1908 εγκατέλειψε το πρόγραμμα της Μυρστέγης με αντάλλαγμα τη χορήγηση άδειας από τον Αβδούλ Χαμίτ για την κατασκευή του βοσνιακού σιδηρο¬δρόμου. Η Αγγλία, ενδιαφερόμενη για την υπονόμευση της τουρκικής κυριαρχίας στη Μακεδονία, ευνοούσε ένα κατά το μάλλον ή ήττον αυτόνομο καθεστώς με χριστιανό Γενικό Διοικητή, υπόλογο στις Μεγάλες Δυνάμεις, ο οποίος θα διόριζε τους δημοσίους υπαλλήλους. Οι Ρώσοι επωφελήθηκαν από την παραμονή τους στη Θεσσαλονίκη για την ανάπτυξη μιας πανσλαβιστικής προπαγάνδας.

Παρόλο που μετά την οριστική καταστολή της εξέγερσης άρχισε να παρατηρεί¬ται μια επιστροφή των εξαρχικών χωριών στο Πατριαρχείο, η τουρκο-βουλγαρική συνθήκη της 26ης Μαρτίου 1904, στη σύναψη της οποίας συνετέλεσε κατά πολύ η Ρωσία, προέβλεπε μεταξύ των άλλων τη χορήγηση γενικής αμνηστίας στους επα¬ναστάτες, την αποφυλάκιση των κρατουμένων και την επιστροφή των προσφύγων που στη διάρκεια των ταραχών είχαν καταφύγει στη Βουλγαρία. Έτσι, δεν μπορού¬σαν να υπάρξουν εγγυήσεις για την προστασία του Ελληνισμού.

Ερχόμενη στην εξουσία τον Δεκέμβριο του 1903 η κυβέρνηση Θεοτόκη δεν διείδε άλλη διέξοδο παρά την καταφυγή στον ένοπλο αγώνα, το έδαφος για τον οποίο είχε ήδη προλειανθεί με την προπαρασκευαστική δραστηριότητα του Καραβαγγέλη. Ο αγώνας υπήρξε στην ουσία αμυντικός και σε μια εποχή που το ορθόδοξο Millet ως υπερεθνική κοινότητα είχε διασπαστεί, με την ταύτιση του Πατριαρχικού με τον Έλληνα και του Εξαρχικού με τον Βούλγαρο, στήριξη των συμφερόντων του ελληνι¬σμού σήμαινε στην ουσία στήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι επιτυχίες των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων οφείλονταν κυρίως στην υποστήριξη του ντόπιου ελληνικού στοιχείου, των πατριαρχικών Σλαβοφώνων και των Γραικομάνων Βλά¬χων και δευτερευόντως στη ανοχή των τουρκικών αρχών, στον βαθμό που η ελληνική δράση εξισορροπούσε τη βουλγαρική, και στον εμφύλιο πόλεμο εντός της V.M.R.O. Δεν υπάρχει λόγος να αποκρύπτονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ακρότητες των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων (Ζαγοριτσάνη, ο ματωμένος γάμος στο Σκλήθρο, το κάψιμο της Αβδέλας), να σχηματοποιούνται τα δρώντα πρόσωπα στους «καλούς» Έλληνες και τους «κακούς» Βούλγαρους, ή να υπερτονίζονται ενδεχόμενα υλικά οφέλη των Μακεδονομάχων (ζωοκλοπές των Κρητών στη Μακεδονία) σε βάρος της εθνικής τους προσφοράς και της εθνικής τους αυτοσυνειδησίας. Τέτοια φαινόμενα δεν ήταν ασυνήθιστα την εποχή εκείνη και ένας λόγος για παράδειγμα της διάσπασης της V.M.R.O. ήταν και η διαχείριση των οικονομικών της οργάνωσης. Αλλά κανένας Βούλγαρος δεν αμφισβήτησε την εθνική προσφορά των αντιμαχομένων ομάδων, Jane Sandanski-Todor Panica και Boris Sarafov-Ivan Garvanov. To ότι ο Sandanski ήταν και ένας ληστής (ήταν γνωστή η τακτική των απαγωγών για την εξασφάλιση λύτρων με χαρακτηριστική την περίπτωση της Miss Stone ) σε καμιά περίπτωση δεν μειώνει την καταξίωσή του ως διεκδικούμενου εθνικού ήρωα τόσο από τους Βούλγαρους όσο και από τους κατοίκους της Π.Γ.Δ.Μ. Εφόσον απέτυχε η διπλωματία, ο ένοπλος αγώνας διεξήχθη για την επιβίωση του Ελληνισμού και όποιος ερχόταν στη Μακεδονία να πολεμήσει γνώριζε ότι διακύβευε την ύπαρξη του.

Οι επιτυχίες των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων εξέπληξαν και προβλημάτισαν τη V.M.R.O. Τον Νοέμβριο του 1905 ο Hristo Tatarcev σε σημείωμά του απέδωσε στους εξής παράγοντες την αποτελεσματικότητα των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων.
1. Η ελληνική ένοπλη προπαγάνδα είναι αποτέλεσμα κυρίως της πολιτικής της Ελλάδας στο Μακεδονικό Ζήτημα.
2. Τα ένοπλα σώματα οργανώνονται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο Βασί¬λειο της Ελλάδας και από εκεί στέλνονται στη Μακεδονία.
3. Από την Ελλάδα μέχρι το πεδίο της οργάνωσης [μας] η περιοχή είναι ορεινή και κατοικείται κυρίως από Έλληνες και Γραικομάνους Βλάχους. Κατά συνέπεια, δεν συναντούν δυσκολίες στην είσοδο και έξοδο.
4. Στο εσωτερικό της Μακεδονίας, ιδιαίτερα στο νοτιοδυτικό της τμήμα, οι Έλληνες και οι Γραικομάνοι τους φιλοξενούν και συνεργάζονται.
5. Επί πλέον, στο εσωτερικό της Μακεδονίας, ο τουρκικός πληθυσμός και η τουρκική κυβέρνηση τους ανέχονται και τους υποστηρίζουν. [34]

Αφού απέκλεισε την ικανότητα της V.M.R.O. να αντιμετωπίσει επιτυχώς τα ελληνικά ανταρτικά σώματα, πρότεινε μαζικά αντίποινα ώστε να εξαναγκαστεί η Αθήνα να σταματήσει την αποστολή ενόπλων σωμάτων στη Μακεδονία: εμπρη¬σμό ελληνικών χωριών, ελληνικών συνοικιών στις πόλεις, αποκλεισμό ελληνικών χωριών, οικονομικό πόλεμο, απαγωγές Ελλήνων ως μέσο πίεσης, απηνή καταδίωξη των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας σε συνεργασία της V.M.R.O. των Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων, του απλού βουλγαρικού λαού με την κυβέρνηση, κατά το ρουμανικό παράδειγμα [35].

Αλλά το ανθελληνικό κίνημα στη Βουλγαρία το 1906 αναπτέρωσε περισσότερο τον Μακεδονικό Αγώνα, το νόημα του οποίου, όπως και του σημερινού μακεδονικού αγώνα, της μάχης για το όνομα της Π.Γ.Δ.Μ., ήταν η οροθέτηση του Ελληνι¬σμού από τον Σλαβισμό.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[30]- Βλ. Τό Άστυ, 5.8.1903.
[31]- Βλ. ό.π., 19.8.1903 και 20.8.1903.
[32]- Βλ. ό.π., 23.9.1903.
[33]- Βλ. Τὸ Ἄστυ, 27.9.1903.
[34]- Βλ. Hr. Tatarcev, Makedonska Revoljucionna Sistema. VMRO Sacinenija, επιμ. έκδοσης Coco Biljarski, Σόφια 2001, σ. 199.
[35]- Βλ. Tatarcev, ό.π., σσ. 203-205.




Η συμμετοχή των αρχαίων Μακεδόνων στους Ολυμπιακούς Αγώνες


Υπό του Νικολάου Μάρτη

Τέως Υπουργού

Προέδρου της Μακεδονικής Εστίας

Περιληπτική αναφορά στη συμμετοχή των Μακεδόνων στις Ολυμπιάδες και στην Ελληνική και Ελληνιστική πολιτιστική ανάπτυξή

Οι Μακεδόνες, επειδή η Μακεδονία χωρίζονταν από την υπόλοιπη Ελλάδα με δύσβατα όρη που δυσκόλευαν πολύ τις επικοινωνίες, δεν μπορούσαν να μετέχουν ενεργά στην πολιτική και κοινωνική ζωή των άλλων Ελλήνων. Γι’ αυτό δεν είχαν αναμιχθεί ιδιαίτερα με τους λοιπούς Έλληνες και μέχρι την εποχή του Βασιλέα Φιλίππου Β΄ δεν είχαν σημαντικές επαφές ή σοβαρές πολεμικές συγκρούσεις μ’ εκείνους. Η ευνοϊκή ανάμιξη του Βασιλέα Αλεξάνδρου Α΄, και το ενδιαφέρον του να βοηθήσει στην υπεράσπιση της υπόλοιπης Ελλάδας από τους Πέρσες, συνετέλεσαν στο να του απονείμουν οι νοτιότεροι Έλληνες τον τίτλο του «Φιλέλληνα», που εσήμαινε «Φιλόπατρις» και δινόταν σε Έλληνες και κυρίως σ’ εκείνους που δεν περιώριζαν τη δράση και τη σκέψη τους στο κoινό τοπικιστικό ορίζοντα της πόλης ή του κράτους που γεννήθηκαν ή ζούσαν, αλλά είχαν oρίζοντες πανελλήνιας εμβέλειας. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι παρά τις εδαφολογικές δυσκολίες στην πρόσβαση μεταξύ των Μακεδόνων και των λοιπών Ελλήνων του νότου:

· Οι Μακεδόνες είχαν την ίδια γλώσσα με τους λοιπούς Έλληνες

· Οι Μακεδόνες είχαν την ίδια θρησκεία με τους λοιπούς Έλληνες

· Οι Μακεδόνες είχαν την ίδια αρχιτεκτονική με τους λοιπούς Έλληνες

· Οι Μακεδόνες είχαν τις ίδιες τέχνες με τους λοιπούς Έλληνες

· Οι Μακεδόνες χρησιμοποιούσαν τα ίδια ονόματα με τους λοιπούς Έλληνες

· Οι Μακεδόνες είχαν τα ίδια ήθη με τους λοιπούς Έλληνες

· Οι Μακεδόνες είχαν τους ίδιους μύθους με τους λοιπούς Έλληνες

· Οι Μακεδόνες είχαν τους ίδιους ήρωες με τους λοιπούς Έλληνες

· Οι Μακεδόνες είχαν τα ίδια έθιμα με τους λοιπούς Έλληνες

· Οι Μακεδόνες είχαν τις ίδιες συνήθειες με τους λοιπούς Έλληνες

· Οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες

Οι Μακεδόνες, με την αγροτική και ποιμενική τους ζωή, διαβιώντας στο ορεινό τους τοπίο, με τους συχνούς τους αγώνες κατά βαρβάρων επιδρομέων που ήθελαν να κατέβουν στην Ελληνική χερσόνησο, με τις ανωμαλίες τους στη διαδοχή του Θρόνου και παρά απομόνωσή τους από τον υπόλοιπο Ελληνισμό, διατήρησαν τα Ήθη και τα Έθιμά τους, αλλά αρχικά δεν είχαν αξιόλογη πολιτιστική εξέλιξη. Η διαφορά ήταν μεγάλη, ιδίως προς τον προηγμένο πολιτισμό των Αθηνών, που αναπτύχθηκε ανενόχλητος, λόγω των θυσιών των Μακεδόνων με τους αγώνες τους κατά βαρβάρων επιδρομέων.
«Μπορεί να θεωρηθεί σήμερα αδιαμφισβήτητο - γράφει ο Καθηγητής Απ. Δασκαλάκης στο έργο του
«Ο Ελληνισμός της αρχαίας Μακεδονίας» - ότι εάν οι Μακεδόνες δεν χρησίμευαν πράγματι σαν πρόφραγμα κατά των πάσης νοτίως του Ολύμπου επιδρομών των βαρβάρων, ο Ελληνισμός δεν θα έμενε επί τόσους αιώνες απερίσπαστος να θεμελιώσει τα δόγματα της ελευθερίας και να φθάσει στα περίλαμπρα δημιουργήματα της σκέψεως και της τέχνης, τα οποία κληρονόμησε η σύγχρονη ανθρωπότητα».

Ο πνευματικός και καλλιτεχνικός κόσμος της νότιας Ελλάδας, που προπορευόταν πολιτιστικά, δεν έμεινε αδιάφορος στο άνοιγμα αυτό προς το Μακεδονικό χώρο και έτσι πλήθος καλλιτεχνών σοφών και επιστημόνων βρήκαν ανταπόκριση στο κοινό του Μακεδονικού κόσμου. Η αφομοίωση αυτή ολοκληρώθηκε στον Δ΄ αιώνα. Η τεράστια οικονομική άνθηση και η αξία ηγεσία των Μακεδόνων Βασιλέων, συνετέλεσε σε κοσμογονικές αλλαγές, με καινοτομίες και δημιουργίες σ’ όλους τους τομείς της Τέχνης, και προ παντός της μεταλλουργίας, ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής, που απετέλεσαν πρότυπο και για τους Ρωμαίους, όπως φανερώνεται στη Πομπηία.

Η μεγάλη αυτή μετατόπιση του κέντρου του Ελληνισμού από το νότο στο βορρά, άρχισε με την εμφάνιση του Μακεδόνα Βασιλέα Φιλίππου Β΄. Οι νίκες του και η ταυτόχρονη παρακμή των άλλων Ελληνικών κρατών-πόλεων, δημιούργησε ένα ψυχολογικό κλίμα ζήλιας και δυσφορίας στους άλλους Έλληνες και κυρίως στους Αθηναίους, όπου διαμορφωνόταν η κοινή γνώμη της Ελλάδος, κατά των, κατά κάποιον τρόπο, αγνώστων σε πολιτική και πνευματική επικοινωνία Μακεδόνων. Όλες οι κατηγορίες περί «βαρβαρισμού» των Μακεδόνων, δεν προέρχονται από φιλοσόφους, ιστορικούς, ποιητές ή άλλους συγγραφείς, αλλά από πολιτικούς ρήτορες και μάλιστα Αθηναίους.

Ο Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας Δημοσθένης, ο κύριος πολέμιος του Βασιλέα Φιλίππου Β΄, μιλώντας στους Αθηναίους είπε «... μήπως όλες μας οι ισχυρές θέσεις δεν βρίσκονται στα χέρια αυτού του ανθρώπου; Δεν θα υποστούμε τη χειρότερη ταπείνωση; Δεν βρισκόμαστε ήδη σε πόλεμο με αυτόν; Δεν είναι εχθρός μας; Δεν κατέχει δικά μας εδάφη; Δεν είναι βάρβαρος; Τα χειρότερα των επιθέτων δεν του αρμόζουν;». Στον μεγάλο θυμό του ο Δημοσθένης μίλησε όπως κάνουν όλοι μέχρι σήμερα που βρίζουν κάποιον με πολλά «κοσμητικά» επιθετικά. Όταν ο Δημοσθένης είπε τον Φίλιππο «βάρβαρο», δεν εννοούσε τον Φίλιππο «μη Έλληνα». Αυτό συνάγεται και από το ότι εις τον λόγο του τον Ολυμπιακό Β΄,
επαινεί το κράτος των Μακεδόνων, αλλά και διότι δεν θα διενοείτο να αποκαλέσει οιονδήποτε μη Έλληνα ως «βάρβαρο», διότι η δική του καταγωγή του ήταν «βαρβαρική». Ο Αισχύνης στο λόγο του κατά Κτησιφόντα αποκαλεί τον Δημοσθένη συκοφάντη, διότι από τη Σκίθα μητέρα του είναι ... «βάρβαρος» και μόνο κατά τη γλώσσα «Ελληνίζει».

Ο Μακεδόνας Βασιλέας Αλέξανδρος Α΄, που ήταν φιλότεχνος και φίλος του Πινδάρου, έλαβε μέρος στους 80ους Ολυμπιακούς αγώνες, το 460 π.Χ. Έτρεξε σε αγώνα δρόμου στην Ολυμπία και ήλθε με πολύ μικρή διαφορά δεύτερος.
Αυτό απετέλεσε όχι μόνο την αφετηρία της συμμετοχής των Μακεδόνων εις τους Ολυμπιακούς αγώνες, αλλά και ένα σημαντικό γεγονός με πανελλήνια απήχηση για την επαφή και επικοινωνία των Μακεδόνων με τους λοιπούς Έλληνες, το οποίο απέβη αποφασιστικό για τα πεπρωμένα του Ελληνισμού.

Μακεδόνες, που έλαβαν μέρος εις τους Ολυμπιακούς αγώνες, ήταν οι ακόλουθοι:

· Ο Βασιλέας Αλέξανδρος Α, στην 80η Ολυμπιάδα, το 460 π.Χ. Έτρεξε το Στάδιο και ήλθε δεύτερος με διαφορά στήθους.

· Ο Βασιλέας Αρχέλαος Περδίκας, αγωνίσθηκε στην 93η Ολυμπιάδα, το 408 π.Χ. και κέρδισε στους Δελφούς στο αγώνισμα των τεθρίππων.

· Ο Βασιλέας Φίλιππος Β΄ αναδείχθηκε τρεις φορές Ολυμπιονίκης. Στην 106η Ολυμπιάδα, το 356 π.Χ. έτρεξε με το άλογό του. Στην 107η Ολυμπιάδα, το 352 π.Χ. έτρεξε με τα τέθριππά του. Στην 108η Ολυμπιάδα, το 348 π.Χ., νίκησε στη συνωρίδα.

· Ο Κλίτων νίκησε στο Στάδιο στην 113η Ολυμπιάδα, το 328 π.Χ.

· Ο Δαμασίας ο Αμφιπολίτης έτρεξε το Στάδιο και νίκησε στην 115η Ολυμπιάδα, το 320 π.Χ.

· Ο Λάμπου ο Φιλιππίσιος, αναδείχθηκε νικητής τεθρίππων στην 119η Ολυμπιάδα, το 304 π.Χ.

· Ο Αντίγονος έτρεξε το Στάδιο και νίκησε στην 122η Ολυμπιάδα, το 292 π.Χ. και στην 123η Ολυμπιάδα το 288 π.Χ.

· Ο Σέλευκος έτρεξε το Στάδιο και νίκησε στην 128η Ολυμπιάδα, το 268 π.Χ.

· Στην 128η Ολυμπιάδα, το 268 π.Χ., νίκησε μια γυναίκα από τη Μακεδονία στο αγώνισμα των συρομένων από πώλους αρμάτων (συνωρίδα πώλων). Ο Παυσανίας αναφέρει «νικητές λένε πως αναδείχθηκαν στη συνωρίδα μια γυναίκα Βελεστίχη από την παραθαλάσσια Μακεδονία».

Ο Παυσανίας αναφέρει το Φιλιππείον της Ολυμπίας: «Μέσα στην ΄Αλτι βρίσκονται το Μητρώο και ένα οίκημα που ονομάζεται Φιλιππείο ... το έκτισε ο Φίλιππος μετά τη μάχη στη Χαιρώνεια ... υπάρχουν αγάλματα του Φιλίππου, του Αλεξάνδρου, του Αμύντα ... είναι έργα του Λεωχάρους από ελέφαντα και χρυσό όπως και τα αγάλματα της Ολυμπιάδος και Ευρυδίκης». Ο Παυσανίας αναφέρει ακόμα διάφορα αφιερώματα και αγάλματα που έγιναν με εντολή διαφόρων και μνημονεύει «από τους Μακεδόνες ανέθεσαν οι κάτοικοι του Δίου, μιας πόλης από τα Πιέρια όρη, άγαλμα (που εικονίζει) τον Απόλλωνα να κρατεί το ελάφι».

Στις ανασκαφές της Βεργίνας βρέθηκε Τρίποδας, που φυλάσσεται στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης, στον οποίο υπάρχει, η επιγραφή: «Είμαι από τους αγώνας, τα Ηραία του ΄Αργους». Κατά ερμηνεία του Ανδρόνικου ο Τρίποδας ανήκε εις τον Αλέξανδρον τον Α΄ και ήταν οικογενειακό κειμήλιο.

Ο Βασιλεύς Αρχέλαος (413-399 π.Χ.) καθιέρωσε εις το ΔΙΟΝ λαμπρούς αγώνες ανά διετία δια τον Ολύμπιο Δίο «τα εν ΔΙΩ ΟΛΥΜΠΙΑ», που διαρκούσαν 9 ημέρες, όσες και οι εννέα Μούσες, οι οποίες προήρχοντο από τα Πιέρια Όρη της Μακεδονίας και κατά την διάρκειά των διδάσκονταν τραγωδίες αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.

Ο Βασιλέας Αρχέλαος Α΄ (413-399 π.Χ.) οργάνωσε το στρατό και τις συγκοινωνίες και μετέφερε την πρωτεύουσα από τις Αιγές στην Πέλλα. Στην Αυλή του έζησαν ο τραγικός ποιητής Αγάθων, ο επικός Χορίλος, ο διθυραμβοποιός Τιμόθεος, ο τραγικός ποιητής Μελανιπίδης και ο ιατρός και γιός του Ιπποκράτη Θεσσαλός. Ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης στην αυλή του Αρχέλαου συνέθεσε τις τραγωδίες του «ΑΡΧΕΛΑΟΣ» και «ΒΑΚΧΕΣ». Ο Ευριπίδης πέθανε και ετάφη στη Μακεδονία.

Στη Μακεδονία ανακαλύφθηκαν ήδη τρία αρχαία θέατρα. Του Δίου, 5ου αιώνα π.Χ., της Βεργίνας (Αιγών), 4ου αιώνα π.Χ. και των Φιλίππων. Σ’ όλα αυτά τα θέατρα παίζονταν αρχαίες Ελληνικές τραγωδίες. Στο θέατρο του Δίου μάλιστα, που είναι ανάλογο με εκείνο της Επιδαύρου, πρωτοπαίχθηκαν οι «Βάκχες», ο «Αρχέλαος» και κατά μία άποψη και η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη. Θέμα της τραγωδίας «Αρχέλαος» ήταν η γνωστή παράδοση σχετικά με την μετανάστευση του Αργείου Τημενίδου, Πρίγκιπα της Μακεδονίας και ιδρυτή του Οίκου των Αιγών.
Οι τραγωδίες αυτές όπως και όλες οι άλλες που διδάχθηκαν στα θέατρα αυτά, γράφτηκαν στην Ελληνική γλώσσα, γιατί προφανώς απευθύνονταν σε Έλληνες θεατές, τους Μακεδόνες.

Το ΔΙΟΝ, το ιερό των Μακεδόνων, είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας (1500 στρέμματα), με συγκρότημα λουτρών, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 4.000 τ.μ., με ψηφιδωτό δάπεδο, με λεκάνες με μαρμάρινη επένδυση και με τμήμα του συστήματος πολυκαύστων, καθώς και με πολυτελείς αίθουσες, με κιονοστοιχίες και ψηφιδωτά δάπεδα, με σύστημα παροχής και αποχέτευσης νερού, με πήλινους, μολύβδινους και κτιστούς αγωγούς. Το ΔΙΟΝ συνεπώς έπρεπε να αποτελέσει, λόγω και των πνευματικών αγώνων, την αφετηρία της πολιτιστικής Ολυμπιάδος. Δυστυχώς αγνοήθηκε.

Η «Ελληνιστική Εποχή» αποτελεί τεράστιο θέμα και θα φωτισθεί όπως πρέπει μόνο αν δημιουργηθεί Πανεπιστημιακή Έδρα για να διερευνηθεί πλήρως και να γίνει γνωστός στον Ελληνισμό και στον λοιπό κόσμο, ο ρόλος του Ελληνισμού και εις το Ισλάμ, γεγονός που αποτελεί κατά τον καθηγητή Κωνσταντίνο Ρωμανό τον ελλείποντα κρίκο στην Ιστορία του Πολιτισμού. Η επίδραση της Ελληνικής πολιτιστικής και πνευματικής κληρονομιάς που μετεδόθη από τους Μακεδόνες στους λαούς της πρόσω Ασίας, αναφέρεται από όλους τους Αρχαίους συγγραφείς.

Ο Πλούταρχος αναφέρει «Ολόκληρος η Ασία εξημερωθείσα από τον Αλέξανδρο ανεγίγνωσκε τον Όμηρο και τις Τραγωδίες του Ευριπίδη και Σοφοκλή.» Δεν είναι τυχαίο ότι το Κοράνιο αναφέρει τον Αλέξανδρο ως Προφήτη.
Οι Εβραίοι υιοθέτησαν το όνομά του. Οι Βουδισταί τον λάτρευσαν ως Ισόθεο. Ο Μέγας Βασίλειος, ως και Άγιος Νεκτάριος, προβάλλουν τον Αλέξανδρο. Ο Διόδωρος χαρακτηριστικά αναφέρει «... Τους εχθρούς ηνάγκαζε ευδαιμονείν ο νικήσας».

Γεώργιος Κονδύλης, ένας Μακεδονομάχος Πρωθυπουργός


Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Ο Γεώργιος Κονδύλης (14 Αυγούστου 1879 - 1 Φεβρουαρίου 1936) ήταν στρατιωτικός και πολιτικός.
Γεννήθηκε στον Προυσό[1] Ευρυτανίας. Σε ηλικία 18 χρονών κατατάχθηκε εθελοντής στο στρατό.
Ήταν οπλαρχηγός στο Μακεδονικό αγώνα (1904-1908),
υπολοχαγός και λοχαγός στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), ταγματάρχης και αντισυνταγματάρχης κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού μετώπου (1916-1918), συνταγματάρχης στην εκστρατεία στην Ουκρανία (1919) και στις επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία (1920).
Μετά τις εκλογές του 1920 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη απ' όπου άσκησε οξύτατη αντιπολίτευση εναντίον της τότε κυβέρνησης. Το 1922 ξαναγύρισε στο στρατό και αφού κατέστειλε το κίνημα Γαργαλίδη-Λεοναρδόπουλου (1923), αποστρατεύθηκε τον ίδιο χρόνο με τον βαθμό του υποστράτηγου.
Ως Αξιωματικός αναδείχθηκε κυρίως για το θάρρος που επέδειξε στις μάχες αλλά και για τις στρατηγικές του ικανότητες.
Αμέσως μετά την αποστράτευση του ασχολήθηκε με την πολιτική.
Εκλέχτηκε βουλευτής Ροδόπης (1923), Καβάλας (1928) και Τρικάλων (1932). Το 1932 μετονόμασε το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο είχε ιδρύσει, σε Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα.
Χρημάτισε υπουργός Στρατιωτικών (1924, 1932) στην κυβέρνηση Παπαναστασίου και στην κυβέρνηση Τσαλδάρη, εσωτερικών (1925) στην κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου και δύο φορές πρωθυπουργός (1926, 1935). Το 1926 έγινε πρωθυπουργός, αφού πρώτα ανέτρεψε με Κίνημα τον Πάγκαλο, οπότε διενήργησε εκλογές και παρέδωσε την εξουσία σε οικουμενική κυβέρνηση.
Κατέστειλε το Βενιζελικό Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 που εκδηλώθκε υπό του Βενιζέλου και του Πλαστήρα και λίγο αργότερα τάχθηκε υπέρ της επαναφοράς της βασιλείας. Τον Οκτώβριο οργάνωσε το Κίνημα της 10ης Οκτωβρίου το οποίο επανέφερε τη Μοναρχία και έγινε Πρωθυπουργός [2] και Αντιβασιλιάς, αφού πρώτα είχε καταλύσει την Αβασίλευτη Δημοκρατία. Με το Δημοψήφισμα του 1935 επανέφερε τον Βασιλιά Γεώργιο Β΄.
Λίγες μέρες αργότερα διαφώνησε με τον Βασιλιά για το θέμα της αμνηστίας των Κινηματιών της 1ης Μαρτίου 1935 και παραιτήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1935
Απεβίωσε στην Αθήνα σε ηλικία 56 ετών από καρδιακή προσβολή.

Παραπομπές και σημειώσεις

1. ↑ Το 1972 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της χάλκινης προτομής του στην πλατεία του Προυσού Ευρυτανίας
2. ↑ Όταν ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης είχε γίνει, στην περίοδο του Μεσοπολέμου, Πρωθυπουργός & Αντιβασιλέας, η χώρα, ως συνήθως, αντιμετώπιζε οξύτατο οικονομικό πρόβλημα: τα δημόσια έσοδα ήταν ανύπαρκτα, με τα πραξικοπήματα και οι δαπάνες τεράστιες. Ρώτησε ο στρατηγός τους οικονομικούς υπουργούς πώς θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Του είπαν με τρεις τρόπους: με την έκδοση χαρτονομίσματος, με το διεθνή δανεισμό και την επιβολή φόρων. Ο στρατηγός απέκλεισε τον δεύτερο και τον τρίτο και γιατί κανένας δεν μας δάνειζε και γιατί ενδιαφερόταν για το λαό. Απέμεινε λοιπόν η έκδοση χαρτονομίσματος. Του είπαν ότι η αύξηση του κυκλοφορούντος χρήματος θα προκαλούσε πληθωριστικές πιέσεις: «Μα, εμείς δεν θα το πούμε σε κανέναν!», απάντησε

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Pre-Historic Period

Source:
"MACEDONIA. History and Politics. Part One: Macedonia in History".
Center for Macedonians abroad. Society for Macedonian studies.
Copyright © 1995 Ekdotike Athinon S.A.


Occupying the bigger part of northern Greece, Macedonia first appears on the historical scene as a geographical-political unit in the 5th century BC, when it extended from the upper waters of the Haliakmon and Mount Olympus to the river Strymon. In the following century it reached the banks of the Nestos. The history of the Macedonians, however, may be said to commence somewhere around the beginning of the 7th century BC; at this time the Greek tribe of the MAKEDONES, whose home was in Orestis, began to expand, driving out the Thracians and contending with the Illyrians, and gradually occupied Eordaia, Bottiaia, Pieria and Almopia, finally settling in the region called by Thucydides "Lower Macedonia, or Macedonia by the Sea".
This region of high mountains, large rivers, lakes and fertile plains makes its appearance on the stage of civilization as early as the Early Neolithic Period (Nea Nikomedeia, region of Giannitsa). The density of the settlements, however, shows a vertical increase at the end of the 5th millennium BC (Late Middle Neolithic) and attests, throughout the whole of the region though especially in central and east Macedonia, to significant mobility on the part of the population and to its characteristic dynamism. These same settlements prospered until the Early Bronze Age - that is, until the beginning of the 3rd millennium BC -most of them organized in the plains, with houses either square or rectangular in plan, sometimes with wooden posts and sometimes with stone foundations for the walls.
Stock-breeding, based on the raising of goats and sheep, was one of the prime factors in Macedonia's development, in combination, of course, with other intra-community activities and occupations, such as hunting and fishing. An improvement in the quality of diet is indicated by the diversity of crops cultivated: grain, vines and olives. Exchanges of cultural goods (jewelry, quality pottery) now multiplied, clearly an example of prestige gifts rather than evidence of commercial contacts.
The Bronze Age finds Macedonia with fewer settlements, a circumstance that may be interpreted either as the result of the contraction of the population or as the result of the development of central cores at the expense of small-scale satellite settlements. The houses are now quite frequently two-roomed, with the areas relating to the preparation of food kept separate; they are constructed with wooden posts, and have one of the ends apsidal in form. A still primitive system of planned streets can be detected in some of the settlements. Both bovines and sheep and goats, along with pulses and cereals (wheat and barley) formed part of the daily diet of the inhabitants of Macedonia, who at this period were serving their apprenticeship in the production of bronze tools, used alongside stone implements. The pottery, and especially the quality pottery, usually monochrome, reveals relations with the Bronze Age pottery of central Europe, neighboring Epirus and Thessaly, and also with that of the north-east Aegean. In time, it also acquired a certain independence, despite the fact that in the later centuries of this same period (Bronze Age), it was to be influenced by the outstanding achievements of the Mycenaean wheel. Overworking of the land and the steady increase in the density of the settlements, which now show a preference for semi-mountainous sites, suggest the evolution, with the passage of time, of a certain hierarchy and a central authority. The articulation of society is indicated in a general way by the differentiation in burial customs.
The transition to the following period, the Early Iron Age, though not yet clearly demarcated, is distinguished by clear destruction levels or levels indicating the abandonment of settlements. The houses, with stone-built bases, now frequently have wattle-and-daub walls. The dead were generally buried in organized cemeteries with earth tumuli covering groups of cist graves, simple burials directly in the earth or in jars; this is one of the hallmarks of the period, which is defined by the appearance of proto geometric decorative elements on the local pottery (Vergina, West Macedonia), the lavish use of bronze objects, mainly jewelry, the founding of settlements on spacious sites, and the exploitation of iron deposits for the construction of weapons.

DORIANS
Legends which survived among the Dorian's and which have come down to us through Pindar, Herodotus and other ancient writers, say that the earliest ancestors of the Dorians were Makednoi (that is, Macedonians), who migrated to Doris from Pindos, more precisely from the Lakmos region. Since it has already been seen that the Dorians took their name from Doris, where they formed themselves into one ethnic group by the union of the local inhabitants and the newcomers, it can readily be inferred that the name Makednoi and the mention of Pindos as their original homeland do not refer to the whole of the Dorian tribe but just to one of its component groups - not the Hylleis, however, because these had settled in present-day Sterea Hellas earlier. Ancient texts containing echoes of fragments of a very old lost epic about Aigimios say that the Dorians stood in danger of attack by the Lapiths, that the king of the Dorians, Aigimios, sought the help of Heracles in return for the reward mentioned above, and that Heracles repulsed the Lapiths and established the Dorians in a region from which he had driven out the Dryopians. It follows that the race which was led by Aigimios and helped by Heracles was not yet the Dorians but the Macedonians. Heracles here is no more than the representative of a people in central Sterea Hellas. One of the texts mentioned above says that Aigimios people at the time of the Lapith attacks were in Histiaiotis; others imply that they had already reached the northern part of present-day Sterea Hellas. The second version must be the earlier one, because it tallies with the mention of the alliance of the people who are represented by Heracles. The mention of the Lapiths as enemies of the Dorians, i.e. the Macedonians, does not conflict with this version since, as we have seen, there are traces of Lapith settlements in the Spercheios Valley.
The Dorians of the historical period were divided into three tribes: Hylleis, Dymanes, and Pamphyloi. The eponymous heroes of the Dymanes and the Pamphyloi were believed to be the sons of Aigimios who had led the Dorians to Doris. The eponymous hero of the Hylleis was said to be the son of Heracles who had acquired one third of Aigimios kingdom for helping him against the Lapiths.

Archaic

The relative isolation of the Macedonian region in the period from the 10th to the 8th centuries BC - an isolation due to the temporary unavailability of the commercial routes from south to north - was soon overcome, and Macedonia entered upon the Archaic period as the promised land for the hundreds of colonists who came to the coasts of the Aegean from many cities in southern Greece. It was during this period that colonists from southern Greece founded Methone, Sane, Skione, Potidaia, Akanthos and many other cities-ports on the coasts of Pieria and Chalkidike.
Bounded to the south by a long chain of mountain ranges -Ossa, Olympus and the Kambounian Mountains, to the west by the Pindos range, to the east by the river Strymon and then the Nestos, and to the north by Orbelos, Menoikion, Kerkine, Boras and Barnous, Macedonia was cut off from the main body of Greece, on the ramparts of Hellenism, and lived until the 6th century by the teachings of the Homeric epic.
The state-form was unusual: in one sense a federal state composed of autonomous Macedonian tribes subject to the central authority (Orestai, Elimeiotai, Lynkestai), yet also an ethnos with a strong, though democratic monarchy, and a society of farmers and stock-breeders capable of defending their land against all foreign designs, Macedonia evolved with the passage of the centuries into a power of world-wide (for the period) influence and prestige.
The country was self-sufficient in products to meet basic needs (timber, cereals, game, fish, livestock, minerals) and soon became the exclusive supplier of other Greek states less blessed by nature, though at the same time it came to be the target of expansionist schemes dictated largely by economic interests. A particularly "introspective" land, with conservative customs and way of life and a social structure and political organization of a markedly archaic character, speaking a distinctive form of the Doric dialect, Macedonia took over the reigns of the Greek spirit in the 4th century BC, when the city-state was entering on its decline; revealing admirable adaptability in the face of the demands of the present and the achievements of the past, and ingenuity and boldness when confronted with the problems of the future, the country was quickly transformed into a performer of new roles, opening up new roads towards the epoch of the Hellenism of three continents.
Language

The Macedonians were a Dorian tribe, according to the testimony of Herodotus (1, 56): "(The Dorian ethnos) ... dwelt in Pindos, where it was called Makdnon; from there ... it came to the Peloponnesus, where it took the name of Dorian". And elsewhere (VIII, 43): "these (that is, the Lacedaimonians, Corinthians, Sikyonians etc.), except the people of Hermione, were of the Dorian and Makednon ethnos, and had most recently come from Erineos and Pindos and Dryopis". A Dorian tribe, then, that expanded steadily to the east of Pindos and far beyond, conquering areas in which dwelt other tribes, both Greek and non-Greek.
For many centuries, Macedonia remained on the fringe of the Greek world. In the mountainous regions of Macedonia, at least, the way of life will have consisted predominantly of transhumant pasturage. Education will, at best, have been confined to aristocratic circles and those connected with them. We do not, therefore, expect to find any written texts of a private nature from the Archaic period. In the rest of the Greek world, writing is related to the structure and mechanisms of the city-state, and is used mainly for the recording of justice in the broadest sense of the word. Under a monarchical regime like that of Macedonia, however, and in a world of nomads, we would hardly expect to find public documents.
At about the end of the 6th century BC, the changed socio-economic circumstances deriving from permanent settlement and the intensification of economic and cultural relations with the rest of the Greek world led to the creation of the preconditions for the use of writing, mainly for the purposes of diplomatic relations. The local dialect a member, as far as we can judge, of the group known as the north-west Greek dialects, which included Phokian, the Lokrian dialects, etc., had no written tradition, whether literary or other. Consequently, the rise of education and culture was to the detriment of the Macedonian speech. Attic was selected as the language of education, and the local dialect was "smothered" by the written language, the koine, and was never, or hardly ever, written down, being restricted to oral communication between Macedonians. From as early as the time of Alexander the Great, moreover, Macedonian lost ground to the koine in this sphere too, if we are to believe the historical sources, and there is certainly no evidence that it was spoken in the centuries after Christ. Only its memory was perpetuated through the use of personal names until the 4th century AD
Although very little of the Macedonian tongue has survived, there is no doubt that it was a Greek dialect. This is clear from a whole series of indications and linguistic phenomena by which the koine of the region is "colored" which are not Attic but which can only have derived from a Greek dialect. For example: The vast majority of even the earliest names, whether dynastic names or not, are Greek, formed from Greek roots and according to Greek models: Hadista, Philista, Sostrata, Philotas, Perdikkas, Machatas and hundreds of others. In general, the remnants of the Macedonian dialect that have come down to us have a completely different character from Ionic. This circumstance is patent proof that there can be no question of the ancient Macedonians having been Hellenized, as has been asserted (Karst), for such Hyalinization could have been only by the Greek colonies on the Macedonian coast, in which the Ionian element was predominant (Beloch).
The fact that Roman and Byzantine lexicographers and grammarians cited examples from Macedonian in order to interpret particular features of the Homeric epics must mean that Macedonian - or rather, what survived of Macedonian at the period in question - was a very archaic dialect, and preserved features that had disappeared from the other Greek dialects; it would be absurd to suggest that these scholars, in their commentaries on the Homeric poems, might have compared them with a non-Greek language. The name given to the Macedonian cavalry - hetairoi tou basileos - "the King's Companions" - is also indicative: this occurs only in Homer, and was preserved in the historical period only amongst the Macedonians.
The anonymous compiler of the Etymologicum Magnum notes in the entry on Aphrodite, probably adopting a comment by the earlier grammarian Didymos: "V is akin to F. This is clear from the fact that the Macedonians call Philip "Vilip" and pronounce falakros [bald] "valakros" the Phrygians "Vrygians" and the winds (fysitas) "vyktas". Homer refers to "vyktas anemous" (blowing winds). Observations of this type abound. Male and female names occur in Macedonian ending in -as and -a, where in Attic we have -es and -e: Alketas, Amyntas, Hippotas, Glauka, Eurydika, Andromacha, and dozens more. A feature bequeathed by Macedonian to the koine and also to Modern Greek is the genitive of so-called first declension masculine nouns in -a: Kallia, Teleutia, Pausanea (the Attic ending was -ou). The long alpha is retained in the middle of words (as in all dialects other than Ionic-Attic dialects): Damostratos, Damon etc. and Iaos" rather than the "Ieos" of Ionic Attic, is used to form compounds, occurring as both the first and the second element. The koine of Macedonia, for all its conservatism and dialect coloring, follows a parallel path to the koine of other regions, though not always at the same moment in time. Whatever the case, all the changes that marked the Greek language in general and the north Greek dialects in particular, can be followed in the inscriptions of Macedonia.

Classical

Although Herodotus and Thucydides, both of whom were aware of the genealogy of the Macedonian Argead or Temenids dynasty, made Perdikkas I the head of the family, and moreover attributed to him the foundation of the state (first half of the 7th century BC), tradition records the names of kings earlier than Perdikkas (Karanos, Koinos, Tyrimmas). It was, however, only after protracted clashes with the Illyrians and the Thracians, and temporary subjection to Persian suzerainty (510-479 BC)- a period during which the Macedonians established themselves in "Lower Macedonia" - that the country acquired its definitive form and character. Through the organizational and administrative abilities of its first great leader, Alexander I, called the Philhellene, whose timely information to the southern Greeks contributed to the defeat of the Persian forces of Xerxes and Mardonios, the suzerainty of the Macedonian kingdom was extended both to the west of the lower Strymon valley and to the region of Anthemous. This brought economic benefits, including the exploitation of a number of silver mines in the area of lake Prasias (the first Macedonian coins were struck at this time), and the independent Macedonian principalities of west and north Macedonia were united around the central authority, recognizing the primacy of the Temenids king. The entry of the state into the history of southern Greece was sealed by the acceptance of Alexander I by the hellanodikai as a competitor in the Olympic games (probably those of 496 BC), in which, as we know, only Greeks were allowed to participate.
Perdikkas II, the first-born son of Alexander I, who ruled for forty years (454-412/13 BC), not only had to face dynastic strife, but also had to be continuously on the alert to deal with the problems created for him by the Thracian tribes and the Lynkestai and Elimeiotai on one hand, and on the other by the doubtful outcome of the Peloponnesian War, which threw the Greek world into turmoil in the 5th century BC, bringing Athenian and Spartan armies, at various times, into the heart of Macedonia. Acting always according to the dictates of political advantage, Perdikkas II proved himself a skillful diplomat and a wily leader, astute in his decisions and flexible in his alliances, and set as the aim of his diplomacy the preservation of the territorial integrity of his kingdom. The completion of the internal tasks that Perdikkas II was prevented from accomplishing by the external situation fell to his successor, Archelaos I; he is credited by the ancient sources and modern scholarship alike with great sagacity and with sweeping changes in state administration, the army and commerce. During his reign, the defense of the country was organized, cultural and artistic contacts with southern Greece were extended, and the foundations were laid of a road network. A man of culture himself, the king entertained in his new palace at Pella, to where he had transferred the capital from Aigai, poets and tragedians, and even the great Euripides, who wrote his tragedies Archelaos and The Bacchae there; he invited brilliant painters - the name of Zeuxis is mentioned - and at Dion in Pieria, the Olympia of Macedonia, he founded the "Olympia", a religious festival with musical and athletic competitions in honor of Olympian Zeus and the Muses. By 399 BC, the year in which he was murdered, Archelaos I had succeeded in converting Macedonia into one of the strongest Greek powers of his period. In the forty years following the death of Archelaos I , Macedonia formed a field for all kinds of conflict and realignments, and was the object of competition between kings who reigned for very brief periods; the country was ravaged by the savage incursions of the Illyrians, captured by the Chalkidians, and obliged to yield to the demands of the Athenians; despite all this, however, it recovered to some degree with Amyntas III on the throne and, with the accession of Philip II (359 BC), succeeded in regaining its self-belief and recovering its former strength. This charismatic ruler, whose strategic genius and diplomatic ability transformed Macedonia from an insignificant and marginal country into the most important power in the Aegean and paved the way for the pan-Hellenic expedition of his son to the Orient, was an expansive leader who had the breadth of vision to usher the ancient world into the epoch of the Hellenism of three continents. During the course of his tempestuous life, he firmly established the power of the central authority in the kingdom, reorganized the army into a flexible and amazingly efficient unit, strengthened the weaker regions of his realm through movements of population, and, abroad, made Macedonia incontestably superior to the institution of the city-state which, at this precise period, was facing decline. His unexpected death at the hands of an assassin in 336 BC, in the theater at Aigai on the very day of the marriage of his daughter Cleopatra to Alexander, the young king of the Molossians, brought to an end a brilliant career, the final aim of which was to unify the Greeks in order to exact vengeance on Persia for the invasion of 481-480 BC; Macedonia, in complete control of affairs in the Balkan peninsula, was ready to assume its new role. A fascinating sequence of political events with a highly favorable outcome and military victories with world-wide repercussions, the resolution of a number of intractable problems of an inter-state nature, and a series of inspired programs and visions implemented with great success in a short space of time - these are the component elements in the panorama of the life of the great general and civilizer Alexander III, who was justly called the Great and who has passed into the pantheon of legend. And if his victories at Granikos (334 BC), Issos (333 BC), Gaugamela (331 BC) and Alexandria Nikaia (326 BC) may be thought of as sons worthy of their father, bringing about the overthrow of the mighty Persian empire and distant India, the prosperous cities founded in his name as far as the ends of the known world were his daughters - centers of the preservation and dissemination of Greek spirit and culture. From this world of daring and passion, of questing and contradiction the robust Hellenism of Macedonia carried the art of man to the ends of the inhabited world, bestowing poetry upon the mute and, in the infancy of mankind, instilling philosophical thought. In the libraries that were now founded from the Nile to the Indus, in the theaters that spread their wings under the skies of Baktria and Sogdiana, in the Gymnasia and the Agoras Homer suckled as yet unborn civilizations, Thucydides taught the rules of the science of history, and the great tragedians and Plato transmitted the principle of restraint and morality to absolutist regimes. Alexander's contribution to the history of the world is without doubt of the greatest importance: his period, severing the "Gordian Knot" with the Greek past, opened new horizons whose example would inspire, throughout the centuries that followed, all those leaders down to Napoleon himself who left their own mark on the course of mankind in both the East and the West.
Despite the unfavorable outcome of affairs on the external front, however, and despite the restraining intervention of the Romans at the expense of the territorial integrity of the country, which was deprived of its possessions in southern Greece and Asia Minor (197 BC), Philip's V prestige and influence was revealed long ago by dedications at the most famous Greek sanctuaries (Delos, Rhodes, Karia). His dynamism with regard to the vision of a great and powerful Macedonia is attested by his internal policy during the final decade of his rule (188-179 BC): during these years, the planned exploitation of the mines, the granting to the cities in the kingdom of the right to mint coins, the imposition of harbor dues, the increasing of taxation and the provision of grants to encourage child-bearing, all led not only to recovery but also to the accumulation of wealth.

In the immense kingdom created by Alexander's III the Great conquests in the East, Macedonia continued to be the cradle of tradition and the motherland, point of departure and re turn; the object of the innermost desire of the vet erans who returned to build, at the time of Philip III and Cassander, the houses lavishly decorated with mosaic floors at Pella, and undoubtedly at other cities in northern Greece, and the imposing funerary monuments at Lefkadia (Mieza). The Hellenistic period, an epoch of doubt and ques tioning and unalloyed individualism, a restless Period in which Greeks and barbarians together stood tall in the face of man's destiny, doomed yet optimistic, was conceived on Alexander's bier at Babylon (323 BC) and, like a phoenix born from its ashes, flew towards the future of the world. From this time to 277 BC, when Antigonos II Gonatas, the philosopher king, ascended the throne, Macedonia was the field of intense com petition for the succession, was ravaged by sav age invasions by Gauls, and saw the royal tombs at Aigai dug up, cities abandoned, and celebrat ed generals fall ingloriously in fratricidal battles. During these fifty years, in which all the cohesion that had been won was lost, Cassander's murder of Alexander IV, son of Alexander the Great and Roxane, in 310 BC, removed the last represen tative of the house of the Argead dynasty, Olym pias (mother of the conqueror of Asia) and Philip III Arrhidaios having already met with a Iamen table death.

Cassander (316-298/97 BC), whose cultural achievements included the foundation of Thes saloniki and Cassandreia, and after him Demetrios Poliorketes (293 BC), Pyrrhos (289/88 BC), Lysimachos and Ptolemy Keraunos (281 BC) plunged the country into a bloodbath and weak ened the kingdom with their clumsy and selfish policies - some of them in the maelstrom of their tempestuous fortune-seeking lives, others in de spairing attempts to dominate and acquire influ ence, setting as their aim the acquisition of the Macedonian crown, a title that undoubtedly con ferred enormous prestige upon its bearer.

Despite all this, as is often the case in periods of political instability and demographic contrac tion, Macedonia, which at the time of Philip II had entertained some of the most famous intellects in Greece (Aristotle, Theophrastus, Speusippos), gave birth to some famous historical figures who -mainly as a result of the stability achieved under the rule of Antigonos - together with others who found protection at the royal court (Onesikritos, Marsyas, Krateros, Hieronymos, Aratos, Per saios), made Pella an important cultural center in the early and middle Hellenistic period.

The country had to wait for the reign of Philip V, an ambitious Antigonid who ascended to the throne at the age of just 17 years (221 BC), to relive times of glory and greatness. Continuously on the alert against the threatening Thracians, Dardanians and Illyrians, the young leader sought to strengthen his kingdom by suitable dip lomatic maneuvers and even terrorism, by em ploying local leaders to protect the border re gions effectively, and by transplanting popula tions and annexing territory. At the same time he tried, albeit in an opportunistic manner, to assert control over the situation in southern Greece, though here his ambitions foundered on the suspicion and bitter experience that had been accu mulated there as a result of the policies of previ ous Macedonian kings, Demetrios II and Antigo nos III Doson. The "
This prosperity and a sound incomes policy, together with the rise of trade and the liberalization of local institutions in the major urban centers, filled the royal treasury with liquid funds and the granaries with stores of grain, and armed 18,000 mercenaries under the rule of his successor, Perseus, the last king of Macedonia. The 6,000 talents and the vast quantities of precious vessels that came into the hands of Aemilius Paulus on the morrow of the decisive battle of Pydna (168 BC) attest to the economic vigor of the state up to the very eve of its collapse.

Roman Period

This, then, was the end of the kingdom beneath Mount Olympus, which had been the common point of reference for all the Hellenistic kingdoms of the East and had supplied succeeding generations with Greek ideals. It was essentially a nation state, in contrast with the "spear-won" kingdoms of the epigoni (Successors) in which the Macedonians were always a minority of foreign conquerors, a conservative country, certainly, devoted to its traditional institutions, so different from the immense new empires of the Seleucids and the Ptolemies, with their heterogeneous populations. Far removed from the deification of leaders, from vainglorious titles, from the appellations and dooms of excess, Macedonia confronted its destiny as once its Stoic king Antigonos II Gonatas had confronted the highest office, which had been bestowed upon him: as glorious slavery!
A menace to the Roman Senate, the land of Alexander was divided into four merides (portitons), or economic and administrative districts, and the possession or sale of landed property between them was forbidden, as was intermarriage. The Macedonians were described as "free" (in reality, under the tutelage of the Romans), paid a tax and were obliged to maintain an army only large enough to protect their own borders against the barbarian tribes of the north. This regime, however, lasted no more than twenty years: anti-Roman sentiments on the one hand, and social friction between the privileged classes and the masses on the other, and above all the deterioration of the internal situation led to the re volt of Andriskos, an adventurer who claimed to be the son of Perseus. With the crushing of his rebellion by the Roman legions (148 BC) Macedonia now belonged to the past, even as a protectorate: the senate decided to turn it into a province (provincia Macedonia)- the first Roman province in the East - and incorporate it into the Roman empire, installing a governor with his headquarters at Thessaloniki and an army. The period from 148 BC to the advent of Augustus (27 BC) was undoubtedly one of the most burdensome for the country which, administratively, now stretched from the Ionian sea to the Nestos river, and from mount Olympus to the source of the Axios river: the continuous incursions of barbarian tribes (Skordiskoi, Bessoi, Thracians) throughout the second century BC, the invasion by the armies of Mithridates VI, supported by the Maidoi, the Dardanians and the Sintoi, at the be ginning of the first, and the upheaval, decimation and ravaging inflicted on it during both the first Civil War (Pompey-Caesar, 49-48 BC) and the second (Brutus/Antony-Octavian, 42 BC), turned the province into a huge battlefield, with severely adverse consequences for the land and its inhabitants.
The construction of the Via Egnatia from Dyrrachion to Byzantium (in a second stage) as a continuation of the Via Apia on the Italian main land, and the settling of colonists (Dion, Cassandreia, Pella, Philippoi) and Italian merchants may have transformed the economic and demographic face of the country, but it did not bring about the latinization of the inhabitants, who retained their Greek personality and speech to the end.
In a pacified empire, living under the protection of the Pax Romana in the rearguard of military enterprises, and a senatorial province from 27 BC to AD 15 and from AD 44 onwards, Macedonia moved onto a different plane. In the "free" cities of Thessaloniki, Amphipolis and Skotoussa, as in the tribute paying (tributaries) cities, the communities in time adjusted to the new state of affairs ordained by Augustus, while preserving their ancient institutions of government (assembly, council and magistrates); new town-plans were laid out, grand building complexes (agoras, temples) now proclaimed the glory of new gods and earthly lords, honorific altars were erected for select members and officials in a display of gratitude, and fine marble funerary buildings were designed to perpetuate the memory of simple mortals and distinguished citizens after their death. And it is the countless inscriptions - often verbose in their attempt to flatter - that preserve names, professions, lists of ephebes, artists' guilds, dedicators, religious associations, immortalizing the passing moment and completing the mosaic of our knowledge of a region of the Ro man world that appears to follow the fortune of a disarmed province. It is the inscriptions that in form us about the existence of koina - those organizations that stood between the Roman ad ministration and the local authorities; about the holding of games called Pythia, Actia, Alexandreia Olympia; about the occasional transit of emperors and their armies, and the anchoring of fleets. And of course, about the preservation in the memory of the Macedonians of the man who glorified their name to the ends of the inhabited world.
Forgotten in its wilderness, the province of Macedonia strengthened the fortifications of its cities - often, indeed, demolishing the adjacent buildings - when, in the middle of the 3rd century, the Carpi, the Goths and the Heruls reached the Aegean, laying everything waste.
In the twilight of the Roman gods, and of all the other deities of oriental or Egyptian origins for whom the country had provided fertile ground on which to establish and disseminate themselves, Christianity offered to Thessaloniki, Philippoi, and Beroia, resignation, redemption and life beyond death, from as early as 50 BC, when saint Paul the Apostle of the Nations preached the new religion. It prepared the ground for the resurrection of the dead and also for the regeneration of the empire. An empire tossing and turning amidst the instability of opportunistic government by a host of ambitious contenders for power, an empire in the chaos of economic decline, threatened with the breaching of the integrity of its borders by the repeated incursions of barbarian tribes, and humbled by heavy defeats on the field of battle.
The assumption of power by Diocletian in AD 280 - an event that formed a landmark in the history of the Roman empire and laid the foundations for a new era - was of the greatest importance for Macedonia, as for the rest of the empire, leading as it did to a way out of the crisis.
Diocletian's administrative changes returned Macedonia to her natural boundaries. Part of the diocese of the Moesia was assigned to the praeses (ruler), who was responsible to the vicarious (vicar), the supreme governor. The situation was standardized first as a result of the changes made by Constantine the Great, according to which Macedonia, along with Thessaly, Epirus Vetus and Epirus Nova, Achaia and Crete formed the diocese of Macedonia, and then in the second half of the 4th century AD when the diocese of Macedonia, Dacia and Pannonia combined to form the prefecture of Illyricum, with its capital at Thessaloniki; there were further changes, however, at the beginning of the 5th century, with Macedonia divided into "Macedonia Prima" and "Macedonia Salutaris".
Byzantine Period

Macedonia's strategic importance at the crossroads of the major arterial roads in the Balkan peninsula meant that during the critical period marking the transition from the late Roman to the Byzantine period it was the object of benefactions from the royal house, despite the general upheavals of the times. Manifestations of this interest included the transfer of the capital to Thessalonica by Galerius Maximian, and the erection there of an imposing palace; the construction in the same city of a capacious dock yard by Constantine the Great (AD 322/323), and the choice of the capital of Macedonia as the headquarters of Theodosius the Great (AD 379/380) for his campaigns against the Visigoths and Ostrogoths. The economic prosperity of Macedonia in the 4th and 5th centuries AD is at tested by the large numbers of quarries (Thasos, Prilep), furnaces for the smelting of metals, work shops for the construction of weapons and metal objects, pottery workshops and centers producing beads of glass-paste; there is also evidence for the existence of extensive farms, salt-flats, yarn dyers (Stoboi), the organizing of trade fairs ("Demetria") and the carrying on of a trade in leather. This prosperity was undoubtedly responsible for the imposing buildings (whether of a religious or secular character) brought to light in many places by the archaeologist's spade: basilicas, villas and fortifications.

Frankish Period

With the collapse of the Byzantine Empire and its dismemberment by the western crusaders (Partitio Romaniae), the whole of Macedonia became subject to the Frankish kingdom of Thessalonica, of which Boniface, marquis of Montserrat was appointed ruler. Despite the fact that they had prevailed, however, the new lords had to cope both with rivalries amongst themselves, and with the expansionist visions of Kalojan, the Bulgarian tsar Ioannitzes, who in 1207, the year of his death, arrived with his armies before the walls of Thessalonica, having first captured Serrhai and taken prisoner Baldwin, emperor of Constantinople.
The situation became increasingly confused as time went on: the Bulgarian state was consumed by inter-dynastic quarrels and after the death of Boniface, the Frankish kingdom of Thessaloniki fell into the hands of guardians of minors: the new despot of the so-called "Despotate" of Epirus, the ambitious Theodore Komnenos Doukas Angelos (121 5-1230), brother of the founder of the state, Michael II Komnenos Doukas Angelos, systematically extended his pos sessions from Skodra in Illyria to Naupaktos (Lepanto) and, by steadily advancing his armies, succeeded in capturing the bride of the Thermaic gulf and dissolving the second largest Latin bastion in the Balkans (1224). He was defeated, however, by the Bulgarian tzar lvan Asen II in 1230, at the battle of Klokotnitsa, as a result of which his kingdom contracted to the area around Thessaloniki and shortly afterwards became subject to the rising power of the period, the empire of Nicaea. In December 1246, loannis III Vatatzes, after a victorious advance, during which he captured Serrhai, Melenikon, Skopje, Velessa and Prilep, entered the city of saint Demetrios in triumph, and installed as its governor the Great Domestic Andronikos Palaiologos.
Caught at the center of expansionist designs, struggles for survival and domination and at tempts to recover lost prestige, Macedonia re pulsed the attacks of the "Despotate" of Epirus, warded off the united armies of king Manfred of Sicily and Villehardouin, ruler of Achaia, and re captured Kastoria, Edessa, Ochrid, Skopje and Prilep, before eventually being incorporated into the Byzantine Empire, which was reconstituted on the morrow of 1261 with the capture of the Queen of Cities by Michael VIII Palaiologos.
These were ephemeral, "Pyrrhic victories", for the final page of the Byzantine epic augured the demise of a legend that had been kept alive for over a thousand years. The wretched condition of the empire in every sphere enabled the Serbs of Stephen Dusan to make deep advances to the south (1282ff.), and the mercenaries of the Catalan Company to devastate the Chalkidike and Mount Athos (1308ff.), fuelled fratricidal dynastic strife between the Palaiologoi and the Kantakouzenoi, and gave rise to social turbulence such as that provoked by the Zealots in Thessaloniki.
And as the fortresses of moral and material resistance, buffeted by the maelstrom of the times, fell one after the other on the altar of short- term political planning and superstitious delusion, the myopic response to the reality of the situation brought the pagan hordes to European soil and shackled the right hand of Western civilization and Christianity. The last defenders of cities and ideals - an outstanding example of whom was the restless Manuel, governor of Thessaloniki from 1369 and subsequently emperor in Constantinople as Manuel II - felt the death rattle of Serrhai (1383) as the 14th century expired, and heard the protracted screams of Drama, Zichna, Beroia, Serbia and Thessaloniki itself - once in 1395 and once, for the last time, in 1430 - with the crescent moon flying on its battlements.
Amidst the ruins of the nation, the only beacons of endurance for the enslaved population, the only points of reference to the glorious past for those who abandoned the sinking ship in good time, making their way to the West, were the books in which they took refuge in the harsh centuries that followed - the deeply philosophical treatises, the pained verses, the inspired compositions of men like Thomas Magistros, Demetrios Triklinios, Theodore Kabasilas, Gregorios Palamas, Demetrios Kydones, and the wise jurist Constantine Armenopoulos. The strikingly warm monuments of the Christian faith, created by named and anonymous mosaicists, painters of cosmic universe, architects of the un domed divine: in the Peribleptos at Ochrid (1295), in Saint Nikolaos Orphanos, in the Holy Apostles (1312- 1315), in Saint Elias (at Thessaloniki), in Saint Nikolaos Kyritzes (at Kastoria), in the Church of Christ at Beroia (1315), in the Basilica of the Protaton at Karyes on Mount Athos (end of the 13th century). In the field of myth, masters of the palette such as the painter Manuel Panselinos and his fellow artists Eutychios and Michael Astrapas and Georgios Kalliergis.
And it was precisely at this period, when the rumored impending judgment of the souls in heaven was menacing terrified mortals on earth with its sword, that there occurred a change in the consciousness of the Byzantine world which led oppressed Hellenism to an unprecedented self awareness, taking it back to the roots of its origins.
Faced with Ottoman predomination, the imposition of the Muslim religion by forced conversions to Islam where necessary, the arrival in Macedonia a few years after the fall of Constantinople of thousands of Jewish refugees from Spain, and the migrations of Vlachs- and Slav- speaking groups, the Greek element in the Empire - the "Romaioi" (Romans) as they were called by the Turks - acquired an inner strength and rallied round the Great Idea of casting off the foreign yoke and its alien language and religion. Through the encouragement of the crusading Orthodox Church, the preservation of Greek- speaking schools, and revolutionary remittances from the Greeks of the Diaspora, especially those in Italy, it kept alive its knowledge, its language and its dreams. And as time went on and the deep wounds of the first decades of slavery were forgotten, it achieved great things in commerce and trade, on the diplomatic front, in administration, and in public relations.
Turkish Period

While ruined cities like Thessaloniki, victims of the conquest, were repopulated with peoples from every region of the Ottoman Empire, others, such as Giannitsa (Yenice), were new creations with a purely Turkish population. About the middle of the 15th century, Monastir had 185 Christian families, Velessa 222 and Kastoria 938. Thessaloniki, a century later, counted 1087 families and Serrhai 357. In Drama, Naousa and Kavala, the main language spoken was Greek. The same was true of Serbia, Kastoria, Naoussa and Galatista. Stromnitsa, like Giannitsa, was a Turkish city. Jewish communities of some importance were to be found in Beroia, where there were equal numbers of Moslems and Christians, and in Serrhai, Monastir, Kavala and Drama. Few Slav speakers remained in the countryside of Eastern Macedonia - the remnants of Stephen Dusan's empire - though there were more in Western and the north of Central Macedonia.
The inhabitants, new and old, lived in separate communities, and were jointly responsible for the implementation of orders from the central authority, for the preservation of order and, most importantly of all, for the payment of taxes. The administration of the community was in the hands of the local aristocracy, which was permitted certain initiatives of a philanthropic or cultural nature. This local autonomy in matters of administration also extended to the hearing by archbishops of cases involving family and inheritance law, in accordance with Byzantine custom-law.
The administrative system of the Ottoman Empire was based on its military organization and, at the beginning of the period, the European conquests formed a single military and political district (the Eyalet of Roumelia), governed by the Beyrle Bey, a high-ranking official. In time, this broad unit was divided and Macedonia was broken up into smaller sections, of which Western Macedonia was assigned initially to the Sanjak of Skopje and later to those of Ochrid and Monastir. By contrast, both Central and Eastern Macedonia formed separate Sanjaks, with their capitals at Thessaloniki and Kavala respectively. The northern areas were assigned to the Sanjak of Kyustendil.
As during the Byzantine period, cereals, apples, olives, flax and vegetables were cultivated on the fertile plains of Macedonia. As the centuries passed, tobacco, cotton and rice were added to them. The creation of settlements in the mountainous areas and the intensification of stock-raising led to a reduction in the forested area. Trout from the rivers and lakes supplied the markets of Constantinople. From the numerous metal, silk and textile workshops - which owed much to the skills of the Jewish element - the empire ordered objects for daily use and also luxury goods. Goldsmiths, builders, chandlers, furriers, armoire's, dyers of thread and cloth-makers in a few years turned the villages and towns in which they settled into bustling production and distribution centers. They were a source of prosperity, economic strength, building activity, and intense competition. The caravans that trans ported the labor and skills of these craftsmen to Vienna, Sofia and Constantinople competed with the boats from the ports of Thessaloniki and Kavala, which discharged their cargoes at both ends of the Mediterranean. And since Hermes Kerdoos (the god of commerce) invariably walked hand in hand in Greece with Hermes Logios (the god of letters), as soon as the tempest of the conquest had subsided and the Greeks had gained control of trade and production, the Greek expatriates achieved great things in the free lands of Austro-Hungary, Germany, France and Italy (both before and after the fall of Constantinople); the church assumed a leading role, supplanting the imperial authority; thirst for knowledge and the imparting of knowledge led initially to the foundation of church schools and then to the building of community educational institutions, to which flocked not only the Greeks but also the Greek-speakers of the Balkans.
Through benefactions from wealthy Macedonians such as Manolakis (1682) and Demetrios Kyritzis (1697) from Kastoria, young men were educated in Beroia, Serrhai, Naousa, Ochrid Kleisoura and Kozani. Thanks to the inspired teaching of men like Georgios Kontaris, scholarch (head of school) at Kozani (1668-1673) Georgios Parakeimenos, headmaster in the same city (1694-1707), Kallinikos Varkosis. scholarch at Siatista (until 1768), and Kallinikos Manios in Beroia (about 1650), the Macedonians were able to partake of ancient and ecclesiastical literature and were initiated into the new achievements of science, which the intellectual pioneers of the Greek spirit were transporting from the educated West. There were many too however, who, either as refugees to the West or as willing emigrants, transmitted their own precious lights to the regenerated world of Europe: men like loannis Kottounios (1572-1657), lecturer in the Universities of Padua, Bologna and Pisa. Demetrios, the Patriarch's envoy to Wurtemberg (1559), and Metrophanis Kritopoulos, teacher of Greek in Venice (1627-1630).
Up until the beginning of the 19th century, though with a substantial break during the period of the Russian-Turkish confrontations (1736-38 and 1768-77), the Macedonian countryside prospered greatly and was at the same time the scene of unprecedented building activity. New villages were constructed and existing townships extended and beautified; amidst a climate of prosperity and expanding trade, two-storey archontika (mansions) were erected at Siatista, Kozani, Kastoria, Beroia and Florina; their tiled roofs, carved wooden ceilings, and elegant built in wooden cupboards, their reception rooms lavishly painted with floral, narrative and other motifs, and their spacious cellars and shady court yards, all reflected the wealth of their owners and the achievements of a popular art that skill fully combined the lessons of tradition with a wide variety of borrowings from East and West.
For some time after the collapse of the Byzantine Empire, the subject Christians of Macedonia were content to fulfill their Christian duties by using the churches that had escaped pillaging by the conquerors. As the flock steadily increased, however, and the old buildings began to feel the adverse effects of time, while the inhabitants grew more prosperous, the need to repair and beautify the houses of God under the jurisdiction of the Greek communities and also to erect new ones became inescapable. Painters from Kastoria, and then from Crete, Epirus, and Thebes, in guilds or individually, crisscrossed Macedonia from as early as the 15th century, and hymned the glories of the Orthodox faith with their palettes, some in a primitive style, others with a more academic, refined intent. Yet others from Hionades, Samarina, and Selitsa near Eratyra immortalized human vanity in secular buildings and, in the encyclopedic spirit of the age, portrayed philosophers, fantastic landscapes, the dream of the soul - Constantinople - and the vision of progress - cities of Western Europe.
Modern Period

And as the wheel of destiny, after many centuries, furrowed the roads of the final decision, and an unquenchable desire for freedom consumed petty interests and leveled out vainglorious vacillation, the national desire to cast of the unbearable yoke began to awaken. The year 1821 of the Uprising in the Peloponnesus lit up the peaks of mount Olympus and mount Athos. Al though the repressive measures taken by the Turkish army and the seizure of hostages in Thessaloniki did not dishearten the rebels of Emmanuel Pappas and the archimandrite Kallinikos Stamatiadis on Mount Athos and Thasos, who were thirsting for action, the insurrectionary' ignorance of military affairs and their lack of sup plies, together with the ease with which the Turks were able to mobilize large armies, strangled the movement at its birth. The uprisings on Olympus and Vermion met with a similar fate, ending in the tragedy of the holocaust of Naoussa.
After the liberation of southern Greece and the foundation of the free Greek state - the furthering of the Great Idea -spirits were restored and, with the invisible support of the Greek consulate in Thessaloniki, incursions began into Turkish-held Macedonian areas, to stir up arm bands. Tsamis Karatasos roused Chalkidike. So, too, did Captain Georgakis. The unfavorable turn taken by the Cretan Struggle, however, and the inability of Greeks and Serbs to make common cause once again prevented a general up rising of the Macedonians.
In the second half of the 19th century, the international conjunctures tended to favor the other peoples of the Balkan peninsula and inter national diplomacy adopted a hostile stance to wards Greek affairs. With the nationalist movements of Bulgaria rivaling the Turkish rulers in their anti-Greek attitudes, Macedonia, the apple of strife of the south Balkans, strove to preserve its Greek integrity by building schools and founding educational societies; it countered Slav expansionism with the historical reality and the Orthodoxy of the Ecumenical Patriarchate, and mobilized yet again its armed hopes and the youth of Free Greece. The Macedonian Struggle was in preparation. From the ill-fated year of 1875, from the inauspicious 1897, despite the genocide and the hecatombs of victims, the marshes of Giannitsa, the mountain peaks of Grevena, the forested ravines of Florina were trans formed into pages on which, at the turn of the 20th century, men like Pavlos Melas, Constantine Mazarakis-Ainian, Spyromilios, Tellos Agapinos (Agras) and so many others, known and anonymous, wrote the name of Macedonian re generation in their blood. In an empire on its way to collapse, despite the Young Turks' movement for renewal, and in opposition to a heavily armed, irrevocably hostile Bulgaria, with Serbia as an unreliable ally, Hellenism countered with the rights of the nation and, on 26th of October 1912, raised the flag of the cross in the capital of Macedonia, Thessaloniki. Behind it, 500 years of slavery that had not succeeded in creating slaves. Half a millennium of torture, persecution, murder, plotting, disappointment and falsification of history donned once more the blue and white and, with the sword of justice, opened the road to the modern age. The age of the Balkan epic and progress.

Greco-Slavic rivalry over Macedonia
After the foundation, in 1870, of aBulgarian church known as the Exarchate, ine in the north.
After the Greco-Turkish war of 1897, which proved a disaster for Greece, the Bulgarians managed to win over a considerable proportion of the Slav-speaking inhabitants of Macedonia. Thus it came about that on the feast day (20 July) of the Prophet Elijah in 1903 there was a Bulgarian rising, known as the Iliden rising, which the Turkish army soon bloodily suppressed. This rising led also to the destruction of numerous Greek communities and towns in Western and Northern Macedonia, including that of Krusovo. The rising, however, made plain the danger that Macedonia might be lost for ever which stimulated a general mobilization on the part of the Greeks. So it came about, in 1904, that the armed "Macedonian Struggle" began, lasting until 1908. During this period, units made up of volunteers from the free Greek state, from Crete and from other as yet unredeemed areas poured into Macedonia in solidarity with the local Greek Macedonian fighters. Together, they managed to check the spread of Bulgarian infiltration and to maintain the predominantly Greek character of the central and southern parts of Macedonia. It should not be overlooked that in many areas the volunteer units were made up principally of Slav-and Vlachs-speaking guerrillas, fighting on the side of the Greek cause. Their devotion to the Greek national cause led the Bulgarians to call them "Graikomans", that is, fanatical Greeks.
When the Greco-Bulgarian rivalry was at its height, various sets of statistics claiming to show the ethnological composition of Macedonia were published. The numerical data presented varied widely, since the statistics were based on different criteria and were intended to serve the national aspirations of their authors. The Bulgarians usually took the language spoken as their criterion, while the Greeks relied on the national consciousness of the specific population or its ecclesiastical affiliation to the Ecumenical Patriarchate or the Bulgarian Exarchate. Perhaps closer to reality was the Turkish census conducted by Hilmi Pasha in 1904, which showed the numbers of Greeks and Bulgarians as follows:

Bulgarians Greeks
Vilaet of Thessaloniki 207,317 373,227
Vilaet of Monastir 178,412 261,283
Summit 385,729 634,510
The armed Macedonian Struggle was cut by the Young Turk revolution of July 1908,which overthrow the absolutist regime of the Sultan. The Young Turks issued a general amnesty and promised equality of civil rights for all the nationalities. In those circumstances, the armed conflict between Greeks and Bulgarians and Serbs came to an end.
For the Greeks, the four years of fighting, which had begun in the most adverse conditions, eventually proved highly successful. Greek superiority in the south had been consolidated and there was now a powerful Greek presence in the disputed central zone. The morale of the indigenous population had burgeoned, and the Greeks of Macedonia were now in a position, alone, to withstand foreign designs upon their territory. The Macedonian Struggle had made it more than clear to the European Powers that the Greeks of Macedonia were to be the most important factor in molding the future of this Ottoman province.
This success must be attributed to the fact that the struggle attracted Greeks from the free State, from Crete and from the other still unredeemed areas, who fought side by side with the Greek Macedonians. In other words, the Macedonian Struggle involved the whole of the Greek nation in a way that only the Revolution of Greece, in 1821 and the Cretan risings of the 19th century had done.
The second factor in the success noted above should be sought in the point made by British historian Douglas Dakin namely, that the Greeks were fighting in an area in which the population was well-disposed and even related to them, with a profound devotion to the Ecumenical Patriarchate and the Greek idea even if not always speaking the language.