Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Σύντομη ιστορία της Μακεδονίας από 454 π.χ μέχρι την κατάκτηση της από τους Ρωμαίους.


                                                                               
  N. Γ. ΚΟΕΜΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
(Οι Χάρτες είναι του Ιωάννου Πετρώφ του Φιλέλληνος εκ Μόσχας)
ΒΑΣΙΛΕΙΣ 
ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ.

Τον Αλέξανδρον Α'  τον «Φιλέλληνα», 
αποθανόντα το 454 π. X. , διεδέχθη ο πρωτότοκος υιός του ’Αλκέτας Β'. (454 — 448 π.Χ.).
Τούτον δέ, μέθυσον όντα (έξ ου και Χώνην τον άπεκάλουν), παρηγκώνισεν ο νεώτερος αδελφός Πέρδικας Β', συμβασιλεύσας επί δωδεκαετίαν (448 — 436) μετά του αδελφού του Φιλίππου, μετά δε τον θάνατον του τελευταίου ήρξε μόνος μέχρι του 413 π. X.


Περδίκας Β'

Ό Περδίκας Β', κατά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον ανεμίχθη ως σύμμαχος άλληλοδιαδόχως, των Αθηναίων, των Λακεδαιμονίων, των Κορινθίων, των Χαλκιδέων και αυτών των Όδρυσων (μέ τον Σιτάλκην)
 και είχεν εξαπατήσει τους πάντας, τον ένα κατόπιν του άλλου αναλόγως των συμφερόντων του.

Έδωκε και αυτός ώθησιν εις τα Γράμματα και τον εκπολιτισμόν των Μακεδόνων, μετακαλέσας εις την αυλήν του μεγάλους ανδρας της εποχής του, ως τον διθυραμβικόν Μελανιππίδην, τον ιατρόν Ίπποκράτην τον Κωον κ.ά.


Τον Πέρδικαν Β΄ διεδέχθη εις την Βασιλείαν της Μακεδονίας ο υιός του Αρχέλαος (413-399) π. X.,

 Αναρχία περί την διαδοχήν του Θρόνου

Μετά τον τυχαίον θάνατον το Αρχελάου (δολοφονηθέντος κατά τον Αριστοτέλη), έπηκολούθησε δεκαετής αναρχία λόγω αντιζηλειών και συχνών δολοφονιών,
ως λ.χ. του ανηλίκου διαδόχου Όρέστου (399—396), 
του Επιτρόπου και δολοφόνου αύτου Άερόπου (396-392) Λυγκηστού
τούτον δολοφονηθέντα διεδέχθη Άμύντας ο Μικρός (392-390), 
δολοφονηθείς και ούτος υπό του Δέδα υίου του Άρριδαίου (αδελφού του ’Αλεξανδρου Α'.).

Τον ’Αμύντα διεδέχθη ο υιός του Αερόπου Παυσανίας, δολοφονηθείς και ούτος άφου έβασίλευσε επί ολόκληρον εικοσαετίαν (389—369). 

Κατά το διάστημα τούτο είχε ζήσει εις την αυλήν του Άμύντα Γ' ο ιατρός Νικόμαχος από τα Στάγειρα πατήρ του Άριστοτέλους.

Συνέχεια ανωμαλιών εις την διαδοχήν

Τον Άμύντα Γ' διεδέχθη ο πρεσβύτερος υιός του Αλέξανδρος Β', όστις αμέσως μετά την ανάρρησίν του εις τον θρόνον, κληθείς υπό των Άλευαδών της Θεσσαλίας, εισήλασεν εις αυτήν ως κατακτητής.

Οί Άλευάδαι άγανακτήσαντες έζήτησαν την βοήθειαν των Θηβαίων και τότε ο Πελοπίδας, όχι μόνον εξεδίωξε εκ Θεσσαλίας τον 'Αλέξανδρον, άλλ  εισήλασεν εις την χώραν του.

Έν τω μεταξύ η βασιλομήτηρ Ευρυδίκη, με τας αθεμίτους σχέσεις της μετά του επί θυγατρί (Ευρυνόη) γαμβρού της Πτολεμαίου, προυκάλεσε απαιτήσεις τούτου επί του θρόνου.

Πρός συμβιβασμόν, και προς έξυπηρέτησιν των σκοπών του, ο Πελοπίδας εδέχθη να εξακολουθήση βασιλεύων ο  Αλέξανδρος Β', ανεκήρυξεν όμως τον Πτολεμαίον ηγεμόνα της Άλώρου, εξ ής και έκλήθη Πτολεμαίος ο Άλωρίτης, και έλαβε ως ομήρους πεντηκοντάδα ευγενών,
μεταξύ των οποίων και τον νεώτερον υιόν του Άμύντα, τον δεκαπενταετή Φίλιππον (Β'). 

Άλλ΄ ο Πτολεμαίος εις πανηγυρικόν τινα χορόν έδολοφόνησε τον "Αλέξανδρον Β' (368 π.Χ.) και συζευχθείς την Εύρυδίκην έβασίλευσε ως επίτροπος των υιών αυτής Πέρδικα και Φιλίππου.

Ένηλικιωθεις ο Πέρδικας εξεδικήθη τον θ'ανατον του αδελφού του Αλεξάνδρου, δολοφονήσας τον Πτολεμαίον (365 π. X.).

Ό Πέρδικας Γ' (365—359 π.Χ.) εδείχθη ικανός βασιλεύς, αποδιώξας τους εις Μακεδονίαν εισβαλόντας Ίλλυριεις. 

‘Ως σύμμαχος δε των Αθηναίων ηγωνίσθη ενδόξως κατά των Όλυνθίων, και της επιρροής των Θηβαίων άπηλλάγη μετά τον θάνατον του Πελοπίδου.

Άπροσδοκήτως έξερράγη στάσις κατά των Τημενιδών προκληθείσα υπό των Λυγκηστών, παρά των οποίων έκλήθησαν οί Ίλλυριείς εις βοήθειαν.

Ό Πέρδικας εφονεύθη εις μάχην κατ’ αυτών, μολονότι ο στρατός του ενίκα, με επακόλουθον όμως εισβολήν και των Παιόνων από βορρά.
Η Μακεδονία του Φιλίππου κατά Πετρώφ

 Υπήρξε τότε μέγας κίνδυνος διαλύσεως του Μακεδονικού Κράτους.

Την κατάστασιν έσωσεν η τόλμη και η δραστηριότης του Φιλίππου (Β').

 Φίλιππος Β'

Ό Φίλιππος 'Β' (359 — 336 π.Χ.), υίός του  Αμύντα Β', ευθύς αμέσως επέδειξε δραστηριότητα, πολιτικότητα και μεγάλας Διοικητικάς και στρατιωτικάς αρετάς.

 Ούτος εντός ολίγων ετών κατώρθωσε να απαλλαγή των ξένων επιδρομέων και των απαιτητών του θρόνου, καθώς και των εσωτερικών εχθρών της ενότητος και της ισχύος του, άλλους εξοντώσας και άλλους προσεταιρισθεις δια συνοικεσίων.

Οι Έλιμιώται ήσαν παντοτε πιστοί εις τους Μακεδόνας.

Την αδελφήν του βασιλέως των Φίλαν ελαβε σύζυγον ο Φίλιππος.
Επίσης συνήψε συγγενικούς δεσμούς ο Φίλιππος με τον βασιλέα των Μολοσσών της Ηπείρου, του οποίου την Θυγατέρα Όλυμπιάδα συνεζευχθη το 357, με την όποίαν έγέννησε τον 'Αλέξανδρον το 356.
Ο Φίλιππος, όταν απέκτησε τον Αλέξανδρον έγραψε εις τον Αριστοτέλη, τον Μέγα Μακεδόνα Φιλόσοφον:


 «’Ίσθοιμι γεγονότα υιόν.
 Πολλήν ουν χάριν τοις Θεοίς έχω  ουχ ούτως επί του παιδός γεννέσει,
 ως επί τη κατά την σήν ηλικίαν αυτόν γεγονέναι.
Ελπίζω γάρ αυτόν υπό σου τραφέντα και παιδευθέν
τα άξιον εσεσθαι και ημών 
και της των πραγμάτων διαδοχής».


 Δηλ.

 Μέ μεγάλη μου χαρά σου αναγγέλλω ότι απέκτησα υιόν. 
Χρεωστώ λοιπόν μεγάλη χάρι στούς Θεούς, 
όχι τόσο γιά τη γέννησι του παιδιού, 
όσο γιατί το παιδί εχει γεννηθή στά χρόνια τα δικά σου. 
Διότι ελπίζω ότι άμα μορφωθή και ανατραφή από σένα, 
θά γίνη αντάξιος διάδοχος 
και ημών και της καταστάσεως.

Ό Φίλιππος έπεδόθη αμέσως κατόπιν (355 π.Χ.) εις τηνοργάνωσιν των δυνάμεων του Κράτους του.

Έξώπλισε στρατόν εκ 40.000 ανδρών με όπλα ανώτερα όλων των στρατών της εποχής του, έξησκημένον μεθοδικώς και πειθαρχοϋντα. 

Έβελτίωσε τα οικονομικά του Κράτους, ιδία δια των μεταλλείων του Παγγαίου, των εγγείων φόρων, των λιμενικών τελών και προ πάντων δια της χρηστής διοικήσεως και διαχειρίσεως.

Διεξήγαγε νικηφόρους αγώνας έπεκτείνας τα όρια της Χώρας προς όλας τας κατευθύνσεις. 

Πρός Άνατολάς δε μέχρι του Εύξείνου, ιδρύσας την Φιλιππούπολιν εις το άνω τμήμα του "Εβρου ποταμού, και μέχρι των ακτών της Προποντίδος.

Ύπέταξεν ευκόλως τους Θεσσαλούς, τους Φωκείς, τους Θηβαίους, τους  Αθηναίους, και μετά την εν Χαιρωνεία νίκην του (338) π. X. ηνάγκασε όλους τους Έλληνας, «πλήν Λακεδαιμονίων», να αναγνωρίσουν αυτόν εν Κορίνθω, «Φίλιππον Αυτοκράτορα Στρατηγόν είλαντο του προς Πέρσας πολέμου», Στρατηγόν Αυτοκράτορα του κατά των Περσών αναληφθέντος παρ΄ αύτου άγώνος, επιτυχών ούτω δια πρώτην φοραν την ένωσιν όλων των Ελλήνων κατά των βαρβάρων.

Έν τω μέσω των πολεμικών προπαρασκευών κατά της Ασίας, έδολοφονήθη εις ήλικίαν 47 ετών το 336, αφού πρότερον είχε προετοιμάσει τον υιόν του 'Αλέξανδρον ως διάδοχον και συνεχιστήν του έργου του, δια της αναθέσεως της παιδείας του εις τον διδάσκαλον Αριστοτέλη τον Σταγειρίτη, υιόν του διατελέσαντος ιατρού της Αυλής Νικομάχου.

Ή διαπαιδαγώγησις του Αλεξάνδρου διήρκεσε επί εννέα έτη.

Ό Αθηναίος Ισοκράτης εθαύμαζε τον Φίλιππον αποκαλών αυτόν φίλον των Γραμμάτων και των Τεχνών. ο δε αντίπαλός του Δημοσθένης ομολογεί, ότι και εν αύταίς ταίς Άθήναις δυσκόλως θά ευρίσκετο όμοιος με τον Φίλιππον κατά την λεπτότητα των τρόπων.

Ό ιστορικός Θεόπομπος ο Χίος, μαθητής του Ίσοκράτους, χαρακτηρίζων τον ανδρα, λέγει:

«... μηδέποτε την Ευρώπην ένηνοχέναι τοιούτον άνδρα παράπαν, οίον τον του Άμύντου Φίλιππον».

 Θεωρεί τούτον ως αιτίαν των μεγάλων γεγονότων της εποχής του και έξαίρει την προσωπικότητα του Φιλίππου.

Αριστοτέλης ο Φιλόσοφος Σταγειρίτης

Ό Αριστοτέλης (384 322 π. X.) γεννήθηκε εις τα Στάγειρα της Χαλκιδικής εκ πατρός Νικομάχου, διατελέσαντος ιατρού της Μακεδονικής Αυλής επί Άμύντου Γ' (389 369 π. X. ) και μητρός Φαιστιάδος, εκ Χαλκίδος.

Τούς γονείς του έχασε πολύ ενωρίς ο Αριστοτέλης. Δέκα επτά ετών ήλθε εις Αθήνας (367) και επί δύο έτη έσπούδασε εις την Σχολήν του Πλάτωνος.
 Έν Άθήναις παρεμεινε μέχρι τελευτής του Πλάτωνος, διδάσκων την ρητορικήν εις αυτήν την Ακαδημίαν του διδασκάλου του.

Μεθ΄ ό άπήλθε εις Άταρνέα της Τρωάδος, καθέδραν του Τυράννου Έρμείου, όστις ει χε διατελέσει μαθητής αύτου και του Πλάτωνος, αλλά και φίλος.

Έκεί συνεζεύχθη την ανεψιάν του Έρμείου Πυθιάδα, μεθ’ ής απέκτησε θυγατέρα, ονομάσας αύτήν Πυθιάδα επίσης.

Κατά πρόσκλησιν του Φιλίππου Β' ήλθεν εις την Μακεδονικήν Πρωτεύουσαν Πέλλαν, αναλαβών την εκπαίδευσιν του Αλεξανδρου.
Αύτη διήρκεσε επί εννέα έτη. Μεθ΄ ό άπήλθε εις Αθήνας, όπου  έδίδαξε (περιπατών εις πρωινά και απογευματινά μαθήματα) φιλοσοφικά μαθήματα και ρητορικήν.

Τό εργον του Άριστοτέλους, το όποιον χαρακτηρίζει σαφήνια, πρακτικότης σκέψεως και σοφή διάταξις, αποτελεί αληθή εγκυκλοπαίδειαν της τότε γνώσεως.

Ουδεμία τάξις επιστήμων άφήκε αυτόν άδιάφορον, πλείστων δε όσων επιστημών εγένετο ο ιδρυτής:
Αρχαιολογία, 
Αστρονομία, 
Μετεωρολογία, 
Φυσική, 
Ζωολογία, 
Βοτανική, 
ψυχολογία, 
Αισθητική, 
Πολιτική, 
Ηθική, 
Ποιητική, 
υπήρξαν υποκείμενα ερεύνης της καθολικής του φιλοσόφου διανοίας.

Ή Λογική, η Ρητορική μέθοδος και πλείσται επί μέρους επιστήμαι, όλον δηλαδή το πλαίσιον της συγχρόνου επιστήμης και πολλοί επί μέρους μορφαί αυτής, όφείλονται εις εκείνον.

Είναι όντως θαυμαστή η έκτασις των ερευνών του Άριστοτέλους, όσον και το ποιόν αυτών.
 Ουδείς, ούτε προ αυτου ούτε κατόπιν, δύναται να παραβληθή με εκείνον.
Ή Φιλοσοφία του Άριστοτέλους ουδέποτε από της 'Αρχαιότητας εως σήμερον επαυσε διδασκόμενη.

Μετά τον θανατον του 'Αλεξανδρου (323 π. X.) ο 'Αριστοτέλης απεσύρθη εξ Αθηνών εις την εν Χαλκίδι εκ μητρικής κληρονομιάς κτηματικήν του περιουσίαν, όπου  και  άπεβίωσε μετ' ου πολύ (322 π.Χ.).

Αλέξανδρος ο Μέγας


Τό βέβαιον είναι ότι κατά το τέλος ήδη του Πελοποννησιακού πολέμου, έπειτα από το χάος που δημιουργήθηκε με την παρακμήν της «ελληνικής πόλεως» η Πανελλήνιος 'Ιδέα, ήτοι η πολιτική ένωσις όλων των Ελλήνων, εύρισκε γόνιμον έδαφος καθ' όλην την Ελλάδα.

Οταν διεδόθη η πληροφορία ότι οί Καρχηδόνιοι έπετέθησαν εναντίον της Σικελίας, ο Γοργίας ο Λεοντίνος εύρε την ευκαιρία να έκφωνήση τον πανηγυρικόν του εις την Όλυμπίαν ενώπιον πλήθους συνηγμένων από τα πέρατα του Έλληνικου κόσμου, παροτρύινων τους Ελληνας να ομονοήσουν και όλοι μαζί να εκστρατεύσουν εναντίον των βαρβάρων.

Μόνον με την ομόνοιαν ήτο δυνατόν να σωθή το Έλληνικόν από τον φρικώδη κατατεμαχισμόν και τον έμφίλιον σπαραγμόν.

Ms το ίδιον πνεύμα ωμίλησε εις Αθήνας κατά το μνημόσυνον των πεσόντων, αντιπαραβάλλων τας μάχας Ελλήνων κατά Ελλήνων με τας νίκας εις τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα κατά των βαρβάρων.

Ό Αριστοφανης εξ άλλου, εις την κωμωδίαν του «Λυσιστράτη», εμφαντικώς εκδηλώνει τα πανελλήνια αισθήματά του' ενώ ο Πλάτων εις την «Πολιτείαν» του έχαρακτήριζε ως έμφιλίους τους μεταξύ Ελλήνων πολέμους.

Ό Ξενοφών, εις τον «Ίέρωνα», προσδίδει συγκεκριμένον χαρακτήρα εις τάς συζητουμένας τότε εις εύρυ κύκλον μοναρχικός ιδέας, εις δε την «Κύπρου παιδείαν» του ως μορφή πολιτική, εστράφη εξω από τας Αθήνας δια να ζητήση τον ανδρα τον ίσχυρόν, ο όποιος 0ά είχε την δύναμιν και την Θέλησιν
νά πραγματοποιήση την Πανελλήνιον Ιδέαν.

Ό Ισοκράτης, εις την «πρός Νικοκλέα» επιστολήν του, καθορίζει ουσιαστικώτερα τας πολιτικός του αντιλήψεις.

Τήν Πανελλήνιον Ένωσιν υπό ίσχυρόν Μονάρχην και την σωτηρίαν της Ελλάδος ο Ισοκράτης βλέπει εις μίαν εκστρατείαν όλων των Ελλήνων εναντίον των Περσών, του κοινού εχθρού.

Τον αρχηγόν της τοιαύτης εκστρατείας αναζητεί εις τον βασιλέα της Μακεδονίας Φίλιππον, ως άλλον ’Αγαμέμνονα επί κεφαλής νέας Ελληνικής συμμαχίας εναντίον των βαρβάρων της Ασίας.

Μετά τον θάνατον του Φιλίππου, ο νόμιμος διάδοχος αυτου 'Αλέξανδρος, εικοσαετής, ανακηρυχθείς βασιλεύς υπό της συνελεύσεως των στρατευομένων Μακεδόνων, έπραγματοποίησε τα σχέδια του πατρός του, που ήσαν και ιδικά του, συμπληρούμενα, τροποποιούμενα και βελτιούμενα σύμφωνα με τα νέα δεδομένα κατά την πορείαν του προς 'Ανατολάς.

Και πρώτον έξησφάλισε τα προς βορραν σύνορα έκστρατεύσας κατά των Τριβαλλών και των Ιλλυριών, τους οποίους κατενίκησε.

Ή Συνέλευσις των αντιπροσώπων των Ελληνικών πόλεων εν Κορίνθω ανεκήρυξε τον 'Αλέξανδρον «Στρατηγόν Αυτοκράτορα», όπως είχε ανακηρύξει τον Φίλιππον.

Μέ λύπην του έπυρπόλησε την πόλιν των Θηβαίων, οι όποιοι είχον στασιάσει, πλήν της οικίας του Μεγάλου Πινδάρου. Πρός όλους τους άλλους συμπεριεφέρθη γενναιοφρόνως.

Ή εκστρατεία του Αλεξάνδρου
Η Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τήν Άνοιξιν του 334, άφου έπεθεώρησε τον στρατόν του, διεπεραιώθη από της εν Ευρώπη Σηστού εις την εν 'Ασία 'Άβυδον και , κατά σωζομένας έξαριθμήσεις, ούτος (ό στρατός του) δεν υπερέβαινε τας 45.000 ανδρας.

'Εκ πρώτης όψεως εφαίνετο δυσανάλογος προς το εγχείρημα. 'Αλλά ήγετο υπό ανδρών ως

ο Παρμενίων, 
ο Φιλώτας,
ο Κάλλας, 
ο Κάσσανδρος, 
ο Ηφαιστίων, 
ο Πτολεμαίος, 
ο Λάγος, 
ο Κρατερός, 
ο Πέρδικας 
ο Λυσίμαχος 

και πολλοί άλλοι, οίτινες δεν έπαυσαν επί μακρόν ασκούμενοι εις βαρυτάτους αγώνας, αποκτήσαντες ουτω εμπειρίαν και δεξιότητα, προς τας όποίας δεν ήτο δυνατόν να ανταγωνισθουν οι Μεγιστανες των Μήδων και Περσών.

Τό σπουδαιότερον όμως πλεονέκτημα ήτο το δαιμόνιον στρατηγικόν πνεύμα του υπερτάτου ηγεμόνος.

Ό Αλέξανδρος βλέπων ότι κατά θάλασσαν ήτο ασθενέστερος του αντιπάλου. πρώτον και κύριον σκοπόν εθεσε να αφαίρεση από τους Πέρσας όλην την δυτικήν αυτών παραλίαν.
 Και εις τούτο ήσχολήθη τα τρία πρώτα έτη της εκστρατείας του.

'Αφού κατετρόπωσε τους Μεγιστάνας του Δαρείου εις τον Γρανικόν και έπειτα εις Ισσόν αυτόν τον Δαρείον, έστράφη προς την Αίγυπτον την οποίαν κατέλαβε.

Κατόπιν τούτου δια δευτέραν φοράν κατετρόπωσε τον Δαρείον εις Γαυγάμηλα, προήλασε ακατάσχετα εις τας αχανείς έκείνας Χώρας, κατακτήσας την Κασπίαν, την Βακτριανήν και την Σογδιανήν και το 327 έκυρίευσε τα μέχρι του Ίνδου ποταμού, προελάσας μέχρις Ύφάσπιος, όστις είναι το τελευταίον του Ινδικού πενταποτάμου ρεύμα.

'Εκεί δια πρώτην φοράν Αξιωματικοί και στρατιώται έξεδήλωσαν δυσαρέσκειαν δια τους άκαταπαύστους αγώνας και ο βασιλεύς έδέχθη να όπισθοχωρήση το έτος 326 και μετά τριών ετών εκστρατείαν έπέστρεψε εις Βαβυλώνα.

Πανελλήνιος χαρακτήρ της εκστρατείας του Αλεξάνδρου

Χαρακτηριστικόν της γενικής αντιλήψεως περί Πανελληνίου εκστρατείας κατά των Περσών, είναι: ότι,

α) ο 'Αλέξανδρος, αμέσως μετά την νίκην εις Γρανικόν, άπέστειλεν εις Αθήνας 300 πανοπλίας περσικάς, ως ανάθημα εις την Αθήναν της 'Ακροπόλεως με την επιγραφήν
«'Αλέξανδρος Φιλίππου και οί Ελληνες, πλήν Λακεδαιμονίων, από των βαρβάρων των την 'Ασίαν κατοικούντων».
Εις τους Έλληνας περιλαμβανει φυσικά πρώτους τους Μακεδόνας, διότι αυτοί κυρίως έπολέμησαν.

β) Μετά την εις Ισσόν νίκην του 'Αλεξανδρου, οί σύνεδροι της Κορινθιακής συμμαχίας συνήλθον εις Ισθμόν κατά την εορτήν των Ίσθίων και άπεφάσισαν να στείλουν δέκα Πρέσβεις εις τον 'Αλέξανδρον δια να τον συγχαρούν και να προσφέρουν εις αυτόν χρυσούν στέφανον άριστείον, ως φόρον ευγνωμοσύνης δι' όσα έπραξε υπέρ της ελευθερίας της Ελλάδος.

Τον  Αλέξανδρον συνήντησαν εις Μέμφιν

γ) Μετά την εις Γαυγάμηλα (ΒΑ της Μοσούλης) νίκην του ο 'Αλέξανδρος διέταξε,

ι. Νά καταργηθουν όλαι αι τυραννίδες και αι ελληνικοί πόλεις να πολιτεύωνται του λοιπού αυτόνομοι, 

ιι. Νά ανοικοδομηθή η πόλις των Πλαταιών, η οποία υπήρξε το θέατρον άγώνος κατά των Περσών, πού έκρινε την τύχην της Ελλάδος και

 ιιι. 'Απέστειλε μέρος των λαφύρων εις Κρότωνα της Ιταλίας, τιμήσας ούτω την μνήμην του δις Πυθιονίκου εν Δελφοίς άθλητού Φάίλου, που είχε σπεύσει με το ιδιωτικόν πλοίον του εις Ελευσίνα δια να λάβη μέρος εν Σαλαμίνι εις τον κοινόν αγώνα των Ελλήνων κατά των Περσών το 480 π.Χ.



Κατάληψις όλων των παραλίων, της Τύρου και της Αίγυπτου


‘Ως γνωστόν, ο Αλέξανδρος μετά την παρά την Ισσόν νίκην του εβάδισε προς Νότον, δια να γίνη κύριος όλων των Μεσογειακών παραλίων, εξασφαλίζων εαυτόν από τον εκ του στόλου των Περσών κίνδυνον.

Έπορεύθη λοιπόν προς την Συρίαν και μετά έπτάμηνον πολιορκίαν της Φοινικικής πόλεως Τύρου κατέλαβεν αυτήν (Αυγ. 332) και όλην την Φοινίκην.

Και δια να ολοκλήρωσή την καθυπόταξιν όλης της Μεσογειακής παραλίας έβάδισε προς την Αίγυπτον. Συνέτριψε την ίσχυραν αντίστασιν της παλαιάς πόλεως των Φιλισταίων Γάζης (Ν/μβριος 332) και εγένετο δεκτός υπό των Αιγυπτίων ως ελευθερωτής από του Περσικού ζυγόυ.

Εις την Μέμφιν, Πρωτεύουσαν κειμένην εις την πεδιάδα πού ενώνει Ανω και Κάτω Αίγυπτον, τον ανεκήρυξαν διάδοχον των Φαραώ, εις δε την Όασιν Σίβα, αφού διέσχισε 600 χλμ, εις την έρημον της Λιβύης, εις το περίφημον Μαντείον τού "Αμμωνος,
ο Προφήτης του Ναού τον ύπεδέχθη ως υιόν τού Θεού ’Άμμωνος, δηλ. τού Διός,

Τούτο ενεποίησε μεγάλην εντύπωσιν εις τους Ελληνας.

 Εις την Αίγυπτον η το η συνηθισμένη προσαγόρευσις προς τους Φαραώ.
Επανερχόμενος προς ανατολάς ο 'Αλέξανδρος συνήντησε την εξ Ελλάδος Πρεσβείαν και νέας στρατιωτικός δυνάμεις εκ μέρους τού Αντιπάτρου, αντιβασιλέως εν Μακεδονία.

Ίδρυσις πόλεως  Αλεξανδρείας

Από την Μέμφιν ο βασιλεύς έπαναπλεύσας τον ποταμόν (Νείλον) μέχρι θαλάσσης, ίδρυσε μεταξύ της νησίδος Φάρου και της λίμνης Μαρεώτιδος πόλιν, την οποίαν ώνόμασε Αλεξανδρειαν (άρχάς τού 331 π.Χ.).

Αυτή, αποικισθείσα από Μακεδόνας και άλλους "Ελληνας, έφθασε πολύ γρήγορα εις ακμήν, αποτελέσασα το σπουδαίοτερον έμπορικόν κέντρον καθ’ όλην την Έλληνιστικήν και την Ρωμαίκήν περίοδον.

Ό "Αλέξανδρος έσκέπτετο να κάμη εις την Αλεξανδρειαν τας δεούσας προετοιμασίας δια μίαν εκστρατείαν κατά της Καρχηδόνος και των άλλων χωρών της Δύσεως και να χαράξη όδόν παραθαλασσίαν, η οποία θά έφθανε μέχρις Ηρακλείων Στηλών (Γιβραλτάρ), καθώς μάς πληροφορούν τα «υπομνήματα» τού βασιλέως, τα όποια παρεδόθησαν εις τον Πέρδικαν προς έκτέλεσιν (Διοδ. 18,4,4)

Έπιστημονικαί εξερευνήσεις του Αλεξανδρου

Eis τα Έκβάτανα άπησχόλησαν τον βασιλέα αι προετοιμασίαι του δια τον περίπλουν της Αραβίας από του Περσικού Κόλπου μέχρι της 'Ηρώων πόλεως (Σουέζ). Εις τον περίπλουν αυτόν ήθελε και ο ίδιος να λάβη μέρος.
Διενήργησε διαφόρους αποστολάς προς έξερεύνησιν της αραβικής παραλίας μέχρι της Έρυθράς θαλάσσης.
Ή αποστολή του Άνδροσθένους, ο οποίος περιέπλευσε την δυτικήν παραλίαν του Περσικού Κόλπου και έξερεύνησε την νήσον Τύλον, υπήρξε πολύ καρποφόρος, κυρίως δια τας άξιολόγους παρατηρήσεις του επί της χλωρίδος,
τας  όποίας είχε υπ΄ όψιν του ο Θεόφραστος εις την «περι φυτών ιστορίαν» του.

Τον ίδιον χρόνον περίπου εγινε και η αποστολή του Άλεξικράτους, ο όποιος από το Σουέζ έπλευσε προς τον Περσικόν κόλπον. ο πλους αυτός είχεν επίσης άξιόλογον επιστημονικήν σημασίαν, καθώς και άλλος, που εγινε από τον Ήρακλείδην, δια την έξερεύνησιν της αγνώστου τότε Κασπίας θαλάσσης.

Ή εκστρατεία του Αλεξανδρου εις τας ανατολικάς περιοχάς του αχανούς άλλοτε κράτους των Περσών, και μέχρι του Ίνδου, εις χώρας δηλαδή περι των οποίων οι Έλληνες είχαν εντελώς ασαφείς γνώσεις, ήτο ύψίστης σπουδαιότητος και δια τον λόγον, ότι έπλούτισε τας επιστημονικός και γεωγραφικός γνώσεις των Ελλήνων διανοουμένων.

Πρεσβείαι γνωστών και αγνώστων Λαών

Εις την Βαβυλώνα (ανοιξις 323) παρουσιάσθησαν εις τον βασιλέα Πρεσβείαι από όλην σχεδόν την Οικουμένην δια να τον συγχαρούν ως Βασιλέα της  Ασίας και να τον στεφανώσουν (ελληνική συνήθεια άγνωστη εις τους βαρβάρους Λαούς), άλλαι δια να συνάψουν φιλίαν και συμμαχίαν, όπως η Καρχηδών, η Λιβύη, η Αιθιοπία, των οποίων η κατάκτησις εφαίνετο προσεχής.

Επίσης άλλαι Πρεσβείαι από τους Ίβηρας, τους Κέλτας, τους Βρεττίους, τους Λευκανούς, τους Τυρρηνούς, πιθανώς και από τους Ρωμαίους.


Τό πολιτικόν, πολιτιστικόν και οικονομικόν έργον του  Αλεξάνδρου


«Διάγραμμα» του Βασιλέως ανέγνωσε εις Όλυμπίαν, κατά την τέλεσιν των αγώνων, ο Νικάνωρ, θετός υιός του Άριστοτέλους.

Σύμφωνα μ΄ αύτό όλοι οί πολιτικοί εξόριστοι έπρεπε να έπανέλθουν εις τας πατρίδας των και να επανακτήσουν τας δημευθείσας περιουσίας των. 

‘Όλοι ούτοι τον έθεώρουν ευεργέτην των έκτοτε.

Τούτο φανερώνει την απόλυτον εξουσίαν την όποίαν περιεβλήθη ο Αλέξανδρος, ο όποιος προηγουμένως εφαίνετο ενεργών ως ήγεμών της Κορινθιακής συμμαχίας.

Ό πνευματικός άθλος του Μεγάλου Μακεδόνος, η διάδοσις δηλονότι της επιστήμης και εν γένει του ελληνικού πολιτισμού εις τα πέρατα της Ασίας μέχρι του Ίνδου και μέχρι του Γάγγη, είναι έξ ίσου μεγάλος και Θαυμαστός με εκείνον των στρατηγικών του κατακτήσεων.

Τόσον μέγας, ώστε και σήμερον ακόμη Λαοί εις τα βάθη της 'Ανατολής να καυχώνται, ότι κατάγονται από τον Ίσκεντέρ, όπως αποκολουν τον Αλέξανδρον, τον Μεγαλοφυή Μακεδόνα Στρατηλάτη.

Δυστυχώς ο πρόωρος θανατός του (13-6-323 π.Χ.) δεν τον άφησε να όλοκληρώση τον έκπολιτιστικόν του εργον.

Εις Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος ησθένησε βαρέως από όξείαν νόσον, ήτις έπέφερε τον θανατόν του, άφου συνεπλήρωσε μόνον 13 ετών βασιλείαν και δεν ήτο ακόμη 33 έτών.

Άπό τα μέτρα που έλάμβανε δια την καλυτέραν όργανωσιν του αχανούς Κράτους του, την οικονομικήν του διοίκησιν και το ένιαίον νομισματικόν σύστημα πού είχεν ήδη έφαρμώσει είναι δυνατόν να καταλήξωμεν εις το ασφαλές συμπέρασμα, ότι ο θανατος του Αλεξανδρου έπήλθε εις το χρονικόν εκείνο σημείον, το όποιον θά ήτο η αφετηρία νέας περιόδου εις την ζωήν του Αλεξανδρου, κατά την όποίαν θά έδοκιμάζοντο ίσως πολίτικα! αρεται του μεγαλοφυούς στρατηλάτου.
Καί πρώτον θά έπήρχετο η ενότης εις το αχανές κράτος του, διότι θά καθίστατο δυνατόν να συναρμολογηθουν τα ανόμοια στοιχεία.

Κατάτμησις του Κράτους του Αλεξάνδρου


Διά τους Μακεδόνας ο 'Αλέξανδρος παρέμεινε ο Βασιλεύς, τον όποιον ανεκήρυξαν αμέσως μετά τον θανατον του πατρός του Φιλίππου.

Διά τους άλλους Ελληνας ήτο ο Κύριος μάλλον παρά ο Σύμμαχος, ο επιβληθείς ως Αρχηγός της Κορινθιακής Συμμαχίας.

Διά τους Άσιάτας ήτο ο Διάδοχος των Άχαιμενιδών. 

Ενώ εις την Αίγυπτον έθεωρείτο ο Διάδοχος των Φαραώ.

Ή συνοχή λοιπόν όλου του Κράτους έξηρτάτο από ένα μόνον ανδρα και αυτός ήτο ο 'Αλέξανδρος.

Τούτου έκλιπόντος, η κατάτμησις του άχανους Βασιλείου εις τόσα Κράτη, όσα και οι Στρατηγοί, Κράτη αντιμαχόμενα και άλληλομισούμενα, καθενός εκ των Στρατηγών (Πέρδικα, Κρατερού, Λυσιμάχου, Αντιπάτρου, 'Αντιγόνου, Πτολεμαίου και Σελεύκου) έπιθυμουντος να κυριαρχήση επί του Κράτους του Αλεξανδρου,
το όποιον διεμελίσθη κατά τα πρώτα είκοσι πέντε έτη 
εις πέντε χωριστά βασίλεια: 
του 'Αντιγόνου (''Ανω Ασία), 
του Πτολεμαίου (Αίγυπτος), 
του Σελεύκου (Άν, Άσία), 
του Λυσιμάχου (Θράκη) και 
του Κασσανδρου (Μακεδονίας (305/4),

χωρίς όμως έκαστος εξ αυτών να αποστή της ιδέας του καθολικού κράτους του Μεγάλου "Αλεξανδρου.

Είτα δε εις τρία μόνον: 

Οί Πτολεμαιοι εγιναν οι διάδοχοι των Φαραώ.

Ό  Αντίοχος Α' (του Σελεύκου) εκληρονόμησε την Βασιλείαν του Περσικού Κράτους.

Ό  Αντίγονος Γονατάς ηγεμόνευσε του Βασιλείου της Μακεδονίας, όμοιου εις εκτασιν με εκείνο του Φιλίππου Β', πλήν της Θράκης.

Τό άλληλοφάγωμα και οι διηνεκείς πόλεμοι μεταξύ των Διαδόχων του "Αλεξανδρου έπέφερε την έξαντλησιν ενός έκάστου εις τρόπον, ώστε εντός χρόνου μικρότερου των δυο αιώνων να γίνουν ταύτα Ρωμαίκαί έπαρχίαι (τό 168 δια την Μακεδονίαν).

Όπωσδήποτε όμως η επικράτησις του ελληνικού πνεύματος εις "Ανατολήν και Δύσιν κατά την έλληνιστικήν περίοδον συνετελέσθη.

Μέ τελικόν αποτέλεσμα να έξελληνισθή τελείως

το  Ανατολικόν ήμισυ της Μεγάλης Ρωμαίκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντινή), 

το δε ετερον ήμισυ, το Δυτικόν, να δεχθή το έλληνικόν πνεύμα και τον Έλληνικόν Πολιτισμόν.


Βασιλείς της Μακεδονίας μετά τον Μ. Αλέξανδρον

Αί εριδες μεταξύ τών, Στρατηγών, αίτινες ήρχισαν αμέσως μετά τον θάνατον του Μεγάλου Αλεξανδρου (323 π.Χ )
 άπέληξαν μετ  ου πολύ εις συμβιβασμόν,
 όπως διατηρηθή η ενότης του Κράτους με βασιλέα τον διανοητικώς υστερουντα ετεροθαλή αδελφόν του Μ. Αλεξανδρου Αρριδαίον, μετονομασθέντα εις Φίλιππον Γ',
και τον εκ Ρωξανης αναμενόμενον να γεννηθή υιόν του Μ. "Αλεξανδρου 
και να διανεμηθή η χώρα εις Σατραπείας υπό Διοικητός τους Στρατηγούς, οίτινες θά έλάμβανον διαταγάς μόνον παρά του διορισθέντος "Επιμελή του του Κράτους Πέρδικα (έκ της βασιλικής δυναστείας των Όρεστών).

Ή Μακεδονία, με την Ιλλυρίαν, την Ήπειρον και την νότιονΕλλάδα, περιήλθον υπό την εξουσίαν του Αντιπάτρουέχοντος τον τίτλον του Στρατηγού Αυτοκράτορος, και του Κρατέρου, εχοντος τον τίτλον του Προστάτου της Βασιλείας.

Μετά τον θανατον του Κρατέρου (Μάίον 321 π.Χ.,) και του Πέρδικα σχεδόν ταυτοχρόνως ("Ιούνιο 321), ο "Αντίπατρος απομείνας μόνος ανεγνωρίσθη και ως  Επιμελητής του Κράτους (όπως ήτο εις Μακεδονίαν κατά την διάρκειαν της απουσίας του Μ. "Αλεξανδρου)
και είχε πλησίον του τους Βασιλείς  Φίλιππον Γ' και τον βασιλόπαιδα  Αλέξανδρον με την μητέρα του Ρωξανην.


Τό 319 π.Χ. αποθανόντος του Αντιπάτρου, εις ηλικίαν 70 ετών, η εξουσία περιήλθεν εις τον ίκανώτατον Στρατηγόν του Πολυπέρχοντα Πολυσπέρχοντα) και τον αντιπαθή εις τους Μακεδόνας υιόν του Αντιπάτρου χιλίαρχον Κάσσανδρόν (σκληρόν και κενόδοξον εις τα πολιτικά, με άξιώσεις όμως πολίτικου ανδρός,) όστις, θεωρών εαυτόν άδικηθέντα από τον πατέρα του, τον όποιον είχε την άξίωσιν να διαδεχθή, προσέφυγεν εις τον Αντίγονον, ζητών βοήθειαν δια να ανακτήση την 'Αρχήν εις την Μακεδονίαν.

Ό Αντίγονος υπεσχέθη στρατόν και στόλον εις τον Κάσσανδρον.

 Εις τον συνασπισμόν των δυο προσεχώρησαν ο Πτολεμαίος και ο Λυσίμαχος, ο καθείς με την σκέψιν να ενίσχυση την θέσιν του εις βάρος της εν Μακεδονία κεντρικής εξουσίας (του Πολυπέρχοντος).

Ό Κάσσανδρος έσπευσε εις νότιον Ελλάδα δια να πολεμήση τον Πολυπέρχοντα ευρισκόμενον εις Πελοπόννησον με τον υιόν του 'Αλέξανδρον και στρατόν.

Έν τω μεταξύ εις Μακεδονίαν ανέλαβε την 'Αρχήν η Ευρυδίκη, σύζυγος του Άρριδαίου Φιλίππου.

Ή Όλυμπιάς όμως εσπευσε έξ Ηπείρου με άρκετάς δυνάμεις δια να αποκαταστήση τον νόμιμο κληρονόμον έγγονόν της Αλέξανδρον Δ' ως μόνον βασιλέα της Μακεδονίας.

Οί Μακεδόνες της Εύρυδίκης, από σεβασμόν προς τον οικον του Φιλίππου Β' και του Μ. Αλεξανδρου, ήρνήθησαν να πολεμήσουν κατά της βασιλομήτορος.

Ή Όλυμπιάς προέβη εις ώμότητας προς την Εύρυδίκην και τον ανάπηρον Άρριδαίον, έθανάτωσε άμφοτέρους και πολλούς από τους ύποστηρικτάς των.

Ό Κάσσανδρος, μόλις έπληροφορήθη τα διατρέξαντα εσπευσε εις Μακεδονίαν, επολιόρκησε την Πύδναν, όπου  είχε καταφύγει η Όλυμπιάς έστερημένη συμμάχων ένεκα των ώμοτήτων της και την ηνάγκασε να παραδοθή.

Ταύτην παρέδωκε ο Κάσσανδρος εις τους συγγενείς των ύπ΄ αυτής θανατωθέντων και ούτοι της έπέβαλον τον δια λιθοβολισμού θανατον (315 π.Χ.).

Τον ’Αλέξανδρον Δ' με την Ρωξάνην ενέκλεισε εις φρούριον της Άμφιπόλεως
και εκεί τους άπεκεφάλισε (311 π.Χ.).


Άφου εξουδετέρωσε και τον Πολυπέρχοντα ο Κάσσανδρος ανεκήρυξε εαυτόν μόνον βασιλέα της Μακεδονίας (306 π.Χ.).

Έν τούτοις ο Κάσσανδρος δέν υπήρξε χειρότερος των άλλων Επιγόνων του Μ. Αλεξανδρου, ουτε όλιγώτερον επιτήδειος.

Κατά την διάρκειαν της βασιλείας του ίδρυσε εις τον Ισθμόν της Παλλήνης την Κασσανδρειαν παρά την άρχαίαν Ποτείδαιαν εις την Χαλκιδικήν και την Θεσσαλονίκην (315 π.Χ,) εις τον μυχόν του Θερμαίκού, προς τιμήν της συζύγου του Θεσσαλονίκης, ετεροθαλής αδελφής του Μεγάλου Αλεξανδρου.

Επίσης προέβη εις την ανοικοδόμησιν της πόλεως των Θηβών.

Άνωμαλίαι εις Μακεδονίαν

Μετά τον θανατον του Κασσανδρου (297 π.Χ.) η Μακεδονία πρριήλθεν εις τους Υιούς του Αντίπατρον και Αλέξανδρον, οι όποιοι διχονοούντες έσχον οικτρόν θανατον.

Ο Αντίπατρος, μητροκτόνος (τό 295 π.Χ.) ο δε Αλέξανδρος, διανοηθεις να δολοφονήση τον επερχόμενον Δημήτριον τον Πολιορκητήν, έδολοφονήθη παρ’ αυτου (292 π.Χ.) πληροφορηθέντος τα των προθέσεων του 'Αλεξανδρου.

Άπό του 294 π.Χ. η Μακεδονία περιήλθεν εις τον Δημήτριον Πολιορκητήν όστις ελαβε ως σύζυγον την αδελφήν του Κασσανδρου Φίλαν.

Τό 285 π.Χ. ο Δημήτριος έξεδιώχθη από την Μακεδονίαν υπό των συμμαχησαντων βασιλέων Πύρρου της Ηπείρου, και Λυσιμάχου της Θράκης.

Ο τελευταίος, μετά τινα χρόνον, νικήσας τον Πύρρον εγινε κύριος της Μακεδονίας.

Άλλά και ο Λυσίμαχος επεσεν εις την μάχην του Κύρου Πεδίου εν Λυδία, όπου ηγωνίζετο κατά του Σελεύκου (θέρος 282 π.Χ.). ο τελευταίος έδολοφονήθη το 281 π. X. εις Λυσιμάχειαν, περιελθούσης της βασιλείας εις τον Πτολεμαίον Κεραυνόν (Μακεδονίας και Θράκης).

Τούτου άπηλλάγη η χώρα το 279 π.Χ. φονευθέντος εις μάχην με τους είσβάλοντας Γαλάτας (ή παλαιοτέρα ονομασία των είναι Κελτοί). 

Τήν Μακεδονίαν έσωσε τότε εκ των Κελτών ο ευπατρίδης Μακεδών Σωσθένης, όστις έπιστρατεύσας όλους τους δυναμένους να φέρωσιν όπλα Μακεδόνας, απώθησε τους εισβολείς.

Οι διασκορπισθέντες ανά την νότιον Ελλάδα και αλλαχού Γαλάται έπαλινδρόμησαν, άλλ’ ο Σωσθένης ειχεν αποθανει.

Τήν Μακεδονίαν εσωσε αυτήν την φοραν από τους Γαλάτας και την αναρχίαν ο υιός του Δημητριού Πολιορκητου Αντίγονος Γονατάς.

Άντιγονίδαι

Ό Αντίγονος Γονατάς έγένετο ο ιδρυτής της εν Μακεδονία Δυναστεία  των Άντιγονιδών, ήτις ήρξε της Μακεδονίας επί ένα και πλέον αιώνα (277 168 π.Χ.).

Ο Αντίγονος Γονατάς δια της συνέσεως και της δράστηριότητός του κατώρθωσε να καταστήση την Μακεδονίαν εν εκ των ισχυρότερων κρατών τα όποια ιδρύθησαν επί των χωρών του αχανούς Κράτους του Μ. Αλεξανδρου.

Μετά την νίκην του κατά τον Χρεμωνίδειον πόλεμον παρά την νήσοι Κώ, από του 262 π.Χ. και μέχρι του θανάτου του (239 π.Χ.) ήσχολήθη μι την όργανωσιν της χώρας του, μεριμνήσας να προαχθή η γεωργία και το έμπόριον και να άσφαλισθή η ησυχία των κατοίκων της δια της ευνομίας και της κτίσεως ,φρουρίοον κατά τα δριά της, πρός ευχερή άπόκρουσιν πάσης επιδρομής.

Ό διαδεχθείς αυτόν υιός του Δημήτριος Β' ήκολούθησε τα ίχνη του πατρός του, τό εν τη νοτίω Έλλάδι όμως πολιτικόν οικοδόμημα κατέπεσε κατά το τελευταίον ετος της βασιλείας του (229 π.Χ.) εξ αιτίας κυρίως των Πτολεμαίων, των κυριωτέρων ανταγωνιστών των Άντιγονιδών, καθόσον ουτοι (Πτολεμαίοι) υπεστήριξαν τους Αίτωλους εισβαλόντας εις Θεσσαλίαν (ήτις έκήρυξε την αυτονομίαν της) και έπεξέτειναν τα όρια της Αχαίκής Συμπολιτείας.

Τον Δημήτριον αποθανόντα διεδέχθη ο εξάδελφός του Αντίγονος Δώσων ως Επίτροπος του ανηλίκου νομίμου βασιλέως Φιλίππου Ε'.

Και ο Αντίγονος Δώσων έξηκολούθησε την αυτήν πολιτικήν των προκατόχων του. Νέος όμως εχθρός, αλλόφυλος αυτός, ένεφανίσθη εκ Δυσμών εις τα πρόθυρα της Μακεδονίας, η Ρώμη, ήτις είχε καταλάβει την Ιλλυρίαν.

 Και ενίκησε μέν τους Δαρδανους ο Δώσων, υπέταξε τους Θεσσαλούς, συνήψε συνθήκην φιλίας μετά των Αιτωλών, περιέκλεισε δια κλειου την Βοιωτικήν ‘Ομοσπονδίαν και ενίσχυσε το ανταγωνιστικόν πνεύμα κατά των Πτολεμαίων εν Ρόδω και Κω, ήναγκάσθη όμως να έκστρατεύση εις Ιλλυρίαν. Άφου εφερε εις αίσιον πέρας και την εκστρατείαν αυτήν, έπέστρεψε εις Μακεδονίαν όπου  και άπεβίωσε το 220 π. X.
Συνεχιστής της πολιτικής των προρρηθέντων βασιλέων ύπήρξεν ο βασιλεύς Φίλιππος Ε', ο διαδεχθείς τον Επίτροπόν του Αντίγονον Δώσωνα.

Ό Φίλιππος Ε΄παρά τας διοικητικάς, πολιτικάς και πολεμικάς αρετάς του, ύπήρξεν άτυχος, διότι είχε να παλαίση πλέον με φοβερώτερον εχθρόν η οι προγενέστεροι αύτου Άντιγονίδαι.

Οί Ρωμαίοι, μετά την εκβασιν του β' Καρχηδονιακου πολέμου ύπέρ αύτών (202 π.Χ.), έθεώρησαν κατάλληλον την ώραν να έπεκταθώσι και πέραν της Ιλλυρίας προς ανατολάς. Αφορμήν προς τούτο εύρον την συνεννόηση  του βασιλέως της Μακεδονίας Φιλίππου Ε' μετά του Καρχηδονίου Στρατηγού Αννίβα διαρκουντος του β' Καρχηδονιακου πολέμου.

Μετά την παρά τας Κυνός Κεφαλάς νίκην των (197 π.Χ.), η Μακεδονία περιωρίσθη εις τα προ του Φιλίππου Β' όριά της.

Κατάκτησις της Μακεδονίας και ολης της Ελλάδος υπό των Ρωμαίων

Τον Φίλιππον Ε' αποθανόντα το 179 π.Χ. διεδέχθη ο υιός του Περσεύς.

Ούτος συνέχισε τας κατά των Ρωμαίων πολεμικάς προπαρασκευάς του, κληρονομήσας παρά του πατρός του το μίσος κατ’ αυτών, ούχι όμως και τας πολεμικάς του αρετάς. Διά τούτο ήττήθη εν Ηύδνα (τό 168 π. Χ.) και εγινε αίτιος ύποδουλώσεως της πατρίδας του εις τους Ρωμαίους.

Ουτοι άπήγαγον εις Ιταλίαν τους έπιφανεστέρους πολίτας, κατέλαβον και έξεμεταλλεύθησαν τα ορυχεία χρυσού, αργύρου και χαλκού, μετεκόμισαν εις Ρώμην τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς, διήρεσαν την Μακεδονίαν εις τέσσαρας επαρχίας ανεξαρτήτους άλλήλων, ανευ δικαιώματος επιγαμίας, έγκτήσεως και εμπορίου μεταξύ των.

Έκ παραλλήλου έδήμευσαν τας μή καλλιεργουμένας η έγκαταλειφθείσας (υπό των άπαχθέντων) γαίας.

Τό 146 π,Χ. η Μακεδονία μεθ’ ολοκλήρου της Ελλάδος είχε Ρωμαίον Ανθύπατον (τόν Μόμμιον) έδρεύοντα εν Μακεδονία, την όποίαν εκτοτε εχρησιμοποίησαν ως βάσιν δια τας περαιτέρω κατακτητικός επιχειρήσεις των.

Ιδρυσαν εν αυτή στρατιωτικός αποικίας κατατάξαντες και έγχωρίους εις τον στρατόν, ήνοιξαν οδούς επικοινωνίας εκ της ^Ιλλυρίας και Ηπείρου μεσω Θεσσαλονίκης προς Θράκην και Προποντίδα.

(Έγνατία οδός, μεταξύ 146 και 120 π.Χ., από της Απολλωνίας και του Δυρραχίου προς Λυχνιδόν (’Αχρίδα), Ήράκλειαν (Μοναστήρι), Βρηγιάδα, δια Βαρνουντος και μέσω της σημερινής Κέλλης εις Βεγορίτιδα λίμνην, Έδεσσαν, Πέλλαν, Θεσσαλονίκην και έκείθεν δια των νοτίων οχθών των λιμνών Κορωνείας (Λαγκαδά) και Βόλβης εις  Αμφίπολιν και δια της βορ. πλευράς του Παγγαίου εις Φιλίππους, Νεαπολιν (Καβάλα), Μαξιμιανούπολιν (παρά την Κομοτηνήν), Τραίανούπολιν (παρά την Άλεξανδρούπολιν), Κύψελα (Ύψαλα) εκ των κυριωτέρων πόλεων του βασιλείου των Όδρυσών, έπί Έβρυτέλμου, 386 π.Χ., πρωτεύουσα της Θράκης), Βυζαντιον.

Έν Μακεδονία κυρίως ελαβον χώραν οι ανταγωνισμοί των Ρωμαίων Στρατηγών (Πομπηίου, Όκταβίου, 'Αντωνίου κ.λ.π.) μεταξύ των.

('Από την ανέκδοτη έργασία του «Ιστορία της Μακεδονίας»),

Βιβλιογραφία : Βλ. «Αριστοτέλης» Φ. Σ. Φλωρίνης, τεύχη: 87-88) 1971, 92-93)1972, 100)1973 και έπί πλέον:
THEODOR BIRT «Αλέξανδρος 6 Μέγας και ο Παγκόσμιος Ελληνισμός». Μετάφρασις Νικ. Κ. Παπαρρόδου, 1956, Άθήναι.
J. G. DROYSEN «HELLENISMUS», 18081884.
κ. J. BELOCH (18541929), «Ελληνική Ιστορία», 1893 1927.
LEONARD COTTRELL «THE BULL OF MINOS, Ιστορία των μεγάλων αρχαιολογικών ανακαλύψεων εις Κρήτην και Ελλάδα», εκδ. PAN ROOKS LTD, LONDON, 1961,
G. FR. HERZBERG (1826 — 1907) «Ιστορία της Ελλάδος» όλων των περιόδων. Μετάφρασις Π. Καρολίδου (Βιβλιοθ. Μαρασλή).

Δεν υπάρχουν σχόλια: