Μαζί με πολλά άλλα παγονεριτάκια – με αγωνία κάθε φορά – περιμέναμε την νύκτα των Χριστουγέννων, νύκτα γεννήσεως του Χριστού.
Μετά την δωδεκάτη ώρα ίσαμε τα χαράματα έπρεπε να πηγαίνουμε – ένας ένας, δύο δύο (συνήθως αδελφάκια) – στα σπίτια της γειτονιάς και των συγγενών, για να λέμε:
«Κόλιατ μπάμπο» (η παγονερίτικη προφορά ήταν «Κουλιάντου μπάμπου».
Αυτή η προφορά με δυσκόλεψε πολύ να βρω τι ακριβώς σημαίνει αυτή η φράση, παρά τις επίμονες ερωτήσεις μου προς παλιότερους Παγονερίτες).
Το λοιπόν, την προηγούμενη μέρα πηγαίναμε να κόψουμε βέργες από κρανιές.
Δεν κόβαμε τους μίσχους (κοτσάνια), αλλά συνδέοντάς τους και πλέκοντάς τους σχηματίζαμε κάτι σαν μικρά στεφάνια με άξονά τους τον κορμό της βέργας.
Αυτές τις βέργες τις λέγαμε «σουρβίτσες».
Η «σουρβίτσα» είναι μάλλον υποκοριστικό της δημώδους λέξεων «σουρβιά» (=το φυτόδεντρο «όα η ήμερος»).
Ο καρπός της «σουρβιάς» λεγόταν «σούρβο» και η περιφορά των μικρών παιδιών την νύκτα της γεννήσεως του Χριστού λεγόταν «σούρβα». Έτσι λεγόταν και τα σχετικά φιλοδωρήματα (θυμάμαι ότι στο Παγονέρι αυτήν την περιφορά και την μεταμεσονύκτια επίσκεψη σε σπίτια τις λέγαμε «σουρβίτσενια».
Αρκετοί μας έλεγαν: Την νύχτα να έρθετε, να μας κάνετε «σουρβίτσενια».
Ψάχνοντας βρήκα επίσης πως η λέξη «σουρβάκα» σημαίνει βέργα «σουρβιάς» ή «κρανιάς» και «σουρβώ» - «σουρβίζω» σημαίνουν κτυπώ με την «σουρβάκα» - σουρβίτσα».
Έχοντας από την προηγούμενη μέρα σχεδιάσει σε ποια σπίτια θα πάμε να κάνουμε «σουρβίτσενια» και οπλισμένοι με φακό και κρανένια «σουρβίτσα» ξεκινούσαμε – ένας ένας, δυο δυο – πολύ πριν ξημερώσει.
Μπαίναμε στις αυλές, ύστερα προσεκτικά στα ανώγια και μετά στις κρεβατοκάμαρες. Κτυπούσαμε με τις βέργες – «σουρβίτσες» τα παπλώματα, για να ξυπνήσουν λ.χ. τα ζευγάρια και συγχρόνως λέγαμε «κουλιάντου μπάμπου», «κουλιάντου μπάμπου», «κουλιάντου μπάμπου».
Δεν λέγαμε «χρόνια πολλά», ούτε ψάλλαμε τα κάλαντα.
Αλλά δεν ξέραμε τι σημαίνει αυτό το «κουλιάντου μπάμπου».
Κανείς δεν μας το είχε εξηγήσει.
Ωστόσο, οι ξυπνημένοι από τις βιτσιές του «σουρβιτσίσματός» μας, αφού έριχναν χοντρό αλάτι στο πάντα αναμμένο τζάκι και ψέλλιζαν κάτι μαγικά, μας έδιναν ως φιλοδώρημα ξερόσυκα, ξυλοκέρατα, μανταρίνια και άντε – κάπου – καμιά δραχμή
(θυμάμαι: Κάποτε μια τέτοια νύκτα πήγαμε με την αδελφή μου στο σπίτι του νουνού μας. Μας έδωσε μισή δραχμή, να την μοιραστούμε, μας είπε).
Πρόσφατα, ψάχνοντας να βρω την ετυμολόγηση της λέξεως «κολοβός» είδα ότι προέρχεται από την αρχαία λέξη «κόλος», που θα πει ακρωτηριασμένος, κομμένος, τρυπημένος, σπασμένος, κτυπημένος, τιμωρημένος.
Την ρίζα «κολ-» την βρίσκουμε και στις λέξεις «κόλαφος», «κόλαση», «κολάζω», «κόλουρος» (πυραμίς) κτλ.
Αμέσως θυμήθηκα και το «μπασκί».
Μ’ αυτό τρυπούσαμε το χώμα, για να φυτεύουμε λ.χ. καπνά.
Στο Παγονέρι το «μπασκί» το λέγαμε «κόλ-(ι)».
Στα παλιά σλάβικα «kolu» σημαίνει «πάσσαλος-πασσαλάκι» και γνωρίζουμε ότι μια συνηθισμένη μέθοδος θανάτου, σφαγιασμού, ακρωτηριασμού κτλ ήταν το «πασσάλωμα».
Όλα αυτά με οδήγησαν στο πιθανό συμπέρασμα ότι το «κόλ-ιατ» σημαίνει «σφάζουν», «θανατώνουν», «παλουκώνουν» κτλ., γίνεται σφαγή «μπάμπο» (στην ηχομιμητική-παιδική λέξη «μπάμπο» περιλαμβάνονται και ο «μπαμπάς» (=πατέρας, αλλά και κάθε ηλικιωμένος άνδρας, θείος, παππούς κτλ) και η «μπάμπα» (=μητέρα, αλλά και κάθε ηλικιωμένη γυναίκα, θεία, γιαγιά κτλ).
Όμως γιατί αυτό το «κόλιατ μπάμπου» να το λένε μικρά παιδιά στους μεγάλους την ώρα που αυτοί κοιμούνται;
Γιατί κατά την νύκτα γεννήσεως του Χριστού;
Γιατί βέργα από σουρβιά ή κρανιά;
Ναι, η «σουρβίτσα» έπρεπε να είναι από γερό ξύλο, ώστε, μαζί με τα στεφανάκια της, να βιτσίζει, να κάνει διαρκή θόρυβο και να παράγει αντίλαλο (όπως ένα ξυπνητήρι), για να ξυπνήσουν οι κοιμώμενοι μεγάλοι, να βρίσκονται εν συναγερμώ.
Για ποιον λόγο όμως αυτή η συνολική εγρήγορση;
Όταν γεννήθηκε ο Χριστός βασιλιάς της Ιουδαίας ήταν ο Ηρώδης, ευνοούμενος των Ρωμαίων, γενναίος και εύστροφος, αλλά συνάμα βίαιος και αδίστακτος εγκληματίας.
Αυτός, όταν έμαθε για την γέννηση του Χριστού (που έμελλε να γίνει «ο Βασιλεύς των όλων»), διέταξε να θανατωθούν, να σφαγούν εκείνη τη νύκτα όλα τα αρσενικά παιδιά που είχαν γεννηθεί πριν από δυο χρόνια ίσαμε τη νύκτα εκείνη στην περιοχή της Βηθλεέμ.
Το ανατριχιαστικό αυτό μήνυμα το άκουσαν και το ένιωσαν μόνον τα μικρά παιδιά και με το μένος της αθωότητάς τους έτρεχαν, ως αγγελιοφόροι, μεσάνυκτα από σπίτι σε σπίτι, για να το μεταφέρουν στους μεγάλους και να τους «ξυπνήσουν»…
Έπρεπε να σωθούν πρώτα όλα τα μικρά παιδιά, να σωθεί πρώτα πρώτα ο νεογέννητος Χριστός (ύστερα θα είχαν χρόνο τα παιδιά να λέν τα κάλαντα και «χρόνια πολλά»).
Να, λοιπόν, γιατί στο Παγονέρι (που είναι ντόπιο χωριό) λέγαμε κατά την νύκτα της γεννήσεως του Χριστού «κουλιάντου μπάμπου», γίνεται σφαγή …
Έγραψα με πικρία και νοσταλγία το «λέγανε» τότε και όχι «λένε» τώρα.
Τώρα μας ήρθαν άλλα έθιμα, ξενόφερτα, πολύ εμπορικά.
«Αρκεί το παριζάκι μας να είναι Υφαντής…»! Τώρα «το παίζουμε» γερμανοτραφείς, γαλλοτραφείς, μοντέρνοι, αλλά γελοίοι ευρωλιγούρηδες. Κάνουμε τουβληδόν εισαγωγές πλαστικών εθίμων.
Πού καιρός για να σκεφθούμε ότι η λέξη – έννοια «Εθ-νος» έχει την ρίζα του στο «Εθ-ιμο» και στο «Εθ-ος».
Σημειώνω πως ετούτη η γραφή στηρίχθηκε σε αποκλειστικά δικές μου μνήμες. Μακάρι οι ενθυμήσεις άλλων συγχωριανών μου να την κάνουμε πληρέστερη, αύριο μεθαύριο.
Και μακάρι όλοι οι Παγονερίτες να αναβιώσουμε το εδώ και πενήντα τόσα χρόνια λησμονημένο, αλλά γνήσιο έθιμο, το «κουλιάντου μπάμπου» (εάν βέβαια υπάρχουνε παιδιά).
Σημειώνω ακόμη πως το έθιμο αυτό σίγουρα θα γινόταν και σ’ άλλα χωριά με ντόπιους κατοίκους (λ.χ. του Ν. Πέλλας, Κοζάνης, Φλώρινας κτλ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου