Η ιστορία της περιοχής
Στη Νιγρίτα και την επαρχία της σε όλη την περίοδο μετά το σχίσμα της Βουλγαρικής Εκκλησίας και της απελευθερώσεως (1912) δεν βρέθηκε κάτοικος που να αποδέχθηκε το σχίσμα.
Ο στρατός του Βουλκώφ αντιμετώπισε έναν συμπαγή πληθυσμό με ακμαιότατο ελληνικό φρόνημα που οι ρίζες του χάνονται βαθειά στην αρχαιότητα προ του 5ου αι. π.Χ.
Οι σημερινοί κάτοικοι της επαρχίας Βισαλτίας δεν διαφέρουν από τους κατοίκους της αρχαίας, κατοικούν στον ίδιο χώρο ή κοντά σε ερείπια που μαρτυρούν περασμένες πολιτείες, χαλάσματα που δηλώνουν με την παρουσία τους ότι σε κάποια περασμένη εποχή υπήρξαν πολυάνθρωπα πολίσματα.
Σε κάθε σημερινό χωριό ή πολύ κοντά σ’ αυτό βλέπει κανείς εμφανή τα ίχνη του αρχαίου οικισμού του.
Ο καθημερινός βίος των σημερινών κατοίκων της επαρχίας Νιγρίτας εμφανίζει πλούσια τα στοιχεία της αρχαίας λαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς: τραγούδια, χοροί και έθιμα αποτελούν μια συνέχεια, αλλά το κυριότερο, η γλώσσα που ομιλείται και γράφεται σήμερα είναι η ίδια με αυτή του Αντιφά- νους, προσαρμοσμένη στις σύγχρονες ανάγκες επικοινωνίας.
Τα σημερινά σύνορα της επαρχίας είναι τα ίδια σχεδόν όρια με την αρχαία Βισαλτία, εκτός μιας μικρής περιοχής, δυτικά και πίσω από το βουνό Βερτίσκος, που περιλαμβάνει τα χωριά Αρέθουσα, Βρασνά και Στεφανινά που υπάγονται διοικητικώς στην επαρχία Λαγκαδά, θρησκευτικά όμως συνεχίζουν να υπάγονται στη Μητρόπολη Σερρών, όπως στο Βυζάντιο και στην τουρκοκρατία.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους η Βισαλτία ανήκε στο θέμα της Θεσσαλονίκης και αποτελούσε το καπετανίκιο Στρυμόνος.
Κατά την τουρκοκρατία ονομάζεται επαρχία Νιγρίτης και ανήκει στο σαντζάκιο Σερρών.
Ο εκπρόσωπος του Μητροπολίτη Σερρών στην επαρχία της Νιγρίτας έχει έδρα την Νικόκλεια και από εκεί ως ιερατικός προϊστάμενος παρακολουθεί τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά πράγματα της επαρχίας.
Εξεταζομένη ιστορικώς η επαρχία της Βισαλτίας από τον 5ο π.Χ. αι. παρουσιάζει τρεις περιόδους.
Η πρώτη, κλασική, από τον 5ο αι. π.Χ.
Η πρώτη, κλασική, από τον 5ο αι. π.Χ.
Η δεύτερη περίοδος, η βυζαντινή, με μια παρένθεση της ρωμαϊκής περιόδου
και η τρίτη της τουρκοκρατίας (1383-1912).
Κάθε περίοδος έχει και τη δική της ιστορία, η κλασική όμως θεωρείται ως η πλέον ενδιαφέρουσα.
Από την αρχαία Βισαλτία είναι γνωστές 11 πόλεις:
Άργιλος, Βρέα, Όσσα, Καλλίτερες, Βισαλτία, Ορέσκεια, Τίντος, Τράγιλος, Ευπορία, Βέργη και Αρωλος, το χωριό Κερδύλλιο και το πόλισμα Βένδια.
Αργότερα αναφέρονται και 4 σταθμοί του δευτερεύοντος δρόμου Αμφίπολη - Ηράκλεια Σιντικής που είναι η Ευπορία, η Τρίνλος, το Γκράερο που ταυτίζεται με το Παλαιόκαστρο της Τερπνής και η Αρασών.
Περιγράφονται παρακάτω οι θέσεις των πόλεων στο Βισαλτικό χώρο :
ΑΡΓΙΛΟΣ. Τη θέση της πόλης ορίζουν με σχετική ακρίβεια ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Βρίσκεται στη δυτική παραλία του Στρυμονικού κόλπου, όχι πολύ μακριά από την Αμφίπολη και τον Στρυμόνα (Ηρόδοτος, βιβλίο 7,115).
ΚΕΡΔΥΛΛΙΟ. Το Κερδΰλλιο ήταν χωριό των Αργιλίων, το οποίο, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, βρισκόταν κοντά στην Αμφίπολη, σε θέση υψηλή, απ’ όπου ο Βρασίδας έλεγχε την περιοχή της Αμφίπολης. Ταυτίζεται κατά τον Μαργαρίτη Δήμιτσα με τα Άνω Κερδύλλια .
ΒΡΕΑ. Η Βρέα, κατ’ εξοχήν βισαλτική πόλη ταυτίζεται με το σημερινό χωριό Βρασνά, όπου σώζεται αρχαίος πύργος και όπου βρέθηκε το ιδρυτικό ψήφισμα της κληρουχίας.
ΟΣΣΑ και ΚΑΛΛΙΤΕΡΕΣ. Την Όσσα οι περισσότεροι ερευνητές την τοποθετούν κοντά στον Σωχό, όπου σώζονται αρχαία ερείπια που μαρτυρούν ότι στη θέση αυτή υπήρξε αρχαία πόλη. Για τη δεύτερη πόλη, τις Καλλίτερες δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις για τη θέση της.
ΒΙΣΑΛΤΙΑ. Η Βισαλτία, πρωτεύουσα της Βισαλτικής Χώρας, φαίνεται ότι έδωσε και έλαβε το όνομά της από τον ποταμό Βισάλτη που τη διέρρεε ή περνούσε δίπλα της. Έτσι, αν θεωρήσουμε βέβαιο το γεγονός ότι ο ποταμός αυτός πρέπει να ήταν ο πιο μεγάλος και γνωστός στη Βισαλτία, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη την άποψη του Μαργαρίτη Δήμιτσα, ο οποίος σημειώνει στο Α' μέρος της Χωρογραφίας του (σελ. 170):
«Και τέλος η Βισάλτης λαμβάνων την πηγήν εκ του Βερτίσκου εκβάλλει εις τον Στρυμόνα, ένθα ούτος εξέρχεται της Κερκινίτιδος». Επίσης στο δεύτερο μέρος της Τοπογραφίας του (σελ. 502) γράφει: «Η Βισαλτία έχουσα εν μέσω τον Βισάλτην ποταμόν, πηγάζοντα εκ του Βερτίσκου, έλαβε το όνομα εκ Βισάλτου υιού του Ηλίου και της Γης, εξ ου υποδηλούται ότι και οι Βισάλται, ως οι λοιποί Έλληνες, ελάτρευον τούς αυτούς θεούς τον Ήλιον και την Γην» .
Από τα ανωτέρω αναφερόμενα μπορούμε να προσδιορίσουμε τη θέση της πρωτεύουσας των Βισαλτών μεταξύ Καστρίου και Ευκαρπίας.
ΟΡΕΣΚΕΙΑ και ΤΙΝΤΟΣ. Η ύπαρξη των δύο αυτών πόλεων μαρτυρείται από διάφορα νομίσματα που φέρουν αντίστοιχα τις επιγραφές ΟΡΕΣΚΙΟΝ και ΤΥΝΤΕΝΟΝΗ. Η θέση της πρώτης δεν είναι απίθανο να ταυτισθεί με το σημερινό ομώνυμο χωριό, όπου και μαρτυρούνται ευρήματα αρχαίας πόλης. Όσο αφορά τη δεύτερη πόλη, Τίντος, θα πρέπει να την τοποθετήσουμε στο σημερινό χωριό Τζίντζος ή Σιτοχώρι, όπου, από διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, μαρτυρείται η ύπαρξη του οικισμού.
ΒΕΝΑΙΑ. Δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για τον προσδιορισμό της θέσης της, που πρέπει να ήταν κοντά στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα.
ΤΡΑΓΙΛΟΣ. Θα πρέπει να ήταν η ίδια με την πόλη Τράιλο που είναι γνωστή από ασημένια και χάλκινα νομίσματα, καθώς επίσης και από φορολογικούς καταλόγους της Αττικοδηλιακής συμμαχίας. Η θέση της Τραγίλου τοποθετείται δυτικά του Αηδονοχωρίου 1-2 χιλ., όπου υπήρχε και ρωμαϊκός σταθμός.
ΓΚΡΑΕΡΟ. Ήταν ο αμέσως επόμενος σταθμός των Ρωμαίων μετά την Τράιλο. Τη θέση του Γκράερο θα πρέπει να την αναζητήσουμε σε απόσταση 17 ρωμαϊκών μιλίων, δηλαδή περίπου 25 χιλ. από την Τρίνλο. Με την απόσταση αυτή συμφωνεί η τοποθεσία Παλιόκαστρο, όπου σώζονται ερείπια πόλεως των αρχαίων ρωμαϊκών χρόνων. Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται 5 χιλ. ΝΔ της σημερινής Τερπνής και περιλαμβάνει τρεις λόφους στο νότιο μέρος ενός από αυτούς ανακαλύφθηκε από αρχαιοκάπηλους αρχαία νεκρόπολη στην οποία ανοίχτηκαν πάνω από 30 τάφοι. Για την ίδια περιοχή ο Δ. Σαμσάρης γράφει στα Μακεδονικά, ετήσιο περιοδικό της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (τόμ. 20ός, έτος 1980, σ. 1-8):
«Τον Αύγουστο 1979 κατά τη διάρκεια επιγραφικής έρευνας στην κοιλάδα του Στρυμόνα είχα την τύχη να βρω στην Τερπνή Νιγρίτας μια ενδιαφέρουσα ενεπίγραφη στήλη πεταμένη στην αυλή του Στ. Σταμούλη. Την είχε βρει πρόσφατα ο ίδιος στην τοποθεσία Παλαιόκαστρο, 5 χιλ. ΝΔ της Τερπνής καθώς όργωνε το χωράφι του. Τη στήλη αυτή κατόπιν ενεργειών μου την μετέφερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών.
Στο Παλιόκαστρο Τερπνής πριν από αρκετά χρόνια είχαμε εντοπίσει ίχνη αρχαίου τειχισμένου οικισμού. Εδώ μάλιστα είχαμε τοποθετήσει τον ρωμαϊκό σταθμό Γκράερο.
Ανάμεσα πάλι στο Παλιόκαστρο και την Τερπνή βρέθηκε ο γνωστός μακεδονικός τάφος, στον οποίο, σύμφωνα με τις επιγραφές στους τοίχους, είχαν ταφεί δύο αδέλφια, ο Διοσκουρίδης Απολλοδώρου και ο Ιππώναξ Απολλοδώρου, μέλη οικογένειας που ανήκε στην τοπική αριστοκρατία. Τέλος στην Τερπνή είχε βρεθεί κατά τον α' παγκόσμιο πόλεμο και μια άλλη επιγραφή.
Το κείμενο της στήλης που βρέθηκε στην αυλή του Σταμούλη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τοπογραφική και ιστορική έρευνα. Πρώτα μας πληροφορεί για την οικιστική βαθμίδα του αρχαίου οικισμού που βρισκόταν στο Παλιόκαστρο της Τερπνής, μα και άλλες πληροφορίες μας δίνει η στήλη πάρα πολύ χρήσιμες για τους ειδικούς αρχαιολόγους».
ΒΕΡΓΗ. Η Βέργη ή Βέργα ήταν πολύ γνωστή στην αρχαιότητα ως πατρίδα του κωμικού ποιητή Αντιφάνους. Η πόλη είναι γνωστή, εκτός από τους αρχαίους συγγραφείς, και από τους φορολογικούς καταλόγους της Αττικοδηλιακής συμμαχίας. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, η Βέργη βρισκόταν μεσογειακά, κοντά στον Στρυμόνα και σε απόσταση 200 περίπου σταδίων από την Αμφίπολη , γεγονός για το οποίο οι νεώτεροι ερευνητές δεν έχουν λόγο να αμφιβάλλουν.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν προηγμένο πολιτισμό και αθηναϊκή επίδραση στην τέχνη, αφού η Βέργη είχε στενές επαφές με την Αθήνα ως μέλος της Αττικοδηλιακής συμμαχίας. Έτσι, με βεβαιότητα μπορεί να τοποθετήσει κανείς τη Βέργη στην τοποθεσία μεταξύ των σημερινών χωριών Θερμά, Σιτοχώρι και Λαγκάδι. Σ’ αυτήν τη θέση θα πρέπει οι ειδικοί αρχαιολόγοι ν’ αναζητήσουν τη Βέργη, όπου πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα, κυρίως νομίσματα, κυκλοφορούν μεταξύ αρχαιοκαπήλων.
ΕΥΠΟΡΙΑ. Ανάμεσα στις βισαλτικές πόλεις αναφέρεται και η Ευπορία που κτίστηκε από τον Αλέξανδρο και ονομάστηκε Ευπορία για «το εύπορον» της περιοχής. Η πόλη πρέπει να τοποθετηθεί κοντά στο σημερινό χωριό Ευκαρπία.
ΑΡΩΛΟΣ. Πιθανή θέση της Αρώλου είναι η τοποθεσία μεταξύ Βέργης και Τερπνής 4 χιλ. νότια από το σημερινό χωριό Νικόκλεια, στο λόφο Ισάρ .
Εκτός από τις παραπάνω πόλεις, που αναφέρθηκαν, έχουν εντοπισθεί ερείπια αρχαίων κάστρων και πολισμάτων με άγνωστα ονόματα κοντά στα παρακάτω σημερινά χωριά: Ευκαρπία, Ζερβοχώρι, Τριάδα, Λιθότοπος, Θέρμα, Στρυμονικό και Ασπροβάλτα .
Τη χώρα της Βισαλτίας διέσχιζε οδική αρτηρία που ξεκινούσε από την Αμφίπολη και κατέληγε στην Ηράκλεια Σιντικής. Πάνω σ’ αυτήν οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν τη δευτερεύουσα οδική αρτηρία της Εγνατίας οδού. Την ύπαρξη της δευτερεύουσας αυτής οδικής αρτηρίας επιβεβαιώνει και μια ρωμαϊκή γέφυρα έξω από το χωριό της Νιγρίτας, το Σιτοχώρι.
Ο δρόμος αυτός, συνολικού μήκους 52 ρωμαϊκών μιλίων, ύστερα από την έξοδό του από την Αμφίπολη περνούσε τον Στρυμόνα από τη βόρεια γέφυρα και από εκεί στρε¬φόταν προς βορρά και περνώντας από τα χωριά Αηδονοχώρι - Δάφνη - Ζερβοχώρι - Σιτοχώρι - Νιγρίτα - Νικόκλεια - Τερπνή - Στρυμονικό - Λιθότοπο, παρέκαμπτε τη λίμνη Κερκίνης από το νότιο μέρος, περνούσε τον Στρυμόνα από τη σημερινή Ηράκλεια (Τζουμαγιά) και κατέληγε στην Ηράκλεια Σιντικής (το σημερινό Σιδηρόκαστρο) .
Στη διαδρομή αυτή πρώτος σταθμός, όπως προανέφερα, ήταν η Ευπορία, επόμενος η Τρίνλος, τρίτος σταθμός το Γκράερο, ύστερα απ’ αυτόν η Αρασών και τέλος μετά από 17 μίλια κατέληγε ο ταξιδιώτης στην Ηράκλεια Σιντικής.
Μέσα από τη συνοπτική αυτή περιγραφή προσπάθησα να παρουσιάσω μια εικόνα της χώρας της αρχαίας Βισαλτίας που άνθισε οικονομικά και πολιτιστικά ως την κατάλυση του μακεδονικού κράτους.
Ύστερα από πολλές διαιρέσεις του μακεδονικού κράτους από τους Ρωμαίους φθάνουμε στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, οπότε αρχίζει η δεύτερη περίοδος, η περίοδος δηλ. της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η Βισαλτία, η Βέργη το Αρωλο μαζί με όλες τις άλλες πόλεις που υπήρχαν μεταξύ των ποταμών Πηνειού και Νέστου υπάγονταν στη διοίκηση της Μακεδονίας Πρώτης που διοικούνταν από ύπατο. Στον 11ο αι. έχουμε και νέα διοικητική διαίρεση, οπότε η Βισαλτία ανήκε στο θέμα της Θεσσαλονίκης και αναφερόταν ως κατεπανίκιο Στρυμόνος.
Εκτείνεται από τη δυτική όχθη του ομώνυμου ποταμού και τη λίμνη Αχινού δυτικά προς Νιγρίτα και νότια προς Στεφανινά.
Τα Στεφανινά αποτελούσαν ιδιαίτερη αρχοντεία: τα όρια πάντως του κατεπανικίου Στρυμόνος είναι περίπου τα ίδια με τα όρια της σημερινής επαρχίας Νιγρίτας.
Περιλαμβάνει δώδεκα χωριά που υπάρχουν και σήμερα και άλλα 15 που δεν σώζονται. Κατά την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας η περιοχή της Νιγρίτας γνωρίζει και πάλι οικονομική και πνευματική άνθιση.
Ιερείς διδάσκουν την ελληνική γλώσσα, άνδρες μορφωμένοι καλλιεργούν το φρόνημα του λαού, διδάσκουν την ιστορία τους και έτσι οι Βισάλτες γνωρίζουν πολύ καλά την καταγωγή τους, γνωρίζουν τους προγόνους τους και όταν πλέον καταλύεται η βυζαντινή αυτοκρατορία από τους Τούρκους, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας κανείς Νιγριτινός δεν εξισλαμίζεται, όπως έγινε σε πολλές περιοχές της σκλαβωμένης Ελλάδας.
Συνεχίζουν το βίο τους καλλιεργώντας τη γη τους και μαθαίνοντας γράμματα. Έτσι από το χρονικό του παπα Συναδινού και στο στίχο 18 Β πληροφορούμεθα :
«Εν ,ζρκδ' (χρονολογία 1616) εγίνει Αρχιερεύς εις τας Σέρρας ο κυρ Τιμόθεος ο καθηγούμενος του Τιμίου Προδρόμου εκ χώρας Νεγρίτα.
Και με το να μην έχει άσπρα εχρεώθην ως υ... χιλιάδες. Και με το να αλλαχτούν δύο και τρεις βολές οι βασιλείς εις τον καιρόν του, διά τα μπεράτια (προνόμια) πολλά άσπρα εξώδιασεν [δεν φτάνει που ο Τιμόθεος δεν είχε άλλα άσπρα αλλά και για κακή του τύχη είχε και τρεις αλλαγές Σουλτάνων και για κάθε αλλαγή Σουλτάνου έπρεπε και νέα πληρωμή άσπρων να κάνει προς τον καινούργιον Σουλτάνο για το προνόμιό του να είναι Μητροπολίτης Σερρών] και ήτον πάσα ημέρα εις μεγάλην στεναχώριαν και από το πικρόν του έπεσεν εις ασθένειαν και ήτο κλινήρης πάσαν ημέραν από την ποδαλγίαν και έκαμαν ρόζους τα δάκτυλά του [προφανώς έπασχε από παραμορφωτική αρθρίτιδα], Και τα τόσα, θυμητικό δεν είχεν και τους ιερείς ηγάπαν και ήτον άνθρωπος μακρύς, λιγνός, κιτρινογένης, εύμορφος, γλυκόλογος.
Και αρχιεράτευσεν χρόνους θ και μήνας ζ και εκοιμήθην εν Κυρίω».
Διασταυρώνοντας την πληροφορία του παπα Συναδινού με τις πληροφορίες που δίνει ο Π. Παπαγεωργίου, ο οποίος μελέτησε τον κώδικα της Μητροπόλεως Σερρών προ του 1913 διαπιστώνουμε: ο κώδικας καταγράφει τους Μητροπολίτες που αρχιεράτευσαν στη Μητρόπολη Σερρών από το 1603 ως το 1892 .
Στον πίνακα των Μητροπολιτών ο Τιμόθεος είναι τρίτος. Μητροπολίτης Σερρών έγινε το 1617.
Η Νιγρίτα γράφεται χωρίς το N (Ιγρίτα), έχει 2.300 χριστιανούς κατοίκους, κανένα Τούρκο, μαζί δε με τη Σίρπα, η οποία έχει 1.150 κατοίκους συγκεντρώνει πληθυσμό 3.450, ήσαν όλοι χριστιανοί. Η Τζερπίστα έχει 1.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 650 είναι χριστιανοί και 350 Τούρκοι.
Στο παρελθόν αρκετοί προσπάθησαν να ετυμολογήσουν το όνομα «Νιγρίτα», όμως η προσπάθειά τους οδηγήθηκε σε εικασίες και μόνον.
Για παράδειγμα, γράφηκε ότι το όνομα παράγεται
1) από το όνομα μεγαλοκτηνοτρόφου Νιγρίτα (πότε όμως;),
2) από κάποιο Νιγηριανό υφαντουργό (τοποθετούν και τη θέση του υφαντουργείου)!!! από το νίγκρο, νέγκρο κλπ.,
3) από το Νέοι Αγροί,
4) από το όνομα Βέργη, Βεργίτα, Νιβεργίτα, Νιγρίτα κλπ. και τέλος ύστερα από 1.200 χρόνια βυζαντινής κυριαρχίας ακούστηκε το ρωμαϊκό «Νέγκρου».
Όλα τα παραπάνω σίγουρα εκφράζουν προβληματισμό, αλλά η αλήθεια θα πρέπει να είναι πιο πειστική.
Η άποψή μου είναι ότι το Νιγρίτα είναι σύνθετη τουρκική λέξη που παράγεται από τις λέξεις: Egri-Igri = καμπύλη, καμπύλος, λοξός κλπ. και Tas = πλατύστομο κύπελλο: Egri (Igri) + Tas = (Ν) Ιγρίτας, με την προσθήκη του N και την πτώση του s παράγεται το Νιγρίτα.
Δίχως το προσθετικό N μπροστά στη λέξη, αλλά στο τέλος της, έχουμε το Ιγρίταν (Π. Παπαγεωργίου).
Στο χρονικό του παπά Συναδινού επίσης δεν παρουσιάζεται νέα γραφή, το Εγρί είναι ταυτόσημο με το Ιγρί, Εγρί-Ιγρί + τας = καμπύλο πλατύστομο κύπελλο (A. Β. Θεοφυλακτίδη, Τονρκοελληνικό λεξικό, Κωνσταντινούπολη 1960). Εάν δούμε την πόλη της Νιγρίτας από τα νοτιοδυτικά υψώματα του Αγ. Θωμά θα αντικρύσουμε μια πόλη να μοιάζει με πλατύστομο κεκλιμένο κύπελλο.
Η εποίκηση της Νιγρίτας από οικισμούς στους πρόποδες του Βερτίσκου, βίαιη ή εθελούσια, πρέπει να μην απέχει πολύ από την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1383 αυτό όμως αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης μας.
Οι κάτοικοι της περιοχής, φανατικοί Έλληνες,
δεν παρέλειπαν σε κάθε εξέγερση να καταφεύγουν στα όπλα και να αγωνίζονται για την ελευθερία τους.
Έτσι το 1821 οι Νιγριτινοί δεν έμειναν αμέτοχοι στην εθνεγερσία:
Εμμανουήλ Παππάς |
Πιστή εικόνα των δραματικών συμβάντων στην πόλη των Σερρών, τον Μάιο του 1821, και των κινδύνων, τους οποίους αντιμετώπισαν οι Έλληνες της περιοχής, δίνει ο Κασομούλης.
Είναι γνωστό ότι η οικογένεια Κασομούλη κατάγεται από τη Σιάτιστα της Δυτ. Μακεδονίας αλλά πολύ νωρίς εγκαταστάθηκε στα Σέρρας, όπου ο πατέρας του Νικολάου Κωνσταντίνος Κασομούλης, μεγαλέμπορος και με μεγάλη οικονομική ευχέρεια, οχύρωσε το μοναστήρι Λιόκαλη (Ηλιόκαλη) και ετοίμασε σώμα ενόπλων για να λάβει μέρος στον ξεσηκωμό του Γένους.
Η είδηση όμως του απαγχονισμού του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' κατετάραξε τον Μητροπολίτη Χρύσανθο και τους άλλους επισήμους των Σερρών και σε αλλεπάλληλες συσκέψεις που επακολούθησαν δεν απέβλεπαν πλέον στον τρόπο και στον χρόνο της εκδηλώσεως του ξεσηκωμού, αλλά στο πώς θα αποτραπεί ο επικείμενος κίνδυνος.
Τελικά η επανάσταση δεν εκδηλώθηκε στα Σέρρας δυναμικά, εθελοντές όμως Σερραίοι και Νιγριτινοί έφυγαν στο Άγιον Όρος, όπου είχε φθάσει ο Εμμανουήλ Παππάς και εντάχθηκαν στις επαναστατικές δυνάμεις.
Νικόλαος Κασομούλης αφηγείται στα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα» :
Ν. Κασομούλης |
Μια τέτοια είδησις μ’ ετάραξεν εμένα και όλον τον λαό, επέστρεψα εις Νιγρίταν, πέμπω να μάθω τι έγινε εις Σέρρας όταν έφθασαν αι ειδήσεις και μήπως ο πατήρ μου ευρέθη κυνηγημένος πρώτος. Αφού τον ηύραν με παρήγγηλεν με αυτές τας λέξεις: Αμα έφθασεν η είδησις των καραβιών, ημέρα ήταν Κυριακή 8 Μα'ίου, έξαφνα μια φωνή γενική από τους Τούρκους ηκούετο: ‘κιλίτζ’, ‘μαχαίρι’ και ορμήσαντες εμάζωξαν τους ευρισκόμενους χωριάτες αγελιδόν εις τα χάνια, οι δε ορμήσαν εις τα σημαντικά σπίτια».
Αυτά γράφει προς τον γιο του ο πατέρας του Κασομούλη από τα Σέρρας. Ο Νικόλαος Κασομούλης με τον φίλο του Θεόδωρο και με άνδρες Νιγριτινούς κατόρθωσαν τελικά να περάσουν στην επαναστημένη Ελλάδα, όπου ο Κασομούλης θα διαδραματίσει ως γνωστό σημαντικό ρόλο στα γενικότερα πράγματα της αγωνιζόμενης Ελλάδας.
Οι Νιγριτινοί που βρέθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα εγκαταστάθηκαν, όπως και οι άλλοι Μακεδόνες αγωνιστές, άλλοι στην Πελοπόννησο, άλλοι στη Σκόπελο και άλλοι στην Πέλλα της Βοιωτίας.
Μαζί τους και ο Κασομούλης, ο οποίος έφθασε στο βαθμό του στρατηγού και πέθανε το 1872. Στο βιβλίο του δημοσίου μνήμονος Σκοπέλου υπάρχει καταχωρημένο μάλιστα και το όνομα του Νιγριτινού Χαριζάνη Μανωλάκη, μαχητή του αγώνα.
Η καταχώρηση έγινε στις 9 Μαίου 1831 και μας πληροφορεί ότι ο Χαριζάνης Μανωλάκης από τη Νιγρίτα δανείσθηκε από την Αβραπηκίνα, σύζυγο του Δημητρίου Σκανδάλη, Μαντεμοχωρίτη, 360 φοίνικες (900) γρόσια .
Τέτοιες εγγραφές είναι βέβαιο ότι θα υπάρχουν κι άλλες.
Μια άλλη επαναστατική ενέργεια εκδηλώθηκε το 1854 κοντά στη Νιγρίτα, στη Χαλκιδική, με τα γνωστά ατυχή αποτελέσματα.
Το 1866 σημειώνεται ένα ακόμη επαναστατικό κίνημα, αυτό του Λεωνίδα Βούλγαρη.
Η αποτυχία του κινήματος Βούλγαρη είχε ως αποτέλεσμα σειρά συλλήψεων στη Νιγρίτα και στη Χαλκιδική.
Νέο κύμα τρομοκρατίας εξαπέλυσαν οι Τούρκοι κατά του ντόπιου πληθυσμού. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1878, έχουμε τη γνωστή Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, όπου με παρέμβαση της Ρωσίας, «νικήτριας του ρωσοτουρκικού πολέμου» υπέρ της Βουλγαρίας δημιουργείται η
Μεγάλη Βουλγαρία με τη γνωστή επέκτασή της σε βάρος της αλύτρωτης Ελλάδος και Θράκης.
Η Μακεδονία διέτρεξε τότε σοβαρότατο κίνδυνο, όμως ο μακεδονικός Ελληνισμός δεν έμεινε αδρανής και κήρυξε την επανάσταση του Ολύμπου- έδωσε έτσι αφορμή στη Μεγάλη Βρετανία να ζητήσει από τη Ρωσία να τεθεί η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου υπό διεθνή κρίση, αφού τόσο κατάφωρα η συνθήκη αυτή αδικούσε τα ελληνικά δίκαια στη Μακεδονία και Θράκη.
Ο κίνδυνος του εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας εξέλιπε προσωρινά με τη συνθήκη του Βερολίνου, δεν έπαψε όμως να είναι ορατός.
Για τον λόγο αυτό συγκροτήθηκαν μικρές ανταρτικές ομάδες που περιφρουρούσαν και προστάτευαν τη Μακεδονία από επιδρομές Βουλγάρων πρακτόρων.
Στην περιοχή της Νιγρίτας, σχηματίστηκε η ομάδα του Γκιόργκα από λίγους και τολμηρούς άνδρες που προκαλούσαν τον τρόμο στους σχισματικούς προπαγανδιστές.
Οι Τούρκοι θορυβημένοι από τη δράση της αντάρτικης ομάδος, εξαπέλυσαν αποσπάσματα ατάκτων για την εξόντωσή της.
Τελικά, την 1η Μαιου 1898, παραμονή της γιορτής του Αγ. Αθανασίου, ύστερα από προδοσία, ο Γκιόργκας συνελήφθη στην περιοχή του πανηγυρίζοντος ιερού ναού του Αγ. Αθανασίου Σίρπας και εκτελέσθηκε στον τόπο της συλλήψεώς του.
Οι Νιγριτινοί τον έκαναν τραγούδι που τραγουδιέται και σήμερα σε διάφορες περιστάσεις. Ο θάνατός του δεν άφησε την περιοχή απροστάτευτη, αφού τα παλικάρια του συνέχισαν τον αγώνα που εκείνος άρχισε.
Ο γνωστός μας καπετάν Γιώργης Γιαγκλής ήταν από τα παλικάρια αυτά.
Η δράση της ομάδας Γκιόργκα υπήρξε ο προπομπός του Μακεδονικού Αγώνα που εντάθηκε λίγα χρόνια αργότερα.
Η ομάδα Γκιόργκα, πέρα από την ένοπλη φρούρηση της περιοχής, υπήρξε και σχολείο ανταρτών.
Σ’ αυτό το σχολείο μαθήτευσαν οι μετέπειτα οπλαρχηγοί του Μακεδονικού Αγώνα της περιφέρειας Σερρών και Νιγρίτας, όπως ο Γιώργης Γιαγκλής, ο Βλάχμπεης, ο Μητρούσης, ο Ανδρούτσος και άλλοι.
Η περιφέρεια των Σερρών ίσως είναι η μοναδική σ’ όλη τη Μακεδονία, όπου οι οπλαρχηγοί που έδρασαν κατά τη διάρκεια του αγώνα είναι ντόπιοι.
Πρώτος και καλύτερος ο Γιώργης Γιαγκλής, που γεννήθηκε στην Ιερισσό το 1870, αλλά από το 1890 βρέθηκε στη Νιγρίτα πολεμώντας στο σώμα του Γκιόργκα. Ύστερα όμως από τον τραγικό θάνατο του καπετάνιου του, η Ιερά Επιστασία του Αγ. Όρους τον κάλεσε και του ανέθεσε καθήκοντα φύλακος (αρχισερδάρη). Από τον καιρό που ανέλαβε τα καθήκοντά του στο Αγ. Όρος δεν ξαναφάνηκαν Βούλγαροι προπαγανδιστές και πράκτορες.
Την ίδια εποχή οι Χαλκιδικιώτες αδελφοί Γερογιάννη, που συγκρότησαν στην Αθήνα Μακεδονική Οργάνωση, κάλεσαν τον Γιαγκλή να αναλάβει την ηγεσία ένοπλης ομάδας, η οποία έδρασε επιτυχώς στη Νιγρίτα από το 1902 ως το 1908.
Κατά τη δάρκεια της περιόδου αυτής καμία βουλγαρική συμμορία δεν επιβιώνει στην περιφέρεια δυτικά του ποταμού Στρυμόνα.
Ο βοϊβόδας Τάσκα κατόρθωσε με πονηρία να παρασύρει ένα μικρό (τότε) χωριό ανατολικά του Στρυμόνα, τη σημερινή Μονοκκλησιά (Καρατζάκιοϊ τότε), όπου εγκατέστησε τη βάση εξορμήσεώς του προς την περιφέρεια της Νιγρίτας.
Ο Γιαγκλής, αντιλαμβανόμενος τον βουλγαρικό κίνδυνο, επεχείρησε νυκτερινή επιδρομή στις 7 Νοεμβρίου 1906 και κατέστρεψε ολοσχερώς τη βάση των κομιτατζήδων του Καρατζάκιοϊ κατακαίοντας το χωριό και θανατώνοντας προδότες και κομιτατζήδες. Η σφαγή του Καρατζάκιοϊ υπήρξε βέβαια πολύ σκληρή τιμωρία, ο κίνδυνος όμως βουλγαρικών επιδρομών προς την περιφέρεια της Νιγρίτας είχε εκλείψει.
Ο Γάλλος συνταγματάρχης Verand, οργανωτής της τουρκικής αστυνομίας των Σερρών και φιλοβούλγαρος, μετέτρεψε το συμβάν σε διεθνές ζήτημα.
Ο Γιαγκλής φορτώθηκε βαρέως όλες τις αμαρτίες του Καρατζάκιοϊ, όμως οι κομιτατζήδες δεν ξαναφάνηκαν στη δυτική περιφέρεια του Στρυμόνα. Οι αντάρτες του καπετάν Γιαγκλή ήταν μόνο 18, μεταξύ των οποίων ο Μητρούσης, ο Βλαχμπέης, ο Σέρπης, ο Κοτσιάμπαπας, ο Πασχάλης Γκουλάκης και άλλοι από τα γύρω χωριά.
Η προτομή του Γιαγκλή μαζί με την προτομή του Αθανασίου Αργυρού δεσπόζουν σήμερα και για πάντα στην πλατεία της Νιγρίτας.
Πέθανε πάμπτωχος και τυφλός, περήφανος όμως, όπως πάντα, το 1946 στο Αγ. Όρος όπου είχε εγκατασταθεί απ’ το 1941 εγκαταλείποντας την αγαπημένη Νιγρίτα την ημέρα που ο βουλγαρικός στρατός σύμμαχος του γερμανικού διάβαινε τον Στρυμόνα. Το κελλί όπου άφησε την τελευταία του πνοή ο καπετάνιος είναι του Αγ. Προδρόμου ή κοινώς Κουτσομακαρίου.
Ο Μακεδονικός Αγώνας διεξήχθη, ως γνωστόν, κυρίως μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.
Κράτησε περίπου 40 χρόνια, από το 1871 έως το 1908, και ήταν αγώνας σκληρός για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, όμως ήταν αγώνας επιβίωσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Τούρκοι ονόμαζαν τους Μακεδονομάχους ληστές. Για παράδειγμα, όταν στις 22 Οκτωβρίου 1912 οι Βούλγαροι κατεβαίνουν να καταλάβουν τα Σέρρας;
λέγει ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής των Σερρών προς τον Μητροπολίτη Σερρών Απόστολο:
«Φέρε μου 100 Έλληνες στρατιώτες και εγώ τους παραδίνω την πόλη».
Ο Μητροπολίτης του απαντά: «Μα στη Νιγρίτα υπάρχουν Έλληνες στρατιώτες». «Εγώ σε ληστές δεν παραδίνω την πόλη».
Αυτή τη γνώμη είχαν οι Τούρκοι για τους Μακεδονομάχους μας!
Η αποφασιστική όμως επαγρύπνηση και αντίσταση του Γκιόργκα πρώτα, και του Γιαγκλή αργότερα, εναντίον της Βουλγαρικής διείσδυσης δεν άφησε αδιάφορο το Εθνικό Κέντρο, που αφυπνίσθηκε από δύο μακεδονικούς συλλόγους που είχαν ιδρυθεί στην Αθήνα ενόψει του κίνδυνου που διέτρεχε η Μακεδονία.
Ο πρώτος μακεδονικός σύλλογος ιδρύθηκε από τον εκλεκτό Νιγριτινό Αθανάσιο Αργυρό και ο δεύτερος από τους Χαλκιδικιώτες αδελφούς Γερογιάννη.
Οι δύο σύλλογοι συγχωνεύθηκαν αργότερα σ’ ένα, τον Παμμακεδονικό, υπό τον Αθανάσιο Αργυρό.
Αθανάσιος Αργυρός |
Αργότερα σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, στη Γαλλία και στη Γερμανία. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα, όπου ήταν ο καλύτερα πληροφορημένος για τα συμβαίνοντα στη Μακεδονία.
Ανήσυχος για την τρομοκρατική δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων ίδρυσε με τον Στέφανο Δραγούμη και άλλους επιφανείς γύρω στο 1900 τη Μακεδονική Εταιρεία, η οποία αφύπνισε το Πανελλήνιο για τον κίνδυνο που διέτρεχε η Μακεδονία.
Έλληνες της Ελεύθερης Ελλάδας και της διασποράς ενίσχυσαν με κάθε είδους εφόδια τους αγωνιζόμενους Μακεδόνες αδελφούς, για να αντισταθούν πρώτα και αργότερα να περάσουν στην επίθεση και να εξοντώσουν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες.
Ο Αθανάσιος Αργυρός πέθανε στον Βόλο το 1945 σε ηλικία 85 ετών.
Από το 1912 ως το τέλος της ζωής του διετέλεσε κατ’ επανάληψη υπουργός και βουλευτής Σερρών. Σήμερα ο επισκέπτης της Νιγρίτας θα αντικρύσει στην κεντρική πλατεία καλαίσθητη προτομή του τοποθετημένη σε βάθρο.
Οι συμπατριώτες του τίμησαν όπως έπρεπε το άξιο τέκνο της Νιγρίτας.
Οι ενέργειες του Παμμακεδονικού Συλλόγου απετίναξαν τη μακαρία αδιαφορία των παραγόντων των Αθηνών, που παραμέρισαν επιτέλους κάθε δισταγμό, βοήθησαν τον Μακεδονικό Αγώνα, μαζί τους και η κοινωνία της Αθήνας, το Πανελλήνιο και οι Ελληνοαμερικάνοι, που με εράνους βοήθησαν την αγορά όπλων, τα οποία τόσο ανάγκη είχαν τα μαχόμενα αδέλφια τους στη Μακεδονία προ του 1904.
Το συλλαλητήριο, που οργανώθηκε στους στύλους του Ολυμπίου Διός από τον αθηναϊκό λαό στις 15 Αυγούστου 1903, με πρωτοβουλία του Αθανάσιου Αργυρού, υπήρξε το εγερτήριο σάλπισμα όλων των Ελλήνων.
Αλλά και οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, στους οποίους οι επικεφαλής του συλλαλητηρίου Αργυρός και Στέφανος Δραγούμης επέδωσαν ψήφισμα με το οποίο έντονα διαμαρτύρονταν για τις βουγλαρικές θηριωδίες στη Μακεδονία, πληροφορούνταν και επίσημα πλέον απευθείας από τον ελληνικό λαό για τα γεγονότα.
Το σπίτι του Αργυρού στην Αθήνα κατέστη ένα ενεργό επιτελείο υπέρ της μακεδονικής υποθέσεως, γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν τα πιο ζωντανά και επιφανή στοιχεία της αθηναϊκής κοινωνίας, ο Παύλος Μελάς, ο Λάμπρος Κορομηλάς, ο Δημήτριος Καλαποθάκης, ο Βλάσιος Γαβριηλίδης, ο πρόεδρος της Εταιρείας «Ελληνισμός» καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νεοκλής Καζάζης και άλλοι πολλοί.
Σώμα καπετάν Γιαγκλή |
Στην περιφέρεια της Νιγρίτας και Σωχού έχουμε το σώμα του καπετάν Γιαγκλή, στη Ζίχνη - Παγγαίο το σώμα του Δούκα, το σώμα του ιερέα Παπαπασχάλη που έδρασε στην περιοχή βόρεια της Νιγρίτας και συγκεκριμένα μεταξύ Ξυλότρους και Ορλιάκου.
Σώμα καπετάν Δούκα |
Ο Παπαπασχάλης ή καπετάν Ανδρούτσος που καταγόταν από το σημερινό Λειβαδοχώρι, προδομένος βρήκε ηρωικό θάνατο στο χωριό Νικόκλεια από Τούρκους, καθώς κατεδίωκε συμμορία κομιτατζήδων που την προηγούμενη μέρα επέδραμαν στο Ξυλότρος.
Τη γενική αρχηγία όλων αυτών των σωμάτων είχε ο αρχηγός Αλέξανδρος Ευρυθιώτης.
Η δράση των ανωτέρω σωμάτων υπήρξε σωτήρια για την περιοχή και αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός ότι η επαρχία της Νιγρίτας δεν έχει να δείξει ούτε ενα σχισματικό ή εξαρχικό, όπως λέγονταν οι Βούλγαροι εκείνη την εποχή. Η οργάνωση της περιφέρειας Νιγρίτης, κατά το σχέδιο του Φλωριά, ήταν η πλέον σημαντική.
Γράφει ο Φλωριάς :
«Το τμήμα της Νιγρίτης άπαν, από του Ορφάνου μέχρις Ορλιάκου πρέπει να οργανωθεί τελείως διά να χρησιμεύση ως ορμητήριον και καταφύγιον των αρματολών και αποθήκη όπλων. Ήδη η οργάνωση του τμήματος ιναι ανατεθειμένη εις τον αρχηγόν Αλέξανδρον.
Διά να είναι ομοιόμορφος η οργάνωσις πρέπει να γίνεται από κοινού μετά της Θεσσαλονίκης.
Οι αρχηγοί Χαλκιδικής πρέπει να ευρίσκωνται εις συνεχή επικοινωνία και να επικοινωνίσωσι τα διάφορα πρόσωπα της οργανώσεως αμφότερων των τμημάτων διά να είναι ευχερής και η μεταβίβασις των πληροφοριών και η μεταφορά των όπλων και η ενίσχυσις αμοιβαίως εν κρισίμοις περιστάσεσι και η ποδοχή του ενός σώματος εις το διαμέρισμα του άλλου και η ασφάλεια αυτών. Διά να είναι ομοιόμορφος η οργάνωσις πρέπει να λειτουργήση ο ιυτός κανονισμός εις αμφότερα τα τμήματα της Χαλκιδικής.
Η οργάνωση αυτή επιβάλλεται κατά τοσούτω μάλλον καθ’ όσον συντονωτέρα καθίσταται εις άλλα διαμερίσματα η καταδίωξις των σωμάτων υπό του στρατού από ημέρα εις ημέραν. Τα Ελληνικά μεθόρια πρέπει διά της οργανώσεως να μεταφέρωμεν εις Χαλκιδικήν και να προετοιμάσωμεν τους κατοίκους αυτών εις τα όπλα διά να δυνάμεθα εν καιρώ να αντλώμεν εκ της χώρας ταύτης παν χρήσιμον διά τους σημερινούς και μέλλοντας αγώνας ημών, ιδιαιτέρως πρέπει να επιστήσωμεν την προσοχήν υμών εις το τμήμα από Νιγρίτης εις Ορλιάκον.
Να κατασκευασθώσι κρύπται εις όλα τα χωριά και δη εις Νιγρίταν, Μέργιαννη και Χούμκος.
Διά της τελείας οργανώσεως του διαμερίσματος Νιγρίτης θα δύνανται τα σώματα ημών εν περιπτώσει αποσυνθέσεως ένεκα συντόμου καταδιώξεως ή και καταστροφής να ανασυντάσσονται εις το διαμέρισμα της Χαλκιδικής και πάλιν να εξορμώσιν εις τας διαφόρους διευθύνσεις.
Από του διαμερίσματος τούτου θα δυνάμεθα να επιτιθέμεθα κατά του διαμερίσματος Κιλκισίου, κατά του Μικρού Κάμπου, κατά της πεδιάδας Τζουμαγιάς και κατά της Ζίχνης. Η συνεργασία μετά της Θεσσαλονίκης απολύτως αναγκαία και επιβεβλημένη».
Από τα παραπάνω εύκολα συνάγεται πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στον Μακεδονικό Αγώνα η Νιγρίτα και η περιφέρειά της.
Ο ρόλος της Νιγρίτας υπήρξε καθοριστικός, γιατί δέσποζε στην περιοχή λόγω της θέσης της, της καταγωγής του πληθυσμού της και ήταν το πλέον ασφαλές ορμητήριο των αντάρτικων σωμάτων προς όλες τις κατευθύνσεις της κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας.
«Από τη σωστή οργάνωση της Χαλκιδικής και ιδίως της Νιγρίτας μέχρι του Ορλιάκου τμήματος εξαρτάται η τύχη του διαμερίσματος Τζουμαγιάς», συνιστά ο Φλωριάς.
Ο Μακεδονικός Αγώνας έληξε τυπικά με την επανάσταση των Νεοτούρκων και την ανακήρυξη του Νεοτουρκικού Συντάγματος το 1908.
Ουσιαστικά στην περιοχή μας ο Μακεδονικός Αγώνας που άρχισε το 1871 τελείωσε με την απελευθέρωση στις 22 Οκτωβρίου 1912.
Σώμα προσκόπων του Μαζαράκη |
Τμήματα των προσκόπων υπό την ηγεσία του καπετάν Δούκα και του καπετάν Γιαγκλή αποβιβάζονται στο Τσάγεζι και ο μεν Δούκας κατευθύνεται προς την περιοχή του Παγγαίου, την οποία απελευθερώνει, το δε σώμα του καπετάν Γιαγκλή κατευθύνεται βόρεια προς Νιγρίτα, την οποία απελευθερώνει κατόπιν σκληρής μάχης με τους Τούρκους στις 22 Οκτωβρίου 1912.
Ο λοχαγός Γαργαλίδης και ο καπετάν Γιώργης Γιαγκλής μαζί με τους άνδρες τους φαντάζουν στα μάτια των Νιγριτινών σαν ημίθεοι που μόλις κατέβηκαν από τον Όλυμπο.
Οι χαρές των μέχρι χθες υπόδουλων στους Οθωμανούς Ελλήνων δεν κράτησαν πολύ. Νέος εχθρός άρχισε να εμφανίζεται με τη μορφή του συμμάχου.
Οι παρεξηγήσεις και τα μικροεπεισόδια μεταξύ συμμάχων Ελλήνων και Βουλγάρων ήταν προμήνυμα βαρύ, οι Νιγριτινοί πίσω απ’ τα χαρούμενα πρόσωπά τους που τα πλάκωναν σκιές βαριές και που στο μυαλό τους φευγαλέα έρχονταν αναμνήσεις από το κοντινό παρελθόν, γιατί η εποχή των φοβερών κομιτζατζήδων δεν πρόλαβε να ξεχασθεί, δεν ήταν δυνατό να εννοήσουν πώς οι λύκοι έγιναν αρνιά.
Η επίσημη πολιτική προσπαθούσε να πείσει τους Νιγριτινούς ότι οι Βούλγαροι τώρα είναι σύμμαχοί μας, εκείνοι όμως είχαν τις επιφυλάξεις τους και ο χρόνος τους δικαίωσε —τα αρνιά δεν ήταν αρνιά, ήταν πραγματικοί λύκοι όπως πριν λίγα χρόνια.
Οι «σύμμαχοι» Βούλγαροι με κάθε τρόπο προσπαθούν να επεκτείνουν την επιρροή τους σε βάρος της ελληνικής περιοχής, τα επεισόδια παίρνουν και δίνουν, η συμμαχία απειλείται να τιναχθεί στον αέρα. Τέλος στις 22 Μαΐου 1913 συντάσσεται πρωτόκολλο μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων περί καθορισμού μεταξύ των ουδέτερης ζώνης.
Το πρωτόκολλο υπογράφεται από τον αρχηγό του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου υποστράτηγο Δούσμανη και τον στρατηγό Ιβάνωφ, αρχηγό του Βουλγαρικού Επιτελείου .
Αφού καθορίσθηκε οριστικά η ουδέτερη ζώνη, οι ελληνικές μεραρχίες κατέλαβαν τα κατά μήκος της μεθορίου γραμμής εδάφη που περιλάμβαναν τα χωριά Δημητρίτσι, Βέργη, Νικόκλεια - Αγία Παρασκευή - Τερπνή και Νιγρίτα, από τη δυτική όχθη του ποταμού Στρυμόνα και εντεύθεν ως τα παράλια του Στρυμονικού κόλπου, το Σταυρό και τα στενά της Ρεντίνας.
Όμως οι Βούλγαροι συνέχιζαν τις προκλήσεις τους και τέλος στις 17 Ιουνίου επιτέθησαν εναντίον των ελληνικών θέσεων στο χωριό Δημητρίτσι με κατεύθυνση προς τη Νιγρίτα, την οποία και κατέλαβαν.
Ο Ιούνιος έδειξε πως οι υποψίες και οι επιφυλάξεις των Νιγριτινών ήσαν αληθινές.
Σύμφωνα με το σχέδιο του Ελληνικού Επιτελείου, διετάχθη η 7η μεραρχία να προελάσει προς Νιγρίτα, ενώ στον διοικητή της μεραρχίας δόθηκε πλήρης ελευθερία δράσεως, ώστε, εάν θεωρούνταν αναγκαίο, να προχωρήσει βορειότερα προς τη γέφυρα του Ορλιάκου.
Πράγματι η 7η μεραρχία ύστερα από πεισματώδη μάχη κατέλαβε τη Νιγρίτα στις 19 Ιουνίου.
Οι Βούλγαροι, εκδικούμενοι τους κατοίκους της όμορφης κωμόπολης, οι οποίοι με την αυθόρμητη συμμετοχή τους υπέρ του ελληνικού στρατού στις μάχες της 20-24ης Φεβρουάριου «συνετέλεσαν τα μέγιστα στην κατανίκηση του επιτεθέντος τότε Βουλγαρικού στρατού προκαλώντας τον μεγάλες απώλειες σε υλικό και αιχμαλώτους», αποχωρώντας από τη Νιγρίτα μετέβαλαν την πόλη σε στάχτη.
Οι θανατωθέντες υπέργηροι άντρες και γυναίκες υπερβαίνουν τους 470, ήταν όσοι δεν μπόρεσαν να διαφύγουν λόγω γήρατος προς το χωριό Αρέθουσα όπου κατέφυγαν οι δυνάμενοι να κινηθούν.
Την ίδια μέθοδο και συμπεριφορά ακολούθησαν εναντίον των κατοίκων των χωριών Δημητρίτσι - Μέργιαννη - Αγία Παρασκευή και όλα τα γύρω χωριά της περιοχής.
Τίποτε δεν έμεινε όρθιο και τα πάντα σαρώθηκαν από τη μανία του βουλγαρικού στρατού και των ακολουθούντων κομιτατζήδων.
Η Νιγρίτα και η περιφέρειά της γνώρισαν τη φρίκη και την αγριότητα των υποχωρούντων Βουλγαροκομιτατζήδων, αγριότητα που χαράχθηκε έντονα στην ψυχή τους.
Με την παρέλευση των κινδύνων οι καταφυγόντες Νιγριτινοί και κάτοικοι των άλλων χωριών στην Αρέθουσα και τα γύρω βουνά άρχισαν να επιστρέφουν σιγά σιγά στους κατεστραμμένους τόπους των, επιδόθηκαν γρήγορα στην επισκευή των καμμένων οικιών τους, συγκρότησαν, όσο μπορούσαν, τα νοικοκυριά τους, και μέσα σε ένα μήνα από την καταστροφή η ζωή άρχισε να ξαναβρίσκει τον ρυθμό της.
Οι ανησυχίες τους όμως δεν έπαυσαν έτσι τρανό παράδειγμα ήταν το πάνδημο συλλαλητήριο που συγκροτήθηκε στη Νιγρίτα στις 17 Ιουλίου με αφορμή τη διάσκεψη του Βουκουρεστίου, όπου θα οριοθετούνταν τότε τα εθνικά όρια των βαλκανικών κρατών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου