Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Βυζαντινή Μακεδονία: ο Τσάρος Συμεών της Βουλγαρίας και η εμφάνιση των Βογομίλων.

Georg Ostrogorsky
Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους
Geschichte  des Byzantinischen Staates
Αθήνα 1978

(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Το Βυζάντιο 
και
 ο Συμεών Βουλγαρίας 

Ο Λέων ΣΤ' πέθανε στις 12 Μαΐου 912.
Την εξουσία ανέλαβε ο επιπόλαιος και φιλήδονος Αλέξανδρος, ο θείος του μόλις εξάχρονου τότε Κωνσταντίνου.

 Βασικός του στόχος ήταν να απαλλαγεί από την κληρονομιά του νεκρού αδελφού του.

 Έκλεισε την αυτοκράτειρα Ζωή σε κάποιο μοναστήρι και αφαίρεσε τα αξιώματα από τους επιφανείς συνεργάτες του Λέοντα για να τα παραχωρήσει στους δικούς του ανθρώπους.

Ο Βούλγαρος Τσάρος Συμεών
 Симеон I. Велики
Στα πλαίσια όμως της τακτικής αυτής χρειάσθηκε να επαναφέρει το Νικόλαο Μυστικό, στον οποίο ο Ευθύμιος αναγκάσθηκε να παραχωρήσει τον πατριαρχικό θρόνο.

 Η πολιτική του νέου ηγεμόνα είχε μοιραίες συνέπειες για τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Καθώς ήταν επιπόλαιος αρνήθηκε να καταβάλει στους Βουλγάρους τα τέλη, που είχε αναγκασθεί να πληρώνει το Βυζάντιο κάθε χρόνο σύμφωνα με τη συνθήκη του 896.

 Με την άρνηση αυτή έδωσε στο Συμεών, του οποίου η δύναμη βρισκόταν σε συνεχή άνοδο, την αφορμή που επιζητούσε για να ξαναρχίσει τον πόλεμο εναντίον του Βυζαντίου. 

Η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να υποστεί μεγαλύτερη συμφορά.

 Λίγο χρόνο ύστερα από την έναρξη του πολέμου, που είχε προκαλέσει ο ίδιος, ο Αλέξανδρος πέθανε στις 6 Ιουνίου 913.

Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος
 Μοναδικός εκπρόσωπος της μακεδονικής δυναστείας έμενε πλέον ο επτάχρονος Κωνσταντίνος.

Τις υποθέσεις του κράτους ανέλαβε ένα συμβούλιο αντιβασιλείας με επικεφαλής τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό.

 Η κατάσταση ήταν περίπλοκη και φυσικά ασταθής. Ο Νικόλαος Μυστικός είχε να αντιμετωπίσει μια ισχυρή αντιπολίτευση, που την αποτελούσαν οι πιο πιστοί οπαδοί της δυναστείας και που συσπειρώθηκε γύρω από το πρόσωπο της χήρας του αυτοκράτορα Ζωής, καθώς επίσης και ένα εχθρικά διακείμενο μέρος του κλήρου, το οποίο έμενε πιστό στον έκπτωτο Ευθύμιο.

 Κάτω από τις συνθήκες αυτές είχε να ασκήσει την εξουσία στη θέση ενός παιδιού, του οποίου ούτε την καταγωγή μπορούσε να θεωρήσει νόμιμη ούτε και τη στέψη κανονική. Η σύγχυση έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής, ο δομέστικος των σχολών Κωνσταντίνος Δούκας, επιχείρησε να σφετερισθεί πραξικοπηματικά την εξουσία.

Αυτή ήταν η κατάσταση όταν άρχισε ο καταστρεπτικός πόλεμος με τον ισχυρό βούλγαρο ηγεμόνα.

Χωρίς να συναντήσει σοβαρή αντίσταση ο Συμεών διέσχισε τα βυζαντινά εδάφη και τον Αύγουστο του 913 έφθασε μπροστά στα τείχη της πρωτεύουσας.

Ο πόλεμος αυτός του Συμεών δεν ήταν εκστρατεία λεηλασίας ούτε είχε κατακτητικούς σκοπούς. Στόχος του ήταν το αυτοκρατορικό στέμμα.

Ο Συμεών, που είχε ανατραφεί μέσα στο Βυζάντιο, είχε εμποτισθεί από το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματος και γνώριζε πολύ καλά, όπως και οι ίδιοι οι Βυζαντινοί, ότι μόνο μια και μοναδική αυτοκρατορία μπορούσε να υπάρχει πάνω στη γη. 

Η φιλοδοξία του ήταν όχι να ιδρύσει μιαν εθνικά και γεωγραφικά περιορισμένη βουλγαρική αυτοκρατορία δίπλα στη βυζαντινή, αλλά να συστήσει μια νέα παγκόσμια αυτοκρατορία στη θέση του παλαιού Βυζαντίου. 

 Οι βλέψεις αυτές έδωσαν στον πόλεμο του Συμεών με το Βυζάντιο έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και τον διέκριναν από τις αδιάκοπες πολεμικές συγκρούσεις του βυζαντινού κράτους με τους ανήσυχους γείτονές του.
Έτσι ο πόλεμος αυτός ήταν μια από τις πιο σκληρές δοκιμασίες που υποχρεώθηκε ποτέ να αντιμετωπίσει η βυζαντινή αυτοκρατορία.

 Ο αγώνας για το αυτοκρατορικό αξίωμα ήταν στο μεσαίωνα αγώνας για την παγκόσμια ηγεμονία. 

Στον αγώνα του εναντίον του Συμεών το Βυζάντιο υπεράσπιζε την ηγετική του θέση στην ιεραρχία των χριστιανικών κρατών.
Αν και οι βλέψεις που οδήγησαν το Συμεών μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως ήταν εντελώς διαφορετικές από εκείνες των προηγούμενων εχθρών της αυτοκρατορίας, εν τούτοις κι αυτός μοιράσθηκε την ίδια τύχη με εκείνους, γιατί γρήγορα βεβαιώθηκε ότι τα πιο ισχυρά τείχη του τότε κόσμου ήταν πραγματικά απόρθητα.

 Ήρθε λοιπόν σε διαπραγματεύσεις με τη βυζαντινή κυβέρνηση και έγινε τελικά δεκτός στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα με λαμπρή επισημότητα από τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, με την παρουσία και του νεαρού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ'.

 Το αποτέλεσμα των συνεννοήσεων του Συμεών με τη φοβισμένη βυζαντινή κυβέρνηση της αντιβασιλείας ήταν παραχωρήσεις που δεν είχαν προηγούμενο.

Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση υποχώρησε μπροστά στον πανίσχυρο βούλγαρο ηγεμόνα.

Συμφωνήθηκε μια θυγατέρα του Συμεών να γίνει σύζυγος του νεαρού αυτοκράτορα, ενώ ο ίδιος ο Συμεών δέχθηκε από το χέρι του πατριάρχη το αυτοκρατορικό στέμμα.

Στο μεταξύ μετά την αποχώρηση του Συμεών έγινε μια ανταρσία στη βυζαντινή αυλή, η οποία έθαψε όλες τις τολμηρές ελπίδες του.
Φαίνεται ότι οι παραχωρήσεις στο Συμεών ήταν τόσο υπερβολικές που έφεραν την πτώση της αντιβασιλείας του πατριάρχη Νικολάου.

Η «βασιλομήτωρ» Ζωή επέστρεψε στο παλάτι και πήρε στα χέρια της την εξουσία.

Απορρίφθηκε το σχέδιο της βυζαντινοβουλγαρικής συμμαχίας με βάση το γάμο και θεωρήθηκε άκυρη η στέψη του Συμεών σε βασιλέα.

 Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν εκ νέου οι πολεμικές βιαιότητες μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων.

Οι Βούλγαροι κατέκλυσαν την περιοχή της Θράκης, ενώ ο Συμεών απαιτούσε από το βυζαντινό πληθυσμό να τον αναγνωρίσει ως αυτοκράτορά του.
 Αν και ο Συμεών με την πράξη αυτή δεν αναγορεύθηκε ακόμη συναυτοκράτορας του Κωνσταντίνου Ζ' παρά μόνο «βασιλεύς της Βουλγαρίας», φαινόταν ότι είχε πια πλησιάσει πολύ το στόχο του.

Τιμημένος με τον τίτλο του βασιλέως και ως πεθερός του ανήλικου αυτοκράτορα θα είχε στα χέρια του τον έλεγχο του βυζαντινού κράτους.
Με τη βεβαιότητα αυτή επέστρεψε στη χώρα του, αφού υποσχέσθηκε στο Βυζάντιο διαρκή ειρήνη.
 Το Σεπτέμβριο 914 παραδόθηκε η Αδριανούπολη και στα επόμενα χρόνια ο Συμεών λεηλάτησε τις περιοχές του Δυρραχίου και της Θεσσαλονίκης.

Η κυβέρνηση της αυτοκράτειρας Ζωής έπρεπε να περάσει στην αντεπίθεση.

 Την αρχηγία του στρατού ανέλαβε ο δομέστικος των σχολών Λέων Φωκάς, γιος του ένδοξου Νικηφόρου, που όμως δεν είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του το ταλέντο του στρατιωτικού ηγέτη.
Στο πλευρό του στάθηκαν ο αδελφός του Βάρδας, ο πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, καθώς επίσης και πολλοί άλλοι εκπρόσωποι από τις επιφανέστερες οικογένειες του Βυζαντίου.
Η ηγεσία λοιπόν του στρατού είχε στο μεταξύ περιέλθει σε μεγάλο ποσοστό στα χέρια των αριστοκρατών, όπως ακριβώς συνιστούσαν τα Τακτικά του Λέοντα ΣΤ' .

Την ηγεσία του στόλου είχε όμως αναλάβει ο δρουγγάριος του αυτοκρατορικού ναυτικού Ρωμανός Λακαπηνός, γιος ενός αρμένιου χωρικού, ο οποίος έμελλε να υποσκελίσει τους αριστοκράτες ανταγωνιστές του.

Ύστερα από εκτεταμένες προετοιμασίες ο βυζαντινός στρατός εισέβαλε στην εχθρική χώρα κατά μήκος των ακτών του Εύξεινου Πόντου.
 Στις 20 όμως Αυγούστου του 917 στην Αχελώ, κοντά στην Αγχίαλο, αιφνιδιάσθηκε από το Συμεών και εκμηδενίσθηκε.

Την καταστροφή αυτή ακολούθησε μια νέα συντριβή στους Κατασύρτες, κοντά στη βυζαντινή πρωτεύουσα.

Ο Συμεών ήταν πια ο κύριος της Βαλκανικής χερσονήσου.

Το 918 διέσχισε τη βόρεια Ελλάδα και έφθασε ως τον Κορινθιακό κόλπο.

 Αν η αντιβασιλεία του πατριάρχη Νικολάου ναυάγησε εξαιτίας της υπερβολικής υποχωρητικότητας στις απαιτήσεις του Συμεών, η βασιλεία της αυτοκράτειρας Ζωής έμελλε να αποτύχει εξαιτίας της άκαμπτης στάσεώς της, που δεν συμβιβαζόταν με τις πραγματικές δυνάμεις και ικανότητές της.

Η απελπιστική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η αυτοκρατορία απαιτούσε την εγκαθίδρυση ενός ισχυρού στρατιωτικού καθεστώτος με σταθερούς στόχους.

Ρωμανός Λακαπηνός
 Ο μόνος που φαινόταν ικανός για την αποστολή αυτή ήταν ο δρουγγάριος Ρωμανός Λακαπηνός.

Κατόρθωσε να αποσπάσει την εξουσία πριν από τον ευνοούμενο της αυτοκράτειρας Λέοντα Φωκά και να αναλάβει τα ηνία της κυβερνήσεως.

Με μεγάλη επιδεξιότητα απομάκρυνε σιγά σιγά την αυτοκράτειρα Ζωή και τους συμβούλους της από τις καίριες θέσεις και εδραίωσε προοδευτικά την εξουσία του.

Αυτοκράτειρα Ελένη.
Κόρη του Ρωμανού Λακαπηνού
Ο νεαρός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ' παντρεύθηκε το Μάιο του 919151 την Ελένη, την κόρη του νέου αντιβασιλέα.

 Όπως άλλοτε ο Στυλιανός Ζαούσης επί Λέοντα ΣΤ', έτσι και τώρα ο Ρωμανός Λακαπηνός έλαβε τον τίτλο του «βασιλεοπάτορα».
 Γρήγορα όμως ανέβηκε πιο ψηλά.

Στις 24 Σεπτεμβρίου 920 ο γαμβρός του τον αναγόρευσε καίσαρα και στις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου τον έστεψε συναυτοκράτορα.

Ο Ρωμανός Λακαπηνός, ο γιος του αρμένιου χωρικού, πέτυχε αυτό που μάταια επιδίωκε ο Συμεών. 

 Έγινε δηλ. πεθερός και συναυτοκράτορας του νεαρού νόμιμου αυτοκράτορα και φυσικά εξουσιαστής του βυζαντινού κράτους.

Η άνοδος του Ρωμανού Λακαπηνού απετέλεσε οδυνηρό πλήγμα για το Συμεών. 

 Μάταια επιχείρησε ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός να μεσολαβήσει και να κατευνάσει με πολυάριθμες επιστολές το θυμό του βούλγαρου ηγεμόνα.

Ο Συμεών απαιτούσε βασικά την καθαίρεση του πετυχημένου αντιζήλου του. 

Γιατί όσο χρόνο κατείχε ο Ρωμανός Λακαπηνός τη θέση του προστάτη και του πεθερού του νεαρού και νόμιμου αυτοκράτορα, έμεναν κλειστοί οι δρόμοι που οδηγούσαν στην ικανοποίηση της φιλοδοξίας του.

 Ο Συμεών όμως θα μπορούσε να εφαρμόσει το τολμηρό του σχέδιο μόνον αν καταλάμβανε τη βασιλίδα.

Παρά τις αλλεπάληλες λεηλασίες των βυζαντινών εδαφών και παρά την ανακατάληψη της Αδριανουπόλεως (923), η κατάσταση έμενε αμετάβλητη.
Το Παλάτι του Ρωμανού υπό κατασκευή

 Ο Ρωμανός έμενε άτρωτος πίσω από τα πανίσχυρα τείχη της πρωτεύουσας και περίμενε υπομονετικά τις εξελίξεις.

Κυρίαρχος της καταστάσεως ήταν όποιος κατείχε την Κωνσταντινούπολη.

Αυτό το ήξερε καλά ο Συμεών, δεν διέθετε όμως το στόλο που ήταν απαραίτητος για την εκπόρθηση της πόλεως.

Έτσι συνήψε συμμαχία με τους επιδέξιους στη θάλασσα Άραβες της Αιγύπτου, με σκοπό να προσβάλουν από κοινού την Κωνσταντινούπολη. 

 Το σχέδιο όμως τούτο ματαίωσαν οι άγρυπνοι βυζαντινοί διπλωμάτες. 
Ο βυζαντινός αυτοκράτορας δε δυσκολεύθηκε να ξεπεράσει σε υποσχέσεις το βούλγαρο ηγεμόνα και να μετατρέψει τις διαθέσεις των Αράβων με δώρα και με την προοπτική τακτικών χορηγιών.

Όταν ο Συμεών εμφανίσθηκε το 924 και πάλι μπροστά στην Κωνσταντινούπολη δεν άργησε να αντιληφθεί, όπως και το 913, ότι η δύναμή του σταματούσε μπροστά στα τείχη της βασιλίδας.

 Όπως τότε έτσι και τώρα ζήτησε μια προσωπική συνομιλία με τον αρχηγό του βυζαντινού κράτους.

 Το φθινόπωρο του 9241 Ο Ρωμανός Α', σε αντίθεση με την κυβέρνηση της αυτοκράτειρας Ζωής, απέφυγε περιφρονητικά να αντιμετωπίσει τον ισχυρό αντίπαλό του.

Βέβαια σε μια επιστολή του προς το Συμεών το 925 διαμαρτύρεται έντονα για τον τίτλο του «βασιλέως Βουλγάρων και Ρωμαίων» που χρησιμοποιούσε, ενώ όμως σε μια δεύτερη επιστολή εξηγεί ότι η διαμαρτυρία του αφορά όχι τόσο το βασιλικό τίτλο του Συμεών όσο τις αξιώσεις του πάνω στο αυτοκρατορικό αξίωμα πραγματοποιήθηκε μια συνάντηση των δύο ηγεμόνων, η οποία διατηρήθηκε για πολύ χρόνο στη μνήμη των συγχρόνων και των επιγόνων και εμπλουτίσθηκε με θρύλους.

Αλλά ενώ η υποδοχή του Συμεών από τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό το 913 σήμανε το ελπιδοφόρο ξεκίνημα για την εκπλήρωση των προσδοκιών του, αντίθετα η συνάντηση με τον αυτοκράτορα Ρωμανό ένδεκα χρόνια αργότερα επισφράγισε το τέλος τους.

 Αν και με δυσφορία, το Βυζάντιο συμβιβάσθηκε τελικά με το γεγονός ότι ο βούλγαρος ηγεμόνας χρησιμοποιούσε τον αυτοκρατορικό τίτλο του βασιλέως, αλλ' όμως με τον όρο ότι ίσχυε μόνο για τη βουλγαρική επικράτεια. 

Επίσης το 920 ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός πρότεινε στο Συμεών να συνδεθεί με γάμο με την οικογένεια που κυβερνούσε την αυτοκρατορία, τους Λακαπηνούς, πράγμα που θα του εξασφάλιζε βέβαια μια τιμητική θέση, αλλά θα τον απέκλειε από κάθε επιρροή πάνω στις τύχες της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Ο Ρωμανός αρνήθηκε να δεχθεί άλλους συμβιβασμούς καθώς επίσης και κάθε συζήτηση για εδαφικές παραχωρήσεις.

Πράγματι οι εμπειρίες των τελευταίων χρόνων έδειχναν ότι ο Συμεών, παρά τη στρατιωτική του υπεροχή, δεν ήταν σε θέση να επιβάλλει τα σχέδιά του με τα όπλα, ενώ οι βυζαντινοί κατώρθωσαν με τη διπλωματική τους τέχνη να τον οδηγήσουν σιγά - σιγά σε αδιέξοδο. 

Ο βυζαντινο - βουλγαρικός πόλεμος, ο οποίος καθώριζε τη γενική κατάσταση πάνω στη βαλκανική χερσόνησο, παρέσυρε στη δίνη του και τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες.

 Στη Σερβία διασταυρώθηκαν και συγκρούσθηκαν μεταξύ τους οι προσπάθειες επιρροής, που προέρχονταν από το βυζαντινό και το βουλγαρικό κράτος.

Οι εκπρόσωποι της δυναστείας των ηγεμόνων της Σερβίας είχαν ανάγκη από την υποστήριξη της μιας από τις δύο μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες όμως συχνά χρησιμοποιούσαν τον ένα εναντίον του άλλου.

Άλλοτε ο Συμεών και άλλοτε ο Ρωμανός Λακαπηνός κατώρθωναν να εξασφαλίσουν την εξουσία της Σερβίας στο δικό τους ευνοούμενο και να εκτοπίσουν τον προστατευόμενο του αντιπάλου.

Όταν όμως, ύστερα από μακροχρόνιους αγώνες και αλλεπάλληλες αλλαγές στο θρόνο, άρχισε η βυζαντινή επιρροή να κερδίζει έδαφος και ο πρίγκηπας Ζαχαρίας, που είχε καταλάβει το σερβικό θρόνο με τη βοήθεια των Βουλγάρων, προσχώρησε στο Βυζάντιο, τότε ο Συμεών αποφάσισε να εκμηδενίσει αυτή την εστία ταραχών, που τον απειλούσε από πίσω.

Ωστόσο ο βουλγαρικός στρατός που εισέβαλε στη Σερβία κατατροπώθηκε και χρειάστηκε να σταλούν πιο ισχυρές δυνάμεις, που αφού ερήμωσαν τη χώρα με φοβερές καταστροφές, την υπέταξαν στην κυριαρχία του Συμεών (γύρω στο 924).

Η υποταγή της Σερβίας έφερε το βούλγαρο ηγεμόνα ως τα όρια της Κροατίας, η οποία αποτελούσε τότε αξιόλογη δύναμη κάτω από τ ην εξουσία του πρώτου βασιλιά της Τομισλάβου ( 910 - 28, βασιλιάς από το 925).

 Σύντομα όμως βρέθηκε κι εδώ στην ανάγκη να διεξαγάγει πολεμικές επιχειρήσεις και έτσι να απομακρυνθεί και πάλι από το κύριο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων με τους Βυζαντινούς.

Η εισβολή όμως στην Κροατία στοίχισε στο Συμεώνα τη μεγαλύτερη ήττα του.

 Ο στρατός του καταστράφηκε (μάλλον το 926) και ο Συμεών με τη μεσολάβηση του πάπα, αναγκάσθηκε να συνάψει ειρήνη με τους Κροάτες.

 Μετά το θάνατο του Συμεών άλλαξε τελείως η κατάσταση.

 Οι φιλόδοξες απαιτήσεις και το ακάματο αγωνιστικό πνεύμα του Συμεών ήταν κάτι το εντελώς ξένο στο γιο και διάδοχό του Πέτρο.
Η συνέχιση του αγώνα δεν είχε πια κανένα νόημα.

Ο Αυτοκράτορας Ρωμανός και ο υιός του Χριστόφορος.
Ο Πέτρος έσπευσε να συνάψει ειρήνη με το Βυζάντιο, αναγνωρίσθηκε ως τσάρος των Βουλγάρων και δέχθηκε ως σύζυγο την πριγκήπισσα Μαρία Λακαπηνή, εγγονή του αυτοκράτορα Ρωμανού και κόρη του πρεσβύτερου γιου του Χριστοφόρου.

 Επίσης αναγνωρίσθηκε και το βουλγαρικό Πατριαρχείο, το οποίο φαίνεται να ίδρυσε ο Συμεών κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. 

Έτσι οι μεγάλες πολεμικές επιτυχίες του Συμεών δεν έμειναν χωρίς αποτέλεσμα.

Βέβαια ο απώτερος στόχος του δεν πραγματοποιήθηκε, έμεινε όμως ανεφάρμοστη και η πολιτική της Ζωής να απορρίψει ριζικά όλες τις βουλγαρικές απαιτήσεις.

 Επικράτησε η μετριοπαθής τακτική του συνετού αυτοκράτορα Ρωμανού.

 Ο Βούλγαρος ηγεμόνας έλαβε τον τίτλο του βασιλέως με αυστηρό όμως περιορισμό μέσα στο βουλγαρικό κράτος. 

Επίσης συνήψε σχέσεις αγχιστείας με την οικογένεια που κυβερνούσε το Βυζάντιο, τους Λακαπηνούς, όχι όμως με τη νόμιμη αυτοκρατορική δυναστεία των Πορφυρογεννήτων.

 Επί πλέον έγινε αλλαγή των ρόλων.

Δεν έγινε ο βούλγαρος ηγεμόνας, όπως είχε ονειρευθεί ο Συμεών, πεθερός και προστάτης του αυτοκράτορα του Βυζαντίου αντίθετα οι βυζαντινοί αυτοκράτορες Ρωμανός και Χριστόφορος απέκτησαν στο πρόσωπο του τσάρου των Βουλγάρων Πέτρου έναν πειθήνιο γαμπρό. 

 Οι σοβαρές παραχωρήσεις, τις οποίες έκαμε τώρα στους Βουλγάρους ο Ρωμανός Α', χωρίς βέβαια εξωτερικές πιέσεις, είχαν ως αποτέλεσμα να διαμορφωθούν πολύ ευνοϊκά οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και Βουλγαρίας.

 Ποτέ η ειρήνη δεν ήταν τόσο αδιατάρακτη στα βυζαντινο - βουλγαρικά σύνορα και ποτέ η επιρροή του Βυζαντίου στη Βουλγαρία δεν ήταν ισχυρότερη όσο στα χρόνια του.

Η θέση του Βυζαντίου ισχυροποιήθηκε επίσης και στις λοιπές νοτιοσλαβικές χώρες:

Η Σερβία, που είχε υποταχθεί και λεηλατηθεί από το Συμεών, απέκτησε εκ νέου μια μερική ανεξαρτησία με ηγέτη τον πρίγκηπα Τσασλάβο (Časlav), ο οποίος αμέσως μετά το θάνατο του Συμεών δραπέτευσε από την Πρεσλάβα στην πατρίδα του και ανέλαβε την εξουσία, αφού βέβαια αναγνώρισε τη βυζαντινή κυριαρχία.

 Επίσης ο Μιχαήλ της Ζαχλουμίας, ένας σύμμαχος του Συμεών, ήρθε σε συνεννοήσεις με το Βυζάντιο και έλαβε από την Κωνσταντινούπολη τους τίτλους του ανθύπατου και του πατρίκιου.

Με τον τρόπο αυτό ισχυροποιήθηκε παντού η βυζαντινή επιρροή, ενώ αποδυναμώθηκε η βουλγαρική.
Η ίδια η Βουλγαρία περιήλθε τελικά στη σφαίρα επιρροής του Βυζαντίου.

 Η ένταξη της Βουλγαρίας στο βυζαντινό πολιτισμό, που προχωρούσε με γοργό ρυθμό μετά την εκχριστιάνισή της, έφθασε τώρα στο αποκορύφωμα.
Από άποψη όμως πολιτική και οικονομική η χώρα βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, εξαντλημένη καθώς ήταν από τους αδιάκοπους πολέμους της εποχής του Συμεών.
Τη γρήγορη, ανοδική πορεία των τελευταίων δεκαετιών ακολούθησε τώρα περίοδος κρίσεως.

Όπως και στο Βυζάντιο, έτσι και στη Βουλγαρία εμφανίσθηκαν σιγά - σιγά μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις.

Παράλληλα με την κοσμική μεγάλωνε διαρκώς και η εκκλησιαστική μεγαλογαιοκτησία, γιατί με την εκχριστιάνιση της χώρας ιδρύθηκαν με γρήγορο ρυθμό τόσο στη Βουλγαρία όσο και στην περιοχή της Μακεδονίας, που είχε ενσωματωθεί σ' αυτήν, πολλές εκκλησίες και ακόμη περισσότερα μοναστήρια.

Αλλά εκτός από τη μοναστική ζωή, την οποία υποστήριζε η επίσημη Εκκλησία, άνθησαν και αιρετικές, εχθρικές προς την Εκκλησία κινήσεις, οι οποίες, κυρίως σε περιόδους κρίσεως, ασκούν μια ιδιαίτερη γοητεία στις ανικανοποίητες ψυχές και στα ανήσυχα πνεύματα.

 Έτσι, κατά την εποχή του τσάρου Πέτρου εμφανίζεται στο βουλγαρικό κράτος η αίρεση των Βογομίλων, που βρισκόταν σε ριζική αντίθεση προς την Εκκλησία. 

 Η διδασκαλία του ιερέα (pop) Βογομίλου, του ιδρυτή της αιρέσεως, στηρίζεται στις δοξασίες των Μασσαλιανών και ιδιαίτερα των Παυλικιανών, που έζησαν για μακρό χρόνο μαζί με το σλαβικό πληθυσμό της Βουλγαρίας και της Μακεδονίας, ύστερα από τη μαζική μεταφορά τους στη Θράκη από τη βυζαντινή κυβέρνηση.

 Όπως και ο Παυλικιανισμός που προήλθε από τον αρχαίο Μανιχαϊσμό, έτσι και οι Βογόμιλοι εκπροσωπούν μια δυαλιστική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος κυβερνάται από δυο αρχές, το καλό (ο θεός) και το κακό (ο Σαταναήλ) και η διαμάχη μεταξύ των δύο διαμετρικά αντίθετων δυνάμεων καθορίζει τα παγκόσμια γεγονότα και ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων.

Ολόκληρος ο ορατός κόσμος είναι έργο του Σατανά και γι' αυτό κυριαρχείται από το κακό.

Όπως και οι ανατολικοί πρόδρομοί τους το ίδιο και οι Βογόμιλοι επιδιώκουν μια καθαρά πνευματική θρησκευτικότητα καθώς και αυστηρή ασκητική ζωή.

Απορρίπτουν με φανατισμό κάθε εξωτερική λατρεία, κάθε εκκλησιαστική τελετουργία και ολόκληρη τη χριστιανική εκκλησιαστική τάξη.
Η επανάσταση των Βογομίλων εναντίον της διοικούσης Εκκλησίας αποτελούσε ταυτόχρονα επανάσταση εναντίον της κοσμικής τάξεως, της οποίας το ισχυρότερο πνευματικό στήριγμα ήταν η Εκκλησία.
 Η κίνηση των Βογομίλων ήταν έκφραση της διαμαρτυρίας κατά της τάξεως των κυβερνώντων, των ισχυρών και των πλουσίων.
 Η αίρεση των Βογομίλων έριξε βαθειές ρίζες στη Βουλγαρία και ιδιαίτερα στη Μακεδονία, απέκτησε έπειτα πολλούς οπαδούς και έξω από τα σύνορα του τότε βουλγαρικού κράτους και εκδηλώθηκε με διάφορες ονομασίες στο ίδιο το Βυζάντιο, στη Σερβία και προ παντός στη Βοσνία, στην Ιταλία και στη νότια Γαλλία.

 Οι αιρέσεις των Βογομίλων, όπως οι Babuni, οι Παταρηνοί, οι Καθαροί, οι Albigenses, καθώς και οι μικρασιάτες πρόδρομοί τους, αποτελούν διαφορετικές μορφές μιας και της αυτής μεγάλης κινήσεως, η οποία εξαπλώθηκε από τις οροσειρές της Αρμενίας ως τη νότια Γαλλία και η οποία άνθιζε σποραδικά πότε εδώ και πότε εκεί. 

Η αίρεση αυτή άνθιζε ιδιαίτερα σε εποχές κρίσεως και ανάγκης, γιατί σε τέτοιες ακριβώς εποχές η βασικά απαισιόδοξη κοσμοθεωρία της, που δεν απορρίπτει μόνο μια ορισμένη τάξη αλλά τον επίγειο κόσμο σαν τέτοιο, βρίσκει πλούσιο έδαφος και εντυπωσιάζει περισσότερο με τη διαμαρτυρία της.


Γενική βιβλιογραφία 

Zlatarski, Istorijal, 2.
Runciman, Bulgarian Empire.D.
Obolens k y, Byzantium and its northern neighbours 565-1018, Cambr. Med. Hist. IV, Pt. Ι (2ηέκδ. 1966).
Mutafčiev, Istorija
I. F. Dölger, Bulgarisches Zartum und byzantinisches Kaisertum, Bulletin de l' Inst. archéol. bulgare9 (1935) 57 εξ. (= Byzanz u. d. europ. Staatenwelt 140 εξ.).
G. Ο s t r o g o r s k y, Die Krönung Symeons von Bulgarien durch den Patriarchen Nikolaos Mystikos,στον ίδιο τόμο, 275 εξ.
 [D. Ob o l ens k y, The Byzantine Commonwealth. Eastern Europe, 500 -1453, London 1971, σελ.102 εξ. Α. Σταυρίδου - Ζαφράκα, Η συνάντηση Συμεών και Νικολάου Μυστικού (Αύγουστος 913) στα πλαίσια του βυζαντινοβουλγαρικού ανταγωνισμού, Θεσσαλονίκη1972].

1 σχόλιο:

Βιβλιόφιλος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.