Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

Εθνολογικός Χάρτης του Kiepert (1878)
Σφέτας Σπύρος

Νεώτερη και Σύγχρονη Βαλκανική Ιστορία
Καθηγητής ΑΠΘ
Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας,
Λαογραφίας και Kοινωνικής Ανθρωπολογίας

 (οι φωτογραφίες και η μορφοποίηση κειμένου,
επιλογές Yauna)


ΣΚΟΠΙΑ

ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ
ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα της διεθνούς αναγνώρισης της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. 

Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει στη Δημοκρατία αυτή το δικαίωμα της χρήσης του όρου Μακεδονία για τον προσδιορισμό της νέας κρατικής οντότητας ούτε παραδέχεται την ιστορική ύπαρξη ενός μακεδονικού έθνους, όπως άλλωστε και η Βουλγαρία.

 Αυτό κατέστησε επιτακτική την ανάγκη της αντίκρουσης των ελληνικών θέσεων και της προβολής στο διεθνές επιστημονικό κοινό «ιστορικών επιχειρημάτων» που κατά τους Ιστορικούς των Σκοπιών αποδεικνύουν τόσο την ύπαρξη της Μακεδονίας «ως ιστορικής οντότητας και ενότητας» όσο και την «ιστορική συνέχεια του μακεδονικού λαού». 

Το σκοπό αυτό φιλοδοξεί να εξυπηρετήσει η πρόσφατη έκδοση από την Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών των Σκοπίων του βιβλίου «Macedonia and its relations with Greece», Skopje 1993. Με την παρούσα μελέτη επιχειρείται μια κριτική θεώρηση των βασικών θέσεων που εκφράζονται στο δημοσίευμα, ακολουθώντας τη διάταξη της ύλης του.


Βασικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται όλη η φιλοσοφία του βιβλίου είναι η χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ «μακεδονισμού» και ελληνισμού και η αμφισβήτηση του δικαιώματος της Ελλάδας να μονοπωλεί τον όρο Μακεδονία

Πρόκειται για ένα προπαγανδιστικό δημοσίευμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από την παραχάραξη της ελληνικής και βουλγαρικής ιστορίας στα πλαίσια της προσπάθειας να προσδοθεί στον όρο Μακεδονία εθνολογικό περιεχόμενο και να αποδειχθεί η «ιστορική εξέλιξη του μακεδονικού λαού». Η προσέγγιση των προβλημάτων είναι επιφανειακή. 

Θίγονται μόνο όσα ζητήματα κρίνονται ευνοϊκά για τις απόψεις της ιστοριογραφίας των Σκοπίων. Αποδεδειγμένα γεγονότα που ανατρέπουν τους ισχυρισμούς των Ιστορικών των Σκοπίων δεν τυγχάνουν καμιάς αναφοράς. 

Το βιβλίο αποτελείται από 16 κεφάλαια και αναφέρεται στην 
Αρχαιότητα, το 
Μεσαίωνα, την 
Τουρκοκρατία, τους 
Νεότερους και Νεότατους χρόνους
μέχρι και την ανεξαρτοποίηση του κράτους των Σκοπίων.

Στο πρώτο κεφάλαιο (The Ancient Mecedonians and their language, σ. 1114) αμφισβητείται η ελληνικότητα των Αρχαίων Μακεδόνων και υποστηρίζεται ότι η γλώσσα τους δεν ανταποκρίνεται στο φωνητικό σύστημα της ελληνικής.

 Ως βασικό επιχείρημα προβάλλεται η αντιπροσώπευση των ινδοευρωπαϊκών μέσων δασέων bh, dh, gh, ως φ, θ, χ στην ελληνική και ως β, δ, γ στη «μακεδονική». 
Αναφέρεται ωστόσο ότι ο Μέγας Αλέξανδρος διέδωσε την ελληνική παιδεία κατά την εκστρατεία του, επειδή εκτιμούσε τον ελληνικό πολιτισμό.

Η ελληνικότητα των Αρχαίων Μακεδόνων προκύπτει από τις ιστορικές πηγές, τα γλωσσολογικά δεδομένα και τα αρχαιολογικά ευρήματα, 
που συνδέουν το μακεδονικό χώρο με τον Ελληνισμό ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή

Σοβαροί μελετητές (Hoffmann, Beloch, Droysen) έχουν τεκμηριώσει την άποψη αυτή. 

Η εχθρική στάση ορισμένων πολιτικών παραγόντων έναντι των Αρχαίων Μακεδόνων οφείλεται στη διαφορά του πολιτικού συστήματος μεταξύ της Νότιας Ελλάδας και της Μακεδονίας (δεν υπήρχε ο θεσμός της πόλης-κράτους, δεν υπήρχε δημοκρατία) και στο φόβο επιβολής μοναρχικού πολιτεύματος. 

Η επιθετικότητα του Δημοσθένη κατά του Φιλίππου οφείλεται και στο γεγονός ότι η Αθήνα με την εξάπλωση του μακεδονικού κράτους έχανε τις αποικίες της στο μακεδονικό χώρο και τις προσβάσεις της στη Θράκη, που αποτελούσε το σιτοβολώνα της. 


Οι Μακεδόνες,
 ακολουθώντας τις ιδεολογικές τοποθετήσεις των Ελλήνων (Αγησίλαος, Ισοκράτης),
συνένωσαν τους πολιτικά διασπασμένους Έλληνες
 και η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου 
είχε ως συνέπεια
 τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού
 στην Ανατολή και τη δημιουργία του ελληνιστικού κόσμου. 

Η Μακεδονία αποτέλεσε προπύργιο του Ελληνισμού κατά των βαρβάρων:

 «τίνος καί πηλίκης δει τιμής άξιοϋσθαι Μακεδόνας, 
οϊ τόν πλείω του βίου χρόνον ού παύονται 
διαγωνιζόμενοι πρός τούς βαρβάρους
 υπέρ τής των Ελλήνων άσφαλείας 
ότι γάρ άεί ποτ’ άν έν μεγάλοις ήν κινδύνοις
 τά κατά τούς Έλληνας, 
εί μή Μακεδόνας εϊχομεν πρόφραγμα» 
(Πολύβιος 9, 35). 

Υπήρξε αναπόσπαστο τμήμα της Ελλάδος: 

«Ελλάς έστί καί ή Μακεδονία» 

(Στράβων, Γεωργ. Βιβλ. Ζ, C 229). 


Ο σλαβικός πληθυσμός της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας
 δεν μπορεί να έχει καμιά σχέση με τους Αρχαίους Μακεδόνες 
και δεν μπορεί από εθνική άποψη να σφετερίζεται το όνομά τους,
 δεδομένου ότι οι Σλάβοι εμφανίστηκαν τον 6ο-7ο αιώνα.

Πυρήνας του Μακεδονικού βασιλείου ήταν η παραθαλασσία Μακεδονία (Πιερία, Βοττιαία).



 Ο βασιλεύς Αλέξανδρος Α' κατόρθωσε κατά τα έτη 471452 π.Χ. να επεκτείνει τα σύνορα της Μακεδονίας προς Ανατολάς ως τον ποταμό Στρυμόνα σε βάρος γειτονικών βαρβαρικών φύλων και παράλληλα να επιβάλει την κυριαρχία του σε ελληνικά
 προς το Βορρά (Άνω Μακεδονία)1.

Την περίοδο του Φιλίππου Β' (359-336 π.Χ.) τα όρια του μακεδονικού κράτους, με την ενσωμάτωση της Παιονίας, έφθασαν μέχρι τη Δαρδανία, πρωτεύουσα της οπως ήταν η πόλη Scupi, τα σημερινά Σκόπια. Κατά την περί της ρωμαϊκής κυριαρχίας τα διοικητικά κέντρα της επαρχίας Μακεδονίας (148 π.Χ.) ήταν η Θεσσαλονίκη, η Aμφίπολις, η Πέλλα και η Πελαγονία (Μοναστήρι). Στα ( της Ιστορικής Μακεδονίας συμπεριλαμβάνεται μόνο τμήμα της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ευρύτερη περιοχή Μοναστηριού και Στρώμνιτσας). 


Η περιοχή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική του ιστορικού μακεδονικού χώρου.
Η γλώσσα των Αρχαίων Μακεδόνων ήταν ελληνική διάλεκτος. 
Η μόνη φωνητική διαφορά που διακρίνει αρχαία μακεδονική από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους δηλ. τα σύμφωνα β αντί φ, δ αντί θ και γ αντί χ, εξηγείται μέσα στα πλαίσια της ελληνικής διαλεκτολογίας. 
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο μακεδονικός εθνικός κλάδος διαχωρίστηκε από τον ιωνικό, αιολοαχαϊκό και δωρικό πριν η πρωτοελληνική διαμορφώσει από τους αντίστοιχους ινδοευρωπαϊκούς φθόγγους το φ, θ, χ και ακολούθησε δική εξέλιξη ή ότι ο μακεδονικός κλάδος, χωρίς να πάψει είναι ελληνικός, αφομοίωσε πολλούς Θρακο-Ιλλυριούς ώστε να δεχθεί ως προς το φθογγικό αυτό στοιχείο ξένη επίδραση2

Οι διαλεκτολογικές διαφορές μεταξύ των Ελλήνων εξηγούνται από τις διαφορετικές εξωτερικές επιδράσεις που δέχθηκαν κατά την εγκατάστασή τους στον ελληνικό χώρο.

Στο δεύτερο κεφάλαιο (Macedonia from the Settlement of the Slavs to the Ottoman Empire, σ. 1520) τονίζεται ότι με την εγκατάσταση των Σλάβων άλλαξε η εθνολογική σύσταση στο μακεδονικό χώρο. 

Τα σλαβικά φύλα αναμείχθηκαν με τους Μακεδόνες, τους οποίους αφομοίωσαν, αλλά παρέλαβαν από αυτούς το όνομα Μακεδονία ως δηλωτικό πλέον μιας σλαβικής εθνολογικής ομάδας (σ. 16)

Οι Σλάβοι της Μακεδονίας επιδίωκαν την ίδρυση δικού τους κράτους και επιχείρησαν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη.

 Οι Σκλαβηνίες εξελίχθηκαν σε αντικρατικά μορφώματα έχοντας δικούς τους άρχοντες. 

Τον 9ο αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας προσαρτάται στο μεσαιωνικό βουλγαρικό κράτος. 
Tsar Samuel(Самуил)
(958-1014)

Αλλά οι «Μακεδόνες» (Σλάβοι) κατόρθωσαν να αποτινάξουν τη βουλγαρική διοίκηση και να ιδρύσουν με τον Σαμουήλ το πρώτο «μακεδονικό κράτος» (969 μ.Χ.).

 Το κράτος του Σαμουήλ διαλύθηκε από τους Βυζαντινούς το 1018 μ.Χ., όμως οι «Μακεδόνες» διατήρησαν την εθνική τους φυσιογνωμία μέσω της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας.

Το 14ο αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας καταλήφθηκε από τους Σέρβους. 
Μετά τη διάλυση του κράτους του Stefan Dusan σχηματίσθηκαν ανεξάρτητα κρατίδια, σπουδαιότερο των οποίων ήταν το βασίλειο του Prilep με ιδρυτή τον Vukasin (σ. 20). 

Ιδιαιτέρως τονίζεται ότι η γλώσσα στην οποία μεταφράστηκαν τα Ευαγγέλια και τα άλλα εκκλησιαστικά κείμενα από τους Κύριλλο και Μεθόδιο ήταν η γλώσσα των «Μακεδόνων» (Σλάβων) (σ. 17).

Είναι γνωστό ότι στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους ο όρος Μακεδονία είχε καθαρά διοικητικό περιεχόμενο, καθόσον η Μακεδονία αποτελούσε τμήμα του Ιλλυρικού, ενώ από το 800 μ.Χ. και μετά το «Θέμα» Μακεδονία περιλαμβάνει τη Θράκη.
Ο όρος Μακεδών ως σλαβικό εθνωνύμιο δεν υφίσταται.

 Πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι Βυζαντινοί συγγραφείς, ακόμα κι όταν χρησιμοποιούν αρχαία εθνωνύμια, τα οποία όμως στην εποχή τους είχαν μόνο γεωγραφικό περιεχόμενο, για τα νέα φύλα που κατακλύζουν τη Χερσόνησο του Αίμου (οι Σέρβοι χαρακτηρίζονται ως Τριβαλλοί, οι Βούλγαροι ως Σκύθες και Μυσοί κ.λπ.) σε καμιά περίπτωση ο όρος Μακεδών δεν χρησιμοποιείται ως εθνωνύμιο για σλαβικά φύλα, διότι ο όρος αυτός ήταν δηλωτικός ελληνικών φύλων. 

Τα περί μακεδονοσλαβικής εθνογένεσης αποτελούν αυθαίρετες υποθέσεις των Ιστορικών των Σκοπιών. 
Η εγκατάσταση των Σλάβων στο μακεδονικό χώρο άλλαξε βέβαια την εθνολογική σύσταση της περιοχής, ωστόσο οι Σλάβοι δεν αποτέλεσαν ουσιαστική απειλή για την Αυτοκρατορία, ήταν υποτελείς στους Αβάρους και γρήγορα ενσωματώθηκαν στο διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας3. 

Οι Αβαρο-Σλάβοι που επιχειρούν τρεις φορές να καταβάλουν τη Θεσσαλονίκη (το 586 μ.Χ., 614-615 μ.Χ. και περίπου το 618 μ.Χ.), όπως αναφέρεται στα αγιολογικά κείμενα, τα οποία όμως γράφτηκαν σε μεταγενέστερη εποχή και με την πρόθεση να υπογραμμισθεί η θαυματουργή επέμβαση του πολιούχου Αγίου4, δεν ενεργούν αυτοδύναμα, αλλά ως εντολοδόχοι του Χαγάνου των Αβάρων.

 Οι αβαροσλαβικές επιδρομές κατά της Θεσσαλονίκης εντάσσονται στο πλαίσιο των γενικότερων βαρβαρικών επιδρομών.

Η σημερινή περιοχή της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ενσωματώθηκε στο δεύτερο μισό του 9ου αι. στο Πρωτοβουλγαρικό κράτος, το οποίο είχε ήδη εκσλαβισθεί. 

Η Αχρίδα αποτέλεσε πνευματικό κέντρο της Μεσαιωνικής Βουλγαρίας, δεδομένου ότι εκεί οι εκδιωχθέντες από τη Μοραβία μαθητές του Κυρίλλου και του Μεθοδίου συνέχισαν το μεταφραστικό έργο των ελληνικών εκκλησιαστικών κειμένων στην εκκλησιαστική σλαβική με το γλαγολιτικό αλφάβητο

Όσα αναφέρονται στην ίδρυση του «πρώτου μακεδονικού κράτους» του Σαμουήλ δεν έχουν κανένα έρεισμα στις βυζαντινές πηγές. 

Είναι γνωστό ότι ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής με την εκστρατεία του στην Πρεσλάβα-Δορύστολο κατέλυσε το πρωτοβουλγαρικό κράτος το 971 μ.Χ.. Το ότι ο Τσιμισκής δεν μετέβη στο δυτικό τμήμα του βουλγαρικού κράτους επισημαίνει ότι αυτό δεν υποτάχθηκε στο Βυζάντιο

 Οι δυτικές αυτές επαρχίες αποτελούσαν τμήμα του βουλγαρικού κράτους και το 969 μ.Χ. δεν ιδρύθηκε από τους Κομητόπουλους κανένα ανεξάρτητο «δυτικομακεδονικό κράτος» αποσχισμένο απο το ανατολικόβουλγαρικό5, το οποίο είχε τότε κατακτηθεί από τους ρώσους του Svjatoslav και εναντίον των οποίων είχε εκστρατεύσει ο Τσιμισκής. 
Βασίλειος Β'
ο Βουλγαροκτόνος
 (958-1025) 

Μόνο μετά το θάνατο του Τσιμισκή (976 μ.Χ.) αρχίζει με τον Σαμουήλ η ανασύσταση του βουλγαρικού μεσαιωνικού κράτους από τις δυτικές επαρχίες6, το οποίο μετά από πολύχρονους και σφοδρούς πολέμους καταλύθηκε το 1018 μ.Χ. από τον Βασίλειο Β'το Μακεδόνα, ο οποίος επειδή ακριβώς κατέστειλε τη βουλγαρική ανταρσία και κατέλυσε το βουλγαρικό κράτος προσέλαβε την επωνυμία Βουλγαροκτόνος

Δεν υπάρχει καμία μνεία στις βυζαντινές πηγές ούτε για μακεδονικό κράτος επί Σαμουήλ ούτε για Μακεδόνες (Σλάβους) που θεμελίωσαν το κράτος, αλλά μόνο για Βουλγάρους, ενώ η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας έφερε τον τίτλο «Πρώτης Ιουστινιανής και πάσης Βουλγαρίας».

Η παρακμή του βουλγαρικού κράτους επέτρεψε την άνοδο του σερβικού, το οποίο γνώρισε μια εφήμερη ακμή στην εποχή του Stefan Dusan

Μετά το θάνατο του Dusan (1355 μ.Χ.) επέρχεται η διάλυση του σερβικού κράτους και η ίδρυση μικρών σερβικών ηγεμονιών. 
Kral Vukašin
 (Краљ Вукашин)
 (1320–1371)
King of the Serbs and the Greeks
Župan of Prilep
 

Ο Vukasin, για παράδειγμα, που κυριαρχεί στην περιοχή του Πρίλεπ, των Σκοπιών και της Πριζρένης, αυτοτιτλοφορείται ως «Βασιλεύς Σέρβων και Ρωμαίων» επειδή κυριαρχεί σε περιοχές όπου η παρουσία του ελληνικού στοιχείου ήταν έντονη, ακολουθώντας το παράδειγμα του Βούλγαρου Συμεών και του Σέρβου Stefan Dusan.

Η γλώσσα στην οποία μεταφράστηκαν τα Ευαγγέλια και τα εκκκλησιαστικά κείμενα από τους Κύριλλο και Μεθόδιο ήταν αναμφισβήτητα νοτιοσλαβική, η οποία όμως δεν μπορεί να ταυτιστεί με ένα συγκεκριμένο σλαβικό λαό. 

Ορθώς αποκαλείται Παλαιο-Εκκλησιαστική Σλαβική (Altkirchenslavisch).

Συμβατικά αποκαλείται Παλαιοβουλγαρική7 λόγω της μετατροπής των tj και dj σε st και zd αντίστοιχα (Dentalpalatalisierung) στην Παλαιο-Εκκλησιαστική Σλαβική καί στη Βουλγαρική.

Π.χ. svëtja (παλαιοσλαβική)
svesta (βουλγαρική και εκκλησιαστική-σλαβική)
sveca (ρωσική)
sveca (σερβοκροατική)
sveka (ιδίωμα Σκοπίων)
medja (παλαιοσλαβική)
mezda (βουλγαρική και εκκλησιαστικήσλαβική)
meza (ρωσική)
meda (σερβοκροατική)
mega (ιδίωμα Σκοπίων)

Η Παλαιο-Εκκλησιαστική Σλαβική δεν ήταν ομιλούμενη γλώσσα, αλλά μια λόγια τεχνητή γλώσσα με ελληνικό εννοιολογικό υπόβαθρο.

 Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκε το σλαβικό γλωσσικό υλικό, στη σύνθεση όμως των εκκλησιαστικών όρων και των θεολογικών εννοιών όπως επίσης και στη σύνταξη ακολουθήθηκαν τα ελληνικά πρότυπα.

Στο τρίτο κεφάλαιο (Evidence of Macedonia in the Ottoman period, σ. 2124) τονίζεται ότοι οι όροι Μακεδονία και Μακεδόνες εξακολουθούν να υφίστανται επί Τουρκοκρατίας, έχοντας εθνολογικό περιεχόμενο.

Η άποψη αυτή στηρίζεται κυρίως σε περιηγητικά κείμενα, στα οποία αναφέρεται ο όρος Μακεδόνες, χωρίς όμως σαφές εθνολογικό περιεχόμενο. 

Όπως είναι γνωστό, κατά την Τουρκοκρατία η Ιστορική Μακεδονία δεν αποτελούσε διοικητική ενότητα, αλλά περιλαμβανόταν μέσα σε τρία Βιλαέτια, το Βιλαέτι του Μοναστηριού, της Θεσσαλονίκης και του Κοσόβου.

 Στα πλαίσια του συστήματος του Millet δεν ήταν επίσης δυνατή μια σαφής διάκριση των διαφόρων εθνοτήτων.

 Οι όροι Μακεδονία και Μακεδόνες είχαν κατά συνέπεια απλά γεωγραφικό περιεχόμενο.
 Μετά το συνέδριο του Βερολίνου χρησιμοποιείται από την ευρωπαϊκή διπλωματία συμβατικά ο όρος Μακεδονία ως ταυτόσημος με τα τρία Βιλαέτια. 

Αυτό δημιούργησε μια σύγχυση ως προς τον όρο Μακεδονία, δεδομένου ότι τα τρία Βιλαέτια επεκτείνονταν πέραν της Ιστορικής Μακεδονίας, περιλαμβάνοντας τμήματα του σημερινού Κοσόβου (π.χ. Πριζρένη) και της Β. Ηπείρου (π.χ. Κορυτσά).
Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας
τον 10ο αιώνα 

Στο τέταρτο κεφάλαιο (The Archbishpric of Ohrid and the Mecedonian Orthodox church, σ. 2530) η Αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή Αχρίδας χαρακτηρίζεται ως ο βασικός παράγοντας για τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των «Μακεδόνων». 

Με την κατάργησή της το 1767 οι «Μακεδόνες» έχασαν την εθνική τους εκκλησία και κατά το 19ο αιώνα κατέβαλαν ανεπιτυχείς προσπάθειες για την ανασύστασή της.

 Μόνο μετά την εθνική τους αποκατάσταση το 1944 κατέστη δυνατή η ίδρυση μιας Ορθόδοξης «Μακεδονικής» Εκκλησίας.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας υπήρξε αρχικά μια βουλγαρική εκκλησία, ιδρυθείσα από το Βασίλειο Β' το Βουλγαροκτόνο.

 Στη δικαιοδοσία της υπάγονταν όχι μόνο οι βουλγαρικοί, αλλά οι ελληνικοί, οι βλάχικοι κ. ά. πληθυσμοί.

 Σταδιακά ωστόσο ατόνησε ο σλαβικός χαρακτήρας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας, η οποία εξελίχθηκε και σε ελληνικό πνευματικό κέντρο8. 
Με την κατάλυση του κράτους του Σαμουήλ άρχισε ο εξελληνισμός των δυτικών τμημάτων του πρωτοβουλγαρικού κράτους. 

Η ανασύσταση του βουλγαρικού Πατριαρχείου στο Τύρνοβο (1235) στα πλαίσια του δεύτερου μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους (1186) και η ίδρυση της σερβικής Αρχιεπισκοπής του Ιπεκίου (1219) με πρώτο Αρχιεπίσκοπο τον Άγιο Σάββα, από την οικογένεια των Νεμάνια, επέφεραν τόσο την εξασθένιση του σλαβικού χαρακτήρα της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας όσο και τον περιορισμό της δικαιοδοσίας της. 

Οι Αρχιεπίσκοποι ήταν κατά κανόνα Έλληνες και τα έγγραφα της Αρχιεπισκοπής είναι γραμμένα στα ελληνικά.

 Ο όρος Μακεδών αντιδιαστέλλει τους Έλληνες από τους Σλάβους.

 Αυτό υποδηλώνει η έκφραση «Γένος Μακεδόνων» του Αρχιεπισκόπου Αχρίδας Δημητρίου Χωματιανού (12ος13ος αιώνας) για το συγκεκριμένο περιστατικό που χρησιμοποιείται. Εκφράζει τη διαφορά καταγωγής μεταξύ του Έλληνα «Ιωάννη του επιλεγομένου Ιερακάρη» ο οποίος είχε μακεδονική προέλευση («τό δέ γένος έ'λκων έκ Μακεδόνων»)9 και των εξ αγχιστείας Σλάβων συγγενών του (Ράδος, Βρατωνός κ.ά.). 

Η κατάργησή της το 1767 και η ενσωμάτωσή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν αποτέλεσμα τόσο της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει όσο και των τουρκικών πιέσεων. 

Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας δεν μπορεί κατά συνέπεια να θεωρηθεί ως η «εθνική εκκλησία των Μακεδονο-Σλάβων». 

Η ίδρυση της Αυτοκέφαλης «Μακεδονικής» Εκκλησίας10 το 1967 στην Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ήταν μια κρατική ενέργεια του κομμουνιστικού καθεστώτος ώστε με τη συνδρομή της Εκκλησίας να ενισχυθεί η πολιτική εθνικής μετάλλαξης του πληθυσμού. 

Δεν είναι τυχαίο ότι η πραξικοπηματική αυτή ενέργεια δεν αναγνωρίσθηκε από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Στο πέμπτο κεφάλαιο (Attempts at Hellenization, σ. 3136) τονίζεται ότι τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και το ελληνικό κράτος άσκησαν μια πολιτική αφομοίωσης των Μακεδονο-Σλάβων μέσω της Εκκλησίας και της παιδείας. 

Η προσχώρηση των «Μακεδόνων» στην Εξαρχία ήταν μια προσπάθεια αποφυγής του εξελληνισμού

Η εξέγερση του Ilinden απέδειξε την αποτυχία των προσπαθειών εξελληνισμού των «Μακεδόνων». 

Από το 1904 η Αθήνα προσπαθεί με την αποστολή ένοπλων ανταρτικών τμημάτων να εξελληνίσει τους «Μακεδόνες».

Αναμφισβήτητα η πολιτιστική επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η δυναμική παρουσία του ελληνικού στοιχείου στα αστικά κυρίως κέντρα του μακεδονικού χώρου συντέλεσαν ώστε σημαντικά τμήματα του σλαβόφωνου πληθυσμού να εμφανίζουν ελληνική εθνική συνείδηση και να στηρίζουν τις ελπίδες για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό κυρίως στην Ελλάδα11, διότι η Ελλάδα ήταν από το 1830 ένα ανεξάρτητο εθνικό κράτος και στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και του Κριμαϊκού πολέμου οι Έλληνες οργάνωσαν απελευθερωτικά κινήματα στο μακεδονικό χώρο. 

Ως αντίδραση στον «εξελληνισμό» δεν μπορούσε να προβληθεί η εθνική ιδέα του μακεδονοσλαβισμού, γιατί απλά δεν υφίστατο. 

Η αντίδραση εκδηλώθηκε με την εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων και την ίδρυση της Εξαρχίας. 

Εκμεταλλευόμενη το γλωσσικό παράγοντα και επικαλούμενη το ιστορικό μεσαιωνικό παρελθόν η βουλγαρική πλευρά μπορούσε να αποσπάσει τους Σλαβόφωνους από τον ελληνικό πολιτιστικό κύκλο και να τους εμφυσήσει βουλγαρική εθνική συνείδηση.

 Υπήρχε βέβαια το πρόβλημα, αν η νεοβουλγαρική λόγια γλώσσα θα έπρεπε να είναι πολυδιαλεκτική, όπως υποστήριζαν Σλάβοι διανοούμενοι του μακεδονικού χώρου, ή μονοδιαλεκτική, όπως επιδίωκαν οι διανοούμενοι του κυρίως βουλγαρικού χώρου. 

Αλλά οι διενέξεις αυτές δεν αντανακλούσαν μια εθνική διαφοροποίηση. 

Οι Βούλγαροι επιδίωκαν την προσάρτηση ολόκληρου του μακεδονικού χώρου και την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας

Αυτό επέφερε την έναρξη του αμυντικού Μακεδονικού Αγώνα των Ελλήνων (1904-1908) μετά τη βουλγαρική εξέγερση του Ilinden.

Στο έκτο κεφάλαιο (The development of the idea of the Macedonian nation, σ. 37-47) γίνεται αναφορά στους φορείς της εθνικής ιδεολογίας του μακεδονοσλαβισμού. 

Επειδή στην ουσία πρόκειται για φορείς μιας βουλγαρικής εθνικής ιδεολογίας, οι Ιστορικοί των Σκοπίων προσπαθούν να παρακάμψουν τη δυσκολία αυτή θεωρώντας τη «μακεδονοσλαβική αναγέννηση» μόνο από μορφολογική άποψη ως βουλγαρική, ενώ από την άποψη του περιεχομένου ως «μακεδονική». 

Αναφέρεται χαρακτηριστικά: ,

«In the résistance to Hellenization, Slav Orthodoxy was emphasized, which, as a resuit of the médiéval inheritance, had surfaced asSlavoBulgarian”. 
However, during the 1840’s the Macedonian population came into contact with Bulgarian literacy and the Bulgarian language, and in so doing differentiated themselves from those already known as Bulgarians.
 They rejected Bulgarian features, but being unable to refer to themselves simply as Slavs (a name which had no ethnie differentiation) they took the name of their country, which possessed a long tradition and a famous past» (σ. 38).


Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα σφετερισμό της βουλγαρικής πολιτιστικής αναγέννησης. 

Οι Βούλγαροι διανοούμενοι που προήλθαν από τους κόλπους της βουλγαρικής Εξαρχίας και δραστηριοποιούνταν πολιτικά εντός της Βουλγαρίας για την αυτονομία της Μακεδονίας πολιτογραφούνται ως «Μακεδόνες».

 Στο ίδιο κεφάλαιο (έκτο), γίνεται αναφορά στη δραστηριότητα των συλλόγων των «Μακεδόνων» φοιτητών στην Πετρούπολη με έμφαση στην «εθνική» προσφορά του D. Cupovski και του Krste Misirkov (σ. 42-45), ο οποίος θεωρείται στα Σκόπια ως ο Vuk Karadzic των «Μακεδόνων» και ο σπουδαιότερος εθνικός διαφωτιστής.

Η περίπτωση του Misirkov είναι αξιομνημόνευτη. 

Πράγματι στο έργο του «Za makedonckite raboti» (Περί των μακεδονικών υποθέσεων) (Σόφια 1903) που γράφτηκε όχι στη λόγια βουλγαρική γλώσσα, αλλά στο τοπικό βουλγαρομακεδονικό ιδίωμα, ο Misirkov ανέπτυξε τη θεωρία του «σλαβομακεδονισμού», 
της δημιουργίας μιας νέας σλαβικής εθνότητας
διαφορετικής από τη βουλγαρική.

 Μια τέτοια θεωρία ανέπτυξε πρωταρχικά ο Stojan Novakovic, Υπουργός Παιδείας της Σερβίας την περίοδο 1881-1883 και αργότερα Επιτετραμμένος της Σερβίας στην Κωνσταντινούπολη (1886-1891) και στην Πετρούπολη (1900-1902), όπου διατηρούσε στενές σχέσεις με Σλάβους φοιτητές που προέρχονταν από το μακεδονικό χώρο.

 Για να εμποδίσει την ανάπτυξη βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στους Σλάβους της Μακεδονίας, η σέρβική πλευρά, από το 1881 και μετά, αναπτύσσει την ιδέα του σλαβομακεδονισμού και προσπαθεί να εμπλουτίσει το βουλγαρομακεδονικό ιδίωμα με σερβικές λέξεις, ώστε να καταστεί γλώσσα της λογοτεχνίας. 
Krste Misirkov
(Кръстьо Мисирков)
(1874–1926)



Σκοπός βέβαια των Σέρβων δεν ήταν η δημιουργία μιας νέας σλαβομακεδονικής εθνότητας, αλλά μέσω της καλλιέργειας του σλαβομακεδονισμού, ως αντίρροπης δύναμης στον εκβουλγαρισμό, ο σταδιακός εκσερβισμός12 του σλαβικού πληθυσμού της Μακεδονίας. 
Konstantin-Stojan Novaković
Стојан-Коста Новаковић
(1842-1915)

Ως υπότροφος της εταιρείας «Άγιος Σάββας» ο βουλγαρικής καταγωγής Misirkov γαλουχήθηκε στο Βελιγράδι με τις σερβικές ιδέες του σλαβομακεδονισμού. 

Κατά τη διάρκεια των ανωτέρων του σπουδών στην Πετρούπολη είχε επαφές με τον Novakovic

Βλέποντας ότι η Βουλγαρία δεν μπορούσε να απελευθερώσει τη Μακεδονία και ότι η ρωσική πολιτική δεν ευνοούσε τις επαναστατικές δραστηριότητες της VMRO, ο Misirkov, μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Ilinden, ανέπτυξε την ιδέα του σλαβομακεδονισμού ως πολιτικού μέσου για την επίτευξη της αυτονόμησης της Μακεδονίας στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 


Έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι 
η δημιουργία της νέας εθνότητας είναι τεχνητή
ότι δεν υφίσταται μακεδονοσλαβική εθνότητα.

«Πολλοί θα διερωτηθούν, γράφει, για ποια εθνική διάσπαση κάνουμε λόγο.
 Σκεπτόμαστε μήπως να δημιουργήσουμε μια νέα μακεδονική εθνότητα; Αλλά αυτό θα ήταν κάτι το τεχνητό και δεν θα διαρκούσε ούτε μία μέρα. 
Τι είδους μακεδονική εθνότητα είναι αυτή, όταν οι πατέρες μας, οι πάπποι μας και οι προπάπποι μας ονομάζονταν Βούλγαροι;... 
Στη Μακεδονία υπήρξαν πάντοτε δύο εθνότητες: οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι μια μακεδονοσλαβική αναγέννηση είναι μια κενή υπόθεση των φαντασιόπληκτων, που δεν έχουν ιδέα από την ιστορία των Νοτίων Σλάβων...»13. 

Τις παρατηρήσεις αυτές αντικρούει με το απλούστατο επιχείρημα: 
«αλλά ό,τι δεν υπάρχει, μπορεί να δημιουργηθεί, αρκεί να το απαιτούν οι διάφορες ιστορικές συγκυρίες»14.

Ήταν φυσικό οι απόψεις του Misirkov και οι παρόμοιες απόψεις του Cupovski να μην έχουν ουσιαστική απήχηση. 
Η VMRO έκαψε το βιβλίο του Misirkov στη Σόφια. 

Η λύση δεν αναζητήθηκε στον εθνικό σεπαρατισμό, αλλά στον πολιτικό σεπαρατισμό. 
Αλλο ζήτημα ήταν η διαφοροποίηση της πολιτικής της VMRO από τη μακεδονική πολιτική του βουλγαρικού κράτους και άλλο η δημιουργία μιας νέας εθνότητας. 

Σύντομα ο Misirkov θα χαρακτηρίσει τη θεωρία του μακεδονοσλαβισμού ως αντιεπιστημονική και θα παραδεχθεί ότι το βιβλίο του «Περί των μακεδονικών υποθέσεων» αποτελεί πολιτική μπροσούρα. 

Στη μελέτη του «Σημειώσεις για τη νοτιοσλαβική φιλολογία και ιστορία», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Βαλκανική Συλλογή» (1910-1911) και στην οποία εκφράζει βουλγαρικές θέσεις, αναφέρει: 
«Οι αναγνώστες αυτής της μελέτης θα εκπλαγούν από τη μεγάλη αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτή τη μελέτη και στη μπροσούρα μου ‘Περί των μακεδονικών υποθέσεων’.
 Για την αποσαφήνιση αυτής της αντίφασης αρκεί να υπενθυμίσω ότι εγώ εκεί παρουσιάστηκα ως πολιτικός που αυτοσχεδιάζει σχετικά με το Μακεδονικό Ζήτημα.

 Όλο το περιεχόμενο αυτής της μπροσούρας δεν έχει τίποτα το κοινό με την αμερόληπτη επιστήμη»15.

Η ιδέα του σλαβομακεδονισμού στις αρχές του αιώνα εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες και περιοριζόταν απλά σ’ ένα κύκλο διανοουμένων, χωρίς να έχει λαϊκή βάση.

Στο έβδομο κεφάλαιο (Macedonian uprisings in the 19th and the beginning of the 20th Century, σ. 49-52) η εξέγερση της Κρέσνας (1878) και η εξέγερση του Ilinden χαρακτηρίζονται ως επαναστατικά κινήματα του «μακεδονικού» λαού, όπως επίσης και η VM[Ο]RΟ (Εσωτερική Μακεδονο[Θρακική] Επαναστατική Οργάνωση) ως μαζική οργάνωση των «Μακεδόνων».

Εδώ πρόκειται βασικά για μια παραχάραξη της βουλγαρικής ιστορίας. 

Η εξέγερση της Κρέσνας ήταν ένα βουλγαρικό κίνημα ως αντίδραση στην αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου στο Συνέδριο του Βερολίνου. 

Η εξέγερση του Ilinden ήταν επίσης ένα βουλγαρικό κίνημα, αποτέλεσμα των ταραχών της Τζουμαγιάς (1902) που υπέθαλψε το Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο της Σόφιας και της κινητικότητας που παρατηρήθηκε στην ευρωπαϊκή διπλωματία στα τέλη του 1902 και στις αρχές του 1903 (επίσκεψη του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας Lambsdorf στη Σόφια μετά τα γεγονότα της Τζουμαγιάς, προώθηση μεταρρυθμιστικού προγράμματος από τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις για τη Μακεδονίας κ.λπ.).

Πρόσφατα οι Βούλγαροι Ιστορικοί ανακάλυψαν νέα ντοκουμέντα από τα οποία διαφαίνεται ότι την πρωτοβουλία για την εξέγερση του
Ilinden ανέλαβε η ίδια η βουλγαρική κυβέρνηση του Danev16.
Τα ιδρυτικά μέλη της VMORO

 Η VMRO, που ιδρύθηκε από ομάδα Βουλγάρων διανοούμενων το 1893 στη Θεσσαλονίκη, παρά τις αλλαγές της ονομασίας της, που οφείλονταν σε λόγους τακτικής, διατήρησε πάντα τη βουλγαρική της ταυτότητα. 

Επιδίωκε την αυτονόμηση της Μακεδονίας ως μέσο προσάρτησης στη Βουλγαρία. 


Ο Chr. Tatarcev, ιδρυτικό μέλος της VMRO, είναι αρκετά σαφής ως προς το θέμα αυτό:

«Για τους σκοπούς της Οργάνωσης έγιναν πολλές συζητήσεις.

 Αποφασίσαμε την αυτονομία της Μακεδονίας, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη το βουλγαρικό στοιχείο. Δεν μπορούσαμε να δεχθούμε τη θεωρία περί άμεσης προσάρτησης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, γιατί βλέπαμε ότι αυτό θα συναντούσε μεγάλες δυσκολίες λόγω της αντίδρασης των Μεγάλων Δυνάμεων και των φιλόδοξων σχεδίων των μικρών γειτονικών κρατών και της Τουρκίας. 
Σκεφθήκαμε ότι μια αυτόνομη Μακεδονία θα μπορούσε αργότερα να προσαρτηθεί ευκολότερα στη Βουλγαρία.
 Αν αυτό σε τελευταία ανάλυση δεν πραγματοποιούνταν, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως αλυσίδα για τη συνένωση των βαλκανικών κρατών σε μια Ομοσπονδία»17.
Στο όγδοο κεφάλαιο (Programmatic premises for a Macedonian state, σ. 53-58) γίνεται αναφορά στις προγραμματικές αρχές της VMRO μετά την εξέγερση του Ilinden, που καθορίστηκαν σε συνέδριο στο μοναστήρι της Ρίλα: 

Προπαγανδισμός της ίδρυσης μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας,
αμφισβήτηση του απελευθερωτικού ρόλου της Βουλγαρίας και 
εφαρμογή μιας πολιτικής ανεξάρτητης από τη Σόφια.

Ο νέος αυτός προσανατολισμός πολλών στελεχών της VMRO μετά την εξέγερση του Ilinden ήταν απόρροια της πολιτικής κρίσης και της ιδεολογικής διάσπασης της βουλγαρομακεδονικής οργάνωσης. 

Απογοητευμένα πολλά βασικά στελέχη της VMRO από την αδράνεια του επίσημου βουλγαρικού κράτους κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Ilinden αναζήτησαν μια νέα τακτική. 

Το βασικό δίλημμα που αντιμετώπιζε η Οργάνωση ήταν κατά πόσο η στήριξη στο επίσημο βουλγαρικό κράτος θα μπορούσε να ωφελήσει ή να βλάψει το βουλγαρομακεδονικό επαναστατικό κίνημα18. 
Yane Sandanski
Яне Сандански
(1872–1915)

with Young Turks activist
 Nurredin Beg


Υπέρμαχος της χάραξης μιας ανεξάρτητης από τη Σόφια γραμμής ήταν κυρίως ο Jane Sandanski, ο οποίος, χωρίς να αρνηθεί τη βουλγαρική του καταγωγή, μετά το 1908 συνεργάστηκε με τους Νεότουρκους19

Η οριοθέτηση των σχέσεων της VMRO με το βουλγαρικό κράτος οφειλόταν σε λόγους τακτικής και δεν αποτελούσε καμιά προσπάθεια εθνικής χειραφέτησης των «Μακεδόνων» από τους Βουλγάρους.

Στο ένατο κεφάλαιο (The Macedonian question in foreign relations, σ. 59-65) εξετάζεται πολύ σύντομα και επιφανειακά η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων σε σχέση με το Μακεδονικό Ζήτημα από την Ανατολική κρίση (1875-1878) μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής τους σχετικά με το Ανατολικό Ζήτημα. 

Υπερεκτιμάται, αλλά και ταυτόχρονα παραποιείται η στάση του αμερικανικού παράγοντα στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. 
Τονίζεται ότι η Αμερική ευνοούσε την ίδρυση μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας (σ. 63).

Είναι αποδεδειγμένο ότι η αμερικανική βαλκανική πολιτική μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε σαφή φιλοβουλγαρικό προσανατολισμό.

 Η Αμερική επιδίωκε να αποκτήσει πολιτική επιρροή στην ηττημένη Βουλγαρία, η οποία είχε απωλέσει τους παραδοσιακούς της συμμάχους, την Τσαρική Ρωσία και τη Γερμανία. 

Γι’ αυτό ο Πρόεδρος Wilson ήταν εναντίον της παραχώρησης της Δ. Θράκης στην Ελλάδα και υπέρ της παραχώρησης της Νότιας Δοβρουτσάς στη Βουλγαρία, ενώ ταυτόχρονα προωθούσε την ίδρυση ενός διεθνούς κράτους υπό την προστασία της Αμερικής στην Α. Θράκη και την Κωνσταντινούπολη ως προγεφυρώματος κατά της Σοβιετικής Ένωσης20

Στα πλαίσια της φιλοβουλγαρικής στάσης του αμερικανικού παράγοντα, Αμερικανοί απεσταλμένοι στη Βουλγαρία, υπό την επίδραση κυρίως βουλγαρομακεδονικών κύκλων, με υπομνήματά του στον Πρόεδρο Wilson θεωρούσαν ως επιθυμητή την ίδρυση μιας αυτόνομης Μακεδονίας.

 Επίσημα όμως η αμερικανική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων, όταν το Μακεδονικό συζητήθηκε στην Επιτροπή Νέων Κρατών και Μειονοτήτων την περίοδο ΙουλίουΣεπτεμβρίου 1919, ποτέ δεν έθεσε τέτοιο ζήτημα21 γιατί θεωρούσε ότι δεν υπήρχαν προϋποθέσεις για την ίδρυση μιας αυτόνομης ή ανεξάρτητης Μακεδονίας. 

Την ίδρυση ανεξάρτητης Μακεδονίας προπαγάνδιζαν κυρίως με υπομνήματά τους στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης οι βουλγαρομακεδονικές οργανώσεις και τη θέση αυτή υποστήριξε η βουλγαρική αντιπροσωπεία στο Παρίσι22.

Εντελώς ανυπόστατος είναι επίσης ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων αναγνώρισε την ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας». 
Κάθε αναφορά της ελληνικής αντιπροσωπείας σε σλαβόφωνους ή σλαβικές κοινότητες της Μακεδονίας ερμηνεύεται ως αναγνώριση της «μακεδονικής μειονότητας» (σ. 64).

Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων η ελληνική αντιπροσωπεία επιδίωξε και πέτυχε την ανταλλαγή των πληθυσμών με τη Βουλγαρία.

 Όσοι από τους Σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας είχαν διαμορφωμένη βουλγαρική συνείδηση μπορούσαν να μεταναστεύσουν στη Βουλγαρία, ενώ όσοι ήθελαν να παραμείνουν θεωρούνταν ως έχοντες ελληνική συνείδηση, δεδομένου ότι είχαν μείνει πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και είχαν λάβει μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα των Ελλήνων.

 Οι Έλληνες της Βουλγαρίας μπορούσαν επίσης να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Συνθήκη των Σεβρών (10.8.1920) δε γίνεται καμία αναφορά σε βουλγαρική ή «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα.

Στο δέκατο κεφάλαιο (The Balkan wars and the Partition of Macedonia, σ. 67-70) επαναλαμβάνεται η γνωστή θέση περί διαμελισμού της Μακεδονίας από την Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία στους Βαλκανικούς πολέμους.

 Αναφέρεται όμως ότι «Μακεδόνες» πολέμησαν με το βουλγαρικό και τον ελληνικό στρατό για την απελευθέρωσή τους (σ. 67).

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι αποτελούν μία αχίλλειο πτέρνα της ιστοριογραφίας των Σκοπίων. 

Εάν πράγματι υπήρχε διαμορφωμένη «σλαβομακεδονική» συνείδηση στο σλαβικό πληθυσμό, θα έπρεπε να εκδηλωθεί με τη μορφή αντίστασης στον «επεκτατισμό» των τριών βαλκανικών κρατών. 

Το γεγονός ότι
Σλαβόφωνοι με βουλγαρική εθνική συνείδηση συνεργάστηκαν με το βουλγαρικό στρατό και Σλαβόφωνοι με ελληνική εθνική συνείδηση με τον ελληνικό στρατό 
αποδεικνύει την ανυπαρξία «σλαβομακεδονικής» εθνικής συνείδησης

Ήταν κυρίως οι βουλγαρομακεδονικές οργανώσεις που μετά την ήττα της Βουλγαρίας στο Β' Βαλκανικό Πόλεμο προπαγάνδιζαν μια ανεξάρτητη Μακεδονία.

Στο ενδέκατο κεφάλαιο (The Aegean part of Macedonia after the Balkan wars, σ. 71-86) αναφέρεται ότι η Ελλάδα προέβη σε εθνική κάθαρση των «Μακεδόνων» μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και με την εγκατάσταση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας μετέβαλε την εθνολογική σύσταση της Μακεδονίας. 

Ωστόσο, η Ελλάδα, υπό την πίεση της Κοινωνίας των Εθνών, αναγνώρισε την ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας». Ως αποδεικτικό στοιχείο θεωρείται η υπόθεση του ABECEDAR (σ. 73-75). Η αλλαγή των τοπωνυμίων χαρακτηρίζεται ως μία περαιτέρω απόδειξη της «αντιμακεδονικής» πολιτικής της Αθήνας (σ. 75-80).

Η «αντιμακεδονική» εκστρατεία της Ελλάδας αποκορυφώνεται μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ελληνικές αρχές καταδίωξαν τους «Μακεδόνες», οι οποίοι συσπειρωμένοι με το δημοκρατικό λαό της Ελλάδας στη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου αγωνίζονταν για την εθνική τους αποκατάσταση (σ. 80-86).

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η Ελλάδα στις 27.11.1919 υπέγραψε ειδική σύμβαση με τη Βουλγαρία για την ανταλλαγή των πληθυσμών. 

Μετά την επικύρωση της Συνθήκης του Νεϊγύ από τη βουλγαρική Βουλή (9.8.1920) 
η Βουλγαρία δεν προέβη στην παραχώρηση δικαιωμάτων στους Έλληνες της Βουλγαρίας, όπως προέβλεπαν γενικά οι μειονοτικές διατάξεις της Συνθήκης.

 Η Ελλάδα προέβη επίσης σε ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης (24.7.1923).

 Πάνω από 300.000 Μουσουλμάνοι του ελληνικού τμήματος της Μακεδονίας μετανάστευσαν στην Τουρκία, ενώ 700.000 Ελληνες από τη Μικρά Ασία εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία. 

Το 1926 η εθνολογική σύσταση της Ελληνικής Μακεδονίας είχε ως εξής23:

Έλληνες........................................1.341.000
Μουσουλμάνοι................................... 2.000
Σλαβόφωνοι......................................77.000
Διάφοροι.......................................... 91.000
Σύνολο......................................... 1.511.000

Κατά συνέπεια, η Ελλάδα δεν πραγματοποίησε «καμμία εθνική κάθαρση».

Η υπόθεση σχετικά με το ABECEDAR πρέπει να εξετάζεται εντός των αντιστοίχων ιστορικών πλαισίων. 

Στις 6 Αυγούστου 1924 το ελληνικό Κοινοβούλιο επικύρωσε τις διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών σχετικά με την προστασία των μειονοτήτων.

 Στις 29 Σεπτεμβρίου 1924 ο Ελληνας Υπουργός Εξωτερικών Ν. Πολίτης και ο Βούλγαρος συνάδελφός του Chr. Kalvov υπέγραψαν στη Γενεύη, υπό τη αιγίδα του Γ.Γ. της Κοινωνίας των Εθνών Eric Drummond, ένα Πρωτόκολλο για την ικανοποίηση αιτημάτων της βουλγαρικής μειονότητας στην Ελλάδα και της ελληνικής στη Βουλγαρία, δεδομένου ότι η μετανάστευση ακόμα συνεχιζόταν,
ενώ η VMRO προκαλούσε μεθοριακά επεισόδια (π.χ. υπόθεση Τερλίς του Ιουλίου 1924) και καταδίωκε τους Έλληνες της Βουλγαρίας (ανθελληνικοί διωγμοί του καλοκαιριού του 1924). 

Το Πρωτόκολλο προέβλεπε κυρίως το συμβουλευτικό ρόλο των δύο εκπροσώπων της Κοινωνίας των Εθνών (Corfe και De Roover) στη Μικτή Επιτροπή ΕλληνοΒουλγαρικής Μεταναστεύσεως όσον αφορά στη λήψη των μέτρων της ελληνικής και της βουλγαρικής κυβέρνησης. 

Η Βουλγαρία διείδε τη σημασία του Πρωτοκόλλου κυρίως στο γεγονός ότι για πρώτη φορά σε επίσημο διπλωματικό έγγραφο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο γινόταν αναφορά στην ύπαρξη Βουλγάρων στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. 

Δύο παράγοντες ωστόσο κατέστησαν την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου αδύνατη. 
Πρώτον, η στάση της Γιουγκοσλαβίας. 

Το Βελιγράδι αντέδρασε στον χαρακτηρισμό των Σλαβοφώνων της ελληνικής Μακεδονίας ως Βουλγάρων, διότι αυτό υπέσκαπτε την πολιτική του εκσερβισμού στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας, όπου δεν αναγνωριζόταν η ύπαρξη Βουλγάρων, απαίτησε το χαρακτηρισμό των Σλαβοφώνων της ελληνικής Μακεδονίας ως Σέρβων και κατήγγειλε την ελληνοσερβική Συνθήκη Συμμαχίας του 1913. 

Η στάση του Βελιγραδιού εξανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να μην επικυρώσει το Πρωτόκολλο. Δεύτερον, η ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταναστεύσεως. 

Στις 31 Δεκεμβρίου 1924 έληξε η προθεσμία υποβολής Δηλώσεων των Σλαβοφώνων που επρόκειτο να μεταναστεύσουν στη Βουλγαρία και είχαν διαμορφωμένη βουλγαρική εθνική συνείδηση.

 Οι εναπομείναντες Σλαβόφωνοι αποτελούσαν για την Ελλάδα μια γλωσσική ομάδα
 (minorité de langue slave)
 και όχι εθνική μειονότητα με τη σημασία που έχει ο όρος στο Διεθνές Δίκαιο.


Για να αρθούν οι διπλωματικές επιπτώσεις από τη μη επικύρωση του Πρωτοκόλλου, αλλά και για να φανεί η Ελλάδα συνεπής στις δεσμεύσεις της που απέρρεαν από τις μειονοτικές διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών, δεδομένου ότι εκκρεμούσε και η λήψη προσφυγικού δανείου, η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε στις 29 Μαΐου 1925 στην Κοινωνία των Εθνών ότι θα σεβασθεί τα αιτήματα των Σλαβοφώνων στον εκπαιδευτικό και θρησκευτικό τομέα.

 «... Le Gouvernement hellénique examinera avec bienveillance toute demande qui lui serait par cette minorité pour louverture et le fonctionnement dune école ou l’énseignement serait donné dans sa propre langue, conformémant aux lois et règlements du pays sur les écoles privées ou linstruction primaire
Il lui fera en outre profiter de toute autre mesure qui serait prise ultérieusement en faveur des écoles des minorités, notamment pour le recrutement du personnel enseignant.

Les ressortissants grecs appartenant à la minorité de langue slave étant orthodoxes ne peuvent certes prétendre constituer une minorité de religion dans un pays dont la religion prédominante est leur propre croyance. 
Néanmois et bien que depuis l’apparition du christianisme jusqu’il y a quelques dizaines d’années l’office divin dans leurs églises était célébré en langue grecque, le Gouvernement hellénique serait toujours disposé à examiner avec bienveillance toute demande provenant de ses ressortissants en question, et visant l’emploi, dans une église, de leur propre langue à la place du grec»24.

Στα πλαίσια των εκπαιδευτικών μέτρων που η Ελλάδα επροτίθετο να λάβει συγκαταλεγόταν και η σύνταξη του Αλφαβηταρίου του τοπικού σλαβικού ιδιώματος με λατινικούς χαρακτήρες. 

Ταυτόχρονα, η Ελλάδα θα προωθούσε και τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στους Σλαβόφωνους, πράγμα που η Κοινωνία των Εθνών αποδέχθηκε. 

«Il est bien entendu que l’énseignement créé au profit des populations grecques de langue slave comportera aussi un énseignement de la langue grecque»25.

Πουθενά 
στα σχετικά διπλωματικά έγγραφα
 δεν υπάρχει ο όρος
 «μακεδονική εθνική μειονότητα» ή
 απλά «μακεδονική μειονότητα».

Αλλά επειδή η Βουλγαρία δεν προέβη στη λήψη παρόμοιων μέτρων για τους Έλληνες, όπως προβλεπόταν γενικά από τη Συνθήκη του Νεϊγύ για τις μειονότητες της Βουλγαρίας, η Ελλάδα δεν μπορούσε να εφαρμόσει μονομερώς τα εξαγγελθέντα μέτρα. 

Επιπλέον, το Βελιγράδι κατά τις ΕλληνοΣερβικές διαπραγματεύσεις του ΑπριλίουΜαΐου 1925 (και αργότερα) για τη διευθέτηση του εκκρεμούς ζητήματος της Ελεύθερης Ζώνης στη Θεσσαλονίκη πίεζε την ελληνική πλευρά να αναγνωρίσει τους Σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας ω σέρβική μειονότητα, έτσι ώστε η Ελλάδα έμμεσα να υποβοηθήσει τη Σερβία στην εφαρμογή της πολιτικής του εκσερβισμού στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας. 

Το ζήτημα των Σλαβοφώνων της ελληνικής Μακεδονίας ενεπλέκετο μοιραία στη βουλγαρογιουγκοσλαβική διένεξη για το Μακεδονικό, πράγμα που επιδείνωνε την πολιτική κατάσταση στα Βαλκάνια. 

Από τα μέσα του 1925 το Πρωτόκολλο Πολίτη Kalvov και οι Σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας δεν θα απασχολήσουν πλέον την Κοινωνία των Εθνών. 

Αλλωστε οι Σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκαν είτε στην ελληνική κυβέρνηση είτε στους εκπροσώπους της Κοινωνίας των Εθνών στη Μικτή Επιτροπή ΕλληνοΒουλγαρικής Μεταναστεύσεως για καταπίεση από τις ελληνικές Αρχές. 

Εξάλλου, η Βουλγαρία είχε εκφράσει αντιρρήσεις στο ABECEDAR, διότι δεν χρησιμοποιήθηκε το κυριλλικό αλφάβητο και η λόγια βουλγαρική γλώσσα. 

Αν και η Κυβέρνηση Παγκάλου φάνηκε πρόθυμη τον Ιανουάριο του 1926 να διανείμη το ABECEDAR σε σχολεία της Δυτικής Μακεδονίας, 
ωστόσο αντέδρασαν και οι ίδιοι οι Σλαβόφωνοι που το έκαψαν στο Αμύνταιο.

Η Ελλάδα ακολούθησε πολιτική ήπιας αφομοίωσης των Σλαβοφώνων (εκπαίδευση, διάσπαση της Zadruga, ανάπτυξη χρηματιστηριακής οικονομίας και εμπορικών συναλλαγών ντόπιωνπροσφύγων, μεικτοί γάμοι κ.λπ.). 

Υπήρχαν ομάδες με φίλο-βουλγαρικές τάσεις, αλλά δεν αμφισβητούσαν την ελληνική κυριαρχία.

Ο βίαιος εξελληνισμός της μεταξατικής περιόδου (λειτουργία νυκτερινών σχολείων, απαγόρευση του σλαβομακεδονικού ιδιώματος στο δημόσιο βίο, υποχρέωση ανάρτησης της ελληνικής σημαίας κ.λπ.) οφειλόταν σε διαφόρους λόγους

1) Στην εξασθένιση του βαλκανικού συμφώνου του 1934 και στην προσέγγιση Γιουγκοσλαβίας Βουλγαρίας τον Ιανουάριο του 1937 σε ανθελληνική βάση. 

2) Στη δράστηριοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος που πρόβαλλε τη θέση της ύπαρξης μακεδονικού έθνους και προσεταιρισμού των μειονοτήτων. 

Η πολιτική αυτή ωστόσο ίσχυσε για όλες τις γλωσσικές ομάδες στα πλαίσια της ιδεολογίας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.

Η αλλαγή τοπωνυμίων στα πλαίσια μιας νεότερης κρατικής οριοθέτησης αποτελεί τυπικό φαινόμενο της νεότερης ιστορίας ολόκληρης της Ευρώπης και όχι μόνο. 

Στα Βαλκάνια και στη Μ. Ασία τα κράτη που προέκυψαν μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων προέβησαν σε ανάλογη διαμόρφωση της τοπωνυμικής εικόνας των χωρών τους ιδίως σε περιοχές όπου το αλλόγλωσσο στοιχείο είχε μετακινηθεί ή σημαντικά συρρικνωθεί.

 Ειδικότερα στη Μακεδονία, σε πολλές περιοχές, πρόκειται για αποκατάσταση ελληνικών ονομάτων που είχαν παραφθαρεί στη Σλαβική (π.χ. Καστοριά αντί Kostur, Βέρροια αντί Ber) ή για επίσημο επαναπροσδιορισμό περιοχών με τα πρωτογενή τους ελληνικά ονόματα (π.χ. ΝάουσαNegus, ΠέλλαPostlo, Έδεσσα· Voden), που είτε δεν είχαν εγκαταλειφθεί είτε επαναφέρθηκαν. 

Η ριζική εθνολογική διαμόρφωση της περιοχής κατά την περίοδο 1912-1925 καθιστούσε αναγκαία την αντικατάσταση τουρκικών και σλαβικών τοπωνυμίων, αφού πλέον η Ελληνική Μακεδονία είχε αποκτήσει συντριπτικά ομοιογενή ελληνόφωνο πληθυσμό.

Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα (1946-1949) ένα τμήμα των Σλαβόφωνων αντιμετώπισε πραγματικά κρίση συνείδησης, λόγω κυρίως της επενέργειας εξωγενών παραγόντων. 

Στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στην ελληνική Μακεδονία αρκετοί Σλαβόφωνοι, είτε για λόγους συμφέροντος είτε λόγω πιέσεως, έγιναν όργανα των Βουλγάρων κατακτητών και οργάνωσαν σώματα ασφαλείας, γνωστά ως «Οχράνα».

Με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβία, που είχε αποδεχθεί την απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς του 1934 για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», προωθούσε το «μακεδονισμό» ως αντίβαρο στο βουλγαρισμό και από το 1943 επιδίωκε τη συνένωση των τριών τμημάτων της Μακεδονίας στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, ιδρύθηκε το 1943 στην Ελληνική Μακεδονία το ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό ΕθνικόΑπελευθερωτικό Μέτωπο). 


Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας συγκατατέθηκε στην ίδρυση του ΣΝΟΦ γιατί εκτιμούσε ότι με τον τρόπο αυτό θα προσελκύονταν στην αντίσταση οι Σλαβόφωνοι εκείνοι που είχαν παρασυρθεί από τη φασιστική βουλγαρική προπαγάνδα. 


Αν και μεταξύ των ΚΚΕ και ΚΚΓ είχε αποφασιστεί η ένταξη του ΣΝΟΦ στο ελληνικό αντιστασιακό κίνημα του ΕΛΑΣ,
 οι Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι καθοδηγούσαν μυστικά την οργάνωση, 
προπαγανδίζοντας την ιδέα του «μακεδονικού έθνους» 
και της «Ενιαίας Μακεδονίας» εντός της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας26.

То 1944, όταν άρχισε να καταρρέει η δύναμη του ναζισμού στην Ευρώπη και η Βουλγαρία θα ήταν πάλι μια ηττημένη χώρα, 
πολλοί οπαδοί της βουλγαρικής «Οχράνας» 
απέβαλαν τα διακριτικά του βουλγαρικού φασιστικού στρατού και 
εντάχθηκαν στα σλαβόφωνα τάγματα του ΕΛΑΣ, 
εμφανιζόμενοι πλέον ως «Μακεδόνες» αντιστασιακοί κομμουνιστές. 

Η άμεση εξάρτηση των σλαβόφωνων ταγμάτων του ΕΛΑΣ από τη Γιουγκοσλαβία και ο προπαγανδισμός της θέσης για συνένωση της ελληνικής Μακεδονίας με τη Γιουγκοσλαβία προκάλεσαν σοβαρή ανησυχία στο ελληνικό αντιστασιακό κίνημα, με αποτέλεσμα μονάδες του ΕΛΑΣ να συγκρουσθούν τον Οκτώβριο του 1944 με το σλαβόφωνο τάγμα του Goce και να το απωθήσουν στη Γιουγκοσλαβία.

Τον Απρίλιο του 1945 οι Γιουγκοσλάβοι, εκμεταλλευόμενοι την ανώμαλη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα μετά τα Δεκεμβριανά, ίδρυσαν την οργάνωση ΝΟΦ ως συνέχεια της ΣΝΟΦ, η οποία με την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα εντάχθηκε στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. 

Σύντομα όμως η ομάδα του Goce (Ηλίας Δημάκης) και τον Keramidziev (Μιχάλης Κεραμιτζής) άρχισε να προπαγανδίζει τη θέση 
της συνένωσης της ελληνικής Μακεδονίας με τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία
προκαλώντας σοβαρές δυσκολίες στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, το οποίο διεξήγαγε τις πολεμικές επιχειρήσεις κυρίως με γιουγκοσλαβική βοήθεια27


Το ΚΚΕ αναγνώριζε βέβαια μετά την απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την ύπαρξη «Μακεδονικού Έθνους» (1934)
 τους Σλαβόφωνους θεωρητικά ως «σλαβομακεδονική μειονότητα»

Αλλά από το 1935 είχε εγκαταλείψει το σύνθημα «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία εντός μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας» που επέβαλε η Κομμουνιστική Διεθνής το 1924, προκαλώντας εσωτερική διάσπαση στο Κόμμα, και υποστήριζε την πλήρη ισοτιμία των μειονοτήτων εντός του ελληνικού κράτους. 

Μετά τή ρήξη του Τίτο με την Cominform (1948), η ηγεσία του ΚΚΕ ευθυγραμμίστηκε με τη Σοβιετική Ένωση στις επιθέσεις εναντίον του Τίτο και υιοθέτησε στην 5η Ολομέλεια (Ιανουάριος 1949) το σύνθημα «εθνική αποκατάσταση και αυτοδιάθεση του μακεδονικού λαού», για να αποσπασθεί η γιουγκοσλαβική Μακεδονία από την κυριαρχία του Τίτο.

«Στη Βόρεια Ελλάδα ο μακεδονικός (σλαβομακεδόνικος) λαός τάδωσε όλα για τον αγώνα και πολεμά με μια ολοκλήρωση ηρωισμού και αυτοθυσίας που προκαλούν τον θαυμασμό. 

Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της Λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως τη θέλει ο ίδιος, προσφέροντας σήμερα το αίμα του για να την αποχτήσει. 
Οι μακεδόνες κομμουνιστές στέκονται πάντα επικεφαλής στην πάλη του Λαού τους. 

Ταυτόχρονα οι μακεδόνες κομμουνιστές πρέπει να προσέξουν τις διασπαστικές και διαλυτικές ενέργειες που ξενοκίνητα σωβινιστικά και αντιδραστικά στοιχεία αναπτύσσουν, για να διασπάσουν την ενότητα ανάμεσα στο μακεδονικό (σλαβομακεδονικό) και τον ελληνικό Λαό, 
διάσπαση που μόνον τον κοινό τους εχθρό, το μοναρχοφασισμό και τον αμερικανοαγγλικό ιμπεριαλισμό θα οφελήσει...»28.

Στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1418 Μαΐου 1950) ο Ζαχαριάδης εξήγησε ότι η απόφαση αυτή στρεφόταν
 «ενάντια και στον Τίτο, που κι αυτός όπως και ο μοναρχοφασισμός τυραννεί το μακεδονικό λαό.
 Η προοπτική που δίναμε είτανε απελευθέρωση όχι μόνο απτό μοναρχοφασισμό μα και τον Τίτο που την Μακεδονία την ξαναρρίχνει, την ξανάρριξε στον ιμπεριαλιστικό ζυγό και την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση»29

Ταυτόχρονα, η 5η Ολομέλεια άσκησε δριμύτατη κριτική στα στελέχη του ΝΟΦ που ήταν όργανα της Γιουγκοσλαβίας30 και τα οποία καθαιρέθηκαν από τις ηγετικές τους θέσεις.

Το δεύτερο συνέδριο του ΝΟΦ (25-26 Μαρτίου 1949) επανέλαβε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και αποκατάστασης του μακεδονικού λαού31.

Ή απόφαση αυτή στρεφόταν κατά της Γιουγκοσλαβίας που επιδίωκε την ίδρυση μιας ενιαίας Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. 

Η στροφή αυτή είχε σοβαρές επιπτώσεις και στον τομέα των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Οι Γιουγκοσλάβοι, προστατεύοντας τα νώτα τους, έκλεισαν τη μεθόριο που ως τότε αποτελούσε την κύρια οδό ανεφοδιασμού των Ελλήνων Κομμουνιστών. 

Ένα μέρος των Σλαβόφωνων οπαδών του ΝΟΦ διέφυγε και εγκαταστάθηκε στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. 

Μετά την ήττα των Ελλήνων Κομμουνιστών τον Αύγουστο του 1949, οι υπόλοιποι οπαδοί του ΝΟΦ ακολούθησαν την ηγεσία του ΚΚΕ και εγκαταστάθηκαν στις χώρες της Α. Ευρώπης. 

Κατά συνέπεια, η τύχη των Σλαβόφωνων που προσχώρησαν στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα στον εμφύλιο πόλεμο ήταν όμοια με την τύχη των Ελλήνων Κομμουνιστών.

 Απέναντι σε όσους εγκαταστάθηκαν στην Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της «Μακεδονίας», πολιτογραφήθηκαν «Μακεδόνες» και άρχισαν να επιδίδονται σε ανθελληνική εκστρατεία,
ήταν φυσικό και αναμενόμενο το ελληνικό κράτος να είναι άκρως επιφυλακτικό

Εκείνο όμως που αποσιωπούν
 οι Ιστορικοί των Σκοπίων 
είναι
οι πολλοί Σλαβόφωνοι στη διάρκεια της κατοχής και του Εμφυλίου παρέμειναν σταθερά προσκολλημένοι στον Ελληνισμό 
και μάλιστα έλαβαν τα όπλα και πολέμησαν κατά των ΝΟΦιτών.

Στο δωδέκατο κεφάλαιο (The idea of Macedonian libération between the two world wars, σ. 87-90) γίνεται αναφορά στις «μακεδονικές εθνικές δυνάμεις» που αγωνίζονταν για ένα ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος στην περίοδο του Μεσοπολέμου: 
VMRO και 
Εκτελεστική Επιτροπή των Μακεδονικών Αδελφοτήτων, 
Φεντεραλιστές, 
VMRO (Ενωμένη). 

Εξαίρετοι η προσπάθεια ενοποίησης των «μακεδονικών» δυνάμεων το Μάιο του 1924, ενώ η απόφαση της Comintern του 1934 για την ύπαρξη «Μακεδονικού Έθνους» θεωρείται ως η πρώτη διεθνής αναγνώριση της «μακεδονικής εθνικής ταυτότητας» (σ. 89).

Τα ιστορικά ωστόσο πραγματικά δεδομένα είναι διαφορετικά. 
Οι ηγέτες VMRO
Alexander Protogerov και ο Todor Alexandrov
Александър Протогеров-Тодор Александров 


Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως 
η βουλγαρική οργάνωση VMRO
υπό την ηγεσία των Todor Alexandrov και Alexander Protogerov 
επιδιώκει την αυτονόμηση της σερβικής και ελληνικής Μακεδονίας 
με απώτερο σκοπό την προσάρτηση στη Βουλγαρία

Ενώ σε σχέση με την ελληνική Μακεδονία προσπαθεί (ανεπιτυχώς) να ματαιώσει την εφαρμογή της ελληνοβουλγαρικής σύμβασης για την ανταλλαγή των πληθυσμών, στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας, όπου σημαντικό μέρος του πληθυσμού είχε φιλοβουλγαρικά αισθήματα, εφαρμόζει την τακτική του ανταρτοπολέμου (1920-1924) και των δολοφονιών κρατικών στελεχών του γιουγκοσλαβικού κράτους (1926-1933) ως αντίδραση στην πολιτική του εκσερβισμού της περιοχής που προωθούσε το Βελιγράδι32
  Ο  Ivan Mihajlov με τον  Alexander Protogerov μετά την
δολοφονία του Todor Alexandrov

Από το 1933 η VMRO, υπό την ηγεσία του Ivan Mihajlov, προπαγανδίζει τη θέση «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» συμπεριλαμβανομένου και του βουλγαρικού τμήματος της Μακεδονίας. Για τη VMRO η πολιτική ετικέτα «Μακεδών» ήταν απόλυτα συμβιβάσιμη με την εθνική ταυτότητα Βούλγαρος. 
Μια «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» θα αποτελούσε ένα δεύτερο βουλγαρικό κράτος.

 Οι Φεντεραλιστές (T. Panica, F. Atanasov, N. Jurukov), που αποσχίσθηκαν το 1920/1921 από τη VMRO, προπαγάνδιζαν την ίδρυση μιας Ομοσπονδίας των Νοτίων Σλάβων ως τρόπο λύσης του Μακεδονικού Ζητήματος.

 Χρησιμοποιούσαν τον όρο «Μακεδών» με τη γεωγραφική του σημασία. 

Η αντίθεση με τη VMRO οφειλόταν εν μέρει σε αίτια ιδεολογικά και προσωπικά, εν μέρει σε λόγους τακτικής. Την ενοποίηση των δύο αυτών οργανώσεων επιδίωκε κυρίως η σοβιετική διπλωματία το 1924, ώστε, ενοποιημένες οι βουλγαρομακεδονικές οργανώσεις, σε συνεργασία με το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας και τους Βούλγαρους Αγροτικούς να ανατρέψουν την κυβέρνηση Cankov και να εγκαθιδρύσουν εργατοαγροτική κυβέρνηση στη Βουλγαρία. 

Η σοβιετική διπλωματία και η Κομμουνιστική Διεθνής προσπαθούσαν να αποξενώσουν τις βουλγαρομακεδονικές οργανώσεις από το βουλγαρικό εθνικισμό, αναφέρονταν στην ύπαρξη «Μακεδονικού λαού», διαμελισμένου μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας, και προπαγάνδιζαν την ίδρυση μιας «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας», για να διαβρώσουν τα βαλκανικά κράτη. 

Το Μανιφέστο της 6ης Μαΐου 1924 33 που υπογράφτηκε από τη VMRO και τους Φεντεραλιστές και διακήρυττε συγκεκαλυμμένα τη συνεργασία των βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων με τη Σοβιετική Ρωσία και την ανάληψη ενός αγώνα εναντίον των «ιμπεριαλιστικών» βαλκανικών κρατών στο όνομα του «μακεδονισμού» και της ανεξάρτητης Μακεδονίας ήταν δημιούργημα της σοβιετικής διπλωματίας34.

Στο ίδιο πνεύμα συντάχθηκε και η απόφαση του 5ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (17 Ιουνίου 8 Ιουλίου 1924) για το Μακεδονικό.

«... Ο διαμελισμός της Μακεδονίας μεταξύ Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας έχει ενισχύσει ακόμα περισσότερο την επιδίωξη του μακεδονικού λαού σε όλα τα μέρη της διαμελισμένης του πατρίδας για συνένωση και ίδρυση μιας ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας... 

Το Συνέδριο θεωρεί τα συνθήματα της 6ης Συνδιάσκεψης της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας [ΣτΣ: Δεκέμβριος του 1923 στη Μόσχα]Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία, Ενιαία και Ανεξάρτητη Θράκη, ως εντελώς σωστά και πραγματικά επαναστατικά. 

Τα συνθήματα για αυτονομία των τμημάτων της Μακεδονίας και της Θράκης εντός των ορίων των τεχνητά ιδρυθέντιον αστικών κρατών με τις Συνθήκες των Σεβρών κ.λπ. πρέπει να απορριφθούν ως οπορτουνιστικά.

 Ισοδυναμούν με μια συμφωνία μεταξύ των ευπόρων στρωμάτων του μακεδονικού και θρακικού πληθυσμού και των κυρίαρχων τάξεων των αντίστοιχων κρατών. 

Ισοδυναμούν με μια περαιτέρω κοινωνική και εθνική καταπίεση του φτωχού μακεδονικού και θρακικού πληθυσμού. 

Το Συνέδριο τονίζει ταυτόχρονα ότι ο επαναστατικός αγώνας του μακεδονικού και θρακικού λαού για την εθνική του και κοινωνική απελευθέρωση θα είναι επιτυχής μόνο αν διεξάγεται από κοινού με τους επαναστάτες εργάτες και αγρότες κάθε βαλκανικού κράτους...»35.

Τα σχέδια της Κομμουνιστικής Διεθνούς για κομμουνιστοποίηση της Βουλγαρίας και αποσταθεροποίηση της Βαλκανικής κατά το έτος 1924 απέτυχαν36
Ωστόσο, μια πολιτικοιδεολογική πόλωση της βουλγαρομακεδονικής κίνησης ήταν το αποτέλεσμα της σοβιετικής ανάμιξης στο Μακεδονικό Ζήτημα.

 Η κυβέρνηση Cankov προέβη σε εκκαθάριση της VMRO από όλα εκείνα τα στελέχη που είχαν ταχθεί υπέρ της συνεργασίας με τους κομμουνιστές. 

Όσοι επιβίωσαν, ίδρυσαν με ενέργειες κυρίως της Κομμουνιστικής Διεθνούς τον Οκτώβριο του 1925 τη VMRO (Ενωμένη) ως ιδεολογικό και πολιτικό αντίποδα στη VMRO του Μίhajlov με κύριο σύνθημα «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας». 

Η πολιτική επιρροή της VMRO (Ενωμένης) στο βαλκανικό χώρο υπήρξε ασήμαντη, δεδομένου ότι η έδρα της ήταν στη Βιέννη και από τα βαλκανικά κράτη θεωρείτο ως κομμουνιστική οργάνωση. 

Στην οργάνωση αυτή, η οποία είχε αναπτύξει προπαγανδιστική κυρίως δραστηριότητα με τα δημοσιογραφικά της όργανα La Fédération Balkanique και Makedonsko Delo και τελούσε υπό την επιρροή των Βουλγάρων κομμουνιστών, προσδόθηκε ένας ευρύτερος διαβαλκανικός χαρακτήρας.

 Η VMRO (Ενωμένη) ήταν υπέρ της εθνικής απελευθέρωσης όλων των καταπιεζόμενων εθνοτήτων της Μακεδονίας. 
Υπό την έννοια «Μακεδονικός λαός» υπονοούνταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας, κυρίως όμως οι Βούλγαροι. 

Σε σχέση με την ελληνική και σέρβική Μακεδονία η VMRO (Ενωμένη) καυτηρίαζε την εθνική κυρίως καταπίεση των Βουλγάρων, σε σχέση με τη βουλγαρική, την πολιτική καταπίεση και οικονομική εκμετάλλευση του βουλγαρικού πληθυσμού.

«Αν εξετάσουμε το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας, θα παρατηρήσουμε ότι και εδώ η κατάσταση είναι όμοια με το σέρβικά και βουλγαρικό τμήμα. 

Οι Μακεδόνες Έλληνες και οι Τούρκοι που πριν κατοικούσαν εδώ εκδιώχθηκαν. 
Ο πληθυσμός που κατοικεί σ’ αυτό το τμήμα της Μακεδονίας, όντας βουλγαρικής εθνικότητας, απολαμβάνει πολιτιστικών δικαιωμάτων. Έχει σχολεία, εκκλησίες κ.λπ. Και αυτή είναι η μοναδική διαφορά μεταξύ της κατάστασης των Μακεδόνων στη Βουλγαρία και εκείνης στην Ελλάδα και τη Σερβία» 37.

Παρόμοια εκφράστηκε και ο Dimitrov που ασκούσε σημαντική επιρροή στη VMRO (Ενωμένη):

 «... η βουλγαρική μπουρζουαζία κρατά την περιφέρεια του Πετριτσίου (βουλγαρική Μακεδονία) κάτω από ένα αυστηρό και αδυσώπητο καθεστώς σε σχέση με το υπόλοιπο τμήμα της Βουλγαρίας, παρότι αυτή θεωρεί τους Μακεδόνες αυτής της περιοχής ως καθαρό βουλγαρικό πληθυσμό, και τη μεταχειρίζεται οικονομικά και πολιτικά ως μια κατακτημένη περιοχή. 

Επειδή η γλώσσα και ο πολιτισμός είναι εδώ όμοια, εκφράζεται η εθνική καταπίεση κυρίως σε οικονομική αφαίμαξη και σε πολιτική καταπίεση του μακεδονικού πληθυσμού...» 38.

Η VMRO (Ενωμένη) μέχρι το 1934 αρνείται την ύπαρξη «μακεδονικής εθνότητας».

 «Στη Μακεδονία ιδιαίτερη μακεδονική εθνότητα δεν υπήρξε και δεν υπάρχει, όπως δεν υπήρξε και δεν υπάρχει για παράδειγμα ελβετική εθνότητα
Υπήρξαν και υπάρχουν ξεχωριστές εθνότητες που σε μικρότερη ή μεγαλύτερη αναλογία κατοικούν στη Μακεδονία, όπως υπάρχει γαλλική, γερμανική, ιταλική και ρωμανική εθνότητα που κατοικούν στην Ελβετία. 
Και όπως οι τέσσερις αυτές κύριες εθνότητες αποτελούν μια γεωγραφική, πολιτική και οικονομική ενότητα και φέρουν το κοινό όνομα ελβετικός λαός, έτσι και οι 
Βούλγαροι, 
Έλληνες, 
Τούρκοι, 
Βλάχοι, 
Αλβανοί, και 
Σέρβοι, 
όσοι υπάρχουν, που γεννήθηκαν και κατοικούν στη Μακεδονία, αποτελούν ένα πολυεθνικό μωσαϊκό που φέρει το κοινό όνομα μακεδονικός λαός» 39.

Το Φεβρουάριο του 1934 η Κομμουνιστική Διεθνής έλαβε για πολιτικούς λόγους τη γνωστή απόφαση για την ύπαρξη «(Σλαβο)μακεδονικού έθνους».

 Μετά τήν άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και ενόψει των στενών επαφών της βουλγαρικήςεθνικιστικής VMRO του Michajlov με τους χιτλερικούς κύκλους, η ΕΣΣΔ ήθελε να αποτρέψει την εκμετάλλευση του Μακεδονικού Ζητήματος από τη ναζιστική Γερμανία προς όφελος των βουλγαρικών φασιστικών κύκλων.

 Η VMRO (Ενωμένη) και τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα κλήθησαν να αναλάβουν όχι μόνο έναν ιδεολογικό και πολιτικό, αλλά κι ένα σαφή εθνικό πλέον αγώνα προς όφελος του μακεδονισμού. 
Είναι άξιο προσοχής ότι στη σχετική απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την ύπαρξη μακεδονικού έθνους η Μακεδονία χαρακτηρίζεται ως μια εστία πολέμου στον επικείμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ενώ αμφισβητείται στη Βουλγαρία τόσο το δικαίωμα της κατοχής της περιοχής του Πετριτσίου όσο και της διεκδίκησης του ευρύτερου μακεδονικού χώρου. 

Ο Vlahov στα Απομνημονεύματά του αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι η απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς να προωθήσει την ιδέα του μακεδονικού έθνους συνδέεται άμεσα με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία.

 Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς έδωσε εντολή στους επικεφαλής της Βαλκανικής Γραμματείας της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τον Πολωνό Valecki και τον Τσέχο Smeral, να συντάξουν τη σχετική απόφαση. 

Επειδή όμως δεν γνώριζαν το Μακεδονικό, το κείμενο της απόφασης συνέταξε κυρίως ο ίδιος ο Vlahov, ηγετική φυσιογνωμία της VMRO (Ενωμένης).

 Ο Vlahov αναφέρεται επίσης στις αρνητικές αντιδράσεις που προκάλεσε η απόφαση της Ε.Ε. της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την προώθηση της ιδέας του μακεδονικού έθνους τόσο στο Βουλγαρικό Κ.Κ. (Kolarov, Stanke Dimitrov, V. Cervenkov) όσο και σε στελέχη της VMRO (Ενωμένης), τα οποία εξέφρασαν ενδοιασμούς μήπως η θεωρία περί μακεδονικού έθνους αποβεί boomerang για την Οργάνωση. 

Στις σχετικές προκαταρκτικές συζητήσεις έλαβαν μέρος και εκπρόσωποι των βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων που σπούδαζαν στο κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των εθνικών μειονοτήτων στη Μόσχα40

Η VMRO (Ενωμένη) εξαναγκάζεται να ακολουθήσει τη νέα αυτή πολιτική γραμμή μέχρι το 1936, οπότε και διαλύεται. 

Η απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την ύπαρξη «Μακεδονικού Έθνους» ήταν κυρίως ευνοϊκή για το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας, που διείδε στο «Μακεδονισμό» τη δυνατότητα καταπολέμησης βουλγαρικών διεκδικήσεων επί της σερβικής Μακεδονίας. 

Η Κομμουνιστική Διεθνής προσανατολιζόταν προς τη διατήρηση της ενότητας της Γιουγκοσλαβίας και την ίδρυση ΚροατικούΣλοβενικού και Μακεδονικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Για να ιδρυθεί Μακεδονικό Κομμουνιστικό Κόμμα έπρεπε να ξεκαθαριστεί το ζήτημα της ταυτότητας των Σλαβομακεδόνων.

Είναι ευνόητο γιατί η ιστοριογραφία των Σκοπίων μέχρι το 1990 είχε αρνητικές θέσεις τόσο για τη VMRO των Alexandrov και Protogerov όσο και για τη VMRO (Ενωμένη). 

Η πρώτη χαρακτηριζόταν ως βουλγαρική-σωβινιστική οργάνωση, αποσκοπούσα στην προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, ενώ η δεύτερη ως φιλοβουλγαρική με οργανωτικές, ιδεολογικές και εθνοπολιτικές αδυναμίες. Δεν είναι τυχαίο ότι κορυφαία στελέχη της VMRO (Ενωμένης), όπως ο Vlahov, που μετά το 1944 απεδέχθηκαν το «μακεδονισμό» και κατέλαβαν ηγετικές θέσεις στην Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της «Μακεδονίας», γρήγορα κατηγορήθηκαν για φιλοβουλγαρισμό και παραγκωνίστηκαν.

 Στο λόγο του στο Α'Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος «Μακεδονίας» (19.12.1948) ο Lazar Kolisevski τόνισε ότι 
«η στάση της VMRO (Ενωμένης) δεν ήταν ταυτόσημη στο εθνικό ζήτημα με τη σωστή στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας»41.

Η απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς περί «Μακεδονικού Έθνους» παρέμεινε μια θεωρητική διακήρυξη των κομμουνιστικών κομμάτων της Βαλκανικής, χωρίς απήχηση στον αγροτικό πληθυσμό.

 Ωστόσο κύκλοι διανοουμένων με κομμουνιστικές πεποιθήσεις (Anton Ρορον, Νίkola Vapcarov, Косо Racin) άρχισαν μετά το 1935 να δραστηριοποιούνται προς την κατεύθυνση αυτή.

Στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο (The establishment of the Macedonian state in the Second World War, σ. 91-94) αναφέρεται ότι από τις πρώτες μέρες της κατοχής το Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας οργάνωσε την αντίσταση, η οποία κατά τα έτη 1943-1944 έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Αντιφασιστικού Συμβουλίου της Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (29.11.1943 στην πόλη της Βοσνίας Jajce) για ομοσπονδοποίηση της Γιουγκοσλαβίας, διακηρύχθηκε στις 2 Αυγούστου 1944 κατά την πρώτη Σύνοδο του Αντιφασιστικού Συμβουλίου της Εθνικής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας (ASNOM) η ίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας».

Τα ιστορικά γεγονότα εξελίχθηκαν όμως διαφορετικά. 

Είναι γνωστό ότι ο βουλγαρικός στρατός κατοχής στο σέρβικο τμήμα της Μακεδονίας έγινε δεκτός ως απελευθερωτικός και κατά το πρώτο στάδιο της κατοχής εκδηλώθηκε ένα έντονο φιλοβουλγαρικό αίσθημα. 
Ούτε οι κομμουνιστικές θέσεις για ξεχωριστό «Μακεδονικό Έθνος» ούτε η ιδέα για μια γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία είχαν σοβαρή απήχηση μεταξύ του σλαβικού πληθυσμού. Κομμουνιστικό Κόμμα «Μακεδονίας» δεν υπήρχε, διότι η απόφαση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας το 1934 για την ίδρυση «Μακεδονικού» Κομμουνιστικού Κόμματος δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί.

Οι ντόπιοι κομμουνιστές υπό την ηγεσία του M. Satorov αποσχίσθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και εντάχθηκαν στο Βουλγαρικό Εργατικό Κόμμα (Κομμουνιστικό) με το σύνθημα «ένα κράτος, ένα κόμμα». 

Η μετέπειτα δυσαρέσκεια έναντι των αρχών κατοχής οφειλόταν σε κοινωνικούς (αυθαιρεσίες, βαρειά φορολογία, περιφρόνηση για τις τοπικε;ς ευαισθησίες) και όχι σε εθνικούς λόγους.

 Γι’ αυτό δεν ευνοήθηκε η ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος του Τίτο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Tito της 16ης Ιανουαρίου 1943 προς την Τοπική Περιφερειακή Επιτροπή «Μακεδονίας» του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας.

«Αγαπητοί Σύντροφοι, από το υλικό που μας έχετε στείλει φαίνεται ότι ανεπαρκώς και εσφαλμένα έχετε συλλάβει το χαρακτήρα και το σκοπό του σημερινού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και γι’ αυτό το λόγο διαπράξατε τεράστια λάθη.
 Γενικά καταφαίνεται η αδυναμία της κομματικής οργάνωσης για δράση, η οποία υπό την επίδραση της κλίκας και της αντικομματικής δράσης του προηγούμενου ηγέτη [ΣτΣ: υποννοείται ο Satorov] ακόμα δεν κατάφερε να εμπεδωθεί οργανικά, να ενισχυθεί και να ανεξαρτητοποιηθεί πολιτικά.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της κομματικής οργάνωσης στη Μακεδονία είναι: ανεπαρκής και ασυνεπής προώθηση της πολιτικής γραμμής του κόμματός μας, διστακτικότητα για την εφαρμογή της, οργανωτικά λάθη και αδυναμίες, χαλαρή στάση απέναντι στα αμφιταλαντευόμενα, ξένα, οπορτουνιστικά και μη κομματικά στοιχεία εντός του κόμματος, στενή τοποθέτηση του ζητήματος για απελευθέρωση και ανεξαρτησία του μακεδονικού λαού, έλλειψη σύνδεσης με τις λαϊκές μάζες κατά τη δράση, ανοχή έναντι των αυτονομιστικών τάσεων οργανωτικού-κομματικού χαρακτήρα, όπως και έναντι των αυτονομιστικών τάσεων εθνικού χαρακτήρα...»42.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα «Μακεδονίας» ιδρύθηκε από τον απεσταλμένο του Τίτο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία Svetozar Vukmanovic-Tempo με πολλές δυσκολίες το Φεβρουάριο του 1943, χωρίς ωστόσο να μεταβληθεί η κατάσταση. Μόνο μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (Σεπτέμβριος 1943) και τη διαφαινόμενη ήττα της Γερμανίας άρχισε η ανάπτυξη ένοπλης αντίστασης. 

Το ΚΚΓ προπαγάνδιζε την παλαιότερη θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την ύπαρξη ενός ξεχωριστού «Μακεδονικού Έθνους» και την ίδρυση μαις «Ενιαίας Μακεδονίας» (αποτελούμενης από το ελληνικό, σερβικό και βουλγαρικό τμήμα) εντός της γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.

 Τόσο στη διακήρυξη του ASNOM όσο και σε άλλα κείμενα και δημόσιες δηλώσεις μελών του Συμβουλίου το επεκτατικό πνεύμα εκδηλωνόταν έντονα. 

Η συνένωση όλων των τμημάτων της Μακεδονίας προβαλλόταν ως «δίκαιος και σταθερός» πόθος του νεόκοπου τμήματος της γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. 
Για την επίτευξη του στόχου αυτού τα Σκόπια καλούνταν να διαδραματίσουν το ρόλο «μακεδονικού Πεδεμοντίου». 

Μετά τη ρήξη του Τίτο με την Cominform (Ιούνιος 1948) και την ήττα των Ελλήνων Κομμουνιστών τον Αύγουστο του 1949 η γιουγκοσλαβική ηγεσία εγκατέλειψε προσωρινά τα σχέδια για την «οριστική λύση» του Μακεδονικού Ζητήματος και επικεντρώθηκε στην καλλιέργεια και την παγίωση της νέας εθνικής ταυτότητας του σλαβικού πληθυσμού στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και την εξουδετέρωση ανταγωνιστικών επιρροών. 

Η «μακεδονοποίηση» δεν πραγματοποιήθηκε αυτόματα, αλλά ήταν μια διαδικασία κατά την οποία οι Γιουγκοσλάβοι ιθύνοντες προέβησαν σε πρώτη φάση στην εξάρθρωση όλων των βουλγαρικών οργανώσεων οι οποίες αντιτάσσονταν στην ιδέα του μακεδονισμού, θεμελιωμένου σε αντιβουλγαρική βάση, στον οποίο διέβλεπαν μια νέα μορφή σερβικής κυριαρχίας της περιοχής43. 

Ταυτόχρονα, πολλοί βετεράνοι της VMRO κατηγορήθηκαν ως βουλγαρόφρονες οπαδοί του Ivan Mihajlov και καταδικάστηκαν σε θάνατο ή σε φυλάκιση, διότι επιδίωκαν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, την απόσχιση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας από τη γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία προκειμένου να τεθεί ως ανεξάρτητο κράτος υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, πιστεύοντας ότι έτσι θα επιτυγχανόταν ευκολότερα η συνένωση όλων των τμημάτων της Μακεδονίας σε ένα ενιαίο και ανεξάρτητο κράτος. 

Μεταξύ των θυμάτων συγκαταλέγεται και ο Πρόεδρος του ASNOM και πρώτος Πρόεδρος της Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας Metodij Cento44.

 Παράλληλα, οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες έθεταν ζήτημα σεβασμού των δικαιωμάτων υποτιθέμενων «μακεδονικών» μειονοτήτων στις γειτονικές χώρες.

 Οι επανειλημμένες αναφορές Γιουγκοσλάβων ιθυνόντων στο ζήτημα αυτό σαφώς δείχνουν ότι το καθεστώς που ίδρυσε ο Tito ποτέ δεν απεμπόλισε το ενδιαφέρον του για ολόκληρη τη Μακεδονία. 

Η επίσημη ιστιοριογραφία και οι κοινωνικές επιστήμες στην Πρώην Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας επιστρατεύθηκαν σε μία επιχείρηση εθνογένεσης η οποία αναπόφευκτα προσέκρουσε στην ιστορική παράδοση και πολιτιστική ταυτότητα των περισσότερων γειτονικών εθνών. 

Η νεόκοπη εθνική ιδεολογία των Σκοπίων στηρίχθηκε στην υπόθεση της παρουσίας ενός «μακεδονικού λαού» και στα τρία τμήματα του ομώνυμου γεωγραφικού χώρου, από τα οποία το ελληνικό και το βουλγαρικό αποτελούσαν αλύτρωτες περιοχές.

Στο δέκατο πέμπτο κεφάλαιο (The Macedonian language in the Balkan language environment, σ. 105-111) και δέκατο έκτος κεφάλαιο (Macedonian culture, σ. 113-119) γίνεται αναφορά στα μορφολογικά χαρακτηριστικά της «μακεδονικής γλώσσας», στην καταξίωσή της στη διεθνή επιστήμη και στη λογοτεχνική παραγωγή μετά το 1944.

Ο όρος «μακεδονική» γλώσσα στο βαθμό που σχετίζεται με ένα σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα δημιουργεί σύγχυση. 

Ως καθαυτή μακεδονική γλώσσα είναι η γλώσσα των Αρχαίων Μακεδόνων, μια ελληνική δωρική διάλεκτος. 

Η λεγάμενη «μακεδονική γλώσσα» παρουσιάζει τόσο από την άποψη της μορφολογίας όσο και της δομής πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη βουλγαρική, όπως για παράδειγμα η έλλειψη απαρεμφάτου, η έλλειψη πτώσεων, η χρήση του αορίστου, το επιτιθέμενο άρθρο, ο περιφραστικός σχηματισμός των παραθετικών κ.λπ.

 Με βάση αυτά τα δεδομένα η λεγάμενη «μακεδονική γλώσσα» θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί περισσότερο ως ένα βουλγαρικό ιδίωμα45

Μετά το 1944 καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια αποβουλγαροποίησης αυτού του σλαβικού ιδιώματος. 

Υιοθετήθηκε το σερβικό αλφάβητο, καταργήθηκε ο τυπικός βουλγαρικός φθόγγος ѣ, διείσδυσαν πολλές σερβικές λέξεις (vlada, uloga, stvarnost, struka, sprat), παρά το γεγονός ότι υπήρχαν οι αντίστοιχες βουλγαρικές, η οργανική πτώση της σερβικής ως αντικείμενο των ρημάτων αποδόθηκε με την πρόθεση so+την αντίστοιχη λέξη, πράγμα που είναι αφύσικο στο ιδίωμα αυτό (π.χ. upravljavam drzavomupravuvam so drzavata), οι καταλήξεις των κυρίων ονομάτων σε ον και ev μετατράπηκαν σε ovski και evski46

Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα δεν είναι ενιαία και ομοιόμορφη, αλλά παρουσιάζει πολλές γλωσσικές ιδιομορφίες ανάλογα με την περιοχή. 

Ως βάση για τη δημιουργία λόγιας «μακεδονικής γλώσσας» στην Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της «Μακεδονίας» υιοθετήθηκε η διάλεκτος του Prilep Monastir της περιοχής, διότι θεωρούνταν ως λιγότερο επηρεασμένη από τη βουλγαρική γλώσσα.

 Παρά την καλλιέργεια της λεγόμενης «μακεδονικής γλώσσας» σε λογοτεχνικό επίπεδο μετά το 1944 και τη διείσδυση πολλών σερβικών λέξεων, δεν παύει να παραμένει μια γλώσσα πτωχή.

Συνοψίζοντας τα όσα διατυπώθηκαν παραπάνω, μπορούν να επισημανθούν οι ακόλουθες διαπιστώσεις:

1.           Μόνο το σημερινό ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτικό της Αρχαίας Ιστορικής Μακεδονίας.

2.           Καμιά «μακεδονοσλαβική εθνογένεση» δεν συντελέστηκε ούτε στο Μεσαίωνα ως αποτέλεσμα ανάμιξης Αρχαίων Μακεδόνων και Σλάβων και ίδρυσης «μακεδονοσλαβικού κράτους» ούτε στο 19ο αι., ως αποτέλεσμα προσπαθειών διαφοροποίησης των Σλαβοφώνων της Μακεδονίας από τους Βουλγάρους, Έλληνες και Σέρβους.

3.           Το λεγόμενο «μακεδονικό έθνος» είναι δημιούργημα της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας. Μέσω της τεχνητής αυτής εθνότητας η Γιουγκοσλαβία αντέκρουσε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί του γιουγκοσλαβικού τμήματος της Μακεδονίας και καλλιεργούσε τον επεκτατισμό της επί ολοκλήρου της Μακεδονίας. Οι πολιτικές επιτυχίες του «μακεδονισμού» είναι ωστόσο αναμφισβήτητες. 
Ο όρος «Μακεδών» χρησιμοποιείται ως εθνώνυμο για τη διάκριση του σλαβικού πληθυσμού από τους Σέρβους και Βούλγαρους και την αποδέσμευση από το σερβοβουλγαρικό ανταγωνισμό.

4.           Αν και στον επίλογο της έκδοσης επισημαίνεται η ανάγκη να γίνει η Ελλάδα ο ενσαρκωτής της νέας ευρωπαϊκής πολιτικής για τα Βαλκάνια και οι σχέσεις ΑθηνώνΣκοπίων να μην επηρεάζονται από τα ιστορικά στερεότυπα του παρελθόντος, ωστόσο σκοπός του δημοσιεύματος είναι με βάση το «ένδοξο παρελθόν» του «μακεδονικού» λαού να πεισθεί η διεθνής κοινή γνώμη για τα ιστορικά του δίκαια, την ιδιαίτερη εθνική του ταυτότητα και το δικαίωμά του για ιδιαίτερη κρατική υπόσταση. 

Με βάση αυτή την «ιστορική ψύχωση» των Σκοπίων, δεν θα ήταν αβάσιμη η άποψη ότι και σε περίπτωση ακόμα που εξερευθεί μια πολιτική διευθέτηση της διένεξης μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων που τα τελευταία χρόνια επιχειρείται στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΗΕ, είναι δύσκολο να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των Ιστορικών των βαλκανικών χωρών για τις ιστορικές πτυχές του μακεδονικού ζητήματος.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1.           Θουκυδίδης, Βιβλίο II, 99.

2.           Ν. Andriotis, The Language and the Greek Origin of the An Macedonians, Institute for Balkan Studies, No 185, Thessaloniki 197!
  
3.           Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στη Μεσαιωνική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 51.

4.           Θαύματα Αγίου Δημητρίου, I 152.25: «... Σκοπός γάρ μοι μόνον παραστήσαι τη φιλοθέω άκοή ώς έκ Θεού καί οϋκ άλλοθεν ή σωτηρία τότε τη πόλει γεγένητο, καί διεγεΐραι τάς διανοίας άπάντων πρός θείαν κατάνυξιν καί θεάρεστον έξομολόγησιν καί ευχαριστίαν του άθλοφόρου διηνεκή...».

5.           Για την προβληματική αυτή βλ. G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. II, Αθήνα 1979, σ. 310312.
6.           Για τα ειδικότερα προβλήματα του κράτους του Σαμουήλ βλ. Α.Α. Ταχιάος, Το εφήμερο κράτος του Σαμουήλ (9761018), Ελληνική Εταιρεία Σλαβικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1990.

 7.          A. Leskien, Grammatik der albulgarischen (altkirchenslavischen) Sprache, Heidelberg 1919, σ. 27.

8.           Γ. Κονιδάρης, Συμβολαί εις την εκκλησιαστικήν ιστορίαν της Αχριδος, Αθήναι 1967, σ. 7274. Για το θέμα αυτό σωστά επισημαίνει ο D. Obolenski: «... Οι αρχές της Κωνσταντινούπολης και οι τοπικοί πράκτορες τους στην περιοχή, ενώ σκόπευαν στην ολοκληρωτική αφομοίωση της Βουλγαρίας στην πολιτική διάρθρωση της αυτοκρατορίας, δεν έφθασαν αυτή την πολιτική μέχρι το σημείο που να πάρει το χαρακτήρα μιας συστηματικής προσπάθειας για την υπονόμευση του πολιτισμού του βουλγαρικού λαού θέτοντας εκτός νόμου τη γλώσσα και τη λογοτεχνία του. Ο ρόλος που έπαιξε η Αχρίδα στη διάδοση του Βυζαντινού πολιτισμού στους Σλάβους των Βαλκανίων στα μεσαιωνικά χρόνια δεν θα ήταν τόσο μεγάλος αν δεν συνέχιζαν οι δύο φιλολογικές παραδόσεις, η Ελληνική και η Σλαβική, να υπάρχουν η μια δίπλα στην άλλη στις σχολές και τα μοναστήρια της χώραςκαι να αλληλεπιδρούν σ’ ένα δίγλωσσο περιβάλλον». Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία Η Ανατολική Ευρώπη, 5001453, (μετάφραση Γ. Τσεβρεμές), β'τόμος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 358.

                                                                               
9.           J.B. Pitra, AnaJecta Sacra et Classica VI, Parissiis Romae 1891, σ.
315.

10.         Για το ζήτημα αυτό βλ. Ch. Κ. Papastathis, «L’autocéplalie de l’église de la Macédoine yougoslave», Balkan Studies, v. 8 (1967), σ. 151154.

 11.        Σε έκθεση του Ρώσου προξένου του Μοναστηριού προς το Ρώσο πρεσβευτή της Κωνσταντινούπολης, με ημερομηνία 16 Ιανουαρίου 1864, αναφέρονται μεταξύ των άλλων και τα εξής για την ανάγκη εκπαίδευσης των Βουλγάρων: «Η Μακεδονία, αποχωρισμένη από τις άλλες σλαβικές περιοχές στο Νότο, εδώ και πάρα πολύ καιρό έχει υποστεί ολοκληρωτικά την ελληνική επίδραση. Εδώ και πολύ καιρό οι λειτουργίες τελούνται σχεδόν παντού αποκλειστικά στα ελληνικά και ούτε μία φορά διδάχτηκε η βουλγαρική γλώσσα στα σχολεία. Ot λίγοι ευημερούντες Βούλγαροι δεν τολμούν να αποκαλούν τους εαυτούς τους Βούλγαρους. Νοιώθουν ντροπή για την εθνικότητά τους. Το κυριλλικό αλφάβητο διατηρήθηκε μονάχα στα βόρεια μέρη της Μακεδονίας και σε πολύ παλιά χειρόγραφα τα οποία μπορεί κανείς να βρει μονάχα σε μερικά μοναστήρια. Οι Βούλγαροι εξαναγκάζονται να σχεδιάσουν ένα νέο τρόπο γραφής χρησιμοποιώντας ελληνικά γράμματα για να εκφράσουν σλαβικούς φθόγγους. Παρά την ηθική καταπίεση, ο αγροτικός πληθυσμός παντού διατήρησε τις σλάβικες παραδόσεις, τη γλώσσα, τους σλάβικους μύθους... Αλλά ενώ παραμένει πιστός στη σλάβικη παράδοση στη σλαβική γλώσσα και τα ήθη, ο ίδιος αγροτικός πληθυσμός έχασε πέρα για πέρα τη συνείδηση πως ανήκει στους άλλους σλαβικούς λαούς και συνήθισε να στηρίζει όλες τις ελπίδες του για βελτίωση της κατάστασης μονάχα στην Ελλάδα»' βλ. Macedonia, Documents and Material, Sofia 1980, σ. 209210.

 12.        Για την έννοια του μακεδονισμού ως πολιτική αντίληψη στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα βλ. H. Hristov, «Makedonizmät kato politiceska koncepcija v kraja na 19. i nacaloto na 20. v.», Istoriceski Pregled, 3 (1979), σ. 2340, όπου αναλύονται διεξοδικά οι απόψεις του Νοvakoviô και του Misirkov.

 13.        Κ. Misirkov, Za makedonckite raboti, Sofija 1903, σ. 100101.

14.         Ό.π., σ. 101.

15.         Κ. Cämusanov, Makedonizmät i säprotivata na Makedonija srestu nego, Sofija 1992, σ. 76.

16.         Ανακοίνωση του V. Tepavicarov, «Bulgarian Public’s Ideas for the National Question Arrangement (18781912)», στο βαλκανικό συνέδριο στο Veliko Tärnovo (1314 Μαΐου 1993), που διοργάνωσε το Center for Social and Political Studies Sofia University.

17.         Chr. Tatarcev, Spomeni, Dokumenti, Materiali, Sofïja 1989, σ. 27.
  
8. Για μια κριτική ανάλυση των εξελίξεων βλ. F. Adanir, Die Makedonische Frage. Ihre Entstehung und Entwicklung bis 1908, Wiesbaden 1979, σσ. 226234.

19.         Ό.π., σ. 248.

20.         Η. Hristov, «On the Question of the Entente’s and USA Policy in Southeastem Europe in 19181919», Etudes Historiques, v. VII (1975), 389404' N. PetsalisDiomidis, Greece at the Paris Peace Conference (1919), Institute for Balkan Studies (No. 175), Thessaloniki 1978, σ. 261.
21.         H. Hristov, Bälgarija, Balkanite, i mirât 1919, Sofija 1984, σ. 109.

22.         I. Mihajlov, Spomeni, Bd. 2, Osvoboditelnata borba 19191924 g., Louvain 1965, σ. 345346.

23.         League of Nations, Greek Refugee Settlement, Geneva 1926, annex, στο E. Kofos, Nationalisai and Communism in Macedonia, Institute for Balkan Studies, No. 70, 1964, σ. 47.

 24.        Βλ. Reponse du Gouvernement hellénique aux trois questions formulées par le Conseil de la Société des Nations, au sujet de la protection des Minorités ethniques, de religion et de langue en Grèce, ως παράρτημα στο βιβλίο A. ΤούνταΦεργάδη, Ελληνοβουλγαρικές μειονότητες. Πρωτόκολλο ΠολίτηΚαλφώφ 19241925, ΙΜΧΑ Νο. 201, Θεσσαλονίκη 1946, σ. 216.

25.         Βλ. Reponse du Gouvememet hellénique à certaines questions qui lui ont été adressées par le Conseil en mars 1925 Procès verbal de la sixième séance (publique) tenue a Genève le mercredi 10 juin 1925, ως παράρτημα στο βιβλίο A. ΤούνταΦεργάδη, ό.π., σ. 219.

26.         Το ζήτημα της συνένωσης της ελληνικής Μακεδονίας με τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία εντός μιας μελλοντικής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας έθεσε ευθέως ο Tempo, απεσταλμένος του Τίτο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, κατά τη συνάντησή του με τον Τζήμα, εκπρόσωπο του ΚΚΕ, το καλοκαίρι του 1943. Ο Τζήμας αρνήθηκε κατηγορηματικά να συζητήσει την πρόταση αυτή του Tempo. Βλ. σχετικά: Αρχεία της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν και Αρχείο Georgi Dimitrov, στο 19311944 Φάκελος Ελλάς. Τα Αρχεία των μυστικών σοβιετικών υπηρεσιών, Αθήνα 1993, σ. 143145. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο η ΚΕ του ΚΚΕ απέρριψε τις προτάσεις του Tempo για την ίδρυση Βαλκανικού Στρατηγείου. Στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1418 Μαΐου 1950), ο Ζαχαριάδης τόνισε: «Η ιστορία του Τίτο απτά 1943 και δω είναι, ανάμεσα στ’ άλλα και μια ατελείωτη αλυσίδα από υπονομεύσεις, προβοκάτσιες, χαφιεδισμούς και προδοσίες ενάντια στο λαϊκοεπαναστατικό κίνημα στη χώρα μας. Απτήν πρώτη κιόλας στιγμή που οι τιτικοί ήρθαν σ’ επαφή με τον ΕΛΑΣ προσπάθησαν να δημιουργήσουν οργάνωση δική τους και να στρατολογήσουν πράχτορές τους κυρίως ανάμεσα στους σλαβομακεδόνες. Σκοπός από τότε ήταν να σηκώσουν ένα χώρισμα ανάμεσα στους έλληνες και τους σλαβομακεδόνες γιατί από τότε κι όλας είχαν βλέψεις στη Θεσσαλονίκη και σ’ όλη τη Μακεδονία. Ουσιαστικά συνέχιζαν τη μεγαλογιουγκοσλαβική καταχτητική πολιτική που πάντα είχε για στόχο ολόκληρη τη Μακεδονία με κέντρο τη Θεσσαλονίκη...», στο Η 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1418 του Μάη 1950), ΕισηγήσειςΛόγοιΑποφάσεις, Εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, Σεπτέμβρης 1950, σ. 275.

27.         Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί κανένα ντοκουμέντο που να βεβαιώνει ότι το ΚΚΕ συγκατατέθηκε επίσημα στην παραχώρηση της ελληνικής Μακεδονίας στον Τίτο ως αντάλλαγμα της γιουγκοσλαβικής βοήθειας. Ωστόσο, η γιουγκοσλαβική ηγεσία φαινόταν να αναμένει ότι ως αντάλλαγμα της βοήθειας το ΚΚΕ θα ικανοποιούσε τις βλέψεις της επί τμημάτων της Ελληνικής Μακεδονίας. Η διαδικασία αυτή ήδη είχε αρχίσει προς την κατεύθυνση της βουλγαρικής Μακεδονίας. Η συμφωνία της 14ης Οκτωβρίου 1946, που υπογράφτηκε από τους ΙωαννίδηRankovicKaraivanov (βλ. Ε. Kofos, The impact of the Macedonian Question on Civil Confict in Greece/19431949, Athens 1989, p. 42), ρύθμιζε απλά τις σχέσεις μεταξύ ΝΟΦ και ΚΚΕ. Για το ζήτημα αυτό ο Ζαχαρώδης εκφράστηκε στην 7η Ολομέλεια ως εξής: «... Μιλώντας για τη σημασία που είχε ο γιουγκοσλάβικος παράγοντας για μας δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τούτο: Η κλίκα του Τίτο χρόνια ολόκληρα μας έκανε ένα ύπουλο υπονομευτικό πόλεμο κυρίως ανάμεσα στο σλαβομακεδονικό πληθυσμό. Συνεννόηση με τους γιουγκοσλάβους τότε σήμαινε και το ότι ο πόλεμος αυτός θα σταματήσει και το ότι οι σλαβομακεδόνες θα παλαίψουν μαζί μας. Πραγματικά στη συμφωνία που κάναμε με τον Τίτο πιάστηκε και αυτό το σημείο...». Βλ. 7η Ολομέλεια του ΚΚΕ, ό.π., σ. 173.

 28.        Βλ. 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (3031 του Γενάρη 1949), ΕισηγήσειςΛόγοιΑποφάσεις, Εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, Ιούνης 1949, σ.

29.         Βλ. 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, ό.π., σ. 175. Μετά τη ρήξη ΤίτοΣτάλιν και την ευθυγράμμιση του ΚΚΕ με την Kominform, η ομάδα του Κεραμιτζή οργάνωνε λιποταξίες Σλαβοιρώνων από το Δημοκρατικό Στρατό προς τη Γιουγκοσλαβία και καλλιεργούσε πνεύμα ηττοπάθειας, τονίζοντας ότι το ΚΚΕ πρόδωσε τον αγώνα του «μακεδονικού» λαού και άδικα χύνεται το αίμα του. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο ο Ζαχαριάδης σύμφωνα με τον ισχυρισμό τουέθεσε το Μακεδονικό στην 5η Ολομέλεια και προώθησε Σλαβόφωνους σε υπουργικές θέσεις στην προσωρινή κυβέρνηση. Ήθελε να προκαλέσει έναν αντιπερισπασμό στους φιλοτιτοϊκούς κύκλους τους ΝΟΦ και να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Σλαβοφώνων ενόψει της επικείμενης μάχης για την κατάληψη της Φλώρινας, όπου επρόκειτο να εγκατασταθεί η κυβέρνηση των ανταρτών. Για το ζήτημα αυτό ο Ζαχαριάδης εκφράστηκε ως εξής: «... Το δεύτερο είναι ότι ενώ είναι γεγονός ότι μπορούσαμε να αναβάλουμε τη διακήρυξη αυτού του πράγματος που ήταν σωστό βασικά, το βάλαμε στην 5η Ολομέλεια γιατί βρισκόμασταν κάτω από μια πίεση. Εγώ λέω στο άρθρο μου, ότι παρόλο ότι δεν αναταποκρινόμαστε στα γενικώτερα συμφέροντα, εμείς το ρίξαμε το σύνθημα. Γιατί το ρίξαμε; Εγώ το καταλαβαίνω έτσι, και θα σας δώσω αυτή την εξήγηση, όπως την καταλαβαίνω φυσικά. Γενικώτερα ήταν ότι σε ευρύτερα πλαίσια αυτό το πράγμα τότε άμεσα δεν μας εξυπηρετούσε. Αλλά το πρώτο που έμπαινε τότε μπροστά μας ήταν ότι τη μάχη στο Βίτσι εμείς έπρεπε να την κερδίσουμε. Όλα τα άλλα τότε ήταν δευτερεύοντα. Αυτή ήταν η σκέψη, η δική μου τουλάχιστο, και όταν το πρότεινα και όταν το έγραψα και όταν το εξήγησα. Εμείς θάπρεπε να κινητοποιήσουμε όλες τις δυνάμεις του σλαβομακεδόνικου λαού, να σταματήσουμε τις λιποταξίες, την υπονομευτική και διαλυτική δουλειά που έκαμαν οι πράκτορες του Τίτο, βάζοντάς τους ένα πολιτικό εμπόδιο. Κι αυτό το πολιτικό εμπόδιο εμείς το βάλαμε και αποτρέψαμε τον άμεσο κίνδυνο απτή δουλειά αυτή. Σταματήσαμε αυτόν τον άμεσο τότε κίνδυνο...»' βλ. 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, ό.π., σ. 175. Μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη (1956) από την ηγεσία του ΚΚΕ, η 7η Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1824 Φεβρουάριου 1957) χαρακτήρισε την πολιτική του Ζαχαριάδη ως λαθεμένη και επανέφερε το παλιό σύνθημα για «το δικαίωμα της ισοτιμίας των σλαβομακεδόνων... σε μια ακατάλυτη ενότητα με τον ελληνικό λαό». Βλ. σχετικά 7η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1824 Φεβρουάριου 1957), ΕισηγήσειςΑποφάσειςΟμιλίεςΠρακτικά, Εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, Φλεβάρης 1957, σ. 21.

30.         Βλ. 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, ό.π., σ. 38.

31.         Στις 15 Φεβρουάριου 1949 στο κεντρικό όργανο του ΝΟΦ «Nepokoren» δημοσιεύθηκε η απόφαση της 2ης Ολομέλειας του ΚΣ του ΝΟΦ, η οποία μεταξύ των άλλων έλεγε: «... Το 2ο συνέδριο του ΝΟΦ θα είναι συνέδριο διακήρυξης των νέων προγραμματικών αρχών του ΝΟΦ, αρχών που είναι ο προαιώνιος πόθος του λαού μας, θα διακηρύξει την ένωση της Μακεδονίας σε ένα ενιαίο, ανεξάρτητο, ισότιμο μακεδονικό κράτος μέσα στη λαϊκοδημοκρατική ομοσπονδία των βαλκανικών λαών που είναι η δικαίωση των πολύχρονων αιματηρών αγώνων του...» βλ. την ομιλία του Μήτσου Παρτσαλίδη στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, 7η  Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, ό.π., σ. 3738. Για το 2ο συνέδριο του ΝΟΦ γενικά βλ. Β. Κόϊτσεφ, «Συμπεράσματα απτό Β'Συνέδριο του ΝΟΦ», Δημοκρατικός Στρατός, Μηνιάτικο στρατιωτικοπολιτικό όργανο του Γεν. Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Μάης 1949 (τ. 5), σ. 316318. Σήμερα είναι αποδεδειγμένο ότι μετά από σοβιετική πίεση ο Ζαχαριάδης υπαναχώρησε και επαναβεβαίωσε την απόφαση της 5ης Ολομέλειας στο Β' Συνέδριο του ΝΟΦ. Το σύνθημα «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» προκάλεσε αντιδράσεις σε Αθήνα και Βελιγράδι και σύγχυση στη Σόφια.

32.         Για το ζήτημα αυτό βλ. S. Sfetas, Makedonien und interbalkanischen Beziehungen (19201924), Veröffentlichungen des Instituts für Geschichte Osteuropas und Südosteuropas der Universität München 1992, σ. 5161, 89127, 145150, 187197, 209224 και 240241' S. Troebst, Mussolini, Makedonien und die Mächte 19221930, KölnWien 1987.

33.         Το Μανιφέστο δημοσιεύθηκε στο πρώτο φύλλο του περιοδικού La Fédération Balkanique (15.7.1924).

34.         Τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της VMRO, των Φεντεραλιστών και του Βουλγαρικού Κόμματος που διεξήχθησαν στη Βιέννη για τη δημιουργία «ενός ενιαίου λαϊκού μετώπου» κατά της κυβέρνησης Cankov διηύθυνε ο σοβιετικός πράκτορας της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη Βιέννη Δρ. Efraim Goldenstein. Για την ταυτότητά του βλ. F. Litten, «Die Goldstajn/ Goldestein Verwechslung. Eine biographische Notiz zur Komintern Aktivität auf dem Balkan», SüdostForschungen, Bd. L (1991), σ. 245250.

 35.        Resolution zu den nationalen Fragen in Mitteleuropa und auf dem BalkanMazedonische und Thrazische Frage, Internationale PresseKorrespondenz {Berlin 1921Νοέμβριος 1923 & Wien Δεκέμβριος 1923Μάρτιος 1926), Nr. 134, 15.10.1924, σ. 12721273.

36.         Για μια κριτική προσέγγιση των θεμάτων αυτών βλ. Sfetas, ό.π., σ. 302337, 362372.

37.         Βλ. Υπόμνημα της VMRO (Ενωμένης) της 10.9.1927 προς τον Πρόεδρο του Συνεδρίου των εθνικών μειονοτήτων στη Γενεύη για την κατάσταση των καταπιεσμένων λαών της Βαλκανικής. VMRO (Obedineta), Dokumenti i Materiali, Kniga I, Institut za Nacionalna Istorija, Skopje 1991, σ. 129135 (εδώ σ. 134).

38.         G. Dimitrov, Ausgewa^he Schriften, Bd. 2, 19211935, Berlin («Ost» 1958, σ. 398399.

39.        Balkanska Federacija, No 131, 20.3.1930, σ. 28692870, στο Κ. Palesutski, Makedonskijat väpros v burzoazna Yugoslavija 19181941, Sofija 1983, σ. 197.

 40.        Βλ. σχετικά D. Vlahov, Memoan, Skopje 1970, σ. 356358. Την απόφαση δημοσίευσε η εφημερίδα Καθημερινή, 13.12.1992.

41.         L. Kolisevski, Aspekti na makedonskoto prasanje, 3η έκδοση, Skopje 1980, σ. 39.

42.         Βλ. S. Vukmanovic-Tempo, Revolucija koja tece, V. 2, Zagreb 1982, σ. 371372.

43.         Βλ. σχετικά Cämusanov, ό.π., σ. 283329.

44.         Για τις δίκες αυτές του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’40 και για τις μετέπειτα εξελίξεις αποκαλυπτικό είναι το πρόσφατο βιβλίο του S. Risteski, Sudeni za Makedonija (19451985), Skopje (εκδ. Vreme) 1993. Υπέρ της μη ένταξης της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας σε μια μελλοντική γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία ήταν κατά το έτος 1943 και ο σημερινός Πρόεδρος Kiro Gligorov. Βλ. σχετικά Κ. Palesutski, «National Problem in the Yugoslav Federation», Bulgarian Academy of Sciences/Institute for Balkan Studies (Sofia), National Problems in the Balkans, Sofia 1992, σ. 96.

45.         H. Brauer, Slavische Sprachwissenschaft, Berlin 1961, σ. 46' Bälgarska Akademija na Naukite/Institut za bälgarski ezik, Edinstvoto na bälgarski ezik v minaloto i dnes, (ανάτυπο από το περιοδικό Bälgarski Ezik, 1/ 1978), Sofia 1978.
 46.        Για την επίδραση της σέρβικης βλ. Ν. Reiter, «Die serbischmakedonische Symbiose», Jugoslawien. Integrationsprobleme in Geschichte und Gegenwart. Beiträge zum V. Internationalen SüdosteuropaKongreß, Göttingen 1984, σ. 178195.















Δεν υπάρχουν σχόλια: