Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Μακεδονία αρχές του αιώνα: Ο Ελληνισμός της Στρώμνιτσας.




ΣΧΟΛΕΙΑ - 
ΞΕΝΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΙ

'Η προσφορά της ’Εκκλησίας Στρωμνίτσης, πέραν της έκπληρώσεως της κυρίας αποστολής της εις τον καθαρώς έκκλησιαστικόν και πνευματικόν τομέα, υπήρξε μεγίστη και εις τα εκπαιδευτικά και εθνικά θέματα του ελληνισμού της πόλεως και των χωρίων Στρωμνίτσης, έπί τουρκοκρατίας και ιδία κατά την περίοδον των ξένων προπαγανδών έν Μακεδονία από του 1870 μέχρι των βαλκανικών πολέμων, οπότε διαφοροποιείται ό χάρτης των βαλκανίων, συμπεριλαμβανομένου και του μακεδονικού χώρου.


Σχολεία.

'Η προσφορά της ’Εκκλησίας Στρωμνίτσης εΐδικώς και της Μεγάλης ’Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως γενικώς ύπήρξεν ύψίστης ήθικής και υλικής κυρίως άξίας, κατά την μεγάλην οι κονομικήν κρίσιν των σχολείων Στρωμνίτσης μετά την πυρκαϊάν του 1869, ή όποια κατέστρεψε μεταξύ των άλλων και τά έκπαιδευτήρια της πόλεως.

Άπ’ αρχής όμως πρέπει νά λεχθή ότι ή μεγάλη υλική προσφορά της Εκκλησίας προς τά σχολεία Στρωμνίτσης κατά την έν λόγω κρίσιμον περίοδον υπήρξε συνάρτησις της «άκρας άφοσιώσεως και του σεβασμου εις τά πάτρια της ορθοδόξου πίστεως, ού μην δέ άλλά και του διαπύρου ζήλου ύπέρ της έκπαιδεύσεως και ήθικής προόδου της εύσεβοΰς 'νεολαίας’ Στρωμνίτσης», συμφώνως προς τάς εκτιμήσεις της Μεγάλης ’Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως κατά Δεκέμβριον του 1873 .

'Ως συνέπεια αύτης της ένθαρρυντικής καταστάσεως εις τό έλληνοορθόδοξον στοιχεΐον Στρωμνίτσης, τό όποιον ήτο άφωσιωμένον και πειθαρχημένον εις την κορυφήν της ’Ορθοδοξίας, κατ’ αντιδιαστολήν προς τό γειτνιάζον βουλγαρικόν στοιχεΐον λόγω του βουλγαρικου Σχίσματος και του ακράτου έθνο- φυλετισμοϋ αύτοΰ, ήτο ότι ή Μεγάλη ’Εκκλησία άπέστειλε συνδρομάς διά τά έκπαιδευτικά καταστήματα Στρωμνίτσης, «υπέρ της διανοητικής και ήθικής έκπαιδεύσεως της ορθοδόξου νεολαίας άμφοτέρων των φύλων», εύθύς άμέσως τον ’Ιανουάριον του 1874 .

 Τό σχολικόν ετος 1873/1874 έλειτούργει εις την Στρώμνιτσαν «έλληνικόν σχολείον» μέ 44 μαθητάς, δημοτικόν μέ 112 μαθητάς και έν νεοϊδρυμένον παρθεναγωγεϊον μετά νηπιαγωγείου μέ 5 μαθήτριας .

Άρχάς του  1883 λειτουργοϋν εις την Στρώμνιτσαν τά έξης σχολεία:

εν ήμιγυμνάσιον, μέ 25 μαθ., εν έλληνικόν σχολεΐον μέ 100 μαθ., δεκατρία δημοτικά σχολεία εις πόλιν και χωρία, μέ 542 μαθ., εν παρθεναγωγεϊον μέ 49 μαθ. και εν νηπιαγωγεΐον μέ 235 μαθ. , ένώ δέκα ετη άργότερα, το 1893/1894, εις πλήρη άνθισιν ευρισκόμενη ή σχετική κίνησις αριθμεί εις Στρώμνιτσαν μίαν άστικήν, εν διτάξιον προγυμνάσιον, εν παρθεναγωγεΐον και δύο νηπιαγωγεία μέ σύνολον 615 μαθητων και μαθητριών .

 'Η ανωτέρω σχολική πρόοδος όφείλεται εις την μεθοδευμένην εργασίαν της άνωτέρω ’Επιτροπής, ή οποία έ'θεσε τάς βάσεις της σχολικής κινήσεως Στρωμνίτσης άλλά και εις την γενναιόδωρον οίκονομικήν ένίσχυσιν έκ του  κληροδοτήματος του μεγάλου ευεργέτου ’Αναστασίου Τσούφλη .
Μίκ τρίτη δραστηριότης της Επιτροπής έν συνεργασία μετά των μητροπόλεων Στρωμνίτσης και Θεσσαλονίκης ήτο ή έξεύρεσις υποτροφιών διά την άποκατάστασιν δσον τό δυνατόν πλειόνων πτωχών έλληνοπαίδων της πόλεως και των περιχώρων Στρωμνίτσης ώς υποτρόφων εις τά έλληνικά εκπαιδευτήρια της Θεσσαλονίκης, δεδομένου μάλιστα ότι και οί Βούλγαροι έπραττον τό αυτό είδικώς εις την περιοχήν Στρωμνίτσης διά της αποστολής ΐδικών των υποτρόφων εις τό βουλγαρικόν γυμνάσιον Θεσσαλονίκης .

'Η άξιόλογος συμβολή της ’Εκκλησίας ύπέρ των σκοπών της παιδείας είχε  ώς συνέπειαν την άνάλογον πρόκλησιν και ιδιωτικών δωρεών από μέρους φιλογενών Στρωμνιτσιωτων ύπέρ των σχολικών και άλλων κοινοφελών ιδρυμάτων. Μεταξύ αύτων πρέπει νά μνημονευθοΰν ιδιαιτέρως ό Άρχων Λογοθέτης Χατζηγρηγώρης Καραμανώλης, ό φιλόλογος Χρήστος Παραπέσκας, ό Καρατάνης Κοβάτσης, ό Μίσιος Παπαγρηγορίου, ό Βασίλειος Δάρδανης, ό Παντελής Σαμολαδας, ό Βασίλειος Χατζηζωγράφου, ό Κωνσταντίνος Καραμανώλης, ό Μιχαήλ ’Αποστόλου, ό ’Ιωάννης Χατζηβέλκου και ύπεράνω όλων ό Κωστάκης Ζαφειριού, ό όποιος άφιέρωσε διά διαθήκης «άπασαν την κτηματικήν αύτου περιουσίαν εις την έλληνικήν κοινότητα, έπί τώ όρω όπως  οί έξ αύτης πόροι διατίθενται ύπέρ του  οικοτροφείου της πόλεως  και της φιλοπτώχου άδελφότητος ' 'Η πρόοδος’  . . .» .

Διά της συμπαραστάσεως της ’Εκκλησίας, διά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας άλλά και διά της συνδρομής του «Συλλόγου προς διάδοσιν των έλληνικών γραμμάτων» ώς και της «’Επιτροπής προς ένίσχυσιν της 'Ελληνικής ’Εκκλησίας και Παιδείας» ή έλληνική παιδεία έν Στρωμνίτση άνεπτύχθη τόσον πολύ ώστε κατά τάς άρχάς του 20ου αίώνος ή έλληνοορθόδοξος παροικία της πόλεως αύτης νά συντηρή εν τριτάξιον ήμιγυμνάσιον, έξατάξιον άρρεναγωγεΐον, εξατάξιον παρθεναγωγεϊον και δύο νηπιαγωγεία μέ 650 συνολικώς μαθητάς περίπου ώς και εν οίκοτροφεΐον διά την υποδοχήν μαθητων έκ των χωρίων και μάλιστα έκ των οικογενειών θυμάτων του βουλγαρικου κομιτάτου .

Πέραν όμως της υλικής, αξιόλογος υπήρξε και ή καθ’ όλου  ήθική συμπαράστασις της Μεγάλης ’Εκκλησίας και των μητροπόλεων Στρωμνίτσης και Θεσσαλονίκης προς διασφάλισιν της εύρύθμου λειτουργίας των έκπαιδευτηρίων Στρωμνίτσης έκ των έξωτερικών κινδύνων, διότι ήσαν συνεχείς αί έπιθέσεις και αί άνθελληνικαι ένέργειαι των οίωνδήποτε οργάνων της Βουλγαρικής ’Εξαρχίας, όπως  υπό τό πρόσχημα ίδρύσεως βουλγαρικών σχολείων έν Στρωμνίτση έπιφέρουν την άποδιοργάνωσιν της έλληνικής έκπαιδεύσεως τόσον εις την πόλιν όσον και εις τά χωρία και διχάσουν την συμπαγή ορθόδοξον κοινότητα διά της ίδρύσεως ίδιας βουλγαρικής κοινότητος.

Οι πρώτες- σοβαρές προσπάθειες ίδρύσεως βουλγαρικου σχολείου εις Στρώμνιτσαν άνελήφθησαν τον Αΰγουστον του 1881 υπό  δύο βουλγαροδιδασκάλων, όνόματι Άρσου Κοστέντσιεφ (’Αρσένιος Kostencev) και Χρήστου Μπούτσκωφ (Buckov), οί όποιοι άνευ άδειας ήνοιξαν βουλγαρικόν σχολεΐον εις την Στρώμνιτσαν, άλλ’ ένεργείαις του μητροπολίτου Στρωμνίτσης Άγαθαγγέλου (1875-1887) έκλείσθη τοΰτο ώς παράνομον υπό  του Τοπικου Συμβουλίου, τον Νοέμβριον του 1881 .
Νέαι προσπάθειαι ίδρύσεως βουλγαρικου σχολείου, πλήν άνεπιτυχεΐς, άναλαμβάνονται το 1883 υπό  των ΐδίαν, ωσαύτως, προσώπων και των συνεργατων των, οι  όποιοι μετέρχονται παν μέσον προς άρσιν των έμποδίων διά την άπόκτησιν άδειας συστάσεως βουλγαρικοϋ σχολείου,
«τά όργανα του πανσλαβισμού, άτινα άνεφάνησαν ένταϋθα από της έλεύσεως των δύο ταραξιών βουλγαροδιδασκάλων Άρσου Κοστέντσιεφ και Χρήστου Μπούτσκωφ, μετά τάς έπανειλημμένας άποτυχίας του  νά έπιτραπή αότοι ς ή άδεια συστάσεως σχολείου βουλγαρικοϋ δέν παύονται άνενδότως καταγινόμενα εις την πραγματοποίησιν των έαυτων σχεδίων και παντός τρόπου καταμηχανώμενα όπως θέσωσιν έκποδόν παν τό παρακωλΰον τάς προς τοΰτο ένεργείας των έμπόδιον».

’Αλλά και πάλιν έγκατέλειψαν τάς προσπαθείας των άπελαθέντες έκεΐθεν. Νέαι προσπάθειαι λειτουργίας βουλγαρικοϋ σχολείου εις Στρώμνιτσαν άρχίζουν τό φθινόπωρον του  1891, άρχομένου δηλαδή του  σχολ. έτους 1891/1892, άλλά άποτυγχάνουν, διότι άρνοΰνται τοΰτο αί τοπικαι άρχαί, καθώς μάς πληροφοροΰν δύο άναφοραί των προκρίτων Ν. Άντωνιάδου και Δ. Μίσιου προς την μητρόπολιν Θεσσαλονίκης.

Τελικώς, μόλις τον Μάρτιον του  1892, επετράπη ή ίδρυσις βουλγαρικού σχολείου.

Εις άναφοράν των Δημογερόντων Στρωμνίτσης προς την μητρόπολιν Θεσσαλονίκης, της όποίας ζητείται ή συμπαράστασις, γίνεται συγκεκριμένως ή μνεία ότι «οί ευάριθμοι ούτοι θρασείς βουλγαροσχισματικοί ταραξίαι δυνάμει άδείας του  Μουαρίφι Θεσσαλονίκης κατώρθωσαν την έν τή ήμετέρω πόλει σύστασιν σχολείου, ουτινος την εναρξιν των έγγραφών και μαθημάτων πομπωδώς άνήγγειλαν χθες ήμέραν Τετάρτην εορτην Εύαγγελισμοϋ, 25ης Μαρτίου».

Αί παραστάσεις της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης παρά τη Γενική Διοικήσει Θεσσαλονίκης ούδέν άπέδωσαν την φοράν αύτήν, διότι άνεγνωρίζετο πλέον υπό  του  έπισήμου κράτους ή δυνατότης ίδρύσεως υπό  των Βουλγαροεξαρχικών σχολείων και έκκλησιών προς έξυπηρέτησιν των έκπαιδευτικών και θρησκευτικών άναγκών των κοινοτήτων αύτών. 'Η κατάστασις ήτο πολύ πιεστική πλέον διότι εις την έπαρχίαν Στρωμνίτσης έλειτούργουν κάποια υποτυπώδη βουλγαρικά σχολεία από τό 1884 κ.έ.3 και έπομένως δέν ήτο δυνατή ή συνέχισις της άρνήσεως διά την πόλιν Στρωμνίτσης.
 Έξ άλλου και ή έκσπάσασα έ'ρις μεταξύ μητροπολίτου Καλλινίκου, Δημογερόντων και ’Εφορείας σχολείων ύπεβοήθησε μεγάλως την σχολικήν έδραίωσιν των Σχισματικών εις την Στρώμνιτσαν.

'Η άνάπτυξις, έν τώ μεταξύ, και ή άνθισις της έκπαιδευτικής κινήσεως της έλληνοορθοδόξου παροικίας Στρωμνίτσης ήτο τοιαύτη ώστε νά μή έπηρεάζεται ούσιαστικώς από την παρουσίαν σπαργανώδους οπωσδήποτε βουλγαρικής σχολικής κινήσεως, όπως  θά ήτο δυνατόν νά συμβή προ δεκαετίας, δτε τά έλληνικά σχολεία, καθώς προανεφέρθη, διήρχοντο οι κονομικήν και όργανωτικήν κρίσιν.
 'Η ιδία κρίσις, ώς μή ώφειλε, έπανελήφθη έκ τρίτου και το φθινόπωρον του 1906, εις περίοδον έξάρσεως του μακεδονικού άγώνος εις την έπαρχίαν Στρωμνίτσης, λόγω της άνακυψάσης άλλης σχολικής εριδος, ή όποία άπέληξεν εις την άντικατάστασιν του «διευθυντοΰ» των Σχολείων Στρωμνίτσης Βλασίου Ντάλλη, την άθώωσιν του μητροπολίτου Στρωμνίτσης Γρηγορίου και την μετ’ ολίγους μήνας, κατ’ ’Απρίλιον του 1907, άνάληψιν υπό  τούτου συνοδικών καθηκόντων έν Κωνσταντινουπόλει, άναπληρωθέντος έν Στρωμνίτση έπί τριετίαν περίπου ύπδ άρχιερατικών έπιτρόπων, των αρχιμανδριτων Μελετίου και Μιχαήλ, μέχρι νέας έκλογής του μητροπολίτου Στρωμνίτσης Γερμανου (1908-1910), κατόπιν της μεταθέσεως του Γρηγορίου εις την μητρόπολιν Κυδωνιών, όπου και έμαρτύρησεν.

'Ως προς την συμπαράστασιν της Εκκλησίας και των λοιπών περί αύτην φορέων εις την έκπαιδευτικήν κίνησιν της έπαρχίας Στρωμνίτσης, τά ύπ’ όψη ήμών στοιχεία είναι λίαν πενιχρά.

'Υπήρχον σχολεία, τό 1873 εις 12 χωρία, τό 1878-1879 εις 15 χωρία μέ ισαρίθμους διδασκάλους και 675 μαθητάς, τό 1882 εις 9 χωρία: Έλεοΰσα, Κουκλήσι, Βασίλοβο, Γάμπροβο, Κολέσινο, Μοκρύοβο, Ζούμποβο, Νεοχώρι (Νοβοσέλο) και Βαλάντοβο μέ 10 διδασκάλους και 289 μαθητάς, τό 1893 εις 10 χωρία: Ρίτσιο, Κοστουρίνο, Μόκρινο, Μοκρύοβο, Ζούμποβο, Μονόσπητο, Κολέσινο, Γάμπροβο και Βασίλοβο , ένώ άρχάς του  20ου αίώνος άπέμειναν 5 μόνον ελληνικά σχολεία εις τά χωρία: Έλεοΰσα, Γάμπροβο, Κολέσινο, Μοκρύοβο και Μόκρινο .

Συμπερασματικώς, έξ όλων των άνωτέρω, θά ήδυνάμεθα νά παρατηρήσωμεν ότι ή έλληνική παιδεία έν τή πόλει της Στρωμνίτσης όσον παρείρχετο ό χρόνος τόσον ήνθει και ήκμαζεν παρά τάς παντοίας πιέσεις, άντιθέτως αυτη μέ την πάροδον του  χρόνου έφθινεν εις την ύπαιθρον προοδευτικώς λόγω απομονοσεως των ελληνικών εστιών της υπαίθρου από τό κέντρον διά παντοιων βίαιων μέσων των οργάνων της βουλγαρικής προπαγάνδας, τά όποια εύκολώτερον έκινοΰντο εις την ύπαιθρον.
 Άλλα περί των έθνικών προβλημάτων του Ελληνισμού της πόλεως και της έπαρχίας Στρωμνίτσης έκ των ξένων προπαγανδών έν συνεχεία γίνεται ή προσήκουσα ερευνά.

Έθνικά προβλήματα. 

'Η πόλις και ή επαρχία Στρωμνίτσης, από του 1870 μέχρι του 1913, δοκιμάζεται δεινώς υπό  των ξένων προπαγανδών, κυρίως όμως και πρωτίστως υπό  των βουλγαροεξαρχικών.

 'Η συμβολή της Μητρός Μεγάλης Εκκλησίας, πέραν των μέτρων γενικωτέρας σημασίας προς ύπεράσπισιν των έμπεριστάτων έπαρχιών της , ύπήρξε λίαν άξιόλογος εις την άντιμετώπισιν των έπί μέρους προβλημάτων της πόλεως και της έπαρχίας Στρωμνίτσης, ώς αμέσως γειτνιαζουσών προς τάς υπό  άμεσον βουλγαρικήν επιρροήν περιοχάς, καθοδηγοΰσα την μητρόπολιν Στρωμνίτσης και ύποδεικνύουσα τά δέοντα προς τούς έκάστοτε μητροπολίτας αύτής.

Σειρά πατριαρχικών εγγράφων από του 1874 κ.έ. είναι αποκαλυπτική άφ’ ένός μέν της έπικρατούσης γενικής έκκλησιαστικής και έθνικής καταστάσεως εις τό διαμέρισμα Στρωμνίτσης, άφ’ έτέρου δέ των ύποδεικνυομένων έκάστοτε σοφών μέτρων προς θεραπείαν ή μετριασμόν των δεινών, τά όποια ύφίσταντο οι  πνευματικοί υπήκοοι του Οικουμενικού Θρόνου.

 Τό δυσμενές κλίμα διά τό έλληνοορθόδοξον στοιχεΐον της πόλεως και της έπαρχίας Στρωμνίτσης άρχεται από του 1874, έπαυξάνει μετά τό 1878 και κορυφοΰται από του 1902 κ.έ. Είναι λίαν χαρακτηριστικά δύο Πατριαρχικά Γράμματα, του Φεβρουάριου 1903 και του Σεπτεμβρίου 1904, περί της έν γένει καταστάσεως εις την έπαρχίαν Στρωμνίτσης .

Στρώμνιτσα

Στόχος των Βουλγαροεξαρχικών έν τή πόλει της Στρωμνίτσης ύπήρξεν ή έξουδετέρωσις της έκκλησιαστικής και κοινοτικής διοικήσεως των ’Ορθοδόξων διά νά δυνηθοΰν ούτοι νά ιδρύσουν βουλγαρικήν κοινότητα μέ έκκλησιαστικήν και σχολικήν συγκρότησιν και δι’ αύτης άλλά και μέ την συμπαραστασιν του βουλγαρικού κομιτάτου νά έκβουλγαρίσουν ή νά άποδεκατίσουν τό έλληνοορθόδοξον στοιχεΐον της πόλεως.

Αΐ πλέον χαρακτηριστικαι έκδηλώσεις των Βουλγαροεξαρχικών άπ’ άρχής της δράσεώς των έν Στρωμνίτση περί τό 1877 κ.έ. ύπήρξαν ή συστηματική δημοσία εκστρατεία δυσφημήσεως της ’Ορθοδόξου’Εκκλησίας και ή διέγερσις άγριων φυλετικών παθών κατά του ϊσχύοντος τότε έκκλησιαστικου καθεστώτος, ή υφαρπαγή του  νεκροταφείου της έλληνοορθοδόξου κοινότητος, αί έπιθέσεις έναντίον του  μητροπολιτικου μεγάρου, και του  ίδίου του  μητροπολίτου, ή ίδρυσις βουλγαρικοϋ ναου παρά τον καθεδρικόν ναόν των ’Ορθοδόξων εις τό κέντρον της κοινότητος, ή λειτουργία βουλγαρικου σχολείου και ή ύποβοήθησις των έκνόμων και βιαίων ένεργειών των υπό  των επιτόπιων οργάνων της διοικήσεως και του  ρωσικου πανσλαβισμού.

'Η κατά καιρούς εκστρατεία δυσφημήσεως άντιμετωπίζετο δια των άπελάσεων των ταραξιών, κατόπιν των συντόνων ένεργειών και διαμαρτυριών των μητροπόλεων Στρωμνίτσης και Θεσσαλονίκης παρά ταΐς τοπικαΐς άρχαΐς . Οΰτω, εΐχον άπελαθή έκ Στρωμνίτσης από του  1878 μέχρι του 1884 οί Ήλίας και Δήμκος Σιούλεφ , ό Σταΰρος Τίμου , ό Άρσος Κοστέντσιεφ και ό Χρηστός Μπούτσκωφ , πρωτοπόρα βασικά στελέχη του βουλγαρικου Κομιτάτου εις την Στρώμνιτσαν.
Αί προσπάθειαι υφαρπαγής του νεκροταφείου της έλληνοορθοδόξου κοινότητος τό θέρος του 1891 έναυάγησαν, ωσαύτως, χάρις εις την όμαδικήν άντίδρασιν των κατοίκων της Στρωμνίτσης όπως  μη ένταφιάζωνται σχισματικοί εις τό ορθόδοξον νεκροταφεΐον και τάς άναλόγους παραστάσεις του  Πατριαρχείου παρά τή 'Υψηλή Πύλη και των μητροπόλεων Στρωμνίτσης και Θεσσαλονίκης παρά τή Γενική Διοικήση Θεσσαλονίκης, ή οποία: τελικώς έπρότεινε την έξεύρεσιν άλλου χώρου, ό όποιος θά ήδύνατο νά χρησιμοποιηθή ώς νεκροταφεΐον των Βουλγαροεξαρχικών.

'Η έπίθεσις « Βουλγάρων, έξ ών δύο διδάσκαλοι . . . κρατούντες και ρεβόλβερ» κατά του μητροπολιτιχου μεγάρου Στρωμνίτσης, τον Αύγουστον του  1891, ώς και ή δολοφονική άπόπειρα κατά του μητροπολίτου Στρωμνίτσης Γρηγορίου, τον Αΰγουστον του 1902, έξήγειραν μεγάλως τό έλληνοορθόδοξον στοιχεϊον Στρωμνίτσης, τό όποιον άπηύθυνε κατά καιρούς αναφοράς προς την 'Υψηλήν Πύλην διά του Πατριαρχείου έναντίον των Σχισματικών και περί της έμμονής αύτου εις την πατρώαν πίστιν, όπως  και προς όλας μαζί τάς ύπερεχούσας έκκλησιαστικάς και κοινοτικάς έξουσίας διά των επαναληπτικών ένεργειών των προς παραδειγματικήν τιμωρίαν των υπαιτίων και έμπρακτον προστασίαν των διωκομένων, ώστε νά άποθαρρύνωνται του λοιπου παρόμοιαι ένέργειαι.

 Έπί πλέον τούτων, τον Φεβρουάριον του 1889, ολίγον προ της ένάρξεως των έχθρικών ένεργειών έναντίον της μητροπόλεως Στρωμνίτσης, οι κάτοικοι Στρωμνίτσης δι’ αναφοράς των έζήτησαν από τούς μητροπολίτας Στρωμνίτσης και Θεσσαλονίκης νά είσηγηθοΰν άρμοδίως την μετάθεσιν της έδρας του έξαρχικου έπισκόπου Στρωμνίτσης και Βελεσσών Γερασίμου από την Στρώμνιτσαν εις Ραδοβίσιον, όπου υπήρχε ομοιογενής βουλγαρικός πληθυσμός, διά νά μή προκαλήται τό ύπερέχον ορθόδοξον στοιχεϊον Στρωμνίτσης.

Πολυχρονίους προσπαθείας κατέβαλον οι Βουλγαροεξαρχικοί προς άνέγερσιν ναου εις τό οι κόπεδον της παλαιάς μητροπόλεως της ορθοδόξου κοινοτητος, εις τό όποιον δέν είχε κτισθή νέον μητροπολιτικόν οίκημα μετά την πυρκαϊάν του 1869.

Μακροχρόνιος άγών από του 1898 μέχρι του ’Ιουνίου 1912 άπέληξεν εις την όριστικήν έπιδίκασιν του οικοπέδου εις την έλληνοορθόδοξον κοινότητα Στρωμνίτσης. ’Αλλά και ή δευτέρα προσπάθεια άνοικοδομήσεως βουλγαρικού ναου έπί του μικρου οικοπέδου της κατά Νοέμβριον του 1907 πυρποληθείσης οικίας του έξαρχικου έπισκόπου άπέβη, ώσαύτως, άκαρπος, λόγω του  οίκοπεδικου άποκλεισμου τον όποιον έφήρμοσεν ή έλληνοορθόδοξος κοινότης Στρωμνίτσης.

Ή θέσις του  βουλγαρικοϋ οικοπέδου ήτο πλησίον του  καθεδρικου ναου των ’Ορθοδόξων, πράγμα τό όποιον δέν ήδύνατο νά άνεχθή ή έλληνική κοινότης, δι’ αυτό άπεφασίσθη ή εξαγορά των συνορευόντοον μέ τό βουλγαρικόν οίκόπεδον κτημάτων, τά όποια άνήκον εις Ελληνας, και οί όποιοι προσεφέρθησαν νά παραχωρήσουν ταΰτα είς την έλληνικήν κοινότητα εις τρόπον ώστε νά μή δυνηθοΰν οί Βούλγαροι νά κτίσουν μεγαλοπρεπή ναόν, όπως έπεθύμουν.

 Ή σχετική προεργασία ήρχισεν από της 2 Δεκεμβρίου 1907 διά της παραχωρήσεως είς την κοινότητα του καταστήματος του Δημητρίου Κ. Μήρτσιου, τό όποιον έκειτο έν εϊδει σφήνας έπί της προσόψεως του βουλγαρικοϋ οικοπέδου, είς τάς 3 Αύγούστου 1909 προσεκυρώθη είς την κοινότητα λωρίς πλάτους 1 πήχεως ώς διαχωριστική γραμμή μεταξύ του βουλγαρικοϋ οικοπέδου και της ιδιοκτησίας του Ήλία ’Αγγελάκη και την 21 Μαρτίου 1910 ήγοράσθη παρά της κοινότητος τρίτη οικοδομή, των άδελφών Ζωγράφου, συνορεύουσα μέ τό έν λόγω οίκόπεδον, τό όποιον περιεσφίχθη έν μέσω έλληνικών κτημάτων και οΰτο; δέν προσεφέρετο προς πραγματοποίησιν των βουλγαρικών σχεδίων άνιδρύσεως μεγαλοπρεπούς ναου .

Είς όλας τάς άνωτέρω σταδιακάς και μεθοδευμένας, πλήν έξουδετερωθείσας ένεργείας των, οί Βουλγαροεξαρχικοί ειχον περιπτωσιακώς μέν την συμπαράστασιν των οργάνων της τοπικής διοικήσεως, πάντοτε δέ την κάλυψιν,

ύποστήριξιν και ύπεράσπισιν έπί διεθνοΰς πεδίου του ρωσικου πανσλαβισμοΰ, ό όποιος ένεργότερον άπέδειξε τάς έναντι του βουλγαρικοϋ έθνοφυλετισμου άγαθάς προθέσεις και πράξεις του μέ την έγκατάστασιν έν Κεντρική Μακεδονία, κατόπιν της συνθήκης της Μυρστέγης , Ρώσων άξιωματικών προς άναδιοργάνωσιν της χωροφυλακής του οθωμανικού κράτους.

Είς την Στρώμνιτσαν, έν προκειμένω, τό έργον αυτό άνέλαβεν ό Ρώσος άξιωματικός «Λεών δέ Σιμιτιέρ», ό όποιος όμως από των αρχών του 1905 ήρχισε παρεκτρεπόμενος της κυρίας άποστολής του προπαγανδίζων έμφανώς ύπέρ της βουλγαρικής ’Εξαρχίας και παντοιοτρόπως ύποδεικνύων είς τούς Έλληνοορθοδόξους Στρωμνίτσης την προσχώρησιν είς την ’Εξαρχίαν, έχων έξασφαλίσει προς τοϋτο και την συμπαράστασιν των τοπικών οθωμανικών αρχών .

'Ο μητροπολίτης Στρωμνίτσης Γρηγόριος, κατόπιν των συγκεκριμένων καταγγελιών εις βάρος τούτου, συνεκάλεσε εις έκκλησιαστικήν σύσκεψιν, την 28 Μα'ΐου του 1905, τούς εκπροσώπους των κοινοτικών και σχολικών καταστημάτων και μετά έξονυχιστικήν άνάλυσιν της ύπαιτιότητι του έν λόγω Ρώσου δημιουργηθείσης έκρηκτικής καταστάσεως άπεφασίσθη ή αποστολή έγγράφων διαμαρτυριών κατά του έν λόγω Ρώσου αξιωματικού προς τήν Υψηλήν Πύλην, τόν έν Θεσσαλονίκη έδρεύοντα Χιλμή πασαν, τόν νομάρχην Θεσσαλονίκης και τόν καϊμακάμην Στρωμνίτσης και ή ένημέρωσις δι’ άντιγράφων αύτων των διαμαρτυριών του μητροπολίτου Θεσσαλονίκης προς συντονισμόν της δλης ύποθέσεως παρά ταΐς ύπερεχούσαις κρατικαΐς έξουσίαις της Θεσσαλονίκης .

’Αποτέλεσμα της δραστηριότητος ταύτης ύπήρξεν ότι ήκολούθησεν, αιτήσει του νομάρχου Θεσσαλονίκης, συνάντησις εκπροσώπων της κοινότητος Στρωμνίτσης μετά του ίδιου και του Ρώσου επιτετραμμένου έν Θεσσαλονίκη και ή μετάθεσις του διερμηνέως του Ρώσου άξιωματικοΰ, φίλα προσκειμένου προς την βουλγαρικήν ’Εξαρχίαν, από Στρωμνίτσης εις Γιανιτσά .
Τέλος, έν σχέσει προς τό γεγονός τοΰτο άλλά και προς περιπτώσεις «άντεθνικώς και άντεκκλησιαστικώς» δρώντων έν τή κοινότητι, οί έκπρόσωποι της κοινότητος εις κοινήν σύσκεψιν του θέρους του 1905, άπεδέχθησαν πρότασιν του μητροπολίτου Γρηγορίου, περιληφθεΐσαν ώς άπόφασιν εις τά πρακτικά και εχουσαν έπί λέξει ώς έξής: «Θεσπίζομεν σήμερον, ίνα, έάν μέλος τι (της εκκλησιαστικής συνελεύσεως) φωραθή και άποδειχθή, ότι έργάζεται άντεθνικώς και άντεκκλησιαστικώς μετά πρώτην νουθεσίαν έπί προτροπή, παύεται αύθωρεί υπό  των τριών σωματείων και άντικαθίσταται υπό  καταλλήλου προσώπου έγκρίσει των τριών σωματείων» .


Επαρχία Στρωμνίτσης

’Αλλ’ ας ’ίδωμεν ποία ύπήρξεν ή έθνική και έκκλησιαστική κατάστασις εις τά ορθόδοξα ή μικτά χωρία της έπαρχίας Στρωμνίτσης.

Ή έπαρχία Στρωμνίτσης έμαστίζετο μεγάλως υπό  της βουλγαρικής προπαγάνδας άλλά και υπό  των ιεραποστόλων της Ούνίας και του Προτεσταντισμοΰ, επειδή έξησκοΰντο έπ’ αύτης μεγάλαι πιέσεις, τάς όποίας, παρά τάς συνεχείς προσπαθείας, δεν ήδύνατο ή μητρόπολις Στρωμνίτσης νά έξουδετε- ρώνη, καθ’ δν τρόπον επραττε τοΰτο, προκειμένου περί της Στροψνίτσης, δπου ήδρευεν ό μητροπολίτης Στρωμνίτσης.

Ουτω, τό βορειότερον τμήμα της επαρχίας Στρωμνίτσης, δπου αί περιοχαί Ραδοβισίου, Μάλης (Μάλες) και Τικφεσίου, είχε  σχεδόν άπολεσθή, περιελθόν υπό  την πλήρη σχεδόν έπιρροήν των οργάνων της βουλγαρικής Εξαρχίας, τά όποια κατηυθύνοντο έκ Βελεσσών, δπου ή έδρα του  σχισματικού έπισκόπου Βελεσσών και Στρωμνίτσης. Βεβαίως, από του 1870 μέχρι του 1890, ακόμη και είς τά διαμερίσματα ταΰτα, διεξήχθη μεγάλη πάλη μεταξύ ’Ορθοδόξων και Σχισματικών, ή όποια βραχυπροθέσμως ηύνόησε τό έπίσημον έκκλησιαστικόν καθεστώς.

Τό 1874 τρεις σχισματικοί ιερείς χειροτονηθέντες υπό  του σχισματικού έπισκόπου Βελεσσών, έπιζητοΰν την επιστροφήν των εις την ’Ορθοδοξίαν , όλον τό χωρίον Τζίτζοβον της ύποδιοικήσεως Βελεσσών άλλ’ υπό  την μητρόπολιν Στρωμνίτσης έπανέρχεται είς την ’Ορθοδοξίαν , 34 χωρία του τμήματος Ράδοβιτς και 14 του τμήματος Μάλες μεταξύ των έτων 1876/ 1878 έπιστρέφουν έκ νέου είς την δικαιοδοσίαν της μητροπόλεως Στρωμνίτσης  και ή ορθόδοξος ’Εκκλησία Ραδοβισίου τό 1886 άποδίδεται πάλιν είς χρήσιν των ’Ορθοδόξων .

Τά γεγονότα ταΰτα άναστέλλουν κάπως τό διαβρωτικόν εργον της βουλγαρικής ’Εξαρχίας, ή όποια όμως από του 1891 εδραιώνει καλλίτερον την θέσιν της είς τά έν λόγω διαμερίσματα. Τό θέρος του 1891 οι ορθόδοξοι Βούλγαροι Ραδοβισίου και των πέριξ χωρίων, «έσφράγισαν άναφοράς και άπηύθυναν τή ’Εξαρχία» , τον ’Οκτώβριον του 1893, ό ηγούμενος της μονής Πολάσκας προσχωρεί εις το Σχίσμα και τέλος την άνοιξιν του 1896 ή μνημονευθεΐσα μονή και ή άλλη του 'Αγίου Γεωργίου Νεγοτίνου ύπαγόμεναι έκκλησιαστικώς μέν εις την μητρόπολιν Στρωμνίτσης άλλά πολιτικώς εις τον καζάν Τικφεσίου, καταλαμβάνονται βιαίως υπό  των Σχισματικών. Δέν ήτο βεβαίως καλλιτέρα ή κατάστασις των ’Ορθοδόξων Μάλες, όπου ό άρχιερατικος έπίτροπος της Στρωμνίτσης ίερεύς ’Αθανάσιος Δράκαλης και οί ’Ορθόδοξοι κάτοικοι ύφίστανται παντοίας πιέσεις υπό  των τοπικών αρχών και των ’Εξαρχικών από του 1887 κ.έ

Συντονισμέναι ένέργειαι της μητροπόλεως Στρωμνίτσης όπως  έπιστραφοΰν αί δύο μοναί εις τούς ’Ορθοδόξους ώς άνήκουσαι εις τό Πατριαρχεΐον και προστατευθοΰν οί ορθόδοξοι κάτοικοι δέν άποφέρουν συγκεκριμένον άποτέλεσμα. Αί ύπ’ οψιν ημών πηγαί δέν διαφωτίζουν την συνέχειαν του ζητήματος της κυριότητος των μονών, δυνάμεθα όμως νά εΐκάσωμεν ότι, λόγω άντικειμενικών δυσχερείων της μητροπόλεως Στρωμνίτσης όπως  παρεμβαίνη άποτελεσματικώς ύπέρ των δικαιωμάτων και ιδρυμάτων της παρ’ άλλη ύποδιοικήσει, αί μοναί αύταί σύν τώ χρόνω έξέφυγαν όριστικώς της διοικητικής και πνευματικής επιρροής της μητροπόλεως Στρωμνίτσης, οί δέ έναπομείναντες πιστοί εις τό νόμιμον έκκλησιαστικόν καθεστώς ήναγκάσθησαν νά ύποκύψουν είς την βίαν και νά προσχωρήσουν είς την ’Εξαρχίαν.

Είς τό διαμέρισμα Βοημίας νοτιοδυτικώς της Στρωμνίτσης δρα ή βουλγαροεξαρχική και ή ουνιτική προπαγάνδα. Οί Σχισματικοί Βαλαντόβου άγωνίζονται τό 1899/1900 νά καταλάβουν τον ναόν και τό νεκροταφεΐον της Έλληνοορθοδόξου κοινότητος του χωρίου αύτοΰ.
Οί κάτοικοι καταφεύγουν είς την προστασίαν της μητροπόλεως Στρωμνίτσης, ή οποία έν συνεργασία μετά του Πατριαρχείου και της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης έπιτυγχάνει τελικώς νά έπιδικασθή ό ναός και τό νεκροταφεΐον είς τούς ’Ορθοδόξους.

Έν τώ μεταξύ και μέχρις έφαρμογής υπό  των τοπικών άρχών της άποφάσεως της Γενικής Διοικήσεως Θεσσαλονίκης μεσολαβοΰν έπεισόδια μεταξύ ’Ορθοδόξων και Σχισματικών διά την κυριότητα του ναοΰ, ό όποιος την περίοδον της διαμάχης παραμένει κλειστός, και του νεκροταφείου, όπου οί Όρθόδοξοι άπαγορεύουν τόν ενταφιασμόν των Σχισματικών ώς αιρετικών.


Προσπάθειαι των τοπικών αρχών, όπως  άποδεχθοϋν οί ’Ορθόδοξοι την εναλλάξ χρήσιν του  ναου μετά των Σχισματικών προσέκρουσαν εις την άνυποχώρητον στάσιν της Μεγάλης ’Εκκλησίας, της μητροπόλεως Στρωμνίτσης άλλά και των ’Ορθοδόξων κατοίκων Βαλαντόβου λόγω της έπισήμου θέσεως της ’Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά την άπόφασιν της Τοπικής Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 1872 περί των Σχισματικών ώς αιρετικών.

'Η ιδία κατάστασις έπικρατεϊ εις τό χωρίον Μυράφτσης του αύτου διαμερίσματος, όπου ή έκκλησία του χωρίου άνηρπάγη τό θέρος του 1900 υπό  των Σχισματικών, αί τοπικαι άρχαί υποδεικνύουν την έναλλάξ χρήσιν του ναοΰ, άλλά τό Πατριαρχεϊον έπεμβαΐνον συνιστα οί Χριστιανοί του χωρίου νά μη άποδεχθοϋν «τό σύστημα της έναλλάξ λειτουργίας».


Τό διαμέρισμα Βοημίας, πέραν των Σχισματικών, πλήττει ιδιαιτέρως και ή ούνιτική προπαγάνδα από του 1872 κ.έ., κατευθυνομένη από την Θεσσαλονίκην υπό  την γενικωτέραν κάλυψιν της Ρωμαιοκαθολικής ’Εκκλησίας και την έπιτόπιον των προξενικών αρχών της Γαλλίας και της Αύστροουγγαρίας εις μίαν γενικωτέραν προσπάθειαν μειώσεως της ρωσικής έπιρροής έν Μακεδονία διά των άφυπνιζομένων Βουλγάρων και αύξήσεως της ίδικής των.

Πλέον συγκεκριμένως, τό 1883 άφίχθη εις την Στρώμνιτσαν ό μισσιονάριος Bonetti Paroko διά νά θέση εις λειτουργίαν γυμνάσιον μετά οικοτροφείου διά τάς άνάγκας των έξ ουνιτικών οικογενειών του διαμερίσματος Βοημίας της έπαρχίας Στρωμνίτσης μαθητών, άλλ’ ή αποτελεσματική άντίδρασις του μητροπολίτου Στρωμνίτσης ’Αγαθαγγέλου έματαίωσε τά σχέδια έκεΐνα. Πάντως, οί Ούνΐται ένεφάνισαν μερικάς έπιτυχίας εις δλα σχεδόν τά πέριξ του Βαλαντόβου χωρία, κυρίως δέ εις την Πύραβον (ή Πίραβος), έκ της όποίας είσέδυσαν κυρίως εις τό Βαλάντοβον, την Μυράφτσα, την Μιραβάντσα, την Μπαλίντσα, την Γράντιστα, τό Πέτροβο, τό Μιλέντοβο, τό Κάλκοβο, τό Γκιόπεστι, την Γκίρτσιστα και τό Δαβίδοβο, άλλά και έδώ δέν έστερεώθησαν τελικώς, άπόδειξις ότι σήμερον εις την περιοχήν αύτην δέν ύφίσταται ούνιτικόν στοιχεΐον, πλήν της Στρωμνίτσης και Ραδόβου, όπου έγκατεστάθησαν βουλγαροουνΐται έκ Κιλκίς κατά και μετά τάς πολεμικάς έπιχειρήσεις των έτών1912-19133.

Τά χωρία της πεδιάδας Στρωμνίτσης Ελεούσα (Βέλιουσα), Βοδότσα, Βάλδεφτσα, Κουκλήσι, Μονόσπητο, Βασίλοβο, Μούρτινο και Μπορίοβο ώς και τά των ύπορειών του  Μπέλες Κωστουρΐνο, Γάμπροβο, Κολέσινο, Βορίσοβο, Μοκρύοβο και Μόκρινο ύπέστησαν, ώσαύτως, τάς συνεπείας διεισδύσεως των Βουλγαροεξαρχικών, των Ουνιτών και των Προτεσταντών.

Οί Σχισματικοί διά των ενόπλων ομάδων του βουλγαρικοϋ κομιτάτου έπέτυχον νά άποσπάσουν τά χωρία Έλεοϋσα, Βοδότσα, Βάλδεφτσα και Γάμπροβο από την μητρόπολιν Στρωμνίτσης και νά έδραιωθοΰν είς αύτά «διά της πιέσεως και του έκφοβισμου έπί ποινή φόνου διά των άπαγωγών και φόνων ’Ορθοδόξων προυχόντων και έγκριτων πολιτών. 

Ο μητροπολίτης Στρωμνίτσης Γρηγόριος εις την άναφοράν του προς τον μητροπολίτην Θεσσαλονίκης από 29 Νοεμβρίου 1904 διεκτραγωδεί την κατάστασιν των Έλληνοορθοδόξων είς τό χωρίον Έλεοϋσα, όπου οί ’Ορθόδοξοι προκειμένου νά τυγχάνουν της άνοχής του βουλγαρικοϋ Κομιτάτου καλοΰν διά τάς θρησκευτικάς άνάγκας των τον βουλγαροεξαρχικόν ιερέα του χωρίου και άποστέλλουν τά τέκνα των εις τό βουλγαρικόν σχολεΐον, ένώ ό Έλλην ίερεύς και διδάσκαλος παραμένουν άνευ ποιμνίου και μαθητων είς την παρακείμενην μονήν της Παναγίας της Έλεούσης.

Κατόπιν όλων αύτων ό Στρωμνίτσης παρακαλεΐ τον Θεσσαλονίκης νά κάμη τάς δεούσας παραστάσεις προς τον Χιλμή Πασάν ώστε ό Βούλγαρος ίερεύς και διδάσκαλος Έλεούσης, οί όποιοι έλέγχουν 17 μόνον οίκογενείας, νά περιορισθοΰν εις τό εργον των μεταξύ των οπαδών των και νά έπιτραπή άνενόχλητος ή θρησκευτική σχολική δραστηριότης των ’Ορθοδόξων της κοινότητος αύτής, λαμβανομένου ύπ’ όψη ότι ό Χιλμή Πασάς είχεν ήδη δώσει έντολήν νά μή γίνωνται δεκταί υπό  των τοπικών άρχών έπισήμως άναφοραί κατοίκων περί προσχωρήσεώς των εις την Εξαρχίαν, λόγω άκριβώς της πιεστικής τακτικής των Σχισματικών.

Άλλ’ οί ύποστάντες πραγματικήν τραγωδίαν είναι οί ορθόδοξοι κάτοικοι της Βάλδεφτσας, ήμίσειαν ώραν άπεχούσης έκ Στρωμνίτσης, διά της πυρπολήσεως υπό  των Βουλγαροεξαρχικών των οικιών των την νύκτα της 3 Μαΐου 1905.

 ’Ιδού πώς έπί λέξει περιγράφει ό Στρωμνίτσης Γρηγόριος τό συμβάν εις άναφοράν του προς τον μητροπολίτην Θεσσαλονίκης από 12 Μαΐου 1905: «Παναγιώτατε, τά απανταχού της τλήμονος ημών χώρας υπό  σπείρας ευτελών δολοφόνων διαπραττόμενα κακουργήματα προς έξόντωσιν των φιλησύχων ’Ορθοδόξων Ελλήνων, των στερρώς προσκειμένων ταΐς θρησκευτικαϊς και έθνικαΐς αύτων παραδόσεσι, πολυπληθή και έν τή ήμετέρα πολυκυμάντω ’Επαρχία διαπράττονται, προκαλοΰντα τον οίκτον και τον έλεον πάσης ού μόνον 'Ομογενούς, άλλά και ύπ’ άνθρωπίνων αισθημάτων έμφοβουμένης καρδίας.

Ουτω την παρελθοϋσαν Τρίτην (3 Μαΐου) αιμοχαρείς όρδαί άγριων και άτέγκτων βουλγάρων κομιτων είσελάσασαι νυκτός εις τό ήμίωρον της πόλεαις μας άπέχον χωρίον Βάλδεφτσαν προς τιμωρίαν των αύτόθι χωρικών, άρνουμένων παρ’ όλας τάς πιέσεις και τούς έκφοβισμούς, νά προσχωρήσωσιν εις τό Σχίσμα, έπυρπόλησαν τούς οίκους των ήμετέρων.
 Καίτοι δέ ούδέν εύτυχώς θύμα ύπάρχει, ή προσγενόμενη ομως αύτοϊς ύλική ζημία μεγίστη τυγχάνει, καθ’ δσον πλήν των οικιών αύτων άπώλεσαν οί ατυχείς χωρικοί άπαντα τά έν αύταΐς χρήματα, ζώα, προϊόντα κλπ., ουτω δέ περιέρχονται τάς άγυιάς της πόλεως ήμών μετά των γυναικών και των τέκνων των γυμνοί και άστεγοι και του  έπι- ουσίου ετι άρτου έστερημένοι. "Οθεν έκκαλούμενοι διά της 'Υμετέρας Παναγιότητος τά φιλογενή αισθήματα των εύγενών Θεσσαλονικέων, εχομεν διά έλπίδος, ότι ή φωνή ήμών της οδύνης θέλει εύρη ηχώ είς τάς καρδίας των ομογενών οι τινες διατρανοΰντες τά προς τούς άναξιοπαθοΰντας άδελφούς φιλάδελφα και φιλάνθρωπα αΐσθήματά των θέλουσι προσέλθη άρρωγοί εις την ουτω δεινώς δοκιμασθεΐσαν 'Ομογενή Κοινότητα της Βάλδεφτσας. ’Εν Στρωμνίτση τή 12 Μαΐου 1905. Μετά πολλής ύπολήψεως της 'Υμετέρας εύσεβάστου μοι Σεβασμιότητος έλάχιστος έν Χώ άδελφός και όλως πρόθυμος Στρωμνίτσης Γρηγόριος, Οί Δημογέροντες και ’Εφοροεπίτροποι . . ,»

Των χωρίων Βασιλόβου, Μποριόβου, Κωστουρίνου, Κουκλησίου και Μονοσπήτου οι έλληνοορθόδοξοι ναοί ύφηρπάγησαν διά διαφόρων δολίων μέσων υπό  των Σχισματικών κατά την τελευταίαν δεκαετίαν του 19ου αϊώνος, προς έπιστροφήν δέ αύτων είς τάς ορθοδόξους κοινότητας των έν λόγω χωρίων διεξήχθη μεγάλη μάχη μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου, 'Υψηλής Πύλης και Βουλγαρικής ’Εξαρχίας , άρνουμένων παντοιοτρόπως των ’Ορθοδόξων άκόμη και της έναλλάξ χρήσεως των ναών αύτων ώς παρανόμων και άντικανονικών κατ’ έντολήν του  Πατριαρχείου «όπως  κατ’ ούδένα τρόπον παραδέξωνται τό έναλλάξ λειτουργεΐν μετά των σχισματικών ώς παρανόμων και άντικανονικών» .

’Αποτέλεσμα της διαμάχης αύτης ήτο ότι έπί πολλά χρόνια οί ναοί των χωρίων αύτων παρέμειναν κλειστοί.

Την διαμάχην μεταξύ ’Ορθοδόξων και Σχισματικών εις τά χωρία της πεδιάδος Στρωμνίτσης, όπως  βεβαίως και εις άλλας έμπεριστάτους έπαρχίας, έρχονται νά έπωφεληθοΰν οί ιεραπόστολοι των Ούνιτων και κυρίως των Προτεσταντών.

Έκ των μέχρι τοΰδε ύπ’ όψη ημών πηγών, ούνιτική διείσδυσις διαπιστοΰται μόνον εις τό χωρίον Βασίλοβο, όπου τά όργανα της ουνιτικής προπαγάνδας έξεμαίευσαν τόν Φεβρουάριον του 1884 άναφοράν των κατοίκων ότι άνήκουν είς τό «Βουλγαροκαθολικόν δόγμα», την όποίαν άπέστειλαν είς την Γενικήν Διοίκησιν Θεσσαλονίκης. Ό άρχιερατικός προϊστάμενος Στρωμνίτσης, Δημήτριος Ζωγράφου, είς άναφοράν του προς τόν μητροπολίτην Θεσσαλονίκης από 23 Φεβρουάριου 1884 πληροφορεί ότι ή έν λόγω άναφορά των κατοικούν Βασιλόβου ήτο πλαστή, εργον κάποιου Δώνε Κοστουρλή, έπεξηγεΐ τούς λόγους της πλαστότητος και υποδεικνύει όπως  άρμοδίως ένημερωθοΰν αί πολιτικαι άρχαί Θεσσαλονίκης . Δέν γνωρίζομεν την συνέχειαν της ύποθέσεως, πάντως φαίνεται ότι και έδώ ό ούνιτισμός δέν έπεκράτησεν ύποχωρήσοος προ του βουλγαρικου έθνοφυλετισμου των αμέσως επομένων έτών.

Περισσοτέρας, οπωσδήποτε, επιτυχίας έν σχέσει μέ τούς Ούνίτας είχον είς τά χωρία της πεδιάδος και των υπωρειών του Μπέλες τά δργανα της προτεσταντικής προπαγάνδας μέ όρμητήριόν των την Στρώμνιτσαν, είς την όποίαν περί τό 1882 ίδρύθη προτεσταντική κοινότης, ένεργείαις του προτεσταντικου σταθμου Μοναστηριού. Είδικώτερον, τά χωρία Μονόσπητο, Μούρτινο, Έλεοΰσα, Κολέσινο, Βαρβάριτσα, Πόπτσεβο και Δαμπίλια έδέχθησαν την νέαν αύτην κίνησιν, χάρις κυρίως είς την συμβολήν του Στρωμνιτσιώτου μεγαλοκτηματίου Stavre Timov, ό όποιος είς τό χωρίον Μονόσπητο ειχε τό τσιφλίκι του' τοΰτον ύπεβοήθει και ό έντόπιος Spaso Busev .

Είς τό διαμέρισμα Στρωμνίτσης οί προτεστάνται άπέκτησαν εύκτηρίους οϊκους έν Στρωμνίτση μόλις τό 1890 και ολίγον προ του 1895 εις τό χωρίον Μονόσπητο, μετά από πολλάς άντιδράσεις της μητροπόλεως Στρωμνίτσης, ενώ παρόμοιαι προσπάθεια!, εις τό Κολέσινον τό φθινόπωρον του 1908 είχαν ναυαγήσει.

Άρχάς του 20ου αίώνος, συμφώνως προς στατιστικά στοιχεία του Brankov, ύπήρχον συνολικώς είς δλην την έπαρχίαν Στρωμνίτσης 624 προτεστάνται, έκ των όποιων 144 είς την Στρώμνιτσαν, 208 είς τό Μούρτινο, 184 είς τό Μονόσπητο, 40 είς ’Ελεούσαν και 16 είς Κολέσινο, διαθέτοντες τρία σχολεία, άνά εν είς την Στρώμνιτσαν, τό Μονόσπητο και τό Μούρτινο.

 Τελικώς, και ή κίνησις αυτη, έμπλακεΐσα εις τον όξύν άνταγωνισμόν μεταξύ Έλληνοορθοδόξων και Βουλγαροεξαρχικών, σχεδόν έξεμηδενίσθη' μόνον είς τό χωρίον Κολέσινο εξακολουθεί ύπάρχουσα μέχρι σήμερον μικρά βουλγαροπροτεσταντική κοινότης .

Δεν υπάρχουν σχόλια: