Ο Μακεδονομάχος Οπλαρχηγός Παύλος Ρακοβίτης |
του Γεωργίου Μόδη.
" ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ
ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ"
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007
ΙΙήγε να εργασθή μ΄ άλλους χωριανούς του από το Ράκοβο (Κρατερό) στην ’Αλβανία σ’ ένα δάσος.
Γρήγορα τα χάλασε μ΄ ένα ’Αλβανό μπέη και έγινε αιτία να το σκάσουν κρυφά και άναυλα και οι άλλοι.
Πήγε στην Αμερική υστέρα από το κάψιμο του χωριού του από τους Τούρκους (Αύγουστος 1903).
’Έφυγε κι άπ’ εκεί κρυφά και άναυλα. Σκότωσε σ΄ ένα καυγά δυο Βουλγάρους.
Δεν είχε ούτε τα έξοδα της επιστροφής.
Πλήρωσαν το εισιτήριό του άλλοι.
Τρελλοπαύλο τον έλεγαν όλοι στο χωριό.
Όταν γύρισε (Φθινόπωρο του 1905) ο αγώνας είχε ανάψει και κορώσει.
Ρίχθηκε αμέσως μέσα μ΄ όλη την ψυχή και όλη την καρδιά του. Ήταν η ευκαιρία, που περίμενε, και η δουλειά, που γι΄ αυτήν ήταν πλασμένος.
’Έγινε γρήγορα οπλαρχηγός.
Ήταν στο στοιχειό του.
Οι χωριανοί του, που δεν έπαιζαν ποτέ να τον καμαρώνουν, έλεγαν
«Καπετάνιος έγινε. Μυαλό δεν έβαλε. Θεός να μάς φυλάξη από καμμιά μεγάλη του τρέλλα».
Κοντός, όλος νεύρα και κόκκαλα, επιβάλλονταν αμέσως με την τόλμη και την παραφορά του. Καταλάβαινε καθένας ότι δεν δυσκολεύονταν και πολύ ο μικρόσωμος αυτός διαβολάνθρωπος να σύρη το περίστροφό του.
Γύριζε στο χωριό με την όμορφη στολή του Κρατερού, το πιστόλι στη μέση και μπότες λουστρίνι, και όταν φιλοξενούσε Τούρκους.
Ό γέρο Θύμιος Καούδης λέγει
«Ό Παύλος δεν ήξερε τί θα πή φόβος. Δεν τον έννοιωθε».
Ή τζέπη του ήταν πάντα τρύπια, είτε σε πόλι είτε σε χωριό η βουνό βρισκόταν. Σκορπούσε τα χρήματα με ηγεμονική απλοχεριά. Οί χωριανοί του, που γύριζαν απ’ την ’Αμερική με λίγες οικονομίες, του έδιναν πρόθυμα δανεικά και αγύριστα.
Ήταν ο μόνιμος καπετάνιος του «Περιστεριού», όπως λέγονταν η περιοχή ανάμεσα Φλώρινα και Μοναστήρι άπ’ την Πρώτη ως το Μπούκοβο, και είχε όλα τα πολλά χωριά της πιστά και λαμπρά, μ΄ έξαίρεσι δυο τριών παλαιών βουλγαρικών.
Δρούσαν και είχαν δράσει έκεί και άλλα σώματα μεγαλύτερα. Μά υστέρα από ωρισμένο χρόνο έφευγαν. Ό Παύλος έμενε.
Τό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιοχής ήσαν οι κρύπτες (κρυψάνες).
Κάθε σπίτι είχε μιά και συχνά δυο. Κάθε κρυψάνα είχε δικό της σχέδιο.
Όλες ήσαν σκαμμένες στη γή. Αληθινοί τρωγλοδύτες ήσαν οι αντάρτες. Μπαινοέβγαιναν στις κρύπτες μέρα και νύχτα, χειμώνα και καλοκαίρι.
Απαραίτητη δουλειά των αρχηγών ήταν και η συστηματική οργάνωσις των χωριών με επιτροπές, δικαστήρια, συνδέσμους κ.τ.λ.
Χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσαν να σταθούν ούτε στιγμή.
Τή μέρα, που φθάσαμε άπο το Μορίχοβο στην 'Αγία Παρασκευή, είδα τον Βάρδα να κοπιάζη και να ιδρώνη, για να λύση τις άλυτες δασικές διαφορές τριών χωριών.
Ό Παύλος στην δουλειά της διοργανωσεως εργάσθηκε με πολλήν επιτυχία.
Αυστηρός ήταν και ο οικονομικός πόλεμος.
Ακόμα και οι μετανάστες για την ’Αμερική—χιλιάδες τότε έφυγαν για τον Νέο Κόσμο—επρεπε ν΄ αναχωρήσουν μ΄ "Ελληνα πράκτορα. Αυτός έπλήρωνε για τον καθένα φόρο στην οργάνωσι μια λίρα.
Ό Θύμιος Καούδης, ο γηραλέος τώρα Κρητικός καπετάνιος, διατηρεί μια σχετική διαταγή, που ειχε πάρει ως οπλαρχηγός των χωριών του «Περιστεριού» τον Δεκέμβριο του 1906.
Ιδού η διαταγή.
Διά τον καπετάν Ευθύμιον.
Ό εκ Ρακόβου (Κρατερού) Φίλιππος Παύλου μετά του υιού του έπανελθόντος εξ ’Αμερικής ήγόρασε την 19ην Δεκεμβρίου 3 μιντάνια από τον Βούλγαρον Βάντσιον Όχριδαλή (άπ΄ την Όχρίδα) αν και τον ειδοποίησαν οι ήμέτεροι.
Νά τιμωρηθή λοιπόν διά προστίμου ενός μετζητίου το οποίον να δοθη εις την εκκλησίαν του χωρίου.
Επίσης ο εκ Ρακόβου Στογιάν (χαντζής εις το χωρίον του) συνεννοείται ενταύθα με τον χαντζήν Δήμκο Περλέπελην και του στέλνει πελάτας και ψωνίζει από τους Βουλγάρους.
Νά του άπαγορευθή η πολλή φιλία μετον ρηθέντα Δήμκο Περλέπελη επί απειλή αύστηράς τιμωρίας.
Μοναστήριον 20 Δεκεμβρίου 1906
Ή επιτροπή
Όμοίως ν΄ άπαγορευθή εις όλους τους χωρικούς της περιφερείας σας ίδια των χωρίων Μπίτουσα (Παρώρι) και Βελουσίνα όπως μεταβαίνουσι όταν ερχωνται ενταύθα εις το χάνι του Ντήμε Λαχτσάν.
Τήν προσεχή Παρασκευήν και το Σάββατον θα γίνη η αγορά των χοίρων εις τον περίβολον της ελληνικής εκκλησίας του 4 Αγίου Δημητριού.
Συνεπώς να διαταχθώσι άπαρτες οι χωρικοί να φέρωσι εκεί τους πρός πώλησιν χοίρους των».
Τήν παραμονή ακριβώς των Χριστουγέννων του 1906 στο Δράγος, ένα σέρβικο τώρα χωριό πάνω στά σύνορα, είχε πάει ενωρίς ο κόσμος στήν εκκλησία να μεταλάβει από το χέρι του Παπαγιάννη, χατζή, αρχιμανδρίτη και εφημέριου του χωριού.
Τό χιόνι ήταν πολύ και το κρύο δριμύ.
Μιά παγερά καταχνιά (σινιάκι) σκέπαζε το χωριό και όλο τον κάμπο.
Τυλιγμένος στη μαύρη κάπα του ήλθε στήν εκκλησία να μεταλάβη και ο Ντήμκος, που είχε γυρίσει πριν λίγες μόλις μέρες άπο την Αμερική. ’
Ανήκε σε οικογένεια ύποπτη και συγγενική του βοεβόδα Ναούμ.
Απ΄ το σπίτι τους μάλιστα ξεκίνησε ο Βούλγαρος οπλαρχηγός την ήμερα, που επιχείρησε να πιάση η να σκοτώση τον Μητροπολίτη Πελαγονίας (Μοναστηριού) Ίωακείμ Φορόπουλο, που ειχεν ελθει να λειτουργήση στο χωριό με τον προξενικόν υπάλληλο Παρασκευαίδη (λοχαγό Σπηλιάδη) και εφαγε το κεφάλι του με 5 άλλους κομιτατζήδες.
Είπαν μερικοί πώς φρόνιμο θάταν να πιασθή. Μά η επιτροπή του χωρίου δεν τους άκουσε. Ποιος θα τολμούσε να κουνήση το μικρό δακτυλάκι του σε μιά περιφέρεια, όπου τόσο μεγάλη και παντοκρατορική ήταν η ελληνική κυριαρχία και επιβολή;
Ξάφνου ο Ντήμκος βγάζει απ’ τη κάπα του ένα κοντό μάνλιχερ και αρχίζει να πυροβολάη μέσα στήν εκκλησία.
Ξάπλωσε νεκρούς μπροστά στήν ωραία πύλη τα μέλη της επιτροπής, που τον προστάτεψαν, τον Λάζαρο Άρζάνη, Τολην, Τάτσιον, Γκιόρσεν Ρακοβίτη, Χρίστον Γιαγκουλίδην.
Ό γέρο αρχιμανδρίτης και χατζής με τα κάτασπρα γένεια αναταραγμένα καί-τά μαλλιά του άνωρθωμένα και τα μάτια του γουρλωμένα από την κατάπληξι και φρίκη, κρατώντας στο ενα χέρι το δισκοπότηρο και δείχνοντας με τ άλλο το στήθος του φώναξε
« Κτύπα κι εδώ σκύλλε... Σκότωσε και μένα, που σ΄ έβάπτισα και σε στεφάνωσα!»
Ό Ντήμκος τον έσεβάσθηκε. К’ ευθύς εξαφανίσθηκε τυλιγμένος πάλι στήν κάπα του στον χιονισμένο και ανταριασμένο κάμπο.
Έγινε βοεβόδας στήν περιοχή του Περλεπέ.
Αγριεμένος και λυσσιασμένος κατέβηκε άπ΄ το Κρατερό ο Παύλος.
Ήταν και χωριανός και στενός συγγενής του ο Γκιόρσες.
Σύμφωνα με τον τότε άγραφο νόμο έβαλε φωτιά και λεπίδι σ΄ όλα τα συγγενικά του Ντήμκου σπίτια.
«Όφθαλμούς αντί οφθαλμού και οδοντοστοιχίαν αντί όδόντος» ώριζε τότε ο μωσαίκός νόμος.
Κατάφεραν οι δικοί μας ν’ άποδοθή και η νέα ομαδική σφαγή στούς κομιτατζήδες.
Τό χωριό ήταν ελληνικό.
ΙΙοιός άλλος μπορούσε να την διαπράξη;
Τό πίστεψαν οι Τούρκοι, αναγκάσθηκαν να το παραδεχθούν και οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί των «μεταρρυθμίσεων».
Μερικές όμως εβδομάδες αργότερα αίχμαλωτίσθηκε ένας αντάρτης, ο Καμηλάκης, που ένόμισε απαραίτητο να κρατάη με τα λίγα κολυβογράμματά του και λεπτομερέστατο ημερολόγιο.
Περιέγραφε έκει με το νύ και με το σίγμα πώς οι συγγενείς και οικείοι του Ντήμκου έπλήρωσαν για το έγκλημά του με αναστροφή του αρχαίου «άμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα».
Έπλήρωσε και αυτός με το σχοινί της κρεμάλας τη πολυπραγμοσύνη του.
Λίγες μέρες ύστερα απ’ τις διπλές φρικαλεότητες του Δράγος βρέθηκε ο Παύλος με το σώμά του στήν Πρώτη (Καμπάνιτσα).
'Έμεινε χωρίς να το προσέξη ούτε αυτός ούτε η επιτροπή του χωριού σ’ ενα σπίτι, όπου ήταν παντρεμένη μιά άπ΄ το Δράγος, άπ΄ τις οικογένειες, που είχαν εξοντωθή.
Ή φτωχή γυναίκα στήν απελπισία και τον πόνο της ειχεν αντικαταστήσω το πλατύ άσπρο μανδήλι, που φορουν πάντοτε σε κείνα τα χωριά, με ενα μαύρο.
Δέν γύρισε βέβαια να κοιτάξη και πολύ λιγώτερο να μιλήση τού Παΰλου. Τού ερριχνε μόνο κάτω άπ΄ το μαύρο μανδήλι της κρυφές ματιές, γεμάτες μίσος και αποτροπιασμό.
Τήν αυγή, προτού ξημερώση, κυκλώθηκε το χωριό από δυο λόχους «κυνηγών».
Ό Παύλος τρύπωσε ευθύς στην κρυψάνα.
Τό ίδιο έκαμαν και οι ανδρες δύο άλλων καταλυμάτων.
Ό διοικητής του άποσπάσματος, νεαρός αξιωματικός απ' το Μοναστήρι, που ήξευρε καλά τις γλώσσες του τόπου και τις πονηριές των χωρικών, πήρε τον μουχτάρη, τον παπά και τους δημογέροντες (αγάδες) του χωριού, που διαμαρτύρονταν και έγγυώνταν με το κεφάλι τους ότι δεν υπήρχαν «ξένοι και κακοί άνθρωποι» στο χωριό τους και τους εδειξε πατήματα στο χιόνι, που εδειχναν ολοκάθαρα ότι οι «κακοί άνθρωποι» είχαν μπή στο χωριό και καλοστρωθή στα σπίτια του.
Κι επειδή εκείνοι κατέβασαν το κεφάλι και σήκωσαν τους ωμούς για το ανεξήγητο φαινόμενο, τους φιλοδώρησε πολλές καμτσικιές στα μούτρα και τους πέταξε δεμένους στο υπόγειο του σχολείου.
Έκει στοίβαξε και τους άνδρες του χωριού. Κουβάλησε και τις περισσότερες γυναίκες στην εκκλησία.
«Θά ξετρυπώσω οπωσδήποτε, είπε σ΄ άνδρες και γυναίκες, τον Παύλό σας.
Αν χρειασθή, θα μείνω εδώ δυο και τρεις και τέσσερες και περισσότερες μέρες. Φαγί δόξα τω Θεώ έχετε.
Ή θα τον πιάσω η θα τον κάμω να ψοφήση στην τρύπα του σάν ποντικός από τη πείνα και την ασφυξία.
’Άν τινάξουν και πολλοί από σάς τα πέταλα άπ΄ τη πείνα και το κρύο, «μεταλίκι» δεν δίνω. Τέτοια κεφάλια που έχετε!»
’Άρχισε έπειτα η γενική και συστηματική ερευνά και άνασκαφή.
Στρατιώτες ώπλισμένοι και με σκαπάνες και δόρατα έψαχναν, αναποδογύριζαν και άνέσκαπταν το κάθε σπίτι, το κάθε αχούρι και το κάθε δωμάτιο.
Είχαν ληφθή παράλληλα και όλα τα μέτρα, ώστε να μη κινηθή ψυχή και να μη πλησιάση κανείς στις κρυψάνες των ανταρτών να τους πη η να τους δώση κάτι.
Ό αξιωματικός ήξερε πολύ καλά την δουλειά του.
Για πρώτη φορά τάχασαν και οι καλοί και πιστοί Καμπασνιτσιώτες.
Τό βράδυ ο αξιωματικός με δύο νεωτέρους συναδέλφους του εμεινε στο σπίτι, οπού ήταν και η γυκαίκα με το μαύρο μανδήλι απ’ το Δράγος.
Συζούσε με τη πενθερά, το γέρο και σακάτη πενθερό, δύο συννυφάδες και ένα τσούρμο παιδιά. Ήξερε ο αξιωματικός την ιστορία και την παρουσία της.
Γι αυτό και δεν ξαπέστειλε στην εκκλησία τις γυναίκες του σπιτιού.
Κάποια στιγμή της είπε :
— Καλά τα παθαίνετε. Δεν βοηθάτε καθόλου.
"Αχ μπέη, άποκρίθηκε εκείνη.
Αν ήξερα που βρίσκεται το σκυλλί θα τον έπνιγα με τα δικά μου χέρια.
Ό αποκλεισμός του χωριού και η έρευνα βάσταξαν όλη τη νύχτα και συνεχίσθηκαν με την ίδια επιμονή και την άλλη μέρα.
Τό μεσημέρι, την ώρα που οι αξιωματικοί ήλθαν να γευματίσουν στο σπίτι και να ζεσταθούν στη σόμπα, άκούσθηκαν κτυπήματα άπ΄ τη διεύθυνσι της κρυψάνας του Παύλου.
«Κτυπάει κιόλας. Νά σκάση εκει που είναι!» ειπε η γυναίκα με το μαύρο μανδήλι.
Οι άλλες όμως έβαλαν αμέσως μπροστά το συνειθισμένο κόλπο.
Τσίμπησαν, κτύπησαν, ξεμάλλιασαν το τσούρμο των παιδιών. 'Υψώθηκε μιά συναυλία από στριγκές φωνές, ικανή να σκεπάση και ομοβροντίες τοπομαχικών.
Ενας άπ΄ τους αξιωματικούς άνοιξε την πόρτα και έρριξε μιά ανήσυχη ματιά στο δωμάτιό τους. Μά οι υποχθόνιοι γδούποι συνεχίζονταν ολοένα περισσότεροι και δυνατώτεροι. Ήταν φανερό ότι οι θαμμένοι κάτω στη γη δεν μπορούσαν να βαστάξουν περισσότερο.
— Θεέ μου! Τί θα γίνη; Τί θα γίνη; έλεγε με αγωνία, κάνοντας το σταυρό της η γριά.
— Είναι ικανός ο τρελλο Παύλος, είπε μιά άπ τις συννυφάδες, να ρίξη και πιστολιές εκεί κάτω.
Ό γεροσακάτης πενθερός εκαμνε επίσης το σταυρό του και έκλαιε με σιωπηλά τρεμάμενα χείλη.
Σηκώνεται τότε η γυναίκα με το μαύρο μανδήλι και χωρίς να πη λέξι τραβάει στήν κάμαρα των αξιωματικών.
— ’Άδικα χάνεις, λέγει του λοχαγού, τον καιρό σου και βασανίζεις τους στρατιώτές σου. Ό σκυλλο Παύλος δεν είναι εδώ.
— Καί τα πατήματα στο χιόνι;
— Φόρεσαν γουρουνοτσάρουχα και ξαναβγήκαν. Θά το φυσάη και δεν θα κρυώνη ο Αντεμ μπέης, ελεγε γελώντας.
— Α, τον άτιμο! Κατάλαβες που πήγαν;
Ή γυναίκα έσκυψε στο αυτί του.
— Στήν Όψιρίνα (Εθνικό). Θαρρώ στο σπίτι του Λάμπρου.
Ό στρατός ξεκίνησε αμέσως.
Άφήκε στη μέση αποκλεισμό, έρευνες, άνασκαφές και τους στοιβαγμένους στο σχολείο και την εκκλησία κατοίκους.
Ό Παύλος, μόλις βγήκε απ’ την κρυψάνα, ζήτησε ρακή. Κόντεψε να μπή στο τζάκι, για να ζεσταθή.
Εναν αντάρτη τον έβγαλαν λιπόθυμο οι δύο συννυφάδες. Ό Παύλος, όταν συνήλθε και έμαθε τις λεπτομέρειες, κοίταξε τη γυκαίκα με το μαύρο μανδήλι μ΄ ένα χαμόγελο εύαρεσκείας και ευχαριστίας.
— Ας έχη χάρι, που είναι σήμερα του αγίου Χαραλάμπους, είπε εκείνη, ακουμπισμένη στον τοίχο με τα χέρια χωμένα στά μανίκια, αφού κατέβασε χαμηλότερα στο πρόσωπό της το μαύρο μανδήλι.
Έκτύπησε αργότερα ο Παύλος κ΄ ένα χωριό του κάμπου.
Πενήντα ένοπλοι Κρατεριώτες τον ακολούθησαν και οκτώ απ’ το Εθνικό (Όψιρίνα).
Σκοτώθηκε στήν έπιχείρησιν αυτή και ένας νεαρός αντάρτης απ το Μοναστήρι, ο μαθητής Ήλίας, που είχε πυροβολήσει ένα Βούλγαρο φούρναρη μέσα στήν πόλι, υπηρέτησε λίγο καιρό με τον Βολάνη στο Μορίχοβο, ξαναγυρισε στό Μοναστήρι και κατέληξε στο σώμα του Παύλου, για να τερματίση εκείνη τη νύχτα καιτις σπουδές και τη ζωή του.
Τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1907 σκότωσε πάνω στο βουνό σε
'Όπως ήταν φυσικό οι χωρικοί δεν του έδωσαν καμμιά σημασία και προσοχή.
Μά ενας χωριανός, που έκοβε έκει κοντά πλιθάρια, τρέχει αλαφιασμένος και φωνάζει μ’ όλη την δΰναμί του:
«Χωριανοί, κομιτατζήδες! Βούλγαροι έρχονται!»
Φωτιές, ούρρά και ουρλιαχτά επιβεβαίωσαν αμέσως την πληροφορία του. τα περισσότερα σπίτια ύστερα άπ’ την καταστροφή του 1903 ήσαν σκεπασμένα με άχυρα.
Ή φωτιά εύκολα απλώθηκε.
Μέσα στήν παραζάλη, τους καπνούς και τους όλολυγμούς των γυναικών, που έφευγαν με τα μωρά στήν αγκαλιά τους πρός όλες τις διευθύνσεις, οι λίγοι άνδρες, που έτυχαν στό χωριό, έβγαλαν τα κρυμμένα όπλα και άρχισαν ν΄ άμύνωνται άπ’ τα σπίτια του κάτω μαχαλά. Ήσαν και τα μόνα, που διασώθηκαν.
’Έτρεξε ο Παύλος με τα σώμα του κ’ ενα άλλο, που ήταν μαζί του.
Πρόλαβε μόνον την οπισθοφυλακή των κομιτατζήδων και σκότωσε τρεις απ' τους επιδρομείς. Σάν ειδε το χωριό του ερείπια και το σπίτι με τον γέρο και παράλυτο πατέρα του στάχτη, τράβηξε το περίστροφο να ξεσπάση στον συνάδελφό του οπλαρχηγό, που τον είχε εμποδίσει να τρέξη ευθύς, μόλις έμαθαν την έμφάνισι του αληθινού η ψεύτικου αξιωματικού.
Τον συγκρότησαν οι άλλοι.
«Σήμερον το χωρίον Ράκοβον, αναγράφει η 853η από 1ην Όκποβρίου 1907 αναφορά του Ελληνικού προξενείου πρός το ύπουργειον των έξωτερικών, παρουσιάζει σωρούς ερειπίων, μόλις δέ αί διασωιθεισαι λίγαι οίκίαι προδίδουν ότι δεν άπεσβέσθη άπ’ αυτό παν ίχνος ζωής».
Στο έμπιστευτικό άρχεί ο του Τούρκου έπαρχου (καίμακάμη) της Έδεσσας, που έδημοσίεψε ο κ. Βασδραβέλλης, βρέθηκαν και τρία κρυπτογραφικά τηλεγραφήματα, σχετικά με την πυρπόλησι του Κρατερού.
Το πρώτο ύπ άρθ. 138 ήταν εγκύκλιος για τον συντονισμό των ενεργειών όλων των αρχών στον αγώνα κατά των συμμοριών.
Ό βαλής (γεν. διοικητής) Μοναστηριού είχεν ειδοποιήσει τις στρατιωτικές αρχές για την επικείμενη προσβολή του χωρίου.
Η χωροφυλακή όμως δεν πήρε είδησι ούτε καμμιά άνακοίνωσι και ετσι δεν κουνήθηκε.
Τ’ άλλα δύο (141 και 152) συνιστουσαν αυστηρή έπαγρύπνησι και έντονη δίωξι των ελληνικών σωμάτων, γιατί είχε παρατηρηθή μεγάλη ελληνική έξέγερσις έξ αιτίας του καψίματος του χωριού.
Για τον σκοπό μάλιστα αυτόν είχαν άποσπασθή ήδη τρία τάγματα πρός τα ελληνικά σύνορα. Ή καταστροφή δηλ. του μαρτυρικού χωριού είχε το οξύμωρο αποτέλεσμα να ένταθή ο διωγμός των Ελλήνων και των ελληνικών σωμάτων.
Αργότερα ο Παύλος συγκρούσθηκε με τόν στρατό μέσα στήν Γραδέσνιτσα, ένα απ’ τα πατριωτικώτερα χωριά, που βρίσκεται σήμερα στο γιουγκοσλαβικόν έδαφος σε μιας μόλις ώρας άπόστασι άπ΄ τα σύνορα.
Κατώρθωσε να την γλυτώση χωρίς καμμιάν απώλεια.
Μέ τους περισσοτέρους άνδρες του τράβηξε ίσια για το Μορίχοβο.
Πέντε άλλοι με τόν ύπαρχηγό Κώστα Μποϊκοβίτη, επίσης Ρακοβίτη, έφυγαν για το Κρατερό.
Επειδή κ’ εκεί ο στρατός είχε κατακλύσει χωριό και βουνά, τρύπωσαν σ’ ενα μύλο, όπου ξεκουράσθηκαν πολλές μέρες ξαπλωμένοι, ένω οι φτωχοί στρατιώτες γύριζαν τα χιονισμένα βουνά και έσκαβαν τα σπίτια, για να τους βρούν.
Βαρύς ήταν ο χειμώνας του 1907—8 κι ακόμα βαρύτερος ο τουρκικός διωγμός.
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε» στ΄ άμοιρα τα χωριά.
Τα στρατιωτικά άποσπάσματα έξεστράτευσαν αγριεμένα με την διαταγή και την άπόφασι να ξεμπερδέψουν οπωσδήποτε με την ανταρσία στά καμποχώρια τουλάχιστον του Περιστεριού.
Έκύκλωναν πολλά χωριά μαζί και τα κατέκλυζαν πολλές η μέρες.
’Έψαχναν, έσκαβαν, αναποδογύριζαν, γκρέμιζαν, άρπαζαν και προ παντός έφυλάκιζαν και εδερναν.
Δέν ζητούσαν μονάχα κρύπτες και αντάρτες, μά και όπλα 'Όπως τονίζουν οι εκθέσεις του προξενείου Μοναστηριού του Ίανουαρίου—Μαρτίου 1908 οι Τούρκοι στο Έθνικόν, Αγία Παρασκευή, Πολυπλάτανον, Παρώρι, Πρώτη και στά γιουγκοσλαβικά τώρα Δράγος, Γραδέσνιτσα, Βιστρίτσα, Βελουσίνα, Μπούκοβο, Όρέχοβο είχαν εφαρμόσει τα σκληρότερα μέτρα και τ’ άπανθρωπότερα μέσα.
Και σάν να μήν έφθανε όλη αυτή η συμφορά, ήλθε και άλλη, ακόμη χειρότερη, η προδοσία.
Ενας αντάρτης από το Τύρνοβο, ο Θεόδωρος Βλάχος, που αίχμαλωτίσθηκε σε μιά κρυψάνα, για να γλυτώση την κρεμάλα, εγινε προδότης, καί, για να δικαιολογήση την προδοσία, εγινε Ρουμάνος.
’Αστυνόμος (κομισέρης) πιά, αν και είχε στό ενεργητικό του έκτος απ’ την ιδιότητα του αντάρτη και την έκτέλεσι ενός Βουλγάρου μέσα στήν πόλι, γύριζε με μεγάλο απόσπασμα ένα ενα τα δύσμοιρα χωριά. και ήξερε ονομαστικά τα μέλη των επιτροπών, τους συνδέσμους, τους άγγελιαφόρους, καθώς και τις κρυψάνες και τα όπλα.
Φόβος και τρόμος, θρήνος και όδυρμός απλώθηκαν σ’ όλη την περιοχή.
Ευτυχώς μια μέρα, έκει που έτρωγε γιογούρτι μαζί με δυο Τούρκους αστυνομικούς σ’ ενα τουρκικό γαλακτοπωλείο, έμπιστο της αστυνομίας, στο Μοναστήρι, έπεσε κάτω με φρικτούς πόνους και σπασμούς.
Οί δυο Τούρκοι αστυνομικοί άπέθαναν.
Αυτός την γλύτωσε ύστερα από βαρειά άρρώστεια.
Βλέποντας όμως ότι η τρομερή οργάνωσι του Μοναστηριού κατώρθωνε να βάλη το χεράκι της και στά πιό σίγουρα και έμπιστα μέρη και ότι παρ΄ όλα τα μέτρα, που έπαιρνε, και την κουστωδία, που είχε, θα πλήρωνε όπωσδήποτε την ατιμία του με την ζωή του, έφυγε αμέσως, γιάνά σωθή, στήν Ρουμανία.
"Ενας άλλος, Λάκης, που είχε επίσης υπηρετήσει σε σώματα, γύρισε στο Μοναστήρι, όπου παρασύρθηκε κι αυτός άπ΄ τη ρουμανική προπαγάνδα στήν προδοσία, χωρίς όμως να το διαλαλήση.
Τον πλεύρισε ο Μήσιας Πατσαρέας, του παρέστησε τον ομοιοπαθή και όμοίδεάτη και τόν έπεισε ν΄ άναλάβουν μαζί την κατασκευή μιας μεγάλης κρύπτης στο δεύτερο και απόμερο ελληνικό νεκροταφείο της πόλεως, για να την καταδώσουν στήν κατάλληλη ώρα.
Ό λάκκος αυτός έγινε ο τάφος του Λάκη.
Λίγο έλειψε να την πάθουν τότε τα ίδια χωριά από δεύτερη έκδοσι προδοσίας, όπως του Θόδωρου.
Ήταν ένας πρώην κομιτατζής από το Τρίβουνο, που γι΄ άγνωστη αίτια παραδόθηκε στούς Τούρκους και τα πρόδωσε όλα.
Υστερα από λίγο καιρό γι άγνωστη πάλιν αιτία τα χάλασε μαζί τους.
Τόν έβαλαν φυλακή στη Φλώρινα. Κατώριθωσε να δραπετεύση. Κ΄ επειδή δεν είχε μούτρα να γυρίση στούς κομιτατζήδες, ζήτησε καταφύγιο στούς αντάρτες.
"Έκαμε όλο σχεδόν τόν χειμώνα με το σώμα του Παύλου και γνώρισε όλα τα χωριά, τις επιτροπές, τις κρυψάνες.
Μιά μέρα όμως που βρίσκονταν στο Όρέχοβο πάνω άπ΄ το Μοναστήρι, ζήτησε ξαφνικά άπ΄ την νοικοκυρά του καταλύματος, μιά φτωχή χήρα, ένα χωριάτικο κοστούμι του μακαρίτη, για να πάη στήν εκκλησία ν΄ άνάψη ένα κερί, αφού έδωσε στά δυο παιδάκια της από ένα ολάκερο μετζίτι (ένα τέταρτο σχεδόν είκοσοφράγκου).
Ή γυναίκα ετοίμασε τα ρούχα και έσπευσε να είδοποιήση τόν ύπαρχηγό του Παύλου Κώστα Μποϊκοβίτην, που βρίσκονταν επίσης στο Όρέχοβο με το σώμα του Κρητικού Κλειδή.
Ό Μποίκοβίτης άφήκε τόν Δήμο να βγη άπ΄ το κατάλυμά του, μεταμορφωμένος σε χωριάτη, καί, όταν τόν είδε να παίρνη άντίς για την εκκλησία τόν δρόμο για το Μοναστήρι, τόν άπλωσε αμέσως νεκρό.
Επάνω του βρήκαν λεπτομερέστατο σημείωμα για τις επιτροπές, τους άγγελιαφόρους, τις κρυψάνες, τα όπλα!
Τή Μεγάλη ‘Εβδομάδα ο Παύλος με το σώμά του ήταν στό Μπούκοβο, ένα μεγάλο χωριό κοντά στό Μοναστήρι, από τα σημαντικώτερα εθνικά όρμητήρια.
Τον ειδοποίησαν την αυγή τα καραούλια τον χωριού ότι έρχονταν στρατός. Πήρε αμέσως τη μεγάλη ρεματιά για το Όρέχοβο.
Οί κρυψάνες δεν ήσαν τώρα πολύ ασφαλείς και οι Τούρκοι ήσαν πολύ αγριεμένοι εξ αιτίας ιδία του έξαφανισμού των τριών Τουρκαλβανών αγροφυλάκων της Ζλουκοΰκιανης.
Οί δυο όμως ΰπαρχηγοί και χωριανοί του Παύλου Κώστας Μποίκοβίτης και Βασίλης Μαλεγιώργος με δύο καταλύματα αργά είδοποιήθηκαν.
Τούς πρόλαβε ο στρατός στήν μεγάλη ρεματιά.
Οί λίγοι αντάρτες τρύπωσαν σ’ ένα κοίλωμα, λαμπρά προστατευμένο, και άρχισαν τη μάχη.
Βάσταξε πολλές ώρες. ’Έτρεξαν άλλες δυνάμεις απ’ το Μοναστήρι. Τό άπόγευμα ένας ανώτερος αξιωματικός, αφού έπρόσταξε τα παύσουν το πυρ οι στρατιώτες, προχώρησε ακάλυπτος με τον σαλπιγκτή, φωνάζοντας: «τεσλίμ, τεσλίμ (παραδοθήτε)».
Τον παράδωσαν εύθύς στις αγκάλες του ’Αλλάχ και των ούρί του παραδείσου.
Και στήν σύγχυσι, που επακολούθησε, τοσκασαν, αν και οι τέσσαρες ήσαν πληγωμένοι.
Μονάχα ένας, ο Τραίανός Παυλίδης από το Κρατερό, αιχμαλωτίσθηκε.
Ό Παύλος απ’ την άλλη μεριά έπεσε ξαφνικά κοντά στό Όρέχοβο στη φρουρά του υδραγωγείου της πόλεως κ’ ένα άλλο άπόσπασμα, που κατέβαιναν ξέγνοιαστα να βοηθήσουν τους μαχομένους έξω άπ΄ το Μπούκοβο συναδέλφους.
Άδειασαν αμέσως επάνω τους τα όπλα και σκότωσαν ένα άνθυπολοχαγό και μερικούς στρατιώτες.
Πληγώθηκε και ο Παύλος στό χέρι.
Έτρεξε σε βοήθειά του ο Καραβίτης, που ήταν στό Όρέχοβο.
Τα δυο σώματα κατώρθωσαν να διασπάσουν την ζώνη των στρατιωτών και ξέφυγαν στό δάσος με την πρόθεσι να πάρουν τις ψηλές βουνοκορφές του Περιστεριού.
Μά είχαν προλάβει να τις πιάσουν οι Τουρκαλβανοί της Ζλουκοΰκιανης, ξεφρενιασμένοι πάντοτε για την έξαφάνισι των τριών αγροφυλάκων.
Οί αντάρτες έκαμαν όπισθεν στό δάσος και γλίστρησαν αθέατοι στό Όρέχοβο στό σπίτι του Μπαρμπαστέφου.
Ήταν ένας ακμαίος γέρος και καλός νοικοκύρης, που είχε φάγει τη νύχτα ξεθεωτικό ξύλο από το άπόσπασμα και τώρα με την γκάίντα και μιά μπουκάλα ρακής έθεράπευε τις αμέτρητες κατάμαυρες και ματωμένες πληγές του!
’Έφθασαν αγριεμένοι και οι Τούρκοι.
'Ένας Ζλουκουκιανιώτης, που τον ήξερε καλά, τού'δωσε μιά προκαταβολή με το ραβδί στήν πονεμένη ράχη του.
Ό Μπαρμπαστέφος σύρθηκε στον άξιωματικό : «Αμάν, μπέη έφέντη, είπε με την έμφάνισι άνθρώπου, που δεν έχει πολλές ώρες ζωής. Δέν βαστώ πιά. Πασχίζω να δώσω κουράγιο στον εαυτό μου με τη ρακή. Μά δεν ξέρω αν την γλυτώσω αύτή τη φορά. Είμαι στά τελευταίά μου. Κάμετέ με ό,τι θέλετε. Ή μπάμπω μου θα σάς δείξη εκείνο, που ζητάτε».
Ή γριά Στέφαινα τους ωδήγησε πραγματικά σε μιά καλοχτισμένη και τεχνικώτατη κρυψάνα. Ήταν άδεια! Ησύχασε ο άξιωματικός.
Ήσυχασαν περισσότερο και οι αντάρτες, που ήσαν τρυπωμένοι σε άλλη, ευρύτερη και ακόμα τεχνικώτερη κρύπτη.
Οί ύπαρχηγοί Κώστας Μποίκοβίτης και Βασίλης Μαλεγεώργος άνεχώρησαν στήν ’Αμερική υστέρα απ’ τη νεοτουρκική μεταπολίτευσι. Ο Κώστας γύρισε το 1911, εύθύς μόλις έμαθε τόν θάνατο του Παύλου.
Φρόντισε όμως πρωτύτερα να ξεμπερδέψω στο Μιντλετόουν δυο Βουλγάρους. '
Ο ένας μάλιστα, Στέφος, ήταν χωριανός των, που είχε μετοικήσει πριν πολλά χρόνια στο Μοναστήρι και απειλούσε τότε να ελθη άπ τόν Νέο Κόσμο βοεβόδας και να ξανακάμη την γενέτειρά του.
Εδρασε ο Κώστας μ’ ενα ίδικό του μικρό σώμα το 1911, 19112 και 1913.
Επειτα λησμονήθηκε άπ όλους, όπως και όλοι οι άλλοι.
Τό 1926 ο Κώστας και ο Βασίλης άναγκάσίθηκαν ν΄ αναχωρήσουν μ΄* ένα πριόνι στον ώμο, για να δουλέψουν απλοί και κοινοί πριοναδες στήν Κρήτη. Τούς είδαν ο Γεώργ. Βολάνης και άλλοι καπεταναίοι, τους περιποιήθηκαν.
Γύρισαν έτσι με την παρηγοριά, ότι τουλάχιστον οι παλιοί συνάδελφοι δεν τους λησμόνησαν.
Ό Βασίλης πέθανε πριν τόν πόλεμο.
Ό Κώστας ζή.
Όταν διατάχτηκε από τις στρατιωτικές αρχές η ανόητη έκκένωσις του Κρατερού, για να καή για τρίτη φορά από τους "Ελληνας κομιτατζήδες τώρα (5 ’Ιουνίου 1947), ο γέρο Κώστας πήρε το γέρικο τουφέκι του, τρύπωσε απαρατήρητος στο χωριό, που ήταν γεμάτο συμμορίτες, σκότωσε ένα καλοντυμένο καπετάνιο, που ξεχώριζε άπ' τους άλλους, και τόβαλε στά πόδια.
Τούς έκαμε κάτι να πληροώσουν για την καταστροφή του μαρτυρικού χωριού.
"Οταν άνακηρύχθηκε το νεοτουρκικό σύνταγμα ο Παύλος βρισκόταν στήν ’Αθήνα.
Ήλθε κι αυτός στο Κρατερό με ψαθάκι και μπαστούνι πιά, να χαιρετήση την ελευθερία και τα ελεύθερα χωριά του Περιστεριού.
Αρχές του Σεπτέμβρη έφθασαν και εκδρομείς απ’ την Σόφια, να συγχαρούν και προσκυνήσουν την πόλι, που ήταν το «λίκνο» της νεοτουρκικής ελευθερίας.
Ο δήμος Μοναστηριού παράγγειλε για το βράδυ το καθιερωμένο δείπνο πρός τιμήν των αρχηγών τής-εκδρομής στο Σιάρκ Ότέλ (Ξενοδοχειον της ’Ανατολής), το πολυτελέστερο κέντρον της πόλεως. 3Από ενωρίς όμως ο Παύλος με μιά πολύ μεγάλη παρέα επιασαν το κέντρο του κέντρου και τό'ρριξαν στο γλέντι. ’Έπιναν μπίρα και τραγουδούσαν.
Τα «Τί γυρεύουν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία», «Τού Βουλγαρισμού η ψώρα», «Πάνω σε τρίκορφο βουνό μάνα και θυγατέρα δυο» έπήραν και έδωσαν.
Ή ορχήστρα του μεγάλου καφεζυθεστιατορίου από Αύστροτσέχους και Αύστροτσεχοπολωνέζες αναγκάσθηκε να σιωπήση.
Έμεσολάβησε και παρεκάλεσε ο δήμαρχος, ένας καλοκάγαθος μπέης, επεμβήκε και αγρίεψε ο αστυνομικός διευθυντής.
— Τώρα, που αποκτήσαμε την ελευθερία, είπε, και ήλθαν οι γείτονές μας να μάς χαιρετήσουν, εχομε και ημείς ύποχρέωσι να τους περιποιηθούμε. Είναι και ύποχρέωσι της ελευθερίας.
— Γι΄ αυτή την ελευθερία χύσαμε και ήμεις το αιμά μας, μπέη έφέντη, άποκρίθηκε ο Παύλος. Πρός τιμή της εορτάζομε και ήμεις απόψε. Θέλετε να μάς εμποδίσετε για το χατήρι των ξένων; και τί ελευθερία θα ήταν αυτή, αν δεν έχη το δικαίωμα κάθε ελεύθερος πολίτης να τράγουδα η ελεύθερα σ΄ ένα κέντρον;
Ό καταστηματάρχης και τα γκαρσόνια, όλοι Ελληνες, έσυμφώνησαν πληρέστατα με την άποψι του καπετάνιου και την ερμηνεία, που έδωκε της ελευθερίας.
Παρατάχθηκε έξω άπ το καφενείο και ένας ολάκερος λόχος στρατού μ΄ έφ΄ όπλου λόγχην.
Μά ούτε και η δική του παρουσία μπόρεσε να σταματήση τόν θόρυβο και τ΄3 ατέλειωτα και πολύ ολίγο φιλόξενα τραγούδια της παρέας.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε ενας άπ΄ τους εκδρομείς, βουλευτής Σόφιας, καθώς είπαν, και μίλησε. Μέ μελίρρυτη ευγλωττία και μελιστάλακτη ευγένεια ανέπτυξε βουλγαρικά ότι ήλθαν να συγχαρούν όλους για το μεγάλο άπόκτημα της ελευθερίας, ότι τώρα Τούρκοι, Βούλγαροι, "Ελληνες είναι ίσοι και αδελφοί, ότι με την ιστορική χειρονομία των Νεοτούρκων εξασφαλίζεται η ειρήνη και η πρόοδος σ΄3 όλη την Βαλκανική για όλους τους λαούς κ.λ.π.
Πετάχθηκε ευθύς πάνω σ΄ ενα τραπέζι ο Παύλος και άρχισε με πραγματική και πηγαία ευγλωττία ν' άγορεύη βουλγαρομακεδονικά.
Τήν ελευθερία αγαπούμε και ήμεις περισσότερο από κάθε άλλον.
Εκτιμούμε κι αυτούς, που έκαμαν τόν κόπο να ελθουν να μάς συγχαρούν.
Μ΄ αυτό δεν σημαίνει πώς πρέπει και να μάς χορτάσουν λόγους σε μιά ξένη γλώσσα, που εμείς δεν την ξέρομε, δεν την καταλαβαίνομε και δεν την θέλομε.
Άν δεν τους αρέση η παρουσία μας εδώ σ΄ αυτό το καφενείο, που είναι ιδικό μας, υπάρχουν και άλλα καφενεία και χάνια, όπου ήμπορούν να παν και να βρούν ανθρώπους, που ταιριάζουν περισσότερο στά χνώτά τους.
Τό Σιάρκ Ότέλ (Ξενοδοχειον της "Ανατολής) έκλεισε εκείνο το βράδυ πολύ ενωρίς.
Υστερα από μερικές μέρες ο Παύλος έπινε πάλι μπίρα με άλλη παρέα σ’ ενα άλλο ελληνικό πάλι κέντρο το Σελιανίκ Ότέλ (Ξενοδοχειον της Θεσσαλονίκης).
Οπως πάντοτε αυτός είχε το γενικό πρόσταγμα. Άπ΄ το βάθος όμως του καφενείου ενας άγνωστος, που καθόταν μ΄ έναν άλλο σε μιά γωνιά, παράγγειλε ξαφνικά στό γκαρσόνι από ένα μεγάλο ποτήρι μπίρας (κρίκερ) για όλη την παρέα.
— Ποιος είσαι συ, μωρέ, που θα κεράσης τόν καπετάν Παύλο; του είπε αγριεμένος.
Ό άγνωστος έπλησίασε.
— Είμαι ο Ντήμκος, είπε στό βουλγαρομακεδονικό ιδίωμα.
Ό Παύλος άνοιξε διάπλατα από κατάπληξι τα μάτια.
— Ό Ντήμκος άπ΄ το Δράγος; ξαναρώτησε.
— Έγώ ο ίδιος.
Ήταν ο βοεβόδας Ντήμκος, που έσκότωσε τους τέσσαρες μέσα στήν εκκλησία και έγινε αφορμή να ξεπατωθούν όλοι οι δικοί του.
'II παρέα του Παΰλου και η πελατεία του καφενείου, που ήξεραν το αβυσσαλέο χάσμα, που χώριζε τους δυο, τάχασαν.
— Κάτσε, του είπε ο Παύλος υστέρα από κάποιο δισταγμό.
— ’Ήθελα να γνωρισθούμε. Νά ξεχάσουμε τα παλιά. Είμαστε, καθώς ξέρεις, και συμπέθεροι, Παΰλε.
Κέρασε ο Ντήμκος, κέρασε ο Παύλος, ξανακέρασαν οι δυο τους.
Πάνω στό πιοτό ήλθε η κουβέντα και για τα χωριά του Περλεπέ, όπου ήταν το καπετανάτο του Ντήμκου.
— Θάλεγα να ερχόσουν, Παΰλε, να τα ίδης, είπε με το μισοκακόμοιρο ΰφος του ο Ντήμκος, τώρα, που έχομε χουριέτ.
Νά μπορέσω νάρθω κ’ εγώ στο Ράκοβο να ίδώ την θεία μου. Μόνος άνθρωπος, που μου άπόμεινε. Μά ξεΰρω. Μάς αποφεύγεις και μάς φοβάσαι.
— Ποιος; Έγώ να φοβηθώ; Δέν φοβάμαι κανένα. Πάμε ουδέ τώρα.
— Πάμε, αφού το θέλεις.
’Έπεσαν επάνω στον Παύλο οι φίλοι, τα γκαρσόνια, ο καταστηματάρχης, ό'λοι οι άλλοι θαμώνες του καφενείου.
’Έμεινε αμετάπειστος. «Μή σάς νοιάζη, επαναλάμβανε. Ξέρω καλά τη δουλειά μου».
Πήραν τ΄ άλογα άπ’ τα χάνια και χύθηκαν στον κάμπο.
Φρόντιζαν μόνο να μή προσπεράση ούτε ενα δάκτυλο ο ενας τον άλλο μή τυχόν του την άνάψη ξαφνικά ο σύντροφος.
Στήν Κουκουρετσάνη ετρεξαν να τους καλωσορίσουν χωρικοί, πρόκριτοι, οι νοικοκυραιοι του σπιτιού, όπου κατέλυσαν.
Ό Παύλος έπρόσταξε να μή πλησιάσω κανένας απολύτως.
Πέρασε όλη τη νύχτα σ΄ ένα δωμάτιο με μόνη τη συντροφιά του Ντήμκου, που τον είχε παρέα και όμηρο κρατώντας αδιάκοπα το ενα άπ’ τα δυο πιστόλια του στό χέρι και κουβεντιάζοντας για την ’Αμερική και την τρικυμισμένη ζωή τους.
Τήν αυγή, προτού ξημερώση, πήδησε στό άλογό του, που έστεκε στήν αυλή όλη τη νύχτα σελωμένο και έτοιμο, και εξαφανίσθηκε.
Ανταπόδωσε τη φιλοξενία στό Κρατερό, όπου φίλεψε δυό μέρες τον Ντήμκο και του εδωσε την ευκαιρία να ίδη την θεία του.
’Ήθελε ο Ντήμκος να παρασύρη σε παγίδα τον Παύλο, για νά έκδικηθή;
Εξαϋλωμένος απ’ την ανείπωτη συμφορά του και μετανοιωμένος ίσως για το δικό του φρικτό, όσο και ανόητο έγκλημα, ήθελε να λησμονηθή το παρελθόν, να συμψηφισθούν τα αίματα και να ξαναφτειάξη το ρημαγμένο άπ΄ την δική του τρέλλα πατρικό του σπίτι;
Είναι και θα παραμείνη άγνωστο.
Στις 20 Ιουλίου του 1909 ημέρα του Προφήτη Ήλία πανηγύριζε το μοναστήρι στήν κορυφή του λόφου επάνω άπ΄το Δράγος και τα σημερινά ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα.
Τό πρωί συναντήθηκαν κάτω στό χωριό ο Παύλος, που ειχεν ελθει από βραδύς και ο Ντήμκος, που εφθασε την αυγή.
Ξεκίνησαν να ανέβουν μαζί τον ανήφορο για το μοναστήρι. τα δυο περήφανα καπετάνικα αλόγα πήγαιναν πλάί πλάί.
Ό δασωμένος λόφος έβούίζε όλος από φωνές, τραγούδια, γκάιντες, νταούλια.
Ειχε γίνει σωστή μετοικεσία Βαβυλώνος.
Όλα τα γύρω χωριά είχαν αδειάσει και κουβαλήθηκαν στό πανηγύρι με κάρρα, βωδάμαξες, άλογα, γαίδούρια και τα πόδια.
Ό πράσινος λόφος άσπριζε άπ΄ τα άσπρα σάν φουστανέλλα υποκάμισα των άνδρών, που όλοι τώρα φορούσαν ζώνη και καλτσοδέτα γαλανόλευκη και άσπροκοκκινομαυροκιτρίνιζε ά΄5 τις πολυκέντητες φορεσιές των γυναικών,
που είχαν ανακτήσει με την επικράτησι των ελληνικών σωμάτων και την ελευθερία του κεντήματος, προγεγραμμένου αυστηρότατα άπ΄ τους κομιτατζήδες.
Ειχεν έλθει και πολύς κόσμος άπ΄ το Μοναστήρι και τη Φλώρινα με κάρρα και πολυτελή λαντόνια.
Μεγάλο επίσης άπόσπασμα τουρκικής χωροφυλακής για την τήρησι της τάξεως έσημείωνε την παρουσία του.
Ξάφνου ο Παύλος σπηρουνίζε΄ άλογό του, αδειάζει στό στήθος του Ντήμκου το πιστόλι του με ταχύτητα αστραπής και εξαφανίζεται πρός το Κρατερό, πριν προλάβουν να κινηθούν οι τζιανταρμάδες.
Είχε μάθει ότι ο Ντήμκος σε χωριανούς του, που τόν ρωτούσαν πώς τόν άφήκε να του ξεφύγη άπ΄ τη Κουκουρετσάνη, ειχε άποκριθή : «Τού ετοιμάζω κάτι καλύτερο».
Λύσσιαξαν εναντίον του οι τουρκικές αρχές.
Δέν έκλαψαν βέβαια τόν θάνατο ενός γκιαούρη κομιτατζή.
Έθεώρησαν όμως θανάσιμη προσβολή ιδική τους και της Νέας Τουρκίας την συνταρακτική πράξι του Παύλου.
Στήν δίωξι και το κυνηγητό πήρε μέρος αδελφωμένος με τόν στρατό και την χωροφυλακή ο βοεβόδας Τζόλε άπ΄την Βεύη, που συνέχιζε τώρα την απελευθερωτική του δράσι με ενοικιάσεις φόρων δεκάτης και τσιφλικίων σ’ άντικατάστασι των παλαιοτέρων μπέηδων.
Μιά βραδειά στήν Φλώρινα μέσα σ΄ ένα γαλατάδικο μιά σφαίρα τόν άπλωσε κι αυτόν νεκρό.
Αργότερα όταν άρχισε η έλληνοβουλγαρική προσέγγισις ήλθαν άλλοι βοεβοδάδες και κομιτατζήδες στό Κρατερό να επισφραγίσουν και πανηγυρίσουν μαζί με τόν Παύλο την κυοφορούμενη αδελφότητα των άλληλοσφαζομένων έως τότε λαών.
Είχε πάρει, εννοείται, όλα τα μέτρα του, ώστε να μή σκανδαλισθούν οι φιλοξενούμενοι να του πληρώσουν με καμμιά μαχαιριά η σφαίρα την φιλοξενία.
Μιά νύχτα όμως το 1911, έκει που κοιμώταν, τόν σκότωσε ένα απ’ τα παλληκάρια του, ο Ναούμης ο ΙΙισοδερίτης, που είχε κάμει τρία χρόνια μαζί του.
Τόν ξέκαμαν κι αυτόν γρήγορα οι Κρατεριώτες, αν και πολλά ντράβαλα στό κεφάλι και πολλές αφαιμάξεις στό πορτοφόλι είχαν, όσο ζούσε ο παράφορος, αλλά και ατρόμητος τρελλο-Παύλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου