Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Η Μακεδονία κατά τον Evliya Çelebi - Εβλιγιά Τσελεμπή: Δημογραφικά στοιχεία του 17ου αιώνα μ.Χ.

Εβλιγιά Τσελεμπή

1611-1684
Του Βασίλη Δημητριάδη

Εξετάζοντας τα δημογραφικά στοιχεία που βρίσκουμε στην περιγραφή των πόλεων της Δυτικής Μακεδονίας πρέπει να έχουμε υπόψη μας πρώτα απ’ όλα ότι ο Εβλιγιά δεν είναι πολύ ακριβής στους αριθμούς που παραθέτει.

 Οι αριθμοί του δεν προέρχονται από μελέτη επισήμων στοιχείων, αλλά βασίζονται κυρίως στην προσωπική εκτίμηση του συγγραφέα.

Ακόμη, όπως έχει παρατηρηθεί , οι αριθμοί που αναφέρει ο Εβλιγιά είναι πολλές φορές εξογκωμένοι, όπως γενική είναι η τάση για υπερβολή σε όλο το έργο του.

Επίσης έχω διαπιστώσει ότι ή προσεκτική σύγκριση των αριθμών πού παραδίδει ό Εβλιγιά μας αποκαλύπτει και κάτι άλλο: τη συνήθειά του να άναφέρη κάθε τόσο ορισμένους αριθμούς, πάντα τούς ίδιους.

Οι πιο συνηθισμένοι από αυτούς είναι τό 7 και τα πολλαπλάσιά του 
(70, 77, 7.000, 70.000, 77.000, 700.000) 
το 40, 
οι εκατοντάδες (100, 200, 500 κλπ.), 
οι χιλιάδες (1.000, 2.000, 3.000... 100.000) 
και ένας ακόμη αριθμός που ιδιάζει στον Εβλιγιά: 
το 60 μέσα σε άλλους αριθμούς (360, 1.060,2.060,10.060).

Τούς αριθμούς αυτούς τούς συναντούμε σε όλο του το έργο.
Η συχνή επανάληψή τους δείχνει ότι πρόκειται για «συμβατικούς» αριθμούς, που δεν ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα.

Παρακάτω αναφέρονται οι αριθμοί που δίνει ό Εβλιγιά, σημειώνω όμως προκαταβολικά ότι πρέπει να τούς θεωρούμε μόνον ενδεικτικούς μικρού ή μεγάλου πλήθους και όχι πραγματικούς .


Τέλος δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ό Εβλιγιά ενδιαφέρεται κυρίως για τούς μουσουλμάνους κατοίκους των πόλεων που περιγράφει και τη ζωή τους.
 Γι’ αυτό και οι πληροφορίες για τούς χριστιανούς και τούς Εβραίους είναι τις πιο πολλές φορές ελλιπείς, ασήμαντες και ανακριβείς.
Οπωσδήποτε τα στοιχεία αυτά μας δίνουν μιαν εικόνα, έστω και όχι πλήρη, της δημογραφίας της Μακεδονίας, όπως την είδε ό Εβλιγιά.

Για τα Σκόπια ό Εβλιγιά δεν δίνει αριθμό κατοίκων.
Λέγει όμως ότι ή πόλη είχε εβδομήντα συνοικίες , χωρίς να αναφέρει καμίας το όνομα , με 10.060 σπίτια και 120 τζαμιά, σε 45 από τα όποια τελούνταν ή προσευχή κάθε Παρασκευή.

Όλα αυτά μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι το μουσουλμανικό στοιχείο αποτελούσε σημαντικό μέρος του πληθυσμού των Σκοπίων.

 'Ο Εβλιγιά όμως δέν δίνει καμιά πληροφορία σχετική με τον αριθμό των μουσουλμανικών συνοικιών ή των μουσουλμάνων κατοίκων. Ελάχιστες είναι και οι πληροφορίες του για τούς μη μουσουλμάνους κατοίκους. από την αναγραφή μόνον των εκκλησιών διαφόρων εθνοτήτων καταλαβαίνουμε πώς στα Σκόπια κατοικούσαν ’Αρμένιοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, «Λατίνοι» και Εβραίοι.

 Ποιοι ήταν όμως αυτοί οι «Λατίνοι»;

Πιθανόν να πρόκειται για βλαχόφωνους- το πρόβλημα εξετάζεται παρακάτω.

Για τον Περλεπέ μαθαίνουμε πώς είχε δέκα συνοικίες με χίλια σπίτια. Από τούς κατοίκους λίγοι ήταν οι Τούρκοι, όπως δείχνουν τα δυο τζαμιά που υπήρχαν.

Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ό Εβλιγιά λέγει ότι ήταν Βούλγαροι και Σέρβοι και ότι επικρατούσε ή βουλγαρική γλώσσα.

Το άλλο μεγάλο κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας, το Μοναστήρι, είχε κατά τον Εβλιγιά 21 συνοικίες με τρεις χιλιάδες σπίτια.

 Οι μουσουλμάνοι είχαν εβδομήντα τζαμιά, μικρά και μεγάλα, αριθμό το δίχως άλλο υπερβολικό.
 Πιο κοντά στην πραγματικότητα πρέπει να είναι ό αριθμός των εννιά μεντρεσέδων, ούτε όμως αυτός είναι ενδεικτικός του αριθμού των μουσουλμάνων της πόλης, αφού ξέρουμε ότι τό Μοναστήρι την εποχή εκείνη θεωρούνταν σημαντικό μορφωτικό κέντρο των μουσουλμάνων και από πολλά γειτονικά μέρη θα συνέρρεαν εκεί όσοι νέοι επιθυμούσαν να αποκτήσουν τη μόρφωση που θα τούς άνοιγε το δρόμο για διάφορες υπαλληλικές θέσεις.
Για τη σύνθεση του πληθυσμού δέν βρίσκουμε καμιάν άλλη πληροφορία στην περιγραφή του Μοναστηριού.

'Ο επόμενος σταθμός του Εβλιγιά είναι ή Φλώρινα.

Στις έξι συνοικίες της με τα πεντακόσια σπίτια της υπήρχαν, κατά τον Εβλιγιά, δεκαεπτά μουσουλμανικά ιερά.
 Τρεις όμως μόνο συνοικίες, ίσως τις τουρκικές, ονομάζει ό συγγραφέας και δυο τζαμιά.
 Χριστιανοί και άλλοι, μη μουσουλμάνοι, κάτοικοι δέν αναφέρονται καθόλου. Ό Εβλιγιά τούς αγνοεί εντελώς.

Δέν γίνεται όμως το ίδιο και με την Καστοριά.

 ’Αντίθετα, εδώ ό συγγραφέας αναφέρει ότι οι μουσουλμάνοι ήταν λίγοι και νωθροί.

 Οι κάτοικοι ήταν σχεδόν όλοι «θαυμάσιοι άπιστοι "Ελληνες».

 ’Από τις είκοσι συνοικίες της πόλης δεκαέξι ήταν ελληνικές, τρεις μουσουλμανικές και μια εβραϊκή.
 Συνολικά τα σπίτια της πόλης ήταν 2.500. Οι Έλληνες κάτοικοι έμεναν έξω από το κάστρο και ήταν όλοι εύποροι γουναράδες.
 Είχαν εμπορικές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη, όπου εξυπηρετούσαν τούς βεζίρηδες, αλλά και με τη μακρινή Ρωσία, απ’ όπου έρχονταν τάματα για τις εκκλησίες της πόλης.

'Η περιοχή των καζάδων προς τα νότια της Καστοριάς, δηλ. ή περιοχή της σημερινής Πτολεμαΐδας, του Έγρί-Μπουτζάκ και του Σαρί-Γκιολ, ήταν κατάσπαρτη από χωριά ελληνικά και τουρκικά.


 Ό Εβλιγιά βρίσκει Έλληνες να κατοικούν στο χωριό Λίτσιστα στην όχθη της λίμνης της Καστοριάς, στην Κλεισούρα, κι αυτή γεμάτη από γουναράδες, καθώς και στά χωριά Κουλγκάλ-Όμπασί, Σούλποβα, Χασάνκιοϊ και Ποκρεβνίκ, στους πρόποδες του όρους Μορίκι (Σουλού Χάν) . Τ Καϊλάρια, καθώς και τά γύρω τουρκοχώρια, κατοικούνταν από Γιουρούκους.
 "Ολοι υπηρετούσαν στον στρατό τού σουλτάνου ως μεταφορείς πυροβόλων.
Εντύπωση έκανε στον συγγραφέα ό διαφορετικός τρόπος ζωής και ενδυμασίας τους.

 Στα Σέρβια υπήρχαν έξι μουσουλμανικές συνοικίες, οκτώ ελληνικές και μια εβραϊκή.
 Όλες μαζί είχαν 1.800 σπίτια. Ό Εβλιγιά μάλιστα αναφέρει ότι οι  Έλληνες της πόλης ήταν όχι μόνο περισσότεροι, αλλά και ανώτεροι σε πολλά από τούς μουσουλμάνους.

Τα Γενιτσά είχαν δεκαεπτά συνοικίες με 1.500 σπίτια (σ. 214 κ.έ.). Ή πόλη ήταν καθαρά τουρκική. Οι λίγοι χριστιανοί και Εβραίοι κάτοικοί της δεν αναφέρονται καθόλου από τον Εβλιγιά. Γνωρίζουμε ότι ή χριστιανική συνοικία βρισκόταν έξω από την πόλη και δέν είχε εκκλησία. Το πολυάριθμο μουσουλμανικό στοιχείο δέν ανεχόταν τη ζωντανή εκδήλωση τού χριστιανικού πληθυσμού ως τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας.

'Н ’Έδεσα με τις δώδεκα συνοικίες της ήταν κι αυτή γεμάτη από Τούρκους. ’Εννέα συνοικίες της ήταν μουσουλμανικές και τρεις ελληνικές . Εβραίοι, όπως δηλώνει ό συγγραφέας, δέν επιτρεπόταν να κατοικούν μέσα στην ’Έδεσα. 'Ο Εβλιγιά λέγει πώς ή πόλη είχε 1.060 σπίτια, ό αριθμός όμως πρέπει να θεωρηθή συμβατικός.
Στην πόλη ή παρουσία των Ελλήνων ήταν αισθητή. Ό Εβλιγιά μιλα για τις όμορφες Ελληνίδες, που πολλοί πρόκριτοι πήραν για γυναίκες τους, για τις καλογριές και τούς καλόγερους που είδε να τριγυρνούν στην πόλη, για τούς χορούς των Ελλήνων σε ορισμένη τοποθεσία.

Καθαρά κωμόπολη «άπιστων» ήταν ή Νάουσα.

 Την κατοικούσαν κυρίους Έλληνες, που ήταν περίφημοι έμποροι.
Μη βρίσκοντας τίποτε μουσουλμανικό στην πόλη για να περιγράψη ό Εβλιγιά δέν έμεινε καθόλου, αλλά προχώρησε στη γειτονική Βέροια' ήταν μια πυκνοκατοικημένη πόλη με τέσσερις χιλιάδες σπίτια.

Δεκαέξι συνοικίες της ήταν μουσουλμανικές και δεκαπέντε χριστιανικές .
 Σ’ αυτές κατοικούσαν Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, και «Λατίνοι», δηλ. βλαχόφωνοι. 'Υπήρχαν και δύο συνοικίες εβραϊκές.

Πρέπει επίσης να αναφέρουμε και τούς μαύρους δούλους της πόλης, που ό άριθμός τους ήταν, όπως φαίνεται, σημαντικός . Οι δούλοι αυτοί είχαν ιδιαίτερο άρχοντα, στον όποιο οφείλετε πιθανόν και ή ονομασία μιας συνοικίας της πόλης («του Άράπη»).
 Ό Εβλιγιά δέν δίνει καμιά ιδιαίτερη πληροφορία για τούς  Έλληνες κατοίκους της πόλης. Ούτε κάν αναφέρει τις πολλές εκκλησίες που υπήρχαν στις χριστιανικές συνοικίες και που ή παράδοση τις ανεβάζει σέ 72.


Μπαίνοντας το 1670 στη Βόρειο Μακεδονία από το Έλμπασάν ό Εβλιγιά βρήκε χωριά αλβανικά, ελληνικά και βουλγαρικά.

Για τη Στρούγκα μαθαίνουμε πώς ήταν μια μικρή κωμόπολη με τρεις συνοικίες .

 Οι πιο πολλοί κάτοικοί της ήταν Έλληνες και Βούλγαροι.

Άλλη πληροφορία για τον αριθμό και τη σύνθεση των κατοίκων δέν βρίσκουμε.

Στην Αχρίδα, έδρα σαντζάκ μπέη και από παλαιά μεγάλο θρησκευτικό κέντρο των χριστιανών, έντονη ήταν η παρουσία και των δύο στοιχείων.

Στο κάστρο της κατοικούσαν αποκλειστικά χριστιανοί.
Είχε 160 σπίτια, υπήρχαν όμως ακόμη έξι μοναστήρια με 40-50 μοναχούς το καθένα.

 Έκτος από το μισοερειπωμένο σεράι του πασά, το τζαμί της Άγια-Σοφιάς, που και αυτό κατέρρεε σιγά - σιγά, το τζαμί του Όχρή-Ζαντέ, που είχε χτιστεί την εποχή του Βαγιαζίτ Β' (1481- 1512), και ένα μικρό ακόμη τέμενος, δεν υπήρχαν άλλα ίχνη της παρουσίας των Τούρκων στο κάστρο.

Ο Έβλιγιά μάλιστα λέγει ότι στην Άγια Σοφία, που είχε μετατραπή σε τζαμί όταν ο Μουράτ Β' πήρε την πόλη, δέν σύχναζαν οι μουσουλμάνοι , πολλές φορές όμως οι χριστιανοί τη χρησιμοποιούσαν δωροδοκώντας τους φύλακές της.

Η κυρίως πόλη είχε δεκαεπτά συνοικίες.
Στις δέκα κατοικούσαν μουσουλμάνοι και στις άλλες επτά  Έλληνες, Βούλγαροι και βλαχόφωνοι.

 Τα σπίτια της ήταν 10-15 χιλιάδες, δηλαδή ή πόλη πρέπει να είχε κατά τον Εβλιγιά 50 ως 75 χιλιάδες κατοίκους, αριθμός που επίσης πρέπει να θεωρηθή υπερβολικός.

 Είναι αδύνατο την εποχή εκείνη ή ’Αχρίδα να είχε τόσο μεγάλο πληθυσμό.
 Άλλωστε, τα άλλα στοιχεία που παραδίδει ό Εβλιγιά δεν συμβιβάζονται με τον αριθμό των κατοίκων:

Η Αχρίδα είχε 150 καταστήματα όλα κι όλα,
 μόνο δύο μεντρεσέδες
κι επτά σχολεία για μικρά παιδιά, 
τρία χάνια και δύο λουτρά.

 Αυτοί κι οι άλλοι αριθμοί που δίνει ό Εβλιγιά για τα άλλα κτήρια κοινής ωφελείας στην πόλη δείχνουν οτι ό πληθυσμός της πρέπει να ήταν πολύ μικρότερος.

Τον χριστιανικό πληθυσμό της πόλης, όπως αναφέραμε πιο πάνω, τον αποτελούσαν κατά τον Εβλιγιά Έλληνες, Βούλγαροι και «Λατίνοι», δηλ. βλαχόφωνοι.

Έκτος από τις πληροφορίες που παραθέτει ο συγγραφέας για τούς χριστιανούς που κατοικούσαν στο κάστρο, δεν βρίσκουμε άλλες γι’ αυτούς που έμεναν στην πόλη. Ή επίδρασή τους όμως στους μουσουλμάνους κατοίκους της πόλης φαίνεται από το γεγονός ότι και οι Τούρκοι ακόμη μιλούσαν βουλγαρικά και ελληνικά.

Στους κατοίκους ήταν άγνωστη η αλβανική γλώσσα .

Ή Ρέσνα ήταν μια μικρή κωμόπολη με δύο συνοικίες, μια μουσουλμανική και μια χριστιανική. Πενιχρές είναι και οι πληροφορίες για τούς κατοίκους τού Πόγραδετς.
Φαίνεται πώς και οι τέσσερεις συνοικίες της κωμόπολης ήταν μουσουλμανικές, γιατί τέσσερα ήταν και τα τζαμιά της . Χριστιανοί κάτοικοι δεν αναφέρεται άν υπήρχαν.

Ενδιαφέρουσα είναι ή πληροφορία του Εβλιγιά ότι ή κοντινή Στάροβα, που από τις τέσσερεις συνοικίες της με τετρακόσια σπίτια οι δύο ήταν μουσουλμανικές και οι δύο χριστιανικές, αποτελούσε κέντρο παιδομαζώματος.

Ο Εβλιγιά αναφέρει εδώ τον κανουνναμε που είχε εκδοθεί την εποχή του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α' σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής του παιδομαζώματος και μας αφήνει να εννοήσουμε ότι το παιδομάζωμα βρισκόταν σε εφαρμογή την εποχή που επισκέφθηκε την πόλη .

 Ενώ όμως στην αρχή της περιγραφής λέγει ότι όλοι οι κάτοικοι της περιοχής είναι Βούλγαροι, παρακάτω μιλώντας για το παιδομάζωμα σημειώνει ότι στρατολογούνταν από εκεί εκατοντάδες παιδιά Βουλγάρων και Ελλήνων.

Στην περιοχή, επομένως, κατοικούσαν και Έλληνες.

Καμιά πληροφορία δεν βρίσκουμε για τούς κατοίκους της περιοχής της Πρέσπας. Τουρκόπολη φαίνεται να ήταν και το Ράντοβιτς με πέντε μουσουλμανικές συνοικίες.
 Βούλγαροι ήταν κυρίως οι κάτοικοι της περιοχής του Τίκβες, που είχε τέσσερεις συνοικίες μουσουλμανικές και δύο χριστιανικές .

 Στο Βαλάντοβο επίσης κυριαρχούσαν οι Βούλγαροι, ενώ οι μουσουλμάνοι ήταν λίγοι.

 'Ο Εβλιγιά επαινεί εδώ την καθαριότητα των κατοίκων και περιγράφει την ενδυμασία των ανδρών και των γυναικών.

Σημαντικό κέντρο αποτελούσε ή Στρώμνιτσα με δεκατέσσερεις συνοικίες, από τις όποιες τρεις ήταν χριστιανικές και μια εβραϊκή, με 2.040 σπίτια συνολικά.

 Στο κάστρο της κατοικούσαν Βούλγαροι αρματολοί, ποιας εθνικότητας όμως ήταν οι κάτοικοι της πόλης ό Εβλιγιά δεν αναφέρει. 

 Γράφει μόνον ότι οι Τούρκοι κάτοικοι ήταν Γιουρούκοι της φυλής των Όγούζων.

Τό Πετρίτσι περιγράφεται ως μια μικρή φτωχή κωμόπολη με μια συνοικία μουσουλμανική και μια χριστιανική με 240 σπίτια.

 Καμιά πληροφορία για τούς κατοίκους του Μελένικου και τον αριθμό τους δέν βρίσκουμε στον Έβλιγιά,
έκτος από τό ότι ανάμεσα στους προύχοντες της πόλης υπήρχαν και Γιουρούκοι, που πρέπει να αποτελούσαν το κυριότερο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού.

Για τη Βέτρινα (Νέο Πετρίτσι) ό Εβλιγιά αναφέρει πώς είχε πέντε συνοικίες Βουλγάρων, Ελλήνων και Σέρβων, αφήνοντας ασυμπλήρωτο τον αριθμό των μουσουλμανικών συνοικιών. Για τούς κατοίκους και τα κτήρια της πόλης δέν αναφέρει τίποτε.

Με βάση λοιπόν τα στοιχεία που παραδίδει ό Εβλιγιά μπορούμε να πούμε ότι ό πληθυσμός σε όλες τις πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας την εποχή που τις επισκέπτεται ό συγγραφέας του Seyahatname, δηλαδή στά μέσα του 17ου αιώνα, ήταν μικρός.

 Σε μερικές από αυτές, όπως στα Σκόπια, στα Γενιτσά, στην ’Έδεσα, στη Ρέσνα, καθώς και στην περιοχή γύρω από τη λίμνη του Σαρί-Γκιόλ, τό μουσουλμανικό στοιχείο υπερτερούσε σε άλλες, όπως ή Καστοριά, ή Νάουσα, τά Σέρβια, ό Περλεπές, ή Στρούγκα, τό Βαλάντοβο και τό Τίκβες, επικρατέστερο ήταν το χριστιανικό.

 Στις άλλες πόλεις, όπως στο Μοναστήρι, στη Βέροια και στην ’Αχρίδα, για να αναφέρουμε τις σπουδαιότερες, ό πληθυσμός φαίνεται πώς ήταν λίγο πολύ μοιρασμένος ανάμεσα στα δύο στοιχεία.

Για τη σύνθεση του χριστιανικού πληθυσμού έχουμε να παρατηρήσουμε με βάση τα στοιχεία του Εβλιγιά ότι τά Σέρβια, ή ’Έδεσα, ή Νάουσα, ή Καστοριά και μερικά χωριά νότια από αυτή κατοικούνταν αποκλειστικά από 'Έλληνες. 

Καθαρά βουλγαρικός ήταν ό πληθυσμός στο Τίκβες και τό Βαλάντοβο. 

Έλληνες και Βούλγαροι κατοικούσαν στα Σκόπια, τη Βέροια, τη Στρούγκα, την Αχρίδα, τη Στάροβα και τη Βέτρινα.

Σέρβικός πληθυσμός σημειώνεται στα Σκόπια, τον Περλεπέ, τη Βέροια και τη Βέτρινα.

Σημειώνεται επίσης ή παρουσία «Λατίνων», δηλ. βλαχοφώνων, στά Σκόπια, στή Βέροια και στην ’Αχρίδα.
Εβραίοι κατοικούσαν επίσης στη Βέροια και στα Σκόπια. 'Η σύνθεση του χριστιανικού πληθυσμού στις άλλες πόλεις δέν διευκρινίζεται.

Παρατηρούμε επομένως ότι νότια από τα σημερινά σύνορα της Ελλάδος  παρουσία βουλγαρικού και σέρβικου πληθυσμού σημειώνεται από τον Εβλιγιά μόνο στη Βέροια.

 Αντίθετα έντονη ήταν ή παρουσία του ελληνικού στοιχείου σε πόλεις που βρίσκονται έξω από τα σημερινά σύνορα (Στρούγκα, ’Αχρίδα, Στάροβα) και έφτανε ως τα Σκόπια.

ΟΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΒΛΙΓΙΑ

Ανάμεσα στις άλλες πληροφορίες που δίνει ο Εβλιγιά για τους κατοίκους των πόλεων που επισκέπτεται είναι και οι παρατηρήσεις του για τη γλώσσα, ή το ιδίωμα που μιλούν.

 'Όταν πρόκειται για ξένη γλώσσα και όχι για την τουρκική, σημειώνει συνήθως μερικές λέξεις με τη σημασία τους στα τουρκικά.

Τέτοια περίπτωση στις πόλεις που εξετάζουμε έχουμε μόνο μια:

Στη Βέροια αναφέρει την ύπαρξη πολλών μαύρων δούλων αυτοί είχαν μάλιστα και δικό τους μπέη, ό όποιος ήταν ό μόνος που είχε το δικαίωμα να τούς τιμωρεί, όταν έπεφταν σε κάποιο παράπτωμα.

Τους δούλους αυτούς ο Εβλιγιά τους αποκαλεί Αιθίοπες (Zengi) και αναφέρει μερικές λέξεις που τις χαρακτηρίζει ως «αραβικά ονόματα», χωρίς να σημειώνει τι σημαίνουν. Δεν μπόρεσα να εξακριβώσω σε ποια γλώσσα ανήκουν οι λέξεις αυτές.

Οι υπόλοιπες γλωσσικές παρατηρήσεις του Εβλιγιά για τον χώρο της Μακεδονίας αναφέρονται στα ιδιώματα που μιλούσαν οί Τούρκοι διαφόρων περιοχών.
 Συγκεκριμένα σημειώνει φράσεις που άκουσε από τούς Τούρκους κατοίκους
των Σκοπιών,
της Καστοριάς,
των Σερβίων,
των Γενιτσών και
της Έδεσας.

Υπάρχει ακόμη μια σημείωση για το ιδίωμα των Τσιτάκ Γιουρούκων, που κατοικούσαν στον καζά Τσαρσαμπά - Παζαρί της περιοχής των Σερβίων, μένει όμως ασυμπλήρωτο το σημείο όπου θα έγραφε ό Εβλιγιά μερικές λέξεις από το ιδίωμά τους.

Για τους κατοίκους της Αχρίδας αρκείται να αναφέρη ότι μιλούσαν όλοι βουλγαρικά (bulgarca) και ελληνικά (rumca),
δεν γνώριζαν καθόλου αλβανικά (arnavudca) και ήξεραν άπταιστα την τουρκική γλώσσα (lisan-i tiirki).

Οι κάτοικοι όλων των πόλεων που αναφέρονται παραπάνω μιλούσαν κατά τον Εβλιγιά την τουρκική γλώσσα σύμφωνα με το ιδίωμα του Rum 
 (το ιδίωμα των κατοίκων των Σκοπιών βρισκόταν «ανάμεσα στη γλώσσα του Rum και την αλβανική»).

Τι εννοεί όμως ο Εβλιγιά ως «γλώσσα» ή «ιδίωμα» του «Rum»;
 και πρώτα-πρώτα τι σημαίνει «Rum»;

Ό Εβλιγιά δεν δίνει πάντα στον όρο αυτόν το ίδιο περιεχόμενο.

Πολλές φορές χαρακτηρίζει ως Rum ή Urum 
 τους Έλληνες συγχρόνους του 
ή της εποχής πριν από την τουρκική κατάκτηση1.

 Τους αρχαίους Έλληνες τούς ονομάζει
 άλλοτε Yunanian (πλ. του Yunan)2  
κι άλλοτε Rum3
πότε πότε όμως φαίνεται να τούς ταυτίζη με τούς νεώτερους 4.

Ο όρος Rum χρησιμοποιείται επίσης από τον Εβλιγιά για να δηλώσει την οθωμανική αυτοκρατορία 5 
και κυρίως τις χώρες της αυτοκρατορίας, 
που ανήκαν παλαιότερα στη βυζαντινή αυτοκρατορία 6.

Στις περιπτώσεις αυτές συνήθως αναφέρεται μαζί με την ’Αραβία και την Περσία, καθώς και με άλλες χώρες.

 Την έκφραση «χώρα του Rum» (Rum diyari ή diyar-i Rum) τη χρησιμοποιεί επίσης ό Εβλιγιά όταν θέλη να εξάρει κάτι που είναι περίφημο ή δεν βρίσκεται όμοιό του σε όλες αυτές τις χώρες.

Δέν νομίζω όμως ότι ό όρος «γλώσσα του Rum» μπορεί να σημαίνει την τουρκική γλώσσα που μιλούσαν οι Τούρκοι των οθωμανικών χωρών που ανήκαν πριν στη βυζαντινή αυτοκρατορία.

 Ό Εβλιγιά θέλει ακριβώς να δείξη ότι ή γλώσσα των Τούρκων μερικών πόλεων ήταν κάπως διαφορετική από τη συνηθισμένη τουρκική γι’ αυτό και παραθέτει λίγες λέξεις, που προφέρονταν κάπως διαφορετικά.

 Τις διαφορές αυτές τις αποδίδει στην επίδραση της ελληνικής γλώσσας ή του τρόπου με τον όποιο μιλούσαν την τουρκική οι Έλληνες (Rum) ή οι εξισλαμισμένοι κάτοικοι των πόλεων εκείνων.

Έτσι παρατηρεί ότι οι Τσιτάκ Γιουρούκοι μιλούσαν ένα ιδιαίτερο ιδίωμα «με το να έρχονται σε σχέση και ανάμιξη με τούς άπιστους Βουλγάρους και 'Έλληνες (Urum)» .

Την ίδια επίδραση της ελληνικής γλώσσας παρατηρεί ό Εβλιγιά και στα ιδιώματα των Τούρκων των Σκοπίων, της Καστοριάς, των Σερβίων, τών Γενιτσών και της Έδεσας.


...........................................................................


Υποσημειώσεις:

1. 'Ως Rum χαρακτηρίζονται οι Έλληνες της εποχής πριν από την τουρκική κατάκτηση 
 στην Καστοριά , 
στα Σερβία , 
στα Γενιτσά, 
στην’Έδεσα, 
στη Βέροια , 
στην Αχρίδα  και 
στη Στρώμνιτσα.  

Οι μετά την τουρκική κατάκτηση και σύγχρονοι του Εβλιγιά Έλληνες ονομάζονται πάντοτε Rum:

π.χ. στά Σκόπια , στην Καστοριά , στά Σέρβια , στην Έδεσα και σέ πολλά άλλα μέρη ή Urum, οπως στή Λίτσιστα, στά χωριά γύρω από τήν Καστοριά, στή Βέροια.

 Ό όρος δηλώνει αποκλειστικά τους Έλληνες και όχι άλλες έθνότητες• αυτό φαίνεται καθαρά στά σημεία, όπου μαζί με τούς Rum αναφέρονται και Βούλγαροι, Σέρβοι, ’Αλβανοί και άλλοι, όπως στα Σκόπια, στην Έδεσα , στη Βέροια και άλλου.

2. Σ. ‘199-200: 'Ο Πλάτων, από τούς παλαιούς σοφούς των Ελλήνων (Yunanian).: στη γλώσσα των Ελλήνων (Yunan). : του Έλληνα ’Αλεξάνδρου (Iskender-i Yunan).  οί Έλληνες (Yunanian) (του ’Αλεξάνδρου).

3. Σ. 329: Ό Ayantaca, διδάσκαλος του Έλληνα (Yunan) ’Αλεξάνδρου,
 χάραξε σε επιγραφή τρεις σειρές ελληνικά (Rumca) και τρεις τουρκικά (Tiirkge)

Ο ’Αλέξανδρος είναι γιος του Έλληνα (Yunan) φιλοσόφου Φιλίππου (Filikos) και κυρίαρχου της Καβάλας • 

στά Γεννιτσά όμως υπήρχαν δύο κάστρα χτισμένα από δύο Ελληνες (Rum) βασιλιάδες της γενιάς του Φιλίππου. 

Ό Γιανεβάν ή Γενουβάν, αδελφός του Γιάγκο, γιου του Madian (ο Tango έχτισε τήν Κωνσταντινούπολη) , θεωρείται ώς «ο τέλειος διδάσκαλος της ελληνικής (Yunan) ιστορίας» .


4. Την Καστοριά την έχτισε ο Έλληνας (Yunan) Φίλιππος, την πήραν όμως οι Τούρκοι από τα χέρια των Rum.

 Τα Σέρβια τα έχτισε ό Πλάτων, ό σοφός τών Ελλήνων (Yunanian), τά πήραν όμως οί Τούρκοι από τά χέρια τών Rum .

5. στην τουρκική γλώσσα η λέξη Rum δηλώνει συνήθως, έκτος από τούς Έλληνες, και τη Μ. ’Ασία.

Στόν Εβλιγιά όμως βρίσκουμε φράσεις, που μας υποχρεώνουν να δώσουμε στον όρο ευρύτερη έννοια.

 Μιλώντας π.χ. για τον καπνό των Γενιτσών ό Εβλιγιά γράφει ότι ήταν περίφημος
 «στό Rum, τήν ’Αραβία και τήν Περσία» .

 ’Αλλου  λέγει ότι τα συμπόσια που γίνονταν στην ’Αχρίδα και οι κομπόστες της ήταν περίφημα «στις χώρες του Rum» («Rum diyarinda»).

Περίφημες ακόμη στη χώρα του Rum ήταν, ανάμεσα σε άλλες, οι θερινές βοσκές της Ρίλας, του Δεσπότη (Ροδόπης) και των Σερρών .

 Είναι, νομίζω, φανερό στις παραπάνω περιπτώσεις ότι δεν μπορεί ό Εβλιγιά να εννοεί τή Μ. ’Ασία, αλλά τις οθωμανικές χώρες γενικά περικλείοντας και τον βαλκανικό χώρο. με την έννοια αυτή χρησιμοποιείται ή λέξη Rum και στην περσική γλώσσα
(βλ. F. Steingass, A Comprehensive Persian - English Dictionary, London 1892, σ. 596 «Rum: ... Greece, Rome, the Roman Empire: Roumelia, Turkey; Biladi Rum: the cities, kingdoms or empires of Greece, or of Europe in general».)

6. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν και άλλοι ερευνητές βλ. σχετικά D. Georgacas, The Names for the Asia Minor Peninsula, Heidelberg 1971, σ. 76-77



Δεν υπάρχουν σχόλια: