Οι Έλληνες στη Βουλγαρία
του Βλάση Αγτζίδη
Ένα από τα θέματα που διαπραγματεύτηκα στη συλλογική έκδοση Οι δρόμοι των Ελλήνων, αφορούσε την ελληνική ιστορική παρουσία στα σημερινά βουλγαρικά εδάφη.
Η σύγκρουση του ελληνικού, του βουλγαρικού και του σερβικού εθνικισμού για την “επόμενη ημέρα” των οθωμανικών εδαφών που σήμερα βρίσκονται στη Βόρεια Ελλάδα, τη Νότια Βουλγαρία και την ΠΓΔΜακεδονίας, υπήρξε η κύρια σύγκρουση στην περιοχή της Βαλκανικής στις αρχές του 20ου αιώνα.
Η υπέρβαση αυτών των διαφορών και η δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης και διαλόγου των σύγχρονων Ελλήνων, Βουλγάρων και Σέρβων επιτρέπει να προσεγγίζεται η ιστορία των εθνικών κοινοτήτων ως ιστορικό αποκλειστικά φαινόμενο, χωρίς αυτό να προκαλεί θετικά ή αρνητικά εθνικιστικά αντανακλαστικά.
Νομίζω ότι η εξέλιξη αυτή είναι μια πολύτιμη κατάκτηση της εποχής μας. Το παρακάτω κείμενο, χωρίς τις φωτογραφίες που συνοδεύουν την εδώ ανάρτηση, αποτελεί την πλήρη μορφή, όπως παραδόθηκε στους εκδότες.
Η ελληνική παρουσία στα εδάφη της αρχαίας Μοισίας, που σήμερα περιλαμβάνονται στη Βουλγαρία, αρχίζει από τον 8ο π.χ. αιώνα. Από τον 8ο έως τον 6οαιώνα π.χ., τα δυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας αποικίστηκαν από τους Ίωνες της μικρασιατικής Μιλήτου.
Οι σημαντικότερες ελληνικές πόλεις ήταν η Απολλωνία που ιδρύθηκε το 609 π.χ. και αργότερα ονομάστηκε Σωζόπολη και η Οδησσός (μέσα του 6ου π.χ. αιώνα), που αργότερα μετονομάσθηκε Βάρνα.
Οι ελληνικές πόλεις δημιούργησαν συμμαχίες με στόχο την εξασφάλιση καλύτερης άμυνας. Το Κοινό της Πενταπόλεως ή Εξαπόλεως, περιλάμβανε τις πόλεις Τόμοι, Οδησσός, Κάλλατις, Διονυσούπολις και Ίστρος.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους το κράτος του Λυσίμαχου εκτεινόταν μέχρι το Δούναβη. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ο ελληνισμός ενισχύθηκε και δημιουργήθηκαν στο εσωτερικό της Θράκης νέες πόλεις, όπως η Φιλιππούπολη και η Σερδική και δημιουργείται το «Κοινόν των (Ελλήνων) Θρακών».
Οι παλιότεροι κάτοικοι της Θράκης που είναι γνωστοί ως Θράκες αποσύρονται στα ορεινά και βαθμιαία απορροφώνται από το ελληνικό στοιχείο.
Οι πολυάριθμες ελληνικές επιγραφές καθ’ όλο το χώρο, αποδεικνύουν την αναμφισβήτητη πολιτιστική και πληθυσμιακή επικράτηση του ελληνικού στοιχείου.
Κατά τη βυζαντινή εποχή, η Θράκη νότια του Αίμου ήταν ελληνόφωνη.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι την ίδρυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους το 681 μ.Χ.
Οι πρωτοβούλγαροι θεωρούνται τουρανικό φύλο που κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα ξεκίνησε από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας και εγκαταστάθηκε στην περιοχή μεταξύ Εύξεινου Πόντου και Κασπίας Θάλασσας.
Στη συνέχεια προέλασαν προς τη Δύση και το 679 μ.Χ υπό τον Ασπαρούχ πέρασαν το Δούναβη και εισήλθαν στο χώρο που αργότερα θα πάρει το όνομα Βουλγαρία.
Εκεί αναμίχθηκαν με τις σλαβικές ομάδες που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή νωρίτερα.
Έτσι διαμορφώθηκε ο τύπος του Βούλγαρου που γνωρίζουμε.
Κατά την πρώτη τους συνάντηση με τους Βουλγάρους, οι Βυζαντινοί τους θεωρούν “Σκύθες”.
Με την ονομασία αυτή τους συναντούμε σε περιγραφές ακόμα και του 10ου μ.Χ αι. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Ιωάννου του Γεωμέτρου που περιγράφει τίς συμφορές των ελληνικών θεμάτων από τους εισβολείς:
“Σκυθών (σ.τ.σ. Βουλγάρων) μέν πλήθος διατρέχουσι τάς επαρχίας ταύτας απανταχού διασπειρόμενοι, ωσεί ήσαν εν τη ιδία αυτών πατρίδι. Πρόρριζον δ’εκτέμνουσιν αυτής τήν ευγενή βλάστησιν ανδρών ακάμπτων καί σιδηρών τήν φύσιν καί τό ξίφος θερίζει τάς γενεάς των νηπίων. Καί κρατούσι μέν ταύτα εν ταίς αγκάλαις αυτών αι μητέρες, αλλ’εξαρπάζουσιν αυτά οι πολέμιοι διά των βελών θανατούντες. Κόνις λεπτή νυν κείνται αι τό πρίν οχυρώταται πόλεις. Καί τά κτήνη νέμονται σήμερον τό έδαφος, εν ώ άλλοτε άνθρωποι έζων. Ταύτα βλέπων οίμοι! πώς νύν θά παύσω δακρύων; ούτω πυρπολούνται οι αγροί ημών καί αι πόλεις!”
Έχουν ενδιαφέρον κάποιες πληροφορίες που δίνονται στη Στήλη της Πλίσκας, της πρώτης πρωτεύουσας των Βουλγάρων.
Η στήλη αυτή (ύψους 6,15μ και πλάτους 75 έως 54εκ) που είναι χαραγμένη στα ελληνικά το 822μ.Χ, αποδίδεται στον πρωτοβούλγαρο ηγεμόνα
«Μέγα Χαν των Βουλγάρων»Ομουρτάγ (γιο του Κρούμου, απόγονου του Ασπαρούχ).
Στην στήλη αυτή αναφέρονται τρεις εθνικές ομάδες στην περιοχή του πρώιμου αυτού βουλγαρικού βασιλείου:
οι Έλληνες (ως Γραικοί),
οι Σλάβοι (ως Σκλάβοι)
και οι Βούλγαροι.
Με την μεταφορά πλήθους Ελλήνων και ελληνοφώνων αιχμαλώτων στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, διαδίδεται η ελληνική γλώσσα καθώς και η χριστιανική θρησκεία.
Επί Βόριδος Α’, το 866 μ.Χ., οι Βούλγαροι προσχώρησαν στο χριστιανισμό.
Επί βασιλέως Συμεών (893-927), ο οποίος είχε ελληνική παιδεία, το βουλγαρικό κράτος έφτασε στη μέγιστη ακμή του.
Το όνειρο του Συμεών ήταν στη θέση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας να θεμελιώσει μια ελληνοβουλγαρική.
Ενέταξε στο κράτος του το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας και προσπάθησε πολλές φορές να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα το κύρος της ελληνικής γλώσσας παραμένει αδιαμφισβήτητο στο νέο βουλγαρικόκράτος. Στις επίσημες πρωτοβουλγαρικές επιγραφές χρησιμοποιείται κυρίως η ελληνική γλώσσα με χρήση σλαβονικών ή πρωτοβουλγαρικών λέξεων.
Οι Βυζαντινοί με τον Νικηφόρο Φωκά και με τον Ιωάννη Τσιμισκή, θα καταφέρουν να διαλύσουν το βουλγαρικό κράτος μετά το θάνατο του Συμεών, όταν θα αρχίσουν οι εξεγέρσεις των υπόδουλων λαών.
Ο τελευταίος βασιλιάς των Βουλγάρων, ο Βόρις Β’, θα μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη και θα λάβει τον τίτλο του Μάγιστρου, επιβεβαιώνοντας έτσι την πλήρη απορρόφηση του βουλγαρικού κράτους από το Βυζάντιο.
Στη συνέχεια τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας θα ενταχθούν στο σερβικό κράτος, έως το 1340, οπότε καταλαμβάνονται από τους Οθωμανούς.
Οθωμανική εποχή
Το ελληνικό στοιχείο θα ενισχυθεί τόσο στο Νότο όσο και στις περιοχές του Εύξεινου Πόντου.
Θα είναι το κυρίαρχο οικονομικά και πληθυσμιακά στοιχείο στις περιοχές αυτές, ενώ στο εσωτερικό θα κυριαρχούν οι βουλγαρόφωνοι αγροτικοί πληθυσμοί.
Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων στις βουλγαρικές περιοχές θα συμβεί με την έναρξη των μεγάλων μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που θα μείνουν γνωστές στην ιστορία με την ονομασία Τανζιμάτ.
Τότε, πλάι στις παλιές συντεχνίες θα διαμορφωθούν ισχυρά ελληνικά αστικά στρώματα. Όμως η έναρξη της διαδικασίας αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα σφραγίσει και αυτή τη γεωγραφικήπεριοχή.
Η υποχώρηση της παλιάς ενιαίας υπερεθνικής θρησκευτικής ταυτότητας προς όφελος των νέων εθνικών ταυτοτήτων, θα διαιρέσει τους παλαιούς πληθυσμούς που ανήκουν στο μιλέτ των ορθόδοξων και υπάγονταν στο ελληνόφωνο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Ως απότοκος αυτής της διαδικασίας, που άρχισε με τη εμφάνιση της ελληνικής και σερβικής εθνικής ιδεολογίας, θα εμφανιστεί και η βουλγαρική ιδεολογία.
Οι Βούλγαροι εθνικιστές θα προσπαθήσουν να εμφυσήσουν την εθνική συνείδηση στους βουλγαρόφωνους πληθυσμούς καλλιεργώντας ένα αντιπατριαρχικό κλίμα, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σκληρού ανταγωνισμού προς τους Έλληνες.
Το 1870 δημιουργείται η Αυτόνομη Βουλγαρική Εκκλησία που έγινε γνωστή ως «Εξαρχία».
Έκτοτε αρχίζει ένας ανταγωνισμός μεταξύ των Βουλγάρων και των Ελλήνων της Βουλγαρίας, που θα οδηγήσει σε όξυνση της εθνικές σχέσεις. Το πρώτο θύμα θα είναι η εκπαίδευση και η προσπάθεια που είχε ήδη ξεκινήσει για δημιουργία μεικτών ελληνοβουλγαρικών σχολείων στε πόλεις με μικτό πληθυσμό.
Η βουλγαρική ανεξαρτησία οφείλεται στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878), όταν οι Ρώσοι, μετά από έναν νικηφόρο πόλεμο υποχρεώνουν την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία να υπογράψει στο προάστιο Άγιος Στέφανος της Κωνσταντινούπολης την ομώνυμη συνθήκη με την οποία δημιουργούταν ένα μεγάλο βουλγαρικό κράτος που αρχίζοντας από την Καστοριά, περιλάμβανε όλη τη Μακεδονία, εκτός από τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική- και έφτανε έως τον Εύξεινο Πόντο και τον Δούναβη.
Η Συνθήκη αυτή που υπήρξε απόρροια της φιλοβουλγαρικής στροφής της ρωσικής διπλωματίας, αναθεωρήθηκε την ίδια χρονιά με το Συνέδριο του Βερολίνου.
Η Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου διαιρέθηκε σε τρία μέρη.
Η Μακεδονία αποδόθηκε στους Οθωμανούς,
η Ανατολική Ρωμυλία έγινε αυτόνομη οθωμανική επαρχία με χριστιανό ηγεμόνα
ενώ η Βόρεια Βουλγαρία έγινε βουλγαρικό πριγκηπάτο,
φόρου υποτελές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Ανατολική Ρωμυλία
Η Συνθήκη του Βερολίνου προέβλεπε ότι θα επιλεγόταν από τις μεγάλες Δυνάμεις και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ο χριστιανός κυβερνήτης της Αν. Ρωμυλίας, της οποίας η πρωτεύουσα θα ήταν η Φιλιππούπολη (Πλοβντιβ).
Προέβλεπε επίσης ότι θα δημιουργούνταν τοπική εθνοφρουρά που θα διασφάλιζε την τάξη.
Πρώτος χριστιανός κυβερνήτης ορίστηκε ο πρίγκηπας Αλέξανδρος της Βουλγαρίας.
Στις 6 Σεπτεμβρίου σημειώθηκε βουλγαρικό εθνικιστικό κίνημα με τη σύμφωνη γνώμη του Αλέξανδρου, το οποίο κήρυξε την ένωση με το Πριγκηπάτο της Βουλγαρίας. Η Ρωσία, σε αντίθεση με την Υψηλή Πύλη, εκδήλωσε την αντίθεσή της σ’ αυτήν την εξέλιξη. Με διαταγή του Τσάρου αποχώρησαν όλοι οι Ρώσοι αξιωματικοί και σύμβουλοι του βουλγαρικού στρατού.
Έντονα διαμαρτυρήθηκαν η Ελλάδα και η Σερβία.
Η ελληνική κυβέρνηση διέταξε και επιστράτευση, αλλά ήταν μακρυά από τις εξελίξεις για να μπορέσει να αντιδράσει ουσιαστικά. Η Σερβία που διεκδικούσε ένα τμήμα της Ανατολικής Ρωμυλίας ηττήθηκε το Νοέμβριο του 1885 από τα βουλγαρικά στρατεύματα στη μάχη της Σλίβνιτσα. Τα τελικά σύνορα τα καθόρισε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου στις (Μάρτιος 1886).
Έκτοτε η Ανατολική Ρωμυλία εντάχθηκε οριστικά στο βουλγαρικό κράτος.
α) στο λεκανοπέδιο του Άνω Έβρου, όπου οι πόλεις Φιλιππούπολη (Plovdiv), Στενήμαχος (Asenovgrad), Χάσκιοϊ (Haskovo), Τατάρ-Παζαρτζίκ (Pazartzik), Περιστερά (Pestera), και άλλες μικρές κοινότητες με ελληνικό πληθυσμό,
β) στο λεκανοπέδιο του Κάτω Τόντζου, όπου και η επαρχία Καβακλή (Topolovgrad) με έντεκα ελληνικά χωριά και
γ) στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, στις πόλεις Αγχίαλο (Pomorie), Σωζόπολη (Sozopol), Mεσήμβρια (Nesebar), Πύργο (Burgas), Αγαθούπολη (Ahtopol).
Οι Έλληνες αναπτύσσουν σημαντικά τις κοινοτικές τους δομές και ενεργοποιούνται πολιτιστικά, ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ιδρύονται φιλολογικοί, φιλεκπαιδευτικοί, φιλανθρωπικοί σύλλογοι, δημιουργούνται σχολεία, κοινωφελή καταστήματα, βιβλιοθήκες. Εκδίδονται και κυκλοφορούν εφημερίδες.
Η ραγδαία οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη των Ελλήνων οδήγησε στη μεγάλη εθνική τους διαφοροποίηση από τους σύνοικους λαούς.
Η Φιλιππούπολη, που αποτελεί το μητροπολιτικό πνευματικό κέντρο των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας, είχε ελληνικό σχολείο από τις αρχές του 18ου αιώνα.
Η«Κεντρική Ελληνική Σχολή» της Φιλιππούπολης ιδρύθηκε το 1726 και αναδιοργανώθηκε το 1780.
Στη Στενήμαχο, που αποτελεί μεγάλο ελληνικό αστικό κέντρο σχολείο δημιουργείται από το 1821 ενώ στα παράλια του Εύξεινου Πόντου οργανωμένα σχολεία συναντιούνται στις πόλεις της Αγχιάλου, της Σωζόπολης, της Μεσημβρίας και της πόλης του Πύργου.
Την ανάπτυξη της ελληνικής εκπαίδευσης στη Βουλγαρία υποστηρίζουν ελληνικοί σύλλογοι της Κωνσταντινούπολης όπως ο «Ελληνικός Φιλολογικός», ο «Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός», η «Εκπαιδευτική και Φιλανθρωπική Αδελφότης». Μικρότερη δράση είχε και ο αθηναϊκός «Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων».
Με τη δημιουργία της αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας, την όξυνση των εθνικών ανταγωνισμών και την παρουσία ενός επιθετικού και σκληρού βουλγαρικού εθνικισμού, παρατηρείται μια συσπείρωση του ελληνικού στοιχείου γύρω από την εκπαίδευση.
Ελληνικά σχολεία ιδρύονται και στις πιο μικρές ελληνικές κοινότητες.
Μεγάλη ανάπτυξη έχει και η εκπαίδευση των γυναικών με μια αυτοτελή γυναικεία εκπαίδευση. Η Κοτζαγεώργη αναφέρει ότι στη δεκαετία του 1860 υπήρχαν ήδη έξη παρθεναγωγεία. Από τη δεκαετία του 1870 άρχισε να γενικεύεται η εκπαίδευση των κοριτσιών και να διευρύνεται σε μεγαλύτερο κοινωνικό κύκλο.
H μοίρα των ελληνικών κοινοτήτων της Βουλγαρίας κρίθηκε κυρίως στο πλαίσιο της εμφάνισης του βουλγαρικού εθνικού κινήματος, το οποίο εξαρχής προσπάθησε να μειώσει την επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις σλαβόφωνες περιοχές.
Ο βουλγαρικός εθνικισμός διεκδίκησε την ιδεολογική κυριαρχία απομονώνοντας τις σλαβόφωνες μάζες του ορθόδοξου μιλέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον φυσικό τους ηγέτη.
Και όπως είχαν διευθετηθεί τα ζητήματα αυτά μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, φυσικός θρησκευτικός ηγέτης όλων των ορθόδοξων πληθυσμών ήταν το ελληνόφωνο Πατριαρχείο. Η αποσάρθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των δομών που είχε ορίσει οδήγησαν σε σκληρές συγκρούσεις με όχημα τους εθνικισμούς που εμφανίστηκαν σε όλα τα χριστιανικά έθνη που διεκδικούσαν την απελευθέρωσή τους από την Υψηλή Πύλη. Στην περίπτωση όμως της Βουλγαρίας, η ισχυρή παρουσία των ελληνικών κοινοτήτων και η διασύνδεσή τους με την πνευματική κυριαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου οδήγησε σε ακρότητες τους Βούλγαρους εθνικιστές.
Χαρακτηριστικά είναι τα γεγονότα που συνέβησαν στη Βάρνα κατά τον Ιούνιο του 1906, όταν επιχειρήθηκε να έρθει στην πόλη ο νέος μητροπολίτης.
Ο Ευθυμιάδης περιγράφει το γεγονός:
«…κατά την δευτέραν άφιξιν εις την Βάρναν του Έλληνος Μητροπολίτου Νεοφύτου, υπεδέχθη κατά τον πλέον φαρισαϊκόν τρόπον και παρέλαβεν εκ του ατμοπλοίου τον αφιχθέντα εις Βάρναν δια δευτέραν φοράν Έλληνα αρχιερέα εκπρόσωπος της βουλγαρικής κυβερνήσεως, ενώ τα μίσθαρνα όργανά της, ωπλισμένα με περίστροφα και ρόπαλα, ανέμενον εις την αποβάθραν της πόλεως το θύμα των και μόλις εδόθη το σύνθημα υπό του Επάρχου Βάρνης με εκ των προτέρων ορισθείσα κίνησιν της χειρός του ήρχισεν λυσσωδώς ο λιθοβολισμός του Μητροπολίτου Νεοφύτου.
Ο λιθοβολούμενος ιεράρχης ματαίως διαμαρτύρεται και ζητεί την βοήθειαν και την προστασίαν των παρισταμένων εις την υποδοχήν του βουλγαρικών Αρχών, αι οποίαι τουναντίον, προυστάτευον με την βουλγαρικήν αστυνομίαν τους λιθοβολούντας τον Έλληνα Μητροπολίτην Βουλγάρους, δια να περατώσουν απερίσπαστοι και με την άνεσίν των το σκηνοθετημένον έγκλημά των.
Τελικώς μετά το πλήγμα με μεγάλον λίθον εις το στήθος του, έπεσε λιπόθυμος ο λιθοβολούμενος Ιεράρχης και μετεφέρθη αναίσθητος και καθημαγμένος εκ των πολλών πληγμάτων εις το ατμόπλοιο , το οποίον τον επανέφερε αιμόφυρτον και εις οικτράν κατάστασιν εις την Κωνσταντινούπολη…. Αποθρασυθέντες έτι μάλλον… επεδόθησαν εις την εκτέλεσιν του δεύτερου μέρους του προγράμματος βανδαλισμών και θηριωδιών των κατά των Ελλήνων κατοίκων της Βάρνης, οι οποίοι ανύποπτοι είχον προσέλθει ει τον λιμένα της πόλεως δια να υποδεχτούν … τον Νεόφυτον και οι οποίοι εδάρησαν και ποικιλοτρόπως εκακοποιήθησαν υπό του μαινόμενου βουλγαρικού όχλου, ο οποίος ώρμησεν εν συνεχεία με μανίαν εις την Ελληνικήν Συνοικίαν της πόλεως και έθραυσε με λίθους τα παράθυρα των Ελληνικών Ιερών Ναών, του Ελληνικού Προεξενείου και των ελληνικών καταστημάτων και οικιών….»
Παρόμοια γεγονότα συνέβησαν στις περισσότερες πόλεις και χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας που κατοικούσαν Έλληνες με πογκρόμ και κατασχέσεις των Ελληνικών εκκλησιών και των κοινοτικών κτιρίων.
Την κατάσταση όξυνε περαιτέρω η σύγκρουσης Ελλάδας-Βουλγαρίας για την κυριαρχία στις οθωμανικές περιοχές της Μακεδονίας.
Η έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα σηματοδότησε την ακόμα μεγαλύτερη σκλήρυνση της βουλγαρικής στάσης κατά των ελληνικών κοινοτήτων της Βουλγαρίας.
Το συσχετισμό Μακεδονικού Αγώνα και αντεκδικήσεις στην Ανατολική Ρωμυλία αντελήφθηκαν και κάποιοι ξένοι μελετητές όπως ο Allen Upward, ο οποίος στη μελέτη του υπό τον τίτλο:
«Το ανατολικό άκρο της Ευρώπης» αναφέρει: «…Εκεί οι ελληνικές πόλεις, που παραδόθηκαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου στη Βουλγαρία λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν.
Οι κάτοικοί τους δεινοπάθησαν και εσφάγησαν ακόμα από τους βούλγραους, ως εκδίκηση για το φραγμό που τέθηκε στους κομιτατζήδες από τα ελληνικά σώματα που οργανώθηκαν και στάλθηκαν για το σκοπό αυτό στη Μακεδονία…»
Τα γεγονότα της Αγχιάλου
Η επαρχία αυτή ήταν η μόνη όπου το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε των Βουλγάρων.
Ακόμα και μετά τα δραματικά γεγονότα του 1906 και τη μετανάστευση που ακολούθησε, ο ελληνικός πληθυσμός παρέμεινε σε ποσοστά της τάξης του 25%.
Η σειρά της Αγχιάλου ήρθε μετά τα πογκρόμ κατά των ελληνικών κοινοτήτων της Βάρνας, του Πύργου, της Φιλιππούπολης, της Στενημάχου κ.ά.
Οι κάτοικοι της Αγχιάλου βλέποντας την απραξία αν όχι και τη συνέργεια των βουλγαρικών αρχών στις ακρότητες των παρακρατικών στοιχείων, συγκρότησαν μόνοι την άμυνα της πόλης τους.
Η επίθεση κατά της πόλης οργανώθηκε από τις επίσημες αρχές, ενώ τμήματα του τακτικού στρατού κατέλαβαν σημαντικά σημεία πριν της πόλης, για να αποτρέψουν την ένοπλη αντίσταση των κατοίκων στους εισβολείς.
Παράλληλα ειδοποιήθηκαν οι βουλγαρικές οικογένειες που ζούσαν στην Αγχίαλο να εγκαταλείψουν την πόλη.
Στις 30 Ιουλίου άρχισε η επίθεση των οργανωμένων κομιτατζήδων με τη συνδρομή των τακτικών τμημάτων του στρατού.
Η αρχική προέλαση και η πυρπόληση της Ελληνικής Εκκλησίας και μέρους της Ελληνικής Συνοικίας, σταμάτησε από τους ένοπλους Αγχιαλίτες.
Η παρέμβαση της έφιππης βουλγαρικής αστυνομίας και νέων πάνοπλων τμημάτων κομιτατζήδων από τον γειτονικό Πύργο έκριναν την έκβαση της μάχης. Κατέστρεψαν ολοσχερώς την πόλη ενώ κακοποίησαν τα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στην παραλία της Αγχιάλου.
Υπολογίζεται ότι καταστράφηκαν περί τις 1200 οικίες και το συνολικό κόστος ανήλθε σε 50 εκατομμύρια χρυσά φράγκα.
Σκοτώθηκαν 250 Έλληνες κάτοικοι της Αγχιάλου ενώ δεν υπολογίστηκε ποτέ ο αριθμός των ατόμων που έχασαν τη ζωή τους μέσα στη φλεγόμενη πόλη.
Τα πληθυσμιακά μεγέθη
Ακριβείς μελέτες για τους Έλληνες της Βουλγαρίας δεν υπάρχουν. Δίνονται πολύ διαφορετικά μεταξύ τους νούμερα τα οποία κυμαίνονται μεταξύ 80.000 και 250.000. Μια πιο ψύχραιμη και ρεαλιστική εκτίμηση φαίνεται ότι κάνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο αναφέρει ότι στην κρίσιμη φάση του 1906 στην περιοχή ζούσαν 100.000 περίπου Έλληνες.
Σε μια αξιόπιστη μελέτη με τον τίτλο «Η προ των καταστροφών δύναμις του ελληνισμού εν Αν. Ρωμυλία» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελληνισμός» το 1908, ο αριθμός των Ελλήνων που κατοικούσαν στην Νότια Βουλγαρία υπολογίζεται σε 94-97.000.
Στον αριθμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται ο αριθμός των Ελλήνων που κατοικούσαν στη Βόρεια Βουλγαρία.
Η Ξανθίππη Κοτζαγεώργη υπολογίζει ότι το 1900 ο πραγματικός αριθμός των Ελλήνων της Νότιας Βουλγαρίας είναι 80.000.
Στον αριθμό αυτό περιλαμβάνονται και 7.500 περίπου τουρκόφωνοι Γκαγκαούζοι ελληνικής εθνικής συνείδησης.
Ο συνολικός αυτός αριθμός πλησιάζει στις εκτιμήσεις τον αριθμό των 81.923 που δίνει το 1903 ο Ν. Φουντούλης, Έλληνας πρόξενος στη Φιλιππούπολη.
Μετά τα γεγονότα του 1906 παρατηρήθηκε αναχώρηση ενός αριθμού Ελλήνων από τη Βουλγαρία.
Επίσης περιορισμένο κύμα μετανάστευσης προκάλεσαν κάποια καταπιεστικά μέτρα που πάρθηκαν από τις βουλγαρικές αρχές μετά την ήττα της Βουλγαρίας στο Β’ Βαλκανικό πόλεμο.
Στην Έξοδο συνέβαλε η απαγόρευση της Ελληνικής Εκκλησίας μετά το 1914 καθώς και τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν κατά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η κορύφωση της εξόδου θα συμβεί μετά την υπογραφή της Σύμβασης του Νεϊγί για την Ανταλλαγή των πληθυσμών. Η Ξανθίππη Κοτζαγεώργη υπολογίζει σε 37.000 τους Έλληνες που εγκατέλειψαν τις εστίες τους στη Βουλγαρία. Σ’ αυτούς δεν προσμετρώνται όσοι έφυγαν για άλλες χώρες.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τα στοιχεία της Μεικτής Επιτροπής που ήταν υπεύθυνη για την Ανταλλαγή των πληθυσμών φαίνεται ότι συνολικά 62.109 Έλληνες αναχώρησαν από τη Βουλγαρία από το 1906.
Με την τελευταία επίσημη απογραφή πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καταγράφονται 10.000 Έλληνες στη Βουλγαρία, στους οποίους όμως δεν προσμετρούνταν οι Σαρακατσάνοι και οι Γκαγκαούζοι. Το 1942, κατά τη διάρκεια του πολέμου η Βουλγαρική κυβέρνηση θέσπισε νόμο με τον οποίο δεν αναγνωριζόταν πλέον ούτε η ελληνική ιθαγένεια, ούτε και η ελληνική υπηκοότητα στους Έλληνες της Βουλγαρίας. Μεταπολεμικά, ως μόνοι Έλληνες αναγνωρίζονταν οι πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου, οι οποίοι όμως δεν είχαν καμιά ιστορική σχέση με τις παλιές γηγενείς ελληνικές κονότητες της Βουλγαρίας.
«Με δεδομένη την οξεία εθνική αντιπαράθεση Ελλήνων και Βουλγάρων κατά τη διάρκεια όλης της εξεταζόμενης χρονικής περιόδου, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα συστηματικής παραποίησης των στοιχείων των απογραφομένων προσώπων εκ μέρους των απογραφέων ή της ειδικής στατιστικής υπηρεσίας που τα επεξεργάστηκε και αυτό για καθαρά πολιτικούς λόγους που εξυπηρετούσαν την κρατική πολιτική αφομοίωσης των μειονοτήτων στη Βουλγαρία και τη μείωση στο ελάχιστο της πιθανότητας για την έγερση διεκδικήσεων από τη γειτονική Ελλάδα με αφορμή την παρουσία ελληνικής μειονότητας στο έδαφος της Βουλγαρίας.»
Σήμερα
Ο Στ. Γεωργούλης στην παρουσίαση του τόμου “Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα τον περιφερειακού ελληνισμού”, αναφέρει:
«ο πανάρχαιος Ελληνισμός της Βουλγαρίας, υπέστη συστηματική εξόντωση από τους φορείς του Βουλγαρικού εθνοφυλετισμού, με αποκορύφωμα την πυρπόληση της Αγχιάλου το 1906.
Τα δραστικά καταπιεστικά και αφομοιωτικά μέσα που μετήλθε η Βουλγαρική Κυβέρνηση κατά το εξεταζόμενο διάστημα, παρόλο ότι οδήγησαν τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων σε μαζική έξοδο προς την Ελλάδα, δεν κατάφεραν ωστόσο να αφανίσουν πλήρως τον ελληνισμό από την περιοχή, καταρρίπτοντας την επίσημη άποψη, ότι οι Έλληνες της Βουλγαρίας έχουν ανταλλαγεί μέχρι ενός.
Σήμερα ο συρρικνωμένος αυτός και άλλοτε δραστήριος ελληνισμός επαναδραστηριοποιείται και πάλι…»
Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τον ακριβή αριθμό των ελληνικής καταγωγής πολιτών της σημερινής Βουλγαρίας.
Οι ίδιοι που δραστηριοποιούνται πολιτιστικά με συλλόγους ελληνο-βουλγαρικής φιλίας εκτιμούν ότι στη Βουλγαρία σήμερα διαμένουν περί τους 25.000 Έλληνες.
Σε μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση στο διαδίκτυο για το σήμερα της Ανατολικής Ρωμυλίας, ο Ν. Κατσιλιώτης γράφει:
«Φιλιππούπολη, Βάρνα, Αγχίαλος είναι κομμάτια της Ανατολικής Ρωμυλίας που αγωνίζεται σκληρά για να κερδίσει την αντίξοη μάχη για την επιβίωση και παραμένει για τον μέσο `Ελληνα πολίτη μια ομιχλώδη αίσθηση βυζαντινής παράδοσης.
Ξαφνικά στην δεκαετία του 1990,με την πτώση του κομμουνισμού, ξεπεράσαμε ένα μακροχρόνιο σόκ αμνησίας, θυμηθήκαμε τους `Ελληνες της Αν.Ρωμυλίας οι οποίοι παρά τις πιέσεις των βουλγαρικών σωβινιστικών οργανώσεων κράτησαν την ελληνική τους ταυτότητα κάτι που φαίνεται από την μουσική και την λαϊκή λογοτεχνία.
Εντυπωσιακές ήταν οι πρωτοβουλίες των ιδιωτών οι οποίοι με τις επενδύσεις τους στην περιοχή απέδειξαν στην διεθνή κοινή γνώμη ότι ενδιαφέρεται να βοηθήσει τον ελληνισμό της περιοχής να βγεί από την αφάνεια και να αποκτήσει το δικό του μερίδιο στην πολιτισμική και οικονομική ζωή των δρώμενων της βουλγαρικής κοινωνίας.
Το ελληνικό κράτος έχει να αντιμετωπίσει την εχθρικότητα των τουρκογενών ντόπιων ισλαμιστών, τη διείσδυση το Τουρκικού κράτους και το κυνικό διπλωματικό πόκερ των Μεγάλων Δυνάμεων.»
Μια φωνή από τους Έλληνες της Βουλγαρίας
Μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση στη Συνδιάσκεψη της Νεολαίας του Απόδημου Ελληνισμού της Ευρώπης, (Φρανκφούρτη, 12 Δεκεμβρίου 1998) του Ανδρέα Δρόντζου, ως Εκπρόσωπος της Νεολαίας του Συλλόγου Ελλήνων Βουλγαρίας«Δημοκρατική Οργάνωση Μόρφωσης και Εκπαίδευσης», αποδεικνύει ότι το παλιό χάσμα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων με τους παλιούς γηγενείς Έλληνες της Βουλγαρίας έχει ξεπεραστεί και πλέον μαζί αντιμετωπίζουν τις νέες προκλήσεις:
«Παλιά, οι Έλληνες στην Βουλγαρία ήμασταν πολύ περισσότεροι και δεν γνωρίζαμε ούτε το άγχος, ούτε την ανεργία, ούτε την ανέχεια. Εν συντομία, αναφέρω μερικά στοιχεία, κατά διάφορες περιόδους, στα πλαίσια της ΔΟΜΕ (Δημοκρατική Οργάνωση Μόρφωσης και Εκπαίδευσης) που λειτούργησαν: 12 χορωδιακά συγκροτήματα, 13 χορευτικά συγκροτήματα, 9 ορχήστρες, 7 φωνητικοί όμιλοι, 5 θεατρικοί όμιλοι, 14 παιδικές χορωδίες, 12 παιδικά χορευτικά συγκροτήματα, 7 παιδικές μαντολινάτες, 10 ποδοσφαιρικές ομάδες. Επίσης, υπήρχε υποχρεωτική εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, με απόφαση του υπουργείου Παιδείας, τρία καλλιτεχνικά φεστιβάλ και παιδικές κατασκηνώσεις, κάθε καλοκαίρι. (σ.τ.σ εννοεί δραστηριότητες που τότε αφορούσαν τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες). Αυτά και άλλα πολλά, που μονομιάς εξαφανίστηκαν, τα χάσαμε.
Από το 1982 αρχίζει το δράμα μας.
Καταργήθηκαν τα πάντα.
Μείναμε χωρίς λέσχες. Ταλαιπωρίες πάρα πολλές. Δεν περιγράφονται. 9 ολόκληρα χρόνια, χωρίς καμία οργανωτική ζωή, χωρίς καμιά επαφή με τον κόσμο μας. Κανείς από τους μεγάλους δεν ήθελε να ακούσει για επαναλειτουργία της οργάνωσής μας. Κι όμως ο «Ελληνας», όπου και να βρεθεί, δε σταματά να παλεύει, να δημιουργεί.
Επιτέλους, στις 10 Ιουλίου 1991, μετά από τρεις παρουσιάσεις μας στο Δικαστήριο της Σόφιας, επίσημα αναγνωριστήκαμε ως Σύλλογος Ελλήνων Βουλγαρίας ΟΜΕ, σύμφωνα με το άρθρο 136, του νόμου περί της προσωπικότητας και της οικογένειας, ως σύλλογος μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Σκοπός του συλλόγου: να διατηρεί και να εκλαϊκεύει τις λαϊκές παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα του Ελληνικού λαού, να γνωστοποιεί στα μέλη του, στα μέλη και τις οικογένειές τους, τις πολιτιστικές και πνευματικές αξίες της Πατρίδας.
Πριν τρία χρόνια, ξεκινήσαμε τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας, με συμμετοχή 40 μαθητών. Τη σχολική χρονιά 1997-1998, τα μαθήματα παρακολούθησαν πάνω από 180 μαθητές. Πριν δύο χρόνια δημιουργήσαμε το χορευτικό μας συγκρότημα με 40 μέλη. Διδάσκονται παραδοσιακοί χοροί απ’ όλες τις εθνογραφικές περιοχές της Ελλάδας. Ήδη δώσαμε τις πρώτες παραστάσεις στην Καβάλα, στη Δράμα και στη Σόφια. Στις 22-23 Σεπτεμβρίου 1997, ένα μέρος του χορευτικού συγκροτήματος έλαβε μέρος στο 1ο καλλιτεχνικό φεστιβάλ του Ελληνισμού της Διασποράς, στο Ηρώδειο, στην Αθήνα, όπου, σύμφωνα με τους διοργανωτές του, άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Κάθε χρόνο, στις 25 Μαρτίου, γιορτάζουμε την Εθνική μας Γιορτή, το Αθάνατο ’21.…. Σήμερα, κάθε παιδί από το σύλλογό μας που τελειώνει το γυμνάσιο ή πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει το θέμα εργασίας. Ο νέος δύσκολα βρίσκει δουλειά, διότι η ανεργία, σήμερα, στη Βουλγαρία είναι μεγάλη. Πάνω από 800.000 έχουν εγκαταλείψει την πατρίδα τους. Πάνω από 450.000 είναι οι άνεργοι. Πολλά από τα παιδιά του Συλλόγου μας – άλλα επίσημα, άλλα ανεπίσημα – κατεβαίνουν στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες. Ειδικά στη Σόφια, έχουν εγκατασταθεί αρκετοί Έλληνες επιχειρηματίες, καταστηματάρχες, έχουν ανοίξει επιχειρήσεις, μαγαζιά.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εμείς οι νέοι Έλληνες στη Βουλγαρία, δυστυχώς, είναι πάρα πολύ καυτά. Τα περισσότερα παιδιά στην ηλικία μου είναι παιδιά τρίτης γενιάς. Η πλειοψηφία από αυτά τα παιδιά είναι παιδιά μικτού γάμου. Η οικονομική κρίση και η ανεργία στη χώρα που διαμένουμε, καταλαβαίνετε ακόμα, ότι απομακρύνουν τα παιδιά από τις ρίζες τους και από τα ελληνικά έθιμα….»
- K. Jirecek, Geschichte der Bulgaren (1876).
- Guérin Songeon, Histoire de la Bulgarie (1913).
- V. Antonoff, Bulgarien von Beginn seines staatlichen Bestehen bis auf unsere zeit 679-1917, Berlin 1917.
- V. Zlatarski, Geschichte der Bulgaren, Leipzig 1917-1918.
- F. Dvornik, Les slaves, Byzance et Rome, Paris 1926.
- F. Dvornik, The Making of Central and Eastern Europe, London 1949.
- L. Niederle, Manuel de l’ antiquité Slave, Paris 1923, 1926.
- S. Runcimann, A History of the First Bulgarian Empire, London 1930.
- Ch. Gerard, Les Bulgares de la Volga et les Slaves du Danube, Paris 1939.
- P. Speck, ” Zur datierung des sogenaunten Paradeisos”, Byzantinische Zeitschrift, Volume 58, Issue 2
- Ostrogorsky, Histoire de l’ État Byzantin, Paris 1956.
- Κ. Αμάντος, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Β΄ 1957.
- Άτλας την ελληνικής Διασποράς, επιμ. Βλάσης Αγτζίδης, Αθήνα, εκδ. Αλέξανδρος, 1995.
- Κωσταντίνος Βακαλόπουλος, Σύγχρονα εθνολογικά όρια του ελληνισμού στα Βαλκάνια, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1994.
- Δ. Κ. Βογαζλής, Το σχίσμα και οι Γραικομάνοι της Θράκης και της Μακεδονίας (Ιστορική, λαογραφική και πολιτικοκοινωνική μελέτη. Αρχείο Θρακικών, Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. Εταιρεία Θρακικών Μελετών, αρ. 44, Αθήνα 1955.
- Δημήτρης Γαρούφας, Οι Σαρακατσάνοι ομογενείς μας στη Βουλγαρία και την περιοχή τωνΣκοπίων, θεσσαλονίκη, εκδ. Κυριακίδη, 1992.
- Άγγελος Γερμίδης, Χαμένες ελληνικές εστίες της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η Αγχίαλος και η περιοχή της, ανέκδοτο χειρόγραφο με ημερομηνία 1973.
- Εμμ. Γρηγορίου, Έλληνες και Βούλγαροι, Θεσσαλονίκη 1954.
- Νικολ. Δηματάκης, Η Νότιος Βουλγαρία, 1933.
- Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα τον περιφερειακού ελληνισμού, Θεσσαλονίκη, έκδ. Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου-Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλογων Ανατολικής Ρωμυλίας Θεσσαλονίκη,, 1999.
- Aπόστολος Π. Ευθυμιάδης, Η συμβολή της Θράκης εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του έθνους (από το 1361 μέχρι του 1920),Αλεξανδρούπολη, 2002
- Δ. Α. Ζακυθηνός, La Grece et les Balkans, 1947.
- Ιωάννης Ζαμπάρτας, Η Θράκη των Ελλήνων Θρηίκων, έκδοση Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, Αθήνα, 2000.
- Αθ. Ε. Καραθανάσης, (επιμ.) Θράκη, εκδ. Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη, 1993.
- Ξανθίππη Κοτζαγεώργη, «Χαρακτήρας και είδος της εκπαίδευσης του περιφερειακού ελληνισμού: Τα ελληνικά σχολεία στην Αν. Ρωμυλία (Νότιο Βουλγαρία), αρχές 19ου αι-1885), περ. Βαλκανικά Σύμμεικτα, τεύχ. 7, έκδ. ΙΜΧΑ, 1995, σελ. 61-112.
- Της ιδίας, «Η ανθρωπογεωγραφία και τα εθνικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων της Βουλγαρίας 1888-1934. Το στοιχεία των βουλγαρικών απογραφών και ο έλεγχος της αξιοπιστίας τους», περ. Βαλκανικά Σύμμεικτα, τεύχ. 9, ό.π. σελ. 119-209.
- Νεοκλ. Καζάζης, Ο Ελληνισμός εν Χερσονήσω του Αίμου, εντυπώσειςταξιδίου, σ. 37-360, 1899.
- Κ. Δ. Καλοκύρης, Προέλευση βυζαντινών μνημείων του γεωγραφικού. χώρου της Μακεδονίας, Σερβίας και Βουλγαρίας, Θεσσαλονίκη 1968.
- Στυλ. Κυριακίδης, Τα Βόρεια εθνολογικά όρια του Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1946.
- Αλ. Κύρου, Οι Βαλκ. γείτονές μας, σ. 85-132, 1962.
- Μαργ. Κωνσταντινίδης, Η Μεσημβρία παρ’ Ευξείνω.
- Θεοδ. Μαυρομάτης, Οι Έλληνες στη σύγχρονη Βουλγαρία (1878-1908),1966.
- Δράκος Κ. Μαυρομμάτης, Η Αγχίαλος μες’ από τις φλόγες, Αθήνα, 1930
- Κοσμάς Μυρτίλος, Ιστορία της Φιλιππουπόλεως, 1958.
- Χριστοφ. Νάλτσας, Η Ανατολική Ρωμυλία, 1963.
- Πολ. Παπαχριστοδούλου, Η καταστροφή του Βορειοθρακικού Ελληνισμού.
- Του ιδίου, Οι Πομάκοι, 1958.
- Έλλην Σκοπετέα, « Οι Έλληνες και οι εχθροί τους», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τομ. Α2, Αθήνα, εκδ. Βιβλιόραμα,
- Σπυρίδων Σφέτας, «Οι ανθελληνικοί διωγμοί στην Ανατολική Ρωμυλία κατά το έτος 1906 στα πλαίσια της βουλγαρικής κρατικής πολιτικής», περ. Βαλκανικά Σύμμεικτα, τεύχ. 5-6, σελ. 75-91.
- Αρετή Τούντα-Φεργάδη, Ελληνο-βουλγαρικές μειονότητες, Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ 19125-1925, Θεσσαλονίκη, 1986.
- Ν.Κ. Τριανταφύλλου, Παγκόσμιος Ελληνοδείκτης, Πάτρα 1972.
- Κ. Βάρναλης, Φιλολογικά Απομνημονεύματα, εκδ. «Κέδρος», 1980.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου