Αλέξανδρος Α΄ Μακεδών (532 - 454 π. X.) |
Olivier Picard
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ
50 ΧΡΟΝΙΑ (1939-1989)
(οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)
Σέ μια παραδοσιακή ερώτηση στην Ελλάδα για την επινόηση του
νομίσματος, μια από τις πιο δημιουργικές εφευρέσεις της αρχαίας Ελλάδας, νομίζουμε ότι θα έχουμε απαντήσει
από τη
στιγμή πού θα προσδιορίσουμε τον πρώτο ευρετή.
Η ερώτηση όμως είναι
πολυσύνθετη:
από την κοπή των πρώτων νομισμάτων από ήλεκτρο, τόσο στις Σάρδεις όσο και στις
ιωνικές πόλεις, μέχρι τις ήδη πολύπλοκες και ανεπτυγμένες νομισματικές
συναλλαγές, τις όποιες πιστοποιούμε τον 4ο αιώνα στην Αθήνα η επί Αλέξανδρου,
τοποθετείται μια σειρά από διαδοχικές
εφευρέσεις πού πραγματοποιήθηκαν σέ διάφορες πόλεις.
Η Μακεδονία έπαιξε
σημαντικό ρόλο σ‘ αυτήν τη μακρά πορεία
και θα ήθελα, για τον εορτασμό της πεντηκονταετηρίδας της Εταιρείας
Μακεδονικών Σπουδών, να αναλύσω σήμερα μια από
αυτές τις μακεδονικές πρωτοτυπίες.
Η Μακεδονία, από
νομισματική άποψη, δεν είναι απλά το Μακεδονικό βασίλειο, όπως εμφανίζεται
στον κατάλογο από την εποχή του Αλέξανδρου του Α.
Είναι επίσης το σύνολο
των φύλων, πού συχνά ονομάζουμε Θρακομακεδόνες, καθώς και οι ελληνικές πόλεις
που ιδρυθήκαν κατά μήκος της ακτής .
Η
παρουσία πλούσιων μεταλλείων αργύρου στο όρος Παγγαίο, καθώς και σ’ όλες τις
παράκτιες οροσειρές ευνόησαν την
ανάπτυξη της νομισματοκοπίας, πού τοποθετείται στο τελευταίο τέταρτο του 6ου
αιώνα, σέ μια αβέβαιη ακόμα χρονολογία.
Έναν αιώνα αργότερα,
η Μακεδονία παίζει και πάλι σημαντικό
ρόλο
στην ανάπτυξη ενός καινούριου νομισματικού οργάνου,
του χάλκινου
νομίσματος.
Γνωρίζουμε ότι στις παρυφές του ελληνικού κόσμου, στα Βόρεια της
Μαύρης Θάλασσας και στη Σικελία, αρχίζει η κοπή του χάλκινου νομίσματος·
τα πρώτα
νομίσματα είναι πολύ βαριά,
κατόπιν το βάρος τους μειώνεται σιγά σιγά στη διάρκεια του 5ου αιώνα,
για να φθάσει το μέγεθος
που είναι γνωστό στον ελληνικό κόσμο του 4ου αιώνα.
Ο τύπος αυτός του νομίσματος δεν υιοθετήθηκε από τις πόλεις της κυρίως Ελλάδας πριν το τέλος
του 5ου αιώνα, αλλά ο χρόνος της πρώτης κοπής είναι συχνά δύσκολο να προσδιοριστεί.
στις ανασκαφές της Κορίνθου βρέθηκαν πρόσφατα χάλκινα νομίσματα της πόλης, με τον
Πήγασο και την τρίαινα, σε στρώμα του τέλους του 5ου αιώνα.
Η Κόρινθος, της οποίας γνωρίζουμε τούς δεσμούς με τον ελληνισμό
της Δύσης, μπόρεσε να παίξει ρόλο πρωτοποριακό στην εισαγωγή αυτής της νομισματοκοπίας
στην 'Ελλάδα .
Αυτά τα κέρματα ζυγίζουν μεταξύ 1,5 και 2,5 γραμμάρια και είναι ασφαλώς
χαλκά ή μικρότερη αξία ανέρχεται σέ 1/8 η 1/12 του όβολού:
στην Κόρινθο, όπου δεν
κόπηκαν καθόλου πολλαπλάσια, όπως και στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, τα πολλαπλάσια
των χαλκών εμφανίζονται σε μεταγενέστερη φάση.
Αλλά το παράδειγμα της Κορίνθου θα ακολουθήσουν με αργό
ρυθμό οι άλλες πόλεις, και ιδιαίτερα η Αθήνα.
Η Μακεδονία, αντίθετα, υιοθετεί αμέσως το νέο νόμισμα΄
και
εδώ η χρονολογία των πρώτων χάλκινων νομισμάτων των πόλεων παραμένει πολύ συχνά
άγνωστη- αυτό οφείλεται στην έλλειψη ακρίβειάς των στοιχείων την οποία
περιμένουμε από τις ανασκαφές.
Γνωρίζουμε ότι η αρχή κοπής χάλκινων νομισμάτων
στη Θάσο τοποθετείται στο 390, αλλά η πόλη αυτή δεν είναι απαραιτήτως η πρώτη
στην περιοχή.
Οπωσδήποτε τα λίγα χάλκινα νομίσματα με λεοντοκεφαλή στην
κύρια όψη και πρόσθιο ταύρου η κάπρου την πίσω όψη, δεν μπορούν να αποδοθούν
παρά στο βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο πού βασιλεύει από το 413 ως το 399.
Νόμισμα Αρχελάου |
Η χρονολογία του θανάτου του μάς δίνει ένα terminus ante
quem πολύ κοντά στη χρονολογία εμφάνισης των χάλκινων νομισμάτων της Κορίνθου.
Οι
διάδοχοί του ακολούθησαν το παράδειγμά του και έχουμε χάλκινα νομίσματα των
κυριότερων βασιλέων που αναφέρονται από
τη φιλολογική παράδοση πριν από
τον Φίλιππο:
Νόμισμα Παυσανία |
Νόμισμα Αμύντα Γ΄ |
Αέροπος (398/7-395/4),
Παυσανίας και
Αμύντας Β ' (394/3),
Αμύντας
Γ ' (393-370/69),
Αλέξανδρος Β ' 369-368/7) και
Περδίκκας Γ' (365-359).
Νόμισμα Περδίκα Γ΄ |
Επειδή
δεν υπάρχει corpus για τις μήτρες , μας είναι δύσκολο να υπολογίσουμε τον όγκο
αυτής της παραγωγής, αλλά ασφαλώς δεν ήταν αμελητέα.
Αυτά τα χάλκινα νομίσματα παρουσιάζουν δύο αξιόλογα
χαρακτηριστικά: την ποικιλία τύπων και
την εμφάνιση, από την αρχή,
των πολλαπλασίων.
Σε αντίθεση με τις ελληνικές πόλεις, από τις όποιες οι περισσότερες εκδίδουν μεγάλες
σειρές του ίδιου τύπου ποικίλλοντας λίγο την
παράσταση, σέ σχέση με το μέγεθος, κάθε βασιλιάς της Μακεδονίας υιοθετεί
δικό του τύπο στην κύρια όψη.
Οι περισσότεροι όμως χρησιμοποιούν πολλούς τύπους στην πίσω όψη
για το ίδιο μέγεθος, όπως δείχνει ο παρακάτω πίνακας των μεσαίων μεγεθών.
Αρχέλαος:........λεοντοκεφαλή .............. —
πρόσθιο ταύρου
............................................................................— πρόσθιο
κάπρου
Αέροπος:......... νεανική κεφαλή με πέτασο........— πρόσθιο κάπρου
............................................................................— καλπάζων
ίππος
...........................................................................— λέων πού
κρατάει ένα κόκκαλο στο στόμα του
...........................................................................— πρόσθιο
λέοντος πού πηδάει
Αμύντας Β':.... ακάλυπτη νεανική κεφαλή....... — περικεφαλαία
............................................................................—λύκος πού
κρατάει ένα κόκκαλο
............................................................................— πρόσθιο
λύκου πού πηδάει
Παυσανίας:...... νεανική κεφαλή με ταινία.......... — πρόσθιο κάπρου
..............................................................................— πρόσθιο
λέοντος
Αμύντας Γ':..... αγένειος κεφαλή Ηρακλή ............— τόξο και ρόπαλο
.....................................................(μικρό
μέγεθος) — κεφαλή κάπρου
Περδίκκας:.... κεφαλή Ηρακλή............................ —
λέων πού δαγκώνει ένα ακόντιο
...............................................................................— κερασφόρος
ταΰρος
..............................................................................— αετός
Δεύτερο χαρακτηριστικό, η μετρολογία αυτών των κερμάτων
είναι συγχρόνως εξαιρετικά πλούσια και δυσκολονόητη.
Διακρίνουμε καθαρά το
μικρό μέγεθος με διάμετρο 11 χιλιοστά πού ζυγίζει περίπου 1 γραμμάριο. αυτό το μέγεθος,
πού χρησιμοποιήθηκε σπάνια, είναι γνωστό από
δύο μόνο βασιλείς, τον Αρχέλαο και τον Αμύντα Γ΄.
Θα χρησιμοποιηθεί και πάλι από τον Φίλιππο Β , για τα μικρά
χάλκινα νομίσματα πού φέρουν κεφαλή Ηρακλή στην κύρια όψη και ρόπαλο στην πίσω
όψη, και αργότερα από τον Αλέξανδρο, ο όποιος προσθέτει τόξο και φαρέτρα στην
πίσω όψη.
Το βάρος και η διάμετρος αντιστοιχούν απόλυτα με το μικρότερο χάλκινο
νόμισμα στις περισσότερες πόλεις, π.χ.
στη Θάσο, αλλά είναι ελαφρότερα από
αυτά της Κορίνθου όπου τα χαλκά ζυγίζουν μεταξύ 1,5 και 2,25 γραμμάρια.
Στα χρόνια του Περδίκκα Γ ' (365-359) εμφανίζεται ένα βαρύ
κέρμα πού ζυγίζει 7-9,5 γραμμάρια με διάμετρο 18-20 χιλιοστά.
Πρέπει να
σημειώσουμε έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό με τη Θάσο: από το 360 περίπου, αυτή η πόλη αρχίζει να εκδίδει
κέρματα του ίδιου μεγέθους και πιστεύω ότι πρόκειται για ημιοβολούς , ενώ η U.
Westermark τούς θεωρεί οβολούς . Αυτό θα είναι το μέγεθος των περισσοτέρων
χάλκινων του Φιλίππου Β' και του Αλεξάνδρου.
Μεταξύ των δύο η κατάσταση είναι πιο πολύπλοκη: η U.
Westermark διακρίνει δύο μεγέθη, ένα μέτριο και ένα μεγάλο. το πρώτο πρέπει να
έχει διάμετρο 13-14 χιλιοστά και να ζυγίζει 2-3 γραμμάρια, ενώ η διάμετρος του
δευτέρου είναι 15-16 χιλιοστά με βάρος 4-4,5 γραμμάρια.
Η U. Westermark θεωρεί σαν μεσαία χάλκινα νομίσματα τις
περισσότερες κοπές του Αρχελάου, όλες τις κοπές του Αερόπου και του Αμύντα Β',
καθώς και μία κοπή του Αμύντα Γ'.
Το βαρύτερο μέγεθος εμφανίζεται επί Παυσανία
και διατηρείται κατόπιν μέχρι τον Περδίκκα Γ '. αυτά τα μεγέθη εγκαταλείπονται
από τον Φίλιππο, αλλά ο Αλέξανδρος θα εκδώσει
και πάλι νομίσματα των 4-5 γραμμαρίων.
Ο μόνος βασιλιάς πού έκοψε και τα δύο
μεγέθη είναι ο Αμύντας, του οποίου τα χάλκινα νομίσματα πού ζυγίζουν μεταξύ
2,95 και 4,75 γραμμάρια, δηλαδή τα μεγάλα, έχουν στην πρόσθια όψη το κεφάλι αγένειου Ηρακλή και στην πίσω αετό πού κατασπαράσσει φίδι.
Τα χάλκινα νομίσματα, των
οποίων το βάρος κυμαίνεται από 1,25 ως
2,5 γραμμάρια, παριστάνουν έναν Ηρακλή γενειοφόρο και στην πίσω όψη ένα πρόσθιο
κάπρου κάτω από ρόπαλο.
Η διάκριση των τύπων, καθώς και του βάρους είναι πολύ
ξεκάθαρη, αλλά φαίνεται ότι αυτά τα κέρματα δεν κυκλοφόρησαν ανταγωνιστικά:
στην Όλυνθο βρέθηκαν 84 δείγματα του πρώτου τύπου,
αντίθετα μόνο δύο του
δεύτερου.
Η διάκριση των δύο μεγεθών είναι πολύ λιγότερο ξεκάθαρη αν εξετάσουμε
το σύνολο των εκδόσεων: υπάρχει τουλάχιστον ένα μεσαίο χάλκινο νόμισμα πού
ζυγίζει 4,2 γραμμάρια, ενώ τα ελαφρότερα από τα λεγάμενα μεγάλα νομίσματα ζυγίζουν
πολύ λιγότερο από 3 γραμμάρια.
Τέλος,
τα δύο αυτά μεγέθη μου φαίνονται πολύ σχετικά και αν λάβουμε υπόψη μας την ανομοιογένεια του βάρους και της διαμέτρου
των χάλκινων νομισμάτων, στο διάστημα μεταξύ των δύο βρίσκονται πολλά δείγματα,
ώστε να υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ τους.
Επειδή τα κέρματα του πρώτου μεγέθους δεν εκδόθηκαν μετά
από τον Αμύντα Γ' και τα νομίσματα με μεγάλο
βάρος εμφανίζονται μόνον επί Παυσανία, θα καταλήξω στο ότι η διαφορά έγκειται
πριν άπ ’ όλα στη χρονολόγηση και πιστεύω
ότι η νομισματική μεταρρύθμιση του Παυσανία, που τη συνέχισε ο Αμύντας Γ',
μετέτρεψε το βάρος και τη διάμετρο του
μεσαίου μεγέθους, ασφαλώς επειδή η αξία του είχε αυξηθεί.
Σε τι χρησίμευε αυτή η χάλκινη νομισματοκοπία; τα σωζόμενα
ιστορικά τεκμήρια για τη Μακεδονία αυτής
της εποχής είναι εξαιρετικά σπάνια. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι δυο κείμενα αναφέρουν
το χάλκινο νόμισμα σέ σχέση με τις πολιορκίες και τις πληρωμές των
στρατευμάτων.
Το πρώτο είναι του Πολυαίνου (III 10, 14):
Τιμόθεος Χαλκιδεύσι πολέμων μετά Περδίκκου κύπριον χαλκόν
Μακεδονικά
νομίσματι μίξας επίσημον έκοψεν,
ώστε τάς παλαιάς πεντεδραχμίας
εχειν αργυρίου τετάρτην μοίραν,
το δε λοιπόν χαλκού φαύλου.
Πλείστης εύπορήσας
μισθοδοσίας τους εμπόρους
και τούς από
της χώρας επεισε,
πρός χαλκόν πιπράσκειν άντιφορτιζόμενοι δε τα παρ '
άλλήλων
ούδεν του νομίσματος εφύλαττον
, άλλά τούτο περιήει πάλιν εις την μισθοφόρον την στρατιωτικήν.
Τα νομισματικά μέτρα πού πήρε ο Τιμόθεος αναφέρονται σε ένα ακόμα
κείμενο, στα Οικονομικά (II 2, 23α) του Ψευδό-Αριστοτέλη:
Τιμόθεος Αθηναίος πολεμών πρός Ολννθίους
και άκορούμενος
άργυρίου, κάψας χαλκόν διεδίδου τοϊς στρατιώταις.
Άγανακτούντων δε των
στρατιωτών έφη αυτοΐς
τούς εμπόρους τε και αγοραίους άπαντα ωσαύτως πωλήσειν.
Τοϊς δ ' έμπόροις προεϊπεν ον αν τις λάβη χαλκόν,
τούτου πάλιν άγοράζειν τα τ΄
εκ της χώρας ώνια
και τα εκ των λειών αγόμενα' ος δ’αν περιλειφθη αυτοΐς
χαλκός,
πρός αν τον αναφέροντας άργύριον λαμβάνειν.
Αν και πρόκειται για την ίδια πολιορκία του 364 και τα κείμενα ανεβάζουν στη σκηνή τους ίδιους
ηθοποιούς (Τιμόθεος, στρατιώτες και έμποροι) για το ίδιο πρόβλημα (με ποιο τρόπο
θα εισαγάγουν στις συναλλαγές ένα νόμισμα με πιστωτική αξία), οι αντιφάσεις
μεταξύ των δύο κειμένων είναι εντυπωσιακά πολλές.
Δεν θα προσπαθήσω να τις αναλύσω
εδώ και θα ακολουθήσω την άποψη του
Ψευδό-Αριστοτέλη, που έχει μεγαλύτερη συνοχή.
Έχω ήδη αποδείξει άλλου ότι η σύντομη έκδοση χάλκινων νομισμάτων
από τον Τιμόθεο ήταν χαρακτηριστικό
παράδειγμα για συγκεκριμένη χρήση (έδινε τη δυνατότητα στους στρατιώτες να
εφοδιάζονται κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων).
Αλλά δεν έχει την κανονική νομισματική λειτουργία, την ίδια αγοραστική αξία με τα αργυρά η τα χάλκινα
των μεγάλων σειρών των ελληνικών πόλεων.
Είναι πάντοτε επικίνδυνο να γενικεύεις και να ανάγεις το σύνολο
των μακεδονικών χάλκινων νομισμάτων σέ ένα μοναδικό πρότυπο.
Αναρωτιέμαι όμως
μήπως η πολλαπλότητα των τύπων ερμηνεύεται με τον έξης τρόπο:
κάθε τύπος που καθορίζει μια έκδοση θα μπορούσε να
αντιστοιχεί σε ένα ιδιαίτερο οικονομικό γεγονός, κάθε φορά εξαιρετικής
σημασίας, χωρίς να υπάρχει κατά την ίδια
εποχή, όπως στην Κόρινθο η τη Θάσο, μια
κανονική χρήση του χάλκινου νομίσματος για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής .
Όπως και να ’ναι, η επαναλαμβανόμενη χρήση του χάλκινου νομίσματος,
για να ανακουφισθούν τα οικονομικά του βασιλείου, και η ευκολία με την οποία οι
στρατιώτες και οι έμποροι της Μακεδονίας δένονται αυτό το νόμισμα σε μια
περίοδο πού η Αθήνα το αρνείται ακόμα, δίνει την εικόνα μιας οικονομίας πολύ αναπτυγμένης, πριν
από το Φίλιππο· οι ιστορικοί το έχουν
άλλωστε δεχθεί. Ακολουθώντας κατά γράμμα την
περιγραφή του τόπου, την οποία,
σύμφωνα με τον Άρριανό (VII 9, 2), κάνει ο Αλέξανδρος κατά την ανακήρυξη του πατέρα του, φανταζόμαστε πολύ
συχνά μια χώρα νομάδων βοσκών, με ένδυμα από
δέρματα ζώων:
Φίλιππος γάρ παραλαβών υμάς πλάνητας και άπορους,
εν
διφθέραις τούς πολλούς νέμοντας άνά τα όρη πρόβατα όλίγα...
Αλλά, όπως ορισμένοι έχουν παρατηρήσει , οι αυστηρές επιπλήξεις
που απευθύνει ο βασιλιάς στους επαναστατημένους παλαιούς πολεμιστές του στην Όπιδα,
έχουν έναν καταφανή ρητορικό χαρακτήρα.
Η νομισματική δείχνει άλλωστε ότι δεν θα έπρεπε να βασίσουμε
πάνω σ’ αυτό τη μελέτη της οικονομίας
της χώρας.
Οι Μακεδόνες δεν περίμεναν την άφιξη του Καλλίστρατου από την Άφίδνα,
για να μάθουν τα τελευταία επιτεύγματα της οικονομίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου