Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Τα ταξίδια του Evliya Çelebi - Εβλιγιά Τσελεμπή στη Μακεδονία του 17ου αιώνα μ.Χ..

Εβλιγιά Τσελεμπή
Της Αναστασίας Γ. Ταναμπάση
Ιστορικού - Μέλους Δ.Σ. Ε.Μ.Ι.Π.Η.


Η ΒΕΡΟΙΑ &
Η ΝΑΟΥΣΑ 
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΗ  ΤΟΥ 17ΟΥ ΑΙ.

O Εβλιγιά Τσελεμπή 1, γιος του αρχιχρυσοχόου της αυλής του σουλτάνου, Ντερβίς Μεχμέτ Ζιλλή, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Μαρτίου 1611 (10 Μουχαρέμ 1020) και απεβίωσε πιθανότατα το 1683.

Οι πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του αντλούνται από το έργο του, το περίφημο Seyahatname (Ταξιδιωτικό) ή Tarih-i Seyyah (Ιστορία του Ταξιδιού), που αποτελείται από δέκα βιβλία. 
Ο ίδιος στο πρώτο και δεύτερο βιβλίο του διηγείται ένα όνειρο, που-κατ’ αυτόν  αποδίδει την κλίση του στα ταξίδια σε θεϊκό χάρισμα.

Ονειρεύτηκε, συγκεκριμένα, ότι βρισκόταν στο τζαμί του Αχή Τσελεμπή, με σκοπό να προσκυνήσει τον προφήτη Μωάμεθ και μέσα στη σύγχυσή του, αντί να ζητήσει την ευλογία του (sefa'at), μπερδεύτηκε και του ζήτησε ταξίδια (seyahat). 

Ο προφήτης, αφού τον ευλόγησε, του ανέθεσε να ταξιδέψει σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία και να καταγράψει τις εντυπώσεις του.
'Τα ταξίδια του Εβλιγιά Τσελεμπή"

Οι περιηγήσεις του Εβλιγιά Τσελεμπή άρχισαν από την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της το 1630 ή 1631 και ολοκληρώθηκαν, με βάση το δέκατο βιβλίο του, στην Αίγυπτο, το Σουδάν και την Αιθιοπία.

 Σύμφωνα με το Β. Δημητριάδη, σ’ όλα του τα κείμενα υπάρχει πληθώρα κενών, κυρίως ως προς τις χρονολογίες, αλλά και άγραφα κεφάλαια, αποδεικτικό στοιχείο του ότι ο Τσελεμπή πέθανε αφήνοντας ανολοκλήρωτο το έργο του.

Ένα έργο, που παρότι δεν αποτελεί την πλέον αξιόπιστη ιστορική πηγή, εντούτοις παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία, τις λαϊκές παραδόσεις των διαφόρων περιοχών, τη γεωγραφία, σημαντικά δημογραφικά στοιχεία, καθώς και στοιχεία του πολιτισμού και της καθημερινότητας των κατοίκων.

Στο όγδοο βιβλίο του εστίασε στη συμμετοχή του στην εκστρατεία εναντίον της Κρήτης.

Στη διαδρομή μέχρι να φτάσει εκεί,
το 1668 πέρασε από τη Νάουσα και τη Βέροια,
 που ανήκαν στο σαντζάκι της Θεσσαλονίκης 2.

Είναι αξιοσημείωτη η μικρή έκταση, που καταλαμβάνει η περιγραφή της Νάουσας, διότι το πιθανότερο είναι ότι ο περιηγητής δεν έμεινε στην πόλη.

Ο Β. Δημητριάδης στη διατριβή του 3 θεωρεί ότι αυτό συνέβη, επειδή εκεί δε διέμενε μουσουλμανικός πληθυσμός ούτε υπήρχαν κτίρια οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Αναφέρει δε και το προνόμιο, που απολάμβαναν η Νάουσα και οι κάτοικοί της με σουλτανικό φιρμάνι, το οποίο προέβλεπε να μην κατοικεί και να μη διανυκτερεύει κανένας μουσουλμάνος στην πόλη. Εξαιρούνταν ο πολιτικός διοικητής, ο μουτεβελλής 4 και ο καδής 5.

Νάουσα (Avusdos)

Ο Εβλιγιά Τσελεμπή περιέγραψε τη Νάουσα6 ως μία εύφορη κωμόπολη απίστων με 1.000 σπίτια, χτισμένη στους πρόποδες της θερινής βοσκής στο Βέρμιο7.
Αποτελούσε τμήμα του σαντζακίου Θεσσαλονίκης και έδρα ναΐπη, δηλαδή αντιπροσώπου του καδή της Βέροιας.
Ήταν, επιπλέον, βακούφι του Γαζή Εβρενός, διοικούμενο από τον Επίτροπο του βακουφίου, το μουτεβελλή (mütevelli).

 Όλοι οι κάτοικοί της ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί (Rüm millet). 

Στη Νάουσα μπορούσε κανείς να επισκεφτεί την αγορά, το παζάρι, τους ανθοκήπους, τους κήπους και τ’ αμπέλια, ενώ το κλίμα της περιοχής προδιέθετε ευχάριστα.
Αναχωρώντας ο περιηγητής πέρασε από τα χωριά
Ντελιμάνο,
Χωραπάνι,
Γιογουρνίτσα (Νέα Κούκλαινα),
Τουρκοχώρι (Πατρίδα) και
Κρεβατά.

Βέροια (Kara Ferye)

Σε αντίθεση με τη Νάουσα, ο Εβλιγιά Τσελεμπή παρέμεινε στη Βέροια8.

Στην εισαγωγή του παρέθεσε δύο παραδόσεις ως προς την ονομασία της πόλης.

Μας πληροφορεί, καταρχήν, ότι κατά τα βυζαντινά χρόνια η πόλη ιδρύθηκε από τη βασιλοπούλα Αna Ferye (μητέρα Βέροια), κόρη του χριστιανού ηγεμόνα Serkice.

 Αντίστοιχα, την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, επί Σουλτάνου Μουράτ Α’, ο Γαζή Εβρενός διατάχθηκε να καταλάβει το κάστρο της Βέροιας.
Μεταξύ των γαζήδων, που είχαν σταλεί από τον Εβρενός, πρώτος κάποιος με το όνομα Καρά Φεριέ ή Καρά Φερέ πάτησε το πόδι του στην πόλη και κατόπιν ανέλαβε τη διοίκηση.

Ο Τσελεμπή διευκρίνισε, εξάλλου, ότι ο Καρά Φεριέ είχε αναρριχηθεί με σκοινιά στο κάστρο της πόλης.

Η Βέροια αναφέρεται ως καζάς 300 άσπρων, τμήμα του σαντζακιού Θεσσαλονίκης και του εγιαλετίου Ρούμελης9. Είναι μία από τις λίγες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που δεν αποτελούσαν χάσια ή βακούφια10.

Ο Τσελεμπή δεν παρέλειψε να επισημάνει και τους διοικητές της πόλης, ενώ διαπίστωσε ότι στη Βέροια κατοικούσαν πάρα πολλοί μορφωμένοι και ενάρετοι κάτοικοι, με άλλα λόγια μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της ήταν μουσουλμάνοι 11.

Στην πόλη μπορούσε κανείς να εντοπίσει αναπληρωτή του κεχαγιά των σπαχήδων, σερντάρη των γενιτσάρων 12, αγορανόμο, κεχαγιά της πόλης, εισπράκτορα για τα τέλη της αγοράς, εισπράκτορα του κεφαλικού φόρου, σούμπαση, και απόλυτο άρχοντα.

Ο Τσελεμπή μας πληροφορεί ακόμη ότι λόγω της καταστροφής του άλλοτε δυσπρόσιτου κάστρου της πόλης, δεν υπήρχε φρουρά και κατ’ επέκταση φρούραρχος.

Ο πληθυσμός της Βέροιας υπολογίσθηκε από τον περιηγητή σε σπίτια.

Καταμέτρησε 4.000 σπίτια χαρακτηρίζοντάς τα ωραία αρχοντικά, εύπορα, όμορφα διακοσμημένα, δίπατα και πετρόχτιστα.

Κατέταξε, μάλιστα, στις πλέον περίφημες κατοικίες το σεράι του Μπεκίρ Εφέντη και το σεράι του Μουσταφά Αγά.

Με βάση τα γραφόμενά του, εκείνη την περίοδο υπήρχαν


16 μουσουλμανικές συνοικίες, 

15 συνοικίες Ελλήνων, 
Λατίνων13, 
Σέρβων, 
Βουλγάρων, 
και 2 ομάδες cema'at Εβραίων,
εκ των οποίων οι περισσότεροι ανήκαν στους Εβραίους Frani. 

Λαμβάνοντας υπ’ όψη τις σημειώσεις του, η θρησκευτική ζωή της πόλης ήταν έντονη, αν αναλογισθεί κανείς την ύπαρξη 16 παλαιών τζαμιών, που ανέφερε.

 Από τα τζαμιά, εκείνα που κατά το παρελθόν υπήρξαν εκκλησίες, ήταν του Γαζή Μουράτ Χαν Α’14, του Μουσά Τσελεμπή και του Φραντζή.

Λειτουργούσαν, συγχρόνως, τα τζαμιά του Μουφτή, του Μαχμούτ Εφέντη, του Εμίρ Τσελεμπή.

Ο περιηγητής δε διευκρίνισε σε ποια χρονική στιγμή ή περίοδο ανεγέρθηκαν τα συγκεκριμένα τζαμιά. Κατέγραψε, επίσης, 3 μεντρεσέδες ουλεμάδων, 10 γραμματοδιδασκαλεία, 5 τεκέδες δερβίσηδων.
Εβλιγιά Τσελεμπή
Ο Τσελεμπή απαρίθμησε και τα βεροιώτικα οθωμανικά λουτρά της πόλης, που τότε ανέρχονταν στα 70, από τα οποία 5 ήταν διπλά και κατά την άποψή του, αναπαυτήρια ψυχής.

 Ένα τέτοιο διπλό λουτρό ήταν του Σινάν του Αλατά (Tuzci), το γνωστό ως Τσις Χαμάμ.

Στην περιγραφή του συμπεριέλαβε και τα 3 πτωχοκομεία, που λειτουργούσαν, ενώ από τα γραφόμενά του διαπιστώνεται ότι η εμπορική κίνηση στην πόλη ήταν αξιόλογη.
 Υπολόγισε 600 καταστήματα, 15 χάνια εμπόρων και ένα μπεζεστένι, όπου πωλούνταν πετσέτες μπάνιου. Εκείνο, όμως, που τον εντυπωσίασε ήταν οι νερόμυλοι της πόλης, που ανέρχονταν στους 300 και για τον ίδιο, «παρόμοιοί τους δεν υπάρχουν σε καμιά άλλη χώρα».

Έπλεξε, ταυτόχρονα, το εγκώμιο της θερινής βοσκής της Νάουσας εννοώντας το όρος Βέρμιο.

«Είναι μια βοσκή με γρασίδι και φυτά και χιλιάδες ζωογόνα νερά...
Είναι ένας εξαίρετος εξοχικός τόπος, άξιος επισκέψεως».

Στην περιγραφή του επεσήμανε ότι τα νερά της πόλης ανάβλυζαν από ένα βράχο στο χωριό Sekerköy ή Ζαχαροχώρι, το σημερινό Σέλι.

 Τα νερά του ποταμού κυλούσαν κάτω από τη γέφυρα του Σινάν Μπέη, την οποία ο Τσελεμπή συνέκρινε με έργο του βασιλιά Χοσρόη 15:

«...μοιάζει σαν ένα ουράνιο τόξο σαράντα οργιές. 
Είναι μια περίτεχνη, αξιοθαύμαστη γέφυρα».

Σημαντική πληροφορία θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς μια «συνήθεια», που είχαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Βέροιας, αλλά και των Βοδενών 16, την περίοδο του χριστιανικού Πάσχα, γιορτή που ο περιηγητής χαρακτήριζε ως κακόφημη γιορτή.

«Την ημέρα εκείνη όλοι οι άπιστοι θα κλειδωθούν στα σπίτια τους, θα ντυθούν και θα οπλισθούν και δε θα βγουν έξω από τα καταραμένα σπίτια τους.

 Όλοι οι μουσουλμάνοι τις ημέρες εκείνες των κόκκινων αυγών ντύνονται και ζώνονται τα άρματα σαν να είναι μεγάλη γιορτή και σαν να είναι το Κουρμπάν Μπαϊράμι. 

Όλοι οι μαχητές γαζήδες, κατάφορτοι με πολεμικά άρματα, εκείνη την ημέρα, ώσπου να φτάσει το βράδυ, ρίχνουν κανονιές και τουφεκιές και φωνάζοντας την πολεμική κραυγή των μουσουλμάνων Αλλάχ Αλλάχ, συγκεντρωμένοι σε ομάδες γυρνούν και ψάχνουν να βρουν τους απίστους, που βγαίνουν έξω, τα όμορφα άπιστα αγόρια και τα κορίτσια των απίστων. 

Αν ως το βράδυ βρουν έξω έναν άπιστο, αμέσως τον περιτέμνουν και τον τιμούν κάνοντάς τον μουσουλμάνο και ανεβάζοντάς τον σ’ ένα άλογο στολισμένο με πολύτιμα πετράδια και με συνοδεία όλων των προυχόντων της πόλης τριγυρίζουν το νεοφώτιστο μουσουλμάνο και του κάνουν μεγάλες τιμές.,.

Μόνο στα Βοδενά και στη Βέροια αυτό συμβαίνει.

 Αλλά ο λαός της Βέροιας είπε: 
Δεν το κάνουμε κάθε χρόνο. Το κάνουμε από καιρό σε καιρό».

Οι πληροφορίες του, όμως, δεν ολοκληρώνονται με την προαναφερθείσα «συνήθεια».

Αναφερόμενος στα προϊόντα της Βέροιας, ξεχωρίζει τα λευκά προσόψια του μπάνιου (havlu), τις πετσέτες και τα μπουρνούζια, καθώς και τα μεταξωτά σεντόνια.

Προϊόντα άριστης ποιότητας, που κατά τον περιηγητή ήταν δύσκολο να βρεθούν σε άλλη περιοχή και τα θεωρούσε ανώτερα από τα υφάσματα της Καλαμάτας και της Τραπεζούντας.

Έκανε ακόμη λόγο για τα ρόδια της Βέροιας, το ρύζι, το βαμβάκι, το 7 ειδών σιτάρι και για άλλα 77 προϊόντα.

Πολύτιμα είναι τα στοιχεία, που μας παραθέτει για τους alab, καθώς και για την ενδυμασία των κατοίκων της πόλης.
Οι alab ήταν οι σκλάβοι της Βέροιας, οι οποίοι υπάκουαν στο δικό τους μπέη.
 Μόνο εκείνος είχε το δικαίωμα να τους τιμωρεί στην περίπτωση κάποιου παραπτώματος.

 Ο Τσελεμπή, μάλιστα, καταχώρισε στο βιβλίο του και ονόματα τέτοιων μπέηδων.
Εβλιγιά Τσελεμπή
Από την άλλη πλευρά, ως προς την ενδυμασία των κατοίκων, πληροφόρησε ότι οι Βεροιώτες φορούσαν τσόχα των συνόρων, κοντούς, παντελόνια με κόπτσες και κάλυπταν το κεφάλι τους με καλπάκι, ενώ οι γυναίκες και τα κορίτσια της πόλης φορούσαν τσόχες χοντρές και πολύχρωμες, τύλιγαν τα πρόσωπά τους με καλύπτρα από άσπρο λεπτό τουλπάνι και κάλυπταν τα κεφάλια τους με μπερέτες από κόκκινη χοντρή τσόχα.

Στη Βέροια ανακάλυψε, επίσης, 26 τόπους αναψυχής.

Γνωστότερος τόπος περιπάτου θεωρούνταν αυτός του Τζαγλαλίκ (Cägläyik), που κατά τον περιηγητή έμοιαζε με περσικό δρόμο με δενδροστοιχίες.

 Αναλύοντας περαιτέρω τον τόπο λατρείας (ibädet-gäh) της Βέροιας, ο Τσελεμπή κατέληξε ότι δεν είχε ξαναδεί ανάλογο τόπο προσευχής και λατρείας και τον παρομοίασε με μεγάλο, ανοικτό και αξιοθέατο μεντρεσέ 17.

Κατόπιν απαρίθμησε τους τόπους προσκυνήματος των τάφων των πιστών μουσουλμάνων, από τους οποίους παρέθεσε περισσότερα βιογραφικά στοιχεία για τον Αχή Τσελεμπή 18, ποιητή του σουλτάνου Σελίμ Χαν Α’.

Κατά την αναχώρησή του από την πόλη, σημείωσε ότι πέρασε από τα χωριά Λόζβιτζα (Κάτω Τριπόταμος), Μπεσκίρ, Ντουμιάτ και Όζιτζε.
 Διήλθε, μάλιστα, από τα χριστιανικά χωριά του Βερμίου και από ένα «θεοποίητο» λατομείο μαρμάρου, το οποίο νοίκιαζαν συνεταιρικά χριστιανοί από πολλά χωριά. Η τελευταία πληροφορία είναι αξιοπρόσεχτη, καθότι ο συγκεκριμένος συνεταιρισμός δε συναντάται σε άλλες γραπτές πηγές 19.
Σε γενικές γραμμές, όταν άρχισε να γράφει ο Εβλιγιά Τσελεμπή, είχε θέσει ως σκοπό του την τέρψη και την περαιτέρω επιμόρφωση των αναγνωστών του, που ήταν οι μουσουλμάνοι διανοούμενοι της εποχής του.

Μολονότι συχνά αρεσκόταν να γράφει με μία δόση υπερβολής, εντούτοις μέσα από το έργο του εμπλουτίζουμε τις γνώσεις μας γύρω από την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι σημαντική η συμβολή του στη γνωριμία μας με την Ημαθία μέσα από τη σκοπιά του «άλλου», του μουσουλμάνου γείτονά μας.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Δημητριάδης, Β. (1973). Η κεντρική και δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή. Διατριβή επί διδακτορία. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, σσ. 1-8.
2. Δημητριάδης, ό.π.π., σ. 29. Σαντζάκι: κύρια διοικητική μονάδα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εποπτευόταν από ένα στρατιωτικό διοικητή ή σαντζάκμπεη, στον οποίο ο μονάρχης έδινε ένα φλάμπουρο (σαντζάκ) ως σύμβολο της εξουσίας του. Ιναλτζίκ, Χ. (1995). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική εποχή 1300-1600. (Μτφ. Κοκολάκης Μ.) Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 183.
3. Δημητριάδης, ό.π.π., σσ. 245, 246.
4. Μουτεβελλής: Υπάλληλος του βακουφιού. Διοριζόταν από τον αφιερωτή του βακουφιού και μεταξύ των αρμοδιοτήτων του ήταν να φροντίζει για τη συγκέντρωση και την αύξηση των εσόδων του ιδρύματος, να εποπτεύει την εφαρμογή των όρων του αφιερώματος, να πληρώνει τους υπαλλήλους και να καλύπτει οικονομικά τη συντήρηση και τις επισκευές. Ιναλτζίκ, ό.π.π., σ. 245.
Καδής: Δικαστής που ζούσε στην πόλη και επόπτευε τις εργασίες των δικαστηρίων, έστελνε αντιπροσώπους στις διάφορες κοινότητες της περιοχής του και γενικότερα, επέβλεπε την εφαρμογή ή μη των διοικητικών και οικονομικών αποφάσεων του σουλτάνου. Με αυτόν τον τρόπο, γινόταν και επόπτης των οικονομικών υπηρεσιών. Ιναλτζίκ, ό.π.π., σ. 206.
5. Όπως δημοσιεύει ο Coysinery στο βιβλίο του Voyage, σε τεφτέρι του βακουφίου του Elhac Gazi Bey των ετών 18381840 αναγράφονται 2 μουσουλμανικές συνοικίες στη Νάουσα. Πρόκειται για τη συνοικία του Τζαμιού με 33 οικογένειες και της Νέας Συνοικίας (Cedid) με 28 οικογένειες.Επομένως, στις αρχές του 19ου αιώνα κατοικούσαν μουσουλμάνοι στη Νάουσα. Βλ. Δημητριάδης, ό.π.π., σ. 246.
6. Υπάρχουν δύο παραδόσεις ως προς την ίδρυση της Νάουσας. Η πρώτη προσδιορίζει ως ιδρυτή της πόλης τον Γαζή Εβρενός και η δεύτερη το Σεΐχη Ιλαχή, η οποία είναι και η επικρατέστερη. Με βάση την πρώτη παράδοση, ο Σουλτάνος είχε κάποτε ανακοινώσει στον Εβρενός ότι θα του παραχωρούσε όση έκταση κάλυπτε ένα δέρμα βουβαλιού. Τότε εκείνος το έκοψε σε λωρίδες και τελικά περιέφραξε μεγάλη έκταση με αυτές. Από την άλλη, με βάση τη δεύτερη παράδοση, πιθανός ιδρυτής της Νάουσας είναι ο Σεΐχης Ιλαχή μετά από εντολή που δέχτηκε από τον Αχμέτ Μπέη, εγγονό του Εβρενός Μπέη. Επιπλέον, στις πληροφορίες που παραθέτει ο Δημητριάδης στη διατριβή του, η Νάουσα εκτός από βακούφι του Γαζή Εβρενός, αποτελούσε και χάσι της βαλιντέ σουλτάνας, δηλαδή της μητέρας του Σουλτάνου. Διοικητικά υπαγόταν στον πασά της Θεσσαλονίκης, ενώ τη διοικούσαν 8 ή 10 άρχοντες εκλεγμένοι από τους κατοίκους. Οι Ναουσαίοι πλήρωναν στον Αντιπρόσωπο της Βαλιντέ Σουλτάνας τη δεκάτη και για το βακούφι του Γαζή Εβρενός από δύο παράδες ο καθένας. Δημητριάδης, ό.π.π., σσ. 246, 247.
7. Δημητριάδης, ό.π.π., σσ. 248, 249.
8. Δημητριάδης, ό.π.π., σσ. 249, 250.
9. Δημητριάδης, ό.π.π., σσ. 250.
10. Δημητριάδης, ό.π.π., σ. 31. Βακούφι: Φιλανθρωπικό ίδρυμα οικονομικά και διοικητικά ανεξάρτητο. Στην ισλαμική κοινωνία όλα τα αγαθοεργά ιδρύματα έπαιρναν τη μορφή βακουφιού. Στο βακφιγιέ ο αφιερωτής του βακουφιού προσδιόριζε το σκοπό και το γενικότερο πλαίσιο διαχείρισης του βακουφιού. Με βάση την ισλαμική νομοθεσία, ιδιοκτησιακά δικαιώματα στο βακούφι διέθετε μόνο ο Θεός, ώστε να εξασφαλισθεί η συνέχιση των υπηρεσιών ακόμη και σε περίπτωση κυβερνητικών ή πολιτειακών αλλαγών. Βέβαια στην οθωμανική αυτοκρατορία όλα τα βακούφια ελέγχονταν από το κράτος. Ιναλτζίκ, ό.π.π., σ. 245. Χάσι: Διοικητική μονάδα της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
11. Δημητριάδης, ό.π.π., σσ. 251-265.
12. Σερντάρης των γεντσάρων: ο αρχηγός των γενιτσάρων. Σούμπασης: Είχε αστυνομικά καθήκοντα. Υποχρεούνταν να επιβλέπει τις διάφορες συντεχνίες και τις τιμές των εμπορευμάτων, ενώ ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια των κατοίκων της πόλης. Είχε το δικαίωμα να επιβάλλει τιμωρίες. Απόλυτος άρχοντας: Άρχοντας, του οποίου οι αρμοδιότητες και εξουσίες δεν μπορούν να προσδιορισθούν. Δημητριάδης, ό.π.π., σσ. 36, 37.
13. Εννοούνται οι Βλαχόφωνοι.
14. Διαφορετικά ονομαζόταν τζαμί του Χουνκιάρ. Πρόκειται για το κτίριο της Παλαιάς Μητρόπολης. Δημητριάδης, ό.π.π., σ. 254.
15. Χοσρόης: Πέρσης βασιλιάς, που ανήκε στον οίκο των Σασσανιδών.
16. Βοδενά: η σημερινή Εδεσσα.
17. Μεντρεσές: Ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ιναλτζίκ, ό.π.π., σ. 287.
18. Το πραγματικό όνομα του ποιητή ήταν Benli Hasan. Δημητριάδης, ό.π.π., σ. 264.
19. Δημητριάδης, ό.π.π., σ. 49.

Δεν υπάρχουν σχόλια: