Αιμιλιανός
ηγούμενος 'Ιερας Μονής Σίμωνος Πέτρας 'Αγίου ΄Ορους
Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΟΥ ΑΘΩ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΗΝ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Είναι γνωστόν, ότι ή μακεδονική γη ηύλογήθη νά συμπεριέχη καί την άγιορειτικήν χερσόνησον του ’Άθω.
Ο δεσμός αύτός άνάγεται εις χρόνους προχριστιανικούς.
Ο θεμελιωτής τής μακεδονικής δόξης Μ. ’Αλέξανδρος, μετά τήν προκλητικήν του άρχιμηχανικου του Δεινοκράτους πρότασιν, όπως άπαθανατίση τήν έαυτού μορφήν διά γλυπτού γιγαντιαίου ομοιώματος έπί τής νοτιάς μαρμαρώδους κλιτύος του όρους, έθεώρησε τήν πρόθεσιν αύτήν ώς ύβριν καί άξιοπρεπής ό ήγεμών, ό τον άρχιερέα των Ιουδαίων εύσεβώς προσκυνήσας, προφητικώς θά έλέγομεν, άπήντησεν: Αφήσατε τόν Άθωνα εν τή ησυχία αύτοϋ.
Ο ’Άθως τότε έτρεφε τάς άφιερωμένας εις τήν Άρτεμιν παρθένους πανταχόθεν των Ελληνικών πόλεων πρός διακονίαν τών θεών.
Η παρθενία έτιματο καί έφύλασσε τό άκοίμητον πυρ.
Η βασιλόπαις Δάφνη, προκειμένου νά χάση τήν παρθενίαν, προετίμησε νά γίνη φυτόν, ώς σύμβολον νίκης κατά τής σαρκός.
Ταύτα πάντα τά τότε, σύμβολα τής νυν πραγματικότητος. Καί ιδού, άμέσως μετά τήν στερέωσιν τής χριστιανικής πίστεως, ό ’Άθως έγένετο τόπος άσκήσεως καί ήσυχαστικής βιοτής.
Παλαιόταται δέ μαρτυρίαι εκ του άρχείου του Πρωτάτου μας διέσωσαν ονομασίας παλαιοχριστιανικών οικισμών έν τη Χαλκιδική μεθ’ ών συνέζων οι παλαιοί Μακεδόνες καί, άσφαλώς, έσχετίζοντο μετά τών προγόνων μας Αθωνιτών.
Ούτω πως, οι μοναχοί, τό φώς παρά τών άγγέλων παραλαμβάνοντες τούτο, δηλαδή τήν μοναχικήν πολιτείαν, παρέδιδον τοίς κοσμικοίς, όπως λέγει ό Άγ. ’Ιωάννης Κλίμακος.
Παρέδιδον τι; Την μοναχικήν πολιτείαν.
Καί πράγματι, ή Θεοτόκος όρθώς ειπεν εις τον 'Άγιον Πέτρον Αθωνίτην περί του Άθωνος:
Έστιν όρος επ΄ Ευρώπης, κάλλιστον όμου και μέγιστον... τώ μοναχω πρέπον καταγώγιον... και ιδιαίτατον ενδιαίτημα... και άγιον τούντενθεν κεκλήσεται.
Θά άποκληθή 'Άγιον.
’Όντως τό 'Άγιον ’Όρος είναι τό επι πολύ τε τής θαλάσσης εισω προίόν, δηλαδή τό άκρωτήριον τής Εύρώπης, ό ύπερχιλιόχρονος φάρος τής ’Ορθοδοξίας, έλκυστήρ των χριστιανών, μάννα του κόσμου, τό κύριον ’Όρος τής Μακεδονίας, όπου πανταχόθεν έρχονται προσκυνηταί καί, άλλοι μέν φεύγουν ήλλοιωμένοι, άλλοι έκστατικοί καί άλλοι γίνονται φύλακες του Παλατιού τής Παναγίας, άπό του όποιου έξέρχεται ζωή καί εύλογία, ως έκ ποταμού άειρρόου τής μακεδονικής όροπεδιάδος.
Οι Μακεδόνες, κατά τον Πολύβιον, είναι παλαισταί τής έλληνικής άσφαλείας καί άποτελουν εν «πρόφραγμα» πίστεως, επιστήμης, πολιτισμού, άνθρωπισμού.
Άλλά καί τό 'Άγιον ’Όρος ύπερχίλια έτη διά των αιμάτων καί ιδρώτων των μαρτύρων καί των όσιων του, έπότισε την Μακεδονίαν, λόγω καί τής γειτνιάσεως, διά πάσης δόσεως καί δη πνευματικής.
Δέν υπάρχει πόλις, βουνό, χωριό ή χωράφι τής Μακεδονίας πού δέν περιεπάτησε έκεί κάποιος άθωνίτης άγιος, διαμοιράζων τάς εύλογίας του μαφορίου τής Παναγίας.
Τούτο είναι μία οργανική κοινωνία, «περιχώρισις» των δύο πραγματικοτήτων κατά μετοχήν τής μιας πρός την έτέραν.
Η ήσυχία δέ του ’Άθωνος ήτο μία στεντόρεια εις τά μακεδονικά περίχωρα φωνή, καί πολύ πέραν αυτών.
Είδικώς ή πρωτεύουσα τής Μακεδονίας ήντλει, καί έως του νυν άρύεται τήν πνευματικήν καί θεολογικήν της ζωήν άπό τό ’Όρος.
Καί, μάλιστα, ή χρυσή εποχή του ΙΔ' αίώνος έσφράγισε τήν πόλιν καί τούς πολίτας, οίτινες είχον ώς μείζονα προσπάθειαν τήν έμπειρίαν τής νοεράς προσευχής τή καθοδηγήσει άγιορειτών Γερόντων, εξ ών πολλοί έγένοντο Επίσκοποι, ώς ό Αγιος Γρηγόριος ό Παλαμας, ό άγιος Θεόληπτος Φιλαδελφίας, ό άγιος Ισίδωρος καί ό άγιος Φιλόθεος Κόκκινος κτλ.
1.’Άς άρχίσωμεν, πολύ προ του άγιου Αθανασίου Αθωνίτου, άπό τον άγιον Εύθύμιον τον Νέον (15 Οκτωβρίου 896) καί τούς άδελφούς Συμεών καί Θεόδωρον ( 18 Οκτωβρίου θ' αί.).
' Ο άγιος Εύθύμιος έφερεν εις την Μακεδονίαν την μοναχικήν παράδοσιν τής Μ. ’Ασίας, ώστε νά γίνει ό ’Άθωνας κοιτίς ορθοδόξου μοναχισμού μετά άπό την παρακμή των μοναχικών κέντρων τής ’Ανατολής.
Ο βιογράφος του ήτο μαθητής του, ό Βασίλειος, έραστής καί αύτός τής ήσυχίας εν τή Σερμύλη Χαλκιδικής, μετέπειτα άρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Κατά καιρούς, λοιπόν, έζη ό άγιος Εύθύμιος εις Θεσσαλονίκην έπάνω εις ένα στύλον.
Την άναχωρητικήν καί θεωρητικήν του ζωήν όμως διεβίβρωσκε ή δράμουσα φήμη του.
Δι ’ ο άναχωρεί καί ήσυχάζει μέ τούς δύο μαθητάς του, μετά τήν εις τήν νήσον του Αγίου Εύστρατίου (Νεών) φυγήν, εις τά Βραστά Χαλκιδικής.
’Αργότερα, λαβών εντολήν, μετά θείαν άποκάλυψιν, ιδρύει τήν Μονήν των Περιστερών: ’Άπελθε Ευθύμιε, εν τή Θεσσαλονίκη μητροπόλει... κορυφήν επιζητήσω... ου yap καλόν εστι μόνον εν ίαις έρήμοις αύλίζεσθαι...
Ιδρυσε δέ καί άλλα μοναστήρια-ναίδρια έν Χαλκιδική.
Ο βίος του 'Αγίου παρέχει πληθύν μαρτυριών τών σχέσεων 'Αγίου ’Όρους καί Μακεδονίας καί δή τής Θεσσαλονίκης.
Περί αύτού άναφέρεται "Ερχεται πάλιν (ό άγιος Ευθύμιος) εκ του Άθωνος εις τήν Θεσσαλονίκην. 'Υπεδέχθησαν δέ αυτόν... ώσπερ εξ ουρανίων παρά τών αδύτων επιδημήσαντα άγγελον... ό ευσεβής λαός... συνωστίζετο περί αυτόν και συνέθλιβεν, τις πρώτος άπολαύση και ιδη αυτόν και λάβη παρ 3 αύτού τήν πατρικήν εύλογίαν (Συναξ. ιε' Οκτωβρίου).
Τούτο ήτο συνηθέστατος στάσις έναντι τών άγιορειτών καί δή τών έπί βίου άγιότητι καί άσκήσει λαμπόντων πατέρων.
2. Ό συνασκητής του 'Αγίου Εύθυμίου, ό έκ Θεσσαλονίκης άγιος Συμεών μέ τον άδελφόν του Θεόδωρον, έπιθυμόντας σχεδόν μέ μανίαν θείκού έρωτος τήν ησυχίαν και τήν έρημον, μετέβη εις 'Άγιον ’Όρος. Μετ ’ ολίγον όμως έψηφίσθησαν διδάσκαλοι τών άλλων άσκητών του ’Όρους καί έλαβον τήν φροντίδα καί πνευματικήν έπιμέλειαν αυτού.
’Αλλά, περί τό 867 έτος, μάλλον προτροπή του Πατριάρχου άγιου Φωτίου, πού είχε στείλει τότε πρός Βορράν τούς δύο Θεσσαλονικείς άδελφούς άγιους Κύριλλον καί Μεθόδιον, έστάλησαν καί οι δύο άγιορείται μας Συμεών καί Θεόδωρος πρός ιεραποστολήν, πρώτον νά ομιλήσουν εις δλους... τά σωτήρια δόγματα... δημοσιεύοντάς τα φανερώς καί κατά μάνας εις πολλών τάς κατοικίας. ’Εντεύθεν μετέβησαν εις Θεσσαλίαν καί εις όλη τήν Ελλάδα, ιδιαιτέρως εις Πελοπόννησον, όπου ίδρυσαν τήν Μονήν του Μεγάλου Σπηλαίου.
Προκειμένου νά φύγουν άπό τό ’Όρος, οι μοναχοί παρεφύλαττον διά νά τούς παρεμποδίσουν. 'Οπότε, έξέσπασαν μέ δάκρυα, στεναγμοί, λόγια συνεκβαλτικά καί εφόδια (κομπανίες), Αγκαλιάσματα, παραπονέματα καί άλλα δμοια... (διά νά μή) διασπασθοϋν οι φωστήρες ετούτοι άπό τό "Ορος του ’Άθωνος....
’Αλλά τό θέλημα του Θεου, δταν εύρη εις άγιους ήσυχαστάς σκεύος έκλογής, τό έξωθεί πρός οικοδομήν του λαού. Ως έπί τό πλείστον δέ, οι άγιορείται έξήρχοντο περιστατικώς δι ’ άνάγκην ή άνεζήτουν πλείονα ησυχίαν ή Θεία Πρόνοια προνοεί καί περιίσταται τών μοναχών-άθλητών, ώστε ή άποδημία αύτών νά μεταβάλλεται εις εύλογίαν καί πνευματικήν σποράν. Ούτοι παρηγορίαν ειχον τήν Παναγίαν ώς σύμμαχον, κηδεμόνα, ιατρόν, τροφέα καί μεσίτρειαν.
3. 'Ο Αγιος Διονύσιος Όλύμπου (25 Ίανουαρίου 1541) εζησεν έν τη ήσυχία, εγινε ' Ηγούμενος I. Μονής Φιλοθέου, όπόθεν εφυγε, μεταβάς εις τήν Σκήτην Βερροίας, ούσαν έν παρακμή, καί τήν μετατρέπει εις Κοινόβιον άγιορειτικής τάξεως. Σκορπίζει μέσα εις τήν τουρκικήν σκοτρδύνην έλεημοσύνην καί πνευματικήν διδασκαλίαν. 'Ως άναμορφωτής έπιτελεί σωτήριον εργον, παρά τήν ήσυχαστικήν του βιοτήν.
Έκείθεν φεύγει πρός τον ’Όλυμπον, δν μετατρέπει άπό κατοικίαν τών θεών εις πνευματικήν αύλήν του τριαδικού Θεου, δημιουργήσας τήν Μονήν Άγιας Τριάδος, άγιορειτικής πάλιν υφής. Ούτος, παρ ’ δ,τι εμενεν εις σπήλαια, ήτο ό φάρος τής Μακεδονίας.
4. 'Ο Άγιος Θεοφάνης Ναούσης (19 Αύγούστου ιστ' αί.) εκ τίνος περιστάσεως άπομακρύνεται τής ήγουμενείας τής I. Μονής Δοχειαρίου καί φεύγει εις τήν Σκήτην τής Βερροίας συνάγων πολλούς μαθητάς, οπότε μεταβαίνει εις Νάουσαν καί εις τό ορος κτίζει τύπου άγιορειτικού Μονήν τών Ταξιαρχών, όπου παρά τά δεινά βάσανα τών άλλοθρήσκων, εις περιωπήν άνάγεται ή ίσάγγελος ζωή καί τό μοναστήρι καθίσταται πνευματικόν κέντρον στερεώσεως τής πίστεως.
5. Δέν δυνάμεθα νά ξεφύγωμεν καί τούς δρόμους καί τούς πόνους πού έπέρασεν
ό Αγιος Κοσμάς ό Αίτωλός (24 Αύγούστου 1779).
'Η ζωή του έγινε πλέον θούριον καί υπερέβαλε τον θρύλον.
Μετά τήν ’Αθωνιάδα καί τήν μοναχοποίησίν του, μετά πολλής δοκιμής, καλείται διά του Θεού έκ τής I. Μονής Φιλοθέου εις τό εργον τής άναζωογονήσεως του ήθους, τής πίστεως, τής μορφώσεως καί τής άφυπνίσεως τής έθνικής καί ορθοδόξου συνειδήσεως.
Είκοσιτέσσαρα έτη περιοδεύει τήν Ελλάδα, είδικώς εις τήν Δυτικήν Μακεδονίαν καί ’Ήπειρον, εις τήν Άνατολικήν Μακεδονίαν, Χαλκιδικήν, Θεσσαλονίκη, Βέρροιαν, Σιάτισταν, Καστορίαν, Πίνδον, πάλιν ’Ήπειρον, πάλιν Μακεδονίαν. Σπιθαμή σπιθαμή περιεπάτει καί ώργωνε πόλεις, χωρία, καρδίας καί συνειδήσεις, άκολουθούμενος πανταχού άπό χιλιάδας λαού. Αί άναμνήσεις των χωρίων τής Μακεδονίας άκόμη ζουν άπό τον ταπεινόν, όλοζώντανον καί φλογερόν άγιορείτην καλόγερον καί διδάσκαλον. Τά 200 σχολεία πού ίδρυσε δέν είναι τίποτε έμπρός εις τον ξεσηκωμόν των 'Ελλήνων, οι όποιοι έπέστρεψαν εις τον Θεόν.
6. Οί λίθοι καί τά άκρογιάλια, οι άγροί καί τά υψώματα τής Μακεδονίας κεκραγότα ύμνούν τούς άθωνίτας άγιους.
Άς συνεχίσωμεν άναφέροντες καί επί τροχάδην τον μέγαν έραστήν του Θεού, τον ιδρυτήν τής Σκήτης του Προδρόμου Ίβήρων άγιον 'Ιάκωβον, δι’ον σεμνύνεται ή πατρίς του Καστόρια καί τά μέρη πού ήκουσαν τό εύαγγέλιόν του.
Καί τον άγιον Διονύσιον ( 25 Ιουνίου 1380), καί αύτόν έκ Καστορίας, κτίτορα τής ' I. Μονής Διονυσίου,
ώς καί τον άδελφόν του Θεοδόσιον, έπειτα Μητροπολίτην Τραπεζουντος.
Τό αίμα του άγιου Νικήτα (19 Φεβρουάριου 1809) ήγίασε
τάς περιοχάς Σερρών καί Δράμας.
Η Χαλκιδική διαλαλεί μέχρι σήμερον τό κήρυγμα του άγιου Μητροφάνους τής Μικράς άγιας Άννης ( 9 ’Ιουλίου, τέλος 16ου αί.) εις τήν περιοχήν τής Στρατονίκης.
Η περιοχή του Μοναστηριού καυχάται διά τό βλάστημά του, τον άγιον Νεκτάριον Καρυώτην (5 Δεκεμβρίου 1500).
Ή Ζίχνη διά τον όσιον Θεόφιλον τον Μυροβλύτην (8 ’Ιουνίου 1558)
καί ή Καβάλα διά τον Φιλόθεον τόν Διονύσιά την ( 21 ’Οκτωβρίου, 16ος αί.).
Καί οί άγιοι μέν, λοιπόν, πού έζησαν, έθαυματούργησαν καί ήγίασαν τήν Μακεδονίαν, ούτε καί μετά τόν θάνατον δέν τήν έγκαταλείπουν, συνεχίζοντες νά στέλλουν τάς εύλογίας αύτών έξ ούρανίου θυσιαστηρίου, ού μήν καί διά τών θείων λειψάνων αύτών, άτινα άποτελουν μίαν είδικωτάτην ενεργό προστασίαν.
Επειδή δέ είναι άδιάλειπτος ή έμπειρία του λαού έκ τών λειψάνων, όστις , δυνάμεθα νά είπωμεν, μετά μανικού ζήλου καί πνευματικής έκστάσεως τά υποδέχεται, δι ’ αύτό καί δέν έχουν αίσθησιν λειψάνου, άλλά τό βίωμά τους είναι: ερχεται ό Αγιος, ό ίδιος ό "Αγιος!
Ο σεβασμός δέ τών Μακεδόνων πρός τον Άθωνα έδημιούργησε διάφορα ζωαρκή καί ζωήρρυτα άποτελέσματα, π.χ. νά έχουν καί νά έξυπηρετώνται ώς καί έξ άμέσου καί έγγυτάτης πηγής υπό άγιων Γερόντων, άπό τών όποιων άρύονται ζωήν καί περισσόν, άλλοιούμενοι καί έξαστράπτοντες.
Η νά προτιμώνται διά τήν άρχιερωσύνην τών μακεδονικών πόλεων άνδρες ώς οι άγιοι Θεσσαλονικείς Γρηγόριος Παλαμάς, ’Ισίδωρος ό Πατριάρχης, Φιλόθεος Κόκκινος, πρ. 'Ηγούμενος Λαύρας, Νήφων ό μετέπειτα Πατριάρχης, Θεωνας, ό κτίτωρ τής Άγιας Αναστασίας, ό Βατοπαιδινός ήγούμενος Μαννασής Σερρών καί είτα Πατριάρχης Μάξιμος Δ', ό Περιθεωρίου (Ξάνθης) Θεοφάνης κ.ά.π.
Καί εις τήν τουρκοκρατίαν, μόλις είναι άνάγκη νά είπωμεν τον ήγετικόν ρόλον του Άγιου ’Όρους καί δή εις τήν έπανάστασιν του Είκοσιένα εις Μακεδονίαν διά του ήρωος Εμμανουήλ Παππα. Τότε άνω τών τριών έκατοντάδων μοναχών άγιορειτών έμαρτύρησαν εις Θεσσαλονίκην
Η προσφορά του Άγιου ’Όρους εις τήν διάπλασιν του μαρτυρικού φρονήματος τών υποδούλων άποκαλύπτεται εις τά συναξάρια τών Μακεδόνων νεομαρτύρων. ’Όπισθεν παντός νεομάρτυρος σχεδόν ύποκρύπτεται κάποιος ύπαλείπτης, θύτης-προπονητής, π.χ. εις τήν νεομάρτυρα Χρυσήν, ό πνευματικός πατήρ σταυρονικητιανός Τιμόθεος.
Οπως είναι γνωστόν, κατά τήν τουρκοκρατίαν πλείσται μοναί έσβυσαν ή, μόλις έδημιουργήθησαν, ήρημώθησαν μείζονα πλούτον ήγησάμεναι.
Ουτω καί διά τήν προσφοράν εις τον Μακεδονικόν άγώνα τών άρχών του αίώνος μας, τά άγιορειτικά σπήλαια κράζουν, δτι, παρά τούς μεγίστους κινδύνους, τά μοναστήρια μεγάλως συνετέλεσαν εις τήν έπιτυχεστέραν διεξαγωγήν του άγώνος.
Εις τήν ήμετέραν I. Μονήν διέθεσεν ή έλληνική κυβέρνησις παράσημον διά τον μακαριστόν προηγούμενον Ίωαννίκιον (1906-20), τον έπικληθέντα «έλεήμονα», μεγάλως συνδραμόντα καί διά γενναίων προσφορών οικονομικών καί διά προτροπών πρός τούς Οικονόμους τών Μετοχίων μας καί διά διαφυλάξεις καί άποκρύψεις καταζητουμένων μακεδονομάχων.
Η έπικοινωνία Μονής καί Μετοχίων έγίνετο συνθηματικώς.
Άς μή λησμονήσωμεν νά είπωμεν, ότιοι Μακεδόνες, ώς έγγύς του Αγίου ’Όρους, είχον πάντοτε τήν δυνατότητα έως του νυν νά έρχωνται εύχερώς, ιδίως ώς προσκυνηταί ή ώς εξομολογούμενοι, λαμβάνοντες άγιασμόν, παρηγορίαν, ειρήνην, σωτηρίαν, άλλά καί πολλάς οίκονομικάς άπολαυάς ώς έλεημοσύνας ή δι’έργασίας άμοιβάς σοβαρωτάτας.
Δι’ αύτό καί οί Σύλλογοι έν Έλλάδι «Φίλοι του 'Αγίου ’Όρους», είδικώς δέ οί μακεδονικοί, άλλά καί άλλαι ομάδες χωρίων ή πόλεων, έκ βαθείας εύγνωμοσύνης καί έσωτερικής άνάγκης, άναπτύσσουν πνευματικάς καί μορφωτικάς δραστηριότητας.
Ητο συγκλονιστικόν τό γεγονός, δτι, πριν άκόμη ή έσχάτως μεγάλη πυρκαίά του πυρίνου ποταμού καταπαύση, μέ εμπιστοσύνην ήνοιγαν τά θυλάκια αύτών χάριν τών Ι. Μονών, καί παντί τρόπω έξεδήλουν τήν στοργήν καί τήν κοινωνίαν μέ τά μοναστήρια.
Πόσοι καί πόσοι Μακεδόνες γίνονται φορείς τής άγιορειτικής πνευματικότητος διά τής όποίας αύτοί ζούν καί άλλους φωταγωγούν!
Τώρα ας μεταβώμεν καί εις τά άγιορειτικά κέντρα έν Μακεδονία, φυτευθέντα υπό άγιορειτών.
Τοιαυτα, δηλονότι, έξαρτήματα καί Μετόχια, πνευματικής ή θεσμικής σχέσεως μέ τήν κυρίαρχον άγιορειτικήν μονήν, έκ κτιτόρων κοινών ή πάλαι ποτέ υπό άοιδίμων δομητόρων κτισθέντα, έπανδρουνται διά μοναχών του Άγιου ’Όρους ή έκ τών άνδρωων ή γυναικείων Μετοχίων, συνήθως παρακλήσει πολλή καί θερμή τών Επισκόπων ή εύλογία όμοθύμω αύτών.
Ταυτα λειτουργουν μέ δρους καί συνήθειας άπ’ αιώνων εύδοκίμους έως σήμερα.
Τά άγιορειτικά μετόχια ίδρύοντο κατά περιστάσεις ή έξ οικονομικών ή προμηθευτικών πόρων καί μέσων ή έξ έπιτοπίων άναγκών πνευματικών, λειτουργικών κτλ., άναβιώσεως ή στηρίξεως του φρονήματος τών υποδούλων ή τών έλευθέρων ή έξ αύτομάτου γενέσεως μοναχικού ή ιεραποστολικού πυρήνος, ή καλλιέργειας πνευματικου ήθους μέ έπιδράσεις εις τούς έν τω κόσμω οίκούντας καί έλκομένους έκ τής εύχής του Ίησού, έκ τών άγρυπνιών καί έν γένει τής ήσυχαστικής παραδόσεως του Άγιου ’Όρους.
Ούτως ή ειρήνη, ήτις βιούται τοπικώς εις
τό Περιβόλι τής Παναγίας,
έξικνείται καί εις τόν κόσμον.
Τοιαύται κινήσεις παρουσιάζονται φυσικώς έν τή χώρα ήμών, άλλά καί πνευματικώς εις τήν άλλοδαπήν καί έξανοίγουν «πηγάς ύδάτων» καί «θεμέλια άπό έμπνεύσεως Θεού».
Η λατρεία, τά τυπικά, άκόμη καί ή γλώσσα ή έλληνική διεσώθησαν μέσα εις τοιαυτα κέντρα. Τά πνευματικά, παραδοσιακά,
θεσμικά ιερά εξαρτήματα καί μετόχια γίνονται λίαν στηρικτικά του λαού, όστις άντλεί έξ αύτών κοινωνίαν, εύγένειαν, δύναμιν, πίστιν, άναγεννητικήν πνοήν καί ορμήν. Έξ αύτών έπηρεάζεται ό λαός δυναμικώς καί θετικώς ώς πρός τήν έκκλησιαστικήν καί λειτουργικήν καί πνευματικήν ζωήν αύτού, ήτις βοηθεί ουτω τούς λειτουργούς τής έπιτοπίου έκκλησίας καί ζωοποιεί έτι καί συνεργεί κόπους ιερατικούς καί πόνους αύτών. 'Η συχνή π.χ. πρόσκλησις αγιορειτών μοναχών παρά τών Μητροπόλεων, ιδίως τής Μακεδονίας, καί δή συχνώς, είναι έκδήλωσις δίψης καί χρείας τών ψυχών έν τω κόσμω.
Ουτω, καί σήμερον, ή Μακεδονία άρδεύεται άπό τον χειμαρρώδη Άθω.
Άς ύπογραμμίσωμεν, τέλος, καί τήν θεολογικήν άνανέωσιν τής Άριστοτελείου Πανεπιστημιακής Σχολής μας έκ τής σχέσεως μέ τό 'Άγιον ’Όρος, ώσαύτως δέ καί τήν έπίδρασιν εις τό 'Άγιον ’Όρος διά του πνευματικού αύτού καί θεολογικού καί πολιτιστικού έδράνου.
Ούτως οι έλλογιμώτατοι κύριοι καθηγηταί τής Θεολογικής Σχολής είναι τακτικώτατοι έντρυφηταί του άθωνικου τούτου έξωκοσμίου καί ύπερκοσμίου φροντιστηρίου. Καί ή άνθησις τών παλαμικών σπουδών καί ή εύγενής θεολογική μαρτυρία είναι πολυκαρπία ταύτης τής ίεράς συναλλαγής. Τό πνευματικόν συνάλλαγμα είναι: καθηγηταί ταπεινοί καί εύσεβείς, μοναχοί δσιοι καί καλλιεργημένοι.
Τελειώνοντας δέν μπορώ νά πώ τίποτε, παρά μόνον νά μνησθώ τής 'Υπεραγίας Θεοτόκου.
Αύτη ή Θεοτόκος, άφ ’ δτου, κατά τήν παράδοσιν, περιεπάτησεν εις τον ’Άθωνα, τον έδιάλεξε καί εκτοτε δέν τον έγκατέλειψε.
Αύτή ή Θεοτόκος εύλογεί τούς μόχθους καί τά μαρτύρια τών οσίων Πατέρων, 'να έκατονταπλασίως καρποφορήσουν.
Η Θεοτόκος πάλιν έπλήρωσε τήν μακεδονικήν γήν μέ όσιους, μάρτυρας καί νεομάρτυρας.
Έγέμισε πάλιν ή Θεοτόκος τήν Μακεδονίαν μέ ιερά έξαρτήματα, όπως είπομεν, καί μετόχια πού μεταδίδουν τήν οσμήν του Άθωνος.
Ωσαύτως έγιναν καί γίνονται ώς άπαύγασμα κατερχόμεναι σημαντικαί μορφαί ιεραποστολής, πού είναι πάντοτε άναγκαία εις πασαν έποχήν.
Τό ’Όρος λοιπόν τής Παναγίας, όπως ένδεικτικώς άνεφέραμεν προηγουμένως, δέν ύστέρησεν ούτε εις τούς ιερούς άγώνας τού έθνους, ούτε εις κάποιαν χρείαν πού θά υπήρχε.
Ολα αύτά σημαίνουν μίαν σχέσιν άνάμεσα εις τό ’Όρος καί τήν Μακεδονίαν, μίαν σχέσιν δώδεκα αιώνων, πού έγγυώνται τήν άδιάσπαστον κοινήν πορείαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου