του Αποστόλου Παπαγιαννοπούλου
"Ιστορία της Θεσσαλονίκης"
Εκδόσεις Ρέκος
Θεσσαλονίκη 1982
Με την έναρξη του Α' Βαλκανικού πολέμου, και σε χρονικό διάστημα μιας βδομάδας, οι συμμαχικές δυνάμεις των βαλκανικών κρατών είχαν ήδη προξενήσει σοβαρά πλήγματα στις στρατιωτικές δυνάμεις της Τουρκίας.
Οι αλλεπάλληλες, όμως, αυτές νίκες των συμμάχων όξυναν στο παρασκήνιο έναν έντονο ανταγωνισμό μεταξύ τους, που εκδηλωνόταν — παρόλες τις συμφωνίες που προηγήθηκαν — ακόμα και σ’ αυτά τα πεδία των επιχειρήσεων.
Καθεμιά από τις σύμμαχες χώρες είχε πια φανερό στόχο την κατάληψη περισσότερων εδαφών και ιδιαίτερα μεγάλων αστικών κέντρων, ώστε με βάση τις κατακτήσεις της να προβάλλει και να διεκδικήσει αργότερα τις απαιτήσεις της, που πολλές φορές εξυπηρετούσαν ξένα συμφέροντα των ισχυρών της Ευρώπης.
Οι συνθήκες άλλωστε, που τις παραμονές του πολέμου υπογράφηκαν, έκαναν σαφές ότι το «εδαφικό» πρόβλημα δε θα λυνόταν παρά μόνο στο πεδίο των μαχών.
Ιδιαίτερα σαφής ήταν στο σημείο αυτό η συνθήκη που υπέγραψαν η Ελλάδα και η Βουλγαρία στις 16 Μαίου 1912 στη Σόφια.
Έτσι εδαφικά τίποτα δεν είχε προδικασθεί και αυτό αποτελούσε μια πραγματικότητα, που στοιχειώδης πολιτική αντίληψη όφειλε να εκτιμήσει ανάλογα.
Στο πεδίο των στρατιωτικών επιχειρήσεων ασφαλώς τα πράγματα είναι ρευστά και τα σχέδια δράσης αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τα δεδομένα της στιγμής.
Όμως υπάρχει πάντα ένας προκαθορισμένος στόχος, που προκύπτει από πάγιες εθνικές διεκδικήσεις.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις κατευθύνσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης και τις οδηγίες και εντολές του Υπουργού Στρατιωτικών Ελευθερίου Βενιζέλου, που ασκούσε παράλληλα και αυτά τα καθήκοντα, όφειλε ο επικεφαλής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος να συμμορφωθεί με τις γενικότερες αυτές επιδιώξεις και στόχους.
Μετά την επιτυχή έκβαση των συγκρούσεων στην Ελασσόνα και στο Σαραντάπορο και την κατάληψη των Σερβίων, Κοζάνης, Γρεβενών και Κατερίνης, ο ελληνικός στρατός έπρεπε ταχύτατα να κινηθεί προς την κατεύθυνση της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε πάντοτε φανερό στόχο και των άλλων δύο συμμάχων, της Βουλγαρίας (κατά κύριο λόγο) και της Σερβίας.
Είναι ιστορικά διαπιστωμένο ότι στο θέμα αυτό ο διάδοχος Κωνσταντίνος ήρθε σε ρήξη με τον υπεύθυνο κυβερνήτη της χώρας Ελευθέριο Βενιζέλο επιμένοντας πως ο σωστότερος δρόμος είναι αυτός που οδηγεί στο Μοναστήρι (όπου υπήρχε μεγάλος, επίσης, ελληνικός πληθυσμός) παρά στη Θεσσαλονίκη.
Χρειάστηκε ο Βενιζέλος να ασκήσει δυναμικά τις αρμοδιότητές του, στέλνοντας μάλιστα στις γραμμές του μετώπου και το βασιλιά Γεώργιο Α', για να τροποποιήσει ο διάδοχος τα επιτελικά του σχέδια και να πειστεί πως το γενικότερο συμφέρον της Ελλάδας απαιτούσε την άμεση κατάληψη της Θεσσαλονίκης, που ήταν έδρα του Τούρκου αρχιστρατήγου Χασάν Ταξίν πασά, διοικητή του 8ου Σώματος του τουρκικού στρατού.
Στις 14 Οκτωβρίου 1912 ο βασιλιάς Γεώργιος Α' φτάνει στην Κοζάνη με εντολή του Βενιζέλου να τεθεί, για λόγους γοήτρου και πολιτικής σκοπιμότητας, επικεφαλής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων που θα καταλάμβαναν τη Θεσσαλονίκη.
Οι πιέσεις του Βενιζέλου, η παρουσία του βασιλιά στο μέτωπο και οι πληροφορίες από θετικές πηγές ότι οι Βούλγαροι «σπεύδουν» προς τη Θεσσαλονίκη «πανστρατιά» ανάγκασαν τον Κωνσταντίνο να στραφεί προς τα Γιαννιτσά, όπου είχαν συγκεντρωθεί σημαντικές τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις για να εμποδίσουν την προέλαση προς την πρωτεύουσα της Μακεδονίας.
Δέκα πέντε μήνες προτού ελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη απ’ τον τουρκικό ζυγό, επισκέφτηκε την πόλη ο σουλτάνος Ρεσάτ, που πήρε το θρόνο μετά την εκθρόνιση του Αβδούλ Χαμήτ.
Πρώτος σουλτάνος που πάτησε τη Θεσσαλονίκη ήταν ο Μουράτ Β’ (1430) καί
τελευταίος
ο Ρεσάτ (1911).
Στη φωτογραφία ο Ρεσάτ αναχωρεί απ’ την Αγία Σοφία (Αγιά-Σοφιά τζαμί) μετά από επίσημο προσκύνημα (παλιά καρτ-ποστάλ).
Ο ελληνικός στρατός «καθ’ όδόν» καταλαμβάνει τη Βέροια, τη Νάουσα, Έδεσσα και Κατερίνη. Το ηθικό των Τούρκων έχει καταρρεύσει πια και στα πεδία των μαχών αλλά και μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Σ’ αυτό βοήθησε, εκτός από τις αλλεπάλληλες ήττες του τουρκικού στρατού, και ο τορπιλισμός του τουρκικού θωρηκτού «Φετχή-Μπουλέν» μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης από το μικρό τορπιλοβόλο σκάφος του υποπλοίαρχου Νικολάου Βότση στις 18 Οκτωβρίου 1.
2.
Ο χρόνος που χάθηκε αποδείχτηκε πως ήταν πολύτιμος στην εξέλιξη των γεγονότων, που παραλίγο θα στοίχιζαν στην Ελλάδα την απώλεια, μετά τη λήξη των επιχειρήσεων, της πέρα από τον Αξιό ποταμό ελληνικής γης.
Με ξυλεία που μεταφέρθηκε εσπευσμένα απ’ τη Νάουσα και τα γύρω χωριά, το ελληνικό μηχανικό κατασκεύασε τις αναγκαίες γεφυρώσεις των ποταμών και έτσι ο ελληνικός στρατός άρχισε, με βραδύ ρυθμό, να αναπτύσσει «κυκλωτική» κίνηση γύρω από τη Θεσσαλονίκη, κατά τα γερμανικά πρότυπα διεξαγωγής του πολέμου, των οποίων ένθερμος οπαδός ήταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος.
Στις 25 Οκτωβρίου το απόγευμα παρουσιάστηκαν στις προωθημένες ελληνικές θέσεις ο Τούρκος στρατηγός Σαδίλκ με τους Ευρωπαίους προξένους της Θεσσαλονίκης και πρότειναν την παράδοση της πόλης υπό όρους κατά εξουσιοδότηση του Τούρκου αρχιστράτηγου Χασάν Ταξίν πασά.
Ο Διάδοχος αρχιστράτηγος, εκτιμώντας και πάλι λανθασμένα την πίεση που ασκούσε ο χρόνος, δεν έκανε δεκτούς τους όρους αυτούς και ζήτησε την παράδοση της πόλης «άνευ ορων».
Μάλιστα έταξε και προθεσμία 16 ολόκληρων ωρών για απάντηση, τη στιγμή που ήδη διαπιστωνόταν ότι οι Βούλγαροι πλησίαζαν την περιοχή των επιχειρήσεων 3.
Ο τούρκος αρχιστράτηγος απέρριψε τους όρους, παρόλο ότι διακρινόταν κάποια επιθυμία των Τούρκων να παραδοθεί η πόλη στους Έλληνες παρά στους Βουλγάρους, για το φόβο καταστροφών και σφαγών.
Ο Βενιζέλος, που παρακολουθούσε συνεχώς την εξέλιξη των επιχειρήσεων, με έντονο ύφος διατάζει στη συνέχεια τον Κωνσταντίνο να καταλάβει αμέσως την πόλη της Θεσσαλονίκης χωρίς χρονοτριβή καθιστώντας τον μάλιστα υπεύθυνο για κάθε ανεπιθύμητη εξέλιξη που θα είχε σαν αιτία την καθυστέρηση αυτή3.
Ενώ ο στρατός και πάλι κινείται για να καταλάβει την πόλη, με νεώτερο μήνυμά του ο Ταξίν πασάς αποδέχεται τους όρους του Κωνσταντίνου.
Οι πληρεξούσιοι επιτελείς αξιωματικοί Βίκτωρας Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς υπογράφουν εσπευσμένα στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912 τα σχετικά πρωτόκολλα της παράδοσης της πόλης από τους Τούρκους στον ελληνικό στρατό, ενώ οι Βούλγαροι είχαν πια φτάσει στην Άσσηρο και προωθούνταν προς τη Λητή. Οι σχετικές διατυπώσεις έληξαν το βράδυ στις 11, οπότε μπήκαν στη Θεσσαλονίκη δυό ευζω νικά τάγματα, για να ακολουθήσουν τμήματα της 7ης μεραρχίας, που εγκαταστάθηκαν στη ΒΔ είσοδο της πόλης.
Ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χασάν Ταξίν πασάς υπογράφει στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης τα πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στους Έλληνες. |
Την ίδια νύχτα ο Βούλγαρος στρατηγός Θεο δωρόφ, που τα τμήματά του είχαν φτάσει έξω από τα όρια της πόλης, κατορθώνει να στείλει Βούλγαρο αξιωματικό μυστικά στον Ταξίν πασά και να ζητήσει να υπογράψει παρόμοια πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης (σαν τα ελληνικά) και για τους Βουλγάρους. Ο Τούρκος αρχιστράτηγος αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των Βουλγάρων, παρόλο που φαίνεται ότι του ασκήθηκε έντονη πίεση 4.
Το Πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες, που συντάχτηκε απ’ τον έφεδρο δεκανέα Ίωνα Δραγούμη5
στα ελληνικά και
γαλλικά, αναφέρει τα εξής:
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ
Μεταξύ τής Α. Βασ. Ύψηλότητος, τού 'Αρχιστρατήγου του Ελληνικού στρατού καί τής Α. Εξοχότητος τού 'Αρχιστρατήγου τού ’Οθωμανικού στρατού συνεφωνήθησαν καί άπεφασίσθησαν τά κάτωθι:
Άρθρ. 1. Τά όπλα των όθωμανών στρατιωτών θά άφαιρεθοϋν καί θά άποτεθοϋν εις φύλαξιν ύπό τήν ευθύνην τού Ελληνικού στρατού. Περί τούτου θά συνταχθή πρωτόκολλον.
Αρθρ. 2. Οί όθωμανοί στρατιώται θά στρατωνισθούν έν μέρει εις Καραμπουρνού καί κατά τό λοιπόν τμήμα εις τόν στρατώνα τού πυροβολικού «Τοπτσή». Θά διατρέφωνται ύπό τών άρχών τής Θεσσαλονίκης.
Αρθρ. 3. Ή πόλις τής Θεσσαλονίκης παραδίδεται εις τόν Έλληνικόν στρατόν μέχρι τής συνάψεως τής ειρήνης.
Αρθρ. 4. "Ολοι οι ανώτεροι στρατιωτικοί άξιωματούχοι καί αξιωματικοί θά δικαιούνται νά διατηρήσουν τά ξίφη των καί νά εϊναι έλεύθεροι έν Θεσσαλονίκη. Ουτοι θά δώσουν τόν λόγον των ότι δέν θά λάβουν πλέον τά όπλα έναντίον τού Ελληνικού στρατού καί τών συμμάχων του κατά τήν διάρκεια τού πολέμου τούτου.
Αρθρ. 5. "Ολοι οί άνώτεροι πολιτικοί άξιωματούχοι καί υπάλληλοι τού Βιλαετιού θά είναι έλεύθεροι.
Αρθρ. 6. Οί χωροφύλακες καί τά όργανα τής άστυνομίας θά φέρουν τά όπλα των.
Αρθρ. 7. Τό Καραμπουρνού θά χρησιμεύση ώς τόπος στρατωνισμού τών άφωπλισμένων όθωμανών στρατιωτών. Τά πυροβόλα καί τά μηχανήματα πολέμου τού Καραμπουρνού θά τεθούν έκτός ύπηρεσίας ύπό τού ’Οθωμανικού στρατού καί θά παραδοθούν είς τόν Έλληνικόν στρατόν.
Αρθρ. 8. Τό περιεχόμενον τού άρθρου 1 θά έκτελεσθή έντός δύο ήμερών άπό τής αυριον Σάββατον 27 ’Οκτωβρίου 1912. Η προθεσμία δύναται νά παραταθή τή συναινέσει τού ’Αρχιστρατήγου τού Ελληνικού στρατού.
Αρθρ. 9. Ή κατάστασις αυτή θά διατηρηθή μέχρι τής συνάψεως τής ειρήνης.
Αρθρ. 10. Οί χωροφύλακες καί ή 'Οθωμανική άστυνομία θά συνεχίσουν τήν ύπηρεσίαν των μέχρι νεωτέρας άποφάσεως.
Θεσσαλονίκη τή 26 'Οκτωβρίου 1912
Ό ’Αρχιστράτηγος τού Οί πληρεξούσιοι τής
’Οθωμανικού στρατού Α.Β.Υ. τού Πρίγκηπος Διαδόχου τής
(Χασάν Ταξίν) Ελλάδος (Β. Δούσμανης)
(Ι.Π. Μεταξάς)
Το παραπάνω Πρωτόκολλο συνόδευε και άλλο «προσαρτημένο» με 6 άρθρα, το οποίο αναφερόταν στον τρόπο εισόδου στην πόλη των ελληνικών στρατευμάτων, στην παροχή τροφής στους Τούρκους στρατιώτες κτλ.
Ίων Δραγούμης |
Την ίδια ώρα και κάτω από ραγδαία βροχή, που όμως δεν ήταν ικανή να αποτρέψει τον ελληνικό πληθυσμό από το να πλημμυρίσει τους δρόμους, μπαίνει στην πόλη από την οδό Μεμλεκέτ Μπαχτσεσή (σημερινή 26ης Οκτωβρίου) η μεραρχία του Μεράρχου Κλεομένη Κλεομένους.
Στις 29 Οκτωβρίου με νέα τμήματα στρατού μπαίνει στην πόλη ο βασιλιάς Γεώργιος Α', που εγκαθίσταται στην περιοχή Εξοχών της Θεσσαλονίκης, στο αρχοντικό Χατζηλαζάρου, ενώ ο διάδοχος Κωνσταντίνος και το επιτελείο του εγκαταστάθηκαν στο Ξενοδοχείο «Σπλέντιτ».
Αμέσως με την κατάληψη της πόλης ορίστηκε ο πρίγκιπας Νικόλαος Στρατιωτικός Διοικητής των ελληνικών στρατευμάτων της πόλης, ενώ το κύριο Επιτελείο του στρατού μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Ήπειρο για την κατάληψη των Ιωαννίνων 6.
Στις 30 Οκτωβρίου έγινε λαμπρή δοξολογία στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος (1868-1951) για την απελευθέρωση της ιστορικής πόλης της Θεσσαλονίκης απ’ τους Τούρκους, μετά από 482 χρόνια κατοχής και δουλείας στους Οθωμανούς.
Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης απ’ τον ελληνικό στρατό με την αργοπορία που έγινε και με τους Βουλγάρους στρατοπεδευμένους ή εγκαταστημένους, με διάφορα τεχνάσματα, μέσα στην πόλη, δεν ήταν διόλου οριστική. Επί μήνες υπήρχε ένας ακήρυχτος πόλεμος μεταξύ 6.
Το νεοκλασικό κτίσμα του παλιού Ε' Γυμνασίου Αρρένων Θεσσαλονίκης (villa Kapantzi) στη Λεωφόρο Βασ. Όλγας, χρησιμοποιήθηκε σαν έδρα της Στρατιωτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης. Ελλάδας και Βουλγαρίας με αντικείμενο τη Θεσσαλονίκη, ωσότου ο В' Βαλκανικός πόλεμος έλυσε οριστικά το πρόβλημα υπέρ της Ελλάδας.
Πέρα από τη Βουλγαρία, που είχε βλέψεις στη Θεσσαλονίκη, και η Αυστρο-ουγγρική αυτoκρατορία, με τη συμπαράσταση της Γερμανίας, εργαζόταν με μυστικές και παρασκηνιακές
ενέργειες απ’ την πρώτη ώρα της κατάληψης της Θεσσαλονίκης απ’ τον ελληνικό στρατό, προκειμένου να «διεθνοποιηθεί» η πόλη, φυσικά προς όφελος της Βουλγαρίας και των γενικότερων συμφερόντων της Αυστρίας στα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή.
Επίσης οι Εβραίοι κάτοικοι της πόλης, με την ισχυρή κοινότητά τους και τις διασυνδέσεις τους στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χώρο, δεν αποδέχτηκαν με ιδιαίτερη ικανοποίηση την ένταξη της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος.
Μάλιστα προωθήθηκαν προς το εξωτερικό — χωρίς επιτυχία — και προτάσεις για «αυτόνομη» Θεσσαλονίκη με ισραηλιτική διοίκηση.
Χρειάστηκαν επίμονοι αγώνες στο διπλωματικό πεδίο και ακόμα οι αιματηρές συγκρούσεις του Β' Βαλκανικού πολέμου, για να εδραιωθεί και να επικυρωθεί διεθνώς ότι η Θεσσαλονίκη ανήκει δικαιωματικά στην Ελλάδα.
To κτίσμα μέσα στο οποίο συμφωνήθηκε η παράδοση της Θεσσαλονίκης (παλιά καρτ-ποστάλ). |
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης με το τορπιλοβόλο σκάφος του «11» μπήκε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με παράτολμο τρόπο που ξανάφερε στη μνήμη των Ελλήνων τις μέρες του Αγώνα του ’21.
Υπολογίζοντας το μικρό βύθισμα του σκάφους του ο Βότσης πέρασε τη νύχτα πάνω από τις νάρκες, με τις οποίες είχαν φράξει το λιμάνι οι Τούρκοι, κινούμενος πολύ κοντά στα αβαθή νερά των εκβολών του ποταμού Αξιού.
Αφού με δυό τορπίλες βύθισε το «Φετχή Μπουλέν» που βρισκόταν στο λιμάνι, αποχώρησε χωρίς καμιά απώλεια.
Να πώς περιγράφει το γεγονός ο Ιδιος ο υποπλοίαρχος Βότσης σε αναφορά του προς το τότε Υπουργείο Ναυτικών:
«Άπέπλευσα έκ Αιτοχώρου τήν πρωίαν καί κατέπλευσα εις Σκάλαν Έλευθεροχωρίου, όπου παρέμεινα μέχρι 9ης έσπέρας, όπότε άπέπλευσα διά τήν έπίθεσιν. Τό Καραμπουρνοϋ έφώτιζε συνεχώς τήν θάλιασσαν διά τών προβολέων του, άλλά διήλθον άπαρατήρητος μεταξύ Καραβοφανάρου καί Βαρδάρη.
Κατόπιν ολοταχώς εφθασα εις τόν λιμένα τής Θεσσαλονίκης καί τήν 11 και 20' διέκρινα άνευ αμφιβολίας τό Τουρκικών θωρηκτόν ανάπρωρον (έστραμμένον) πρός τόν πνέοντα Μέσην (Β.Α) εις τήν δυτικήν άκραν τού κυματοθραύστου.
Εις τήν αντίθετον δεξιάν άκραν (συνήθη τόπον άγκυροβολίας) ύπήρχε Ρωσσικόν πολεμικόν υποθέτω καί άλλα. Έχώρησα ήρέμα, πάντοτε απαρατήρητος, καί κατηύθυνα τήν πρώραν εις τό μέσον του Τουρκικού θωρηκτοϋ.
Έξεσφενδόνισα πρώτον τήν δεξιάν πρωραίαν τορπίλην τήν 11 καί 35' άπό άποστάσεως 150 μέτρων έστρεψα ειτα ολίγον άριστερά προχωρών καί έξεσφενδόνισα τήν άριστεράν άνεπόδισα τότε ολοταχώς όπως άπομακρυνθώ τής έκρήξεως...».
Το γεγονός του τορπιλισμού του τουρκικού θωρηκτοϋ συντάραξε τους Τούρκους της Θεσσαλονίκης, ενώ ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης έβλεπε να πλησιάζει η μέρα της απελευθέρωσης.
Το ίδιο τορπιλοβόλο σκάφος βύθισε τουρκική κανονιοφόρο μέσα στο λιμάνι των Κυδωνιών (Αϊβαλι) στις 9 Νοεμβρίου 1912. Ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης γεννήθηκε στην Ύδρα το 1877 και υπήρξε γόνος ναυτικής οικογένειας. Κατατάχτηκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1892. Πήρε μέρος στους αγώνες της Κρήτης (1896-97) σαν σημαιοφόρος'του θωρηκτού «Υδρα» και στη συνέχεια στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και αργότερα, σαν πλοίαρχος, υπήρξε κυβερνήτης του θωρηκτού «Κιλκίς».
Το 1921 διορίστηκε Ύπατος Αρμοστής της Κωνσταντινούπολης.
2. Ο Έλληνας γιατρός Α. Δοξιάδης, που υπηρετούσε στο αρχιστρατηγείο των Βουλγάρων, είχε ήδη μεταβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στον πρεσβευτή της Ελλάδας στη Σόφια Πανά. Το ίδιο έκανε και ο επίσης Έλληνας γιατρός Φίλιππος Νίκογλου, που υπηρετούσε στο χειρουργείο της 7ης βουλγαρικής μεραρχίας.
3. Ο Βενιζέλος μαθαίνοντας τη γρήγορη προέλαση των Βουλγάρων προς τη Θεσσαλονίκη, έστειλε βίαιο τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο με το εξής περιεχόμενο: «Παραγγέλλεσθε νά άποδεχθήτε τήν προσφερομένην ύμιν παράδοσιν τής Θεσσαλονίκης καί νά είσέλθετε εις ταύτην άνευ χρονοτριβής. Καθιστώ ύμάς υπεύθυνον διά πάσαν άναβολήν, έστω καί στιγμής».
4. Υπάρχει γραπτή μαρτυρία του γιού του Ταξίν πασά, Κενάν Ταξίν Μεσσαρέ, που υπηρετούσε το 1912 στο επιτελείο του πατέρα του. Αποκαλυπτική επιστολή του δημοσιεύτηκε σε ελληνική εφημερίδα προ 20ετίας.
5. Ο Ίωνας Δραγούμης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1878.
Ήταν γιός του Στεφάνου Δραγούμη, που διετέλεσε πρωθυπουργός.
Καταγόταν απ’ το Βογατσικό της Καστοριάς.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αφιερώθηκε στα γράμματα και την πολιτική.
Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 κατατάχτηκε εθελοντής.
Το 1899 μπήκε στο διπλωματικό σώμα και διορίστηκε υποπρόξενος στο ελληνικό προξενείο του Μοναστηριού (1902), όπου έμεινε μέχρι το 1904 εργαζόμενος για την υπόθεση της Ελλάδας
Αργότερα, μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, εκλέχτηκε βουλευτής ΦλώριναςΚαστοριάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου