Κωνσταντίνος Δ. Ρακτιβάν |
Κωνσταντίνου Δ. Ρακτιβάν
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Αντιπροσώπου της κυβερνήσεως εν Μακεδονία
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Μακεδονική Βιβλιοθήκη 12
Θεσσαλονίκη 1951
Επιμέλεια Ι.Δημαρά
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΟΥ
Tη 27η Όκτωβρίου 1912 επέβην εν Πειραιεΐ του ατμοπλοίου «’Αρκαδία», κυβερνωμένου υπό του πλοίαρχου Άντ. Χατζηκυριάκου, μετά δεκάδος προξενικών υπαλλήλων, δυο δικαστικών, πέντε τελωνειακών και 3 4 ετέρων, πρός δέ 168 άνδρών της Κρητικής χωροφυλακής υπό τον ’Αρχηγόν άντι συνταγματάρχην του πυροβολικοΰ Λ. Μομφερράτον, μικρού αγήματος ναυτών, ευαρίθμων μηχανικών του ασυρμάτου καί τινων δημοσιογράφων .
Τήν επομένην δέ περί την 2αν μ. μ. κατεπλεΰσαμεν εις Έλευθεροχώριον, ενθα εΰρομεν υπέρ τά 20 πλοία άναμένοντα, εν οις ήσαν ή θαλαμηγός «Αμφιτρίτη», ής έπέβαινεν ή Α.Μ. ή Βασίλισσα [Όλγα], τό πλοκόν νοσοκομειον «’Αλβανία», τό καταδρομικόν «Σφακτηρία», τό υπερωκεάνειον «Θεμιστοκλής».
Διότι ο μέν πρός τον λιμένα τής Θεσσαλονίκης εΐσπλους έτέλει άποκεκλεισμένος διά τών τοποθετημένων τορπιλλών, ή πλοηγική δέ υπηρεσία εκ ρυμουλκών, φερόντων Γαλλικήν σημαίαν, ήρνεΐνο νά oδηγήσει τά Ελληνικά πλοία.
Έσπευσα νά τηλεγραφήσω ταΰτα εις Αθήνας, μεθ’ ο επεσκέφθην κατά καθήκον τήν Βασίλισσαν, άποβάς δέ εις Έλευθεροχώριον, ενθα εΰρίσκετο ο άντισυνταγματάρχης Μεσσαλάς, εντεταλμένος τήν επιμελητείαν του στρατού, έξήτασα εάν ήτο δυνατή ή διά ξηρας μετάβασις εις Γιδά καί έκεΐθεν εις Θεσσαλονίκην, άλλ΄ έβεβαιώθην οτι ή συγκοινωνία αΰτη ήτο τελείως διακεκομμένη καί δι΄ αυτά τά μεταγωγικά του στρατού ενεκα του καιρού και του εδάφους.
Έδωκα διαταγάς νά επιζητηθή ή συνεννόησις πρός τό πλοηγόν σκάφος.
Τήν επιούσαν, 29ην ’Οκτωβρίου, ο πλοίαρχος τής «Σφακτηρίας» Α. Λάμπρος μοί άνήγγειλεν ότι αΰθις τήν πρωίαν ταΰτην τό ρυμουλκόν ήρνήθη νά πλοηγήση τό παρ΄ αΰτοΰ κυβερνώμενον πλοΐον, ώς καί οίονδήποτε ετερον ίδικόν μας, εδέχθη δέ μόνον νά συμπαραλάβη τον ύπαρχον τής «Σφακτηρίας» Βάτην, ϊνα συνεννοηθή μέ τάς εν Θεσσαλονίκη άρχάς μας.
Παρήγγειλα τον πλοίαρχον τής «Σφακτηρίας» όπως αΰριον κρατήστ) έν πάση περιπτώσει τό ρυμουλκόν και διά τής βίας, άφίνων εις εμέ τήν περαιτέρω άπόφασιν, προσκληθείς δέ μετέβην εις τό ελλιμενισμένον επίσης αυτόθι υπερωκεάνειον «Θεμιστοκλής» καί διά βενζινακάτου αΰτοΰ πάλιν εις Έλευθεροχώριον πρός άναζήτησιν τηλεγραφημάτων εξ ’Αθηνών, οια όμως δέν ΰπήρχον, τής γραμμής οΰσης από του μεσονυκτίου διακεκομμένης.
Μετά μεσημβρίαν επιβαίνων τής «'Αρκαδίας» και εν συνοδεία τής «Σφακτηρίας» μετέβην εις την παραλίαν τής Χαλκιδικής, ολίγον κατωτέρω του ακρωτηρίου, όπου εΐδομεν χωρικούς (προφανώς εξ Έπανωμής) διαρπάζοντας τά έπιπλα των Τουρκικών στρατώνων.
Διά λέμβου άπεβιβάσθησαν ναύται τινές εις την ξηράν, ινα έρευνήσωσι την κατάστασιν καί επέστρεψαν ανενόχλητοι.
Ειχεν ήδη έπέλθει ή έσπέρα και άναφθή τά φώτα του άτμοπλοίου, ότε ήκουσα αίφνης παράγγελμα «εις τάξιν άπάρσεως» και ή «’Αρκαδία» εκινήθη πρός άπόπλουν, σβεσθέντων άμα όλων τών φώτων, ήκούοντο δέ κραυγαΐ τρόμου (νεαρού τινός πολεμικού άνταποκριτου, ώς εμαθον).
Έξετάσας έπληροφορήθην ότι ό πλοίαρχος τής «Σφακτηρίας», ΰπολαβών ότι είδε στρατόν ερχόμενον, ον εχαρακτήρισε καί ως Τουρκικόν κατά φαντασίαν, διέταξε την ώς άνω άπομάκρυνσιν, ο δέ πλοίαρχος του ήμετέρου ώφειλε ν΄ άκολουθήση, τελών κατά τούς ναυτικούς κανόνας υπό τάς διαταγάς του άλλου, καθό άρχαιοτέρου.
ΙΙαρετήρησα δτι, αφού εΰρισκόμην έν τώ πλοίω, ανώτερος άμφοτέρων, προκειμένου περί τοιοΰτων μή καθαρώς ναυτικών κινήσεων, εδει προ παντός νά έρωτηθώ εγώ.
Διέταξα δέ τον πλοίαρχον τής «’Αρκαδίας» νά μακρυνθή τής «Σφακτηρίας» και νά άνάψη αμέσως τά φώτα.
Έπιστρέψας εις Έλευθεροχώριον εϊδοποιήθην περι τάς 8 μ. μ. ότι ή τηλεγραφική συγκοινωνία άποκατέστη και εσπευσα νά μεταβώ εις το τηλεγραφείον, έν τώ μεταξύ δ΄ έλήφθη καί τηλεγράφημα του Πρωθυπουργού, από μεσημβρίας χρονολογοΰμενον, εχον οΰτω:
Υπουργόν Δικαιοσύνης Έλευθεροχώριον.
Νομίζω ότι πρέπει την πρωίαν νά επιχειρήσητε νά εΐσέλθητε εις Θεσσαλονίκην διότι ΰποθέτομεν ότι εκ παρεξηγήσεως τών σημάτων δεν είσήλθε σήμερον ή «Σφακτηρία».
Εννοείται ότι αν δεν προσέλθη ή υπό γαλλικήν σημαίαν πλοηγική ατμάκατος νά σάς όδηγήση εντός του λιμένος, θέλετε έπιστρέψει πάλιν εις Έλευθεροχώριον.
Βενιζέλος
Μηδόλως έκ τούτου ικανοποιούμενος, έζήτησα νά επικοινωνήσω μετά του Προέδρου τής Κυβερνήσεως, όπερ μετά πολύωρον αγώνα κατωρθώθη.
Τό συμπέρασμα όμως ήτο πάλιν άμείλικτον, ότι, αποκλεισμένης τής διά ξηράς οδού, ώφειλον κατ’ ανάγκην ν’ άναμείνω έν Έλευθεροχωρίω, μέχρις ου άνοιχθή ή θαλασσία.
ΙΙροσελθών μετά ταύτα ο Υπουργός τών ναυτικών (Στράτος) μοί εδωκε διαφόρους όλως απραγματοποίητους συμβουλάς, ήτοι ν΄ άνεύρω δύο χωρικούς έκ Κατερίνης, οϊτινες ειχον καθοδηγήσει τον Βότσην, τών οποίων όμως ουδέ τά ονόματα έγίγνωσκεν.
Άλλ’έγώ ειχον τό σχέδιόν μου, τό όποιον δεν άνεκοίνωσα, τό μέν φοβούμενος μή άποτραπώ δι΄ αντιθέτων οδηγιών, τό δέ ώς μή ών βέβαιος καί περί τής »επιτυχίας αυτού. Προσεπάθησα νά συνεννοηθώ και. με την Θεσσαλονίκην, ζητήσας εις τό τηλεγραφεί ον τον υπασπιστήν της Λ. Μ. στρατηγόν ΙΙάλλην, άλλ΄ άπέβη αδύνατον.
Ήθελον δέ κυρίως να βεβαιωθώ, εάν εν αποτυχία της διά θαλάσσης εισόδου ήτο δυνατόν νά μεταβώ δι΄ Έπανωμής (τούθ΄ όπερ άπετέλει δεύτερον εμού έπικουρικόν σχέδιον).
Μη εμπιστευόμενος πλέον εις την ενέργειαν του πλοιάρχου τής «Σφακτηρίας», κατόπιν του επεισοδίου τής άπάρσεως, άπεφάσισα νά μεταβώ την επιούσαν λίαν πρωί μετά τής «Αρκαδίας» παρά την είσοδον του λιμένος, όπως παρευρίσκομαι καί κατά την άφιξιν του πλοηγού, όπερ και επραξα.
Εγκαίρως -πράγματι ώφθη τό ρυμουλκόν, προσέγγισαν την «Σφακιηρίαν», ής απεβίβασε τον ύπαρχον, και ειτα έτράπη πρύς τά εσω, χωρίς παρ΄ ούδενός νά εμποδισθή.
Διέταξα τότε τον πλοίαρχον τής «Αρκαδίας» ν’ αναχαίτιση αυτό ανυπερθέτως.
’Αμέσως εγένοντο τά επί τοΰτω κεκανονισμένα σήματα καί σφυρίγματα, εις α όμως τό ρυμουλκόν έκώφευε.
Παρήγγειλα νά γίνη χρήσις καί των τηλεβόλων, τηρουμένων των όρων των σχετικών κανονισμών.
Μετά δυο άσφαίρους βολάς ερρίφθησαν πλείονες ένσφαιροι διά του ταχυβόλου, κυρίως πρός έκφόβισιν, διότι δεν εφθανον μέχρι τής άποστάσεως του ρυμουλκοΰ, όπερ έξηκολοΰθει φεΰγον.
Διά του κεντρικού όμως πρωραίου ειτα τηλεβόλου έρρίφθη μία βολή αριστερά, έτέρα δεξιά καί τρίτη κατ’ ευθείαν επί του σκάφους, εΰστοχώτατα διελθοΰσα άνω του ίστοΰ αΰτοΰ (ο πυροβολητής ωνομάζετο Αγγελής).
Ευθύς ως ειδον οι εν τω ρυμουλκώ ότι δεν παίζομεν, εκαμον σημεΐον ότι έρχονται καί μετεστράφη τούτο πρός ημάς.
Έκ τής γενομένης άνακρίσεως του πληρώματος προέκυψεν ότι του ρυμουλκοΰ (φέροντος εισέτι καί επί του κοντού τής σημαίας την ημισέληνον) επέβαινον 3 ή 4 Τούρκοι τού πολεμικού ναυτικού, έτερος Τούρκος πλοηγός καί εις Γάλλος ύπαξιωματικός.
Έρωτηθείς ό τελευταίος παρ΄ εμού υπό τίνα ιδιότητα εύρίσκετο επί τού πλοίου άπήντησεν ότι έτοποθετήθη κατά διαταγήν τού κυβερνήτου τού «Вruix», χωρίς νά δΰναται νά δώση οιανδήποτε άλλην έξήγησιν.
Έν τω μεταξύ ο ύπαρχος τής «Σφακτηρίας» Βάτης, ελθών επί τής «’Αρκαδίας», μοί άνεκοίνωσε τάς πληροφορίας, ας ειχε λάβει εν Θεσσαλονίκη παρά τού ’Επιτελείου, κατά τάς οποίας τά ρυμουλκά ειχον τεθή υπό τήν προστασίαν τών προξένων πρός έκτέλεσιν τής πλοηγίας, κατά την υπό τούτων δέ γενομένην δήλωσιν, γνωστοποιηθεισαν καί εις τον ήμέτερον «Αβέρωφ» ραδιοτηλεγραφικούς, θά ενήργουν υπό Γαλλικήν έμπορικήν σημαίαν (armes commercialement).
Ταύτα άνηρούντο πανηγυρικώς εκ τής παρουσίας τών Τούρκων ναυτών καί τής ϊδιότητος τού πλοίου ως πολεμικού τουρκικού (ήτο πράγματι τορπιλλοθέτις).
Πάντως δέ, ώς εμπορικόν θεωροΰμενον, ωφειλε νά ΰπακοΰση εις την γενομένην αύτω πρόσκλησιν υπό του ήμετέρου πολεμικώς έξωπλισμένου.
Τό αποτέλεσμα δέ της νηοψίας εδικαίου ημάς πλήρως και εις τά ληφθέντα ακολούθως μέτρα.
Άνευ χρονοτριβής διέταξα, όπως επί μέν του ρυμουλκού επιβιβασθη ο Γάλλος μετά 4 ναυτών τής «Σφακτηρίας» και όδηγηθή ελεύθερος εις Θεσσαλονίκην, κρατηθώσι δέ οι Τούρκοι ως αιχμάλωτοι.
Έν τφ μεταξύ έσταματήσαμεν διερχόμενον ίστιοφόρον, εκ του οποίου ελάβομεν εφημερίδας και συγκεχυμένας λίαν πληροφορίας περί τής εν Θεσσαλονίκη καταστάσεως,
Ό ύπαρχος τής «Σφακτηρίας» παραλαβών τον Τούρκον πλοηγόν επί τής γέφυρας του άτμοπλοίου ΰπεχρέωσεν αυτόν μέ τό πιστόλι εις τον κρόταφον νά μάς όδηγήση.
ΙΊροηγουμένης δέ τής «Σφακτηρίας», είσήλθομεν εις την ζώνην τών τορπιλών.
Μετά συγκινήσεως εΐδομεν την έλληνικήν σημαίαν κυματίζουσαν επί του Καραμπουρνοΰ, εγένετο δέ καί απόπειρα συνεννοήσεως διά σημάτων άποτυχοΰσα, χωρίς ν΄ ανακοπή ο πλους.
Οΰτως εισεπλεΰσαμεν αλώβητοι εις τον λιμένα την 30ην Όκτωβρίου, χαιρετισθείσης τής σημαίας μας επισήμως υπό τών όρμοΰντων αυτόθι ξένων πολεμικών, έξ ών τό Άγγλικόν έπαιάνισε καί τον Έθνικόν μας ΰμνον, τό εν τώ πλοίω δ΄ ημών ναυτικόν άγημα παραταχθέν άπέδωκε τον χαιρετισμόν.
Έκεινο όμως, όπερ εδηλητηρίασεν ευθύς έξ αρχής πάσαν χαράν εν έμοί, ήτο εΐδησις, αναγραφόμενη εις τάς ληφθείσας ως άνω εφημερίδας, καθ’ ήν συμμαχικός (σερβοβουλγαρικός ελέγετο εν τω δημοσιεΰματι) στρατός είσήλθεν εις Θεσσαλονίκην, ϊνα χαιρετίση δήθεν τον Βασιλέα μας.
Αμα άναγνούς τούτο, επέδειξα εις τον Ν. Μαυρουδήν δηλώσας την οδύνην μου.
Μετά τον εις Θεσσαλονίκην κατάπλουν ο Ν. Μαυρουδής εξήλθε πρώτος, ϊνα κανονίση τά τής άποβιβάσεώς μου, μεθ’ ώραν δέ καί πλέον επιστρέψας μοί έγνώρισεν ότι ή κατάστασις ήτο τοιαΰτη,
ώστε περί επισήμου υποδοχής δεν ήδΰνατο νά γίνη σκέψις,
θά ήρχετο δέ μόνον ο νομάρχης πρός δεξίωσιν καί παραλαβήν μου,
εις δέ αξιωματικός μετά 3-4 οπλιτών έκ τής ύπαρχούσης έν τή πόλει Ελληνικής χωροφυλακής
θά ετίθεντο υπό τάς διαταγάς μου.
Κατά τον μεταξύ χρόνον συνέταξα τηλεγραφικήν έκθεσιν τών γενομένων πρός οδηγίαν τής Κυβερνήσεως, διότι ύπώπτευον οτι, καίτοι εύρισκόμεθα εν πλήρει δικαίω, τό έπεισόδιον ήδΰνατο νά εχη διπλωματικά επακόλουθα.
Τιμητικήν φρουράν άπετέλεσαν οι Κρήτες χωροφυλακές, παραταχθέντες κατά την άποβίβασίν μου, γενομένην περί τάς 3 1/2 μ.μ.
'Υπό τούς άπαΰστους πυροβολισμούς καί συριζοΰσας σφαίρας διήλθον την προκυμαίαν καί την κεντρικήν οδόν (Σαμπρή Ηασσά) καί κατηυθΰνθην εις τό Διοικητήριον (Κονάκι).
Πρώτη μου φροντίς ήτο ν’ άποστείλω πρός τήν Α,Μ. τον Βασιλέα τον Κ. Δημαράν όπως αναγγείλη τήν άφιξίν μου και ζητήση δι’ εμέ άκρόασιν.
H A.M. άπήντησεν ότι θά με ειδοποιήση περί τής ώρας, άλλα μέχρι νυκτός οΰδεμίαν πρόσκλησιν ελαβον, ίσως διότι ή ημέρα ήτο Τρίτη, μολονότι οΰδείς καιρός υπήρχε πρός τοιαΰτας προλήψεις.
Έπιληφθείς αμέσως των έργων μου προσεπάθησα νά άντιληφθώ καλώς τήν κατάστασιν, νά συνεννοηθώ πρός τάς στρατιωτικάς άρχάς καί παρασκευάσου τήν εγκαθίδρυσιν των υπαλλήλων.
Έτηλεγράφησα εις ’Αθήνας αύθις ζητών τό μέν πάσαν ενέργειαν πρός απαλλαγήν τής Θεσσαλονίκης εκ του Βουλγαρικού στρατού, τό δέ ένίσχυσιν τής δυνάμεως τής Κρητικής χωροφυλακής.
Εις τον μετ’ εμού συνταξειδευσαντα Αγγλον πλοίαρχον Cardale , αίτήσαντα τούτο, ανέβηκα τήν άμεσον όργάνωσιν πλοηγικής υπηρεσίας διά τ’ άναμένοντα εν Έλευθεροχωρίω ατμόπλοια καί τήν εν γένει συγκοινωνίαν τού λιμένος.
Έμερίμνησα δέ καί περί τής συγκροτήσεως περιπολιών, αϊτινες από βαθείας νυκτός έμελλον νά έξέλθωσιν άνά τήν πόλιν.
Τήν επιούσαν, 31ην ’Οκτωβρίου, διά τού νομάρχου κ. Άργυροποΰλου, μεταβαίνοντος εις τά Άνάκτορα δι’ υπηρεσίαν, υπέβαλον πρός τον Βασιλέα τό διάταγμα τού διορισμού μου.
Έγώ δέ μετέβην πρός συνάντησιν τού Διαδόχου, έχοντος ως στρατηγειον τήν αίθουσαν τού ξενοδοχείου «Σπλέντιτ».
Ή A. Υ. μ΄ εδέχθη μετ’ ειλικρινούς εύχαριστήσεως, διότι ήρχόμην ν’ απαλλάξω αυτόν άπό των διοικητικών φροντίδων, δι’ άς, ως ειπεν, εθεώρει εαυτόν ήκιστα κατάλληλον .
Έπιστρέψας έκλήθην παρά τού Βασιλέως, μεθ’ ου εσχον ίκανώς διεξοδικήν συνεργασίαν.
Ύπέγραψεν επί παρουσία μου τό διάταγμα , ϊσως ούχί άνευ δυσφορίας τινός, διότι μοί έτόνισε ότι μέ θεωρεί ώς ερχόμενον νά βοηθήσω τον Διάδοχον, εις ον τρόπον τινά άνήκεν ή όλη εξουσία επί τής κατακτηθείσης χώρας.
Άπήντησα ότι υπέρ τον ’Αρχιστράτηγον ήτο ο Βασιλεύς, εργον δέ τής Κυβερνήσεως κυριώτατον ήτο καί ή διοίκησις τής χώρας, εις τό όποιον άπέβλεπεν ή εντολή μου, άνευ ούδεμιάς άναμίξεως εις τά κύρια εργα τού στρατού.
’Αμέσως κατόπιν εδωκα εις κυκλοφορίαν τήν προκήρυξίν μου, ήν συντεταγμένην καί έντυπον εξ ’Αθηνών εφερον, εχουσαν ως εξής:
Έν όνόματι του Βασιλέως τών Ελλήνων
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ Α'
Ό επί τής Δικαιοσύνης 'Υπουργός
ως ’Αντιπρόσωπος τής Ελληνικής Κυβερνήσεων
πρός τούς Πληθυσμούς
τών υπό του Ελληνικού Στρατού καταληφθησών Επαρχιών.
Έλαβομεν πάντες από κοινού τά Όπλα κατά του Τουρκικού Κράτους, διά νά καταλύσωμεν τήν τυραννίαν και κακοδιοίκησιν, αϊτινες ήσαν άπ΄ αιώνων συμφυείς πρός αυτό, καί νά φέρωμεν τ΄ αγαθά τής ελευθερίας εις πάντας αδιακρίτως τούς κατοίκους τής χώρας, διότι αληθής ελευθερία δεν δύναται νά νοηθή ανευ τελείας ισότητος τών υπό τήν σκεπήν τής αυτής πολιτείας διαβιοΰντων λαών.
Τό εργον, οΰτινος τόσον εύκλεώς κατήρξατο ό στρατός, πρόκειται νά έπιστεγασθή διά παγιώσεως διοικήσεως αξίας πεπολιτισμένου κράτους, ισχυράς άμα καί ισονόμου.
Ύπό τά δύο ταύτα σύμβολα θέλομεν ρυθμίσει τήν λειτουργίαν τής πολιτικής μηχανής, μή παραβλέποντες βεβαίως τάς εύλογους αξιώσεις τών κατοίκων, χρησιμοποιούντες εν τοΐς πρώτοις τά έν τω τόπω αρμόδια πρόσωπα άνευ διακρίσεως φυλής καί θρησκεύματος, συμπληρούντες δέ τήν δλην δργάνωσιν διά καταλλήλων λειτουργών, έξασφαλιζόντων τήν έν τοις πάσι κανονικήν καί άνεπίληπτον πορείαν τής διοικήσεως.
Παρά πάντων άξιούμεν αύστηράν καί πιστήν τών νόμων τήρησιν καί εύπείθειαν εις τάς διδομένας διαταγάς.
Παρά τών υφισταμένων αρχών ιδία τήν εύορκον έκπλήρωσιν τών εαυτών καθηκόντων, απόλυτον άμεροληψίαν καί πατρικήν έν γένει συμπεριφοράν πρός τούς διοικουμένους.
Παρά τών πολιτών τών διαφόρων έθνοτήτων, καί έν συνόλω καί κατ΄ ιδίαν, ειλικρινή σύμπτωσιν, άμοιβαιον σεβασμόν καί ομόνοιαν, έν τή πεποιθήσει ότι υπό τό νέον έλεύθερον καθεστώς ούδείς δύναται νά πλεονεκτή τού άλλου, αλλά πλήρης κρατεί ΐσότης καί δικαιοσύνη.
Κ. Δ. ΡΑΚΤΙΒΑΝ
Έν Θεσσαλονίκη τή ЗІη 'Οκτωβρίου 1912.
Άπηΰθυνα δέ πρός τον Πρωθυπουργόν το εξής τηλεγράφημα:
Έν Θεσσαλονίκη τή 31η Οκτωβρίου 1912
Πρόεδρον Κυβερνήσεως ’Αθήνας.
Βουλγαρικός στρατός εξακολουθεί ολονέν ερχόμενος ενταύθα.
Κατέλαβε δυο ναούς εκ μεταβληθέντων εις τεμένη και πλειστα δημόσια καταστήματα
καί αντιποιείται έργα φρουρήσεως παρά επανειλημμένας διαμαρτυρίας ήμετέρων Στρατιωτικών αρχών, ένεκα δέ λεηλασιών και αταξιών αΰτοΰ απειλείται σοβαρώς άπόβασις ξένων άγημάτων.
Παρακαλώ ενεργήσατε εντόνως διπλωματικώς πρός άπομάκρυνσιν.
Υπουργός Ρακτιβάν
Έν τω μεταξύ μεγαλοπρεπές θέαμα παρουσίαζεν ο λιμήν διά τής άθρόας εισόδου πληθΰος ελληνικών άτμοπλοίων, ατινα είσήρχοντο έν παρατάξει, πλοηγοΰμενα υπό τοΰ υπάρχου τής «Σφακτηρίας», επιβαίνοντος τής «Μυκάλης», έάν δέν άπατώμαι.
Εις αντίρροπον ο Γάλλος πλοίαρχος τοΰ «Bruix» ήξίωσε παρά τοΰ Διαδόχου και έπέτυχεν, απειλών ότι ήθελε καταβυθίσει άλλως τήν τε «’Αρκαδίαν» και «Σφακτηρίαν», νά δοθή ίκανοποίησις τής δήθεν προσβληθείσης Γαλλικής σημαίας, χαιρετισθείσης υπό τής «Αρκαδίας» δι’ είκοσι και ενός κανονιοβολισμών.
Τήν εσπέραν τής αυτής ημέρας έκρηξις πυριτιδαποθήκης έγένετο έν τφ Τουρκικv στρατώνι τοΰ πυροβολικού, ήν έπηκολούθησαν φόνοι τινές.
Έσπευσα έπι τόπου μετά τοΰ στρατηγού Δαγκλή, άλλ’ εύρομεν ήδη άποκαταστάσαν εντελώς τήν τάξιν υπό τής χωροφυλακής.
Μετέβην καί είς τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Μοναστηριού, όπως συνεννοηθώ τηλεγραφικούς μετά τών ’Αθηνών, άλλ’ ή γραμμή εύρέθη αύθις διακεκομμένη.
Εις τον επιτελάρχην, στρατηγόν Δαγκλήν, συνέστησα δυο τινά:
ν’ άπομακρΰνη τής Θεσσαλονίκης τούς άντάρτας, ήμετέρους και ξένους, και νά διατάξω τήν άπασχόλησιν τοΰ παραμένοντος στρατού εις γυμνάσια και εις τά τακτικά εν γένει εργα του, ϊνα συγκρατώνται καί μή παρεκτρέπωνται οί στρατιώται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου