Iερά Mονή του Aγίου MηνάΠεριχώρας, Ι.Μητρόπολις Ζιχνών και Νευροκοπίου |
In 1951 the town was renamed after the Bulgarian revolutionary Georgi (Gotse) Nikolov Delchev. It had hitherto been called Nevrokop (in Bulgarian: Неврокоп, Nevrokop; in Greek: Νευροκόπι, Nevrokopi; and in Turkish:Nevrokop).
Τον ’Οκτώβριον του 1903 ό μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος ομίλων έντός του ναιύ του 'Αγίου Δημητρίου εις το Κάτω Νευροκόπι και άναφερομένος εις τους διωγμούς των Ελλήνων ύπό των Βουλγάρων, ήρχισε διά της χαρακτηριστικής φράσεως:
«Πωλησάτω το ίμάτιον αύτου και άγορασάτω μάχαιραν» .
’Αντιστοίχου μαχητικότητος φράσιν έχρησιμοποίησεν ολίγον άργότερον και ό μητροπολίτης Πελαγονίας ’Ιωακείμ εις ομιλίαν του επί του ίδιου θέματος έντός του ναού του 'Αγίου Δημητρίου εις το Μοναστήρι:
«Ήκούσατε ότι έρρέθη οφθαλμόν άντί οφθαλμού και όδόντα επί όδόντος. ’Εγώ δέ λέγω ύμΐν οφθαλμούς άντί οφθαλμού και όδόντας άντί όδόντος» .
Και την μέν συμβουλήν του ’Ιωακείμ οί Ελληνες της μητροπόλεως Πελαγονίας ήδυνήθησαν να την άκολουθήσουν και να την τηρήσουν πιστώς, διότι και συμπαγείς κοινότητας άπετέλουν και εύχερώς ήδύναντο να επικοινωνούν μέ τά άρχηγεία του Μακεδονικού Άγώνος εις το Μοναστήρι και είς την Θεσσαλονίκην.
’Αλλά οί Ελληνες του Νευροκοπίου, οί όποιοι εύρίσκοντο άπομεμονωμένοι πλησίον του κέντρου έξορμήσεως των βουλγαρικών κομιτάτων, δεν ήδύναντο να ελπίζουν είς ένοπλον αντίστασιν.
'Η ιστορία της μητροπόλεως Νευροκοπίου άρχίζει άπό το 1883, ότε ο πατριάρχης ’Ιωακείμ ό Γ' άποχωρίσας την περιοχήν του Νευροκοπίου άπό την μητρόπολιν της Δράμας και την περιοχήν του Ρασλοκίου (Razlog) άπό την μητρόπολιν του Σαμακοβίου 'ίδρυσε την αρχιεπισκοπήν, ώς την ώνόμασε, Νευροκοπίου μέ δικαιοδοσίαν επί των περιοχών Ρασλοκίου και Νευροκοπίου .
'Η άπόφασις αύτη ήτο συνετή, διότι μέ την ίδρυσιν της Βουλγαρικής ’Εξαρχίας και μέ την συνδυασθεϊσαν πρός αύτην εναρξιν της δράσεως των βουλγαρικών κομιτάτων οί ’Ορθόδοξοι των περιοχών Ρασλοκίου και Νευροκοπίου είχον άμεσον άνάγκην προστασίας και ένισχύσεως. 'Η μητρόπολις Δράμας, υπό την όποίαν ύπήγετο ή περιοχή Νευροκοπίου, είχε ιδικά της ιδιότυπα προβλήματα να άντιμετωπίση, ή δέ μητρόπολις Σαμακοβίου είχε παύσει ούσιαστικώς να ύφίσταται από της ίδρύσεως της Βουλγαρικής ’Εξαρχίας, ελάχιστοι δέ ύπελείποντο ’Ορθόδοξοι εις την υπαγομένην έως τότε εις αύτην περιοχήν του Ρασλοκίου.
'Όσοι ήσαν Βούλγαροι προσεχώρησαν άμέσως εις την Εξαρχίαν, έκ δέ των 'Ελλήνων οί μέν ελληνόφωνοι εφυγον, οί δέ βουλγαρόφωνοι ήναγκάσθησαν βιαίως να προσχωρήσουν εις τό σχίσμα.
’Ήδη τό 1883 ή περιοχή Ρασλοκίου είχε πλέον άπολεσθή διά τό Οίκουμενικόν Πατριαρχεϊον και τον 'Ελληνισμόν, ή δέ περιοχή Νευροκοπίου ειχεν άρχίσει και αυτή να αισθάνεται βαρέα τά πλήγματα της δράσεως των Βουλγάρων έξαρχικών.
Τά ολίγα αλλά στερεώτατα προπύργια Ελληνισμού, τά όποια άνθίσταντο, είχον άνάγκην προστασίας και ένισχύσεως, αύτον δέ τον σκοπόν έπεδίωκεν ή ύπό του πατριάρχου ’Ιωακείμ του Γ' ίδρυσις της άρχιεπισκοπής Νευροκοπίου.
'Ως έδρα της νέας άρχιεπισκοπής ώρίσθη ή πόλις του Νευροκοπίου.
Πρώτος άρχιεπίσκοπος ύπήρξεν ό ’Ιγνάτιος, Ρόδιος την καταγωγήν, ό όποιος έξελέγη, εις ηλικίαν έβδομήντα περίπου έτών, την 27 ’Οκτωβρίου του 1882, ήλθε εις τό Νευροκόπιον την Μεγάλην Εβδομάδα του 1883 και άπέθανεν εν περίπου έτος άργότερον, τον Μάρτιον του 1884.
Τον ’Ιγνάτιον διεδέχθη ό Χρύσανθος, εως τότε τιτουλάριος επίσκοπος Άβύδου, ό όποιος έξελέγη την 31 Ίανουαρίου του 1885, άφίχθη εις Νευροκόπιον τον Μάϊον του ΐδίου έτους και διετέλεσεν άρχιεπίσκοπος εως την 2αν ’Οκτωβρίου του 1888, οπότε έξελέγη μητροπολίτης Λέρου και Καλύμνου.
Ό Χρύσανθος εΐχεν άναχωρήσει άπό τό Νευροκόπι ήδη τον ’Οκτώβριον του 1887, παρέμεινε δέ εις την Κωνσταντινούπολή μέχρι της έκλογής του ώς μητροπολίτου Λέρου και Καλύμνου.
Κατά τας άρχάς του 1888 και ένδεχομένως τή εισηγήσει του ή ’Αρχιεπισκοπή Νευροκοπίου προήχθη εις Μητρόπολιν.
Τον Χρύσανθον διεδέχθη ό έκ τίνος βουλγαροφώνου χωρίου της μητροπόλεως Καμπανίας καταγόμενος Γρηγόριος, ό όποιος έξελέγη μέν ύπό του Οΐκουμενικοΰ Πατριαρχείου μητροπολίτης Νευροκοπίου την 17 Νοεμβρίου του 1888, άνέπτυξε όμως τοιαύτην φιλοβουλγαρικήν δράσιν, ώστε ή Σύνοδος του Οΐκουμενικοΰ Πατριαρχείου ήναγκάσθη τό 1891 να τον άπομακρύνη έκ του Νευροκοπίου.
’Ολίγον άργότερον ό Γρηγόριος προσεχώρησεν έπισήμως εις τό βουλγαρικόν σχίσμα και άπήλθεν εις Βουλγαρίαν, οπού και έξελέγη βοηθός επίσκοπος του σχισματικού μητροπολίτου Σόφιας. Ώς διάδοχός του έν Νευροκοπίου έξελέγη την Ιην Αύγούστου 1892 ό έκ Μαδύτου καταγόμενος Νικηφόρος, ό όποιος άφίχθη εις Νευροκόπιον τον Δεκέμβριον του ιδίου έτους, παραμείνας δέ έπί δύο περίπου ετη άνεχώρησεν εις Κωνσταντινούπολή, οπού και υπέβαλε παραίτησιν έκ του μητροπολιτικοΰ θρόνου Νευροκοπίου.
Τον ’Ιούνιον του 1895 ώς διάδοχός του έξελέγη ό προ 25 έτων μητροπολίτης Βράτσης και κατόπιν άδελφός της μονής Ίβήρων του 'Αγίου ’Όρους Νεόφυτος, έκ Κυδωνιών, ό όποιος άφιχθείς εις Νευροκόπιον την Μ. Παρασκευήν του 1896 παρέμεινε μέχρι του Πάσχα 1900, οπότε παρητήθη και έπέστρεψε και πάλιν εις τό Αγιον ’Όρος.
’Αλλά και ό διάδοχός του Νικόδημος, ό όποιος έξελέγη τον ’Ιούνιον του 1900 και ήλθεν εις Νευροκόπιον τον Αυγουστον του ιδίου έτους, παραμείνας έπί τριετίαν υπέβαλε τέλος και αύτός παραίτησιν και άπήλθε τον Αυγουστον του 1903. Ό έκ Σερρών καταγόμενος διάδοχός του Θεοδώρητος έξελέγη την 23 ’Οκτωβρίου του ιδίου έτους, άπέθανε δέ έν Νευροκοπίου, την 15 Αύγούστου 1907.
Ό διαδεχθείς τούτον Δαμασκηνός παρέμεινεν μέχρι του 1924, ύπέστη δέ δείνας ταλαιπωρίας, ότε άπήχθη υπό των Βουλγάρων τό 1917 .
Έκ της ώς άνω διαγραφείσης διαδοχής των μητροπολιτων εις τον θρόνον του Νευροκοπίου προκύπτει ότι πλήν των δύο μητροπολιτών, ’Ανθίμου και Θεοδωρήτου, οί όποιοι άπέθανον έκεί, ό εις εν έτος μετά την έκλογήν του, ό δέ άλλος τρία και ήμίσυ έτη, προτου καν φθάση την ήλικίαν των τεσσαράκοντα έτών, άπαντες οί άλλοι μητροπολΐται, ό Χρύσανθος, ό Γρηγόριος, ό Νικηφόρος, ό Νεόφυτος και ό Νικόδημος, έφρόντισαν να άπομακρυνθούν τό ταχύτερον έκ του Νευροκοπίου, εΐς μάλιστα έξ αύτών, ό Γρηγόριος, προσεχώρησεν εις την παράταξιν του έχθροΰ, τον όποιον ειχε σταλή να αντιμετώπιση.
Εΐς την μελέτην του «'Ιστορικαι τινες πληροφορίαι περί της ενταύθα ’Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητας άπό της έμφανίσεως του βουλγαρικοΰ ζητήματος και εντεύθεν» , ό Θεοδώρητος άφήνει σαφώς να έννοηθή ότι κατά την γνώμην του ή βασική αιτία των παραιτήσεων αυτων ήτο ή άνικανότης των ύπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου έπιλεγέντων ώς μητροπολιτων διά την δυσχερή θέσιν του πνευματικοΰ και έθνικοΰ ήγέτου εις τό Νευροκόπιον.
'Ο Άνθιμος ήτο ηλικίας περίπου έβδομήκοντα ετών, ότε έγένετο τό πρώτον μητροπολίτης, ό Χρύσανθος έτρομοκρατήθη άπό την εναντίον του γενομένην δολοφονικήν άπόπειραν, ό Γρηγόριος ειχεν έξαγορασθή ύπό των Βουλγάρων, ο Νικηφόρος ήτο φιλοχρήματος, ό Νεόφυτος είχε συνηθίσει εις την ήσυχίαν του 'Αγίου ’Όρους, ο δέ Νικόδημος ήτο οινόφλυξ και φιλοχρήματος .
Είναι δυσχερές εις τας κρίσεις αύτας του Θεοδωρήτου να άντιταχθή άλλη κρίσις έξ ΐσου ύπεύθυνος, δπως ή ίδική του, διότι ούτος ειχε την δυνατότητα να μάθη λεπτομερώς έν Νευροκοπίω την Ιστορίαν των προκατόχων του.
Αί μέχρι σήμερον έν Κάτω Νευροκοπίω διατηρούμεναι άναμνήσεις περί του Νικοδήμου συμπίπτουν μέ την γνώμην, πού διετύπωσε περί αύτου ο Θεοδώρητος. Έξ άλλου δμως τά διασωθέντα έ'γγραφα του Χρυσάνθου, του Νικηφόρου, του Νεοφύτου και δή αύτου τούτου του Νικοδήμου παρουσιάζουν και τους τέσσαρας αύτους μητροπολίτας διατεθειμένους να έργασθοΰν μέ όλας τας δυνάμεις των διά τό ποίμνιόν των, άλλά μή δυναμένους άνευ βοήθειας να άντιμετωπίσουν μόνοι την τεραστίαν δραστηριότητα, την όποίαν άνέπτυσσεν ή προπαγάνδα των Βουλγάρων.
Ό Θεοδώρητος έναντι των προκατόχων του εύρίσκετο εις πλεονεκτικήν θέσιν, διότι άφ’ ενός μέν είχε την έν τώ μέτρω του δυνατου συμπαράστασιν του Οΐκουμενικοΰ Πατριαρχείου, επί κεφαλής του οποίου εύρίσκετο ό εΐδικώς διά τον Ελληνισμόν της Μακεδονίας ένδιαφερθείς πατριάρχης ’Ιωακείμ ό Γ', άφ’ έτέρου δέ ειχεν επίσης την κατανόησιν και την έν τώ μέτρω και πάλιν του δυνατου βοήθειαν του έπί τέλους άφυπνισθέντος διά τους κινδύνους, τους οποίους διέτρεχε ό Ελληνισμός της Μακεδονίας, ελευθέρου Έλληνικοΰ κράτους.
Ή βοήθεια πάντως, της όποίας ετυχεν ό Θεοδώρητος και ύπό του Οΐκουμενικοΰ Πατριαρχείου και ύπό του Έλληνικοΰ κράτους και πολύ μικρά ήτο και πολύ άργά ήρχετο.
’Από της δημιουργίας του σχίσματος και έντεΰθεν οί Βούλγαροι είχον βαθμιαίως επιτύχει να κυριαρχήσουν έξ ολοκλήρου μέν είς την περιοχήν του Ρασλοκίου, κατά τό πλεΐστον δέ εις την περιοχήν του Νευροκοπίου.
Τά μόνα κέντρα Έλληνισμοΰ, τά όποια διεσώζοντο, ότε ό Θεοδώρητος έγένετο μητροπολίτης Νευροκοπίου, ήσαν ή πόλις του Νευροκοπίου. ή Στάρτιστα (το σημερινόν Περιθώρι), το Τσερέσοβον (το σημερινόν Κατάφυτον), ή Κάτω Βροντου και τοδ Παπάς-Τσιαίρ.
Ολαι αί άλλαι ορθόδοξοι, έλληνικαι κοινότητες ή εΐχον διαλυθή ύπό τά πλήγματα των Βουλγάρων ή εΐχον προσχωρήσει βιαίως εις το σχίσμα και ειχον οΰτω άποκόψει τους δεσμούς των και προς το Οΐκουμενικδν Πατριαρχεΐον και προς τον Ελληνισμόν.
Χαρακτηριστικόν είναι ότι εις την επαρχίαν Νευροκοπίου —άν μή και εις άλλας περιοχάς— της κινήσεως ύπέρ του σχίσματος, επί πλέον βεβαίως εκείνων, οί όποιοι επραξαν τοΰτο έξαγορασθέντες ύπδ της βουλγαρικής προπαγάνδας, ήγήθησαν έλληνοδιδάσκαλοι και ιερείς, οπερ άποτελεΐ μίαν εΐσέτι ένδειξιν της άπηχήσεως, την όποίαν εύρεν και δή εις κρίσιμους έθνικάς περιοχάς, το 20 έτη προηγουμένως έπισήμως έπικυρωθέν σχίσμα της εκκλησίας της 'Ελλάδος άπο το Οΐκουμενικδν Πατριαρχεΐον .
'Η πόλις του Νευροκοπίου, παλαιόθεν ελληνική, όπως δηλοΐ αύτό τοΰτο το ονομά της και αΐ εις αύτην άνευρεθεΐσαι ρωμαϊκών χρόνων εις έλληνικήν γλώσσαν έπιγραφαί, διετήρησε μέχρι και του 1913 άλώβητον την εκεί έλληνικήν κοινότητα, άν και κατά τας άρχάς του 1904 και κατόπιν των άγριων διωγμών ύπδ των Βουλγάρων άπετελεΐτο μόνον άπό 120 οΐκογενείας, έν αις 90 ήσαν ελληνόφωνοι, αί δέ υπόλοιποι βλαχόφωνοι και βουλγαρόφωνοι, όμιλοΰσαι όμως και την έλληνικήν.
Παλαιότερον μέλη της κοινότητος ήσαν και πολλαί άλλαι βουλγαρόφωνοι οΐκογένειαι, αύταί δμως προσεχώρησαν βαθμιαίως εις το σχίσμα, ιδίως έπειτα άπδ τδ 1893, οπότε ίδρύθη έν Νευροκοπίω σχισματική μητρόπολις, διαθέτουσα πλουσίους πόρους.
'Η εις το Νευροκόπιον παλαιοτάτη, άλλά μικρά έλληνική έκκλησία των Ταξιαρχών, έπειδή εύρίσκετο μακράν των εις το κέντρον της πόλεως εγκατεστημένων Ελλήνων, περιήλθεν εύθύς μετά το σχίσμα εις χεΐρας των Βουλγάρων, διετηρήθη όμως μέχρι τέλους έλληνική ή κατά τό 1838 Ιδρυθείσα μεγάλη έκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Εις ταύτην κατά το 1869 οί Βούλγαροι έπέτυχον την άδειαν του έπισκεφθέντος το Νευροκόπιον μητροπολίτου Δράμας Άγαθαγγέλου, ό άριστερός χορός να ψάλλη εις την σλαβικήν, ολίγον δέ άργότερον ή λειτουργία να τελήται άνα μίαν έβδομάδα έκ περιτροπής εις την έλληνικήν και εις την σλαβικήν.
Την έξέλιξιν των υποχωρήσεων αύτων του Οΐκουμενικοΰ Πατριαρχείου έναντι των Βουλγάρων ό Θεοδώρητος την περιγράφει ώς άκολούθως:
«Επειδή όμως το Πάσχα του έτους έκείνου (1870) συνέπεσεν εις την έβδομάδα των ήμετέρων, οί ύπεναντίοι βαρέως φέροντες τοΰτο, έσπευσαν μέν και κατέλαβον πρώτοι τον 'I. Ναόν, άλλ’ εΐτα, έπελθόντων των ήμετέρων μετά ροπάλων και ξύλων, κακοί κακώς έξεδιώχθησαν ύπ’ αυτών, ή δέ λειτουργία έτελέσθη, ώς ήτο δίκαιον να τελεσθή. Συνεπεία του επεισοδίου τούτου έφηρμόσθη και αυθις τό άρχαιότερον καθεστοις, καθ’ ό μέν δεξιός χορός έψαλλεν έλληνιστί, ό δέ αριστερός σλαβωνιστί, αλλά και τοΰτο δέν ετυχε της άμοιβαίας εύαρεσκείας άμφοτέρων των μερίδων, και έξηκολούθουν αί ταραχαί και οί διαπληκτισμοί μέχρι του Αύγούστου του 1871, ότε συνέβη αληθής ροπαλομαχία εντός του Ναοΰ, ον έπί τη έορτή και πανηγύρει της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ήθέλησαν μέν να καθέξωσι μόνοι οί βουλγαρόφρονες, αγεληδόν εΐσελάσαντες ροπαλοφόροι είς αύτόν, κακοί κακώς ομως έξεδιώχθησαν ύπό των ήμετέρων, ένισχυομένων και ύπό των χάριν της εμπορικής πανηγύρεως παρεπιδημούντων ένταϋθα ομογενών εμπόρων έκ Σερρών και ιδία Μελενίκου» .
Αόγω των έπεισοδίων αυτων οί Τούρκοι έκλεισαν την έκκλησίαν έπί εν έτος, κατά τό τέλος δέ του 1872 οί 'Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως έπέτυχον να έκδοθή βεζιρική διαταγή περί άπογραφής των Ελλήνων και των Βουλγάρων του Νευροκοπίου και περί έκχωρήσεως της εκκλησίας είς την πλειοψηφούσαν μερίδα.
«Έπιτυχούσης ούτω της άπαριθμήσεως», λέγει ό Θεοδώρητος, «εύρέθησαν πλειοψηφοϋντες οί ήμέτεροι, διό και συνωδατή προμνησθείση βεζυρική διαταγή παρέλαβον έν μέσω άκρατήτου χαρμοσύνου ένθουσιασμοϋ ύπό την ιδίαν αύτων κατοχήν έπισήμως τον κεκλεισμένον μητροπο- λιτικόν ναόν» .
Οΰτω έληξεν όριστικώς τό ζήτημα της έκκλησίας.
’Από ποικίλας φάσεις διήλθε και τό σχολικόν κτήριον της ορθοδόξου κοινότητας εΐς τό Νευροκόπιον.
Την ιδίαν έποχήν, καθ’ ήν οί Βούλγαροι έπέτυχον να ψάλλεται ή λειτουργία έναλλάξ, έπέτυχον έπίσης να έγκατασταθοΰν και εΐς τό δυτικόν τμήμα του ευρισκομένου έντός του περιβόλου της έκκλησίας σχολείου, τό όποιον εως τότε έχρησιμοποιεΐτο ύπό των Ελλήνων ώς άλληλοδιδακτικόν.
«’Αλλ’ οί ήμέτεροι», συνεχίζει ό Θεοδώρητος, «δυσθύμως έβλεπον τον συναγελασμόν των τέκνων αύτων έν μια και τή αύτή σχολή μετά των βουλγαροπαίδων, οίτινες υποκινήσει των κακούργων διδασκάλων αύτων καθ’ έκάστην ήρχοντο εΐς έριδας και διαπληκτισμούς μετά των ήμετέρων μαθητών, ώς έκ της μιας εισόδου και αύλής» .
Η διάστασις ώξύνθη είς τό έπακρον τώ 1891 κατά την έορτην των Τριών 'Ιεραρχών, ότε, ένώ οί 'Έλληνες έώρταζον εΐς τό εν μέρος του σχολείου, οί Βούλγαροι σκοπίμως έθορύβουν εΐς τό άλλο. Τοΰτο ήνάγκασε τους 'Έλληνας να άποφασίσουν την διά βιαίων μέσων λύσιν της ύπαρχούσης άνωμαλίας, την έπομένην δέ της 25 Μαρτίου μέ έπικεφαλής τους προκρίτους και τους διδασκάλους εΐσήλθον είς τό βουλγαρικόν τμήμα του σχολείου, έξεδίωξαν και τους διδασκάλους και τους μαθητάς, ενεκλεισθησαν έντος του κτηρίου και έγνώρισαν εΐς τας τουρκικας αρχας ότι δεν θα εξέλθουν άν δεν άποφασισθή να άποκλεισθοΰν όριστικώς εκ του σχολείου οι Βούλγάροι. Αί διαπραγματεύσεις κατέληξαν είς την ύπό των Ελλήνων καταβολής άποζημιώσεως εΐς τους Βουλγάρους, οί όποιοι συνεφωνησαν να εκκενώσουν τό σχολικόν κτήριον και να ιδρύσουν νέον, ιδικον των. Το σχολεϊον εκτισθη ολίγον άργότερον εΐς κεντρικήν θέσιν, άνατολικώς του σχολείου των Ελληνων».
Τον Ελληνισμόν της πόλεως Νευροκοπίου άπησχόλησεν έπί πολύ ενός μέν ή ανάγκη ίδρύσεως άξιοπρεποΰς μητροπολιτικοΰ οίκου, άφ’ ετέρου δέ ή ύπό των Βουλγάρων καταβληθεΐσα προσπάθεια ίδρύσεως ΐδικής των μεγαλοπρεποΰς έκκλησίας εντός του Νευροκοπίου, όπου ήδη άπό τό 1892 έγκατεστάθη και Βούλγαρος μητροπολίτης, χρησιμοποιών προσωρινώς ώς εκκλησίαν την παλαιάν μικράν των Ταξιαρχών.
Τό ζήτημα της ίδρύσεως νέου μητροπολιτικοΰ οίκου τό έθεσε πρώτος ό μητροπολίτης Χρύσανθος και ακολούθως ο μητροπολίτης Νικόδημος (1900-1903), όστις κατέβαλε πολλάς πρός τοΰτο προσπαθείας και δι’ άλληλογραφίας και διά της πρός τον σκοπόν αύτον άποστολής του άρχιδιακόνου του εΐς περιοδείαν άνευ δμως τελικώς αποτελέσματος.
Ο διαδεχθείς αύτον Θεοδώρητος ύπήρξεν έξ ίσου πρός τον Νικόδημον έπίμονος, χάρις δέ εΐς τό κΰρος, τό όποιον διέθετε, εΐς την λαμπράν όργάνωσιν των προσπαθειών του και εΐς την μεγαλυτέραν κατανόησιν, την όποίαν εύρε, ηύτύχησε την 29 ’Ιουλίου του 1907, μίαν έβδομάδα προ του αιφνίδιου είς ηλικίαν τεσσαράκοντα έτων θανάτου του, να άναγγείλη εΐς τό Οΐκουμενικόν Πατριαρχεϊον μετά βαθείας συγκινήσεως τά εγκαίνια του νέου κτηρίου.
Μέ πολλήν έξ άλλου αγωνίαν παρηκολούθησαν οί 'Έλληνες του Νευροκοπίου την προσπάθειαν των έν τη πόλει των Βουλγάρων να ιδρύσουν ιδικήν των εκκλησίαν εις τό Νευροκόπιον και μάλιστα επί οικοπέδου είς τό κέντρον της Ελληνικής συνοικίας.
'Η αΐτησις των Βουλγάρων υπεβλήθη ύπό του έξάρχου των εις την τουρκικήν κυβέρνησιν τον ’Οκτώβριον του 1900. Μέ την συνήθη τουρκικήν βραδύτητα ή άδεια της άνεγέρσεως έδόθη διά φιρμανίου, έκδοθέντος τον Μάρτιον του 1905, παρά δέ τά επίμονα διαβήματα του Θεοδώρητου και την προσπάθειαν του Οΐκουμενικοΰ Πατριαρχείου δέν κατέστη δυνατή ή άκύρωσίς της, οί δέ Βούλγαροι, κατά την έ'κφρασιν του Θεοδωρήτου, «οίονεί φοβούμενοι άδόκητον τινα άντενέργειαν έκ μέρους ήμών και ματαίωσιν τυχόν του έπιτευχθέντος θριάμβου, κατεσπευσμένως έντός ολίγου ήρξαντο των οικοδομικών εργασιών, άς προχωρησάσας ολίγον διέκοψαν δι’ ους αύτοί γνωρίζουσι λόγους» .
Οΰτως ότε ή πόλις του Νευροκοπίου παρεχωρήθη διά της συνθήκης του Βουκουρεστίου τό 1913 εις τους Βουλγάρους, οί Βούλγαροι, οί όποιοι μόλις προ ολίγων έτων εΐχον κτίσει τον μητροπολιτικόν οικόν των και τό σχολεΐόν των, εύρον έτοιμον εις την διάθεσίν των την έκκλησίαν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, διά την άνέγερσιν και διατήρησιν της όποίας τόσον είχον φροντίσει οί "Ελληνες και εις τον νάρθηκα της όποίας είναι ακόμη και σήμερα θαμμένος ό πρώτος μητροπολίτης Νευροκοπίου ’Άνθιμος .
Ύπεράνω της κεντρικής εισόδου της έκκλησίας του Άγιου Δημητρίου είς τό Κάτω Νευροκόπι (τό παλαιόν Ζίρνοβον) άπλοΰται έκτενής τοιχογραφία φιλοτεχνηθεΐσα τό 1874 και παριστάνουσα τον ύπό του άγίου Δημητρίου κατά τό 1207 φόνον του έπιχειρήσαντος να καταλάβη την Θεσσαλονίκην ήγεμόνος των Βουλγάρων Σκυλογιάννη.
Τό ΐδιον θέμα έπαναλαμβάνεται και εις τό τέμπλον της ιδίας έκκλησίας, καθώς και εις μίαν μικράν νεωτέραν φορητην εικόνα είς τό προσκυνητάρι επίσης της ιδίας έκκλησίας.
Οί Βούλγαροι, οί όποιοι κατέλαβον βιαίως την έκκλησίαν αύτήν, άπό τό 1903 εως τό 1913 και πάλιν άπό τό 1941 εως τό 1944, δέν κατενόησαν τον συμβολισμόν της παραστάσεως, ήρκέσθησαν δ’ απλώς να άπαλείψουν και άπό την τοιχογραφίαν και άπό τό τέμπλον την έλληνικήν ονομασίαν του άγίου και να την άντικαταστήσουν διά της σλαβικής.
'Н εκκλησία αΰτη ολίγον επειτα άπό την άνέγερσίν της ύπό της έλληνικής κοινότητας, άφ’ ένός μέν ύπό την πίεσιν των Βουλγάρων, άφ’ ετέρου δέ λόγω της ελαστικής πολιτικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχρησιμοποιεΐτο έναλλάξ υπό των δύο μερίδων.
’Αλλά ή συνεχής έκ μέρους των Βουλγάρων δημιουργία επεισοδίων έντός αύτης έναντίον των Ελλήνων, εΐχεν αναγκάσει τους Τούρκους τό 1899 να άπαγορεύσουν την λειτουργίαν της.
Παρά τας επιμόνους προσπαθείας του μητροπολίτου Νικοδήμου έπί δύο ολόκληρα έ'τη, δέν κατέστη δυνατον τό Οΐκουμενικόν Πατριαρχεΐον να ένεργήση, ώστε να άνοιχθή και πάλιν αυτη και να παραχωρηθή εις τους 'Έλληνας.
’Αντί τούτου οί Βούλγαροι έπέτυχον τον Φεβρουάριον του 1903 ή έκκλησία να παραχωρηθή από κοινοΰ και εις αύτους και εις "Ελληνας, διά να τελήται ή λειτουργία έναλλάξ, την μίαν Κυριακήν ελληνιστί διά τους "Ελληνας και την άλλην σλαβιστί διά τους Βουλγάρους.
’Αλλά την 26ην ’Οκτωβρίου του 1903 εις τό διάστημα, κατά τό όποιον έμεσολάβησε άπό της παραιτήσεως του Νικοδήμου μέχρι της έκλογής και της άφίξεως του Θεοδωρήτου, οί Βούλγαροι εΐσελθόντες έντός της εκκλησίας συνέλαβον και έσφαξαν τρεις έκ των προεστων του Κάτω Νευροκοπίου.
«Περί την δεκάτην λοιπόν ώραν της πρωίας, άφηγεΐται ό Θεοδώρητος, τά έν λόγω ανθρωπόμορφα τέρατα, άτινα, ώς λέγεται, εύρίσκοντο έν Ζιρνόω άπό 2-3 ημερών φιλοξενούμενα ύπό του ούραγγοταγκομόρφου και διαβοήτου Ζίρνοβαλη φωτογράφου Ίβχν Τοδώρωφ, όστις καϊ δίκην ’Ιούδα ώδήγησε τους κακούργους εις την έκκλησίαν ένοπλος και αύτός, μέ ξίφη παλλόμενα είσήλασαν εις αύτήν, και άφοΰ έταξαν φρουρούς εν τε τφ νάρθηκι έπί των θυρών ήρξαντο, ώς λύκοι αιμοχαρείς έν μέσω ποιμνίου, άναζητοΰντες τά θύματα αύτών, άτινα και άνευρόντες και δέσαντες διά σχοινιών, άπήγαγον της ’Εκκλησίας, μήτε την ιερότητα αύτης μήτε τον άγρυπνον δικαιοκρίτην σεβασθέντες μηδέ φοβηθέντες, ύπερακοντίσαντες δέ έν τή άθεοφοβία και τή θηριωδία και αύτους τους αίμοβορωτέρους είδωλολάτρας.
Τό φρικώδες τοΰτο άνοσιούργημα των δολοφόνων ένέσπειρεν έκ νέου τον τρόμον και την φρίκην τοΐς τε έν Ζιρνόβω και τοΐς έν Κάτω Βροντού και οπουδήποτε άλλαχοΰ άναθαρρήσασι τέως ήμετέροις, έξαναγκασθεΐσι μάλιστα μετά τινας μήνας να ύπογράψωσι άναφοράν πρός την ενταύθα 'Υποδιοίκησιν, δηλοΰντες ότι, άνέκαθεν δήθεν Βούλγαροι όντες, ώς έκκλησιαστικήν αρχήν άναγνωρίζουσι τον πρωτότοκον του Σατανά, τον έν Κωνσταντινουπόλει ’Έξαρχον, έν τε τή ’Εκκλησία δέ και τή σχολή έπιθυμοϋσι να έ'χωσι την έθνικήν αύτων γλώσσαν.
Μάτην ή Μήτηρ Έκκλησία, πληροφορηθεΐσα παρά του άγαπητου ’Αδελφοΰ 'Αγίου Δράμας τό φρικτον άνοσιούργημα, . . . άπέστειλε μετ’ ολίγον ενθεν μέν έν μεγάλω σχήματι συλλυπητήριον Γράμμα, ένθεν δέ 40 ολας τ. λίρας διά τας μάλλον έπειγούσας άνάγκας της Κοινότητας, οί λεγόμενοι ήμέτεροι τόσον ήσαν κατεπτοημένοι, ώστε οότε εύχαριστήριον Γράμμα να ύπογράψωσι πρός την Έκκλησίαν, ουτε τό προσημειωθέν αύτης συλλυπητήριον ν’ άναγνώσωσι έπ’ Εκκλησίας έτόλμησαν διά τον φόβον των δολοφόνων, άπειλησάντων θάνατον παντί, όστις θά έτόλμα ούχί πλέον να πράξη τι, άλλά και μόνον να όμιλήση του λοιποΰ ύπέρ της ’Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.
Μάτην έπίσης ό τότε διευθύνων τό έν Σέρραις Έλληνικόν Προξενεΐον φέρελπις και άξιόλογος υιός του διάσημου Μακεδόνος έν Έλλάδι πολιτευτου Στεφάνου Δραγούμη κ. ’Ίων άμα τώ θλιβερώ άγγέλματι άνέλαβε και έξετέλεσε τό επίπονον, άλλα και τά μάλιστα ριψοκίνδυνον ταξείδιον άπό Σερρών εις Δράμαν, Ζίρνοβον, ενθα και λόγω και έ'ργω διά γενναίας συνδρομής παρεμύθησε τους τε άλλους και ιδία τας άπορφανισθείσας οΐκογενείας των δυστήνων θυμάτων» .
Έκτοτε και μέχρι του 1913 τό Κάτω Νευροκόπιον παρέμεινεν ύπό την τρομοκρατίαν των Βουλγάρων, οί όποιοι δέν παρέλειψαν να έπαναλάβουν τά έναντίον των Ελλήνων της μικράς αύτης πόλεως έγκλήματά των διά νέας έπιθέσεως τά Χριστούγεννα του 1906 .
Εις την μνήμην των παλαιοτέρων έκ των κατοίκων του Κάτω Νευροκοπίου διατηρείται άκόμη και σήμερον ζωντανή ή είκών των βουλγαρικών έγκλημάτων, όπως φαίνεται άπό τας δημοσιευομένας ενταύθα αφηγήσεις .
Ύπό άκρως δραματικάς συνθήκας διήλθον τά άπό του σχίσματος μέχρι του τέλους του Μακεδονικοΰ Άγώνος ετη και οί "Ελληνες των χωρίων Τσερέσοβον (Κατάφυτον) και Στάρτιστα (Περιθώρι), τας όδυνηράς περιπετείας των οποίων δύναται να παρακολουθήση κανείς εις τας ενταύθα δημοσιευομένας έκθέσεις.
Οί κάτοικοι του Τσερεσόβου, μολονότι κατά τό πλεΐστον βουλγαρόφωνοι και ύπό την διαρκή τρομοκρατίαν των Βουλγάρων, οί όποιοι έξώντωναν συστηματικώς τους προκρίτους της, παρέμειναν μέχρι τέλους πιστοί εις την ’Ορθοδοξίαν και εις τον Ελληνισμόν, όπως έπίσης παρέμειναν πιστοί είς τά ’ίδια ιδεώδη και οί κάτοικοι της Σταρτίστης, εις την όποίαν δικαίως έδόθη άπό πολύ ένωρίς ό ωραίος χαρακτηρισμός «Τό Σούλι της Μακεδονίας» .
Τας θλιβεράς άπωλείας όλων των άλλων κοινοτήτων της περιοχής Νευροκοπίου τας άντισταθμίζει κάπως ή γενναία μέχρι τέλους έμμονή των μικρών αύτων κοινοτήτων εις τά ιδεώδη των.
Της παρούσης δημοσιεύσεως σκοπός είναι να έπαναφέρη είς την μνήμην των σημερινών Ελλήνων τά μαρτύρια εις τά όποια έπί μακράν σειράν ετων όπεβλήθη ύπό των Βουλγάρων ό Ελληνισμός της περιοχής Νευροκοπίου, άποτέλεσμα των όποιων ήτο ή άπώλεια πολυαρίθμων αφομοιωμένων είς τό έθνος των Ελλήνων και πολυτίμων λόγω της οριακής των θέσεως έλληνικών περιοχών.
Είς τας δημοσιευομένας ενταύθα έκθέσεις των δύο κατά τά κρίσιμα έτη 1900, 1907 μητροπολιτων Νευροκοπίου, του Νικοδήμου και του Θεοδωρήτου, ό άναγνώστης δύναται να παρακολούθηση την ύπό των έργασθέντων συστηματικώς και έπιμόνως Βουλγάρων έξόντωσιν του έκεΐ Έλληνισμοΰ.
Είναι μία πολύ θλιβερά ιστορία, την όποίαν καθιστά έτι θλιβερωτέραν ή ματαία προσπάθεια των δύο μητροπολιτων να εδρουν την συμπαράστασιν και την κατανόησιν των αρμοδίων. Εΐς τον θανάσιμον άγώνα, τον όποιον διεξήγεν ό 'Ελληνισμός είς όλην την Βόρειον 'Ελλάδα άμυνόμενος εναντίον των Βουλγάρων, ή περιπέτεια του Νευροκοπίου φαίνεται ότι εΐς την κρίσιν των άρμοδίων της έποχής εκείνης έθεωρεΐτο ώς άπλή λεπτομέρεια.
Άς έλπίσωμεν και ας εύχηθώμεν ότι ή άντίληψις αύτή δεν θά έπανέλθη πλέον ουτε διά τό Νευροκόπι οΰτε διά καμμίαν άλλην έλληνικήν περιοχήν.
Άν ό 'Ελληνισμός έδικαιούτο άλλοτε της πολυτελείας να χάνη 'Έλληνας και έλληνικάς περιοχάς, σήμερα δεν πρέπει να χάνη πλέον οΰτε ένα 'Έλληνα, οΰτε μίαν σπιθαμήν έλληνικής περιοχής.
Εΐς την άκραν αύτην της Χερσονήσου του Αίμου, όπου περιώρισαν τον Ελληνισμόν άφ’ ένός μέν οί εχθροί του, άφ’ ετέρου δέ τά λάθη των ηγετων του και αί άκρισίαι των φίλων των, και ή έλαχίστη πλέον θυσία είς ανθρώπους ή εΐς έδάφη δύναται να γίνη ή οριστική άρχή της τελικής του έκμηδενίσεως.
Αύγουστος 1960
Εισαγωγή στο βιβλίο Ή Μητρόπολις Νευροκοπίου (1900- 1907).
’Εκθέσεις των Μητροπολιτων Νικοδήμου και Θεοδωρήτου.
Επιμέλεια Βασιλείου Λαούρδα,
"Ιδρυμα Μελετων της Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1961, άρ. 46.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου