Αδριανούπολη |
του Παντελή Στεφ. Αθανασιάδη
ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
«Αν τους Σλάβους προτιμήσω
παρά την συνείδησίν μου
εύχομαι στην κεφαλήν μου
κεραυνός να πέσει ευθύς»
Άσμα στα σχολεία της Θράκης, το 1890
Μοιραία, όποιος μελετά την ιστορία της Θράκης των τελών του περασμένου αιώνα, συναντά τον έντονο ελληνοβουλγαρικό ανταγωνισμό, εξαιτίας της πολιτικής που άσκησε η Βουλγαρία, ιδιαίτερα μετά το συνέδριο του Βερολίνου, όταν υποχρεώθηκε να χάσει, αυτά που τόσο απλόχερα, αλλά και τόσο άδικα, της πρόσφερε εις βάρος των άλλων σύνοικων εθνοτήτων η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Τότε η Ρωσία, νικήτρια του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1877-78 είχε επιβάλει ουσιαστικά την δημιουργία του κράτους της Μεγάλης Βουλγαρίας με διέξοδο προς το Αιγαίο και κατοχή μεγάλου μέρους της Μακεδονίας.
Ο Ελληνισμός της Θράκης, όπως επισημαίνει η Ελένη Μπελιά στο βιβλίο της «Εκπαίδευση και αλυτρωτική πολιτική- Η περίπτωση της Θράκης 1858- 1912» είχε να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό της Βουλγαρίας, η οποία είχε διαμορφώσει επεκτατική πολιτική, ειδικότερα μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Η Πύλη επεδείκνυε ανοχή, η Ρωσία υποβοηθούσε τη Βουλγαρική πολιτική και οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, όταν δεν ενδιαφέρονταν, καιροσκοπούσαν.
Παρατηρεί ακόμη, ότι στα βιλαέτια της Αδριανούπολης και της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν συνεχής και έντονος ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο εθνοτήτων της ελληνικής και της βουλγαρικής και σε εκπαιδευτικό επίπεδο.
Αυτός ο ανταγωνισμός προκάλεσε την άσκηση και από τα δύο μέρη, μιας σχετικής εκπαιδευτικής πολιτικής, η οποία λειτούργησε και ως παράγων εξωτερικής πολιτικής.
Η βουλγαρική προσπάθεια στη Θράκη, κατά την ίδια συγγραφέα, κινήθηκε σε δύο επίπεδα:
α) Προσέλκυση των σλαβόφωνων πληθυσμών στην Εξαρχία και καλλιέργεια βουλγαρικής συνείδησης σ’ αυτούς.
β) Συστηματική διείσδυση σε περιοχές με συμπαγή πληθυσμό με στόχο τη δημιουργία βουλγαρικών θυλάκων σ’ αυτές.
Και στις δύο περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκαν ως μέσα η εθνική προπαγάνδα δια των σχολείων, η συνωμοτική οργάνωση και η ένοπλος δράση δια των κομιτάτων.
Προβάλλοντας τη γλώσσα ως αποδεικτικό στοιχείο εθνικότητας, επιδίωκαν να δημιουργήσουν σχολεία, ώστε όταν επέλθει ο καιρός να προβάλουν μεγαλύτερες εθνικές διεκδικήσεις στη Θράκη.
Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, δηλαδή ανάμεσα στις Συμπληγάδες του Οθωμανικού δεσποτισμού και του βουλγαρικού επεκτατισμού, επιβίωνε ο υπόδουλος Ελληνισμός της Θράκης.
Από πολύ νωρίς οι Θρακιώτες είχαν κινηθεί για να μην τελεσφορήσουν τα εκκλησιαστικά σχέδια των Βουλγάρων.
Όπως είναι γνωστό, η Υψηλή Πύλη εξέδωσε στις 10 Μαρτίου 1870 το φιρμάνι για τη συγκρότηση της Βουλγαρικής Εξαρχίας.
*Η Φιλιππούπολη Υπάρχει στον «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης ένα χαρακτηριστικό υπόμνημα των κατοίκων της Φιλιππούπολης προς τον Πατριάρχη Άνθιμο ΣΤ΄ της Κωνσταντινούπολης και την Ιερά Σύνοδο με το οποίο από τον Δεκέμβριο του 1871 ζητούσαν να μην υπαχθούν στη Βουλγαρική Εξαρχία.
Το υπόμνημα, που είχε τις σφραγίδες 31 συντεχνιών, ενοριών και χωριών και 569 υπογραφές κατοίκων, παρέδωσε στον Πατριάρχη ο εκπρόσωπος των Φιλιππουπολιτών Κ. Καλλιάδης.
Η προσπάθεια όμως των Βουλγάρων να εκτοπίσουν τους Έλληνες και να επιχειρήσουν και αυτοί να επιτύχουν την εθνική τους απελευθέρωση, άρχισαν πολύ νωρίτερα.
Σύμφωνα με αναφορές του 1859[1], που έχουν διασωθεί στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών και προέρχονται από το υποπροξενείο της Φιλιππούπολης και της Αδριανούπολης η κινητικότητα των Βουλγάρων πρέπει να άρχισε τουλάχιστον από το 1845.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι το 1845 ιδρύθηκε το πρώτο Κεντρικό Σλαβικό Κομιτάτο στη Ρωσία, με στόχο να προσηλυτίσει τους Βουλγάρους στην ιδέα του Ρωσικού Πανσλαβισμού, που θα έκανε πραγματικότητα τα οράματα του Τσάρου Μεγάλου Πέτρου για κάθοδο των Ρώσων στη «ζεστή θάλασσα» όπως ονόμαζαν το Αιγαίο.
Η Αδριανούπολη
Η χρονιά του 1851 έκλεισε για τον Έλληνα πρόξενο της Αδριανούπολης Ιωσήφ Βαρότση, με ένα δραματικό έγγραφό του, που με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 1851[2] έστειλε στο υπουργείο Εξωτερικών, και προειδοποιούσε, ότι: «…Η καταχθόνιος μάχη κατά της Ελληνικής Γλώσσης και ενταύθα και εις Διδυμότειχον και εις Χάσκιοϊ και εις Φιλιππούπολιν και εις Παζαρτζήκιον, ημερολογείται εκ της πρώτης ώρας του διορισμού του κ. ειςWaschen την θέσιν του Γ. Προξένου Ρωσσίας ενταύθα. Βοηθός της καταχθονίου ταύτης ιδέας τούτου εν Αδριανουπόλει ο Μητροπολίτης Γεράσιμος, οι Τζορμπατζήδες Νάιδεν, Μιχάλης Κιρέκογλους, ο ιατρός (υπήκοος ‘Ελλην) Ναϊδένοβιτς.
Εις την επαρχίαν οι Τσαλίκαι, οι Σάλτσαι, οι Βούλγαροι όλοι. Προ πάντων ο Στογιάννος Τουμάκωφ, υπήκοος Δημότης Αθηνών!!!».
Ο Μητροπολίτης Γεράσιμος είχε κατηγορηθεί ότι επέτρεψε να ψέλνονται ορισμένοι εκκλησιαστικοί ύμνοι στις Ορθόδοξες εκκλησίες, στα σλαβικά.
Ο πρόξενος της Αδριανούπολης Α. Δόσκος σε επανειλημμένες αναφορές του το 1859 παρέχει σημαντικές πληροφορίες.
Ειδικά στο υπόμνημά του με τίτλο «Τα των Γραικοβουλγάρων κατά την Θράκην» με ημερομηνία 27 Ιανουαρίου 1859, επισημαίνει την ομαλή συμβίωση που είχαν Έλληνες και Βούλγαροι, κάνοντας ακόμα και μικτούς γάμους και προσδιορίζει ότι 13 χρόνια πριν, άρχισαν οι προστριβές των δύο εθνοτήτων.
Στην Αδριανούπολη 10 χρόνια νωρίτερα. γράφει «αφανής τις και κακόβουλος χειρ ήρξατο να διαταράττει επιτηδείως και κατά σμικρόν το ομόθυμον και ομόφρον πνεύμα των Βουλγάρων μετά των αδελφών αυτών (Ελλήνων) ενσπείρουσα τοις πρώτοις πνεύμα πολιτικής διαιρέσεως όπερ κατήντησεν επ’ εσχάτων, δι’ ατρύτων προσπαθειών και εις μίσος, κινδυνεύον να καταστεί αδιάλλακτον, αν δεν ήθελεν ληφθεί η δέουσα περί τούτου πρόνοια».
Άποψη της Φιλιππούπολης το 1901 |
Πρώτη εστία της Βουλγαρικής αναταραχής ήταν η Φιλιππούπολη.
Ο Έλληνας υποπρόξενος της πόλης Π. Φοίβος, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του έστειλε έκθεση στον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Ραγκαβή στις 10 Μαίου 1859 στην οποία επισημαίνει, ότι «τα μεταξύ των ομογενών και των Βουλγάρων πάθη πολύ εξημμένα».
Ήταν η εποχή της μεγάλης δραστηριοποίησης των Βουλγάρων, ενόψει του Σχίσματος που προωθούσαν.
Ο Φοίβος αναφέρει και την περίπτωση του δάσκαλου Γεώργιου Τσουκαλά, Ζακυνθινής καταγωγής, που οι Βούλγαροι απειλούσαν να τον σκοτώσουν, γιατί μιλούσε ανοιχτά εναντίον τους και γιατί τύπωσε ένα βιβλιαράκι με αντιβουλγαρικό περιεχόμενο και τίτλο
«Η Βουλγαροσλαβική συμμορία και η Τριανδρία αυτής».
Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα προαναφερθέντα έγγραφα του Α. Δόσκου.
Στο υπόμνημά του περί των Γραικοβουλγάρων αναφέρει επίσης δίνοντας την ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης για τη Φιλιππούπολη, ότι:
«Ήδη δε το κάλυμμα διερρήχθη και αναφανδόν ενεργεί ο της Ρωσίας υποπρόξενος εις το να αποχωρίσει τους Βουλγάρους από των Γραικών και μετά του συνεργού αυτού υποπροξένου της Γαλλίας καταγίνεται εις το να πολλαπλασιάση τα βουλγαρικά σχολεία».
Σε άλλο σημείο αναφέρονταν στη συγκεκαλυμμένη δράση Ρώσων πρακτόρων στη Θράκη:
«… εις μεν τα χωρία της Θράκης παρατηρώνται ενίοτε όργανα της Ρωσίας μεταμφιεσμένα με το προσωπείον των αρχαιολόγων κατηχούντα όμως την πολιτικήν διαίρεσιν των Βουλγάρων από των Γραικών».
Ο Γάλλος πρόξενος Σαμπουαζώ |
Σύμφωνα με έγγραφο της 9ης Αυγούστου 1862[3] ο Champoiseau που τότε υπηρετούσε στην Αδριανούπολη, είχε μεταβεί στην Αίνο, όπου η κυβέρνησή του είχε συστήσει ταχυδρομική γραμμή (ιππήλατη).
Η παρουσία του στην Αδριανούπολη, αναφέρεται και στο έγγραφο του πρόξενου Α. Δόσκου[4] υπ’ αριθμ. 133 με ημερομηνία 22 Μαΐου 1863.
Ο Δόσκος γνωστοποιούσε στο υπουργείο Εξωτερικών την αλλαγή προξένου της Γαλλίας στην Αδριανούπολη, ο οποίος όπως μετά από οχτώ μέρες θα έφευγε για το Παρίσι, όπου θα έμενε τρεις μήνες για υπηρεσιακούς λόγους.
Στο διάστημα αυτό θα εξακολουθούσε να διευθύνει το γαλλικό προξενείο Αδριανούπολης, ο μέχρι τότε πρόξενος Champoiseau.
Για τον πρόξενο αυτόν, υπάρχει και ένα άλλο έγγραφο του υποπρόξενου στη Φιλιππούπολη Γ.Δ. Κανακάρη, ο οποίος στις 15 Ιουλίου 1864[5] ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «χθες ανεχώρησε μετά της οικογενείας του και ο υποπρόξενος της Γαλλίας κ. Champoiseau με εντολήν όπως επισκεφθεί τα μεσημβρινά παράλια της Θράκης μέχρις Καβάλας και υποβάλη εις την Κυβέρνησίν του Γενικήν Έκθεσιν περί της καταστάσεως των μερών εκείνων.
Η απουσία του θέλει διαρκέσει τρεις μήνας».
Μετά την παρένθεση για τον Ch. Champoiseau ας επανέλθουμε στον Βουλγαρικό κίνδυνο.
Με νεώτερη έκθεσή του προς το υπουργείο των Εξωτερικών ο Δόσκος αποκαλύπτει, πως ο Αδριανουπολίτης προύχοντας Εμμανουήλ Αλτιναλμάζης «ο πλουσιώτερος και χαίρων την μεγαλειτέραν επιρροήν εις την πόλιν μεταξύ των ομογενών» του έδωσε πολλές πληροφορίες για τους Βουλγάρους και τις κινήσεις τους.
Το 1839, όταν πέρασε από εκεί ο Σέρβος ηγεμόνας Μίλοσης (όπως αναφέρει) κάποιοι Βούλγαροι τον ρώτησαν πότε θα πρέπει να περιμένουν την δική τους απελευθέρωση και αυτό τους είπε, πως όταν έρθει ο καιρός θα τους ειδοποιήσει.
Αργότερα οι Βούλγαροι ίδρυσαν μυστική εταιρία με αρχηγό κάποιο Βούλγαρο καπετάν Μήλιο από το Γκάμπροβο.
Αυτός το 1851 μετοίκησε με την οικογένειά του και τα δυο αδέλφια του στο Γαλάζι της Βλαχίας και από εκεί προωθούσε τους σκοπούς του, παρουσιάζοντας μάλιστα μεγάλη οικονομική ευχέρεια, ενώ δεν είχε δική του περιουσία.
Το 1858 έστειλε 12 ανθρώπους του με επικεφαλής το Βούλγαρο Νικόλαο Ντέτε, ηλικίας 60 χρονών. Αυτοί περιόδευσαν στα χωριά υποσχόμενοι, ότι ο καπετάν Μήλιος θα έλθει να τους απελευθερώσει, με 4.000 άνδρες.
Τελικά ένας Βούλγαρος προύχοντας που επιχείρησαν να τον κατηχήσουν, δείλιασε και για να τους ξεφορτωθεί, τους πρόδωσε στις Οθωμανικές αρχές.
Αλλά δεν είπε στους Τούρκους πως είναι επαναστάτες, παρά ληστές. Οι Τούρκοι τους κυνήγησαν για να τους συλλάβουν και σκότωσαν τον Ντέτε, συνέλαβαν άλλους δύο που τους καρατόμησαν και ένας μόνο φυλακίσθηκε.
Οι υπόλοιποι που διασώθηκαν έφυγαν για τη Βλαχία και από εκεί κατέφυγαν στο Μαυροβούνιο. Μέλη της ομάδας των 12 ήταν οι Κότσο Μπογιατζής και Στόικο, που ήταν οι πληροφοριοδότες του Αλτιναλμάζη.
Δυο χρόνια νωρίτερα, το 1856 στα βουλγάρικα χωριά εμφανίσθηκε ένας λόγιος Βούλγαρος ονόματι Δημήτριος, που κατηχούσε τους Βούλγαρους για ξεσηκωμό, αλλά τελικά και αυτός και τα αδέλφια του κατέφυγαν στο Γαλάζι.
Εκείνοι την εποχή, που ήταν εποχή εθνικιστικής ζύμωσης, οι εύποροι Βούλγαροι όταν πήγαιναν στα διάφορα πανηγύρια και έβλεπαν άοπλους νέους Βούλγαρους τους δώριζαν συνήθως ένα ζεύγος πιστολιών.
Ο Δόσκος σε μια από τις πολλές του αναφορές[6] ειδοποιούσε την Αθήνα ότι ανακάλυψε πως υπήρχαν δύο μυστικές βουλγαρικές εταιρίες.
Η μία επεδίωκε τη δημιουργία βουλγαρικής ηγεμονίας με τη βοήθεια των Ρώσων.
Η άλλη επιδίωκε τον ίδιο σκοπό με βουλγαρικά μέσα, αποστρεφόμενη και υποπτευόμενη τη Ρωσική πολιτική.
Η κίνηση αυτή είχε σαφώς λιγότερα υλικά μέσα. Έδρα στην Κωνσταντινούπολη είχε και ένας «απόστολός» της ο Χρήστο Αρναούτωφ, που ήταν και πληροφοριοδότης του Εμμανουήλ Αλτιναλμάζη.
Η αλληλογραφία τους είχε σαν μυστικό κώδικα την φρασεολογία του εμπορίου των σπόρων. Η περιγραφόμενη άνοδος και κάθοδος των τιμών, η προθυμία των εμπόρων ή απροθυμία τους να αγοράσουν το εμπόρευμα αυτό κλπ. ήταν τα σημάδια που αποκάλυπταν αν η αποστολή του Αρναούτωφ για λογαριασμό της βουλγαρικής μυστικής εταιρίας σε κάποια πόλη είχε επιτυχία ή αποτυχία.
Πάντως τον Οκτώβριο του 1859 η Υψηλή Πύλη έχοντας πληροφορίες για κίνημα των Βουλγάρων, ενίσχυσε τη φρουρά της Αδριανούπολης με 600 ιππείς.
Οι Αδριανουπολίτες έκαναν μεγάλο διμέτωπο αγώνα για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο από την πλευρά των Βουλγάρων αλλά και τον κίνδυνο από την πλευρά των Ουνιτών.
Ο Π. Λογοθέτης πρόξενος στην Αδριανούπολη το 1866, αν και εν μέρει επικριτικός για τους κατοίκους της Αδριανούπολης αναφέρει σε έκθεσή του με ημερομηνία 17 Οκτωβρίου και αριθμ. πρωτ. 267[7].
«... Οιαιδήποτε και να ώσι αι περί εκπαιδεύσεως σκέψεις των και αι λοιπαί ασύγγνωστοι προς την εν γένει κοινωνικήν πρόοδον ολιγωρίαι των, εισίν άξιοι ου μόνον επαίνου αλλά και θαυμασμού δια την φιλογένειαν και τον φιλελληνισμόν των οι ομογενείς της επαρχίας ταύτης, κατ’ εξοχήν δε οι ανήκοντες εις την δευτέραν και τρίτην κλάσιν κάτοικοι.
Μάρτυς δε τούτου αρίδηλος είναι οι αξιάγαστοι αγώνες, ούς επί μακράς σειρά ετών κατά του Πανσλαβισμού και του Ουνιτισμού ηγωνίσαντο.
Αντιταχθέντες δε πάντοτε ευρώστως κατά των επικινδύνων δύο τούτων πολεμίων, απεδείχθησαν επί τέλους υπέρτατοι διαιτηταί της φυλετικής υπεροχής των, τουλάχιστον καθ’ όσον αφορά την μεγαλούπολιν ταύτην και τας πέριξ αυτής κωμοπόλεις και χωρία μέχρι των συνόρων της Φιλιππουπόλεως».
Στον πολύτιμο φάκελο της Βιβλιοθήκης της Βουλής με τα Θρακικού ενδιαφέροντος έγγραφα, υπάρχει έκθεση του Νικ. Γ. Χατζόπουλου σταλμένη προς τον Πρόεδρον της «Εκπαιδευτικής και Φιλανθρωπικής Αδελφότητος» πρωτοκολλημένη στην Κωνσταντινούπολη, με ημερομηνία 20 Αυγούστου 1883 με πολλές πληροφορίες και τίτλο «Περί της ενεστώσης πνευματικής καταστάσεως».
Από την έκθεση αυτή αποσπούμε τις ακόλουθες πληροφορίες για τις Φέρρες, που δείχνουν ανάγλυφα και τους αγώνες των Θρακιωτών, να αντικρούσουν και να εξουδετερώσουν τη Βουλγαρική προπαγάνδα, που επιχειρούσε να σφετερισθεί τις εκκλησίες και τα σχολεία των Ελλήνων και να τους προσαρτήσει στη Σχισματική Εκκλησία, προωθώντας έτσι τις εδαφικές της βλέψεις της Βουλγαρίας και μέσω της Εκκλησίας.
Οι Φέρρες εξαιτίας του μεγαλυτέρου βουλγαρικού πληθυσμού είχαν καταστεί κέντρο ανταγωνισμού των δύο εθνοτήτων.
ΜΟΥΔΙΡΛΙΚΙΟΝ ΦΕΡΡΩΝ: «Φέρραι (Φέρετζικ τουρκιστί) πρώην έδρα Καϊμακαμλικίου περιλαμβάνοντος 68 χωρία Οθωμανικά και Χριστιανικά. Τανύν έδρα Μουδίρη περιλαμβάνει δε οκτώ χωρία εξ ημισείας Τουρκικά και Χριστιανικά.
Η κωμόπολις έχει 450 οικογενείας εν αίς Χριστιανικαί 130, Ελληνικαί 25, Βουλγαρικαί 105.
Έχει Ελληνοδιδακτικήν Σχολήν συντηρουμένην προ τριετίας δαπάνη της Σεβ. Εκπαιδευτικής και Φιλανθρωπικής Αδελφότητος.
Εν τη κωμοπόλει ταύτη μέγιστος ο ανταγωνισμός μεταξύ του ολιγαριθμοτάτου Ελληνικού στοιχείου και του πολυαρίθμου Βουλγαρικού, όπερ πολλάκις, ιδία κατά το 1880, προσεπάθησε δια ψευδών αναφορών να προσαρτήσει την κωμόπολιν εις την Βουλγαρικήν Εξαρχίαν».
Επιπροσθέτως στην ίδια αναφορά περιλαμβάνεται και η ακόλουθη πληροφορία, ενδεικτική του σκληρού ανταγωνιστικού κλίματος, που επικρατούσε τότε εξαιτίας των προσπαθειών των Βουλγάρων να ελέγξουν τις εκκλησίες, αλλά και τα σχολεία :
«Εν Φέρραις απεπειράθησαν πολλάκις να εισαγάγωσιν ιερέα τινά εκ του τμήματος Αχήρ Τσελεπή της επαρχίας Ξάνθης, αλλ’ εματαιώθησαν αι ενέργειαι αυτών».
Ο καζάς του Αχή Τσελεμπή (στο έγγραφο αναφέρεται ως Αχήρ Τσελεμπή) βρίσκεται στα βόρεια του νομού της Ξάνθης και ήταν πληθυσμιακά βουλγαροκρατούμενος, τα χρόνια εκείνα.
Από το 1864 και μετά, η περιοχή του είχε καταστεί κέντρο έντονων αντιπαραθέσεων Ελλήνων και Βουλγάρων.
Και δεν είναι τυχαίο, ότι η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα επέμενε ακόμα και το 1884 να τοποθετήσει αρχιερατικό επίτροπο στον καζά του Αχή Τσελεμπή.
Έχει δημοσιευθεί στην Θρακική Επετηρίδα του Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής [8] από το Θανάση Παπαζώτο η επιστολή προς τον Μητροπολίτη Ξάνθης Φιλόθεο και τον ιερέα Παπά Νικόλαο με οδηγίες για τα καθήκοντά του εκεί.
Εκτός από τα θρησκευτικά του καθήκοντα, του επεσήμαιναν ότι «κατά δεύτερον δε λόγον θέλετε ασχοληθεί και εις την εκ παντός τρόπου προαγωγήν της ελληνικής παιδεύσεως».
Η Αδελφότητα συντηρούσε τότε το νηπιαγωγείο Κάτω Ραϊκόβου και σχολεία στο Τσόκμαν και στο Πασμακλή.
Συνήθως οι Οθωμανοί επικυρίαρχοι, ενίσχυαν τοπικούς παράγοντες ανάλογα με τα πρόσκαιρα συμφέροντά τους, ακόμα και αν επρόκειτο για πρόσωπα που είχαν δημιουργήσει προβλήματα.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και του Καλογιάννη Πέτκου Καλογιάννογλου, φανατικού Βουλγάρου, που είχε έδρα το Δουάν Ασάρ στο απώτερο δυτικό τμήμα του νομού Έβρου.
Ο Καλογιάννογλου αργότερα, έγινε γνωστός στη Βουλγαρία ως Βοεβόδας Πέτκο.
Ο Βοεβόδας Πέτκο |
Ο Νικ. Γ. Χατζόπουλος σε αναφορά του προς την Εκπαιδευτική και Φιλανθρωπική Αδελφότητα της Κωνσταντινούπολης, με ημερομηνία 3 Αυγούστου 1883 γραμμένη στην Αίνο και αναφερόμενος στο Καϊμακαμλήκι του Δεδέαγατς σημειώνει:
ΔΟΥΑΝ- ΑΣΑΡ (Σήμερα Αισύμη):
«Χωρίον Βουλγαρικόν και εστία της εν τω τμήματι τούτω Παμβουλγαριστικής Προπαγάνδας προ πολλού συντεταγμένον τη Εξαρχία και παντοία μηχανευόμενον όπως αποσπάσει άπαντα τα Βουλγαρικά χωρία της επαρχίας από της Μ. του Χριστού Εκκλησίας και προσαρτήσει εις την Εξαρχίαν. Έχει Σχολήν με διδάσκαλον εκ Ρωμυλίας, ιερέα επίσης εκείθεν απεσταλμένον.
Είναι έδρα αρτισύστατου Μουδιρλικίου με Μουδίρην τον Καλογιάννην Πέτκου Καλογιάννογλου απηνώς καταδιωχθέντα το 1877 ως εξυπηρετούντα σχέδια παμβουλγαριστικά.
Ο αδελφός αυτού είναι μέλος του εν Δεδέαγατς Ιδαρέ Μεζλεσίου.
Η οικογένεια Καλογιάννη είχε και πρότερον επιρροήν επί των βουλγαρικών χωρίων, την επιρροήν ταύτην έμπεδον και ισχυράν ποιεί ο διορισμός του εις Μουδίρην».
Σε χειρόγραφο χάρτη της επαρχίας Διδυμοτείχου, σχεδιασμένο σε κηρόχαρτο, που περιλαμβάνεται στον εξεταζόμενο φάκελο, αναφέρεται η ονομασία Δουάν Χισάρ, η οποία μάλλον είναι η ορθότερη.
Από άλλο έγγραφο του Χατζόπουλου, που γράφηκε στις Φέρρες στις 25 Αυγούστου 1882, πληροφορούμαστε, ότι ο Καλογιάννογλου είχε καταδιωχθεί από την Οθωμανική κυβέρνηση «επί βουλγαρισμώ» και ότι ο αδελφός του, που ήταν μέλος του «Ιδαρέ Μετζλισίου» (όπως είναι η ορθότερη εξελληνισμένη προφορά του) στο Δεδέαγατς, ονομάζονταν Βούλτζιος.
«Ιδαρέ Μετζλισί» είναι τα Επαρχιακά συμβούλια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι Έλληνες είχαν τυπική συμμετοχή σ’ αυτά, αλλά έχοντας αναπτύξει την έννοια της αυτοδιοίκησης, έδιναν βάρος στις Δημογεροντίες που εξέλεγαν οι ίδιοι και τα συμβούλια Δημογεροντιών, λέγονταν στα τουρκικά «Ιχτιάρ Μετζλισί».
Οι προειδοποιήσεις των διπλωματών προς την Ελληνική κυβέρνηση, για το βουλγαρικό κίνδυνο, που απειλούσε τη Θράκη, δεν έπαυσαν ποτέ.
Ο υποπρόξενος της Ελλάδας στη Φιλιππούπολη Μιχ. Ταταράκης με έγγραφό του χωρίς ημερομηνία προς τον Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Ε. Σίμο, έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου γράφοντας προειδοποιητικά το 1872[9]:
«Η θέσις του ενταύθα Ελληνισμού προϊόντος του χρόνου καθίσταται λίαν δυσχερής και επισφαλής, ένεκα της οσημέραι αναπτύξεως μεγίστης δραστηριότητος και των χρηματικών μέσων της πανσλαβιστικής προπαγάνδας.
Είς ουδέν άλλον μέρος της Τουρκίας ο Πανσλαβισμός δεν συνεκέντρωσε τόσην την προσοχήν του εις δραστήριον ενέργειαν αυτού, όσον εν τη προξενική ταύτη περιφερεία».
Πηγή sitalsingir.blogspot.comsitalkisking.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου