Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Πώς φτάσαμε στο Μακεδονικό Αγώνα;

του Κ. Βακαλόπουλου

 Η θέση του ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τη χρονική περίοδο 1878—1903 αποτελεί ένα άγνωστο κεφάλαιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας, ελάχιστα μελετημένο από τους Έλληνες ιστορικούς, το οποίο όμως αναφέρεται στην κρισιμότερη φάση των εθνικών μας αγώνων κατά τις παραμονές του μακεδονικού αγώνα. 


Η έρευνα του τόσο ενδιαφέροντος αυτού θέματος, μέσα στα αυστηρά επιστημονικά πλαίσια και με βάση τις πρωτογενείς ιστορικές πηγές, έμεινε μέχρι σήμερα απραγματοποίητη.
Οι παλαιότεροι Έλληνες ιστορικοί, κυρίως ιστοριοδίφες, όσοι είχαν καταπια­στεί πρόχειρα και περιστασιακά με τη συγγραφή σχετικών άρθρων και μονογραφιών, δεν είχαν βέβαια συνειδητοποιήσει ότι ο όρος «μακεδονικός αγώνας»,
όπως επισημαίνει και ο Κωνσταντίνος Πηχεών στα Απομνημονεύ­ματα του πατέρα του Αναστασίου, 
δεν αντιπροσωπεύει μόνο τα στενά χρονικά πλαίσια της περιόδου 1904—1908
αλλά περιλαμβάνει ένα πολύ μεγαλύτερο χρονικό φάσμα, 
το οποίο καλύπτει ολόκληρο το δεύτερο μισό του 19ου’αιώνα. 


Η επαναστατική κινητοποίηση του ελληνισμού της μείζονος Μακεδονίας, καθώς μαρτυρείται από τα απελευθερωτικά κινήματα του 1854, του 1878 και του 1886, 
αποτελεί ένα φαινόμενο διαχρονικό, το οποίο αρχίζει να παρατηρείται ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα 
και κορυφώνεται ουσιαστικά μετά την επανάσταση του 1878
 και το συνέδριο του Βερολίνου.
Ο Νικόλαος, επίσκοπος Κίτρους,
ανάμεσα σε Μακεδόνες οπλαρχηγούς
της επανάστασης του 1878.
 

Στο καυτό λοιπόν ερώτημα
 «Πώς φτάσαμε στο μακεδονικό αγώνα»,
 το οποίο με απασχολεί εδώ και αρκετά χρόνια, προσπάθησα ν’ απαντήσω, επιχειρώντας για πρώτη φορά στα πλαίσια της ιστορικής επιστήμης τη διερεύνηση του καθεστώτος των Ελλήνων της Μακεδονίας κατά την πρώιμη φάση του μακεδονικού αγώνα (1878—1894), 
βασιζόμενος κυρίως στις πάμπολλες ελληνικές και ευρωπαϊκές προξενικές εκθέσεις.


 Αφετηρία αυτής της χρονικής περιόδου υπήρξε
το οποίο αποτέλεσε βασικό ορόσημο 
για την απαρχή μιας νέας φάσης 
στην ιστορική εξέλιξη του μακεδονικού ελληνισμού

Στο εκτενές εισαγωγι­κό κεφάλαιο της εργασίας εκείνης είχα την ευκαιρία ν’ αναφερθώ αναλυτικά σε ποικίλα προβλήματα, που προκύπτουν από την εμπεριστατωμένη μελέτη των αρχειακών πηγών και να σταθμίσω γενικότερα τη θέση των Ελλήνων της Μακεδονίας μέσα στα πλαίσια της επίσημης ελληνικής πολιτικής, του πατριαρχείου και των βαλκανικών κρατών, από το συνέδριο του Βερολίνου ως την πτώση της κυβέρνησης Σταμπούλωφ και την άνοδο του Στόϊλωφ, εποχή κατά την οποία επανασυνδέονται οι ρωσοβουλγαρικές σχέσεις και αρχίζει να διαπιστώνεται σημαντική μεταβολή στη δραστηριότητα της βουλγαρικής κίνησης στο μακεδονικό χώρο.

Συνεχίζοντας λοιπόν την προσπάθεια που είχα αρχίσει πριν από μερικά χρόνια για τη συγγραφή ενός τρίτομου συνθετικού έργου, το οποίο θα έχει ως αντικείμενο τη γενική θεώρηση της θέσης των Ελλήνων της Μακεδονίας κατά την περίοδο 1878—1908, φέρνω σήμερα στο φως της δημοσιότητας το δεύτερο μέρος, που αναφέρεται στο χρονικό διάστημα 1894—1904 και εξετάζει το καθεστώς του ελληνισμού στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα.


 Όπως και κατά τη σύνθεση του πρώτου τόμου του έργου αυτού, έτσι και τώρα, στον δεύτερο, βασίστηκα κυρίως στο πλούσιο ελληνικό και ευρωπαϊκό αρχειακό υλικό, το οποίο εναπόκειται άφθονο στα υπουργεία Εξωτερικών της Ελλάδας, της Γαλλίας (Quai d’ Orsay), της Αυστρίας (Haus - Hof - Staatsarchiv) και της Αγγλίας (Public Record Office). 
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα η σημαντική προσφορά των πρωτογενών πηγών για την αντικειμενική γνώση ενός τόσο περίπλοκου ζητήματος, όπως είναι το μακεδονικό πρόβλημα. Χάρη στη διασταύρωση των αξιόπιστων ειδήσεων και πληροφοριών, που αντλούνται από τις ελληνικές, τις αυστριακές, τις αγγλικές και τις γαλλικές προξενικές εκθέσεις, ο ερευνητής έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει με αντικειμενικότητα στη συνολική διερεύνηση του θέματος. Και επειδή η ίδια η υφή του παρουσιάζει ποικίλες πτυχές συνδεδεμένες άμεσα ή έμμεσα με άλλα γενικότερα προβλήματα, όπως τη διπλωματική στάση και τον ανταγωνισμό των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών στο μακεδονικό χώρο, τη θέσπιση των μεταρρυθμίσεων καθώς και με την εσωτερική κατάσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, — θέματα μελετημένα σε μεγάλο βαθμό από τη βαλκανική και την ευρωπαϊκή βιβλιογραφία —, προσπάθησα να περιοριστώ και να επιμείνω κυρίως στην έρευνα της θέσης των Ελλήνων της Μακεδονίας κατά την περίοδο 1894—1904.

Ανάμεσα στις πολυάριθμες ανέκδοτες ιστορικές μαρτυρίες που αναφέρονται άμεσα στο καθεστώς του μακεδονικού ελληνισμού κατά τη χρονική περίοδο 1894—1904, αξίζει να επισημανθούν δύο νέες άγνωστες μέχρι σήμερα, πολύτιμες πηγές. 


Η πρώτη είναι ένα μεγάλο τμήμα του ανέκδοτου κώδικα της αλληλογραφίας του μητροπολίτη Πελαγονίας Κοσμά Ευμορφοπούλου (1895—1900), το οποίο είναι γραμμένο κατά τους μήνες Δεκέμβριο 1897 — Απρίλιο 1899 και περιέχει ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την κατάσταση των Ελλήνων της Βορειοδυτικής Μακεδονίας σε μια κρίσιμη εποχή του περασμένου αιώνα. Η ιστορική αξία των στοιχείων αυτών αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σπουδαιότητα, εφόσον προέρχονται από ένα επίσημο εκκλησιαστικό εκπρόσωπο του πατριαρχείου. 
Ο κώδικας περιλαμβάνεται στα Αρχεία της Μητρόπολης Πελαγονίας, μικρό μέρος των οποίων φυλάσσεται σήμερα στα Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας. Το κύριο τμήμα του Αρχείου της Μητρόπολης Πελαγονίας εναπόκειται, όπως είναι γνωστό, στο Κρατικό Αρχείο Σκοπίων. Ο χειρόγραφος αυτός κώδικας διατηρείται σε πολύ κακή κατάσταση και είναι σχεδόν ολότελα καταστραμμένος ως το φύλλο 65. Το χειρόγραφο έχει βραχεί σε πολλά σημεία του και η ανάγνωσή του ως το φ. 65 είναι εντελώς αδύνατη. Γι αυτό και πρόκειται να,τον δημοσιεύσω αυτούσιο σε προσεχή εργασία μου από το σημείο αυτό (φ. 65) ως το φ. 118, δηλαδή ως το τελευταίο φύλλο του. Μέσα από τα πολύτιμα φύλλα του ανέκδοτου αυτού κώδικα αναδύεται ανάγλυφα ολόκληρη η πολιτική, κοινοτική, εκκλησιαστική και εκπαιδευτική δραστηριότητα του ελληνισμού της Πελαγονίας στα τέλη του περασμένου αιώνα και διαφαίνε- ται καθαρά η στάση του πατριαρχείου μέσω των εκκλησιαστικών εκπροσώ­πων του απέναντι στο καθεστώς των Ελλήνων της Βορειοδυτικής Μακεδο­νίας.
Η δεύτερη σημαντική ιστορική πηγή προέρχεται από το μακεδονομάχο, συναγωνιστή του Κώτα, Λάκη Νταηλάκη από το χωριό Βερνίκι της Κοριτσάς και περιέχει τα Απομνημονεύματά του στις παραμονές και κατά τη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα. 
Τα Απομνημονεύματα του Λάκη Νταηλά­κη σώζονται σήμερα στα Αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του Γενικού Επιτελείου και αποτελούνται από 91 δακτυλογραφημένες σελίδες. 
Περιέχουν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την αντιστασιακή του δραστη­ριότητα στο πλευρό του καπετάν Κώτα και αργότερα για τις επιχειρήσεις του κατά το μακεδονικό αγώνα, όπως θα εξετάσουμε αναλυτικά στο τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας.

Στην εργασία μου χρησιμοποιώ ακόμη το Αρχείο του Γεωργίου Τσόντου — Βάρδα, το οποίο φυλάσσεται στα Αρχεία του Ιδρύματος Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου ήδη από το 1953 καθώς και τα Απομνημονεύματα του Κρητικού μακεδονομάχου Ευθύμιου Καούδη, που σώζονται σήμερα στο Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Καούδης, όπως είναι γνωστό, ήταν από τους πρώτους μακεδονομάχους που ήλθε στη Μακεδονία πριν από το 1904, και γ΄ αυτό οι πολύτιμες σημειώσεις του (επιφυλάσσομαι να τις δημοσιεύσω στον τρίτο τόμο του έργου μου), αν και είναι γραμμένες πολύ πρόχειρα και περιέχουν αρκετές ασάφειες, αποτελούν μια πρώτης τάξεως ιστορική πηγή για την εξέλιξη των επιχειρήσεων κατά το μακεδονικό αγώνα.

Η δημοσιευμένη βιβλιογραφία που πλαισιώνει θεαματικά την εξέλιξη του μακεδονικού ζητήματος κατά τη χρονική περίοδο 1894—1903, είναι τεράστια. 
Οι ελληνικές πηγές είναι ιδιαίτερα φτωχές και οι σχετικές μονογραφίες — και αυτές βέβαια ελάχιστες — έχουν συντεθεί με ερασιτεχνικό τρόπο και χωρίς τα στοιχειώδη επιστημονικά κριτήρια. 
Απεναντίας η ευρωπαϊκή και η βαλκανική βιβλιογραφία αντιπροσωπεύονται από πάμπολλες μελέτες και άρθρα, που περιέχουν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, την εσωτερική κατάστα­ση της Μακεδονίας και τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές διαφοροποιήσεις του χριστιανικού πληθυσμού της γεωγραφικής αυτής περιοχής. 
Το μεγαλύτερο μέρος των μελετών των Ευρωπαίων κυρίως συγγραφέων εξετάζει τις μεταρρυθμιστικές ενέργειες της Πύλης στη Μακεδονία και τη στάση των ευρωπαϊκών κρατών απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα, ενώ η ογκώδης βουλγαρική βιβλιογραφία, όπως και εκείνη των Σκοπίων, αναφέρονται στην εξέλιξη της εσωτερικής κατάστασης στη Μακεδονία, στο καθεστώς του χριστιανικού πληθυσμού και κυρίως στη δραστηριότητα της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης κατά τη χρονική περίοδο 1893—1903. Από τη βιβλιογραφία όμως αυτή έκρινα σκόπιμο να χρησιμοποιήσω όσες μόνο μελέτες αναφέρονται άμεσα στο καθεστώς του μακεδονικού ελληνισμού και στην εξέλιξή του στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του τωρινού.

    Ουσιαστική αφορμή για τη μεταστροφή της επίσημης βουλγαρικής πολιτικής απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα αποτέλεσε την εποχή αυτή η ίδρυση της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης στα 1893, της οποίας οι ιδρυτές, χωρίς να έχουν σχέδια για άμεση επανάσταση και αποβλέποντας στην κατάλληλη προετοιμασία του κινήματος, έθεσαν σαν πρωταρχικό σκοπό την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους με το γνωστό σύνθημα «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες». 




Η ιδέα της αυτονομίας της Μακεδονίας, που αποτελούσε μόνιμα βασικό στόχο της επίσημης βουλγαρικής πολιτικής μετά το Ι878, μετουσιώθηκε από την κυβέρνηση Στόϊλωφ (1894—1899), η οποία απέβλεπε, παράλληλα με την παραχώρηση νέων εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών προνομίων στο βουλγαρικό πληθυσμό του μακεδονικού χώρου, σε μια ενεργότερη επέμβαση στη Μακεδονία. 
Σπουδαιότερο ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή διαδραμάτι­σαν οι πολυάριθμοι Βουλγαρομακεδόνες, οι οποίοι κατείχαν καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό του βουλγαρικού κράτους, κυρίως όμως οι προσπάθειες της Ανώτατης Μακεδονικής Επιτροπής, η οποία επιδίωκε να θέσει κάτω από τον έλεγχό της ολόκληρη τη βουλγαρική κίνηση στη Μακεδονία. 


Ενώ λοιπόν οι Βερχοβιστές επιζητούσαν την άμεση ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, η Εσωτερική Μακεδονική Επανα­στατική Οργάνωση (I.M.R.O.) στόχευε στην αυτονόμηση της Μακεδονίας.


 Ήταν δηλαδή θέμα τακτικής, αφού και οι δύο οργανώσεις είχαν σαν τελικό σκοπό την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.

Άμεση συνέπεια των νέων προσανατολισμών της βουλγαρικής εξωτερι­κής πολιτικής και της ρωσοβουλγαρικής προσέγγισης υπήρξε η εκ μέρους της Πύλης άρση της άδειας λειτουργίας πολλών βουλγαρικών σχολείων της Μακεδονίας και της Θράκης στα 1894. 


Όμως τα κατασταλτικά μέτρα που πήρε η Πύλη, για ν’ αναστείλει τη δραστηριότητα των βασικότερων στελεχών της βουλγαρικής Οργάνωσης, δεν είχαν ουσιαστικά αποτελέσμα­τα. Μεγαλύτερη σημασία είχαν αναμφισβήτητα οι προσπάθειες της Ανώτατης Μακεδονικής Επιτροπής για τη στρατολόγηση και την εκπαίδευ­ση εθελοντών Και το σχηματισμό γνήσιων βουλγαρικών σωμάτων, τα οποία προωθήθηκαν το καλοκαίρι του 1895 στις γεωγραφικές περιφέρειες της Βορειοανατολικής Μακεδονίας. 
Το ξενοκίνητο αυτό κίνημα, το οποίο ήταν επόμενο να καταλήξει σε αποτυχία εφόσον δεν διέθετε τα απαραίτητα λαϊκά ερείσματα, απέδειξε καθαρά ότι χωρίς τη συμπαράσταση του ντόπιου πληθυσμού θα ήταν αδύνατη η μελλοντική προσάρτηση της Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος.

Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1896, η Εθνική Εταιρεία εξοπλίζει και οργανώνει ελληνικά ανταρτικά σώματα, τα οποία διεισδύουν στο μακεδονικό έδαφος, διασπώνται σε μικρότερες ομάδες και συγκρούονται με επιτυχία με τα τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα. 


Το ανταρτικό κίνημα του 1896, το οποίο αναλύεται σε ξεχωριστό κεφάλαιο της μελέτης με βάση τη μέχρι σήμερα δημοσιευμένη βιβλιογραφία, τις ευρωπαϊκές προξενικές εκθέσεις και τα αρχεία της Εθνικής Εταιρείας, βασίστηκε κυρίως στους ένοπλους ελληνομακεδονικούς πυρήνες, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντι­κό ρόλο στην εθνική κινητοποίηση του ελληνισμού της Μακεδονίας κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. 


Αντίθετα με το βουλγαρικό κίνημα του 1895, η ελληνική ανταρτική δράση του 1896 υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσμα­τική. 
Τα ελληνικά σώματα κατόρθωσαν σε σύντομο χρονικό διάσημα με τις ευέλικτες ενέργειές τους ν’ αποσπάσουν την προσοχή των τουρκικών αρχών, οι οποίες κινητοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα, για να τα αντιμετωπίσουν. 
Πέτυχαν ακόμη να κερδίσουν πολύωρες μάχες και να προκαλέσουν βαριές απώλειες στον τουρκικό στρατό. Η διάσπαση των σωμάτων σε πολύ μικρότερες ομάδες έδωσε στους 'Ελληνες αντάρτες τη δυνατότητα να προωθηθούν σε ολόκληρο το μακεδονικό χώρο και να διατρανώσουν την ελληνική παρουσία ως τις Σιδηρές Πύλες (Δεμίρ Καπού). 


Το γεγονός αυτό προξένησε μεγάλη εντύπωση στους Ευρωπαίους προξένους, οι οποίοι επισημαίνουν παράλληλα στις εκθέσεις τους την άψογη συμπεριφορά των ελληνικών σωμάτων απέναντι στους ντόπιους χριστιανικούς πληθυσμούς σε αντίθεση με τη βίαιη στάση των βουλγαρικών ομάδων που δρούσαν στη Μακεδονία.


 Η ταχύτατη ελληνική διείσδυση στο γεωγραφικό αυτό χώρο στα 1896 οφείλεται κυρίως στην παρουσία των έμπειρων Δυτικομακεδόνων οπλαρχηγών, πολλοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στην επανάσταση του 1878 και γνώριζαν-άριστα τους τόπους εκείνους, αλλά και στη φιλική στάση των ελληνικών πληθυσμών στις περιοχές, όπου έδρασαν τα ελληνικά σώματα. 
Αν και απογοητευμένοι από τη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων και έχοντας την πικρή πείρα των προηγούμενων επαναστατικών κινημάτων, οι Έλληνες της Μακεδονίας αναθάρρησαν και πάλι από την παρουσία των συμπατριωτών τους ανταρτών, πιστεύοντας ότι το ελληνικό κράτος είχε πάρει επιτέλους την απόφαση να προχωρήσει στη λήψη σύντονων μέτρων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Πολύ σύντομα όμως απογοητεύθηκαν, ύστερα μάλιστα από τις τουρκικές βιαιοπραγίες που ξέσπασαν σε βάρος τους.

Μολονότι αντικειμενικός σκοπός του ανταρτικού κινήματος του 1896 υπήρξε η δημιουργία αντιπερισπασμού στην Πύλη για το Κρητικό ζήτημα, η μακεδονική υπόθεση θα παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα ανοιχτή πληγή για την επίσημη ελληνική πολιτική, η οποία δοκιμάζει ένα χρόνο αργότερα την οδυνηρή εμπειρία του ελληνοτουρκικού πολέμου, που είχε ιδιαίτερη απήχηση στις διαβαλκανικές σχέσεις και συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία πρόσφορου πολιτικού κλίματος για την ευνοϊκή λύση του μακεδονικού ζητήματος προς όφελος της Βουλγαρίας. 
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1890—1900 η βουλγαρική πολιτική είχε επιδιώξει με επίσημη αίτησή της προς την Πύλη την παραχώρηση αυτονομίας στη Μακεδονία, ανάλογη μ’ εκείνη της Κρήτης, όπως πρόβλεπε το 23ο άρθρο της συνθήκης του Βερολίνου, το διορισμό Βουλγάρων εκκλησιαστικών εκπροσώπων στο Μοναστήρι, στη Στρώμνιτσα, στη Δίβρα, στο Μελένικο, στο Κιλκίς και την εγκατάσταση Βουλγάρων εμπορικών πρακτόρων σε επίκαιρα γεωγραφικά σημεία του μακεδονικού χώρου.
 Οι βουλγαρικές ενέργειες, επωφελούμενες από τη χορήγηση αυτονομίας στην Κρήτη και την αναταραχή που είχε προκύψει την εποχή αυτή από το Αρμενικό ζήτημα, στοχεύουν τώρα στην πραγματοποίηση των κύριων αιτημάτων τους με την άμεση συμπαράσταση της ρωσικής πολιτικής.

Ήδη το Δεκέμβριο του 1896 η επίσημη ρωσική πολιτική ευνοούσε ανοιχτά την ελληνοβουλγαρική προσέγγιση και την ανεύρεση κοινής λύσης για τη Μακεδονία.
 Στις παραμονές του ελληνοτουρκικού πολέμου η Σόφια πρότεινε στην Αθήνα και το Βελιγράδι κοινές συνεννοήσεις για την αυτονομία της Μακεδονίας.
 Η ελληνική κοινή γνώμη ήταν εχθρικά διακείμενη απέναντι στο ζήτημα της αυτονομίας και η επίσημη ελληνική πολιτική, επιδιώκοντας το διαμελισμό της Μακεδονίας, θεωρούσε πάντοτε ότι μια αυτόνομη Μακεδονία ευνοούσε τα βουλγαρικά συμφέροντα που στόχευαν στη μελλοντική προσάρτησή της, όπως είχε συμβεί και με την Ανατολική Ρουμελία.


 Η ελληνοβουλγαρική προσέγγιση του 1897 δεν στάθηκε δυνατό να συμβιβάσει τις αντίθετες απόψεις των δυο κρατών επάνω στο ζήτημα της μελλοντικής ρύθμισης του μακεδονικού ζητήματος. 
Απεναντίας η ρωσοβουλγαρική συμφιλίωση έδωσε σημαντική ώθηση στην πραγματοποίηση της βουλγαροσερβικής συνεννόησης, η οποία, αν και κατέληξε στην υπογραφή συμφωνίας, δεν δημιούργησε μολαταύτα τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ουσιαστική προσέγγιση των δυο κρατών και τον οριστικό διακανονισμό του ζητήματος. 
Βέβαιο είναι ότι η ελληνική πολιτική δεν αντιδρούσε φανερά στην εισαγωγή των μεταρρυθμί­σεων στη Μακεδονία, αλλά έδειχνε πάντοτε μια συγκροτημένη επιφυλακτικότητα και απαιτούσε την εφαρμογή τους κατά βιλαέτια.


 Αντίθετα η Σερβία απέρριπτε κάθε πρόταση για συζήτηση, αν δεν δεχόταν πρώτα η Πύλη ν’ αναγνωρίσει τους Σέρβους της Μακεδονίας ως ισότιμο εθνικό στοιχείο, όπως τους Βουλγάρους και τους Έλληνες, με εκκλησιαστική και εκπαιδευτική αυθυπαρξία. 


Στα 1903 η Πύλη αναγνώρισε τελικά επίσημα τους ρουμανίζοντες και τους Σέρβους της Μακεδονίας ως αυτοτελείς και αυθύπαρκτες εθνότητες.
Ο δυσμενής αντίκτυπος του ελληνοτουρκικού πολέμου στο καθεστώς του ελληνισμού της Μακεδονίας εκδηλώθηκε κυρίως με την εχθρική στάση των τουρκικών αρχών, το διορισμό Βουλγάρων εμπορικών πρακτόρων στα Σκόπια, στο Μοναστήρι, στη Θεσσαλονίκη και την παραχώρηση εκ μέρους της Πύλης τριών νέων βουλγαρικών βερατιών στη Στρώμνιτσα, στο Μοναστήρι και στη Δίβρα.
 Η παρουσία των εμπορικών πρακτόρων εξασφάλιζε την προώθηση των βουλγαρικών σχεδίων και το συντονισμό της δράσης των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων. Ύστερα από την αποτυχία του βουλγαρικού κινήματος του 1895, η Εσωτερική Οργάνωση ανάλαβενα εμπεδώσει το επαναστατικό κίνημα στους χριστιανούς κατοίκους τηςΜακεδονίας.


 Οι επαναστατικές ενέργειες επεκτάθηκαν βασικά στα γεω­γραφικά διαμερίσματα, που πρόβλεπε η συνθήκη του Αγ. Στεφάνου για τη Βουλγαρία. 
Πέρα από τη δραστηριοποίηση της Εσωτερικής Οργάνωσης ανάμεσα στους πληθυσμούς της Μακεδονίας, καθορίστηκαν στα κυριότερα αστικά κέντρα του γεωγραφικού αυτού χώρου, με την εποπτεία των εμπορικών πρακτόρων, ειδικές εκτελεστικές επιτροπές, κυρίως από Βουλγαρομακεδόνες, με τη συμμετοχή του εξαρχικού κλήρου και των δασκάλων. 
Οι επιτροπές αυτές κατεύθυναν τα νήματα της Οργάνωσης, εξαγοράζοντας με δωροδοκίες των ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων την αδράνεια των τουρ­κικών αρχών και επωφελούμενες από την ευμενή στάση των Ρώσων προξένων και το αίσθημα της ρωσοφοβίας, που κατείχε τους ανώτατους κυβερνητικούς κύκλους της Πύλης και τα διοικητικά όργανα των κατά τόπους γεωγραφικών περιφερειών.

Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε την εποχή αυτή η συμπαράσταση του Ρώσου προξένου του Μοναστηριού Ροστκόφσκι απέναντι στο βουλγαρικό επαναστατικό κίνημα.


 Συχνά μεσολαβούσε στις τουρκικές αρχές, για να ματαιώσει τις ενέργειές τους, οι οποίες στρέφονταν κατά των βασικών στελεχών της βουλγαρικής Οργάνωσης.
 Ο Ρώσος πρόξενος θεωρούσε τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας γνήσιους Σλάβους, δεν αναγνώριζε την παρουσία των Ελλήνων στο σαντζάκι Μοναστηριού και είχε έλθει επανειλημμένα σε ρήξη με τον Έλληνα και τους Ευρωπαίους συναδέλφους του. 


Φαίνεται ακόμη ότι είχε κατηγορήσει τον Έλληνα πρόξενο του Μοναστηριού Κιουζέ Πεζά στο αρμόδιο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, γιατί, τον Απρίλιο του 1902, ο Ρώσος πρέσβης στην Αθήνα de Rosen επισκέφθηκε τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Αλ. Ζαϊμη και του επέδωσε τηλεγράφημα του κόμητα von Lamsdorf, ο οποίος παραπονούνταν ότι ο Πεζάς είχε προδιαθέσει εχθρικά τις ντόπιες αρχές του βιλαετιού απέναντι στο βουλγαρικό πληθυσμό.
 Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Ίλιντεν ο Ροστκόφσκι, ο οποίος δεν υπήρξε καθόλου δημοφιλής στις τουρκικές αρχές του βιλαετιού Μοναστηριού, προκάλεσε με τις ενέργειές του τις έντονες διαμαρτυρίες του μουσουλμανικού πληθυσμού. 
Λίγες μέρες αργότερα, όταν οι Ευρωπαίοι πρόξενοι πληροφορήθηκαν τη δολοφονία του, δεν έδειξαν ιδιαίτερη έκπληξη για το απρόοπτο αυτό γεγονός.


  Είναι γεγονός ότι ο σκληρός αγώνας, που διαδραματίστηκε κατά την περίοδο 1878—1904 ανάμεσα σ’ Έλληνες και Βουλγάρους στη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας, δεν είχε αποφέρει τα ποθητά αποτελέ­σματα για τη βουλγαρική κίνηση. 


Παρά την άψογα οργανωμένη δραστηριοποίησή της σ' ολόκληρο το μακεδονικό χώρο με τη σημαντική υλική και ηθική συμπαράσταση της Εξαρχίας, μεγάλές μάζες σλαβόφωνων χριστια­νικών πληθυσμών παρέμεναν ακόμη αφοσιωμένες στο πατριαρχείο και είχαν γνήσια ελληνική συνείδηση.


 Στον εκκλησιαστικό και στον εκπαι­δευτικό τομέα οι αλλεπάλληλες διευκολύνσεις της Πύλης στους Βουλγάρους με το διορισμό επισκόπων τους στην Αχρίδα, στα Σκόπια (1890), στο Νευροκόπι και στα Βελεσά (1894), με την ίδρυση νέων βουλγαρικών επισκοπικών εδρών στη Δίβρα, στη Στρώμνιτσα και στο Μοναστήρι (1897) και με την καθιέρωση του θεσμού των εμπορικών πρακτόρων, δεν είχαν πείσει ωστόσο την επίσημη βουλγαρική πολιτική για τη βέβαιη επικράτησή της στη Μακεδονία.

Από τις αρχές λοιπόν του 1898 η βουλγαρική κίνηση εισέρχεται σε μια νέα φάση καθώς τα βουλγαρικά ανταρτικά σώματα εγκαινιάζουν τον ένοπλο αγώνα με τελικό στόχο την οριστική λύση του μακεδονικού ζητήματος.


 Εφαρμόζονται τώρα από την Εσωτερική Οργάνωση νέες βίαιες μέθοδοι για την προσέλκυση του γηγενούς χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας και την προετοιμασία ενός μαζικού επαναστατικού κινήματος για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
 Τα σλαβόφωνα ελληνικά χωριά δέχτηκαν κατά την περίοδο 1898—1903 τα σοβαρότερα πλήγματα από τις βουλγαρικές ενέργειες.


 Η άρνηση των μεγάλων δυνάμεων να δεχτούν τις ανανεωμένες στα 1899 προτάσεις του μακεδονοθρακικού κομιτάτου για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Μακεδονίας, συντέλεσε αποφασιστικά στην οριστικοποίηση της μεταβολής της στάσης της Εσωτερικής Οργάνωσης απέναντι στους χριστιανικούς πληθυσμούς του μακεδονικού χώρου.

Από δω και πέρα, ως την αρχή του μακεδονικού αγώνα, ο ελληνισμός της Μακεδονίας διανύει τη δραματικότερη φάση της ιστορικής πορείας του στο μεταίχμιο δυο αιώνων. 


Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να περιγραφούν ανάγλυφα οι τραγικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες ζουν οι Έλληνες ολόκληρου του μακεδονικού χώρου, κυρίως οι κάτοικοι των σλαβόφωνων ελληνικών χωριών, οι οποίοι υφίστανται τις αλλεπάλληλες διώξεις των βουλγαρικών σωμάτων και τα αντίποινα του τουρκικού στρατού. 


Ο ελληνισμός των σπουδαιότερων αστικών κέντρων της Βόρειας Μακεδονίας αγωνίζεται σκληρά, για να ανταπεξέλθει στις δύσκολες αυτές περιστάσεις. Πολυάριθμοι Έλληνες κάτοικοι των χωριών των βορειότερων ζωνών των βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηριού εξαναγκάζονται ύστερα από τις δολοφονίες των βασικών στελεχών της ελληνικής αντίστασης, από τη βίαιη επιβολή υλικών εισφορών και από την αιωρούμενη απειλή του θανάτου, να υποκύψουν και να γίνουν εξαρχικοί.


 Η μόνιμη παρουσία των βουλγαρικών ομάδων στο βόρειο μακεδονικό χώρο έσπερνε τον πανικό στους συμπαγείς σλαβόφωνους και ελληνοβλαχικούς πληθυσμούς, που έβλεπαν ν’ αδικούνται κατάφωρα από τις ντόπιες τουρκικές αρχές ακόμη και στις περιοχές, όπου κατείχαν την πλειοψηφία. 


Με ιδιαίτερη αγριότητα εξελίσσονται την εποχή αυτή οι ελληνοβουλγαρικές εκκλησιαστικές διαμάχες σε διάφορα μεικτά χωριά της Μακεδονίας. 


Στους τόπους αυτούς οι ντόπιοι Τούρκοι διοικητές, ενεργώντας αυθαίρετα και παραβλέποντας τα αιτήματα των ελληνικών πληθυσμών, αναστέλλουν τη λειτουργία των εκκλησιών για μεγάλα χρονικά διαστήματα προκαλώντας μεγάλη απογοή­τευση στους Έλληνες κατοίκους.
 Μολαταύτα ο ελληνισμός δεν αποθαρρύ­νεται. 
Αντιδρά δυναμικά στις ενέργειες της Εσωτερικής Οργάνωσης, ανασυντάσσεται σε κάθε χωριό και κωμόπολη, δημιουργεί ντόπιους συνδέσμους και αργότερα, στις αρχές του εικοστού αιώνα, καταρτίζει τους πρώτους ένοπλους αντιστασιακούς πυρήνες. 


Η γένεση της ελληνικής ανταρτικής δράσης κατά τη χρονική περίοδο 1900—1903, στην οποία καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε και η προσωπικότητα του Κώτα, εξετάζεται σε ειδικό κεφάλαιο της εργασίας. 


Στο κεφάλαιο αυτό προσδιορίζονται οι βασικοί παράγοντες, οι οποίοι προετοίμασαν το έδαφος για τη μετέπειτα ευνοϊκή έκβαση του μακεδονικού αγώνα, και αποκαλύπτονται όλες οι άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές της ελληνικής αντιστασιακής οργάνωσης.
Με το πρόσχημα της σύμπραξης ολόκληρου του χριστιανικού πληθυσμιακού στοιχείου της Μακεδονίας για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, κηρύχθηκε επίσημα στις 28 Φεβρουάριου 1903 από τα ανταρτικά σώματα της Εσωτερικής Οργάνωσης στην περιφέρεια Καστοριάς η συναδέλφωση του ελληνοβουλγαρικού πληθυσμού του γεωγραφικού αυτού χώρου. 


Κάτω από την εφαρμογή απάνθρωπων μεθόδων για την προσέλ­κυση του μακεδονικού ελληνισμού στην Εξαρχία κατά τη χρονική περίοδο 1900—1903, σημαντικό ποσοστό των σλαβόφωνων ελληνικών και ελληνο- βλαχικών πληθυσμών της βορειότερης ζώνης σύρθηκε βίαια στα βουνά και συμμετέσχε ακούσια στην εξέγερση του Ίλιντεν.


 Όσοι πάλι πολέμησαν με τη θέλησή τους στο πλευρό των βουλγαρικών σωμάτων, είχαν πιστέψει ειλικρινά στα ελκυστικά βουλγαρικά συνθήματα, αλλά κατόπιν διαχώρισαν τη θέση τους και ακολούθησαν τη δική τους πορεία. 
Τα συμπεράσματα αυτά εξάγονται από τη μελέτη των αρχειακών πηγών, οι οποίες αναφέρονται με λεπτομέρειες στην παρουσία του ελληνικού πληθυσμού κατά την εξέγερση του Ίλιντεν και στη δραματική θέση του βόρειου κυρίως ελληνισμού στις αρχές του εικοστού αιώνα μετά τις αλλεπάλληλες τουρκικές βιαιοπραγίες. 
Οι θλιβερές συνθήκες, κάτω από τις οποίες αγωνίζονται οι Έλληνες της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα, αναλύονται λεπτομερειακά στο οικείο κεφάλαιο. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η εξέγερση του Ίλιντεν δεν έλυσε το μακεδονικό ζήτημα, γιατί δεν υπήρξε μαζικό κίνημα του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας και δεν βασίστηκε σε πλατιά λαϊκά ερείσματα.


 Δεν είναι φυσικά δυνατό να σταθεί το επιχείρημα του J. Ivanoff, ο οποίος υποστηρίζει ότι η συμμετοχή ενός μεγάλου, μέρους του σλαβόφωνου ελληνικού και ελληνοβλαχικού πληθυ­σμού της Βορειοδυτικής Μακεδονίας κατά την εξέγερση του Ίλιντεν αποδεικνύει και τη βουλγαρική εθνική συνείδησή του. 


Η εξέγερση του Ίλιντεν προετοιμάστηκε και επιβλήθηκε με βίαια μέσα στους ντόπιους χριστιανικούς πληθυσμούς. Απώτερος στόχος της ηταν η πρόκληση αιματηρών μουσουλμανικών αντιποίνων σε βάρος του χριστιανικού πληθυ­σμού και η γενική κινητοποίηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.


 Ενδεικτικό είναι και το παρακάτω σύντομο απόσπασμα του Γάλλου προξένου του Μοναστηριού από έκθεσή του στις 13 Οκτωβρίου του 1903: «On peut toutefois assurer que l’insurrection touche a sa fin et les membres du comite sans avoir obtenu que de semer la mort et la ruine dans tout le vilayet...».

Γεγονός είναι ότι η βουλγαρική βία και οι απάνθρωπες βιαιοπραγίες του τουρκικού στρατού δεν στάθηκαν ικανές να εξαλείψουν το μακεδονικό ελληνισμό ακόμη και του βορειότερου γεωγραφικού χώρου
Αντίθετα συνέβαλαν περισσότερο στην ανάφλεξη της εθνικής συνείδησής του και στην ισχυροποίηση της αντιστασιακής δραστηριότητάς του. 


Απ’ αυτήν την άποψη χαρακτηριστικές είναι δυο επιστολές των Ελλήνων κατοίκων του Μεγάροβου και του Τύρνοβου, που είναι γραμμένες στις αρχές Ιανουαρίου του 1904, δηλαδή στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα, και απευθύνονται στο πατριαρχείο, προς το οποίο διατρανώνουν τη γνήσια ελληνική συνείδησή τους και την αφοσίωσή τους σ’ αυτό: 
«Διακηρύττομεν όθεν, οικειοθελώς και εν βαθεία συναισθήσει της εξ Ελλήνων ημών καταγωγής, ότι θα εμμείνωμεν εις τα πάτρια και ότι η βία και η πίεσις εκ μέρους των εθνικών ημών πολεμίων ως δεν κατόρθωσαν, ουδέ θα κατορθώσωσι ποτέ να κλονίσωσι τας εθνικάς ημών πεποιθήσεις, τουναντίον μάλιστα θα διαιωνίσωμεν αυτάς ως και τας ιστορικάς και θρησκευτικής ημών παραδόσεις, δια της επερχομένης γενεάς, αλωβήτους, οίας εκληροδότησαν ημίν οι ένδοξοι και αθάνατοι ημών πρόγονοι. Αναγνωρίζοντες δε ως ύπατον αρχηγόν ημών την Υμετ. Θειοτάτην Παναγιότητα και ακράδαντον τρέφοντες την πεποίθησιν ότι Αύτη θέλει ενεργήσει τα εν ταις παρούσαις περιστάσεσι πρέποντα και επιληφθή των σωστικών μέτρων, διατελού- μεν πιστά της Μ. του Χριστού εκκλησίας τέκνα».

Κάτω από την καταναγκαστική προσέλευση πολυάριθμων ελληνικών χωριών στην Εξαρχία, φαινόμενο που εντείνεται ιδιαίτερα κατά το χρονική περίοδο 1900—1903, είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί την εποχή αυτή με ακριβή αριθμητικά δεδομένα το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας.
 Η ευρωπαϊκή και η βαλκανική βιβλιογραφία, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, έχουν να παρουσιάσουν πολυάριθμες αντικρουόμενες στατιστικές, που αναφέρονται στην εθνολογική σύνθεση τού πληθυσμού του μακεδονικού χώρου και στην εκπαιδευτική δραστηριό­τητα των διαφόρων εθνικών ομάδων.
 Οι στατιστικές που στηρίζονται όμως στη θρησκεία ή στη γλώσσα των εθνικών ομάδων της Μακεδονίας, θεωρούνται ανεπαρκείς, για να αποτελέσουν τη βάση για τη διάκριση των χριστιανικών εθνοτήτων της Ευρωπαϊκής Τουρκίας.


 Όπως πολύ ορθά συμπεραίνει ο Ν. Βλάχος, οι σχολικές στατιστικές είναι περισσότερο ασφαλείς για την εξακρίβωση της αριθμητικής ισχύος των χριστιανικών εθνοτήτων της Μακεδονίας, γιατί προϋποθέτουν φυσικά τη θέληση των κατοίκων ν’ ανήκουν σε μια ορισμένη εθνότητα.


 Βασιζόμενος λοιπόν στη συγκριτική ανάλυση των σχολικών στατιστικών του πατριαρχείου και της Εξαρχίας για τη Μακεδονία κατά το σχολικό έτος 1901 —1902, ο Ν. Βλάχος τονίζει την εξάπλωση και την ανωτερότητα της ελληνικής παιδείας και καταλήγει στο συμπέρασμα
 ότι στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης 
δεν υπήρχαν βουλγαρικά σχολεία στους καζάδες
 Θάσου, Σαρή Σαμπάν, Καβάλας, Πραβίου, Κασσάνδρας, Βέροιας, Κατερίνης
 και ελληνικά στους καζάδες Ράζλογκ και Τίκφες. 


Στην ενδιάμεση γεωγραφική ζώνη οι Έλληνες υπερείχαν στους καζάδες Δράμας, Ζίχνας, Σερρών, Δεμίρ Χισάρ, Γευγελής, Γιανιτσών, Βοδενών, Λαγκαδά, Θεσσαλονίκης και οι Βούλγαροι στους καζάδες Άνω Τζουμαγιάς, Μελενίκου, Πετριτσίου, Δοϊράνης, Στρώμνιτσας και Αβρέτ Χισάρ, όπου υπήρχαν 40 ελληνικά σχολεία με 2.007 μαθητές και 185 βουλγαρικά με 6.802 μαθητές. 


Στο βιλαέτι Μοναστηριού βουλγαρικά σχολεία δεν υπήρχαν στους καζάδες Ελασσόνας, Κοζάνης, Σερβίων, Ανασελίτσας, Γρεβενών, Στάροβου, Κολωνίας, Ελβασάν, Κοριτσάς
 και ελληνικά στους καιάδες Κιρτσόβου, Δίβρας και Δόλνα Ρέκα.


 Στην ενδιάμεση ζώνη οι Έλληνες υπερείχαν στους καζάδες Μοναστηριού, Φλώρινας, Καστοριάς (191 σχολεία με 10.231 μαθητές και 154 βουλγαρικά με 8.728 μαθητές) και οι Βούλγαροι στους καζάδες Περλεπέ, Αχρίδας, Καϊλαρίων (25 ελληνικά με 778 μαθητές και 81 βουλγαρικά με 5.914 μαθητές).

 Ιδιαίτερα πικραμένοι αισθάνονται την εποχή αυτή οι Έλληνες της Μακεδονίας από τη στάση του πατριαρχείου και των κατά τόπους εκκλησιαστικών εκπροσώπων του, αλλά και από τους χειρισμούς της επίσημης ελληνικής πολιτικής και των διπλωματικών εκπροσώπων της σχετικά με το μακεδονικό ζήτημα.
 Οι περισσότεροι Έλληνες μητροπολί­τες της Μακεδονίας, όπως και κατά τη χρονική περίοδο 1878—1894, είχαν προκαλέσει στα τέλη του 19ου αιώνα έντονες διαμάχες ανάμεσα στις ελληνικές κοινότητες. Σε κάθε μητροπολιτική έδρα είχε σχηματιστεί μια φιλομητροπολιτική μερίδα και μια αντίθετη, που στρεφόταν κατά του εκκλησιαστικού εκπροσώπου του πατριαρχείου.
 Μεγάλη ευθύνη όμως για την κατάσταση αυτή φέρουν και οι Έλληνες πρόξενοι, οι οποίοι είχαν διακόψει τη συνεργασία τους με τους κατά τόπους μητροπολίτες, επιδίωκαν να συντονίζουν μόνοι τους τις εθνικές ενέργειες και να διατηρούν την πρωτοβουλία των κινήσεων στην εκπαιδευτική οργάνωση του ελληνισμού της Μακεδονίας. 
Αναπόφευκτα λοιπόν έρχονταν σε συνεχείς προστριβές με τους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους του πατριαρχείου και προσπαθούσαν να τους αντικαταστήσουν με τις έντονες πιέσεις, που ασκούσαν στους αρμόδιους υπουργούς Εξωτερικών. 


Η τεταμένη κατάσταση οξυνόταν περισσότερο από τις αλλεπάλληλες επεμβάσεις των τουρκικών αρχών στις εκκλησιαστικές υποθέσεις σε συνάρτηση με την αμφισβήτηση των πατριαρχικών προνομίων εκ μέρους της Πύλης που εκδηλώνεται μετά το 1883. Γ΄ αυτό ακριβώς και ο μητροπολίτης Μογλενών Ιωαννίκιος Μαργαριτιάδης σ’ επιστολή του στις 20 Μαϊου του 1898 από τη Φλώρινα προς τον πατριάρχη διερωτιόταν, αν θα έπρεπε να θεωρούνται οι Έλληνες μητροπολίτες της Μακεδονίας «αδρανή ή μάλλον τεθνηκότα μέλη της εκκλησίας»
Η κρίση στις σχέσεις πατριαρχείου - ελληνικών κυβερνήσεων, που παρατηρείται στα τέλη του 19ου αιώνα, οφείλεται, όπως είχε τονιστεί στο εισαγωγικό κεφάλαιο του πρώτου μέρους, στη διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων εκ μέρους των δυο πλευρών.
 Η άσκηση πανορθόδοξης οικουμενικής πολιτικής εκ μέρους του πατριαρχείου σε αντίθεση με την επίσημη θέση της ελληνικής πολιτικής, που θεωρούσε σκόπιμο να ενεργεί το πατριαρχείο με γνώμονα μόνο τα ελληνικά συμφέροντα, υπήρξε η βασική αφορμή για την επιδείνωση των μεταξύ τους σχέσεων, κυρίως στο ζήτημα της εισαγωγής της σλαβικής γλώσσας στις εκκλησίες των σλαβόφωνων κοινοτήτων και στο θέμα του καθορισμού των εθνικών διεκδικήσεων των Σέρβων στο μακεδονικό χώρο.

Αξιοσημείωτο είναι το παρακάτω απόσπασμα από επιστολή του μητροπολίτη Πρεσπών και Αχριδών Ανθίμου προς τον πατριάρχη, γραμμένο στις 7 Μαϊου 1898, στο οποίο ο Έλληνας ιεράρχης μέμφεται το πατριαρχείο για την ενδοτική πολιτική του απέναντι στις πιέσεις των άλλων βαλκανικών κρατών:
« Ή έμή γνώμη, Παναγιώτατε, ήν έπιτραπήτω μοι νά γνωρίσω τη Μητρί ’Εκκλησία, είνε δτι τά ημίμετρα, άτινα αΰτη μετέρχεται, σκεπτομένη ώς άρχή άνωτάτη πνευματική νά συμβιβάση τά κατ' εμέ ασυμβίβαστα μεταξύ των ήμετέρων καί των άξιώσεων των διαφόρων προπαγανδών εϊσίν ό'λως αλυσιτελή πρός τόν σκοπόν, ον επιδιώκει ενταύθα καί βλάπτει μάλλον κατ ’ εμέ, διότι αΰτη ένδίδουσα εις τάς άξιώσεις των διαφόρων προπαγανδών, πράττει μέν ο,τι ώς άνωτάτη άρχή οφείλει νά πράξη, βλάπτει όμως κατ ’ αύτόν τόν τρόπον τό μετ ’ αύτής πάντοτε τέκνον καί υπέρ των άληθώς καί μεταύτής πάντοτε μενόντων σήμερον άδελφών του, καί μεθ' δλας τάς δυσχερείας άγωνιζόμενον. 
Διότι αί αξιώσεις των διαφόρων προπαγανδών, εις ας άπό καιρού εις καιρόν, φαίνεται ή Μήτηρ ’Εκκλησία δτι ενδίδει, είτε σιωπηλώς, είτε φανερά, νομίζουσα δτι κατορθοϊ τήν άρσιν των παραπόνων αύτών τοιουτοτρόπως, ούδένα άλλον σκοπόν εχουσιν ή νά στερεωθώσιν δι ’ αύτών καί νά έπικρατήσωσι πρός αποπομπήν τού άληθούς Αύτής τέκνου, τού υπέρ Αύτής πάντοτε άγωνιζομένου, εκ του πατρίου του εδάφους.
 Δέν είναι δίκαιον, νομίζω, κατά τήν ταπεινήν μου γνώμην, καί οΰτε δύναται νά όνομασθή άγών άληθής υπέρ τού έθνους, όταν ή Μήτηρ "Εκκλησία ένδίδη εις τάς άξιώσεις ταύτης ή εκείνης τής προπαγάνδας, εάν καί ύπό εποψιν έθνικήν, θεωρή τούς έν Μακεδονία άρχιερεϊς υπάρχοντας, καί ύπό τοιαύτην μόνον έποψιν, νομίζω πρέπει νά θεωρήται ή ϋπαρξις αύτών αναγκαία σήμερον ενταύθα, διότι ύπό εποψιν θρησκευτικήν εγώ τουλάχιστον ομολογώ, δτι δέν υπάρχει κίνδυνος δογματικός, εκτός των οπαδών τού Μαργαρίτου, δν δμως, δταν φανερωθή καλά ή καθολική αύτού σκέψις, θά τόν εγκαταλίπωσι, πιστεύω, οί πάντες σχεδόν, άλλά κίνδυνος εθνικός, δστις κατά τι δύναται νά άποσοβηθή, δταν πάντες όμού οί ενταύθα άρχιερεϊς μετά τού Σεβαστού Πατριαρχείου καί κατά των Σερβιζόντων καί κατά των ρωμουνιζόντων επιτιθέμεθα».

Η μεγάλη λοιπόν ένταση που όημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα στις σχέσεις ανάμεσα στους κατά τόπους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους του πατριαρχείου και στους Έλληνες διπλωματικούς εκπροσώπους της Μακεδονίας, ανάγκασε το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών, ύστερα από τις εντονότατες διαμαρτυρίες του πατριαρχείου, να απευθύνει τον Οκτώβριο του 1902 αυστηρές συστάσεις προς τις ελληνικές προξενικές αρχές, για να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες μερίδες και να συμβάλει στην εκτόνωση της κατάστασης.


 Ανάμεσα στους αξιολογότερους Έλληνες ιεράρχες της Μακεδονίας κατά τη χρονική περίοδο 1894—1903 πρέπει να συγκαταλέξουμε τους μητροπολίτες 


Καστο­ριάς Γερμανό Καραβαγγέλη (1900—1907),
 Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη (1902—1907), 
Νευροκοπίου Νικόδημο (1900—1903), και
 Κοριτσάς Γερβάσιο Ωρολογά (1895—1900), 


ο οποίος είχε μεγάλες ικανότητες και είχε συντελέσει σημαντικά στην ειρηνική συμβίωση της ελληνικής κοινότητας Κοριτσάς και την εξασθένηση της ρουμανικής κίνησης στη Μοσχόπολη.


 Αρκετά όμως υπήρξαν και κατά την εποχή αυτή τα παραδείγματα των Ελλήνων εκκλησιαστικών εκπροσώπων του πατριαρχείου, οι οποίοι δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, όπως εκμυστηρευόταν ακόμη και ο ίδιος ο πατριάρχης Ιωακείμ στις αρχές του 1902 προς τον Έλληνα πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Ν. Μαυροκορδάτο.


 Έτσι διάφορες ελληνικές κοινότητες της Βόρειας Μακεδονίας συνταράσσονται στα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του τωρινού από την 
παρουσία ορισμένων ανεύθυνων μητροπολιτών όπως
 του Αμβροσίου Σταυρίδη στο Μοναστήρι (1900—1903) και του προκατόχου 
του  Κοσμά Ευμορφοπούλου (1895— 1900), 
του Παναρέτου (Πρεσπών και Αχριδών) στα 1896—1900
του Ιωαννικίου Μογλενών (1894—1895)
του επισκόπου Πολυανής Παρθενίου (1899—1907)— 
ο Ιωακείμ Γ' είχε ομολογήσει την ακαταλληλότητα του Παρθενίου και αναγκάστηκε να γράψει στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο, για να πείσει τον Παρθένιο να παραιτηθεί — και 
του μητροπολίτη Δεβρών και Βελεσσού Πολυκάρπου (1900—1907), ο οποίος υποστήριζε καθαρά τα σέρβικά συμφέροντα στην επαρχία του για να αναστείλει τη βουλγαρική διείσδυση.


 Ιδιαίτερη οξύτητα είχε προσλάβει επίσης στα 1900 η κοινοτική διαμάχη στο Δεμίρ Χισάρ. Διάφορες οικογενειακές αντιζηλίες είχαν διαιρέσει την εκεί ελληνική κοινότητα σε δυο μερίδες, οι οποίες αντιπροσωπεύονταν από τους προκρίτους, από τη μια “λευρά, και από τους οπαδούς του ντόπιου γιατρού Αριστοτέλη, απόφοιτου του πανεπιστημίου Αθηνών, από την άλλη. 
Σχετικά με την αναταραχή στο Λεμίρ Χισάρ κάποιος Έλληνας κάτοικος της Κάτω Τζουμαγιάς σημείωνε σ’ επιστολή του της 29ης Ιανουαρίου 1900 προς τον Έλληνα πρόξενο Σερρών Ιω. Στουρνάρα τα εξής χαρακτηριστικά: 
«Τό ελληνικόν έθνος, ώς φαίνεται, έχει τήν κακήν μοίραν νά εύρίσκηται εις διχονοίας καί εξαιρέσεις χάριν ατομικών συμφερόντων καί κούφιων ιδεών οσάκις άπαιτεϊται συνεργασία καί συνάσπισις πρός επιτυχίαν καί εύόδωσιν του εθνικού σκοπού». Υπεύθυνοι για την ανώμαλη αυτή κατάσταση, που επικρατούσε την εποχή εκείνη στο Δεμίρ Χισάρ, είχαν θεωρηθεί ο Έλληνας πρόξενος των Σερρών Ιω. Στουρνάρας και ο μητροπολίτης Μελενίκου Αεόντιος, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα με τις άστοχες επεμβάσεις τους στα εκπαιδευτικά ζητήματα των ελληνικών κοινοτήτων των Άνω Πορρόϊων, του Δεμίρ Χισάρ και του Μελενίκου.

Από την πλευρά τους ελάχιστοι υπήρξαν την εποχή αυτή και οι ικανοί Έλληνες διπλωματικοί εκπρόσωποι, οι οποίοι διακρίθηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Μακεδονία. 
Κύρια όργανα της άτολμης και χλιαρής ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στη μακεδονική υπόθεση, οι περισσότεροι απ’ αυτούς περιορίζονταν στην υποβολή ορισμένων προτάσεων, όπως και οι προκάτοχοί τους, για τη βελτίωση της κατάστασης και την υιοθέτηση ορισμένων αποτελεσματικών, κατά την άποψή τους, μέτρων. 
Πολλοί επίσης πρόξενοι, όπως ο Ν. Μπέτσος στο Μοναστήρι, διοχέτευαν τη δραστηριότητα τους κυρίως στη διατύπωση αλλεπάλληλων κατηγοριών κατά των «ανάξιων» Ελλήνων μητροπολιτών, οι οποίοι με τη σειρά τους καταφέρονταν εναντίον του επειδή ο ίδιος κατεύθυνε το εκπαιδευτικό έργο στη Βορειοδυτική Μακεδονία με απολυ­ταρχικό τρόπο.


 Ως την άφιξη του Ίωνα Δραγούμη στο Μοναστήρι, το Νοέμβριο του 1902, και την οργάνωση της ελληνικής αντίστασης, ο αξιολογότερος Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία υπήρξε ο πρόξενος του Μοναστηριού Σταμάτης Κιουζές Πεζάς, ο οποίος προσπάθησε αρχικά να συμβιβάσει την κατάσταση εμμένοντας πιστά στο δόγμα της ελληνοτουρκικής συνεργασίας. Υπέρμαχος της θεωρίας αυτής υπήρξε την εποχή αυτή κυρίως ο Έλληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης Ευγ. Ευγενιάδης, ο οποίος συνεργάστηκε στενά με τις τουρκικές αρχές του βιλαετιού για την καταδίωξη των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων


Παρά τις αντίξοες συνθήκες, κάτω από τις οποίες πάλεψε ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού Πεζάς, έχοντας ελάχιστα μέσα στη διάθεσή του — στερούνταν ακόμη και τις υπηρεσίες ενός γραμματέα και ενός διερμηνέα —, εργάστηκε με πολύ ζήλο, εφιστώντας την προσοχή του ντόπιου βαλή στην τρομοκρατική δραστηριότητα της Εσωτερικής Οργά­νωσης και αναπτύσσοντας πυκνές επαφές με τους Αλβανούς μπέηδες της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, για να κερδίσει τη συμπαράστασή τους.


 Συνεργαζόμενος στενά με τον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, προετοίμασε το έδαφος για την άφιξη του ' Ιωνα Δραγούμη στο Μοναστήρι και έδωσε προτεραιότητα στη συσπείρωση των δυνάμεων του μακεδονικού ελληνισμού και στη συγκρότηση των κατά τόπους εθνικών συνδέσμων.


 Κατάρτισε επίσης ένα πυκνό δίκτυο πληροφοριοδοτών, οι οποίοι κατόρθωσαν να εισχωρήσουν στις γραμμές του βουλγαρικού κομιτάτου και να του μεταδώσουν πολύτιμες ειδήσεις για την κίνηση των βουλγαρικών σωμάτων.
 Ανάμεσα στις σημαντικότερες προτάσεις του προς την ελληνική κυβέρνηση για τη βελτίωση της θέσης του ελληνισμού της Μακεδονίας, ο Πεζάς επιμένει κυρίως στην ανύψωση της στάθμης των ελληνικών σχολείων και στην εφαρμογή ορθότερων τρόπων διδασκαλίας με την εισαγωγή του θεσμού της τακτικής επιθεώρησης των ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, στην ίδρυση ιερατικών σχολών στην Καστοριά και στο μοναστήρι της Μπαρεσάνης και περισσότερων νηπιαγωγείων, στη σύσταση 4 τριμελών επιτροπών στην Κοζάνη, Καστοριά, Φλώρινα, Μοναστήρι για την οργάνωση του αγώνα και στη συγκρότηση ένοπλων ελληνικών σωμάτων για την αντιμετώπιση των βουλγαρικών ομάδων.

Ο Πεζάς υπήρξε ο πρώτος Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος της Μακεδονίας, ο οποίος, παρακάμπτοντας το ξεπερασμένο πια και χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα δόγμα της ελληνοτουρκικής συνεργασίας, αντι- λήφθηκε τον κίνδυνο στις πραγματικές του διαστάσεις και κατανόησε ότι μόνο η ένοπλη αντιστασιακή οργάνωση του μακεδονικού ελληνισμού θα ήταν δυνατό να μεταβάλει ευνοϊκά την κατάσταση. 
Αργότερα και ένας άλλος συνάδελφός του στις Σέρρες, ο Ιωάν. Στουρνάρας, είχε επιμείνει ανάμεσα σ’ άλλες προτάσεις του προς την ελληνική κυβέρνηση, στην αντίταξη βίας στη βία. Δυστυχώς η απορριπτική απάντηση του υπουργείου Εξωτερικών στις προτάσεις του Πεζά έδειξε ακόμη μια φορά την ηττοπάθεια της ελληνικής πολιτικής απέναντι στο κρίσιμο μακεδονικό πρόβλημα.

Η επίσημη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα κατά τη χρονική περίοδο 1878—1903 υπήρξε περισ­σότερο εσωτερική παρά εξωτερική, αφού προείχαν κυρίως τα κομματικά συμφέροντα. 
Οι ελληνικές κυβερνήσεις παραμέλησαν λόγω του Κρητικού ζητήματος τα συμφέροντα του ελληνισμού της Μακεδονίας και της Θράκης, χωρίς να μπορέσουν να χαράξουν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα εθνικών επιδιώξεων.
 Γεγονός είναι ότι το ελληνικό κράτος άργησε πολύ να επέμβει στη μακεδονική υπόθεση. 
Κάτω από έντονα προβλήματα κομματικών αγώνων, ανασυγκρότησης των οικονομικών και μεγάλων στρατιωτικών δαπανών, το ελληνικό κράτος εγκατέλειψε στην τύχη του το μακεδονικό ελληνισμό και, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ν. Βλάχος, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι η Μακεδονία θα παρέμενε άγνωστη, αν η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν αντικαθιστούσε την κρατική πρόνοια.Ακόμη και ο άλλοτε πρωθυπουργός Δηλιγιάννης καταδίκαζε την αδράνεια και τη σιωπηρή στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα.

Η ελληνική πολιτική δυσπιστούσε στις επανειλημμένες προτάσεις της Πύλης για τη σύναψη στρατιωτικής συμμαχίας με την Τουρκία. Μολα­ταύτα η έντονη βουλγαρική δράστηριοποίηση στο μακεδονικό χώρο είχε παρακινήσει τις ελληνικές κυβερνήσεις να διατηρούν κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα φιλικές σχέσεις με την Πύλη για την αποτελεσματι­κότερη αντιμετώπιση του βουλγαρικού κινδύνου. 
Πρόξενοι και μητροπο­λίτες υποδαύλιζαν το ζήλο των τοπικών αρχών κατά των βουλγαρικών κομιτάτων. Όμως το περίφημο δόγμα της ελληνοτουρκικής σύμπραξης, βασισμένο στην «άψογη» στάση των ελληνικών κυβερνήσεων, το οποίο υπαγορεύθηκε από τις αλλεπάλληλες δυσμενείς συγκυρίες, όχι μόνο δεν οφέλησε το μακεδονικό ελληνισμό, αλλά αντίθετα τον έβλαψε σημαντικά.

Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όσα σχετικά σημείωνε η γνωστή για την εθνική δράστηριότητά της στη Θεσσαλονίκη την εποχή αυτή Μελπομένη Αυγερινού σ’ επιστολή της προς τον Έλληνα πρωθυπουργό στις 25 Ιουλίου 1903: «77' τήν θέλετε τήν φιλία σας μετά των ’Οθωμανών; Διά μόνον τόν λόγον δπως διατηρήσωμεν τά μέρη μας: δέν ’έχει οΰτω; 
Άλλ ’ όταν τά μέρη μας τά άρπάσωσιν οί Βούλγαροι, τόν κόσμον μας κατακρεουργήσωσιν, ή φιλία μας μετά τής Τουρκίας εις τί εναπομένει;».
 Γι αυτόν ακριβώς το λόγο οι Έλληνες της Μακεδονίας απογοητευμένοι από τη στάση των κατά τόπους Ελλήνων διπλωματικών εκπροσώπων, οι οποίοι τους σύστηναν μόνιμα να κάμουν υπομονή, χαρακτήριζαν «τουρκόφιλη» την επίσημη ελληνική πολιτική, που είχε σα μοναδικό σκοπό τη διαιώνιση της τουρκικής κυριαρχίας στη Μακεδονία. Μετά την εξέγερση του Ίλιντεν ο μακεδονικός ελληνισμός, εξασθενημένος πια σημαντικά από τον δυσβάστα- χτο τουρκικό ζυγό και τη βουλγαρική τρομοκρατική δράση, εκφράζει τις ζωηρότατες ανησυχίες του προς τους Έλληνες προξένους για τη μελλοντι­κή πορεία του. Εκείνοι, από την πλευρά τους, προσπαθούσαν να πείσουν τις τουρκικές αρχές της Μακεδονίας να επιτρέψουν ανεπίσημα τη δραστηριοποίηση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων επισημαίνοντας ωστόσο στις εκθέσεις τους τις καταστρεπτικές συνέπειες για τα ζωτικά ελληνικά συμφέροντα στο μακεδονικό χώρο από τη συνέχιση της ελληνοτουρκικής συνεργασίας στο διπλωματικό πεδίο.

Μόνοι τους λοιπόν οργανώνονται μετά το 1878 οι Έλληνες της Μακεδονίας, καταρτίζουν ανταρτικά σώματα και συγκροτούν αντιστασιακές εστίες, οι οποίες θα προλειάνουν το έδαφος για την ευνοϊκή έκβαση του μακεδονικού αγώνα. 


Στα τέλη της δεκαετίας του 1880—1890 η επιδείνωση των σχέσεων πατριαρχείου - ελληνικών κυβερνήσεων και η διακοπή των εκπαιδευτικών χορηγημάτων προς τους αγωνιζόμενους Έλληνες της Μακεδονίας, δυσχέραναν ακόμη περισσότερο τη θέση τους.


 Βέβαια, στις αρχές του εικοστού αιώνα, η ελληνική κυβέρνηση αύξησε τις πιστώσεις για τα σχολεία της Μακεδονίας, πήρε μέτρα για τη βελτίωση της εκπαίδευσης, διάθεσε κονδύλια για τις ελληνικές μητροπόλεις και τα προξενεία της Βόρειας Μακεδονίας, φρόντισε να προωθηθούν κατάλληλα πρόσωπα σ’ όλους τους καίριους τομείς και προσκάλεσε στα 1901 τον άλλοτε οικουμενικό πατριάρχη Ιωακείμ Γ' να αναλάβει και πάλι το πατριαρχείο. Η εκλογή του συνδυάστηκε με το διορισμό νέων ικανών μητροπολιτών σε επίκαιρα γεωγραφικά σημεία της Μακεδονίας.
Η επίσημη ελληνική πολιτική αρκέστηκε στις αρχές του τωρινού αιώνα σε έντονες διαμαρτυρίες προς τα ευρωπαϊκά κράτη και προς την Πύλη μέσω του διπλωματικού εκπροσώπου της στην Κωνσταντινούπολη πρέσβη Ν. Μαυροκορδάτου για την εντεινόμενη βουλγαρική τρομοκρατία σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας.


 Για το ίδιο θέμα ο Έλληνας πρέσβης ενημέρωνε παράλληλα και τους Ευρωπαίους συναδέλφους του. Το Νοέμβριο του 1901 ο Ν. Μαυροκορδάτος επισκέφτηκε το Σαϊτ Πασά και κατάγγειλε σ’ αυτόν τις βουλγαρικές δολοφονικές ενέργειες, τη διαφθορά και την αδράνεια των τουρκικών αρχών, την άρση της λειτουργίας πολλών ελληνικών εκκλησιών της Μακεδονίας εδώ και αρκετά χρόνια, και διαμαρτυρήθηκε έντονα για τη γενικότερη στάση της Πύλης απέναντι στο καθεστώς του μακεδονικού ελληνισμού.
 Τόνισε ακόμη στο Σαϊτ Πασά ότι η ελληνική πολιτική δεν θα ήταν δυνατό να παραμείνει πλέον πιστή στο δόγμα της ελληνοτουρκικής συνύπαρξης, εφόσον οι οθωμανικές αρχές του βιλαετιού Μοναστηριού συνέχιζαν να παραμένουν αδρανείς στις αλλεπάλ­ληλες δολοφονίες των Ελλήνων πατριωτών.


 Στις αρχές του 1902 η κατάσταση στη Μακεδονία δεν φαίνεται να είχε βελτιωθεί: πολυάριθμες ελληνικές εκκλησίες παρέμεναν ακόμη κλειστές ύστερα από απόφαση των ντόπιων τουρκικών αρχών ή λειτουργούσαν σ’ αυτές εκ περιτροπής Έλληνες και Βούλγαροι


Διάφορες φήμες κυκλοφορούσαν επίσης για το διορισμό νέων Βουλγάρων επισκόπων στη Φλώρινα και στην Καστοριά, τις οποίες όμως διέψευδαν κατηγορηματικά ανώτατοι κυβερνητικοί κύκλοι της Πύλης.
 Υπεύθυνες για τη θλιβερή εκκλησιαστική κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία, ήταν οι ντόπιες τουρκικές αρχές, οι οποίες είχαν επιτρέψει ακόμη και σε μειοψηφίες εξαρχικών να καταλάβουν τις ελληνικές εκκλησίες ή να εκκλησιάζονται σ’ αυτές εναλλάξ με τους Έλληνες.

Το Φεβρουάριο του 1903 το ελληνικό προξενείο Μοναστηριού υπέβαλε στο υπουργείο Εξωτερικών τηλεγραφική αίτηση, με την οποία ζητούσε την ηθική και υλική συνδρομή της κυβέρνησης για το νεοϊδρυμένο μυστικό αμυντικό κομιτάτο «Άμυνα» του Μοναστηριού. 


Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Α. Σκουζές στην από 7 Μαρτίου απάντησή του , επικαλού­μενος παλαιότερο έγγραφο του υπουργείου του, όπου επιδοκιμαζόταν η νόμιμη άμυνα των Ελλήνων χωρίς βέβαια να πάρει τη μορφή αντεκδικήσεων , επιβεβαίωνε την πρόθεση της κυβέρνησής του να συμπαρασταθεί στο αίτημα του προξενείου με μεγάλη όμως περίσκεψη και προσοχή.
 Η επίσημη ελληνική πολιτική επιδίωκε με κάθε τρόπο ν’ αποφύγει οποιαδήποτε ενεργή επέμβαση στη Μακεδονία, φοβούμενη τις δυσμενείς συνέ­πειες από την εχθρική στάση της Πύλης. Μολαταύτα ο καιρός περνούσε και ήδη είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος για τη μακεδονική υπόθεση.
 Καθώς λοιπόν ο ελληνικός τύπος ξεσήκωνε με φλογερά άρθρα του την ελληνική κοινή γνώμη γύρω από το μακεδονικό ζήτημα, επιτέλους στα 1903, μετά την εξέγερση του Ίλιντεν και τη θέσπιση των μεταρρυθμίσεων του Miirzsteg, η ελληνική πολιτική αντιλήφθηκε ότι ενώ επίκεινταν σημαντικά γεγονότα, που επρόκειτο να μεταβάλουν την τύχη των βαλκανικών κρατών, οποιαδήποτε συνταύτιση με την Τουρκία δεν συνέφερε στην Ελλάδα.


 Τότε όμως φάνηκε καθαρά πόσο μεγάλη πίεση ασκούσε η Ρωσία στην Πύλη, για να αντιτάσσει χαλαρή αντίσταση στη δράση των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων.
 Την ομολογία αυτή εκμυστηρεύτηκε εμπιστευτικά ο σουλτάνος, τον Ιούλιο του 1903, προς τον Έλληνα πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη.
 Στις αρχές Αυγούστου του 1903 ο Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος επισκέφθηκε τον σουλτάνο, ανάλυσε σ’ αυτόν την κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας και διερμηνεύοντας τις οδηγίες της κυβέρνησής του, διατύπωσε την παράκληση να τους χορηγη­θούν όπλα, μέσα στα πλαίσια της νόμιμης άμυνας, για να αντιμετωπίσουν τη βουλγαρική απειλή. Μολονότι η Πύλη θεωρούσε το βουλγαρικό παράγοντα επικίνδυνο πολιτικό αντίπαλο, ο σουλτάνος τόνισε ότι δεν ήταν δυνατό να υποστηρίξει τις ελληνικές προτάσεις, γιατί τότε θα προέκυπτε και ζήτημα εξοπλισμού του μουσουλμανικού πληθυσμού της Μακεδονίας.

Κατά τη διάρκεια σύγχρονης επίσκεψής του στον Άγγλο πρέσβη Ο’ Conor, στις αρχές Αυγούστου του 1903, ο Έλληνας συνάδελφός του επισήμανε τις θλιβερές συνθήκες που επικρατούσαν στη Μακεδονία, την κρίσιμη θέση του ελληνισμού του γεωγραφικού αυτού χώρου, τη χαλάρωση της στρατιωτικής δράσης των τουρκικών αρχών, τους αληθινούς στόχους της Εσωτερικής Οργάνωσης, που απόβλεπαν στην πρόκληση αιματηρών αντιποίνων εκ μέρους του τουρκικού στρατού και τέλος ερμήνευσε ότι η πρόθεση της βουλγαρικής πολιτικής για την επίλυση του μακεδονικού ζητήματος στα πλαίσια των μεταρρυθμιστικών ενεργειών της Πύλης, γνώμονα εί^ε μόνο τα βουλγαρικά συμφέροντα. 


Ο Έλληνας πρέσβης παρακάλεσε επίσης τον Άγγλο συνάδελφό του ν’ ασκήσει την πίεσή του στην Πύλη για τον τερματισμό της κατάστασης. Ο Ο’ Conor αναγνωρίζο­ντας τη βασιμότητα των ελληνικών διαβημάτων, εκδήλωσε θερμό ενδιαφέ­ρον για το καθεστώς των Ελλήνων της Μακεδονίας και του υπενθύμισε τα προηγούμενα διαβήματά του προς τους ανώτερους κυβερνητικούς κύκλους για την κατάπαυση των τουρκικών βιαιοπραγιών.


 Μετά την καταστροφή του Κρουσόβου αναλήφθηκε μεγάλη εκστρατεία από την ελληνική πλευρά για την ενημέρωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και των διπλωματικών εκπροσώπων των ευρωπαϊκών δυνάμεων. 
Θεοχάρης Γερογιάννης


Ολόκληρος ο ελληνισμός κινητοποιήθηκε και επιτροπή των Μακεδόνων που έδρευε στην Αθήνα και αποτελούνταν από τους 
Σπυρ. Ζαφειριού από τη Θεσσαλονίκη,
Θωμά Σταύρου από το Μοναστήρι, 
Ιωάν. Μπασδέκη από το Μελένικο,
 Ιωακείμ Τσιστινόπουλο από την Καστοριά,
 Περικλή Παπαναούμ από το Κρούσοβο και 
Θεοχάρη Γερογιάννη από τη Χαλκιδική,


έστειλε στις 15 Αυγούστου 1903 γραπτή έκκληση προς τον υπουργό Εξωτερικών Α. Σκουζέ, στην οποία διαμαρτυρόταν για τον κατατρεγμό του μακεδονικού ελληνισμού, επικα­λούνταν τη μεσολάβηση των ευρωπαϊκών κρατών και προειδοποιούσε για την επικείμενη από δική τους πλευρά ανάληψη ένοπλης δράσης.




Δεν υπάρχουν σχόλια: