Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Οι Μακεδόνες και η επανάσταση του 1821: ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

 ΒΑΪΑ Ε. ΔΡΑΓΑΤΗ
Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 
Επιβλέπων Καθηγητής: 
Βασίλης K. ΓούναρηςΑ.Π.Θ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010


(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna) 




ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ 
ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 
ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Η άμεση καταστολή της επανάστασης στις βορειότερες επαρχίες της ελληνικής χερσονήσου και τα τουρκικά αντίποινα που επακολούθησαν προκάλεσαν κύματα προσφύγων προς τις νοτιότερες περιοχές.

Αργότερα, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη «κινητικότητα» του πληθυσμού και νέος εκπατρισμός από το εξωτερικό και από το χώρο του υπόδουλου ακόμα ελληνισμού.

 Όπως είναι γνωστό, ένα μέρος από τους μετανάστες της επαναστατικής και της μετεπαναστατικής περιόδου εγκαταστάθηκε σε διάφορες κοινότητες της ελληνικής επικράτειας, παλαιές και νέες, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα.

Μεταξύ των συνοικισθέντων ετεροχθόνων συγκαταλέγονταν και οι Μακεδόνες, των οποίων η πορεία και η τύχη στα απελευθερωμένα εδάφη της χώρας αποτελεί το αντικείμενο της παρούσης διπλωματικής μεταπτυχιακής εργασίας.



Ζήσης Σωτηρίου,
 Μακεδόνας Επαναστάτης
Σέρβια Κοζάνης
Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι με τον όρο «Μακεδόνες» χαρακτηρίζονται εδώ οι ελληνόφωνοι, κατά κύριον λόγο, από την Κεντρική και τη Δυτική Μακεδονία, ενίοτε όμως και οι βλαχόφωνοι, οι βουλγαρόφωνοι και άλλοι σλαβόφωνοι, στο βαθμό που αυτοί ενεπλάκησαν στις ελληνικές υποθέσεις και έζησαν ως έλληνες πολίτες• ακόμη κι αν κάποιοι είναι αμφίβολο αν ήταν Μακεδόνες με τη στενή γεωγραφική έννοια.

Είναι γνωστό πως ακόμη και στα μέσα του 19ου αιώνα -αν όχι και πολύ αργότερα ο διαχωρισμός των εθνοτήτων στη Μακεδονία δεν ήταν πάντοτε εφικτός.

Μολονότι οι όροι «Μακεδόνες», «Σέρβοι», «Βούλγαροι» και «Σλάβοι» ήταν σε χρήση, λόγω της αλλοφωνίας, ωστόσο δεν προϊδέαζαν πάντοτε για τις εθνικές προτιμήσεις των παροίκων αλλά ούτε για τον ακριβή τόπο της καταγωγής τους. 



Κρίθηκε επομένως σκόπιμο να εξεταστεί η δράση και η συμπεριφορά τους ως κατοίκων της Ελλάδας, ασχέτως του τρόπου με τον οποίο είχαν καταλήξει εκεί, εφόσον συνέπραξαν και ζυμώθηκαν με τους Μακεδόνες.

Πράγματι, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μεγάλη πρόοδος στην ιστορική έρευνα σχετικά με τους ετερόχθονες Μακεδόνες, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν μελέτες που να εξετάζουν το ζήτημα συστηματικά και συνθετικά.

Οι περισσότερες εργασίες αφορούν μεμονωμένες έρευνες για επιφανείς Μακεδόνες, είναι δηλαδή βιογραφικά σημειώματα, που συχνά χαρακτηρίζονται από πατριωτική ρητορεία και τοπικιστική έξαρση. Άλλωστε οι περισσότερες έχουν γραφτεί από συντοπίτες των μακεδόνων «ηρώων», που, ως επί το πλείστον, δεν είναι ιστορικοί. Ακριβώς στο σημείο αυτό έγκειται και η δυσκολία της εργασίας αυτής:
Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επαρκούν για να σχηματιστεί πάντοτε μια ολοκληρωμένη εικόνα.

Βασικός στόχος της μελέτης αυτής είναι να εντοπιστούν και να παρουσιαστούν αναλυτικά όσο το δυνατό περισσότερα μέλη της συγκεκριμένης ετεροχθονικής κοινότητας που διαβιούσαν στο ελληνικό βασίλειο, παραθέτοντας στοιχεία για την κοινωνική ταυτότητα, τον τρόπο ενσωμάτωσης και το ρόλο που διαδραμάτισαν.
Σε δεύτερο επίπεδο επιχειρήθηκε να αναδειχθούν οι μορφές συνεργασίας και η εν γένει συλλογική δράση των Μακεδόνων είτε για την εξυπηρέτηση των αναγκών της ομάδας τους είτε για τη Μακεδονία.
Τα ζητούμενα αυτά αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη δυσκολία κατά τη σύνθεση της εργασίας, δεδομένου ότι, μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που σημειώθηκαν στην Αθήνα σε μια ευρεία χρονική περίοδο, επιδιώξαμε να απομονώσουμε την ενεργή ανάμιξη και τη συλλογική δράση των Μακεδόνων.

Για το λόγο αυτό κάποιες επαναλήψεις ήταν δύσκολο να αποφευχθούν. Ως χρονικό πλαίσιο της εργασίας ορίστηκε η εικοσαετία 1843-1863, που οριοθετήθηκε από σημαντικά πολιτικά γεγονότα.

Ωστόσο κρίθηκε χρήσιμο η χρονική αφετηρία της έρευνας να είναι η επανάσταση του 1821, προκειμένου να εξεταστεί η σημασία των παραμέτρων «τρόπος και χρόνος εγκατάστασης». Αλλά και το καταληκτικό όριο ουσιαστικά εκτείνεται ως το 1870, όταν ραγδαίες εξελίξεις στο γειτονικό βαλκανικό χώρο αφύπνισαν το ενδιαφέρον πολλών Ελλήνων για την τύχη της Μακεδονίας.

Ο αρχικός προβληματισμός και οι ειδικότεροι στόχοι καθόρισαν το χωρισμό των επιμέρους ενοτήτων και το περιεχόμενο τους.

Στην πρώτη ενότητα, ως εισαγωγικό κεφάλαιο, επιχειρείται να παρουσιασθεί η περιοδική κάθοδος των Μακεδόνων στη Νότια Ελλάδα, η κατηγοριοποίηση τους ανάλογα με την «ιδιότητά» τους και η εγκατάσταση τους.

Στόχος του δεύτερου κεφαλαίου είναι να παρακολουθήσει την ένταξη και την αφομοίωση των Μακεδόνων στο νεοσύστατο κράτος και να παρακολουθήσει χρονολογικά την εμπλοκή τους στην πολιτική σκηνή, με όλες τις συναφείς προεκτάσεις.
Ακολούθως παρουσιάζεται αυτόνομα η νέα και πολλά υποσχόμενη γενιά των Μακεδόνων, των φοιτητών καθώς και η θέση τους στο πελατειακό μακεδονικό δίκτυο των Αθηνών.

Στην επόμενη ενότητα ερευνάται η συμμετοχή των Μακεδόνων σε αλυτρωτικά και ομοσπονδιακά κινήματα, εμπνευσμένα από τη Μεγάλη Ιδέα και από τα επαναστατικά μηνύματα των άλλων λαών, που είχαν ως στόχο την απελευθέρωση των ιδιαίτερων πατρίδων τους αλλά και την εξυπηρέτηση των ίδιων συμφερόντων τους.
 Τέλος, στην πέμπτη ενότητα εξετάζεται η θέση τους σε σχέση με την επίσημη εθνική ιδεολογία της εποχής και τα ιστορικά δικαιώματα των Ελλήνων στις «βόρειες» ελληνικές χώρες, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από το συγγραφικό τους έργο.

Η έρευνα στηρίχτηκε στη μελέτη βιβλιογραφικού και αρχειακού υλικού.
Το αρχειακό υλικό προέρχεται κυρίως από την αποδελτίωση του μητρώου των φοιτητών των πρώτων χρόνων λειτουργίας του οθωνικού Πανεπιστημίου (1837-66) και των πρυτανικών λόγων, που βρίσκονται στο Μουσείο και στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και των μητρώων των αξιωματικών που είναι κατατεθειμένα στο Γενικό Επιτέλειο Στρατού.

Μελετήθηκαν, επίσης, τα έγγραφα του συνοικισμού των Μακεδόνων στην Νέα Πέλλη Αταλάντης, της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Τμήματος Ομοιοτύπων και Χειρογράφων, δημοσιευμένα βέβαια στην πλειοψηφία τους. Επίσης ο επόπτης μου μου εμπιστεύτηκε την αδημοσίευτη βιογραφία του μακεδόνα Παναγιώτη Παπά Ναούμ, προερχόμενη από το αρχείο της οικογένειας Κατσουγιάννη. Μελετήθηκε επίσης συστηματικά το συγγραφικό έργο των Μακεδόνων και άλλων δημοσιευμένων έργων του 19ου αιώνα, αφού αποτελούν πηγές σύγχρονες των γεγονότων.

 Η συγκέντρωση αυτού του υλικού διεξήχθη στις Βιβλιοθήκες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ανυπολόγιστη είναι η προσφορά στην έρευνα και στον πολιτισμό της ψηφιακής Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης, η «Ανέμη», όπου έχει αποθηκευθεί σημαντικός αριθμός παλαιών βιβλίων, δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη και ερευνητή να διαβάσει δυσεύρετες μελέτες. Επίσης, κρίθηκε απαραίτητη η έρευνα των σημαντικότερων αθηναϊκών εφημερίδων του 19ου αιώνα. Ο Τύπος αντανακλά πάντα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μεταφέρει και ταυτόχρονα διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Περιέχει επίσης πολλές φορές επιστολές των εμπλεκομένων Μακεδόνων. Ως προς τη βιβλιογραφία χρησιμοποιήθηκαν γενικά ιστορικά έργα και μελέτες που πραγματεύτηκαν την περίοδο εκείνη, μονογραφίες, βιογραφίες, απομνημονεύματα, εγκυκλοπαιδικά άρθρα αλλά και άρθρα σε περιοδικά μακεδονικού ενδιαφέροντος.

Ολοκληρώνοντας, θεωρώ υποχρέωση μου να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή κ. Βασίλη Κ. Γούναρη, για την πολύτιμη καθοδήγηση του σε όλα τα στάδια της εργασίας, την υπομονή του αλλά και για την άμεση ανταπόκρισή του στη διόρθωση των κειμένων ακόμη και στην περίοδο της εκπαιδευτικής του άδειας. Χωρίς τις υποδείξεις και τις επισημάνσεις του σε όλες τις φάσεις της έρευνας και της συγγραφής η εργασία αυτή θα ήταν αδύνατη. Οφείλω επίσης να ευχαριστήσω τον κ. Μάνθο Χριστοφόρου, που πρώτος ασχολήθηκε διεξοδικά με την εγκατάσταση των Μακεδόνων στην Νέα Πέλλη,


για την αποστολή πολύτιμου υλικού, καθώς και το προσωπικό των αρχείων και των βιβλιοθηκών. Τέλος, ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη οφείλω στους γονείς μου, για την αμέριστη συμπαράσταση τους και στήριξη, υλική και ψυχολογική, όλα αυτά τα χρόνια.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

Η δημιουργία των μακεδονικών παροικιών στη Νότια Ελλάδα

Η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα με καθολικό χαρακτήρα και στόχο τη σύσταση ενός εθνικού κράτους.

Όμως, μετά την οριστική έκβαση του πολέμου, το μικρό ανεξάρτητο ελληνικό κράτος δεν περιλάμβανε όλες τις περιοχές στις οποίες είχαν σημειωθεί εξεγέρσεις.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλες πλυθυσμιακές αναστατώσεις. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ήρθαν στην ελεύθερη Ελλάδα ομογενείς πρόσφυγες από όλες τις οθωμανικές επαρχίες με αποτέλεσμα η πληθυσμιακή σύνθεσή της να περιλαμβάνει δύο μεγάλες κατηγορίες:

τους αυτόχθονες, δηλαδή τους πολίτες των περιοχών που είχαν απελευθερωθεί
και τους ετερόχθονες, τους προερχομένους από τις αλύτρωτες επαρχίες και από τον ευρύτερο χώρο της διασποράς.

Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγονταν και οι Μακεδόνες πρόσφυγες που έφτασαν στη Νότια Ελλάδα σε τρεις διαφορετικές διαδοχικές φάσεις και, εν μέρει, ρίζωσαν στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο. 
Τα κριτήρια περιοδολόγησης της εγκατάστασης αυτής έχουν άμεση σχέση με τα πολεμικά γεγονότα και τις διπλωματικές επαφές που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Αγώνα αλλά και με όσα ακολούθησαν μετά από αυτόν, χωρίς ωστόσο να είναι αυστηρά καθορισμένα.

Σε γενικές γραμμές η πρώτη φάση της καθόδου ξεκίνησε σχεδόν με την έναρξη της επανάστασης, το 1821, και κράτησε ως το 1827. 
Αφετηρία του δεύτερου προσφυγικού κύματος, ήταν το 1828, έτος κατά το οποίο έφτασε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας και έληξε το 1831 με την δολοφονία του.
Τέλος, η τρίτη περίοδος άρχισε το 1833, με την έλευση του Όθωνα, και διήρκησε ολόκληρη τη βασιλεία του.

Η πρώτη μεταναστευτική κίνηση σημειώθηκε μετά το τέλος των αποτυχημένων κινημάτων στο χώρο της Μακεδονίας. 

Οι επαναστάσεις αυτές διήρκησαν περίπου ένα χρόνο, από το Μάιο του 1821 έως το Μάιο του 1822, με κύρια κέντρα δράσης 
τη Χαλκιδική, 
το Άγιο Όρος, 
τη Νάουσα, 
την Έδεσσα, 
τη Βέροια 
και τις περισσότερες πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας.

 Ως γνωστόν, η επανάσταση συντρίφτηκε, οι πόλεις λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν, χιλιάδες άνθρωποι έπεσαν στα πεδία των μαχών και ο άμαχος πληθυσμός γνώρισε τη φρίκη των οθωμανικών αντιποίνων.

Έτσι λοιπόν, οι εναπομείναντες Μακεδόνες οπλαρχηγοί και ικανός αριθμός απλών πολεμιστών εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους και κατέφυγαν μέσω ξηράς ή θάλασσας μαζί με τις οικογένειες τους στις Βόρειες Σποράδες ειδικότερα και στην υπόλοιπη αγωνιζόμενη Ελλάδα γενικότερα, για να σωθούν αλλά και για να συνεχίσουν τον Αγώνα τους μαζί με τους άλλους Έλληνες.1

Πράγματι, με μια έρευνα στους φακέλους του «Αρχείου των Αγωνιστών και στα Μητρώα των κατά των Ιερόν Αγώνα αγωνισθέντων», που διασώζονται στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, διαπιστώνει κανείς τη μεγάλη συμμετοχή και συμβολή των Μακεδόνων αγωνιστών στην απελευθέρωση της Ελλάδας. 

Η μελέτη των αιτήσεων των ίδιων των πρωταγωνιστών ή των κληρονόμων τους και η μελέτη των πιστοποιητικών και των δικαιολογητικών που υπέβαλαν κατά διαστήματα στις εκάστοτε «Επιτροπές των Αγωνιστών», ζητώντας ηθική αποκατάσταση, οικονομική ενίσχυση ή μια μικρή σύνταξη, μας παρέχουν πολύτιμα στοιχεία για τη δράση τους, τις μάχες που έλαβαν μέρος, την οικογενειακή τους κατάσταση και το νέο τόπο διαμονής τους.2

Μέσα από τα επίσημα έγγραφα, αποδεικνύεται πως περιοδικά έφτασαν στη Νότια Ελλάδα πολλοί Μακεδόνες ως πρόσφυγες ή και εθελοντές από διάφορες περιφέρειες της Μακεδονίας ή του εξωτερικού, όπου ζούσαν.
Κατατάσσονταν στα στρατιωτικά σώματα σπουδαίων οπλαρχηγών και πολεμούσαν είτε ως άτακτοι είτε ως τακτικοί.
 Μάλιστα αρκετοί από αυτούς στρατολογήθηκαν από τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και αποτέλεσαν τις βάσεις για την οργάνωση ενός τακτικού σώματος υπό την οδηγία του Παλέσα και του Κουβερνάτη.3

 Ο Χρήστος Βυζάντιος, αξιωματικός που υπηρέτησε υπό τον Φαβιέρο και μετά την επανάσταση ως συνταγματάρχης αναφέρει:

οι άνδρες ούτοι, υπήρξαν εξαιρετικοί πατριώται, αφιλοκερδείς, καρτερικοί εις κακουχίας και στερήσεις, ανδρείοι εν πολέμω και ευπειθέστατοι. Ούτοι κατήγοντο ως επί το πλείστον εκ των καταστραμμένων υπό των Τούρκων επαρχιών και πόλεων, Θράκης, Μακεδονίας, Μικράς Ασίας, των παρ’ αυταίς νήσων και λοιπών μερών, προπάντων δε εκ νέων καλώς ανατεθραμμένων και τινών ευπαιδεύτων, εχόντων καθαρόν αίσθημα πατριωτισμού. Ούτοι ήλθον εις την Ελλάδα, ίνα υπηρετήσωσι την Πατρίδα, μη έχοντες δ’ ενταύθα ούτε οικείους ούτε γνωρίμους, εύρον καταφύγιον έντιμον εις το τακτικό σώμα.

Οι περισσότεροι από αυτούς, πριν από την έναρξη του Αγώνα, είχαν υπηρετήσει σε κάποιο αρματολικό ή κλέφτικο σώμα και διέθεταν πολεμική πείρα και ηγετικές ικανότητες, γεγονός που τους έδινε τη δυνατότητα άλλοτε να πολεμούν ως απλοί μαχητές κι άλλοτε να εξοπλίζουν δικό τους σώμα στρατιωτών, που το διοικούσαν ως υπαξιωματικοί, γνωστοί και ως «μπουλουξήδες». Πολέμησαν και διακρίθηκαν σε πολλές μάχες.

Συχνά προβιβάστηκαν και τιμήθηκαν με ανώτατα αξιώματα και βαθμούς• ιδιαίτερα όμως κατά τη διάρκεια των εμφύλιων αλληλοσπαραγμών, οπότε τα πολιτικά κόμματα και η ηγεσία με ευκολία μοίραζαν προνόμια, για να κερδίσουν την εύνοια των αγωνιστών και με ακόμη περισσότερη τα αναιρούσαν, όταν δεν είχαν πια ανάγκη τις πολύτιμες υπηρεσίες τους.5
Όπως και οι άλλοι αγωνιστές, και οι Μακεδόνες έχασαν συγγενείς, αδέρφια, γυναίκες και παιδιά, που είτε αιχμαλωτίστηκαν είτε σκοτώθηκαν στις επιχειρήσεις.
Δαπάνησαν μεγάλο μέρος από τα υπάρχοντά τους, προκειμένου να συντηρήσουν τους στρατιώτες που διοικούσαν, εφόσον οι κρατικοί φορείς της εποχής αδυνατούσαν να τους χρηματοδοτήσουν. Φυσικά, ό,τι περιουσιακό στοιχείο είχε απομείνει στις πατρίδες τους καταστράφηκε ή απαλλοτριώθηκε. Αφού η επανάσταση στη Μακεδονία είχε σβήσει, οι αγωνιστές δεν μπορούσαν πλέον να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής τους και να τα διεκδικήσουν.6
(1817-1884)
καταγόμενος από το
 Μελένικο Μακεδονίας

Πολλές φορές είναι δύσκολο να αποδειχθεί, ο ακριβής τόπος καταγωγής των πολεμιστών• ιδιαίτερα για όσους προέρχονταν από τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας, Σερβίας και Μακεδονίας ή από τις συμπαγείς ελληνικές παροικίες που είχαν δημιουργηθεί σε όλη την τουρκοκρατούμενη Βαλκανική.

 Ήταν περιοχές τόσο μακρινές -ειδικά για τους Έλληνες της Νοτίου Ελλάδαςπου στις περισσότερες περιπτώσεις δυσκολεύονταν να τις διαχωρίσουν ή ακόμα και να τις χαρακτηρίσουν ως ελληνικές.

 Η Μακεδονία ήταν μεν δυνάμει ελληνική αλλά εξίσου μακρινή.7

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι αποκαλούσαν όλους σχεδόν τους Μακεδόνες πολεμιστές «Ολύμπιους», ενώ προέρχονταν από άλλα μέρη, προφανώς λόγω του γοήτρου του όρους.

 Πρόβλημα δημιουργούσε και η συγκεχυμένη αντίληψη που επικρατούσε για τη γεωγραφία της Βόρειας Βαλκανικής, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να διακρίνουν με σαφήνεια την προέλευση των σλαβόφωνων πολεμιστών.
Γι’ αυτό, κάποιοι Σέρβοι μερικές φορές φέρονταν ως Βούλγαροι, κάποιοι Μοναστηριώτες, αν και ελληνικής καταγωγής, θεωρούνταν Σέρβοι, ενώ πολλοί Σερραίοι θεωρούνταν Βούλγαροι.

Κλασικότερο παράδειγμα της σύγχυσης αποτελεί το παράδειγμα του περίφημου Χατζηχρήστου, που μολονότι ήταν Σέρβος, αναφέρεται στις πηγές ως «Βούλγαρης».
Και έτσι υπέγραφε ως επί το πλείστον και ο ίδιος. Σε κάθε περίπτωση η εξακρίβωση της προέλευσης του Μακεδόνα αγωνιστή δεν ήταν πάντοτε εύκολη υπόθεση, τουλάχιστον όχι ευκολότερη από την οριοθέτηση της ίδιας της Μακεδονίας.8

Η πλειοψηφία των Βορειοελλαδιτών έδρασε υπό την οδηγία επιφανών Μακεδόνων αρχηγών, παλαιών οπλαρχηγών, που φημίζονταν για την ανδρεία τους και τη στρατιωτική εμπειρία τους.

Κατά την κάθοδο τους, φαίνεται ότι σχηματίστηκαν δύο ευρύτερες ομάδες άτακτων πολεμιστών, εκ των οποίων
η μια ακολούθησε τον Διαμαντή Νικολάου και τους συγγενείς του, Βασίλειο Λιάκο, Γεώργιο Ζαχείλα και Κωνσταντίνο Μπίνο, που κατευθύνθηκαν προς τις Βόρειες Σποράδες,
ενώ η δεύτερη ακολούθησε τους Αναστάσιο Καρατάσο, Αγγελή Γάτσο, Συρόπουλο, Δουμπιώτη, Λάζο και Κότα που κατευθύνθηκαν προς το αρματολίκι του Ασπροποτάμου.9

 Αφού φρόντισαν εξαρχής για την ασφαλή εγκατάσταση και προστασία των οικογενειών των συνεργατών και συμπατριωτών τους στο Μερόκοβο, χωριό των Αγράφων, συνεργάστηκαν με τον Καραϊσκάκη και τον Ράγκο για την απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων από την περιοχή.10
Έπειτα τέθηκαν στην υπηρεσία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και συμμετείχαν στις μάχες της Πλάκας, του Πέτα, των Δερβενακίων, του Ναυπλίου και όπου αλλού υπήρξε ανάγκη.11

 Η συμβολή τους ήταν σημαντική και τα σχόλια που απέσπασαν από τους Πελοποννησίους εξαιρετικά, καθώς κατάφεραν να διακριθούν για τον ηρωισμό τους.
Χαρακτηριστικά ο Φωτάκος Χρυσανθόπουλος στο έργο του Βίοι Πελοποννησίων ανδρών αναφέρει για τον Αγγελή Γάτσο:

Ούτος ο περίφημος καπετάνιος ήτον εις τα όπλα εκ γενετής, και σύντροφος αχώριστος του βουνού του Ολύμπου.
Ευρεθείς εις την εισβολή του Δράμαλη επολέμησαν εις μερικάς μάχας με τους Πελοποννησίους κατά τα Βασιλικά και το Δερβενάκι, όπου ήτο και ο Γενναίος ο φίλος του, με τον οποίον πάντοτε ήτο μαζί και ομού έβγαινε εις τους πολέμους όσον χρόνον έμεινεν εκεί, οδηγών τους υπ’ αυτών στρατιώτας και συμπατριώτας του Μακεδόνας.

 Ο  Γάτσος και οι στρατιώται του επολέμησαν γενναίως και οι Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν, διότι είδαν άνδρας έχοντας ζήλον και εθνισμόν μέγαν και επεθύμουν να είχον τοιούτους συντρόφους.12

Την πολεμική δράση τους συνέχισαν και όσοι Μακεδόνες είχαν καταφύγει στις Βόρειες Σποράδες.
 Τον Ιούλιο του 1822 μεταφερθήκαν, με εντολή του Αρείου Πάγου, στην Εύβοια, προκειμένου να υπερασπιστούν την περιοχή.
 Οι 600 περίπου στρατιώτες που αποβιβάστηκαν εκεί κατάφεραν να εκτοπίσουν τις τουρκικές δυνάμεις και να στρατοπεδεύσουν στα Βρυσάκια της Χαλκίδας.
 Τον Σεπτέμβριο του 1822, γενικός αρχηγός της Εύβοιας διορίστηκε από τον Άρειο Πάγο ο Διαμαντής Νικολάου.
Ανέλαβε τα καθήκοντα του επί κεφαλής ισχυρής στρατιωτικής δύναμης, μόλις επέστρεψε από τον Όλυμπο, όπου απουσίαζε το καλοκαίρι του 1822, για να συγκεντρώσει όσους πολεμιστές είχαν απομείνει εκεί.

Την ίδια περίοδο έφτασε στη Χαλκίδα και ο γερο-Καρατάσος με τους άνδρες του, συμβάλλοντας ενεργά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των συμπατριωτών του.13 Λίγους μήνες αργότερα, το Μάιο του 1823, όλοι οι Μακεδόνες στρατιώτες που βρίσκονταν στα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο, άλλα και όσοι εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην Εύβοια εκστράτευσαν στο Τρίκερι, καθώς νέες προελάσεις τουρκικών στρατευμάτων, έθεσαν σε κίνδυνο την περιοχή της Θετταλομαγνησίας.14

Η πολιορκία που ακολούθησε ήταν σκληρή. Οι άτακτοι Θεσσαλοί και Μακεδόνες πολεμούσαν με τον τακτικό και πενταπλάσιο σε ισχύ τουρκικό στρατό. Αρχικά, κατάφεραν να επιβληθούν και να αναγκάσουν τον αντίπαλο να αποσυρθεί.
Σύντομα, όμως, οι συνεχείς ενισχύσεις του εχθρού, άρχισαν και πάλι να πιέζουν την ελληνική πλευρά, της οποίας οι ελλείψεις σε τρόφιμα, πολεμικό υλικό και στρατιώτες αποτελούσαν τροχοπέδη. Ακολούθησε πολύμηνη διαμάχη.

Εξαιτίας των δυσκολιών ανεφοδιασμού και των επιδημικών ασθενειών που έπληξαν και τα δύο στρατόπεδα, οι αντίπαλοι αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν τον Αύγουστο του 1823. Όσοι Μακεδόνες συμμετείχαν στις εχθροπραξίες, αποσύρθηκαν στο συνηθισμένο τους καταφύγιο, τις Βόρειες Σποράδες.15
Ο αγωνιστής Βελένζτας περιέγραψε με παραστατικό τρόπο τη μάχη στο Τρίκερι:

Ηκολούθησα τον Παππούν (Καρατάσον) καθ’ όλας τας εκστρατείας του δια της αγωνιζομένης Ελλάδος• μου φαίνεται ότι βλέπω ακόμη το αρρενωπόν και εύχαρι πρόσωπον του. 
Μου φαίνεται ότι τον ακούω ακόμη προφέροντα τας μονοσυλλάβους του προσταγάς και μηδέποτε συγχωρούντα. Άγιον ρίγος, το ενθυμώμαι έως τώρα, μας κατελάμβανε όλους, όταν παριστάμεθα εμπροσθέν του• το νεύμα του ήτο προσταγή αδυσώπητος και ουαί εις τον παραβάτην αυτής• η αταραξία του εν καιρώ των μαχών ήτο ανδριάντος ορειχαλκίνου αταραξία• ουδείς είδεν αυτόν εφ’ όλης του της ζωής οπισθοχωρήσαντα ενώπιον των εχθρών. 

Τον ενθυμούμαι, όταν επί της Μαγνησίας κατεπολέμει τους Τούρκους• μόλις ηριθμούμεθα δισχίλιοι περί τον Παππούν και εναντίον ημών αλλεπάλληλα και ατελείωτα εφώρμων των απίστων τα στίφη εις το οροπέδιον των Τρικκέρων. 
Τέσσερας ημέρας διήρκεσεν η μάχη επί της αυτής πέτρας, ο Γέρων ασάλευτος ως η πέτρα αυτή και την σήμερον ακόμη δεικνύεται από τους εντρόμους κατοίκους ο τόπος εφ’ ου εκάθητο κατά την τετραήμερον εκείνην σφαγήν.16

Έκτοτε, λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος των Μακεδόνων αγωνιστών εγκαταστάθηκε στα νησιά των Βορείων Σποράδων, απ’ όπου επιδίδονταν σε πειρατικές επιδρομές εναντίον των παραλίων της Μακεδονίας, της Θράκης και των νησιών.
Σκοπός τους δεν ήταν η κατατρομοκράτηση των εντόπιων πληθυσμών αλλά η συντήρηση των οικογενειών τους.
Ο Αναστάσιος γερο-Καρατάσος

Σημαντικοί οπλαρχηγοί, όπως ο περίφημος γερο-Καρατάσος, 
ο αχώριστος σύντροφος του Αγγελής Γάτσος, 
ο Μήτρος Λιακόπουλος, 
ο Μπίνος, 
οι Δουμπιώτες,
ο Αποστολάρας, 
οι Καλαμιδαίοι, 
οι Ζορμπαίοι και 
οι Συρόπουλοι συνιστούσαν μια ισχυρή και εμπειροπόλεμη ομάδα. 

Παρόλα αυτά δεν αξιοποιήθηκαν ως σώμα παρά μόνο σε λίγες περιστάσεις.17
 Η συνεισφορά τους στον Αγώνα περιορίστηκε στην υπεράσπιση των παραλίων της Θεσσαλίας και της Ευβοίας, καθώς ενδεχόμενες αποβάσεις των εχθρικών στρατευμάτων στα μέρη αυτά θα απειλούσαν την ασφάλεια των συγγενών τους στις Σποράδες.

Άλλωστε, από την αρχή της επανάστασης υπήρχε σαφής έλλειψη ενός οργανωμένου σχεδίου.
 Οι ενέργειες τους και οι κινήσεις των πολεμιστών καθορίζονταν από τις προσωπικές διαθέσεις των αρχηγών που εναλλάσσονταν στην ηγεσία των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ενίοτε από τις επιθυμίες του στρατεύματος και τις περισσότερες φορές από τις περιστάσεις.18

Ήταν επόμενο ότι καμία κυβέρνηση δεν είχε μεριμνήσει να τους συγκεντρώσει, να τους συγκρατήσει και να τους χρησιμοποιήσει συστηματικά στις εκστρατείες κατά του εχθρού. Τέτοια εγχειρήματα ήταν πέρα από τις δυνατότητες της κεντρικής εξουσίας, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια του Αγώνα. Κατά διαστήματα μόνο έστελνε τους αντιπροσώπους της για να τους οργανώσει στοιχειωδώς και να τους μεταφέρει σε διάφορες μεμονωμένες αποστολές.19

Η άθλια κατάστασή τους φαίνεται ξεκάθαρα στα λόγια του Κωλέττη, που εκείνη την περίοδο τελούσε έπαρχος στην Εύβοια.

Μετά τις άκαρπες προσπάθειες του να ανασυστήσει το στρατόπεδο στην Εύβοια, έγραφε αγανακτισμένος, στις 13 Αυγούστου του 1823, προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού:

«Έως τώρα δεν είδα στράτευμα μήτε ασυμφωνότατον, μήτε αναξιώτατον, μήτε αισχροκερδέστερον, μήτε αδικώτατον και αρπακτικώτατον από το στράτευμα των Ολυμπίων».20

Επίσης, ο Μιαούλης από τη Σκιάθο έγραφε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1823 προς προκρίτους της Ύδρας, ότι είχαν σταθεί αδύνατες οι παραινέσεις των ναυάρχων προς τους Ολυμπίους να τους μεταπείσουν να εκστρατεύσουν εκεί όπου υπήρχε ανάγκη: «Αυτοί τα παλαιά φ ρ ονή ματ α δ εν αλλάζουν, λαφυραγωγίαν μόνον και όχι δια κοινό όφελος [...] φρονήματα δεν αλλάζουν, λαφυραγωγίαν μόνον και όχι δια κοινό όφελος [...] Μανθάνουν ότι ο Οδυσσεύς εκστρατεύει δια την Εύριππον και δια τούτου δεν θέλουν ποτέ εκστρατεύσει δι’ εκεί υποπτευόμενοι δια τα πάθη των».21
Ακόμα, όμως, κι υπό αυτές τις συνθήκες οι Μακεδόνες των Σποράδων είχαν πολεμική συμμετοχή, έστω αποσπασματικά και σποραδικά.
Αξίζει να σημειωθεί, η αποστολή 1.200 περίπου από αυτούς, με κυβερνητική εντολή, στα Ψαρά, τον Ιούνιο του 1824, η ηρωική αντίσταση που επέδειξαν και η αυτοθυσία των 600 στρατιωτών, που ανατινάχθηκαν μαζί με τους αρχηγούς τους.

 Μετά την καταστροφή του νησιού και τη δύσκολη κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, οι Ολύμπιοι διακήρυξαν ότι ήταν πρόθυμοι να σπεύσουν όπου τους είχε ανάγκη η πατρίδα.

Πράγματι, κατόπιν κυβερνητικής εντολής, τον Αύγουστο του 1824, αποβιβάστηκαν στην Ύδρα, για πρώτη φορά, προκειμένου να την εξασφαλίσουν από ενδεχόμενη απόβαση του εχθρού.

 Ένα χρόνο αργότερα, το 1825, μακεδονικά στρατεύματα στάλθηκαν για δεύτερη φορά στην Ύδρα, λόγω της φημολογούμενης επικείμενης απόβασης των Αιγυπτίων.

Εκεί συνάντησαν άλλους 540 συμπατριώτες τους, υπό την οδηγίαν του Μήτρου Λιακόπουλου, του Αποστολάρα και του Ιωάννη Παπά. Είναι γνωστή, επίσης, η γενναία παρουσία τους στις μάχες της Πελοποννήσου, στο Κρεμμύδι και στο Σχοινόλακκα αλλά και κατά την υπεράσπιση του Μεσολογγίου (1825-1826), όπου μαζί με τους ντόπιους και τους Ρουμελιώτες σχημάτισαν τη λεγόμενη «αθάνατη φρουρά».
Σημαντική, τέλος, ήταν η συνεργασία του Τόλιου Λάζου με τον Καλλέργη και η αποστολή τους στην Κρήτη ως επικεφαλής διακοσίων στρατιωτών.

Η πρώτη απόπειρα οργάνωσης των Μακεδόνων επιχειρήθηκε το 1826, όταν κάποιοι από τους πρόσφυγες που βρίσκονταν στη Νότια Ελλάδα, αποφάσισαν να συσπειρωθούν με τους Θεσσαλούς και να σχηματίσουν μια φάλαγγα. Στην πορεία προσχώρησαν σ’ αυτήν τα στρατιωτικά σώματα του Σέρβου Στέφου Νίβιτσα και των Θρακιωτών.
Περραιβός Χριστόφορος

Στην ουσία, δημιούργησαν μια στρατιωτική ένωση προσφύγων, που ονομάσθηκε «Μακεδονο-Θετταλό-Θρακικό Σώμα», αρχηγός του οποίου ανέλαβε ο Χριστόφορος Περραιβός και υπαρχηγός ο Στέφος Νίβιτσα. Πήραν μέρος στην εκστρατεία που ανέλαβε ο Καραϊσκάκης στην Αττική, με μοναδική αμοιβή την τροφή και τα τσαρούχια τους.

Την ίδια περίοδο, στα τέλη του 1826, και η κυβέρνηση επιχείρησε οργανωμένα πλέον να αξιοποιήσει τους Μακεδόνες στρατιώτες. Γι’ αυτό έστειλε τον Κώλεττη στις Βόρειες Σποράδες για να τους συγκεντρώσει και να τους μεταφέρει στη Στερεά Ελλάδα, ώστε να πολεμήσουν για αντιπερισπασμό στο εσωτερικό της χώρας και συγκεκριμένα στην Αταλάντη, προκειμένου να απασχολήσουν τις τουρκικές δυνάμεις και να πετύχει η εκστρατεία του Καραϊσκάκη.

Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, στη φάλαγγα που σχηματίστηκε το 1826 πήρε μέρος και ο Σέρβος Στέφος Νίβιτσα με το «Σώμα των Σταυροφόρων».

Τη μονάδα αυτή, που είχε τεθεί στη διοίκηση του γάλλου φιλέλληνα Φαβιέρου, αποτελούσαν 250 άνδρες, Σέρβοι, Έλληνες κι άλλοι.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που βοηθούσαν τους Έλληνες, στον Αγώνα της εθνικής τους ανεξαρτησίας οι Βαλκάνιοι πολεμιστές. Μετά την αποτυχία του κινήματος στη Μολδοβλαχία εκατοντάδες σλαβόφωνοι πολεμιστές, πολλοί εκ των οποίων είχαν υπηρετήσει στο μισθοφορικό στρατό του Υψηλάντη, έσπευσαν στα επαναστατικά κέντρα της Νοτίου Ελλάδας και συνεργάστηκαν με τους Έλληνες.
Αναμείχθηκαν με όσους Σέρβους, Βούλγαρους κι άλλους Βαλκάνιους είχαν βρεθεί στην Ελλάδα ως αγωγιάτες ή υπηρέτες στα τουρκικά στρατεύματα και σταδιακά είχαν δραπετεύσει ή αιχμαλωτιστεί από τους Έλληνες αλλά και με όσους εθελοντές ή πρόσφυγες έφταναν διαδοχικά από διάφορες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ανατολής και των Βαλκανίων, ιδιαίτερα όμως από τη Ρωσία και τη Βεσσαραβία.24
Υπηρέτησαν στον Αγώνα σχηματίζοντας μεγάλες ή μικρές ομάδες άλλοτε ομοιογενείς κι άλλοτε ανάμεικτες με άλλους Βαλκάνιους ή Έλληνες.25
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα σώματα του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά, που περιλάμβαναν το σερβο-βουλγαρικό σώμα του αναφερθέντα Χατζηχρήστου Βούλγαρη, ο οποίος αρχικά υπηρετούσε υπό τον Χουρσίτ πασά.
Ακόμη στη χιλιαρχία του Κριεζιώτη η μια εκατονταρχία ανήκε στον Σέρβο Χρήστο Μπαϊρακτάρη, στην οποία υπηρετούσαν πολλοί Βούλγαροι και Αρβανίτες και το ίδιο στη χιλιαρχία του Ευθυμίου Στουρνάρη, που ήταν προσκολημμένη μια εκατονταρχία από Αρβανίτες, Τούρκους και «νεοφώτιστους» Χριστιανούς.26
Βέβαια, είναι αδύνατον να καθοριστεί με σαφήνεια ο ακριβής αριθμός των Βαλκάνιων ανδρών, αλλά σίγουρα ήταν εκατοντάδες κι όχι χιλιάδες, όπως διατείνονται πολλοί με στοιχεία που στηρίζονται στην υπερβολή και όχι σε αποδείξεις.27
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον να εντοπίσει κανείς τους Μακεδόνες μέσα στην ευρύτερη αυτή βαλκανική ομάδα, ειδικά με τα σύγχρονα γεωγραφικά κριτήρια ορισμού της Μακεδονίας.
Το κύμα Μακεδόνων επήλυδων της πρώτης περιόδου (1821-1827) ολοκληρώθηκε με την προσέλευση ατόμων από τον ευρύτερο χώρο των κοινοτήτων της διασποράς. Αυτοί ήταν κυρίως διανοούμενοι, μορφωμένοι ακόμη και φοιτητές, που σπούδαζαν στα φημισμένα Πανεπιστήμια της εποχής και είχαν κάποιες γνώσεις στους τομείς της διοίκησης, του δικαίου και της διπλωματίας.

Την περίοδο εκείνη ήταν τόσο μεγάλη και αισθητή η έλλειψη μορφωμένων ανδρών, ώστε όσοι προσήλθαν στην Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκαν αμέσως για τη συγκρότηση και τη λειτουργία της νέας κρατικής μηχανής, δίπλα στους οπλαρχηγούς και στους πολιτικούς, ως γραμματείς ή σύμβουλοι. Διατήρησαν σημαντικές θέσεις στη δημόσια ζωή του τόπου έως τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα.28

Οι πρώτοι Έλληνες φοιτητές που κινητοποιήθηκαν ήταν αυτοί που έσπευσαν στη Μολδοβλαχία, όπου βρισκόταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, για να καταταχθούν στον Ιερό Λόχο. 13 από αυτούς έφθασαν στις 23 Απριλίου 1821 στην Πράγα. Εκεί υποβλήθηκαν σε έλεγχο από τις αυστριακές αρχές, με αποτέλεσμα να σωθεί ο κατάλογος που φέρει τα ονόματά τους.29

Αναστάσιος Πολυζωίδης
Πρώτος στον κατάλογο αυτό είναι ο Μελενικιώτης, από την πλευρά της μητέρας του και Σερραίος από την πλευρά του πατέρα του, Αναστάσιος Πολυζωίδης. 

Έπειτα από μια περιπετειώδη διαδρομή -οι αυστριακές αρχές δεν του επέτρεψαν τη διέλευση έφτασε στο Μεσολόγγι και ήρθε σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

Έγινε μέλος του επιτελείο του κι από τη θέση αυτή προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Αγώνα μέχρι την εκλογή του Καποδίστρια. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, σε μια επιστολή του, τον χαρακτηρίζει ως «λογιώτατο υπάλληλο του Μαυροκορδάτου».30 Με την ιδιότητα του προσωπικού γραμματέα του προέδρου του Εκτελεστικού, τον ακολούθησε παντού, από τη συνέλευση της Επιδαύρου ως το Μεσολόγγι κατά την πρώτη πολιορκία.
 Καθ’ όλη τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων παρακολούθησε τα γεγονότα, χωρίς όμως να υπάρχουν ενδείξεις ότι πήρε μέρος σε αυτά ως πολεμιστής.
Τον επόμενο χρόνο (1823) στάλθηκε στο Λονδίνο, μαζί με τον Ορλάνδο και το Λουριώτη, ως μέλος της τριμελούς αντιπροσωπείας για τη σύναψη του πρώτου ελληνικού δανείου του Αγώνα.

Από εκεί επέστρεψε τον Απρίλιο του 1824 με την πρώτη δόση του δανείου, ενώ το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ανακηρύχθηκε «Πολίτης της Δυτικής Ελλάδας», από ευγνωμοσύνη για τις υπηρεσίες του. Η σημαντικότερη αποστολή του ήταν στη Μάλτα, το 1825, για να στρατολογήσει μισθοφόρους για την ενίσχυση του πολιορκημένου Μεσολογγίου, αλλά η βρετανική κυβέρνηση, τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας, δεν επέτρεψε τη στρατολογία. Κατά καιρούς διορίσθηκε σε διάφορες διοικητικές επιτροπές, όπως στη «Διευθυντική Επιτροπή του Αιγαίου Πελάγους», στην οποία γραμματέας ήταν ένας ακόμα Μακεδόνας λόγιος, ο Γεώργιος Χρυσίδης.

Το Μάιο του 1827 έφυγε στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του, που τόσο επιθυμούσε. Επέστρεψε το 1830, εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και αναμείχθηκε ξανά με την πολιτική, αλλά αυτή τη φορά έχοντας μεγάλες προσδοκίες, γεγονός ίσως που τον οδήγησε στην απόρριψη τριών θέσεων που του προσέφερε διαδοχικά ο Καποδίστριας, ως άδικες και ταπεινωτικές για τις ικανότητες του.
Τοποθετήθηκε στην πρώτη γραμμή της αντιπολίτευσης μέσω της εφημερίδας του Απόλλων, της οποίας η έκδοση διακόπηκε μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη. Ευρύτερα γνωστός έγινε στα χρόνια του Όθωνα, ιδιαίτερα λόγω της στάσης που κράτησε μαζί με τον Τερτσέτη στη δίκη του Κολοκοτρώνη.31

Ανάλογη συμμετοχή στον Αγώνα είχε και ο αναφερθείς Γεώργιος Χρυσίδης από τον Πολύγυρο της Χαλκιδικής. Γνωστός λόγιος και πολιτικός της εποχής διετέλεσε γραμματέας σε διάφορες επιτροπές της Επανάστασης, ενώ συνέχισε και αργότερα τη δράση του στο χώρο της πολιτικής.32

Άλλη σπουδαία προσωπικότητα εκ Μακεδονίας ήταν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, υπουργός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών επί Όθωνα, ο Θεσσαλονικιός Ανδρόνικος Πάϊκος, που εκτός από την αγορά πολεμοφοδίων και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα με δικά του έξοδα, πρόσφερε επίσης και πολεμική υπηρεσία δίπλα στον Υψηλάντη.33

 Επίσης, αξίζει να αναφερθεί κι ο επιφανής κληρικός από την Εράτυρα Κοζάνης, Θεοφάνης Σιατιστεύς

Πτυχιούχος της περιώνυμης Ακαδημίας των Κυδωνιών, έφτασε στο Άγιο Όρος από τις αρχές του 1821, όπου συνάντησε το παλιό οικογενειακό του φίλο του Εμμανουήλ Παππά. 
Εμμανουήλ Παπάς

Πήρε μέρος στα επαναστατικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Χαλκιδική και ως απλός πολεμιστής αλλάκαι ως γραμματέας του Παππά.

Στη συνέχεια, κατέβηκε στην Πελοπόννησο και συνεργάστηκε με τους Μακεδόνες που βρίσκονταν εκεί, στις πολεμικές επιχειρήσεις. Για ένα χρονικό διάστημα, έζησε στις Σπέτσες και διετέλεσε γραμματέας του πλοιάρχου Γεωργίου Ανδρούτσου.34

 Τέλος, σημαντική ήταν και η συμβολή των γιων του ίδιου του Εμμανουήλ Παπά.

 Ένας από αυτούς, ο Ιωάννης, σκοτώθηκε το 1825 στο Μανιάκι, όπου μαχόταν υπό τον Παπαφλέσσα.
 Ο μεγαλύτερος, ο Αθανάσιος, αιχμαλωτίστηκε στην Αταλάντη το 1827, όπου πολεμούσε στο πλευρό του Αγγελή Γάτσου, και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα.
Την ίδια χρονιά βρήκε το θάνατο και ο Νικόλαος στο Καματερό, όπου αγωνίζονταν με τον Καραϊσκάκη.

Ο δευτερότοκος Αναστάσης πήρε μέρος στην πολιορκία του Μεσολογγίου μαζί με άλλους Μακεδόνες και ήταν ο μοναδικός από την οικογένεια που σώθηκε μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της, τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια που ζούσαν στις Σέρρες.35

Νέες μαζικές προσελεύσεις ετεροχθόνων πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεύτερη φάση του Αγώνα, που σηματοδοτείται από τον ερχομό του Καποδίστρια στο Ναύπλιο στις αρχές Ιανουαρίου του 1828.

 Είχαν συμπληρωθεί σχεδόν επτά χρόνια από την έναρξη της επανάστασης, ο πόλεμος συνεχιζόταν, ενώ η αναρχία κυριαρχούσε. Οι ελπίδες για τη συγκρότηση κράτους ήταν διάχυτες παντού και προμήνυαν την έναρξη μιας νέας εποχής.
Ίσως αυτές οι προσδοκίες ήταν που προκάλεσαν το ενδιαφέρον των «καλαμαράδων», όπως αποκαλούσαν τους λόγιους, και άρχισαν να συρρέουν ο ένας μετά τον άλλον στην Αίγινα, από όλη την Ευρώπη και τα Επτάνησα.
 Στην πλειοψηφία τους ήταν φίλοι και γνωστοί του κυβερνήτη και των αδελφών του, που αποζητούσαν μια θέση στο δημόσιο. Μάλιστα ειρωνικά τους αποκαλούσαν οι «εκ των Εικοσιοχτώ» από το έτος προσέλευσης τους στην Ελλάδα.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης περιγράφει την εικόνα πολύ παραστατικά σε σημείωση των απομνημονευμάτων του Κασομούλη:

Με την άφιξιν του Βιέρου και Γιαννετά, αρχίσαντες να συρρέουν και να φαίνονται πλήθος λογίων Ελλήνων και φιλελλήνων φραγκοφορεμένων με συστατικά από διαφόρους φίλους των Καποδιστριακών εν Μασσαλία, Παρισίοις, Βιέννα, Τριέστι, Λιβόρνο και με εν βρακί και πανταλόνι επαγγελλόμενοι άλλος τον ιατρόν, άλλος τον νομικόν και άλλοις άλλας διαφόρους επιστήμας, επαρουσιάζοντο καθημερινώς δια να λάβουν δημοσίας θέσεις [...] εγέμισαν τα δημόσια γραφεία από παντός είδος υπαλληλίσκους, οίτινες ούτε εγνώριζον κανέναν, ούτε τους εγνώριζε κανείς [...] εγιόμωσαν λοιπόν εν ακαρεί τα υπουργεία, τα διοικητήρια, αι αστυνομικαί αρχαί από νεανίσκους νεήλυδας κηφήνας».36

Τότε ήρθαν και τρεις Μακεδόνες λόγιοι.

Ο Μακεδόνας
Γεώργιος Λαζάνης
Ο Κοζανίτης Γεώργιος Λασσάνης, γνωστός από τη θητεία του στο πλευρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που είχε μόλις αποφυλακισθεί από τους Αυστριακούς, υπηρέτησε στο πλευρό του Δημητρίου Υψηλάντη.

Όταν έφτασε στην Αίγινα ο Καποδίστριας, ο οποίος τον γνώριζε από τη Ρωσία, τον διόρισε αμέσως Στρατοπεδάρχη της Ανατολικής Ελλάδας.

Με αυτή την ιδιότητα συμμετείχε στις μάχες που ακολούθησαν έως την τελική εκκαθάριση της χώρας από τα υπολείμματα του τουρκικού στρατού.

Με τη διαθήκη του ίδρυσε τον «Λασσάνειο δραματικό διαγωνισμό», το 1889, με τον οποίο βραβεύτηκαν διάφορα θεατρικά έργα πατριωτικού περιεχομένου.37

Ο Γεώργιος Αθανασίου, γεννημένος στο Βουκουρέστι, έφτασε στην Ελλάδα το 1827, σε ηλικία 25 ετών, αφού προηγουμένως είχε σπουδάσει στο Βουκουρέστι, τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Το 1828 έγινε μέλος της επιτροπής του «Αντιθαλασσίου Δικαστηρίου» και το 1830 πρόεδρος του δικαστηρίου Βορείων Σποράδων. Στα χρόνια της Αντιβασιλείας, με νομικές σπουδές, ανέλαβε διάφορες υπεύθυνες θέσεις στον τομέα της δικαιοσύνης, διετέλεσε, μάλιστα, και αρεοπαγίτης.38

Τέλος, ο Νικόλαος Γ. Θεοχάρης, οικονομολόγος με καταγωγή από την Έδεσσα, γεννημένος στη Βιέννη από γερμανίδα μητέρα, έφτασε στην Αίγινα το 1828. Διετέλεσε έφορος επί των στρατιωτικών και ναυτικών γραμματείας της επικρατείας και μέλος της πολιτειογραφικής επιτροπής.39
Και οι τρεις θα μας απασχολήσουν αργότερα, κατά την εξέταση της οθωνικής περιόδου.

Βασική μέριμνα του Καποδίστρια υπήρξε εξαρχής η επιβολή δραστικών μέτρων για την οργάνωση τακτικού στρατού.
 Για να καμφθούν όλες οι εστίες αντίστασης των Οθωμανών, έπρεπε να συσπειρωθούν όλες οι μικρές ομάδες ενόπλων που στρατοπέδευαν ανά την Ελλάδα. Απώτερος στόχος του Κυβερνήτη ήταν η σταδιακή ένταξή τους σε ημιτακτικούς σχηματισμούς ελεγχόμενους από το κράτος, η μείωση του αριθμού των αξιωματικών και η αξιοποίησή τους στις επόμενες μάχες. Η υλοποίηση αυτού του στόχου, επιτεύχθηκε σε δύο στάδια, πρώτον με τη συγκέντρωση όλων των άτακτων αγωνιστών στην περιοχή της Επιδαύρου και δεύτερον με τη συγκρότησή τους σε Χιλιαρχίες.40

Σύμφωνα με την αυτήν τη γραμμή, στάλθηκε ο ελληνικός στόλος υπό τον ναύαρχο Μιαούλη στις Βόρειες Σποράδες, για να μεταφέρει στην Ελευσίνα τα μακεδονοθεσσαλικά στρατεύματα, που μετά την εκστρατεία της Αταλάντης είχαν επιστρέψει ξανά στο εκεί καταφύγιο τους. Με αυτή την κίνηση, ο Καποδίστριας αξιοποίησε τους Μακεδόνες πολεμιστές, άνδρες νέους, με απαράμιλλη ανδρεία και μαχητική ικανότητα αλλά και περιόρισε την ανεξέλεγκτη πειρατεία που ταλάνιζε την ευρύτερη περιοχή.

Βέβαια, η σύσταση της χιλιαρχίας τους αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.
Δημιούργησε αντιπαλότητες, αψιμαχίες και εσωτερικό ανταγωνισμό στους Μακεδόνες, διότι επρόκειτο για άνδρες που πολεμούσαν περιοδικά ως άτακτοι, με προϋπηρεσία στον αρματολισμό, απείθαρχους και αλαζονικούς, αλλά προπάντων ισάξιους.

Αρνούνταν πεισματικά να παραδεχθούν ότι ανάμεσα τους υπήρχαν πολεμιστές, που είχαν διακριθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διεκδικήσουν ανώτατα αξιώματα στην ιεραρχία της χιλιαρχίας.
Εξαιρούνταν, φυσικά, ο γερό-Καρατάσος και ο Αγγελής Γάτσος, που έχαιραν το σεβασμό και την εκτίμηση όλων των συμπατριωτών τους, αλλά απορρίφθηκαν λόγω της προχωρημένης ηλικίας τους.41
Τελικά επικεφαλής ορίστηκε ο Τόλιος Λάζου, «όχι για τα μεγάλα στρατιωτικά προτερήματα του, αλλά ως γόνος της λαμπράς οικογενείας των Λαζαίων, άνθρωπος πράος, υπομονετικός, γλυκύς, ήξερε λίγα γράμματα και ήταν γνωστός του Υψηλάντη».42

Τσάμης Καρατάσος
Το σώμα που σχηματίστηκε ονομάσθηκε «Μακεδονική Αρχηγία» κι όχι χιλιαρχία, προκειμένου να παύσουν οι αντιδράσεις και οι διαμαρτυρίες των υπολοίπων οπλαρχηγών, που θεωρούσαν ότι είχαν αδικηθεί, και, με την παρότρυνση και την υποστήριξη των δύο επιφανών ηλικιωμένων αρχηγών, απαιτούσαν να ενταχθούν στο νέο στρατιωτικό σχηματισμό. Έτσι λοιπόν, προς ικανοποίηση του αιτήματός τους, συστήθηκε μια δεύτερη «Αρχηγία», ανεξάρτητη από την προηγούμενη, αποτελούμενη από τρεις εκατονταρχίες και διοικητή τον Τσάμη Καρατάσο, γιο του γέρου.43

 Όσοι απέμειναν εντάχθηκαν σταδιακά στις υπόλοιπες χιλιαρχίες ή επέστρεψαν στα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο ή ακόμα και στους τόπους καταγωγής τους.
Η επιστροφή των Θεσσαλομακεδόνων στους τόπους καταγωγής τους, δεν ήταν τυχαία επιλογή.

Από το Νοέμβριο του 1827 οι Μακεδόνες προσπαθούσαν να προκαλέσουν εξέγερση στον Όλυμπο και στα Πιέρια.

Το 1828 οι πληρεξούσιοι των Ολυμπίων κατέβηκαν στην Ελλάδα και ήρθαν σε επαφή με τον Κυβερνήτη, εξέθεσαν τα αιτήματα τους και ζήτησαν τη συνδρομή του.
Επιδίωκαν να εξασφαλίσουν την υλική και ηθική αρωγή του Καποδίστρια και των μεγάλων δυνάμεων, με σκοπό να απελευθερώσουν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους και να τις ενσωματώσουν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ενόψει των διαπραγματεύσεων, που θα καθόριζαν τα σύνορα του κράτους, και της τελικής συνθήκης, που θα σφράγιζε τις πολεμικές επιχειρήσεις.44

Μετά την οργάνωση των Χιλιαρχιών οι διακεκριμένοι αρχηγοί Διαμαντής και Κώστας Νικολάου, Τόλιος Λάζος, Γεώργιος Συρόπουλος, Χοντρογιάννης, Λιάκος Γεωργίου και Θαλασσινός εξόπλισαν στρατιωτικά σώματα και ανέβηκαν στον Όλυμπο, με την ελπίδα να αναζωπυρώσουν τον πόλεμο 45 Στη Μακεδονία βρισκόταν ήδη και ο Τσάμης Καρατάσος, που με την άδεια των Οθωμανών είχε αναλάβει αρματολός στην περιοχή της Βέροιας.46

Ωστόσο, οι εξελίξεις στη νότια Ελλάδα δεν ευνοούσαν πλέον νέες επαναστατικές ενέργειες.
 Ο Καποδίστριας με επιστολή του προς τους «εν Ολύμπω οπλαρχηγούς», το Μάιο του 1829, τους συμβούλευσε να παραμείνουν ήσυχοι, ενώ, από την άλλη, τους επισήμανε πως, όταν παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία, η ελληνική κυβέρνηση θα έκανε ό,τι μπορούσε για να τους απελευθερώσει.47

Στα τέλη του 1830, η κατάσταση στη Μακεδονία χειροτέρεψε, όταν οι Οθωμανοί στράφηκαν εναντίον των αρματολών στην προσπάθειά τους να διαφυλάξουν την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας.
Την επικινδυνότητα της κατάστασης περιγράφει ο πρόξενος της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη, ο Άγγελος Μουστοξύδης, στις 11 Δεκεμβρίου 1830 με έκθεση του προς τον Καποδίστρια, όπου τον ενημερώνει ότι οι Οθωμανοί συγκεντρώνουν στρατεύματα εναντίον του Καρατάσου και του Διαμαντή στη Βέροια και του καπετάν Αναστάση στη Χαλκιδική. 

Ακολούθησαν δολοφονίες γνωστών αρματολών, εκτελέσεις χωρικών, λεηλασίες χωριών και τελικά οι καπετάνιοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για να σωθούν, με τη μεσολάβηση του Μουστοξύδη 48
 Για ακόμα μια φορά, οι περισσότεροι αναζήτησαν άσυλο στο γνωστό καταφύγιο τους, τα νησιά των Σποράδων, όπου βρίσκονταν και τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών τους.
Εκεί επέστρεψαν τα αδέλφια Διαμαντής, Κώστας και Χαρίσης Νικολάου με τις οικογένειες τους και 32 συντρόφους τους, ο Μιχάλης Πιτσάβας, αρματολός του Πλαταμώνα, ο Δήμος Τζαχίλας, αρματολός της Ραψάνης, ο Καρακώστας και ο Γιωργάκης Κοτούλας.

Μαζί με τους συντρόφους και τις οικογένειες τους ξεπερνούσαν συνολικά τα 150 άτομα.49
Τα νησιά των Βορείων Σποράδων αποτελούσαν ανέκαθεν προσφιλή τόπο μετανάστευσης των Μακεδόνων κλεφτών και αρματολών, όποτε καταδιώκονταν.

 Εκεί κατέφυγαν οι Χαλκιδικιώτες, αλλά και οι Ναουσσαίοι και οι Ολύμπιοι, όταν καταπνίχθηκαν τα κινήματα τους.

Σύμφωνα με τον Pouqueville, μόνον από τη χερσόνησο του Άθω, είχαν αναχωρήσει περίπου 5.000 ή 6.000 γυναικόπαιδα και γέροντες, που είχαν βρει εκεί άσυλο. Μαζί τους είχαν πάρει ιερά σκεύη, λείψανα και άλλα κειμήλια μοναστηριών και εκκλησιών.50

Για μερικούς, όμως, από τους Μακεδόνες πρόσφυγες οι Βόρειες Σποράδες δεν ήταν το τέρμα του ταξιδιού τους. Από εκεί σκορπίστηκαν και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.

Ο φιλέλληνας Maxim Raybaud, όταν περνούσε από τη Κέα, συνάντησε εκεί πολλούς πρόσφυγες από την Κασσάνδρα και πληροφορήθηκε την καταστολή της επανάστασής τους:

«Είχον φθάσει εκεί μόλις προ ολίγου μετά πολλά περιπετειώδη από νήσον εις νήσον. Διετήρουν ακόμη εις την έκφρασιν των σημεία της φρικτής αγωνίας και τον τρόμο, τον οποίον εδοκίμασαν, και επίστευον ότι ήσαν οι μόνοι, οι οποίοι εσώθησαν εκ της καταστροφής». 

Πολλοί Αγιορείτες μοναχοί βρέθηκαν στα νησιά Ύδρα και Πόρο, μεταφέροντας μαζί τους πολλά αργυρά και χρυσά σκεύη.51

Τις Βόρειες Σποράδες επέλεξαν ως προορισμό τους και οι πρόσφυγες της Θεσσαλίας, με αποτέλεσμα οι συνθήκες διαβίωσης εκεί να αλλάξουν ριζικά. Στην προσπάθειά τους να στεγάσουν και να προφυλάξουν τις οικογένειές τους, όλοι οι εκπατρισμένοι επιβάλλονταν με βίαιο τρόπο.

Η ένδεια, η έλλειψη τροφής και η απόγνωση τους οδηγούσε στη λεηλασία, την πειρατεία και την αρπαγή των περιουσίων των εντοπίων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, αντιδρούσαν οργισμένα• συχνά μάλιστα προτιμούσαν τους οθωμανούς κυριάρχους, καθώς τους εξασφάλιζαν ηρεμία και ησυχία.52
Όλα αυτά δημιουργούσαν μεγάλη κοινωνική αναταραχή και αναρχία, που πολλές φορές είχε τόσο δυσάρεστα επακόλουθα, ώστε οι πρόσφυγες να μετακινούνται σε νέο τόπο διαμονής ή να επιστρέφουν στις πατρίδες τους.

 Άλλωστε οι Οθωμανοί, για τους δικούς τους λόγους, σε αρκετές περιπτώσεις, έδειχναν επιεική συμπεριφορά. Γι’ αυτό και δέχθηκαν να ξαναπάρουν τα αρματολίκια τους ο Δήμος Τζαχίλας, ο Μιχάλης Πιτσάβας και οι σύντροφοι του Διαμαντή.53

Η εικόνα της απελευθερωμένης Ελλάδας εκείνη την περίοδο είναι εξίσου απελπιστική. Η επανάσταση είχε πλέον τελειώσει, οι περισσότερες πόλεις και τα χωριά ήταν κατεστραμμένα, υπήρχε έλλειψη πρώτων υλών, η φτώχεια, οι επιδημίες και ο υποσιτισμός θέριζαν τον πληθυσμό.

Οι αγωνιστές, ανεπάγγελτοι πλέον και χωρίς πόρους, ανέμεναν από την κυβέρνηση να τους παραχωρήσει ένα κομμάτι γης, να τους συνταξιοδοτήσει ή να τους απασχολήσει κάπου.

Ήταν άνδρες που είχαν γαλουχηθεί στη στρατιωτική ζωή και στον ελεύθερο βίο των βουνών, πλήρως ακατάλληλοι για τη γεωργία.
 Μερικοί από αυτούς κατατάχθηκαν στους νέους στρατιωτικούς σχηματισμούς που προσπάθησε να οργανώσει ο Καποδίστριας, προκειμένου να ελέγξει ένα μέρος των ενόπλων άτακτων.

Τα «Ελαφρά Τάγματα» τα επάνδρωσαν κυρίως οι Σουλιώτες, το «Ταξιαρχικό Σώμα» απορρόφησε 392 αξιωματικούς και 96 στρατιώτες και το «Τυπικό Τάγμα» επανδρώθηκε από 150 άνδρες. Μάλιστα, το τελευταίο σώμα συστήθηκε με τις προδιαγραφές πρότυπης μονάδας που θα εκπαίδευε αξιωματικούς από τους άτακτους, έτσι ώστε να οργανώσουν και τους υπολοίπους συντρόφους τους.

Η προσπάθεια, λοιπόν, του Καποδίστρια να συστήσει ένα στρατιωτικό σύστημα πλήρως ελεγχόμενο από το κράτος και τον ίδιο, είχε ως αποτέλεσμα την επιστράτευση λίγων πολεμιστών και τον παραγκωνισμό πολλών «επικίνδυνων» οπλαρχηγών, που πιθανόν να του στέκονταν εμπόδιο στην επιβολή της συγκεντρωτικής εξουσίας, με την οποία ήθελε να κυβερνήσει. Ήταν ένας τρόπος να αποδυναμώσει το πελατειακό κύκλωμα των ενόπλων που στήριζαν τη δύναμη τους στους αρχηγούς και στους πολιτικούς που είχαν αναδειχθεί στον Αγώνα.54

Στα παραπάνω στρατιωτικά σώματα αναζήτησαν διέξοδο από τα προβλήματα τους μερικοί μόνον Μακεδόνες.

Νικόλαος Κασομούλης
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Νικόλαος Κασομούλης, ο οποίος το 1822, μετά την επανάσταση της Μακεδονίας, έφυγε στον Ασπροπόταμο.
 Υπηρέτησε στο πλευρό του γνωστού αρματολού Νικολάου Στορνάρη ως απλός γραμματικός και πολλές φορές ως «μπουλουξής» Μακεδόνων και άλλων ανδρών.
Με αυτές τις αρμοδιότητες έλαβε μέρος σε αρκετές εκστρατείες και σε εμπιστευτικές αποστολές. Διορίστηκε από τον Καποδίστρια εκατόνταρχος της Β' χιλιαρχίας, εντάχθηκε στα «Ελαφρά Τάγματα» ως Λοχαγός και διατηρήθηκε στο στρατό από την κυβέρνηση του Όθωνα.55

Επίσης, ο Νικόλαος Χατηριάδης από τη Μοσχόπολη, που είχε υπηρετήσει στα άτακτα στρατεύματα από το Νοέμβριο του 1825 υπό τον Κίτσο Τζαβέλα, το Μάρτιο του 1828 διορίστηκε εκατόνταρχος στην Α' χιλιαρχία και το 1830 κατατάχθηκε στο «Τυπικό Σώμα» ως Λοχαγός.56

Από τη Θεσσαλονίκη κατάγονταν 
ο Γρηγόρης Γούσιος, με θητεία 11 μηνών το 1826 στο ατμοκίνητο «Καρτερία»,57 
ο Δημήτριος Δαρδαγάνης,58 και 
ο Θεόδωρος Αγγελάκης.59 

Μακεδόνες, επίσης, ήταν ο μαθητής της Στρατιωτικής Σχολής που ιδρύθηκε το 1828 στο Ναύπλιο, Νικόλαος Αγγελίδης.

 Κατατάχθηκε τον Οκτώβρη του 1832 στο 2ο τάγμα του πεζικού ως Λοχίας,60 ενώ ο Ιωάννης Αντώνοβιτς, που είχε φοιτήσει στη Βαυαρική Στρατιωτική Σχολή, κατατάχθηκε στο Ελληνικό Πυροβολικό ως Ανθυπολοχαγός.61

Όλοι τους είχαν προσφέρει υπηρεσίες στον Αγώνα, γι’ αυτό κι η επιλογή τους να ενταχθούν στον τακτικό στρατό ήταν ίσως η μοναδική λύση για να ορθοποδήσουν οικονομικά. Προφανώς αυτός να ήταν κι ο λόγος που δεν αποστρατεύθηκαν κατά την οθωνική περίοδο, αλλά εξακολούθησαν να εργάζονται σε αυτόν τον επαγγελματικό χώρο.

Στο μεταξύ, το 1831 ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε και η κεντρική εξουσία κατέρρευσε.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1832 ξεσπούσαν εμφύλιες συγκρούσεις που διατάραζαν τις σχέσεις μεταξύ των άτακτων. Τα εσωτερικά, πολιτικά και οικονομικά εμπόδια έμοιαζαν ανυπέρβλητα και οι προϋποθέσεις για να ξεπεραστούν ανεπαρκείς έως ανύπαρκτες.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα του χάους και της αποσύνθεσης, εκλέχθηκε ο νεαρός Όθωνας, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα στις 25 Ιανουαρίου 1833. Το έργο της αντιβασιλείας του ήταν εξαιρετικά δύσκολο σε όλους τους τομείς. Βασικό μέλημά της ήταν εξαρχής η εξασφάλιση της τάξης, για την οποία θα μεριμνούσε ένας βαυαρικός στρατός 5.000 οπλιτών, εκπαιδευμένων και οπλισμένων κατά τα δυτικά πρότυπα. Θεωρητικά, προβλεπόταν να ενσωματωθούν σε αυτόν και 2.000 πολεμιστές του ελληνικού στρατού, άτακτοι και εθελοντές, πρόβλεψη που δεν ήταν εύκολο να υλοποιηθεί.
 Ο χαμηλός μισθός, η στολή, ο οπλισμός, η επιβεβλημένη πειθαρχία και η ιεραρχία ήταν αντικειμενικοί παράγοντες που απέτρεπαν όσους θα επιθυμούσαν καταρχήν να καταταχθούν.62

Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός, ότι από τους εκατοντάδες Μακεδόνες πολεμιστές, όπως φαίνεται από τα επίσημα Προσωπικά Μητρώα Αξιωματικών του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατατάχθηκαν μόνο τρεις:
ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος από τη Θεσσαλονίκη, στο ιππικό, 
ο Κοζανίτης Γεώργιος Νανίδης στο πυροβολικό και 
ο Ολύμπιος Ιωάννης από το Λιτόχωρο, ο γιατρός της «Μακεδονικής Αρχηγίας», ως γιατρός στην εφεδρεία του ιππικού.63 Αργότερα διετέλεσε και καθηγητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο.

Τα νέα στρατιωτικά μέτρα της Αντιβασιλείας, όπως ήταν επόμενο, προκάλεσαν την αντίδραση των ανδρών, με αποτέλεσμα να διαταχθεί η καθολική αποστράτευση τους. Χιλιάδες αγωνιστές βρέθηκαν χωρίς απασχόληση και προτίμησαν να επιστρέψουν στον πρότερο παράνομο βίο τους, τη ληστεία, που από το 1833 κι εξής πήρε απειλητικές διαστάσεις.
Μάλιστα πολλοί Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και Μακεδόνες, μη έχοντας κανέναν άλλο δεσμό με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ούτε καν τόπο εγκατάστασης, επανήλθαν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές.

Στην πορεία έγιναν κι άλλες προσπάθειες να ληφθούν μέτρα για την απασχόληση των παλαίμαχων αγωνιστών.
Το καλοκαίρι του 1833 συστήθηκε η Χωροφυλακή και δημιουργήθηκαν 1.200 θέσεις εργασίας με μισθό υψηλότερο του στρατού.
 Εξαιτίας της επιφυλακτικότητας και της δυσπιστίας των ανδρών, καταλήφθηκαν μόνον οκτακόσιες περίπου θέσεις και μάλιστα από τους πιο επιφανείς αγωνιστές.65

 Ανάμεσα σε αυτούς και τρεις τουλάχιστον Μακεδόνες: 
ο Δημήτριος Τζίνος, 
ο Παντελής Δημητρίου και 
ο Παναγιώτης Χονδροδημόπουλος.66 

Το Σεπτέμβριο του 1835 ιδρύθηκε η «Βασιλική Φάλαγγα».
Ουσιαστικά ήταν ένα τιμητικό σώμα συνταξιοδότησης, για να απορροφηθούν κάποιοι από τους δυσαρεστημένους οπλαρχηγούς των άτακτων σωμάτων με την προοπτική της παροχής μικρής οικονομικής βοήθειας, έναντι των υπηρεσιών τους στον Αγώνα και λόγω της προχωρημένης ηλικίας τους.67
Με στρατιωτική διαταγή στις 25 Απριλίου 1836 ανακοινώθηκε ο διορισμός οκτακοσίων ανδρών στη Φάλαγγα, κατανεμημένων σε 13 τετραρχίες, με ανώτερους τους βαθμούς του λοχαγού, του υπολοχαγού και του ανθυπολοχαγού.

Σε αυτές ως υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί υπηρετούσαν
 και οι εξής Μακεδόνες οπλαρχηγοί: 

στη 1η τετραρχία Λαμίας ο Διαμαντής Ολύμπιος με το βαθμό του ανθυπολοχαγού, 
στην 5η τετραρχία Μεσολογγίου ο Λιόλιος Ξηρολιβαδίτης ως υπολοχαγός, 
στην 7η τετραρχία Θηβών ως ανθυπολοχαγοί ο Τόλιος Νικολάου και ο Τσάμης Καρατάσος και
στην 13η τετραρχία Χαλκίδας ο Κωνσταντίνος Δουμπιώτης με το βαθμό του ανθυπολοχαγού.

Σε αντίθεση με τους καπετάνιους, για τους Μακεδόνες ετερόχθονες λόγιους, που έφτασαν στην Ελλάδα τα χρόνια αυτά, οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα ήταν πολύ ευνοϊκότερες, αφού τοποθετήθηκαν σε καίριες θέσεις στην κυβέρνηση και στη δημόσια διοίκηση τόσο από την Αντιβασιλεία, όσο και από τον ίδιο τον Όθωνα αργότερα. Ειδικά επί βασιλείας οι αφίξεις πύκνωσαν.

Τότε εγκαταστάθηκαν οι Μακεδόνες 
Θεόδωρος Μανούσης, 
ο Κωνσταντίνος Δόσιος, 
ο Παναγιώτης Παπαναούμ και
 ο εκδότης Κωνσταντίνος Γκαρμπολάς.

Ο Θεόδωρος Μανούσης καταγόταν από τη Σιάτιστα αλλά από μικρός μεγάλωσε σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού, όπου σπούδασε πολλά αντικείμενα μεταξύ των οποίων, γερμανική και ελληνική Φιλολογία, Φιλοσοφία και Ιατρική.
Είχε έρθει στην Ελλάδα νωρίτερα και το 1831 πήρε μέρος ενεργά στον αγώνα κατά του Καποδιστρία.
Η ταραγμένη πολιτική κατάσταση τον οδήγησε πίσω στη Βιέννη απ’ όπου επανήλθε οριστικά το 183 4.69
Το ίδιο έτος ήρθε και ο Κωνσταντίνος Δόσιος, με καταγωγή από τη Βλάστη, που είχε σπουδάσει Νομική και Πολιτικές Επιστήμες70 καθώς και ο Καστοριανός Παναγιώτης Παπαναούμ.
Ο δεύτερος, ανθυπολοχαγός του μηχανικού, βαθμός που είχε αποκτήσει κατά τη θητεία του στον πρωσικό στρατό, είχε μεγαλώσει από μικρός στη Λειψία.
Εκεί σπούδασε και γνώρισε αρκετούς Έλληνες, ανάμεσά τους και πολλούς Μακεδόνες, όπως τον Δαμιανό Γεωργίου, μετέπειτα καθηγητή του Οθωνικού Πανεπιστημίου και τον ήδη αναφερθέντα Ιωάννη Ολύμπιο.71

Την ίδια εποχή συγκροτήθηκε μια ακόμη ομάδα επήλυδων Μακεδόνων, αυτή των φοιτητών, που έμελε να παίξει καθοριστικό ρόλο.
Το οθωνικό πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1837 και πολύ γρήγορα απέκτησε ευρεία απήχηση.

 Η προσέλευση των νέων από τις επαρχίες της Μακεδονίας από την πρώτη στιγμή ήταν μεγάλη.

 Το ενδιαφέρον τους, ωστόσο, άρχισε να αυξάνεται ακόμη περισσότερο από το 1850 και έπειτα. Σε αυτό συνέβαλαν όλες οι πολιτικές, οικονομικές και πνευματικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στον έξω ελληνισμό, αλλά και στα διάφορα κληροδοτήματα που θεσμοθετήθηκαν κατά καιρούς.

Οι Μακεδόνες φοιτητές που γράφτηκαν στο Πανεπιστήμιο από το 1837 έως το 1866, ανέρχονταν σε 172, ενώ ως το 1890 τετραπλασιάστηκαν και έφτασαν τους 710.

Από τους 172 η πλειοψηφία δήλωσε ως τόπο καταγωγής απλώς τη Μακεδονία, ενώ μεγάλο ποσοστό προερχόταν από τις πόλεις της Θεσσαλονίκης και των Σερρών.

 Με μικρότερη συμμετοχή ακολουθούσαν οι πόλεις Αχρίδα, Κοζάνη, Μοναστήρι, Σιάτιστα και Καστοριά.
 Οι αναλογίες των φοιτητών θα αλλάξουν στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα από το 1870 και εξής, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στα Βαλκάνια.72

Χαρακτηριστικό επίσης ήταν το γεγονός, ότι την ίδια περίοδο, πολλοί βουλγαρόφωνοι μαθητές που φοιτούσαν στη σχολή του Καΐρη στην Άνδρο, όταν έκλεισε η σχολή, ήρθαν στην Αθήνα και συνέχισαν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο, ενώ δεν ήταν λίγα τα παιδιά των βουλγαρόφωνων πολεμιστών που φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία.

 Πολλοί από αυτούς αργότερα αποτέλεσαν μέλη διαφόρων συλλόγων και εταιρειών, που, σε συνεργασία με τους Έλληνες, είχαν σκοπό την απελευθέρωση όλων των Χριστιανών των Βαλκανίων.

Κάποιες από τις εταιρείες που σύμπηξαν ήταν η «Σλοβενοβουλγαρική Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία», η «Μακεδονική Εταιρεία» και η ένωση των «Θρακο-Σλαβιάνων»,73 που συστήθηκε το 1843 με σκοπό να εκλέξουν πληρεξούσιο για την Εθνοσυνέλευση ή να δημιουργήσουν μια ιδιαίτερη κοινότητα.

Η μόρφωση και οι πλούσιες εμπειρίες των λογίων Μακεδόνων από τη διαμονή τους στο εξωτερικό (όπως και των πτυχιούχων Μακεδόνων τα επόμενα χρόνια), τους βοήθησαν να διοριστούν σε σημαντικές θέσεις και να ενσωματωθούν αμέσως στην ελληνική κοινωνία.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η παρουσία και η σταδιοδρομία των λόγιων στη δημόσια ζωή του τόπου, θα καθορίσει το μέλλον και την τύχη των υπολοίπων Μακεδόνων, διότι όλοι τους εξελίχθηκαν σε γνωστές και ισχυρές προσωπικότητες της εποχής, άτομα ικανά και δραστήρια στο στενό περιβάλλον του Όθωνα. Ο καθένας από τη θέση του και με τον τρόπο του είχε τη δυνατότητα να ασκεί πιέσεις στις αρμόδιες υπηρεσίες για να γνωστοποιεί τα αιτήματα των συμπατριωτών του και να διεκδικεί τα δικαιώματα τους.

 Ουσιαστικά αποτέλεσαν το συνδετικό κρίκο κυβέρνησης-Μακεδόνων.

Άλλωστε χάρη στη δική τους πρωτοβουλία και στις συντονισμένες ενέργειες ιδρύθηκε ο συνοικισμός των Μακεδόνων προσφύγων.

Ήδη από το 1832,
ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, 
ο Γεώργιος Χρυσίδης, 
ο Θεοφάνης Σιατιστεύς,
 ο Γεώργιος Αθανασίου, και 
ο Παναγιώτης Ναούμ, 

Παναγιώτης Ναούμ
βλέποντας ότι οι προσπάθειες τους δεν καρποφορούσαν, συγκρότησαν επιτροπή για να χειριστεί την εγκατάσταση των Μακεδόνων αγωνιστών σε μια περιοχή του ανεξάρτητου κράτους, κατά προτίμηση της Στερεάς Ελλάδας, για την απελευθέρωση της οποίας είχαν θυσιαστεί.74

Η «Επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή», όπως ονομάστηκε, επιδίωξε από την πρώτη στιγμή να εξασφαλίσει με τους σωστούς χειρισμούς και τις κατάλληλες συνεργασίες, όσον το δυνατόν μεγαλύτερα προνόμια, ενώ με προσεκτική έρευνα προσπάθησε να βρει την ιδανικότερη τοποθεσία για τη σύσταση του συνοικισμού.

Από πολύ νωρίς έστρεψε την προσοχή της στην περιοχή της Αταλάντης, όπως φαίνεται μέσα από το έγγραφο του Μιχαήλ Θεοχάρη, Μακεδόνα αγωνιστή:

«... το 1833 επήγα μετά του αδελφού μου εις την Αταλάντη δια να παρατηρήσωμεν τον τόπον, όπου επρόκειτο να γίνει συνοικισμός των Μακεδόνων, όπου έμαθα ότι είναι διαταγή να δόσουν οι αγωνισταί τα αποδεικτικά των και αναφορά των δικαιωμάτων του αγώνος εις μίαν αρχήν».75

Πιθανότατα κριτήριο της επιλογής της, να αποτέλεσε το γεγονός πως στην περιοχή της Αταλάντης αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Φθιώτιδας (Λαμία, Λοκρίδα, Στυλίδα) και της Φωκίδας (Δωρίδα, Λιδορίκι) ζούσαν ήδη αρκετές διασκορπισμένες οικογένειες Μακεδόνων.

 Μακεδόνες, όμως, είχαν εγκατασταθεί και στη Βόρεια Εύβοια, τη Βοιωτία (Λιβαδειά, Θήβα), στην Αιτωλοακαρνανία (Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Μαντινεία), στον Εύριπο (Ξηροχώρι) και φυσικά στα μεγάλα κέντρα, Κόρινθο, Ναύπλιο, Πειραιά και Αθήνα.76

 Πρόθεση της επιτροπής ήταν να προσφέρει στους συμπατριώτες της τα κίνητρα εκείνα που θα τους επέτρεπαν να συγκεντρωθούν από όλους τους διάσπαρτους οικισμούς και να εγκατασταθούν μόνιμα σε ένα δικό τους χώρο.
Τελικά, μετά από μια τριετία, οι προσπάθειες της Επιτροπής υλοποιήθηκαν με Βασιλικό Διάταγμα που εξέδωσε η Αντιβασιλεία στις 20 Μαρτίου 1835 και αναγνώριζε επίσημα τη δημιουργία συνοικισμού των Μακεδόνων.
Σε αυτούς περιλαμβάνονταν όσοι είχαν γραφτεί στους καταλόγους της Επιτροπής αλλά και όσοι ακόμα επιθυμούσαν να δηλώσουν τη συμμετοχή τους μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών.

Η πολιτεία θα παραχωρούσε σε κάθε οικογένεια οικόπεδο ενός στρέμματος, τριάντα έως πενήντα στρέμματα γεωργικό κλήρο εθνικής γης, δωρεάν ξυλεία και θα διευκόλυνε την εισαγωγή οικοδομικών υλικών.

Επίσης, θα φρόντιζε να σταλεί ένας γεωμέτρης, για να σχεδιάσει το ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης και να επιμεληθεί τη γεωδαισία των καλλιεργήσιμων εκτάσεων.77

Οι όροι κοινοποιήθηκαν προς τους Μακεδόνες όλης της επικράτειας από την ίδια την Επιτροπή στην εφημερίδα Αθηνά στις 29 Ιουνίου 1835. Το άρθρο έχει πολύ μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον για τους εξής λόγους:

(α) Αποδεικνύεται πως η σύσταση της Επιτροπής οφείλεται στην παρότρυνση των ίδιων των προσφύγων.

(β) Προκύπτει ότι, από την πρώτη στιγμή, η Επιτροπή αναγνωρίστηκε ως επίσημο όργανο εκπροσώπησης των Μακεδόνων από τον ίδιο τον Όθωνα.

(γ) Είναι το πρώτο δημόσιο έγγραφο που υπογράφεται από τα μέλη της Επιτροπής και έτσι γίνονται ευρέως γνωστά τα ονόματά τους.

(δ) Ορίσθηκαν με αυτό τα μέλη μιας δεύτερης Επιτροπής, που θα έδρευε στην Αταλάντη και
θα διεκπεραίωνε όλες τις διαδικασίες για την αποκατάσταση των προσφύγων, εφόσον η «Επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή» είχε την έδρα της στην Αθήνα και αδυνατούσε να μεταβεί επί τόπου και να επιληφθεί όσων ζητημάτων θα προέκυπταν.

Η επιτόπια επιτροπή θα αποτελούνταν από τον Έπαρχο της Αταλάντης, από δύο νέους δημότες του τόπου και από άλλους δύο Μακεδόνες, ο ένας εξ αυτών ο ειρηνοδίκης Δημήτριος Κοκαλιώτης και ο άλλος ο γιατρός Αστερίου, που ήδη ασκούσε εκεί το επάγγελμα του.78

 Μια από τις αρμοδιότητες της νέας Επιτροπής ήταν η συνεργασία της με τον αναφερθέντα Καστοριανό γεωμέτρη Παναγιώτη Παπαναούμ, που έφτασε στην Αταλάντη τον Ιούνιο του 1835. Μελέτησε το χώρο της εγκαταλελειμμένης τότε οθωμανικής συνοικίας, τον Τουρκομαχαλά, που παραχωρήθηκε με διαταγή της γραμματείας Εσωτερικών στους Μακεδόνες κι έφτιαξε το πολεοδομικό σχέδιο του συνοικισμού, ο οποίος λίγο αργότερα ονομάστηκε με Βασιλικό Διάταγμα «Πέλλη ή Πέλλα Φθιώτιδας».79

Το ρυμοτομικό σχέδιο του συνοικισμού ετοιμάστηκε τους επόμενους τρεις μήνες, όπως ανακοίνωσε η Επιτροπή στους συμπατριώτες της με νέο δημοσίευμα στην εφημερίδα Αθηνά, στις 14 Σεπτεμβρίου.
Από τον επόμενο Οκτώβριο θα ξεκινούσε η διανομή των οικοπέδων με τη διαδικασία της κλήρωσης.80 Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αυτών, θα ήταν δυνατή και η μετακόμιση των προσφύγων στην Αταλάντη, η οποία όμως, κατά το πρώτο χρονικό διάστημα, συνάντησε πολλά εμπόδια.
Με βάση τους όρους και τις υποσχέσεις της κυβέρνησης σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι στην Ελλάδα Μακεδόνες καταγραφήκαν στο νέο συνοικισμό, αλλά πολλοί λίγοι μετοίκησαν και ακόμη πιο λίγοι δελεάστηκαν να έρθουν από τη Μακεδονία.
Σύμφωνα με τις πηγές, το πρόβλημα οφειλόταν στους όρους του διατάγματος, διότι η εθνική γη θα τους παραχωρούνταν με βάση το νόμο της προικοδότησης. Με το νόμο αυτό, που θεσπίστηκε στις 7 Ιουνίου 1835, προσπάθησε η Αντιβασιλεία να λύσει το ζήτημα της διανομής των εθνικών κτημάτων σε όσους συμμετείχαν στην Επανάσταση.

 Ο νόμος προέβλεπε ότι όλοι οι κάτοικοι του ελληνικού βασιλείου, εφόσον είχαν συμμετάσχει στον Αγώνα ως στρατιώτες ή ως πολίτες, είχαν το δικαίωμα να λάβουν γη έναντι κάποιου τιμήματος, που όριζε το κράτος και μάλιστα με χρεολύσιο.81
Δεν ήταν λοιπόν εντελώς δωρεάν. Το γεγονός αυτό δυσχέραινε τη μετακόμιση των προσφύγων από τους τόπους διαμονής εντός και εκτός του Βασιλείου, προς την Αταλάντη, εφόσον η μετοικεσία συνεπαγόταν και χρέος.
 Έτσι εξηγείται, λοιπόν, πως στις αρχές του 1836, ενώ είχαν διανεμηθεί 370 οικόπεδα, είχαν χτιστεί μόνο επτά σπίτια.82
 Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται τα επόμενα χρόνια. Το 1838 είχαν εγκατασταθεί εβδομήντα οικογένειες στην Πέλλη κι άλλες 43 οικογένειες, που ασχολούνταν με το εμπόριο και τα θαλάσσια επαγγέλματα στον όρμο ή αλλιώς Σκάλα της Αταλάντης.
Σφραγίς δωρεών Βέλλιου Κ.

Κωνσταντίνος Βέλιος
Τα οικόπεδα στον όρμο της Αταλάντης τα αγόρασε ο βαρόνος Κωνσταντίνος Βέλλιος, πλούσιος ομογενής από το Λινοτόπι, ευεργέτης των Μακεδόνων, και τα δώρισε στις άπορες οικογένειες που ήταν εγκατεστημένες εκεί.83

 Το 1845 σχεδόν διπλασιάστηκαν οι οικογένειες και έφτασαν τις 130 και στους δύο οικισμούς, ενώ σε βάθος χρόνου οι κάτοικοι έφτασαν περίπου τις 2.000 ψυχές.


Οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό ήταν κυρίως οι χήρες με τα ορφανά τους, οι φαλαγγίτες και πολλές στρατιωτικές οικογένειες, μερικές εκ των οποίων είχαν έρθει από τις Βόρειες Σποράδες. Ένα πρωτόκολλο της 20ής Αυγούστου 1845, που υπογράφεται από 120 συνοικισθέντες Μακεδόνες, και ένας εκλογικός κατάλογος του 1915, περιέχουν ονόματα γνωστών στρατιωτικών οικογενειών, που είχαν πολεμήσει κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και είχαν πλέον εγκατασταθεί στο συνοικισμό.85

Όπως αναφέρθηκε, για να είχε κάποιος το δικαίωμα να εγκατασταθεί εκεί, έπρεπε προηγουμένως να γραφτεί στους καταλόγους που τηρούσε η Επιτροπή ή να δηλώσει την επιθυμία του σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία. Οι αιτήσεις εγγραφής στους καταλόγους του Δήμου Νέας Πέλλας του Ιωάννη Μιχαήλ και του Γεωργίου Γεωργίου, κατά το 1846, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Προς την επί του εν Ελλάδι συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή.

Ο υποφαινόμενος, ού η πατρίς Θεσσαλονίκη της τω Οθωμανικώ κράτος Μακεδονίας, 
και όστις έκτοτε του 1835 διαμένων εις την Ελλάδα, 
αυτήν υπηρέτησα την ωφειλομένην τετραετίαν παρά τω ιππικώ τάγματι στρατιωτικώς• 
επειδή επιθυμώ να συνοικήσω μετά των εν Ελλάδι Μακεδόνων δεόμενος της Εντ. επιτροπής ταύτης να ευαρεστηθή να σημειώση και τον εμόν όνομα εις τον αυτού του αυτού συνοικισμού κοινόν κατάλογον. 
Υποσημειούμαι ευσεβάστως. 
Ευπειθέστατος Ιωάννης Μιχαήλ.
 Εν Αθήναις τη 28 Ιουνίου 1846.

Αθήναι την 25 Μαΐου 1846.

 Προς την Σ. επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπήν. 
Ο υποφαινόμενος εκ Βερροίας της Μακεδονίας,
μόλις ελευθερωθείς εκ της αιχμαλωσίας, 
διαμένων μέχρι τούδε υπήκοος της Οθωμανικής επικρατείας,
 που δε θέλω να λογισθώ ως μέλος της Ελληνικής κοινωνίας παρακαλώ την Σ. ταύτην επιτροπήν ίνα με εγγράψη εις τον της Νέας Πέλλης δήμον 
λαμβάνουσα υπόψιν το επισυναπτόμενον αποδεικτικόν και εφοδιάζουσα με, με το οικείον εγγραπτήριον. 
Ευπειθέστατος Γεόργηος Γέργου.86

Σε αρκετές περιπτώσεις έπρεπε να καταθέσουν πιστοποιητικά έγγραφα που θα αποδείκνυαν την καταγωγή τους, αν ήταν όντως αγωνιστές, αν είχαν οικογένεια ή όχι.
Τα έγγραφα αυτά ήταν απαραίτητα, γιατί δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ήθελαν να εγκατασταθούν στο συνοικισμό χωρίς να είναι Μακεδόνες, για να επωφεληθούν από τις προικοδοτήσεις και τις διευκολύνσεις.
Μάλιστα, κάποιες φορές, όταν οι κατάλογοι των ενδιαφερομένων στέλνονταν στο υπουργείο των Εσωτερικών χωρίς επαρκή στοιχεία, επιστρέφονταν στους δημάρχους και στην Επιτροπή για έλεγχο, ενημέρωση και εισηγήσεις.
Ενίοτε για την εγκατάσταση προαπαιτούνταν έκδοση Βασιλικού Διατάγματος ή έντυπη βεβαίωση εγγραφής από την επιτροπή, όπως η ακόλουθη:

Η επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή. 
Βεβαιοί ότι ο κύριος Θεόδωρος Αργυρίου Τσάρογλου ενεγράφη εις τον Δήμον των εν Νέα Πέλλη της Λοκρίδος συνοικιζομένων Μακεδόνων
 και απολαύει εντεύθεν των παρά της κυβερνήσεως υπέρ του συνοικισμού χορηγουμένων δικαιωμάτων. 
Εν Αθήναις την 2 Μαρτίου 1839. 
Η επιτροπή Α. Πολυζωίδης, Π. Ναούμ, Γ. Χρυσίδης, Θ. Σιατιστεύς.87

Ένας άλλος τομέας που έπαιξε σημαντικό ρόλο η Επιτροπή ήταν η ίδρυση του «Δήμου Νέας Πέλλας».
 Αμέσως μετά την ίδρυση του συνοικισμού, συνέχισε τον αγώνα της, προκειμένου να αρχίσει ο οικισμός να λειτουργεί ως ανεξάρτητος και αυτοτελής οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης.

Αυτό επιτεύχθηκε με Βασιλικό Διάταγμα, που εκδόθηκε στις 24 Απριλίου 1837, και προέβλεπε την ίδρυση ξεχωριστού Δήμου. Δυστυχώς όμως δεν εφαρμόστηκε αμέσως αλλά με καθυστέρηση μιας ολόκληρης δεκαετίας.
Με διάταγμα που εκδόθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1848 αναγνωρίσθηκε επίσημα η ίδρυση του «Δήμου Νέας Πέλλης» με έδρα τη Σκάλα.88
Στο μεταξύ ο συνοικισμός στη Σκάλα είχε ήδη αναγνωριστεί, στις 19 Οκτωβρίου 1840, με ξεχωριστό Βασιλικό Διάταγμα, ως αποικία των Μακεδόνων και είχαν παραχωρηθεί στους κατοίκους της 1.300 τετραγωνικοί βασιλικοί πήχεις για τον καθένα, για οικόπεδο και κήπο καθώς και το δικαίωμα να απολαμβάνουν τα ευεργετήματα των προηγούμενων διαταγμάτων.

Από τότε ο πρώτος συνοικισμός ονομάσθηκε Άνω Πέλλα και ο δεύτερος Κάτω Πέλλα.89

Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν εξαρχής θεμελιώδη προβλήματα που παρέμειναν άλυτα για πολλές δεκαετίες και πυροδοτούσαν πολύχρονες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους αυτόχθονες κατοίκους της Αταλάντης και στους ετερόχθονες Μακεδόνες

. Όπως είχε συμβεί και στις Σποράδες, οι τελευταίοι πολλές φορές αυθαιρετούσαν και παρανομούσαν εις βάρος των εντοπίων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, δεν αντιμετώπισαν θετικά την ίδρυση του συνοικισμού και δημιουργούσαν έριδες και προστριβές για το νερό της πηγής του Τουρκομαχαλά αλλά και για την οριοθέτηση του δήμου.90

Ο περιορισμός των περιοχών που θα ανήκαν στην περιφέρεια του δήμου Νέας Πέλλας επιβράδυνε την ανάπτυξη του δήμου, εφόσον του στερούσε τους αναγκαίους προς τη διατήρηση του πόρους.91

Για την επίλυση όλων αυτών των ζητημάτων και για την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών συνθηκών διαβίωσης υπήρχε πάντα στενή συνεργασία μεταξύ των μελών της «Επιτόπιας Επιτροπής» με την «Επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή», της οποίας μέλη ήταν όλοι τους δημότες του Δήμου Πέλλας οι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους των Μακεδόνων προσφύγων.

Μέλη της επιτροπής από τη δεκαετία του 1840 υπήρξαν οι Ανδρόνικος Πάϊκος και ο Νικόλαος Γ. Θεοχάρης, που αντικατέστησαν τους Γεώργιο Αθανασίου και Παναγιώτη Ναούμ, ενώ τα μέλη της πρώτης επιτροπής εναλλάσσονταν συχνά και ήταν Μακεδόνες κάτοικοι της Νέας Πέλλας.

Προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους και η αποστολή τους έληξε με τη σύσταση του Δήμου της Νέας Πέλλας. Τα καθήκοντα και το έργο της Επιτροπής το ανέλαβε από τη στιγμή εκείνη η δημοτική αρχή, ως νόμιμος αντιπρόσωπος και υπεύθυνη για τα συμφέροντα του Συνοικισμού.92

Ωστόσο, οι Πολυζωίδης, Πάϊκος, Χρυσίδης και Θεοχάρης εξακολούθησαν να συνεισφέρουν και να φροντίζουν τα συμφέροντα των συμπατριωτών τους ως «Επιτροπή του Βελλίου κληροδοτήματος».

 Η κυβέρνηση, με έγγραφο του υπουργείου Εκκλησιαστικών, στις 7 Νοεμβρίου 1850, τους ανέθεσε τη διαχείριση της διαθήκης του Βέλλιου, έπειτα από αίτηση των κληρονόμων του. Παρόλο, όμως, που για περισσότερο από τριάντα χρόνια στάθηκαν αρωγοί στο πλευρό των Μακεδόνων και εκφραστές των δικαιωμάτων τους έναντι της κυβέρνησης, αμισθί μάλιστα, το 1864 το δημοτικό συμβούλιο Νέας Πέλλας διόρισε νέα Επιτροπή.

Αναγνωρίστηκε με Βασιλικό Διάταγμα και την αποτελούσαν
ο Κωνσταντίνος Δόσιος, ο Λύσανδρος Καυτατζόγλου και ο Δαμιανός Γεωργίου.93

Το γεγονός προκαλεί εντύπωση, αλλά, σύμφωνα με το περιεχόμενο μιας επιστολής που την υπογράφουν κάτοικοι του Συνοικισμού, αποδεικνύεται πως είχαν αρχίσει οι αντιζηλίες μεταξύ των συνοικιστών και των διακεκριμένων Μακεδόνων, που βρίσκονταν στην Αθήνα.

Ο Δόσιος και ο Δαμιανός έστειλαν επιστολή στους συμπατριώτες τους ισχυριζόμενοι πως ήταν οι μόνοι κατάλληλοι να διαχειριστούν το κληροδότημα, που αφορούσε τους Μακεδόνες φοιτητές.

Μάλλον τα συμφέροντα είχαν ήδη επηρεάσει τις σχέσεις τους.94
Ήταν κι αυτό μια έμμεση ένδειξη ότι η διαδικασία της εγκατάστασης είχε ολοκληρωθεί πλήρως.
Τη δική τους κοινότητα προσπάθησαν να συστήσουν πολλές φορές και οι αγνώστου προέλευσης Θράκες, Βούλγαροι και οι Σέρβοι όμως δίχως αποτέλεσμα.
Τελικά, σύμφωνα με το δικαίωμα που παρείχε η τροπολογία του Συντάγματος του 1844 στους μετανάστες, το 1845 άρχισαν εκ νέου τις προσπάθειες για τη σύσταση συνοικισμού. Μάλιστα, αντιπροσωπεύτηκαν και στην Εθνοσυνέλευση με δικό τους εκλεγμένο πληρεξούσιο, που δεν ήταν άλλος, από τον γνωστό Χατζηχρήστο.95
Αν και η συμμετοχή τους, θεωρήθηκε από ορισμένους ομιλητές αδικαιολόγητη, το γεγονός ότι είχαν πολεμήσει μαζί με τους Έλληνες, όπως και οι άλλοι ετερόχθονες, τους εξασφάλισε την παρουσία.

Χαρακτηριστική ως προς το ζήτημα αυτό, ήταν η τοποθέτηση του Κωλέττη, ο οποίος μάλιστα, απευθύνθηκε στους συνομιλητές τους, αναφερόμενος στον παρευρισκόμενο Χατζηχρήστο:

Οι αδελφοί ούτοι έλαβον τα όπλα, ηγωνίσθησαν, και εμίγησαν επί πολυετίαν, ου μόνον κατά τας επαρχίας της Ελλάδος, αλλά και κατά την Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, και Ασίαν, διότι και εκεί το άσμα του Ρήγα ηκούσθη• εις τα Δερβενάκια, όπου μυριάδες εχθρών ηφανίσθησαν υπό την αρχηγίαν του Πελοποννησίου αρχηγού, όπου ο Νικήτας έλαβε το του Τουρκοφάγου επώνυμον, εκεί και ο Χατζηχρήστος ανδρείως επολέμησε μετά των υπό τας οδηγίας του Βουλγάρων, και συνετέλεσε τα μέγιστα εις την καταστροφήν των πολεμίων.96

Στο βήμα φαίνεται να ανέβηκε και ο ίδιος ο Χατζηχρήστος που με «σπασμένα ελληνικά» είπε τα εξής:
«Που είναι εμένα εκείνο Παπάζογλου, που είναι εμένα εκείνο ΧατζήΖορμπά, που είναι εμένα εκείνο...;».

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1845 οι Θρακοσερβοβούλγαροι συνεδρίασαν στο ναό του Αγ. Γεωργίου στο Θησείο και εξέλεξαν επιτροπή που θα αναλάμβανε τη διεκπεραίωση των διαδικασιών για τη σύσταση συνοικισμού.
Τις επόμενες μέρες ο Δημήτριος Χρηστίδης, αντιπρόεδρος της επιτροπής, και τα μέλη αυτής, Δημ. Ρίζος και Γεώργιος Χρυσοβέργης, συνέταξαν τον κανονισμό του συνοικισμού.98 Τελικά, χάρη στις πελατειακές σχέσεις ορισμένων μελών της επιτροπής με τον Κωλέττη και το γαλλικό κόμμα, όπως του Αριστείδη Χρυσοβέργη, πείστηκε η κυβέρνηση και ο βασιλιάς να εγκρίνουν τον κανονισμό με ελάχιστες τροποποιήσεις.99

Στη 1 Ιουλίου του 1846 εκδόθηκε και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί του συνοικισμού των Θρακοβουλγάρων και Σέρβων» με επισυνημμένο τον κανονισμό, του οποίου το δεύτερο άρθρο όριζε ως μέλη του «όσους ανήκοντες ως εκ της καταγωγής και της γεννήσεως εις τας ρηθείσας τρεις ελληνικάς φυλάς των Θρακών, Βουλγάρων και Σέρβων και αποκτήσαντες την ελληνικήν ιθαγένειαν κηρύξουσιν ανηκόντως την πρόθεσιν του να αποκατασταθώσιν σταθερώς μέλη αυτού».100

Η δημοσίευση του κανονισμού προκάλεσε την αντίδραση του αντιπολιτευτικού Τύπου. Ο Αιών ισχυρίστηκε ότι ποτέ στο παρελθόν δεν παρουσιάσθηκε τέτοιος κανονισμός σωματείου λόγω συνοικισμού ή αποικισμού.

Απεναντίας οι Κρήτες, οι Μακεδόνες, οι Σάμιοι, οι Θεσσαλοί και οι Ψαριανοί είχαν ιδρύσει τους οικισμούς τους πριν από την πολιτειακή μεταβολή του 1843 και με καταστατικά διατάγματα. Θεώρησε την προσπάθεια τους να εκλέξουν βουλευτή μέσα από αυτή τη διαδικασία ως «αγυρτεία και εμπαιγμό εσχάτου βαθμού».

Υποστήριξε ότι υπό τον τίτλο «συνοικισμός» κρυβόταν πολιτική εταιρεία, «καταχθόνιος» και «επίβουλος», που απέβλεπε στην καταστροφή της συνταγματικής μεταπολίτευσης και της πατρίδας, ενώ, μέσω των «Ιησουιτών», των αποστόλων του Κωλεττικού καθολικισμού, επιδίωκαν την προδοσία κατά της θρησκείας.

 Ιδιαίτερα το 11ο άρθρο του κανονισμού, που επέτρεπε στους οικιστές να έχουν σχέσεις με τους ομογενείς τους που ήταν εκτός της επικρατείας και να σχηματίζουν τοπικές εφορείες, αναδείκνυε ένα νέο κοινό αγώνα κωλεττικής επίνευσης, με εθνικό σκοπό πραγματοποιήσιμο με την συνδρομή όλων των ομογενών και ομοθρήσκων.
Η υποψία πολιτικής δολοπλοκίας ενισχυόταν και από το 7ο άρθρο, που προσδιόριζε ως σταθερή έδρα των οικιστών την Αθήνα, την πλέον κατάλληλη πόλη του ελληνικού κράτους για «ραδιουργία, στρατολογία και οργάνωση πολιτικών σκοπών».101

Η Αθηνά έγραψε ότι, όταν ανέγνωσε τον κανονισμό, δεν βρήκε κάτι αξιόποινο, αλλά βρήκε «ανόητους διατάξεις» και «υπόπτους πράξεις αδιασπάστους όμως από την απερισκεψίαν, αρχομανίαν και αναγωγίαν του κυρίου πρωτουργού αυτού και περιφρουρημένας με την βασιλικήν υπογραφήν».

Θεώρησε καινοτόμο να γίνεται συνοικισμός ανθρώπων που δεν υπάρχουν ή έχουν αποκατασταθεί, γιατί, όπως πίστευε, εκτός από τους τρείς ή τέσσερεις Κωνσταντινοπουλίτες που είχαν συντάξει τον κανονισμό, κανείς δεν ήθελε να συμμερισθεί την απραγματοποίητη ιδέα του κ. Χρηστίδη, που σκόπευε να συγκεντρώσει ανθρώπους γύρω του, για να επιβάλλεται στην κυβέρνηση.
Μετέφερε η εφημερίδα πληροφορίες πως με αυτό το πρόσχημα ήθελε να συστήσει μια εταιρεία, όχι από τους λίγους Θρακοβούλγαρους και τον ένα μόνο Σέρβο «ενταύθα», αλλά από τους τυχοδιώκτες, που ήθελαν να βοηθήσουν με τα όπλα τον Κωλέττη να καταργήσει το Σύνταγμα.

Στο τέλος η εφημερίδα, αποσαφήνιζε ότι όλοι οι ισχυρισμοί που παράθετε δεν εξάγονταν από τον κανονισμό, αλλά από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της δράσης αυτής, που ήταν ικανά να πράξουν και πολύ χειρότερα. Σκοπός τους ήταν, δήλωσε, να συγκεντρώσουν όλους τους ληστές και τους κακούργους και να τους εξαπολύσουν κατά των Βουλευτών και των Γερουσιαστών.102

Τελικά οι «Θρακοσερβοβούλγαροι», δεν κατάφεραν να συνοικιστούν λόγω του εσωτερικού πολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των δυτικόφιλων και ρωσόφιλων, μιας και οι περισσότεροι ήταν πολιτικοί «πελάτες» του γαλλόφιλου Κωλέττη και όχι εξαιτίας του ελληνικού αντισλαβισμού.
Γενικά, είναι δύσκολο να χαρτογραφηθεί η πορεία των Μακεδόνων μέσα από τα υποδουλωμένα ή απελευθερωμένα εδάφη της χώρας από την έναρξη της Επανάστασης έως το τέλος της οθωνικής περιόδου. Δεν είναι δυνατόν να υπολογίσουμε με ακρίβεια πόσοι, πότε και που ακριβώς κατέληξαν και ποια ήταν η τύχη τους. Το ζητούμενο άλλωστε εδώ δεν είναι να επανεξεταστούν τα κατορθώματα τους στον Αγώνα, αλλά να καταγραφεί μέσα από τη διαδρομή τους, η δράση, τα παθήματα, οι συσσωματώσεις και η κατάληξή τους. Η αποτίμηση αυτής της συμμετοχής, η κατηγοριοποίηση των εκ Μακεδονίας προσφύγων και η μελέτη της πορείας των ομάδων τους θα μας επιτρέψουν να διαπιστώσουμε αν και κατά πόσον κάποια πρόσωπα θα ξεχωρίσουν, θα προβληθούν και θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στην πολιτική, στρατιωτική, εκπαιδευτική και πνευματική ζωή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους• αν και κατά πόσον ήταν σε θέση να συμβάλλουν, στη θεωρία και στην πράξη στην απελευθέρωση των πατρίδων τους.

 -----------
Παραπομπές

1 Για το ζήτημα της συμμετοχής των Μακεδόνων στην Ελληνική Επανάσταση βλ. τα εξής γενικά έργα: Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833 (Θεσσαλονίκη, 1988)• Ιωάννης. Κ. Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες αγωνισταί εις τα 1821 (Θεσσαλονίκη, 1937)• του ιδίου, Οι Μακεδόνες κατά την Επανάσταση του 1821 (Θεσσαλονίκη, 1967)• Νικόλαος. Κ. Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, 1821-1833 (Αθήνα, 1977), τόμ.1.
2 Γ. Χ. Χιονίδης, «Οι εις τα μητρώα των αγωνιστών του 1821 αναγραφόμενοι Μακεδόνες», Μακεδονικά,12 (1972), 34-64• του ιδίου, «Ανέκδοτα έγγραφα και άγνωστα στοιχεία για κλεφταρματολούς και για την επανάσταση (1821-1822) στη Μακεδονία και ιδιαίτερα στον Όλυμπο», Μακεδονικά, 20 (1980), 103-65• του ιδίου «Ο Λιόλιος από το Ξερολίβαδο. Μακεδόνας γαμπρός και συναγωνιστής του Μάρκου Μπότσαρη», Μακεδονική Ζωή, 14 (1978), 16-9• Κώστας Β. Σπανός, «25 ανέκδοτα έγγραφα του Λιτοχωρινού αγωνιστή του 1821 Ιακώβου Περικλή Ολυμπίου», Μακεδονικά, 21 (1981), 281-308• του ιδίου, «Πέντε ανέκδοτα έγγραφα του Ολυμπίου αγωνιστή του ’21 Παντελή Δημητρίου», Μακεδονικά, 23 (1983), 281-91• του ιδίου, «Εννιά ανέκδοτα έγγραφα των Ολυμπίων αγωνιστών του 1821. Ι. Δ. Μανακόπουλου και Μιχ. Δημητρακόπουλου», Μακεδονικά, 24 (1984), 197-207• Κ. Γ. Σταλίδης, «Ένας Εδεσσαίος αγωνιστής του εικοσιένα», Μακεδονική Ζωή, 99 (1974), 44-5.
3 Ι.Κ. Βασδραβέλλης, «Η Μακεδονική Λεγεών κατά το 1821», Μακεδονικά, 1 (1940), 77-107• του ιδίου,Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 209.
4 Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορίαν των κατά την Ελληνικήν επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833 (Αθήνα, 1901), σ. 52.
5 Θάνος Βερέμης, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική. Από την ανεξαρτησία έως τη δημοκρατία, μετάφραση Σίλια Παπαθανασοπούλου (Αθήνα, 2000), σ. 42-3.
6 Χιονίδης, «Οι εις τα μητρώα των αγωνιστών», σ. 34-64• του ιδίου, «Ανέκδοτα έγγραφα και άγνωστα στοιχεία για κλεφταρματολούς», σ. 103-65• του ιδίου, «Ο Λιόλιος από το Ξερολίβαδο», σ. 16-9• Σπανός, «25 ανέκδοτα έγγραφα του Λιτοχωρινού αγωνιστή του 1821», σ. 281-308• του ιδίου, «Πέντε ανέκδοτα έγγραφα του Ολυμπίου αγωνιστή», 281-91• του ιδίου, «Εννιά ανέκδοτα έγγραφα των Ολυμπίων αγωνιστών του 1821», σ. 197-207• Σταλίδης, «Ένας Εδεσσαίος αγωνιστής του εικοσιένα», σ. 44-5.
7 Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Η «πέραν» Ελλάς και οι «άλλοι» Έλληνες: Το σύγχρονο ελληνικό έθνος και οι ετερόγλωσσοι σύνοικοι Χριστιανοί (1800-1912) (Θεσσαλονίκη, 2003), σ. 124-39.
8 Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι Φιλέλληνες κατά την επανάστασιν του 1821. Διπλωματικαί διαπραγματεύσεις-Πολεμικός αγών», σ. 65-88 και Σπύρος. Δ. Λουκάτος, «Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι, μαχητές της ελληνικής ανεξαρτησίας (1821-1829)», Πρακτικά του Ι' Ελληνοσερβικού Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1979), 101-51• Ι. Σ. Νοτάρης, «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821-1829 και οι Βούλγαροι», Μακεδονική Ζωή, 67 (1971), 13-8.
9 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 209• Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 610. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832 (ΑΕΠ). Αι εθνικαί συνελεύσεις, τόμ. 2 (Αθήνα, 1973), σ. 264• Γ. Χ. Χιονίδης, «Σχεδίασμα περί του Γερό-Καρατάσου και της οικογένειας του», Μακεδονικά, 9 (1969), 295-315• Κώστας. Β. Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών Νικολάου-Ολυμπίου», Μακεδονικά, 20 (1980), 283-306.
10 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 1, σ. 254, σημ. 4.
11 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 209-11.
12 Φωτάκος Χρυσανθόπουλος, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της επαναστάσεως (Αθήνα, 1888), σ. 193.
13 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 212-3• Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 611-2• Χιονίδης, «Σχεδίασμα περί του Γερό-Καρατάσου», σ. 295-315• Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών», σ. 283-306.
14 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 1, σ. 301-2• Χιονίδης, «Σχεδίασμα περί του Γερό-Καρατάσου», σ. 301• Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών», σ. 304.
15 Κασομούλης, ό.π ,τόμ. 1, σ. 310, σημ. 2.
16 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 215, σημ. 1.
17 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 2, σ. 372.
18 Α. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά την επανάσταση του 1821 (Θεσσαλονίκη, 1939), σ. 33.
19 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 50.
20 Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα, σ. 33.
21 Στο ίδιο, σ. 36, σημ. 3.
22 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 218-31• Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 612-3• ΑΕΠ, Αι εθνικαί συνελεύσεις, σ. 642• Κασομούλης, ό.π, τόμ. 2. σ. 36, 40, 63, σημ. 5.
23 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 2, σ. 346-351, 372-389.
24 Βασίλης. Κ. Γούναρης, Τα Βαλκάνια των Ελλήνων. Από το διαφωτισμό έως το Α'Παγκόσμιο πόλεμο (Θεσσαλονίκη, 2007), σ. 96.
25 Πρωτοψάλτης, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι Φιλέλληνες κατά την επανάστασιν του 1821», σ. 65-88• Λουκάτος, «Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι» σ. 101-51• Νόταρης, «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821-1829 και οι Βούλγαροι», σ. 13-8. Βλ και N. Todorov και V.Trajkov, “L’ insurrection grecque de 1821-1829 et les Bulgares”, Etudes balkaniques, 7/1 (1971), 5-26• Νικολάι Τόντορωφ, Η βαλκανική διάσταση της επανάστασης του 1821.(Η περίπτωση των Βουλγάρων), μετάφραση Γιάννη Καρά (Αθήνα, 1982), σ. 148-71.
26 Κασομούλης, ό.π ,τόμ. 3, σ. 56, σημ.1.
27 Πρόκειται κυρίως για τους ιστορικούς των βαλκανικών χωρών, που κατά καιρούς δημοσιεύουν έργα και προβάλλουν τη συμμετοχή των ομογενών τους στην ελληνική επανάσταση. Πολλές φορές, μάλιστα, διεκδικούν και την εθνική καταγωγή των σλαβοφώνων Μακεδόνων. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι το έργο των H.TogopoB, B.TpaÖKOB, Ebmapu y^acmHu^u e 6op6ume 3a oceoöowdenuemo Ha Γbp^uΛ (ΌοφΗΗ, 1971).
28 Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, μετάφραση Θόδωρος Παρασκευόπουλος (Αθήνα, 2004), τόμ. 1, σ. 101-4.
29 Γεώργιος Λάιος, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821. Ιστορικά δοκουμέντα από τα αυστριακά αρχεία (Αθήνα, 1958), σ. 88-90• Βακαλόπουλος, Οι Έλληνες σπουδαστές στα 1821 (Θεσσαλονίκη, 1978), σ. 31-4.
30 Κατερίνα Γαρδίκα, «Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και η Ελληνική Επανάσταση», Μνήμων, 1 (1971), 34.
31 Εκτός από το αναφερθέν άρθρο της Γαρδίκα για τον Πολυζωίδη βλ. Τα βιογραφικά στοιχεία πού δίνει ο Δημ. Μανασίδης στον πρόλογο του βιβλίου του Πολυζωίδη, Τα Νεοελληνικά, ήτοι τα κατά την Ελλάδα κυριώτερα συμβάντα και η κατάστασις της Ελληνικής Παιδείας, τόμ. 1 (Αθήνα, 1874), σ. δ-ιη και ο Γ. Κρέμος στον πρόλογο του βιβλίου του Α. Πολυζωίδη, Γενική ιστορία από των αρχαιοτάτωνχρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, τόμ. 1 (Αθήνα, 1889), σ. νη-ξγ'• Πέτρος. Θ. Πέννας, «Ο Μακέδων Αναστάσιος Πολυζωίδης, ως πολιτικός, ως δικαστής και ως άνθρωπος των γραμμάτων», Σερραϊκά Χρονικά, 1 (1953), 5-64• του ιδίου, «Επιστολαί Αναστασίου Πολυζωίδου προς Καποδίστριαν και Ι. Γεννατάν», Σερραϊκά Χρονικά, 8 (1979), 6981• Κων. Β. Χιώλος, «Το Πολυθρύλητο Μελένικο και ο Αναστάσιος Πολυζωίδης», Σερραϊκά Χρονικά, 15 (2004), 15-6• Αρ. Δημοκίδης, «Η προσωπογραφία του Αν. Πολυζωίδη από τον συμπατριώτη του δικηγόρο κ. Αρ. Δημοκίδη», Μακεδονική Ζωή, 100 (1974), 21-3• Στέργιος Αλεξιάδης, Αναστάσιος Πολυζωίδης 18021873 (Κομοτηνή, 1980).
32 Νίκος. Β. Κοσμάς, Γεώργιος Χρυσίδης, Μακεδόνας λόγιος και πολιτικός (Θεσσαλονίκη, 1990), σ. 5-32.
33 Βλ. λήμμα, Πάικος Ανδρόνικος, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (ΜΕΕ), τόμ. 19, σ. 398.
34 Γρηγόριος. Π. Βέλκος, Θεοφάνης ο Σιατιστεύς. Αρχιεπίσκοπος Μαντινείας και Κυνουρίας (1787-1868) (35Θεσσαλονίκη, 2001).
35 Α. Βακαλόπουλος, «Οι γιοι του Εμμ. Παπά πιστοί Μακεδόνες που πέφτουν στον Αγώνα», Μακεδονική Ζωή, 191 (1982), 15-20.
36 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 67, σημ. 2.
37 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες αγωνισταί εις τα 1821, ό.π., σ. 135-46• Ι. Μ. Ζηκόπουλος, «Ο Γεώργιος Λασσάνης. Ο Κοζανίτης πολιτικός και στρατιωτικός του αγώνος 1821», Μακεδονική Ζωή, 10 (1967), 21•
38 Βλ. λήμμα «Γεώργιος Αθανασίου» Πάπυρος Λαρούς, τόμ. 3, σ. 250.
39 Βλ. λήμμα «Νικόλαος. Γ. Θεοχάρης», ΜΕΕ, τόμ. 12, σ. 549.
40 Βερέμης, ό.π., σ. 50.
41 Στέφανος. Π. Παπαγεωργίου, Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια (Αθήνα, 1986), σ. 75-9.
42 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 51.
 43 Στο ιδιο, σ. 51-3.
44 Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, ό.π., σ. 626.
45 Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών», σ. 290.
46 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 50.
47 Κυβερνήτης προς τους εν Ολύμπω οπλαρχηγούς, Αίγινα, 13 Μαΐου 1829, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ), Αρχείο Καποδιστριακής περιόδου-Στρατιωτικά Τεκμήρια (1827-1833), Υποφάκελος 17γ.15 Βορειοελλαδίτες, αντίγραφο εγγράφου με αρ.12329.
48 Βακαλόπουλος, «Νέες ειδήσεις για τις επαναστάσεις του 1821-1829 και 1854 στη Μακεδονία», Μακεδονικά, 28 (1991-2), 1-20.
49 Κολιόπουλος, Ληστές. Η κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19°° αιώνα (Αθήνα, 1979), σ.18, 271-2.
50 Βακαλόπουλος, Προσφυγικόν ζήτημα, σ. 21-2. Χιονίδης, «Οι Μακεδόνες πρόσφυγες της Σκοπέλου στα 1829», Μακεδονικά, 17 (1977), 124-35.
51 Βακαλόπουλος, Προσφυγικόν ζήτημα, σ. 27-8.
52 Στο ίδιο, σ. 24-7, 32-4.
53 Κολιόπουλος, ό.π., σ. 18.
54 Βερέμης, ό.π., σ. 51-3.
55 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 1, εισαγωγή, σ. ε-ο.
56 ΓΕΣ, Μητρώον Αξιωματικών, βιβλίο 1, σ. 22.827, αρ. μητρ. 116.
57 ΓΕΣ, ό.π., βιβλίο 1, σ. 22.901, αρ. μητρ. 190.
58 ΓΕΣ, ό.π. βιβλίο 3, σ. 23.573, αρ. μητρ. 862.
59 ΓΕΣ, ό.π, βιβλίο 1, σ. 22.869, αρ. μητρ. 158.
60 ΓΕΣ, ό.π. βιβλίο 1, σ. 22.943, αρ. μητρ. 232
61 ΓΕΣ, ό.π. βιβλίο 2, σ. 23.130, αρ. μητρ. 419.
62 Κολιόπουλος, Ληστές, σ. 1• Πετρόπουλος Κουμαριανού, Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους. Οθωνική περίοδος 1833-1843 (Αθήνα, 1982), σ. 93-5.
63 ΓΕΣ, ό.π, βιβλίο 1, σ. 23.099, αρ. μητρ. 388 βιβλίο 2, σ. 23.146, αρ. μητρ. 435 βιβλίο 3, σ. 23.451, αρ. μητρ. 740.
64 Κολιόπουλος, ό.π., σ. 1-2.
65 Στο ίδιο, σ. 6 Πετρόπουλος Κουμαριανού, ό.π., σ. 95.
66 ΓΕΣ, ό.π, βιβλίο 1, σ. 22.730, αρ. μητρ. 19• βιβλίο 1, σ. 22.778, αρ. μητρ. 67• βιβλίο 1, σ. 22.782, αρ. μητρ. 71.
67 Κολιόπουλος, Ληστές, σ. 7• Πετρόπουλος Κουμαριανού, ό.π., σ. 152-3.
68 Δημήτρης. Αρ. Μαλέσης, «Ο ελληνικός στρατός στην πρώτη Οθωνική δεκαετία (1833-1843). Πολιτική οργάνωση και πελατειακές σχέσεις» (Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1992), αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, σ. 199.
69 Ιουλία Πεντάζου, «Ο Θεόδωρος Μανούσης καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών (18371858)», Μνήμων, 17 (1995), 69-105• Γεώργιος. Μ. Μπόντας, «Θεόδωρος Μανούσης ευεργέτης της Σιάτιστας», Μακεδονική Ζωή, 205 (1983), 43-4.
70 Αλκιβιάδης Χαραλαμπίδης, «Μια προσωπογραφία του ζωγράφου Γεωργίου Βαρούχα. Ο Κ. Δόσιος της βιβλιοθήκης Κοζάνης», Μακεδονικά, 13 (1973), 389-402• Ανώνυμος, «Κωνσταντίνος Δόσιος» Μακεδονικόν ημερολόγιον, 2 (1911), 50-9.
71 Βιογραφία του Παναγιώτη Παπά Ναούμ, αδημοσίευτο έγγραφο, σ. 45-100.
72 Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Μητρώο φοιτητών (1837-1866).
73 Η «Ένωση» είχε σκοπό να συγκεντρώσει στους κόλπους της όλους τους Θράκες, Βούλγαρους, Σέρβους, Μαυροβούνιους και γενικά όσους μιλούσαν σλαβικά: V. Traikov & St. Papadopoulos, “ La societe thracobulgare en Grece Durant les annees 40 du XIXe s”, Balkan Studies, 25/2 (1984), 578-9.
74 ΕΒΤΟΧ, Μ18.99, Η επί του συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπή προς το επί των Εσωτερικών υπουργείο, Αθήνα, αρ. εγγράφου 582.
75 Μάνθος Χριστοφόρου, Η Οπουντία Λοκρίδα και η Αταλάντη, μνήμες και μαρτυρίες, τόμ. 2 (Αθήνα, 1993), σ. 44.
76 Χιονίδης, «Οι εις τα μητρώα των αγωνιστών», σ. 34-64.
77 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 44-5. Γρηγόριος Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων ‘Νέα Πέλλα’ Αταλάντης», Μακεδονικά, 19 (1979), 211-2.
78 Αθηνά, 29 Ιουνίου 1835.
79 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 46.
80 Αθηνά,14 Σεπτεμβρίου 1835.
81 Πετρόπουλος Κουμαριανού, ό.π., σ. 150-1.
82 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 47, 56-59.
83 Στο ίδιο, σ. 61-7• Αθηνά, 6 Φεβρουαρίου 1837• Βέλκος, Θεοφάνης ο Σιατιστεύς, σ. 180.
84 Ιωάννα Κωτσάκη, «Οι Μακεδόνες της Στερεάς», Μακεδονική Ζωή, 60 (1971), 7-10• της ιδίας «Οι Μακεδόνες της Στερεάς», Μακεδονική Ζωή, 61 (1971), 7-9.
85 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 75-69, 98-106• Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων», σ. 226-238.
86 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 54.
87 Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων ‘Νέα Πέλλα’ Αταλάντης» Μακεδονικά, 20 (1980), σ. 271-2.
88 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 49. Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων», σ. 213.
89 Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 19 Νοεμβρίου 1848.
90 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 54-5, 70-2, 86-90• Αθηνά, 13 Ιουνίου 1846.
91 ΕΒΤΟΧ, Μ18.38, Η επί του συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπή προς το επί των Εσωτερικών υπουργείο, Αθήνα, 20 Μαρτίου 1855, αρ. εγγράφου. 625 και Μ18.37, Η επί του συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπή προς το επί των Εσωτερικών υπουργείο, Αθήνα, 18 Νοεμβρίου 1857, αρ. εγγράφου. 687.
92 ΕΒΤΟΧ, Μ.18.111, Η επί του Βελλίου κληροδοτήματος επιτροπή προς το επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργείον, Αθήνα, 15 Μάί'ου 1866.
93 ΕΒΤΟΧ, Μ.18.92, Η επί του Βελλίου κληροδοτήματος επιτροπή προς τον Δήμαρχο Ν. Πέλλης, Αθήνα,3 Σεπτεμβρίου 864.
94 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 94.
95 Ένωσις, 19 Νοεμβρίου 1852.
96 Πρακτικά της Α 'εν Αθήναις Εθνικής Συνέλευσεως (Αθήνα, 1995), σ. 192.
97 Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 418.
98 Ένωσις, 18 Φεβρουαρίου 1853.
99 Ένωσις, 11 Μαρτίου 1853.
100 Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 30 Ιουλίου 1846.
101 Αιών, 10 Αυγούστου 1846, 14 Αυγούστου 1846.
102 Αθηνά, 15 Αυγούστου 1846.





Δεν υπάρχουν σχόλια: