Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΑ 1715.

Μέγας Αλέξανδρος
 στην ελληνική παράδοση, Θεόφιλος
Alexander der Grosse
in der griechischen Tradition
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΏΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)

Έκτος από τους γνωστούς περιηγητές, στους οποίους συνήθως προστρέχουμε, για ν’ αντλήσουμε πληροφορίες για ορισμένους τόπους των ελληνικών χωρών, είναι δυνατόν να βρούμε και άλλες παράλληλες μελετώντας ορισμένα ημερολόγια η χρονικά πολεμικών επιχειρήσεων.

Graecia Vetus-Αρχαία Ελλάδα
 (Macedonia-Thessalia-Epirus,Achaia et Peloponesus)
Robert de Vaugondy, Didier, 1723-1786
Τα τελευταία αυτά κείμενα είναι δυνατόν να διαφύγουν την προσοχή των ερευνητών.
Ανάμεσα σ’ αυτά είναι δύο ημερολόγια  που περιγράφουν την εκστρατεία του μεγάλου βεζίρη Άλή πασά εναντίον των Βενετών στην Πελοπόννησο στα 1715, το πρώτο του Benjamin Brue, διερμηνέα του βασιλιά της Γαλλίας στην Πύλη, και το δεύτερο ενός ανωνύμου που άποδίδεται σ’ έναν Έλληνα της αυλής του ηγεμόνα της Βλαχίας Κωνσταντίνου Bräncoveanu (1688-1714), τον Κωνσταντίνο Διοικητή, που ακολούθησε με σώμα Βλάχων τον τουρκικό στρατό.


Silahtar Damat Ali Paşa
(1667-1716)

Το δεύτερο κείμενο, γραμμένο στα ρουμανικά και μεταφρασμένο από τον Νικόλαο Iorga στα γαλλικά, περιέχει πολλές ειδήσεις (κατ’ αντίθεση προς το πρώτο που δεν προσφέρει παρά έλάχιστες) για την διέλευση του σουλτανικού στρατού μέσα από την Μακεδονία, τις όποιες θά προσπαθήσω ν’ αποδώσω παρακάτω σύντομα και να έπιμείνω στα ιστορικά και τοπογραφικά προβλήματα, τα όποια παρουσιάζονται κατά την ανάγνωση.

Ο Διοικητής γενικά είναι αξιόπιστος και οι ειδήσεις του ενδιαφέρουσες.
Τις σημειώσεις του όμως φαίνεται ότι, όταν ήταν κουρασμένος η δέν είχε διαθέσιμο καιρό, τις κατέγραφε στο ημερολόγιό του ύστερ’ από πολλές η λίγες ημέρες  Γι  αυτό κάποτε εχει μερικά σφάλματα ως προς την ακρίβεια της πορείας του:
ενώ δηλαδή εχει μιλήσει για ορισμένους σταθμούς του δρόμου, ύστερα ξεχνώντας τί είχε γράψει μνημονεύει πάλι την παλιά πορεία και τα παλιά ονόματα.
Ίσως κιόλας να είχε λησμονήσει την σειρά των ονομάτων.

Οι πληροφορίες του Διοικητή για την Μακεδονία αρχίζουν από την στιγμή που πλησιάζει προς τα σύνορά της, όταν δηλαδή μπαίνη στην Ξάνθη (βλ. χάρτη).
'Η πορεία των τουρκικών στρατευμάτων μέσα από την Μακεδονία στα 1715
Γι αύ την γράφει ότι ήταν μεγάλη πόλη μέ κάστρο, ότι ήταν έδρα της μητροπόλεως Ξάνθης και ότι τουρκικά όνομαζόταν Scheti — αλλοιωμένη όνομασία του τουρκικού ονόματος Έσκιτζέ. Ο φημισμένος καπνός της  ονομαζόταν «πιρσιτσάν».

Η σημασία της λέξης μου είναι άγνωστη.
Ο διευθυντής του 'Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας και τουρκολόγος κ. Β. Δημητριάδης, είχε την καλωσύνη να μου εξηγήση ότι πιθανόν πρόκειται για παραφθορά των λέξεων bir segen, δηλαδή να σημαίνη καπνά πρώτης κοπής, πρώτης διαλογής.

Ο Διοικητής βαδίζοντας προς Ν της μεγάλης — την εποχή   εκείνη — πόλης Γενιτζέ (και αυτή είναι το σημερινό άσημο χωριό Γενισαία) μνημονεύει μια λίμνη πλούσια σε ψάρια, εννοώντας άσφαλώς την λίμνη της Μπουροϋς (Πόρτο-Λάγο).

Κατόπιν περνώντας τον ποταμό Καρά Σού, δηλαδή τον Νέστο, μπαίνει στο έδαφος της Μακεδονίας και καταλύει στο Σαρή Σαμπάν, στην σημερινή Χρυσούπολη, φημισμένη και αύ την για τον καλό της καπνό.

 Έδώ κοντά τρέχει ένα ρυάκι, όπου έρχονται και ζευγαρώνονται τα πτηνά καλιφάρ, califar, όπως τα γράφει ο Διοικητής στα ρουμανικά. Οlorga τα άποδίδει στην γαλλική μέ την ϊδια λέξη, kalifars, και τα σχολιάζει γράφοντας μέσα σέ παρένθεση ότι είναι πάπιες της Μπαρμπαριάς (Barbarie), δηλαδή της βορειοαφρικανικής άκτής.

Αξιοσημείωτο είναι ότι τα πτηνά αυτά  σύμφωνα μέ τις πληροφορίες κατοίκων της περιοχής, ονομάζονται βαρβαρόσες η βαρβαρόσινες (ανακοίνωση δικηγόρου Καβάλας κ. Κωνστ. Παπαϊωάννου).
Η τελευταία αυτή ονομασία των αποδημητικών αύτών πτηνών είναι χαρακτηριστική, γιατί δηλώνει τον τόπο, από τον όποιο προέρχονται, δηλαδή την Μπαρμπαριά, όπως ονομαζόταν στους περασμένους αιώνες η βορειοαφρικανική ακτή.

Ωστε ο Ιorga ορθά προσδιορίζει την προέλευση των άποδημητικών αύτών πτηνών. Ο ομότιμος καθηγητής της Δασολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ί. Παπαϊωάννου είχε την καλωσύνη να μου ανακοινώση ότι πιθανόν πρόκειται για την πάπια που ονομάζουν σήμερα μ π ά λ ι ζ α. Ο Διοικητής λοιπόν βρίσκεται έδώ στην γνωστή διεθνώς για την σπάνια πανίδα της περιοχή του Κοτζά Όρμάν.
Κατόπιν φθάνει στην Καβάλα.

Περιγράφει το κάστρο, την ακρόπολή της και μέ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες το υδραγωγειο και τις δεξαμενές του κάστρου.

 Μέ την εύκαιρία της περιγραφής της Καβάλας μάς δίνει μια παροιμία τουρκική

 (Kavaladan top atilse, Selänin zarari varmi =έάv έξακοντισθή ένα βλήμα από την Καβάλα, δεν βλάπτει καθόλου την Θεσσαλονίκη), η οποία ύπαινίσσεται αύτόν (έδώ έννοει τους Εβραίους), 

που παινεύεται εμπρός σ΄ έναν άλλο, αλλά εκείνος δεν τον λογαριάζει καθόλου.

 Κατόπιν ο Διοικητής περνά μέσα από τα γνωστά στενά προς τους Φιλίππους και φθάνει στο Μπερεκετλή και κατόπιν στο Πράβι η στην Πράβιστα ( την σημερινή Έλευθερούπολη), γνωστή τότε πόλη η μάλλον μεγάλο κάστρο (Kasaba).

Από τα γειτονικά του βουνά έβγαζαν σιδηρομετάλλευμα, μέ το όποιο κατασκεύαζαν τα βλήματα των πυροβόλων. 

Ο Διοικητής λοιπόν αφήνει τον δρόμο που οδηγεί προς τους Φιλίππους-Δράμα και ακολουθεί τον άλλο που κατευθύνεται προς το Πράβι, παρακάμπτει τους βορειοδυτικούς πρόποδες του Παγγαίου και καταλήγει στις Σέρρες.
Παλαιοχώρι Παγγαίου(Βρανόκαστρο) Κάστρο του Αλεξάνδρου
Palaiokastro Pagaio(Kavala).
Die Festung 'Alexanders des grossen'
Από το Πράβι ο Διοικητής φθάνει σ΄  ένα χωριό, που ονομάζεται του «’Αλεξάνδρου» (ή λέξη γραμμένη στα ελληνικά).

Πρέπει να είναι το σημερινό Παλαιοχώρι Παγγαίου (βλ. εικ. 1), οπου ύπάρχουν ακόμη τα ερείπια μεσαιωνικού κάστρου, γνωστού με το σωζόμενο ακόμη κατά παράδοση όνομα «Κάστρο του Αλεξάνδρου».

Χαρακτηριστικό είναι ότι η λαϊκή παράδοση το απέδιδε στον Μ. Αλέξανδρο, πράγμα που δείχνει πόσο η μνήμη του Μακεδόνα στρατηλάτη έμεινε ζωντανή στον ελληνικό λαό της Μακεδονίας.

 Και πραγματικά στην Ανατολική Μακεδονία, ιδιαίτερα στην περιοχή Καβάλας και Φιλίππων, οι παραδόσεις για τον Μέγα Αλέξανδρο ήταν ζωηρές . 

Το Παλαιοχώρι τουρκικά ονομαζόταν Βιράν-καστρί, δηλαδή ερειπωμένο φρούριο από τα λείψανα των τειχών του κάστρου.

Όπως βλέπουμε, ο τουρκικός στρατός άποφεύγει να περάση μέσα από τα στενά που σχηματίζουν το Παγγαιο και το Σύμβολο όρος, άλλ΄ άκολουθεΐ τον δρόμο προς την πεδιάδα των Φιλίππων και τις Σέρρες.

 Η εκλογή της πορείας αυτής ερμηνεύεται ίσως από τον σκοπό του επικεφαλής μεγάλου βεζίρη ’Αλή ν’ άποφύγη ένέδρες και επιθέσεις των Βενετών, ιδίως βομβαρδισμό κατά μήκος του παραλιακού δρόμου Στρυμόνος-Σταυροϋ.

Ο τουρκικός στρατός υστέρα από τρεις ώρες φθάνει στο Τουρκούλ Καϊναρτζασί, μια μεγάλη πηγή που άναβλύζει από τα βουνά, όπου βρίσκεται η μονή της Εικοσιφοινίσσης.

 Ο Διοικητής μας δίνει αρκετές πληροφορίες για την μονή και μας λέγει
 ότι υπήρχε εκεί εικόνα της Παναγίας Αχειροποιήτου από μαστίχα κηρού.

 Συνεχίζει τον δρόμο του επειτα και φθάνει σ’ ένα ποτάμι που το ονομάζει Μπανέκα.

Αυτό το ποτάμι πρέπει να είναι ο Αγγίτης ποταμός, γιατί ο Διοικητής γράφει ότι ο Μπανέκα διασχίζει τα οροπέδια, « όπου βρίσκεται η πόλη και η μητρόπολη Φιλίππων και Δράμας», είναι φαρδύς και έχει πολλά ψάρια.

Το όνομα Μπανέκα δεν φαίνεται να είναι τουρκικό, γιατί ήδη τον 14ο αί. είναι πολιτογραφημένο και μνημονεύεται από τον Ιωάννη Καντακουζηνό ώς Πάναξ ποταμός.

 Τέλος, άφοϋ περνά από το Τζεσραϊντέρ Τανίκ και από το χωριό Τόμπα, που πρέπει να είναι η σημερινή Τούμπα, φθάνει στις Σέρρες, για τις όποιες μιλει διεξοδικά, για το κάστρο και το τείχος της πόλης, για την μητρόπολη των Σερρών που ήταν άφιερωμένη στους άγιους Θεόδωρο Τήρωνα και Θεόδωρο Στρατηλάτη, για τα λείψανά τους που σώζονταν εκεί (γιά την κεφαλή του Θεοδώρου Τήρωνος και το ξίφος του Θεοδώρου Στρατηλάτου).

Αναφέρει επίσης την εκκλησία του Ίωάννου Προδρόμου, η οποία είχε κτιστή πριν από 315 χρόνια (και εννοεί ασφαλώς την μονή του Τιμίου Προδρόμου, η όποια είναι βέβαια βυζαντινή).

Κάνει επίσης λόγο για τα κύρια προϊόντα των Σερρών, ρύζι, βαμβάκι, καπνό, καθώς και για τους ωραίους κήπους και άμπελώνες.

Το κλίμα όμως της πόλης είναι άνθυγιεινό.
 Γι  αύτό και οι κάτοικοι παραθερίζουν μέ τις οίκογένειές τους στα κοντινά βουνά. Αναφέρει επίσης ο Διοικητής και άλλες πληροφορίες, άσήμαντες όμως.

Ανεβαίνει έπειτα ο στρατός προς το Δεμίρ Χισάρ (σημερινό Σιδηρόκαστρο).
Makedonien, Stieler Adolf 1849

Τα περίχωρα του παράγουν πολύ ρύζι, βαμβάκι και άλλα προϊόντα. Υπάρχουν επίσης πολλά αμπέλια και κήποι, καθώς και μεταλλεία σιδήρου.

Ο Διοικητής μιλεί για τα στενά του Σιδηροκάστρου και για τα δυο χωριά του που ονομάζονται Βέτρινα (Πετρίτσι).
Κατόπιν ακολουθεί τον σημερινό παραμεθόριο δρόμο, περνά την λίμνη Μπούκοβο, το χωριό Τσαΐρκιοϊ, και φθάνει στην Δοϊράνη, μεγάλη πόλη που την κατοικούσαν χριστιανοί και Τούρκοι  Γύρω από την πλούσια σέ ψάρια ομώνυμη λίμνη υπήρχαν πολλά χωριά.

 Κατεβαίνοντας έπειτα προς Ν και περνώντας από διάφορα χωριά και ενα ποταμάκι, το Χαϊνταρλή, φθάνει στο Μπαμτζιλάρ και κατόπιν στο Κουμπαρά Χανέ (εργαστήρι βλημάτων).

Έκεΐ κοντά, λέγει ο Διοικητής, υπάρχει ένα δερβένι, όπου εδρεύει μια φρουρά από αρματολούς για την φρούρηση της Θεσσαλονίκης.

 Η είδηση αυτή είναι σημαντική, άγνωστη από άλλη πηγή για την εποχή εκείνη, γιατί μαθαίνουμε ότι έξω άπό  την Θεσσαλονίκη, στο σημερινό Δερβένι, υπήρχε σώμα άρματολών.

Από την Θεσσαλονίκη ο Διοικητής έχει ορισμένες αναμνήσεις.

Τον έντυπωσιάζουν οι οχυρώσεις της και οι μεγάλοι πύργοι της σέ κάθε πλευρά, ιδίως οι πιο μεγάλοι της παραλίας, μέ τα πολλά και μεγάλα κανόνια.

Στις γωνιές (έννοεΐ των πύργων της παραλίας) μένουν άγρυπνοι οι φρουροί του κοντά στα κανόνια τους.
Στο έπάνω μέρος της πόλης ύψώνεται το Έπταπύργιο, που έχει τον ϊδιο άριθμό πύργων, όπως και το άντίστοιχο της Κωνσταντινουπόλεως, και όπου φρουρούν οι κάτοικοι κατά την εντολή (havale, όπως μνημονεύεται στο κείμενο), που είχαν από τον σουλτάνο.

Η είδηση είναι πολύ ένδιαφέρουσα, γιατί βλέπουμε ότι οι κάτοικοι, από την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους στα 1430 ώς τα 1715, εξακολουθούσαν να φρουρούν τα τείχη,όπως φαίνεται να το μαρτυρή τουρκικό έγγραφο της 14ης Όκτωβρίου 1605.

Σύμφωνα μ’ αύτό ο τότε σουλτάνος Μεχμέτ Β' (1421-1451), ο όποιος άνασυνοίκισε την πόλη μέ έντόπιους και ξένους κατοίκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους, ανέθεσε σέ ορισμένους απ’ αύτούς να φρουρουν τους πύργους των παραλιακών τειχών. για την ύποχρέωσή τους αυτή απαλλάσσονταν από διαφόρους φόρους (σεχρέ, δογαντζή, χισάρ μπανή, σαλγκούν ζούλ, χιρεχόζ, άκιντζηλίκ, καπάκ, τζελέπ, σουργκιούν, άβαρίζι διαβανιέ και τεκιαλιφ ούρφιέ).

Έχοντας ύπ’όψη την είδηση αυτή  διαπιστώνουμε συνεχή την φρούρηση των τειχών της Θεσσαλονίκης από τους κατοίκους της μέχρι τού 1715.
 Αλλά από το 1605-1715, που πέρασε ο Διοικητής, οι χριστιανοί κάτοικοι είχαν απαλλαγή από τήν ύπηρεσία αυτή  γιατί στα 1605 ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης ’Αχμέτ πασάς κατάργησε την ύπηρεσία τους λέγοντας ότι «δέν είναι δυνατόν η όμάς των απίστων να φυλάσση το φρούριον ούτε έπιτρέπεται προς αύτούς έμπιστοσύνη».

Ο Διοικητής μιλει ακόμη για την ύδρευση της Θεσσαλονίκης και για τους σωλήνες που μεταφέρουν το νερό μέσα στην οχυρωμένη πόλη.
Οι κάτοικοί της είναι χριστιανοί, Ευρωπαίοι  Αρμένιοι και Εβραίοι.
Εκεί υπάρχει η πιο μεγάλη αστική εγκατάσταση Εβραίων στην οθωμανική αυτοκρατορία

 Η Θεσσαλονίκη είναι ένα μεγάλο λιμάνι, όπου καταπλέουν Γάλλοι έμποροι με τα εμπορεύματά τους και έχουν και πρόξενο δικό τους.
Υπάρχουν μοναστήρια άνδρών και γυναικών (δέν τα κατονομάζει όμως ο Διοικητής) και ανάμεσα στις εκκλησίες μια ώραία μητρόπολη, όπου σώζεται το λείψανο τού Γρηγορίου του Παλαμά
και η θαυματουργή και άργυροστόλιστη εικόνα του Αγίου Δημητρίου, η οποία είχε ζωγραφισθή, όπως έλεγαν, ένόσω ζούσε ακόμη ο Αγιος. 

Η πληροφορία αυτή είναι πολύτιμη, γιατί μαρτυρεί οτι πραγματικά στην μητρόπολη της Θεσσαλονίκης είχε μεταφερθή η εικόνα του πολιούχου μετά την κατάσχεση της εκκλησίας από τους Τούρκους στα 1493.
Είναι η ίδια άσφαλώς εικόνα που κάηκε κατά την μεγάλη πυρκαϊά του 1890.

Όσο για την παλιά, βυζαντινή βασιλική του  Αγίου Δημητρίου που είχε μετατραπή σε τζαμί, αυτή ήταν απρόσιτη στους χριστιανούς, γιατί οι Τούρκοι τους άπαγόρευαν την είσοδο, εκτός αν περνούσε κανείς μέσα άπαρατήρητός.
Τιμούσαν όμως τον τάφο και συνεχώς έκαιγαν επάνω του κεριά.

Ο Διοικητής βλέπει ακόμη την ώραία άγορά της Θεσσαλονίκης και το γνωστό μας μπεζεστένι, όπου εκτίθενται αντικείμενα και εμπορεύματα από μακρινές χώρες.
Ένώ ακόμη ο Διοικητής βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη ένδιαφέρεται για το  Αγιο Όρος και μαθαίνει ότι αυτό υψώνεται σάν σκόπελος, ότι είναι μια χερσόνησος που δένεται μέ την ξηρά μέ στενό λαιμό, στενώτερο και από του Έξαμιλίου της Πελοποννήσου.

Έδώ άναφέρει οτι, όπως και στο Έξαμίλι, είχαν υψώσει ένα τείχος, μέ μία πύλη που μπορούσαν να την κλείνουν.
Η τελευταία αυτή είδηση ϊσως να μήν άνταποκρίνεται στην άλήθεια και να προήλθε από την ύπαρξη ιχνών της άρχαίας τάφρου του Ξέρξη (ΙΙροαύλαξ-Πρόβλακας).

Στο "Αγιο Όρος, εξακολουθεί ο Διοικητής, ύπάρχει ένας άντιπρόσωπος του μποσταντζή-μπασή μέ το άξίωμα του χασεκή, ο όποιος φρουρεί τον τόπο.
 Έν συνεχεία προσθέτει — και αύτό είναι άγνωστο —ότι ο μποσταντήμπασής έχει ύπό την έποπτεία του όλα τα μοναστήρια της Ασπρης (Αιγαίου) και της Μαύρης θάλασσας και εισπράττει κάθε χρόνο το εισόδημα άπ’ αύτά.

Σ την Θεσσαλονίκη έρχεται ο καπουδάν πασάς μέ μια μπαστάρδα (— ναυαρχίδα3 και με άλλα πλοία, κατευθύνεται προς τις σκηνές του μεγάλου βεζίρη, λαμβάνει μέρος σέ σύσκεψη και την έπαύριο αναχωρεί  Έδώ έγινε και παρέλαση των τουρκικών δυνάμεων.

Ο Θερμαϊκός κόλπος, γράφει ο Διοικητής, έκτείνεται ώς τα ορη που ονομάζονται «του Αλεξάνδρου» και ώς πέρα από το κάστρο του Πλαταμώνα.
Θά έννοή άσφαλώς τους προβούνους των Πιερίων που φθάνουν ώς τον Κολινδρό.

Κατόπιν λέγει ότι στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, στο ’Αραπλή, στον σημερινό Λαχανόκηπο, υπάρχουν επτά μαρμάρινες κολόνες (καί κοντά σ’ αυτην την έκφραση σημειώνει την ελληνική λέξη: αγάλματα), για να τιμηθή η μνήμη έπτά Τούρκων πασάδων, για τους όποιους έλεγαν ότι έπεσαν πολεμώντας ώς μάρτυρες (sehid) κατά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης.

 Έδώ έχουμε μια ένδιαφέρουσα είδηση, η οποία ήταν άγνωστη ώς τώρα από γραπτές πηγές η από άλλη προφορική παράδοση.
Μένει λοιπόν το θέμα προς διερεύνηση.

Φεύγοντας από την Θεσσαλονίκη σταμάτησαν στο Τόπσιλαρ, χωριό στις όχθες του ’Αξιοϋ. ’Αφοϋ πέρασαν τόν ποταμό, προχώρησαν προς τόν Αλιάκμονα. Κοντά στην πέτρινη γέφυρά του εκτείνονταν οι γνωστές ώς σήμερα αλυκές, οπου υπήρχαν κατοικίες για τόν έπικεφαλής άρμόδιο (tuz emini), ο όποιος τις ένοίκιαζε από το δημόσιο.

Κατόπιν έφθασαν στο Κίτρος, οπου συνάντησαν επίσης νέες άλυκές και επάνω στους λόφους διέκριναν πολλά χωριά.
Το Κίτρος το χαρακτηρίζει ο Διοικητής ώς μεγάλο κάστρο, κατοικούμενο από πολλούς χριστιανούς. Κάτω προς την παραλία ύπάρχουν πάλι άλυκές.

Βγαίνοντας από το Κίτρος συναντά χωράφια γεμάτα θάμνους και στους λόφους επάνω διακρίνει ένα νέο δάσος και ένα δερβένι που το φυλάγουν αρματολοί  Προχωρεί κατόπιν προς την Κατερίνη. για την Κατερίνη λέγει ότι είναι μεγάλο χωριό που κατοικείται μόνον από χριστιανούς και ότι έχει μια έκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, από την οποία πήρε και το όνομα το χωριό.

Πέρα από την Κατερίνη, αφού περνά το ποτάμι Νεχρί Σεφταλή, το σημερινό Μαυρονέρι, προς τόν Πλαταμώνα ασφαλώς, συναντά νέο δερβένι με αρματολούς επίσης και φθάνει τέλος στο κάστρο, το όποιο και περιγράφει.

Τα νέα στοιχεία που προσθέτει είναι ότι στο ψηλότερο μέρος του κάστρου, άσφαλώς μέσα στον δεύτερο περίβολο, ύπάρχει η πυριτιδαποθήκη και κάτω από το κάστρο ένα στενό πέρασμα, μια βαθιά χαράδρα, που την διασχίζει ένας δρόμος τεχνητός (άσφαλώς ο γραφικός και ο καλντεριμωμένος δρόμος που γνωρίσαμε ώς τα τελευταία χρόνια), ο όποιος όδηγοϋσε ώς το άκρο της θάλασσας.

Την πυριτιδαποθήκη είναι ίσως δυνατόν να την αναγνωρίσουμε στο ορθογώνιο κτίσμα το όποιο βρίσκεται στην βάση του κεντρικού πύργου του Πλαταμώνα, όπως βλέπουμε να είκονίζεται στην ώραία χαλκογραφία που παραθέτει ο περιηγητής Clarke.

Από τα στοιχεία που μας δίνει ο Διοικητής αποκομίζουμε ενδιαφέρουσες ειδήσεις για την γεωγραφία και την ιστορία των τόπων της Μακεδονίας, από τους οποίους πέρασε κατά τις αρχές του 18ου αιώνα.
Μέγας Αλέξανδρος
 στην ελληνική παράδοση, Κόντογλου
Alexander der Grosse
in der griechischen Tradition

Συγκεκριμένα μαθαίνουμε την επιβίωση λαϊκών παραδόσεων του Μ. Αλεξάνδρου για δύο περιοχές στην Μακεδονία:

 1) για το κάστρο του Παλαιοχωρίου του Παγγαίου, γνωστό ως:   του «Αλεξάνδρου» και

 2) για τα Πιέρια, που ονομάζονται «βουνά του Αλεξάνδρου». 

Επίσης ένδιαφέρουσα είναι η διαπίστωση της φρουρήσεως ορισμένων δερβενιών από χριστιανούς άρματολούς, έξω από την Θεσσαλονίκη, στο γνωστό Δερβένι, κατόπιν έξω από το Κίτρος προς την Κατερίνη και τέλος προς τον Πλαταμώνα.

Αξιοσημείωτη ακόμη είναι η είδηση του Διοικητή, ότι στην Θεσσαλονίκη τότε, δηλαδή στα 1715, σώζονταν ακόμη μοναστήρια άνδρών και γυναικών, πράγμα που δείχνει ότι ως τις άρχές του 18ου αιώνα υπήρχαν ακόμη πολλά λείψανα της θρησκευτικής ζωής των Βυζαντινών.

 Επίσης μας κινεί το ενδιαφέρον η πληροφορία του ότι στο χωριό Άραπλή έξω από την Θεσσαλονίκη υπήρχαν επτά κολόνες, οι όποιες διαιώνιζαν την μνήμη άντίστοιχων πασάδων που επεσαν κατά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης στα 1430.

 Άκόμη πρέπει να θεωρήσουμε ώς απόλυτα πιθανό ότι το τοπωνύμιο Κατερίνη είναι άγιωνύμιο, δηλαδή ότι προέρχεται από εκκλησία που τιμάται επ’ όνόματι της 'Αγ. Αικατερίνης.
Τέλος από γενικότερη ιστορική άποψη, παρακολουθούμε από σταθμό σε σταθμό την πορεία των τουρκικών στρατευμάτων μέσα από την Μακεδονία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: