Εκ της Βιβλιοθήκης Αναστασίου Παππά. Εκ Σέρρας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ |
του Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου
"ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ"
ΑΡΧΗΓΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΚΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ
Α'. Ο ΑΝΑΣTAΣΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΑΠΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ
1. Τα γερμανικά η άλλα έγγραφα του ’Αναστασίου σε διάφορα μεγέθη, συνήθως στο σχήμα ορθογωνίου τετραπλεύρου, διαστάσεων 0,18 η 0,20x0,12 η 0,13, άποτελοΰν σύντομες κατα κανόνα αναμνηστικές πεζές η ποιητικές καταγραφές διαφόρων φίλων του ’Αναστασίου Παπά, Ελλήνων η και ξένων, τις όποιες αφιερώνουν σ’ αύτόν κατα τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία και Αύστρία γιά λόγους παιδευτικούς η έμπορικούς, καθώς και στήν Ελλάδα κατα τη συμμετοχή τους στούς αγώνες της ελληνικής παλιγγενεσίας.
....
’Ανάμεσα στις γνωριμίες του ’Αναστασίου συγκαταλέγονται πρόσωπα όνομαστά, όπως ο μεγάλος Γερμανός φιλέλληνας Friedrich Thiersch, καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, ακόμη 2-3 καθηγητές γυμνασίου, ενας εύγενής, ο Georg Wilhelm Freiherr von Wedekind από την Darmstadt κ.ά.
'Όπως πρέπει να συμπεράνουμε από τό δεύτερο χρονολογημένο σημείωμα, της 5 Νοεμβρίου 1815, ο ’Αναστάσιος αντάλλαξε τα ενθύμιά του αύτα κατα τη διάρκεια των γνωριμιών του με διάφορους ξένους, κυρίως νέους και νέες της ήλικίας του, και τέτοια είχε συλλέξει άρκετά.
Ήταν, φαίνεται, συνήθεια της έποχής ν’ ανταλλάσσουν οί νέοι τέτοιου είδους δελτία που τα άντικατέστησαν αργότερα τα γνωστα Λευκώματα που κράτησαν σχεδόν ως την εποχή μας. τα σύντομα αύτα κείμενα είναι κυρίως στίχοι με ρομαντικό περιεχόμενο, οί όποιοι άναφέρονται στην ιδανική στάση, που πρέπει να κρατεί ο άνθρωπος έμπρός στα μεγάλα χρέη και καθήκοντα του. και από την άποψη αύτή τα κείμενα έχουν κάποια σημασία: έξωτερικεύουν τις αντιλήψεις, τις αρχές, των νέων της έποχής έκείνης.
Διαβάζοντάς τα κανείς δεν μπορει παρά να συγκινηθει, γιατί μάς αποκαλύπτουν την εύαίσθητη ψυχή και του ’Αναστασίου Παπά, που γεμάτος άνησυχίες πλανιέται στις μικρές και μεγάλες πόλεις του γερμανικού η γερμανόφωνου κόσμου της Ευρώπης.
’Από τα χρονολογημένα δελτία τα γραμμένα στη Γερμανία, που έχουν και την ένδειξη του τόπου, βλέπουμε ότι ο ’Αναστάσιος έμεινε και είχε φίλους στο Augsburg (1815), Μόναχο (1815), Landshut (1816), Bamberg (1816), Regensburg (1816), Βιέννη (1816), Πράγα (1818), Βερολίνο (1819). η ύπαρξη φίλων στις πόλεις αύτές σημαίνει πιθανότατα και παραμονή του ’Αναστασίου γιά ενα μικρό η μεγάλο διάστημα, όπως φαίνεται από τό «ένθύμιο» ενός Valentini, που τό έγραψε στα ιταλικά στις 26 ’Απριλίου 1819, τήν ημέρα που έφευγε ο ’Αναστάσιος άπό τό Βερολίνο.
Πάντως πρέπει, να θεωρηθεί βέβαιο ότι έμεινε άπό τον Νοέμβριο του 1815 γιά μερικούς μήνες στο Μόναχο γιά σπουδές κοντα στον καθηγητή Friedrich Thiersch, του όποιου παρακολούθησε τις παραδόσεις, όπως συμπεραίνουμε άπό αύτόγραφο σημείωμά του, όπου τον έπαινεί γιά τις προόδους του.
Στο Μόναχο επίσης τό 1816 του δίνει αύτόγραφο του με γνωστούς στίχους της Οδύσσειας «Ούτις έμοιγε όνομα... έταίροι» (ι, 366-367)
και «τω... σοί μέν έγώ ξείνος φίλος Άργει... δήμον ίκωμαι», ο ’Άγγλος, ’ίσως συμφοιτητής του, Price, ο όποιος υπογράφεται ως Ρησείδης.
Άπό τα 20 χρονολογημένα σημειώματα, γραμμένα σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας, τα 9 προέρχονται άπό την πόλη Landshut, γεγονός που ίσως σημαίνει ότι ο Αναστάσιος έκανε εκεί τις περισσότερες γνωριμίες.
Ανάμεσα σ’ αύτές συγκαταλέγονται και τρεις φίλες του.
Με μιά άπ αύτές, την Walburg Ο., φαίνεται ότι τον συνέδεε έρωτικός δεσμός.
Ποιος είναι ο λόγος της μακρότερης παραμονής του στο Landshut μάς αφήνει να τό συμπεράνουμε ενα άπό τα χρονολογημένα σημειώματα, τό ύπ άριθμ. 11 του δεύτερου μέρους της μελέτης μου με ημερομηνία 22 ’Ιουνίου 1816, του αύλικού συμβούλου και καθηγητή της 'Ιστορίας Konrad Mannert, ο όποιος επαινεί τον άκροατή και φίλο του γιά την εξαιρετική του έπιμέλεια και τα προσόντα και του εύχεται έπιτυχή έξακολούθηση των σπουδών του και σε
«anderweitigen Unternehmungen» (άλλου είδους έπιχειρήσεις).
Τό στοιχείο αύτό είναι αινιγματικό.
Τι έννοείται κάτω άπό τις δυο αύτές γερμανικές λέξεις;
Μύησή του στη Φιλική Εταιρεία και έναρξη συνωμοτικής εργασίας (κάπως άπίθανο βέβαια την έποχή αύτή) η ύπαινίσσεται τη δραστηριότητα του Παπά σε φιλολογικές επιδιώξεις η σε έμπορικές επιχειρήσεις;
Αποκλίνω προς τη δεύτερη εκδοχή.
Τό τελευταίο προεπαναστατικό χρονολογημένο «ένθύμιο» έχει ημερομηνία 26 Απριλίου 1819 και γράφτηκε στο Βερολίνο.
Στα 1820 ο Αναστάσιος, «άνήρ λόγιος μορφωθείς εις τό Μονάχον», δημοσιεύει στο ελληνικό περιοδικό της Βιέννης Καλλιόπη (σ. 116-120, 122-126, 129-134, 140-142) μετάφραση της Άραχναιο λόγιας του Γερμανού Joseph Schmidt2. η Σόφη Παπαγεωργίου άναφέρει επίσης ως έργα του
1) μετάφραση στα γερμανικά άσφαλώς, σε έκδοση του 1.821 στη Βιέννη, των «Λυρικών» του Άθ. Χριστοπούλου με τίτλο «Ό Νέος Ανακρέων» και 2)
«Τό Χρυσουν Κάτοπτρον», Αθήνα 1851.
Ό ’Αναστάσιος ήταν κάτοχος πλούσιας, φαίνεται, βιβλιοθήκης, που την είχε καταρτίσει κατα τη διάρκεια της παραμονής του στο εξωτερικό, και μάλιστα πρώτος αύτος άπο τους 'Έλληνες είχε — κατ’ επίδραση παλιάς γερμανικής παραδόσεως— βιβλιοκτητορόσημο (ex libris), ενα « άπο τα πιο χαριτωμένα που έχουν γίνει ποτέ, και σαν ιδέα και σάν εκτέλεση», κατα την Παπαγεωργίου. Παρίστανε έν είδει οικοσήμου, στο κάτω μέρος, άριστερά μέσα σ’ ενα τετράγωνο, ενα λιοντάρι, μιά σφίγγα και εναν ήλιο, ενώ δεξιά, σε άλλο δίπλα του τετράγωνο, τον Κερδώο Έρμή, στον όποιον ειχε άφιερωθεί.
Επάνω άπο τα τετράγωνα υπάρχει η έπιγραφή:
Έκ της Βιβλιοθήκης / ’Αναστασίου ’Εμμανουήλ / Παππά. ’Εκ Σέρρας / της Μακεδονίας /, και έπάνω άπο τό πλαίσιο που περιθέει ολες αύτές τις παραστάσεις
είκονίζονται άντικρυστα δύο πουλάκια με κλαδιά που διασταυρώνονται και πιο έπάνω άκόμη,
στήν κορυφή του θυρεού, τό κεφάλι ενός άρχαίου 'Έλληνα,
συγγραφέα η σοφού,
γιά να δηλώσει ο ’Αναστάσιος μέσα στο ξένο περιβάλλον, όπου ζούσε,
την ελληνική καταγωγή του.
Av λάβουμε ύπόψη μας την αμέσως παραπάνω είδηση γιά τη μεταφραστική του εργασία και τα δσα άκολουθοΰν, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο ’Αναστάσιος εφυγε γιά τη Βιέννη, όπου άνέλαβε τη διεύθυνση του εμπορικού ύποκαταστήματος του πατέρα του.
Έκεί τον βρήκε και η έκρηξη της Ελληνικής Έπαναστάσεως, η όποια τον συντάραξε, όπως μάς διαφωτίζει σπουδαία γιά τό περιεχόμενό της επιστολή, γραμμένη στη Βιέννη στις 18 ’Απριλίου 1821 προς τον μεγαλύτερο αδελφό του ’Αθανάσιο, και κατασχεμένη από τη μυστική αύστριακή αστυνομία.
'Η επιστολή αύτή, που ποτέ βέβαια δεν εφθασε στον προορισμό της και βρίσκεται σήμερα στα αύστριακά αρχεία, μάς μιλεί γιά μιά αποφασιστική γιά τη ζωή του ’Αναστασίου καμπή.
Συγκεκριμένα ο ’Αναστάσιος, μόλις μαθαίνει την εισβολή του ’Αλεξάνδρου Υψηλάντη στη Μολδαβία, καλεί τον αδελφό του που βρισκόταν στις Σέρρες η στήν Κωνσταντινούπολη (τό θέμα θα προσπαθήσω να τό διευκρινίσω λίγο παρακάτω) να ελθει στη Βιέννη, αφού στήν πατρίδα τους η στήν Κωνσταντινούπολη βρισκόταν «ό καλός μας πατέρας», και ν’ άναλάβει την διαχείριση του ύποκαταστήματος.
Ό ’Αναστάσιος αποφασίζει να κλειδώσει στο σιδερένιο χρηματοκιβώτιο τα εμπορικά βιβλία και να φύγει με 12 άλλους 'Έλληνες και τον λογιστή του, «εναν άνδρα με άξια και ψυχή», γιά να αγωνιστούν κάτω από τις διαταγές του πρίγκιπα γιά την απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Η έπιστολή του αξίζει να παρατεθεί κυρίως γιά τα γνήσια και θερμά πατριωτικά αισθήματα του νέου (αισθήματα που χαρακτήριζαν όλα τα μέλη της οικογένειας Παπά), τα όποια του χαρίζουν τον οίστρο και τη δύναμη ενός μεγάλου λογοτέχνη :
Αγαπημένε μου αδελφέ!
Σου έγραψα προ ημερών και χθες εν παρόδω για την απόφασή μου να αναχωρήσω.
Επειδή δμως σκέφτηκα, ότι μπορεί να το έθεώρησες γιά αστείο, γι αυτό είμαι άναγκασμένος να σου στείλω σήμερα γράμμα με ειδικό ταχυδρόμο και να σέ πληροφορήσω γιά την όλη αλήθεια του σκοπού μου και έτσι να κανονίσεις, όπως είναι συμφερώτερο, πολυαγαπημένε μου!
Είναι ένας μήνας τώρα, που δέν είχα ησυχία ουτε στιγμή.
Είχα στρέψει όλη την προσοχή μου στήν τωρινή κατάσταση και ήθελα να βρώ ένα μέσο γιά να ικανοποιήσω τον εαυτό μου και γενικά την οίκογένειά μου.
Αλλά όλον αυτόν τον καιρό στάθηκε αδύνατο να προτιμήσω την ματαιότητα και να παραμερίσω τό ένδοξο γεγονός του αίώνος.
Μιά γυναικεία μορφή στεκόταν πάντα μπροστα στα μάτια μου θλιμμένη, κλαμένη, πληγωμένη, βαριά αλυσοδεμένη.
Πάντα με κοίταζε με βλέμμα ατενές χωρίς να μου μιλεί.
Αλλά τέλος, πριν άπό λίγες μέρες μου είπε θυμωμένα:
— «Παιδί μου, πάψε πιά να είσαι σκυθρωπός!
Πάψε να είσαι μόνο ο Αναστάσιος Έμμ. Παπά, ο γιος του καλού σου πατέρα!
Είσαι ένας Μακεδόνας και τό καθήκον σε καλει.
Αίσχος κι άνεξίτηλη ντροπή θα είναι γιά σένα, εάν μείνεις αδιάφορος σ' αυτήν την ευκαιρία.
Εμπρός λοιπόν, άγαπημένο μου παιδί!
Δείξε πως είσαι ενας Μακεδόνας!
Γίνου ένας Αριστόδημος και κάτω άπ αυτό τό όνομα πολέμα γιά την Πατρίδα!
Μή φοβάσαι τί θα πουν οι συγγενείς σου. '
Η μητέρα σου, ο πατέρας σου, όλα τ αδέρφια σου αντί να σέ μοιρολογήσουν, αν πέσεις γιά την Πατρίδα, θα μιμηθούν τό παράδειγμα του Ξενοφώντος,
τό παράδειγμα της σπαρτιάτισσας μητέρας,
και αν γιά μιά στιγμή κλάιρουν και πενθήσουν, πάντα θα τους παρηγορεί η άξιοθαύμαστη απόφασή σου, έφ δσον εσύ χωρίς καμμιά αλλη αιτία, παράμέσα άπό την αγάπη, τη φιλία και κάθε ησυχία, που σέ περιβάλλουν, ξεκινάς εν τούτοις και τραβάς προς τον υπέροχο σκοπό!
Αριστόδημε, ο φοίνιξ σου φωνάζει:
Μάχου υπέρ πατρίδος!
Μή διστάζεις, μή δειλιάζεις με τη σκέψη, ότι μπορεί να είσαι ο τελευταίος.
"Ορμα άπάνω στον εχθρό σάν ενας Μακεδόνας, φκιάξε άργυρές άσπίδες, ξαναζωντάνεψε την άήτηττη φάλαγγα. Τί τό όφελος να καλοζείς στα ξένα και να στερείσαι γιά πάντα την Πατρίδα σου!».
Αυτα και άλλα πολλά παρόμοια μου είπε και χάθηκε με μιάς.
Μου είναι άδύνατο πιά, Θανασάκη μου, να μήν υπακούσω στη φωνή της.
Τό άποφάσισα, ναι, τό άποφάσισα! Έχετε γειά! σπεύδω προς τα ένδοξα πεδία των μαχών του Μαραθώνα και τών Θερμοπυλών!
Έκει με περιμένει τό στεφάνι ενός πραγματικού στρατιώτη η ίσως άκόμα και ο θάνατος.
Αλλά γιά μένα είναι τό ίδιο.
'Ο θάνατος γιά την Πατρίδα είναι τό γλυκύτερο χάρισμα.
"Ας γίνει ό,τι μου κλώθει η μοίρα μου. Αν πεθάνω, μή λυπάσαι, άδερφέ μου! Γιά την Πατρίδα πεθαίνω ευχαρίστως. Τό ξέρεις πόσες φορές εδειξα τόλμη στη ζωή μου άπλώς γιά να γνωρίσω τον κόσμο. Τώρα τον έμαθα κάπως, μπορούσα λοιπόν να μείνω άδιάφορος;
Αυτό μή μου τό ζητάτε, γιατί κάνετε θανάσιμο άμάρτημα.
Χτες έδιάβασα τις κατάρες και τους έξορκισμούς του Πατριάρχη και της Συνόδου ενάντια στούς επαναστάτες και σέ κείνους, που τους άκολουθοϋν.
Αλλά τέτοιοι έξορκισμοί δεν έχουν πέραση, γιατί είναι φκιαγμένοι κατα διαταγή του Σουλτάνου. 'Ο σκοπός μας είναι ιερός και τέτοιες γυναικείες κατάρες δεν τον πιάνουν.
Δώσε κουράγιο στη μητέρα μας και διαβεβαίωσέ την, ότι σέ μένα θα βρει ένα πραγματικό παλληκάρι και μάλιστα πολύ γρήγορα' έτσι μου λέει η θεία Πρόνοια.
Περιμένω άκόμα μερικά γράμματα σας και τότε άναχωρώ, δηλαδή μετα τό Πάσχα. Έν τώ μεταξύ θα παρακαλέσω τον κ. Δουδού μη να άναλάβει τις εμπορικές εργασίες μας σύμφωνα με τις οδηγίες σου.
Άλλά καλύτερα είναί να ερθεις μόνος εδώ, άφού οπωσδήποτε είναι αύτού ο καλός μας πατέρας. τα εμπορικά βιβλία θα τα κλειδώσω μέσα στο σιδερένιο χρηματοκιβώτιο, και προηγουμένως θα καταχωρίσω στο λογαριασμό μου ακόμα ενα ποσό άπο 30.000 εικοσάρικα (εν πάση περιπτώσει γιά να υποστηρίξετε τους φίλους έκεί που πρέπει), σάν να τα έχασα στο χρηματιστήριο.
Αναχωρώ άπο εδώ με άλλους 12 'Έλληνες και παίρνω μαζί μου επίσης και τον λογιστή μου, εν αν άντρα με αξία και ψυχή. Ο Νικολάκης θέλει βέβαια να έρθεί μαζί μου, άλλά θα τον άφήσω εδώ. Θα σου ξαναγράψω μόλις αναχωρήσω.
Έχε γειά, αγαπημένε μου! Να είσαι χαρούμενος γιά την απόφασή μου και ευχήσου μιά καλή έκβαση του θείκού σκοπού μου.
'Ο αδελφός σoυ
Αναστάσιος
*'Όπως βλέπουμε, ο ’Αναστάσιος δεν γνώριζε ότι ο πατέρας του είχε κιόλας φύγει από την Κωνσταντινούπολη στις 23 Μαρτίου με τό καράβι του Αίνίτη Χατζή Βισβίζη, φορτωμένο με δπλα και πολεμοφόδια με προορισμό τό 'Άγιον ’Όρος,
γιά να ξεκινήσει απ’ έκεί την έπανάσταση στη Μακεδονία.
Που όμως βρισκόταν την εποχή αύτή ο αποδέκτης της έπιστολής ’Αθανάσιος;
Στις Σέρρες η στήν Κωνσταντινούπολη;
Λογικά σκεπτόμενοι πρέπει να ύποθέσουμε ότι βρισκόταν στις Σέρρες αντικαθιστώντας τον πατέρα του στις έργασίες του κεντρικού καταστήματος τών Σερρών, έφόσον εκείνος βρισκόταν στη βυζαντινή πρωτεύουσα φοβούμενος την οργή και εκδίκηση του Γιουσούφ μπέη.
Την υπόθεσή μου αύτή ένισχύει η περικοπή έκείνη της έπιστολής του ’Αναστασίου που λέγει: «Δώσε κουράγιο στη μητέρα μας και διαβεβαίωσέ την...» και τό ύπ’ άριθμ. 6 έγγραφο της 12 Δεκεμβρίου 1820, σύμφωνα με τό όποιο οί κάτοικοι της Δοβίστας του πατρικού χωρίου, δανείζονται άτοκα στις Σέρρες από τον ’Αθανάσιο Έμμ. Παπά 9.843 γρόσια κα 12 παράδες με την υποχρέωση να τα επιστρέφουν στη γιορτή του Άγ. Γεωργίου.
Είναι βέβαια αλήθεια, ότι στήν υπόθεσή μου αύτή άντιστρατεύεται η περικοπή «... καλύτερα είναι να έρθεις μόνος εδώ, άφού οπωσδήποτε είναι αύτού ο καλός μας πατέρας...», άλλά νομίζω ότι δεν την ανατρέπει.
Ό ’Αναστάσιος πραγματικά εφυγε μόνος του, χωρίς να πάρει μαζί του τον μικρότερο αδελφό του Νικολάκη, 18 χρόνων, που ήθελε να τον ακολουθήσει, και όπως φαίνεται από γράμμα του καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου Friedrich Thiersch, γραμμένο στις 9 Σεπτεμβρίου 1821 και κατασχεμένο και αύτό άπό την αύστριακή αστυνομία, κατόρθωσε ίσως μέσω Λεμβέργης, παρά τα εμπόδια που είχε συναντήσει, να φθάσει στη Μολδαβία και να πάρει μέρος στις έκεί μάχες.
Σέ ποιές, δεν ξέρουμε. ο καθηγητής του όμως είναι εύχαριστημένος που γλύτωσε ο Αναστάσιος άπό τα πεδία των μαχών, άλλά φοβαται ότι οί Αύστριακοί τώρα δεν θα του επιτρέψουν να κατεβεί στήν Ελλάδα μέσω Τεργέστης, όπου, έπιστρέφοντας πάλι μέσω Λεμβέργης, είχε φθάσει. Πραγματικά, στήν Τεργέστη συλλαμβάνεται και φυλακίζεται άπό την αύστριακή άστυνομία γιά λόγους όμως ξένους προς την έθνική υπόθεση :
οί άντιπρόσωποι των έγκαταστημένων στη Βιέννη μεγαλεμπόρων άδελφών Βλαστού τον είχαν καταγγείλει ότι τους χρωστούσε 300.000 δουκάτα άπό πουλημένο δικό τους βαμβάκι.
Κατα την άνάκριση είπε ότι ήταν έμπορος στη Βιέννη και ότι τώρα εμπορευόταν στήν ’Οδησσό. Τό τελευταίο αύτό ήταν ψέμα, γιά να δικαιολογήσει την μέσω Βεσσαραβίας καταφυγή του, φαίνεται, στο ρωσικό έδαφος.
Στο κρατητήριο τον έπισκέφθηκαν ο εγγυητής του Γεώργιος Κατράρος, επίσης έμπορος, δύο συνταξιδιώτες του, ο Γεώργιος Μαύρος και ο Χρίστος Ράγκος, διδάκτορας της ιατρικής, και ο δικηγόρος του Βαλσαμάκης.
Κάποια παρεξήγηση φαίνεται ότι είχε συμβεί με τους άδελφούς Βλαστού, γιατί ο ’Αναστάσιος ήταν αισιόδοξος και ήλπιζε ν’ άπολυθεί σέ 14 μέρες.
’Έδειχνε άνθρωπο που είχε μεγάλη οικονομική εύχέρεια.
«’Έχει πολύ χρυσάφι μαζί του, γράφει ο άστυνόμος Κατάνεί στις 28 Σεπτεμβρίου, και γιά την τροφή του δεν άφήνει να του λείψει τίποτε». Και λίγο παρακάτω "Η μέχρι τούδε συμπεριφορά του, όπως βεβαιώνει ο φύλακας, ύπήρξε ήσυχη και άξιοπρεπής".
Ο Παπάς με αύτήν την περιπέτεια, που τον βρήκε άμέσως μετα την άφιξή του στη Βιέννη, δεν είχε τον καιρό να θεωρήσει τό διαβατήριό του γιά τό έξωτερικό η να επιχειρήσει να φύγει κρυφά γιά την Ελλάδα.
Ποιο ήταν τό τέλος της ιστορίας αύτής δεν κατόρθωσα να τό εξακριβώσω.
Πάντως ο ’Αναστάσιος δεν φαίνεται να κατέβηκε στήν Ελλάδα τότε.
’Έμεινε φυλακισμένος; "Ή πώς άλλιώς πέρασε τα χρόνια του στη Βιέννη; Αύτό τό κενό μου είναι ενα σκοτεινό πρόβλημα, τό όποιο άδυνατώ να λύσω.
Τέλος, ο ’Αναστάσιος φαίνεται ότι τακτοποίησε τις έκκρεμότητές του και βρήκε τον τρόπο να κατεβεί στήν Ελλάδα.
Άλλά πότε άκριβώς, δεν τό γνωρίζω.
3. Τον ’Αναστάσιο Παπά τον βρίσκουμε στις άρχές του 1824 έγκαταστημένο στήν Υδρα και με αρκετά χρήματα, όπως φαίνεται να διαδίδει η κοινή φήμη. προς αύτόν άπευθύνεται με επιστολή του στις 11 Μαρτίου άπο την ’Αθήνα ο γνωστός φιλέλληνας Leicester Stanhope, ο όποιος του γράφει ότι του άποστέλλει ενα γράμμα του Άγγλου φιλέλληνα W. Humphreys, που άναχωρεί άπό την Αθήνα με ενα πακέτο με έπιστολές γιά τό Μεσολόγγι.
Ο Αναστάσιος έχει τη φήμη θερμού πατριώτη και άνθρώπου που έχει άποκτήσει πολλά χρήματα. Γι αύτό και ο Stanhope βάζει τον Humphreys που ειχε, φαίνεται, γνωρίσει καλά τον Αναστάσιο, να του μιλήσει με ιδιαίτερη επιστολή γιά την Αθήνα, γιά την τάξη που βασιλεύει έκεί χάρη στη στιβαρή διοίκηση του Όδυσσέα Άνδρούτσου, και τό πιο σπουδαίο, γιά τα πολιτικά δικαιώματα που χαίρονται οί Αθηναίοι.
Με τη διαφήμιση αύτή άπέβλεπε άσφαλώς ο Stanhope να κινήσει τό ενδιαφέρον του πλούσιου Μακεδόνα, ώστε να διαθέσει μέρος τών χρημάτων του γιά τη δημιουργία εκπαιδευτικών και άλλων πολιτιστικών ιδρυμάτων στήν Αθήνα.
Τον παρακαλεί επίσης να του βρει, αν ύπήρχε στήν 'Ύδρα, ενα τυπογράφο γιά την εφημερίδα που σκόπευε να έκδώσει στήν Αθήνα. Γιά τον ίδιο πλούσιο'Έλληνα πατριώτη μιλεί ο Stanhope τέσσερις μέρες άργότερα σέ επιστολή του προς τον ίδιο τον Όδυσσέα.
Τον Αναστάσιο Παπά τον βρίσκουμε έπειτα στο Μεσολόγγι, τον ’Οκτώβριο του 1825, τον έβδομο μήνα της πολιορκίας του:
τό μαρτυρούν τα τρία τελευταία δελτία του δικού του Αρχείου, γραμμένα άπό φίλους και συμπολεμιστές την ίδια μέρα, στις 16 ’Οκτωβρίου 1825: τό ενα τό γράφει ο Φ. Πλητάς και δέν είναι τίποτε άλλο παρά στίχοι άπό ενα άπόσπασμα άπό τις Φοίνισσες (στ. 1015-1018) του Εύριπίδη, τό όποιο σέ μετάφραση έχει ως έξης:
Γιατί αν ο καθένας πάρει ό,τι καλό μπορεί, αν το ζήσει και τό προσκομίσει στήν ολότητα της πατρίδας τον, τότε οί πόλεις θα δοκίμαζαν λιγότερα κακά και θα ήταν στο εξής ευτυχισμένες .
Οί στίχοι δηλώνουν πολύ καθαρά τους υψηλούς πολιτικούς στόχους που είχαν θέσει γιά την προκοπή της πατρίδας τους οί δύο εκείνοι νέοι.
.....
Στις τραγικές ώρες του βομβαρδισμού, μέσα στη φλόγα του πολέμου, χαλυβδώνονταν οι στενοί δεσμοί της παλιας φιλίας των δύο νέων.
Τό τρίτο σημείωμα, γραμμένο γερμανικά με τό χέρι του γνωστού Ελβετού φιλέλληνα και δημοκράτη Dr. Mayer, άποτελεί εναν υμνο του στους ήρωικούς άγωνιστές του Μεσολογγίου, οι οποίοι δια σώζουν τις αρχές και τό πνεύμα της γαλλικής έπαναστάσεως που έσβησε.
Είναι πολύ συγκινητικό να σκέπτεται κανείς πώς τέσσερις νέοι, πολυταξιδεμένοι, μορφωμένοι, κοσμοπολίτες και φιλελεύθεροι, στερημένοι τώρα άπόμήνες μέσα στο βομβαρδιζόμενο Μεσολόγγι άπό τροφή και άνέσεις, ενώθηκαν τόσο στενά μεταξύ τους γιά ένα μεγάλο και δίκαιο άγώνα, γιατί άπ αύτόν έξαρτιόταν οχι μόνον η άπελευθέρωση της Ελλάδας, άλλά και η επιβίωση των ιδεών της γαλλικής έπαναστάσεως, που θα προδιέγραφαν τό μέλλον της άνθρωπότητας.
Κοντα στούς άγριους και σκληροτράχηλους άγωνιστές τών βουνών της Ελλάδας μάχονται μέσα στο Μεσολόγγι οι τέσσερις αύτοί λεπτευαίσθητοι και καλομαθημένοι νέοι, που έξαίρονται στο υψος τών μεγάλων στιγμών, ικανοί ν άντιμετωπίσουν και τις πιο σκληρές στιγμές της πολιορκίας.
Άπό τους νέους αύτούς ο Mayer, όπως είναι γνωστό, σκοτώθηκε κατα την ’Έξοδο μαζί με τη γυναίκα του και τό μωρό παιδί του, άλλά ο Αναστάσιος Παπάς σώθηκε.
Οί άλλοι δύο, ο Πλητάς και ο Γεώργιος Κυριακίδης, τί άπέγιναν; Δεν τό γνωρίζω.
Β'. Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΕΜΜ. ΠΑΠΑΣ
Άλλά και οί άλλοι αδελφοί του Αναστασίου, ο Αθανάσιος και ο Νικόλαος, άκολουθούν τό παράδειγμά του, κατεβαίνουν και αύτοί στήν Ελλάδα άπό τό εξωτερικό και βρίσκουν τον θάνατο στα πεδία τών μαχών, καθώς και ο άδελφός τους Γιαννάκης.
Ποιος όμως είναι αύτός που μετα την έκρηξη της Έπαναστάσεως φυγαδεύεται άπό τις Σέρρες προς τό Ζέμουν (Σεμλίνο), Βελιγράδι, Τεργέστη ώς τη Βιέννη, όπως φαίνεται άπό τό άνυπόγραφο σημείωμα (διαστάσεων 0,39X 0,245, διπλωμένο κάθετα, ώστε να γίνεται δίφυλλο), που βρίσκεται στο Αρχείο του Έμμ. Παπά (βλ. έγγραφα ύπ5 άρ. 45 και 70 του πρώτου μέρους) και στο οποίο έκείνος που είχε άναλάβει τη φυγάδευση καταγράφει τα έξοδα που είχε κάνει, ώστε να μπορεί να τα ζητήσει άργότερα:
ο πρώτος γιος του, ο Άθανασάκης, που φαίνεται ότι διεύθυνε τό κατάστημα του πατέρα του η ο πέμπτος, ο μόλις 16 ετών (γεννημένος στις 24 Μαίου 1805) Μιχαήλος, που αύτή την εποχή έμενε με τα άλλα μέλη της οίκογένειάς του στις Σέρρες;
Νομίζω, σύμφωνα και με όσα έχω άναπτύξει παραπάνω, ότι πρόκειται γιά τον Άθανασάκη.
Πάντως φαίνεται ότι ο Άθανασάκης και ο Νικόλαος συναντιούνται στη Βιέννη και άπ έκεί κατεβαίνουν Ύδρας βρίσκεται ένας κατάλογος στρατιωτών του «καπετάν Άθανασάκη Έμμ. Παπά», συνταγμένος στο Ναύπλιο στις 24 ’Ιουνίου 1824, στον όποιο είναι καταγραμμένοι 2 ύποκαπετάνιοι, ο Βασίλειος Αθηναίος και ο Νικόλαος Έμμ. Παπάς.
Υπό τον πρώτο, έκτος άπό τον γραμματικό Δημ. Γούτα, υπάγονταν 7 μαγγατζήδες που έχουν 8-9
άνδρες ο καθένας, και υπό τον δεύτερο 4 μαγγατζήδες με 9 η και περισσότερους άνδρες άπό διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Η παρουσία αύτή του Άθανασάκη στην 'Ύδρα εξηγείται αν άναλογιστούμε την κρίσιμη κατάσταση που περνούσε η Ελλάδα άπό την άπειλή του εχθρικού στόλου, που άποτελούνταν άπό τις μοίρες της Τουρκίας, Αίγύπτου και της Μπαρμπαριάς.
Γιά να μπορέσουν να τον άντιμετωπίσουν οι Υδραιοσπετσιώτες άπερίσπαστοι άπό τους φόβους γιά τη ζωή των οικογενειών τους, είχαν ζητήσει άπό την κυβέρνηση —καί τό πέτυχαν— να μεταφερθοΰν 3.000 άνδρες στα νησιά τους.
Ανάμεσα στούς καπετάνιους ήταν ο Καρατάσος και ο ’Αθανασάκης Παπάς (’Ιούλιος 1824).
Ποιά ήταν η κατοπινή τύχη του Άθανασάκη και τών άλλων άδελφών του;
Ο Άθανασάκης κατα τη δεύτερη φάση του εμφύλιου πολέμου τάσσεται στο πλευρό του Ζαίμη, Λόντου κ.ά. και καταφεύγει τον Νοέμβριο του 1824 στο Αίτωλικό.
Ό Γιαννάκης, που είχε συνοδέψει τον πατέρα του κατα τη φυγή του προς την έλεύθερη Ελλάδα (Δεκέμβριος 1821) μένει στήν άγωνιζόμενη χώρα, παίρνει μέρος σέ πολλές μάχες και έχει άποκτήσει φήμη παλληκαριού.
Ο Κασομούλης και ο Φωτάκος ιστορούν ότι ακολούθησε τον Παπαφλέσα μαζί με 50 άνδρες του και πήρε μέρος στη μάχη στο Μανιάκι, όπου και σκοτώθηκε.
Ο μικρότερος του αδελφός Κωνσταντίνος γράφει, πολλά χρόνια άργότερα, στα 1858 και 1865, σέ άναφορές του προς τό κράτος γιά τη δικαίωση τών θυσιών της οίκογένειάς του, ότι ο Γιαννάκης σκοτώθηκε στο Νεόκαστρο η γνώμη μου είναι ότι σκοτώθηκε στο Μανιάκι, όπως άναφέρουν οί δυο άξιόπιστοι μάρτυρες, άλλά ο Κωνσταντίνος έδωσε τό όνομα της πλησιέστερης όνομαστής πόλης, του Νεοκάστρου.
Τα άλλα παιδιά του Έμμ. Παπά βρίσκονται σέ δεινή οικονομική κατάσταση και ζητούν να συνάξουν τα χρήματα του πατέρα τους, τα όποια βρίσκονταν σέ ξένα χέρια και γι αύτό επικαλούνται τη συμπαράσταση τής κυβερνήσεως.
’Έτσι σύμφωνα με τα ύπ άρ. 3094/17-2-1826 και 3095/17- 2-1826 έγγραφα ο γενικός γραμματέας του υπουργείου εσωτερικών Γεώργιος Γλαράκης, άπευθυνόμενος προς τό επαρχείο και τους δημογέροντες Σκοπέλου, Σκύρου, Σκιάθου και Ήλιοδρομίων,
όπου είχαν κυρίως συσσωρευτεί οί Μακεδόνες πρόσφυγες,
διατάζει τις άρχές να εξαναγκάσουν τον ήγούμενο της μονής Ξενοφώντος να πληρώσει στα παιδιά του Έμμ. Παπά, Άθανάσιο, Αναστάσιο και Νικόλαο τα 6.40019 γρόσια που χρωστούσε στον πατέρα τους.
Ό Άθανασάκης μαζί με τους Μακεδόνες οπλαρχηγούς Καρατάσο και Γάτσο παίρνει μέρος στήν άποβατική ενέργεια που κάνουν οί 'Έλληνες τον Νοέμβριο του 1826 στήν περιοχή των Θερμοπυλών, γιά να έλέγχουν τον Μαλιακό κόλπο και ν άποκόψουν τις επικοινωνίες του Κιουταχή άπο τη Θεσσαλία στήν Εύβοια και άπ έκεί μέσω του Ώρωπού στήν Αττική, άλλά ο άντιπερισπασμός αύτός τών Ελλήνων άποτυχαίνει εξ αιτίας της διαφωνίας και τών διενέξεων Καρατάσου-Γάτσου και της αιφνιδιαστικής έμφανίσεως του Μουσταή μπέη με 500 ιππείς και πεζούς στήν περιοχή Αταλάντης.
Στη μάχη που εγινε ο Άθανασάκης Παπάς πιάστηκε αιχμάλωτος.
Τον άλλο μήνα, 25 Δεκεμβρίου, ο αιχμάλωτος προσάγεται δεμένος στα ριζά του Άρείου Πάγου, εξω άπό την Ακρόπολη, όπου επί μήνες πολιορκούνταν οί 'Έλληνες.
Ο Κιουταχής του παραγγέλλει να φωνάξει στούς πολιορκημένους ότι είναι πρόθυμος, αν παραδοθούν, να δεχθεί όποιουσδήποτε όρους και αν προτείνουν.
Οί 'Έλληνες όμως άρνούνται και άπευθύνουν στον δυστυχισμένο γιο του Παπά παρηγορητικά λόγια γιά τη θλιβερή του θέση.
Πιο παραστατικά τα περιγράφει ο άγωνιστής Ν. Καρώρης στο ήμερολόγιό του
«... άπό δε τους Τούρκους έμβήκαν 3 Γκέγκηδες, ενας Τσάμης και εν τώ μεταξύ εσχον και τον Αθανάσιον Εμμανουήλ Παπά, Σερραίον... Τον κρατούσαν δε οί Τούρκοι δέσμιον άπό τάς χείρας... με την πλέον άθλίαν κατάστασιν της ενδυμασίας...».
Κανείς άπό τότε δεν εμαθε τίποτε γιά την τύχη του σημάδι ότι έκτελέστηκε, όπως και πραγματικά εξακρίβωσα άπό άναφορά του Κωνστ. Παπά προς τον ’Όθωνα της 29 Δεκεμβρίου 1858, καθώς και σέ άλλη με τό ίδιο σχεδόν περιεχόμενο της 8 Ιουνίου 1865 (Β', 18), στήν οποία άναφέρει ότι ο Άθανασάκης άποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, καθώς και ότι ο Νικόλαος σκοτώθηκε στο Καματερό (27 Ίανουαρίου 1827), αύτός που δεκαοχτάχρονος ακόμη στη Βιέννη, στα 1821, στο υποκατάστημα του πατέρα του ήθελε ν ακολουθήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του Άναστασάκη στα πεδία τών μαχών.
Ό Πέννας, στηριζόμενος άσφαλώς στήν προφορική παράδοση, αναφέρει και άλλον γιο του Έμμ. Παπά, τον Δημήτριο, ο όποιος πιάστηκε στο Νεόκαστρο και κρεμάστηκε.
Την ίδια τύχη ειχε και ο Γεώργιος. τα ιστορικά όμως στοιχεία, όπως είδαμε, αποδείχνουν ότι ο Δημήτριος είναι φανταστικό πρόσωπο, η μάλλον συγχέεται με τον Γιαννάκη που σκοτώθηκε στο Νεόκαστρο, ενώ ο Γεώργιος έπέζησε, όπως θα φανεί άπό τα παρακάτω.
Επίσης έπέζησε και ο ’Αλέξανδρος (Β', 18), ο όποιος, κατα τον Πέννα, πέθανε στο Μεσολόγγι άγωνιζόμενος υπό τις διαταγές του Μάρκου Μπότσαρη.
Τέτοιο όμως γεγονός δεν μνημονεύεται πουθενά ούτε και δικαιώνεται αργότερα ώς άγωνιστής, όπως ο πατέρας του και οί άλλοι άδελφοί του, όπως θα ίδούμε.
Γ'. Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΓΙΩΝ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΕΜΜ. ΠΑΠΑ
Επομένως, αν έξαιρέσουμε τον Γιαννάκη που σκοτώθηκε στο Μανιάκι, τον Άθανασάκη που έκτελέστηκε στη Χαλκίδα και τον Νικόλαο που βρήκε τον θάνατο στο Καματερό, καθώς και τον Αναστάσιο που τον είδαμε ν’ άγωνίζεται στο Μεσολόγγι, μένουν άλλοι 4 γιοι του Εμμανουήλ, ο Μιχαήλος, ο Γιώργης, ο Αλέξανδρος και ο Κωστάκης, οί όποιοι κατα την έκρηξη της Έπαναστάσεως ήταν ήλικίας 15, 14, 10 και 5 ετών. που βρίσκονταν την εποχή αύτή;
Άσφαλώς στις Σέρρες, όπου έζησαν μαζί με τη μητέρα τους τραγικές ώρες και μέρες, που είναι άδύνατο σήμερα κανείς να τις εξιχνιάσει και να τις άναπαραστήσει.
Ο τελευταίος γιος, ο Κωνσταντίνος, σέ άναφορά του προς τον ’Όθωνα, στα 1858 (πού δεν την εκδίδω γιατί χρησιμοποιώ την παρόμοια άντίστοιχη του 1865), γράφει ότι τότε τα μέλη της οικογένειας Παπά μόλις γλύτωσαν άπό τη σφαγή με τη συμπαράσταση πολλών συμπατριωτών τους, οί όποιοι ξόδεψαν πολλά χρήματα που τους τα χρωστούν άκόμη και ότι έμειναν στη φυλακή ώς τα 1826, δηλαδή επί 5 περίπου χρόνια.
Νομίζω όμως ότι οί Τούρκοι, όπως συνήθιζαν τότε, κράτησαν την αιχμάλωτη επίσημη ελληνική οικογένεια περιορισμένη ίσως στο πατρικό της σπίτι με τη σκέψη να την άνταλλάξουν στο μέλλον με Τούρκους αιχμαλώτους.
Κάτι τέτοιο είχε σκεφθεί και ο Έμμ. Παπάς και ο Υψηλάντης αν έπιαναν τον Γιουσούφ μπέη, διοικητή τών Πατρών και άλλοτε διώκτη του Μακεδόνα άγωνιστή.
Ή 'Έλλη ’Αγγέλου-Βλάχου, γράφοντας στα 1935 γιά την τύχη της οικογένειας Παπα και άποδίδοντας πιστα τη ζωντανή παράδοση, δίνει πληροφορίες μόνο γιά τη γυναίκα του Εμμανουήλ Παπα, τη Φαίδρα, εξευγενισμένη γλωσσική μορφή της ’Αφέντρας, όπως την άναφέρουν πιο σωστα τα έγγραφα, ότι φυλακίστηκε και ότι μόνο ύστερ’ άπό 5 χρόνια άπέκτησε την ελευθερία της με ενέργειες του μητροπολίτη Σερρών Χρυσάνθου.
Τα κτήματα της όμως στις Σέρρες δημεύθηκαν και πουλήθηκαν σέ δημοπρασία.
Τί άπέγιναν όμως τα 4 μικρότερα άγόρια, ο Μιχαήλος, ο Γεώργιος, ο ’Αλέξανδρος και ο Κωνσταντίνος;
’Ίσως ο μεγαλύτερος στήν ήλικία, ο Μιχαήλος, φυγαδεύτηκε στο μεταξύ στο εξωτερικό, δηλαδή στη Βιέννη, όπου και σπούδασε.
Έκεί στα 1827, εκδίδει τάς ’Αρχάς Γραμματικής 'Ελληνικής διά τους αρχαρίους εκ της τυποφραφείας του Μ. Χρ. Αδόλφου28, δηλαδή σέ ήλικία 22 ετών.
Ο ’Ανδρέας Παπαδόπουλος Βρετός, που μας δίνει την είδηση, σέ άλλη σελίδα γράφει ότι ο Μιχαήλος έπαγγελλόταν τον δάσκαλο της ελληνικής και ότι έδίδαξε στις Σέρρες μεταξύ 1821-1830.
Αύτό όμως, όπως πρέπει να συμπεράνουμε, δεν ήταν δυνατόν να γίνει παρά μόνο μετα τό 1827.
Τα άλλα παιδιά, όταν άνδρώθηκαν, θα βρήκαν την εύκαιρία να κατεβούν στήν Ελλάδα, γιά να έπισκεφθοΰν τον άδελφό τους ’Αναστάσιο, τον μόνο που έπιζούσε άπό τα 4 πρώτα παιδιά, και να βρουν και κάποιο πόρο ζωής, όπως ο Γεώργιος, όπως θα ίδούμε άμέσως παρακάτω.
.....
Στο μεταξύ με βασιλικό διάταγμα της 25 Μαρτίου 1850 συγκροτείται στρατιωτική επιτροπή, η όποια σύμφωνα με τό Е' ψήφισμα της έθνοσυνελεύσεως του 1843-44 θα έπρεπε να δικαιώσει τους κληρονόμους εκείνων που είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης κατα τους άγώνες γιά την ελευθερία του έθνους.
Στήν επιτροπή άντιπροσωπευόταν και η Μακεδονία με ενα μέλος φιλικό της οικογένειας Έμμ. Παπά, τον Κοζανίτη παλιό άγωνιστή και τώρα ταγματάρχη Νικ. Κασομούλη.
Με τη δημοσίευση του διατάγματος άναζωογονούνται και οί ελπίδες τών κληρονόμων του Έμμ. Παπά, άλλα οί σχετικές εργασίες της επιτροπής είτε δεν προχωρούν γοργά η σταματούν.
Μόνον υστερ’ άπό 8 ολόκληρα χρόνια φαίνεται ότι κάτι πάει να γίνει, γιατί βλέπουμε ότι η Ελένη Καπέτη, κόρη του Έμμ. Παπά και μητέρα 4 άγοριών και 1 κοριτσιού σέ ηλικία γάμου, φροντίζει να έκδοθεί άπό τη μητρόπολη Σερρών πιστοποιητικό άπορίας, με τό όποιο δηλώνεται καθαρά ότι «άξιούται ίνα άπολαύση τών κληρονομικών δικαιωμάτων της πατρικής οίκογενείας» , ενώ ο Κωνσταντίνος Παπάς με άναφορά η αίτησή του, δίφυλλη, διαστάσεων 0,265 X 0,215, με κείμενο στήν πρώτη σελίδα (ΙΕΕ), προς τον βασιλιά’Όθωνα, (άνανεώνεται στίς 8 ’Ιουνίου 1865 προς την «Επιτροπήν ’Αγώνος»), γραμμένη στίς 29 Δεκεμβρίου 1858, εκθέτει τις μεγάλες θυσίες της οίκογένειάς του.
’Απ’ αύτή μαθαίνουμε την τύχη τών άγοριών του Έμμ. Παπά: άπό τους 5 άδελφούς που ζούσαν ως τότε «δεινώς και πολυπαθώς και καταφρονημένως»,
τρεις είχαν πεθάνει εκείνον τον χρόνο στήν ψάθα,
ο ενας στη Βόνιτσα, ο άλλος στήν Πάτρα (πρέπει να είναι ο «πολύπλαγκτος» και συμπαθής ’Αναστάσιος) και ο τρίτος στη Χαλκίδα.
Έπιζούσαν άκόμη δύο αδελφοί ο Κωνσταντίνος και ο αμέσως μεγαλύτερος του Αλέξανδρος (Β', 18) και δύο άδελφές, η μνημονευμένη παραπάνω Ελένη, σύζυγος Καπέτη, και η Νεράντζω—ή Εύφροσύνη είχε πεθάνει μικρή, προτού ο Παπάς αρχίσει τό επαναστατικό του κίνημα στη Μακεδονία (Β', 15)—, οί όποιοι όλοι «εις ού μικράν ανάγκην και δυστυχίαν εύρίσκονται».
Άπό τη μεγάλη λοιπόν πατριαρχική οικογένεια του Έμμ. Παπά με τα 11 παιδιά του (8 αγόρια και 3 κορίτσια) στα τέλη του 1858 βρίσκονταν στη ζωή μόνο 4, δύο αγόρια και δύο κορίτσια.
Γι αύτό και ο Κωνσταντίνος, εκπροσωπώντας τους αδελφούς που έπιζούσαν, θερμοπαρακαλεί τον βασιλιά να τους εύσπλαχνιστεί και να διατάξει ν άνταμειφθούν αντάξια οί θυσίες της οίκογένειάς του, γιά να απαλλαγούν οί τελευταίοι γόνοι της άπό τη δυστυχία και την άθλιότητα.
Οί έργασίες όμως της έπιτροπής αύτής δεν προχωρούν γρήγορα και άποφασίζεται με τό άπό 21 Σεπτεμβρίου 1861 διάταγμα, επί πρωθυπουργίας Άνδρέα Μιαούλη, να σχηματιστεί νέα έπιτροπή με περισσότερα μέλη άπό τα πιο επισημότερα που έπιζούσαν άκόμη και να χωριστεί σέ 3 διαρκή τμήματα, που να έργάζονται άνεξάρτητα τό ενα άπό τό άλλο τό πρώτο, ένδεκαμελές, θα άσχολείται με τις άπαιτήσεις τών στρατιωτικών, τό δεύτερο, έπταμελές, με τών ναυτικών και τό έπίσης έπταμελές τρίτο με τών λοιπών.
Επιθυμία του βασιλιά είναι να έκκαθαριστούν όσο τό δυνατόν ταχύτερα και οριστικά οί άπαιτήσεις τών δικαιούχων Τό ζήτημά τους είχε πιά χρονίσει εξοργιστικά. Οί άπαιτήσεις της οικογένειας Παπά, καθώς και άλλων άγωνιστών, θα παραπέμφθηκαν στη νέα αύτή έπιτροπή που καταρτίστηκε μισόν άκριβώς αιώνα μετα την έκρηξη της Έπαναστάσεως.
Αντίγραφο του διατάγματος βρίσκεται στο Αρχείο Παπά, σημάδι που δείχνει καθαρά τό ένδιαφέρον και την άγωνία τών τελευταίων άπογόνων του γιά την άνακούφισή τους άπό τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής.
Αποζημιώθηκαν οί δικαιούχοι η όχι; Η τους πρόλαβε η επανάσταση του 1862 και η έξωση του ’Όθωνα και άναβλήθηκε πάλι τό θέμα τους στις ελληνικές καλένδες;
Πραγματικά αύτό τό τελευταίο συνέβηκε και έτσι καθυστερεί γιά μερικά άκόμη χρόνια η εκτέλεση του διατάγματος του 1861. 'Ύστερα όμως άπό 4 χρόνια τα πράγματα φαίνεται πώς πλησιάζουν προς τό τέλος, γιατί στις 18 Μαίου 1865 γέροι εντόπιοι Σερραίοι — υστερα άπό παράκληση του Κωνσταντίνου Παπά— ύπογράφουν έγγραφο, με τό όποιο μαρτυρούν ότι η κινητή και άκίνητη περιουσία του πατέρα του ξεπερνούσε τα 300.000 τάλιρα και ότι ξόδεψε μέγα μέρος της περιουσίας του γιά τη μισθοδοσία τών στρατιωτών που οδηγούσε, ενώ ό,τι έμεινε σέ κινητα και ακίνητα δημεύθηκαν άπό τις τουρκικές άρχές.
Τό γνήσιο τών υπογραφών τών μαρτύρων βεβαιώνεται την έπαύριο, υστερ’ άπό αίτηση του Κωνσταντίνου Παπά που βρίσκεται στίς Σέρρες , άπό τον Γ. Α. Λαγκαδά, υποπρόξενο της Ελλάδας στήν πόλη αύτή, ο όποιος δηλώνει ότι πρόκειται γιά πρόσωπα άπό τα πιο εύυπόληπτα και μερικά άπό τα πιο πλούσια της πόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου