Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821, Εθνική Παλιγγενεσία 1821: Ελληνικές Μακεδονικές Επαναστάσεις. Η εκστρατεία του Νικοτσάρα το 1807 στην Ανατολική Μακεδονία.


Νικοτσάρας ( 1774-1807)
ο αήττητος Έλληνας αρματολός,
ο Νοέλληνας Ξενοφών.

 Ιωάννου Πετρώφ
ΤΟΥ ΕΚ ΜΟΣΧΑΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΟΣ
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)
 
(σημ. Yauna.
Η επαναστατική δραστηριότητα του Νικοτσάρα στην Ανατολική Μακεδονία το 1807 δεν αφίνει κανένα περιθώριο για αμφισβήτητση της ελληνικότητάς της
).


Επί των κατωτάτων κρασπέδων του θείου ’Ολύμπου, εις απόστασιν 7 1/2 ωρών από της θεσσαλικής πόλεως Τιρνάβου, προς βορράν, κείται η περίφημος εν τη ιστορία των αρματολών και κλεφτών πόλις Ελασσών (ομηρικώς Όλασσών), γενέτειρα του προκειμένου ήρωος.   

Εάν ο πανδαμάτωρ χρόνος των είκοσι και πλέον αιώνων εσεβάσθη την ειρημένην πόλιν, τούτο εξηγείται εκ της εξοχου στρατηγικής θέσεως πασών των οδών. 

Τοιαυτή ούσα η Ελασσών, δικαίως εχρημάτισε φυσικόν ορμητήριον των αγωνιζομένων αρματολών.

Ο περίφημος γέρω Ζίδρος επί ήμισυν αιώνα υπερήσπισεν ενταύθα τα δικαιώματα των Χριστιανών, το δε αποτελεσματικόν έργον αυτού, ευστοχως εξηκολούθησεν ο πατήρ του Νικοτσάρα, ο ονομαστός καπετάνος γέρω Τσάρας.

Η δράσις αυτού κατά της τουρκικής αυθαιρεσίας ανεπτύχθη ιδίως κατά την εποχήν του 1788-1792, δηλαδή ότε ήρξατο να ανατέλλη ο αστήρ του περιβοήτου ’Αλή πασά των Ιωαννίνων.

Καθ’ όσον αφορά εις τον νεαρόν υιόν του Τσάρα, τον προκείμενον ήρωα, ούτος διήλθε τα πρώτα έτη του σταδίου αυτού εν τη ναυτική υπηρεσία του ρωσσικού στόλου, συνυπηρετών μετ’ άλλων συναδέλφων αυτού, εν οις η σαν ο περίφημος μετά ταύτα  αρματολός του Βάλτου Ιωάννης Στάθας, ο Καζαβέρνης και άλλοι.
Dmitri Nikolajewitsch Senjawin
(1763-1831)
 Κατά την πενταετή περίπου υπηρεσίαν ταυτήν, ο ημέτερος ήρως διεκρίθη επί εκτάκτω ικανότητι και ανδρεία κατά τον ρωσσοτουρκικον πόλεμον [του] 1769-1774, απολαύων της προσωπικής εύνοίας αμφοτέρων των ναυάρχων, Θεοδώρου Ούσακώφ και Δημητρίου Σενιάβιν.

Εν τοσούτω ο ’Αλή πασάς, πολεμούμενος σφόδρα και ταυτοχρόνως υπό των αρματολών του τε Σουλίου και του Όλυμπου, ευρίσκετο μεταξύ δύο πυρών, διήρκεσε δε τούτο επί σειράν ετών. 
Μη δυνηθείς εξ αρχής να ανάπτύξη μεγαλυτέρας δυνάμεις προς περιστολήν των οχληρών επιθέσεων των αρματολών του Όλύμπου, ένεκα της άκρασφαλεστάτης θεσεως αυτού εν Σουλίω, επί εικοσιν έτη εμηχανάτο ο Αλής μετά ζέσεως ίνα απαλλαχθή του κινδύνου των αγερώχων σταυραετών του Σουλίου, όπερ κατώρθωσε μετά τον πολύμοχθον αγώνα, μονον τω 1804, ότε έστράφη κατά των εν Ολύμπω αρματολών, τελεσφόρως συμπραττόντων εις το έργον τούτο των δύο εμπειροπολέμων υιών αυτού Μουχτάρ και Βελή

Εν τούτοις το δυσπρόσιτον των θέσεων των στρατόπεδευσάντων αρματολών, [η] στρατηγική οξύνοια και απαράμιλλος ανδρεία αυτών εματαίωσεν επανειλημμένως άχρι ταπεινωσεως και εξευτελισμού τα διαβήματα του σατράπου της Ηπείρου. Ιδίως ως κάρφος δι’ αυτόν υπήρξεν ο πατήρ του Νικοτσάρα, ούτινος η πολεμική ικανότης και διοικητική σύνεσις πλειστάκις έφεραν τον Αλήν εις αμηχανίαν. 
Υπό τοιούτους όρους της πάλης ευρισκόμενα τα δύο αντίπαλα μέρη και πολλών περισπασμών ένεκα, προαχθέντος μάλιστα του Αλή πασά διοικητικώς, αι μετά της τουρκικής εξουσίας συγκρούσεις του γερω Τσάρα, βαθμηδόν έλαβον χαρακτήρα λιαν επικίνδυνον, καθ ότι ο άγρυπνος οφθαλμός του ύπούλου σατράπου αντεληφθη τον βαθμόν του κινδύνου, όν παρεσκεύαζεν αυτώ η σύσσωμος δρΧσις των αρματολών και κλεφτών, όδηγουμένη υπό χειρός στιβαρας και επίδεξίας. 

Η πολυμήχανος εν ταίς δολοπλοκιαις διάνοια του Αλή, μη υποχωρούσα προ ουδενός μέτρου, δυναμένου να εξουδετερώση η απομακρύνη τον επικρεμάμενον κίνδυνον, ενέπνευσεν αυτώ την κακούργον ιδέαν δια της δολοφονίας να απαλλαχθή του επιφόβου αντάρτου, όπερ και κατώρθωσε, θανατώσας σκληρώς τον ατυχή γέρο: Τσάραν, εν προβεβηκυία ηλικία, περί το 1792.
'Η μυσαρά αυτή πράξις του σατράπου κατά του πατρός του προκεμένου ήρωος ανέπτυξεν εν τη ψυχή του τελευταίου τοσούτον άδιάλλακτον πάθος εκδικήσεως, ώστε εν τη ακατασχέτω ορμή αυτού ο κατά του Αλή πασα πόλεμός του Νικοτσάρα επί πολλά έτη είχε χαρακτήρα λυσσώδους ατομικής εκδικήσεως, όπερ άναμφιβόλως ώπισθοδρόμησε το έργον της συσσώμου ενεργείας των αρματολών κατά των Τούρκων διά μίαν δεκαετίαν, αποσπάσας εκ της συστηματικής δράσεως ένα των κορυφαίων του αρματολικού κόσμου.
Καταστήσας απόρθητον το εν Πλαταμώνι στρατόπεδον αυτού, ο Νικοτσάρας επεχείρησεν εξ αυτού τας_κεραυνοβολους εκείνας έτιιθέσεις κατά των τουρκαλβανικων αποσπασμάτων, αίτινες εδημιούργησαν αυτώ υπέροχον θέσιν  τοις δημοτικοίς άσμασι. 
Εν τούτος η απομεμονωμενη αυτή πάλη του ήρωος κατά του αιμοβόρου σατράπου τις οίδε που ηδύνατο να καταλήξη εάν κατά την εθνοσωτείρα[ν] σύγκαιρα δεν περιήρχετο ημέραν τινα εις γνώσιν του Νικοτσάρα: το μένα σχέδιον του θανατωθέντος τότε εν Βελιγραδιω εθνομάρτυρος Ρήγα Φεραίου (τω 1799), και τα εθνεγερτήρια άσματα αυτού, κομισθέντα εις τα διάφορά αρματολίκια, ως δε το αθάνατον κέλευσμα του μάρτυρος.
Δεύτε παίδες των Ελλήνων,
’Άνδρες φίλοι των κινδύνων
 Η πατρίς σας προσκαλεί.
Εν τη συνειδήσει του ήρωος ήρξατο να διεγείρηται το εθνικόν ιδεώδες της τουρκοκρατουμένης Πατρίδος εν ο η τη γοητευτική μεγαλοπρεπεία αυτού από των παναρχαίων χρόνων μέχρι του τραγικού θανάτου του τελευταίου Παλαιολόγου και εν τη γενναία ψυχή του ήρωος ήρξατο η πρώτη ζύμωσις της πανελληνίου δράσεως προς απόσεισιν του επαχθούς τουρκικού ζυγού. Η συναίσθησις αυτή εκαλλιεργήθη, ενισχυση και συνεπληρώθη εν τη καρδία του ημετέρου ήρωος δια της αναπαραστάσεως των οικογενειακών συμφορών χαριν της φίλης Πατρίδος.,
Περί την εποχήν τούτην ήρξατο να κυκλοφορη ο περίφημος θούριος ύμνος του Ρηγα.
Ο Ρήγας.
"Ως πότε παλληκάρια, να ζούμεν ’στα στενά
Μονάχοι, σαν λιοντάρια, ’σταις ράχαις, ’στα βουνά;
Σπηλιαις να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδια.
Να φεύγωμε τον κόσμον για την πικρή σκλαβια;
Ν΄ άφίνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς      5
Τούς φίλους, τα παιδιά μας κι’ όλους τους συγγενείς;
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνων σκλαβιά και φυλακή.
Τι σ’ ωφελεί να ζήσης και νάσαι στη σκλαβιά; Στοχάσου πως σε ψήνουν καθ’ ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Αύθέντης κι’ αν γενής,
 ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.
Δουλεύεις ολ’ ημέρα εις δ,τι κι αν σ’ είπή,
Κι’ αυτός κυττάζει πάλιν το αίμά σου να πιή.
Ο Σούτσος, Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γκίκας και Μαυρογένης καθρέφτης είν’ να ίδής'
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαικοί,
Έσφάχθηκαν κι’ άγάδες απ’ άδικο σπαθί.
Κι’ άμέτρητ’ άλλοι τόσοι και Τούρκοι και Ρωμηοί
 Ζωήν και πλούτον χάνουν χωρίς τινα άφορμή !
Ελάτε μ* ένα ζήλον εις τούτον τον καιρόν
Να κάμωμεν τον δρκον έπάνω ’στον Σταυρόν !
Συμβούλους προκομμένους με πατριωτισμόν
Να βάλωμεν εις όλα να δίδουν ορισμόν !
'Ο Νόμος νάναι πρώτος και μόνος όδηγος    
Καί της πατρίδος ένας να γείνη άρχηγός.
"Οτι κ’ η άναρχία ομοιάζει τη σκλαβιά,
Να τρωγ’ ενας τον άλλον, σαν τ’ άγρια τα θηριά,
Καί τότε με τα χέρια ψηλά στον ούρανόν
Να πούμ’ από  καρδίας ταύτα  προς τον Θεόν
«’Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι εις σε.
Στην γνώμην των τυράννων να μην έλθώ ποτέ
«Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανεθώ,
«Εις τα ταξίματά των να μη παραδοθώ.
«Ενόσω ζω στον κόσμον ο μόνος μου σκοπός,
«Τού να τους άφανίσω να είναι σταθερός•
«Πιστός εις την πατρίδα συντρίβω τον ζυγόν,
«Κι’ αχώριστος να ζήσω από τον στρατηγόν.
 «Kt* αν παραβώ τον όρκον, ν’ άστράψ’ ο ούρανός
«Καί να με κατακαύση να γεν’ ωσάν καπνός».
Σ’ άνατολήν και δύσιν και νότον και βορραν
Διά την πατρίδα όλοι να’ χωμεν μια καρδιά.
Βουλγάροι κι’ Άρβανιται και Σέρβοι και Ρωμηοί
Νησιώται κι’ Ήπειρώται με μιάν κοινήν ορμή
 Γιά την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί,
Πως είμεθα άνδρειοι παντού να ξακουσθή,
Καί δσοι του πολέμου την τέχνη άγροικούν,
Έδώ ας τρεξουν όλοι τυράννους να νικούν.
Έδώ Ελλάς τους κράζει μ’ άγκάλας άνοικτάς
Τούς δίδει βίον, τόπον, άξίας και τιμάς
Ως πότε όφφικιάλος εις ξένους βασιλείς;
Έλα να γένης στύλος της ίδιας σου φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθή,
"Η να κρεμάση φούνταν για ξένον στο σπαθί !
 Σουλιώται και Μανιάται, λεοντάρια ξακουστά,
ως πότε σταίς σπηλιαίς σας κοιμασθε σφαλιστά
Μαυροβουνιού καπλάνια, Όλύμπου σταυραετοί,
Κι’ Άγράφων τα ξεφτέρια, γενήτε μια ψυχή !
Τού Σάβου και Δουνάβου αδέλφια Χριστιανοί,
Με τ’ άρματα στα χέρια καθείς σας ας φανή
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν
Μικροί, μεγάλ’ όμώστε τυράννων τον χαμόν.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσατ’ ως θηριά,
Το αίμα των τυράννων ροφήσατε με μια.
Δελφίνια της θαλάσσης, αστέρια των νησιών,
ως αστραπή χυθήτε, κτυπατε τον εχθρόν.
 Θαλασσινά της "Υδρας και των Ψαρών πουλιά,
 Καιρός ειν’ της πατρίδος ν’ άκούστε την λαλιά !
Κι’ οσ’ είσθε στην άρμάδα, σαν άξια παιδιά,
'Ο νόμος σας προστάζει να βάλετε φωτιά!
Με μια καρδιά δλοι, μια γνώμη, μια ψυχή
Κτυπατε του τυράννου η ρίζα να χαθή.
N ανάψωμεν μια φλόγα εις όλην την Τουρκιάν,
Να τρεξ’ από  την Βόσναν εως την Άραπιάν
Ψηλά εις τας σημαίας σηκώστε τον σταυρόν,
Kι’ ωσάν αστροπελέκια κτυπατε τον έχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, ότ’ είναι δυνατός•
Καρδιοκτυπα και τρέμει σαν τον λαγόν κι’ αυτός.
Τρακόσιοι Κιρζαλήδες τον έκαμαν να ίδή,
Πως δεν μπορεί με τόπια έμπρός των να σταθή
Λοιπόν γιατί αργείτε;
Τι στέκεσθε νεκροί;
 Ξυπνήσετε, μην εισθε ενάντιοι, εχθροί
Ώς οι προπάτορές μας ώρμούσαν σαν θηριά,
Γιά την ελευθερίαν πηδούσαν στη φωτιά,
Ουτω κ’ ήμεις αδέλφια, ν’ άρπάξωμεν με μια
Τα όπλα να έβγούμεν από  πικρή σκλαβιά
Να σφάξωμεν τους λύκους που τον ζυγον βαστούν
Και Ελληνας τολμώσι σκληρά να τυραννούν.
Στερεάς και στα πελάγη να λάμψη ο Σταυρός
Να’λθη δικαιοσύνη, να λείψη ο εχθρός
'Ο κόσμος να γλυτώση από  φρικτήν πληγήν
Κι ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια, εις την γην.

Κοραής και Ρήγας

Όλίγον μετά ταύτα  ο διαμένων εν Παρισίοις σοφός Κοραής, επιδιώκων τον αυτον ιερόν σκοπόν, επενόησε τω 1803 να συλλέξη πληροφορίας περί του αριθμού των μεγάλων εμπορικών πλοίων, άτινα είχεν από  του έτους 1800 εκάστη ελληνική νήσος, συν τη σημειώσει του μέτρου της χωρητικότητος, του αριθμού του πληρώματος και των τηλεβόλων. 

Την πολύτιμον ταυτήν γενικήν απογραφήν υπέβαλεν ο σοφός ανήρ δι’ ύπομνήματος αυτού τω αυτώ έτει (1803) ενώπιον της εν Παρισίοις επιτροπής (Συλλόγου), ελπίζων να εξευμενίση τας βουλάς του Ναπολεοντος του υπέρ της απελευθερώσεως των Ελλήνων εκ της τουρκικής δυναστείας

Εκ του προλεχθέντος υπομνήματος του Κοραή ασμένως αποσπώμεν τας λίαν διαφερούσας πληροφορίας, αφορώσας εις τας κειμένας εγγύς της Μακεδονίας νήσους, Σκόπελον και Σκιάθον, εξ ων καταφαίνεται η ναυτική δύναμις αμφοτέρων των νήσων κατά τας παραμονάς του είρημένου άγώνος.
ΑΑ......................Αριθμός πλοίων..........Χωρητικότης...αριθμ.πληρώμ...αριθμ.τηλεβόλων
6..... Σκόπελος...........35.............................6.300....................525..................140
7..... Σκιάθος ............12.............................1.200....................144....................48
.......Άθροισμα..........47..............................7.500....................669..................188

Η δε ολική δύναμις των 21 νήσων της Ελλάδος =566 πλοία , 131.410 = χωρητικότητος, μετά 16.131 ναυτών, και 5.152 τηλεβόλων.
Εκ της απογραφής ταυτής δυνάμεθα να εννοησωμεν το άληθές μέτρον της εθνικής ύπηρεσίας των νησιωτών κατά τον ιερόν αγώνα του 1821-28, μερικώς δε αι δυο μνημονευθείσαι νήσοι Σκόπελός και Σκιάθος κατά τους αρματολικούς άγώνας από του 1806 μέχρι του 1815, ως κάτοχοι σχετικώς ισχυροτάτου στόλου, λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψιν του γεγονότος της ναυτικής υπεροχής του έλληνικού πληρώματος απέναντι του τουρκικού. 

Αλλ’ επανέλθωμεν επί το κύριον θεμα της παρούσης πραγματείας.
Ο δόλιος της Ηπείρου σατράπης, αφού κατέστρεψε τους Σουλιώτας (τω 1804), εστράφη πάραυτα κατά των εν Όλύμπω σταυραετών. 
Επειδή δε δεν ηδύνατο διά των όπλων, δι’ ους λόγους είπομεν ανωτέρω, να παγιώση την εξουσίαν αυτού εν Θεσσαλία και Μακεδονία, κατέφυγεν εις το άτιμον μέσον της δολοφονίας και αλληλοκτονίας. 
Οθεν είλκυσε τινας των εντοπίων διά χρημάτων και διώρισεν αυτούς αρματολούς καπετάνους παρά τα είθισμένα ύπο τον απαράβατον όρον να καταστρέψωσιν, η να διώξωσιν εκείνους, ους η Πύλη είχε διορίσει. 
Πρώτος δε τοιούτος καπετάνος διωρίσθη ύπο του Αλή πασά ο Βλαχοθόδωρος αντί του Νικοτσάρα. 
Τούτο μαθών ο ημέτερος ήρως και συναθροίσας εν τη ψυχή αυτού τα αναρίθμητα προηγούμενα της πολιτείας του αιμοβόρου σατράπου, συμπεριλαμβανομένης και της σφαγής του ατυχούς πατρος αυτού, επεχείρησε κατ αυτού λυσσώδη πόλεμον, διατρέχων δε ξιφήρης την Θεσσαλίαν και μέρος της Μακεδονίας, κατέστρεψε τους Τούρκους και τους Τουρκαλβανούς επί πολύν χρόνον. 

Ο φανερός σκοπός του αγώνος τούτου υπήρξεν ο εξαναγκασμός των κατοίκων, χριστιανών τε και μωαμεθανών, όπως στείλωσιν επιτροπήν εις την Κων/πολιν και προσκλαυθώσιν εις τον σουλτάνον κατά του Αλή πασά, ως ανικάνου να διατηρήση την ησυχίαν των υπ’ αυτού επαρχιών και να αντικαταστήση αυτόν δι’ άλλου πασά. 

Εμμέσως δε επεδιώκετο σκοπός πολύ μεγαλύτερος και ιερώτερος,
 όπως δηλαδή διά της αδιαλείπτου πολεμικής ασκήσεως 
προπαρασκευάση βαθμηδόν το εθνικόν φρόνημα προς τα υψηλά ιδεώδη της Πατρίδος
 και ούτω δημιουργήση την ποθητήν ζύμωσιν των πρώτων στοιχείων της ενόπλου διαμάρτυρίας του Γένους κατά του αγρίου κατακτητού,
 ευστόχως παραδίδων κατόπιν την υπόθεσιν του εθνικού τούτου αγώνος εις την συνείδησιν της χριστιανικής Ευρώπης, 
καθ’ ην εποχήν αυτή διετέλει εν τη μεταρρυθμιστική ζυμώσει του πνεύματος προς την φιλελευθέραν πορείαν του πολίτικου βίου των λαών επί των νέων αρχών του 1789.
Βασανίσας περαιτέρω την υπόθεσιν ο έντιμος ήρως, επείσθη ότι προς επίτευξιν τοιούτου σκοπού, απαιτείται επισταμένη συνεννόησις   μετά των λοιπών κορυφαίων συναδέλ-φων επί βάσεων εδραίων, συνετών και πρακτικών, προ παντός δε άλλου απαιτείται πρόσωπον δυνάμενον διά της υπέροχου ηθικής θέσεως αυτού να αναλάβη την διεύθυνσιν και διεξαγωγήν τοσούτου πολυμόχθου επιχειρήματος.

Ευθύμιος Βλαχάβας
(1760-1809)
 Ευτυχώς η εθνική συνείδησις του Νικοτσάρα και των λοιπών κορυφαίων αρματολών είχεν ήδη επιδείξει τοιούτον ήγέτην του άγώνος εν τω προσώπω του Εύθυμίου Βλαχάβα, μεθ’ ου συνεδέετο διά δεσμών αδελφικής φιλίας. 

Ο Ευθύμιος Βλαχάβας, κατά κοινήν πεποίθησιν, ήτο ψυχή του αρματολικού κόσμου, μορφή γλυκεία  και επιβλητική !... 

Και το ζήτημα του ηγέτου ελύθη κατ’ ευχήν πάντων διά της πανδήμου εκλογής του Βλαχάβα ως γενικού αρχηγού του αγώνος (δρα εν τη βιογραφία του Βλαχάβα).
Οξυδερκής ο Νικοτσάρας ταχέως αντελήφθη το ανεπαρκές μιας και μόνης ενεργείας κατά ξηράν.

 Όθεν, μελετήσας το ζήτημα της συγχρόνου δράσεως κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, απεφάσισε να εκμεταλλευθή προς τούτο τον αξιόμαχον στόλον της Σκοπέλου και Σκιάθου, ένθα είχε πολλούς φίλους εμποροπλοιάρχους.

 Εις την απόφασιν ταυτήν του Νικοτσάρα, συνετέλεσε σπουδαίως και το πρόσφατον παράδειγμα του περίφημου καταδρομέως Λάμπρου Κατσώνη, του τοσούτον τρόμον ενσπείραντος τότε ανά πάσαν την Τουρκίαν. 
Εν τοσούτω συνεκροτήθη τοπική σύνοδος των αρματολών εν τη μονή της Παναγίας, κειμένη εν τη δυτική συνοικία της πόλεως Έλασσόνος, επί του ιστορικού βράχου. 

Η περί ης ο λόγος σύνοδος, τοπικώς εργασθείσα, εξουσιοδότησε πάραυτα τον Νικοτσάραν   να καταρτίση ευάριθμον καταδρομικόν στολίσκον εκ των προχείρων πλοίων.
Η καταδρομική αυτή μοίρα εφωπλίσθη μετά τοσαυτής δεξιότητος, ταχύτητος και ζήλου, ώστε ο ήρως Νικοτσάρας μετά 2-3 εβδομάδας ηδυνήθη να αναπετάση την επαναστατικήν ελληνικήν σημαίαν, μεταβληθείς ούτω από  οπλαρχηγός της ξηράς εις στόλαρχον.

 Τούτο συνέβη κατά τον Φεβρουάριον μήνα του 1806. Το συμβούλιον της συνόδου, πληροφορηθέν περί της ακαμάτου δράσεως του Βλαχάβα, εν τη βορεία Θεσσαλία, δεν έθιξε καθόλου το ζήτημα της γενικεύσεως του αγώνος.
 Εξ άλλου, η δίψα της εκδικήσεως κατά του Αλή πασά δικαίως παρέσυρε τον ήρωα να παρακάμψη προσωρινώς το μέγα εκείνο σχέδιον άχρι ευνοικωτέρας στιγμής.
Ούτως ήρξατο ο Νικοτσάρας τας τολμηράς αποβάσεις αυτού εις τα παράλια της Θεσσαλίας και Μακεδονίας, λεηλατών ταύτα  ανηλεώς. 

Εις μίαν δε τοιαυτήν περιπολίαν, ότε ο υπ’ αυτόν στολίσκος παρέπλεε τα παράλια του Θερμαικού κόλπου και της Χαλκιδικής χερσονήσου, επί σκοπώ να ενθαρρύνη εις αποστασίαν τους περίοικους Έλληνας, συνηντήθη αιφνιδίως μετά της πολυαρίθμου τουρκικής μοίρας. 

Μη δυνάμενος ο Νικοτσάρας να άντιπαραταχθή κατ’ αυτής υπεχώρησεν εν τάξει καταπλεύσας εις Σκόπελον μετά των αναπεπταμένων  επί των ιστών της ελευθερίας σημαιών. 

Η θέα υπήρξε λίαν συγκινητική, ο δε λαός της νήσου εδέχθη τον ήρωα εν χαρά και αγαλλιάσει.  Επι τη ευκαιρία ταυτή ο Νικοτσάρας επισκεφθείς τον λιμένα Πάνορμον εύρεν εν αυτώ ηγκυροβολημένα 35 μεγάλα πλοία καλώς εφωπλισμένα  και χρήσιμα διά μέγαν καταδρομικόν, μάχιμον στόλον.
 Έτερα δώδεκα πλοία, μικρά μεν άλλα χρήσιμα και εκείνα, εύρεν ο ήρως εν Σκιάθω. 
Αμφότεραι αι ανακαλύψεις αύται μεγάλως ενισχύσαν τον καταδρομικόν στόλον.
Εν τω διαστήματι τούτω συνέβη γεγονός εν Σκοπέλω επιδράσαν εις την διακοπήν της ενεργείας του στολίσκου. 
Οι Σκοπελίται, ενθαρρυνθέντες εκ της προηγουμένης ενεργείας του Νικοτσάρα, ηρνήθησαν την πληρωμήν του φόρου προς τον εν Σκοπέλω χριστιανόν ενοικιαστήν αυτού διά το έτος 1805, επί απειλή της θανατώσεως αυτού εάν τολμήση να τους εκβιάση διά της εγχωρίου εκτελεστικής εξουσίας. 

Ο φοβηθείς ενοικιαστής ανεχώρησεν εις Κων/πολιν, ίνα επικαλεσθή την αρωγήν των αυτόθι αρχών. Τούτο μαθούσα η Πύλη ενήργησε διά του άρχοντος δραγουμάνου άοιδίμου Παναγιώτη Μουρούζη, τη 20 Ιανουαρίου 1806, συμβουλεύοντος τοις Σκοπελίταις την υπακοήν και ησυχίαν.
'Η παραινετική επιστολή αυτή του δραγουμάνου εδέησε τον Νικοτσάραν να αναστείλη την δευτέραν κατά της Τουρκίας εκστρατείαν αυτού διά το επόμενον ετος 1807. 

Μαθών την πρόθεσιν ταυτήν του Νικοτσάρα ο λαός της Σκοπέλου, κατελυπήθη σφόδρα και, διά της εν υπαίθρω οργανωθείσης συναθροίσεως, εξεβίασε την εγχωρίαν αρχήν της νήσου, ίνα αρνηθή επισήμως την εις την υπηρεσίαν του βυζαντιακού ναυστάθμου αποστολήν των 30 ναυτών, ήτις ενεργείτο κατ’ έτος, δαπάνη του κοινού, ως φόρος υποταγής εις τον σουλτάνον.

 Η επιτόπιος αρχή, πιεζομένη παρά του λαού, υπέκυψε προ της πανδήμου δηλώσεως ταύτης και συνεμορφώθη τη κοινή γνώμη της νήσου. Απερίγραπτος υπήρξεν η οργή της Πύλης επί τω επισήμω αγγέλματι της ειρημένης αποφάσεως των Σκοπελιτών. 

Κατ’ απόφασιν της κεντρικής αρχής απεστάλη εκτάκτως υπό του ναυαρχείου της Κων/πόλεως απειλητικόν έγγραφον (λεγόμενον πουγιουρδί) προς τας αρχάς της Σκοπέλου, δι’ ου, επί κεφαλική ποινή, διετάσσετο υπακοή !
Εν τοσούτω το γενναίον παράδειγμα των Σκοπελιτών ηκολούθησαν και οι άμεσοι γείτονες αυτών Σκιάθιοι. Συνεννοηθεισών   δε των δύο νήσων εγνωστοποιήθη εις τον ήρωα Νικοτσάραν, υπό τούτων , ότι τα μεν εδάφη της Σκοπέλου και Σκιάθου προσφέρουσιν οριστικώς τοις υπέρ της ελευθερίας του έθνους αγωνιζομένοις αρματολοίς ως γεφύρας και στρατοπεδαρχεία αυτών, τους δε λιμένας ως ορμητήρια αυτών.
 Η απόφασις αυτή των αδελφωμένων  εν τω εθνικώ πόθω νήσων, μεγάλως ενεθάρρυνε τον Νικοτσάραν εν τω σχεδίω αυτού περί της δευτέρας ναυτικής εκστρατείας κατά της Τουρκίας.

 Δι’ ο, αφίσας να κοπάση ο εγερθείς, κατόπιν των εξιστορηθέντων συμβάντων, σάλος του λαού της Σκοπέλου κατά της εγχωρίου αρχής και δώση τον απαιτούμενον χρόνον προς συμπλήρωσιν του έργου της ναυτικής διοργανώσεως, ανεχώρησεν (αρχάς Δεκεμβρίου του 1806) διά της 'Ύδρας εις Επτάνησον, λόγω μεν παραχειμάσεως, έργω δε συνεννοήσεως μετά των εκεί κορυφαίων αρματολών, Κατσαντώνη, Κίτσου, Βότσαρη και τινων εγχωρίων.

Εν Υδρα, εφοδιασθείς δι’ επισήμου διαβατηρίου παρά του αυτόθι υποπροξένου της Ίονίου πολιτείας Λαζάρου Α. Κουντουριώτου, ως υπήκοος αυτής, μετέβη εις την Επτάνησον διά να παραχειμάση έκει.
Η εν Έπτανήσω διαμονή του ήρωος ηθικώς ωφέλησε το γενναίον σχέδιον διά της εκδηλώσεως της συμπαθείας προς το κίνημα παρά του Ρώσσου ναυάρχου Δημητρίου Σενιάβιν, ναυλοχούντος τότε εν Ζακύνθου.
Καθ’ όλην την εν Επτανήσω διαμονήν αυτού ο Νικοτσάρας ωρίμως προπαρεσκεύαζεν  από κοινού μετά του προσφιλούς ηγέτου του κινήματος Ευθυμίου Βλαχάβα, διαρκώς συνεννοούμενος μετ’ αυτού περί της διεξαγωγής της δευτέρας ναυτικής εκστρατείας κατά των Τούρκων. 

Εις τα μυστήρια του σχεδίου ενημερώθησαν και έμπιστοι φίλοι του αρχηγού, 
τα γενναία Λαζόπουλα, 
ο Τσαχείλας, 
ο Μπιζιώτης, 
ο Λιόλιος Ξηρολειβαδίτης, 
ο Σύρος, 
ο Ρομφέης, προ παντός δε άλλου 
ο πολύπειρος Ιωάννης Σταθας, 
συνυπηρετήσας επ’ αρκετά έτη μετά του Νικοτσάρα εν τω ρωσσικώ στόλω και γνώστης βαθύς της καταδρομικής υπηρεσίας, εφ’ ω και έλαβε την προσωνυμίαν ο «πολυμήχανος». 

Λήγοντος του Μαρτίου του 1807 ο Νικοτσάρας συνεννοηθείς μετά των συναδέλφων αυτού, εν ’Ολύμπω και αλλαχού, καθ’ δλα, επανήλθεν εκ της Έπτανήσου εις την "Υδραν, ένθα έφωδιάσθη δι’ επισήμου διαβατηρίου παρά της αυτόθι κοινότητος μεθ’ οριστικής σημειώσεως ότι μεταβαίνει εις τας Σποράδας νήσους προς στρατολογίαν.
Κατά την βραχείαν διαμονήν ταυτήν του ήρωος εν Υδρα το σχέδιον της εκστρατείας υπέστη αιφνιδίως σημαντικήν αλλοίωσιν, διότι ο ναύαρχος της Ρωσσίας Δημήτριος Σενιάβιν, ναυλοχών τότε εν Τενέδω, μνησθείς των αξιολόγων υπηρεσιών του ατρομήτου Νικοτσάρα, προσεπάθησε να προσοικειωθή τον ήρωα, γράψας αυτώ επανειλημμένως. 

Ο Νικοτσάρας, ανταλλάξας επιστολάς τινας μετά του Ρώσσου ναυάρχου, επέσπευσε την επάνοδον αυτού εις Σκόπελον, ένθα, διαλλαχθείσης επί τέλους είρηνικώς της εγχωρίου αρχής μετά του λαού, ήρξατο, προς χαράν του ήρωος,ο εφοπλισμός των πλοίων προς συγκρότησιν και απόπλουν του κατα-δρομικού στολίσκου, άμα τη επανόδω του Νικοτσάρα, πανταχόθεν δε συνηθροίζοντο μετά των πλοίαρίων οι συνεννοηθέντες μετ’ αυτού εγκαίρως γενναίοι συμπολεμισταί, άδοντες ενθουσιωδώς το εγερτήριον του Ρήγα.
~Ω παιδιά μου ορφανά μου 
Σκορπισμένα εδώ κ’ εκεί 
Διωγμένα, υβρισμένα 
Απ’ τα έθνη πανικεί.
Ξυπνήστε τέκνα ηλθ’ η ώρα
 Ξυπνήστε όλα τρεξατ’ τώρα
’Ηλθ’ ο δειπνος μυστικός !...
'Η εις την Σκόπελον άφιξις του Νικοτσάρα καθίσταται απερίγραπτος αυτή ωμοίαζε προς ένα εθνικόν θρίαμβον

'Απας ο λαός των τριών νήσων, Σκύρου, Σκοπέλου και Σκιάθου, εν εορτασίμαις στολαίς και έξαλλος εκ χαράς εξήλθεν εις προύπάντησιν αυτού, προσαγορεύων τον Νικοτσάραν ελευθερωτήν της Πατρίδος και αρχιναύαρχον του ηνωμένου καταδρομικού στολίσκου. 

'Η γενναία ψυχή του ήρωος έσκίρτησε μυχαίτατα επί τη θέα ταυτή της πανδήμου προς αυτόν αφοσιώσεως και εν τη εθνική συνειδήσει αυτού ηγέρθη ως ίνδαλμα μεμακρυσμένων ηρωικών χρόνων ολόκληρος η ψυχή του ταλαιπώρου έθνους, αιτούντος την έκδίκησιν η τον θάνατον !
Συνειδώς ο Νικοτσάρας την σπουδαιότητα της θέσεως, δι’ ης ετίμησεν αυτόν ο λαός και η φορά των πραγμάτων, επεδόθη μετά ζέσεως απαραμίλλου εις την αποπεράτωσιν του εφοπλισμού της μοίρας, ίνα επισπεύση τον απόπλουν αυτής. 

Εν μέσω της πυρετώδους εργασίας ταυτής (τη 12 Μαίου 1807) εν τω κυρίω λιμένι της Σκοπέλου ενεφανίσθη αίφνης πολεμικόν ρωσσικόν πλοίον, σταλέν επίτηδες εκ Τενέδου παρά του ναυλοχούντος έκει Ρώσσου στολάρχου Δημητρίου Σενιάβιν, κομίζον αυτόγραφον επιστολήν αυτού προς τον ήρωα, δι’ ης ούτος προσεκαλειτο να έλθη εις Τένεδον προς ιδιαιτέραν συζήτησιν περί του τρόπου της περαιτέρω διεξαγωγής από κοινού εκστρατείας κατά των Τούρκων. 

Αποδεχθείς προθύμως την πρόσκλησιν ο Νικοτσάρας απέπλευσε πάραυτα εις Τένεδον.
 Κατά το συγκροτηθέν πολύωρον μυστικόν συμβούλιον των δύο αρχηγών ο ένθους Νικοτσάρας προέτεινε τω Ρώσσω συναδέλφω σχέδιον εκστρατείας, ης το παράτολμον εξέπληξε τον φύσει ατρόμητον Σενιάβιν.

Προέτεινε δηλαδή ο ήρως, επί κεφαλής σώματος επιλέκτων αρματολών, να διάσχιση  ξιφήρης άπασαν την Μακεδονίαν και Βουλγαρίαν και αφού ενωθή μετά του εν Μολδοβλαχία ρωσσικού στρατού, τη συνεννοήσει μετά του ηγεμόνος Κωνσταντίνου Υψηλάντου, να εισέλθη εκείθεν εις την Σερβίαν διά να βοηθήση τους Σέρβους εν τω αρξαμένω αγώνι αυτών προς απόσεισιν του τουρκικού ζυγού, συμφώνως τη περί τούτου εγγράφω παρακλήσει του Καραγιώργη προς τον Νικοτσάραν. 

Επιτυγχάνοντος του όντος παρατόλμου τούτου σχεδίου θα ανεφλέγετο κυριολεκτικώς άπασα η Ευρωπαική Τουρκία και θα διηυκολύνετο σπουδαίως το έργον της πανελληνίου εξεγέρσεως.

Ο Σενιάβιν, γνωρίζων τον απαράμιλλον ηρωισμόν και την στρατηγικήν ικανότητα του ήρωος, ου μόνον ενέδωκεν εις την πρότασιν αυτού, άλλα ποικιλοτρόπως ένεθάρρυνεν αυτόν εις το μυθώδες διάβημα. 
Προς τούτοις, διά του επισημοτάτου τρόπου, εβεβαίωσε τον ήρωα ότι ήθελε παραπλέει αυτός ο ίδιος τα παράλια της Μακεδονίας διά να ευκολύνη την εκστρατείαν η παραλάβη αυτόν, εν αποτυχία, εις τα ρωσσικά πλοία. Μετά την σαφώς διατυπωθείσαν ομολογίαν ταυτήν του Ρώσσου ναυάρχου, ο Νικοτσάρας, πλήρης πατριωτικής εμπνεύσεως, απήλθε πάραυτα εις την Στερεάν 'Ελλάδα και ανεκοίνωσε πάντα ταύτα  εις τους συναθροισθέντας αρματολούς, ανάπτύξας αυτοΓς το ηρωικόν αυτού σχέδιον. Εις απάντησιν αυτού πεντακόσιοι πεντήκοντα γενναίοι, ως εις ανήρ, συνετάχθησαν τη εκστρατεία του Νικοτσάρα, ορκισθέντες άπαντες επί του 'Ιερού Εύαγγελίου. 

Μετά ταύτα , συγκεντρωθέντες εις τα παράλια της Φθιώτιδος και δι’ εγχωρίων πλοιαρίων μεταβάντες εις Σκόπελον, ηνώθησαν   μετά των αναμενόντων εκεί Θεσσαλών, Μακεδόνων και τινων Αίγαιοπελαγιτών.
Τη 23 Ιουλίου 1807, περί την ενδεκάτην πρωινήν ώραν, μετά την θείαν δοξολογίαν, ο Νικοτσάρας, αναβάς επί της ναυαρχίδος, εν μέσω απεριγράπτου ενθουσιασμού, σύμπαντος του λαού και κωδωνοκρουσιών όλων των εκκλησιών της πόλεως, εν προφανεί συγκινήσει αναπετάσας τας υπό του Σινιάβιν σταλείσας αυτω τρεις ρωσσικάς σημαίας, εν μέσω των οποίων το μέγα επαναστατικόν του σταυρού λάβαρον, υπερηφάνως απέπλευσε του λιμένος υπό τας ευχάς του δακρυροούντος εκ συγκινήσεως λαού.
Ούτως ήρξατο η θαυμαστή εκστρατεία αυτή του Νικοτσάρα.
Αυθημερόν, και περί την δύσιν του ηλίου, πνέοντος ουρίου ανέμου, ο στολίσκος κατώρθωσε να αποβιβασθή εν πλήρει ησυχία και τάξει εις την παρά τους πρόποδας του Βερμίου όρους (Πιερίου) κειμένην κωμόπολιν Κατερίνην (επι του ποταμού Πέλικα) και οδεύσας διά της κορυφοσειράς αυτού, διήλθεν ανενόχλητος πάσας τας καθ’ οδόν γεφύρας επί των ποταμών Αλιάκμονος  (Καρασού), Λουδία (Καρασμάκ) και Αξιού (Βαρδάρη).
Εν τούτοις ο Νικοτσάρας, 
ίνα αποπλανήση τον εχθρόν, 
ανεπέταξε 6 τουρκικάς σημαίας, 
κηρύξας επισήμως ότι πορεύεται κατά των έχθρών του σουλτάνου, 
δηλαδή προς ένισχυσιν των εν Σερβία τουρκικών στρατευμάτων, 
συμφώνως τη διαταγή του Πατισάχ, σταλείς προς τούτο επίτηδες υπό του ’Αλή πασά.

 Το τέχνασμα τούτο εν αρχή επέτυχε και τα παλληκάρια του Νικοτσάρα διήλθον κάμπους και χωριά ως εις οδοιπορίαν και ουδαμού αντίστασιν ευρήκαν ανταξίαν
.
Φθάσαντες όμως εις τον σταθμόν της Γουμέντσας (παρά τον Αξιόν ποταμόν, νυν σταθμός του σιδηροδρόμου της Θεσσαλονίκης), οι περί τον Νικοτσάρα[ν] συνήντησαν το πρώτον κώλυμα.
Ο βαλής της Θεσσαλονίκης, μαθών την πρωτάκουστον εκστρατείαν ταυτήν και δικαίως υποπτεύσας, έστειλε πάραυτα τον εαυτού σερδάρην μετ’ εντολής να ζητήση παρά του Νικοτσάρα τα έγγραφα αυτού. 

Ο σερδάρης, ευρών τον ήρωα διαμένοντα εν τω ειρημένω σταθμώ, παρεκάλεσεν αυτόν, εξ ονόματος του πασά, ως βασιλικόν άνθρωπον, όπως ευαρεστούμενος έλθη εις Θεσσαλονίκην προς επιθεώρησιν των εγγράφων αυτού και μετά ταύτα  εξακολουθήση ακωλύτως την πορείαν αυτού.

Ίδών ο Νικοτσάρας το τέχνασμα αυτού ανακαλυπτόμενον κατεβίβασεν εν ακαρεί [χρόνου] τας τουρκικάς σημαίας και αναπετάσας αναφανδόν την προσφιλή του σταυρού σημαίαν απεδίωξεν υπερηφάνως τον σερδάρην.
Ούτος όμως, συγκεντρώσας εσπευσμένως απάσας τας προχείρους δυνάμεις, επανήλθε διά νυκτός και δεινώς επολιόρκησε τους αρματολούς.

 Αλλ’ οι μεγάλοι άνδρες εν κινδύνοις γινώσκονται και ο ημέτερος ήρως κατά την κρίσιμον ταυτήν στιγμήν ευρέθη αληθώς εν τω όψει της αποστολής αυτού, αναδειχθείς ου μόνον αρχηγός έξοχος, αλλά και στρατηγός απαράμιλλος.

 Δι’ ό, άμα τη εκδιώξει του σερδάρη, ωχυρώθη μετά σπουδής εν τω ειρημένω σταθμώ και γενναίως ανέμενε την επίθεσιν των βαρβάρων κατ’ αυτού. 
Ούτοι δε, επανελθόντες μετά τετραπλασίων δυνάμεων, μάτην επεχείρησαν δι’ επανειλημμένων λυσσαλέων εξόδων να εκτοπίσωσιτους αντάρτας. 

Έπηκολούθησε τότε φονικωτάτη πάλη, διαρκέσασα μέχρι βαθείας νυκτός. 

Ο Νικοτσάρας ήτο πανταχού παρών, μετά του αιμοσταγούς γιαταγανιού αυτού εις τας χείρας, ήτο δε [η] αληθής ψυχή των αγωνιζομένων σταυραετών αυτού, ενθαρρύνων αυτούς λόγω και έργω, όντας απηυδηκότας εκ της δεκαώρου ανίσου πάλης. 
Πολυάριθμοι βάρβαροι κατεκόπησαν υπό των αρματολών, τέλος [δε], περί τα χαράγματα, ο θαυμάσιος ήρως και οι συν αυτώ ξιφήρεις εφορμήσαντες επήνεγκον τέλειον όλεθρον εις τους πολεμίους. 
Πυρπολήσαντες δε κατόπιν άπαντα τα εν Γουμέντσα πανδοχεία (χάνια) ως λέοντες ανήλθον το Κερκίνιον δρος. 

κείθεν, υπερπηδώντες   φοβέρας φάραγγας, ποταμούς και δύσβατα όρη, ενεφανίσθησαν προ του εκπεπληγμένου Κονιαροχωρίου, βαδίζοντες απαύστως επί ένδεκα ώρας ! 

Πλησιάσαντες προς το χωρίον (την νύκτα της 26 Ιουλίου του 1807), εύρον εν αυτώ στρατιωτικόν απόσπασμα και, μη αφίσαντες τούτο να συνταχθή, ώρμησαν κατ’ αυτού ξιφήρεις, καταλαβόντες εξ εφόδου το χωρίον.
Ένταύθα, τη προσταγή του αρχηγού, διενυκτέρευσαν, αποκαμόντες σφόδρα, την δε επιούσαν δ ακάματος Νικοτσάρας εξηκολούθησε την πορείαν αυτού, οδεύων προς την κωμόπολιν Βέτρεναν. 

'Η οδοιπορία αυτή υπήρξε μία των κινδυνωδεστάτων, διότι, απελθόντες του Κονιαροχωρίου, οι αρματολοί το πλείστον διάστημα ώδευσαν διά της ράχεως των ορέων Βελές [Μπέλες]. Τέλος, φθάσαντες εις την Βέτρεναν [Νέον Πετρίτσι] και διελθόντες τον ποταμον Στρυμόνα, κατέληξαν εις το περίφημον Δεμίρ Ίσσάρ [Σιδηρόκαστρον].
Ίδών ο Νικοτσάρας την στρατηγικήν θέσιν της κωμοπόλεως ταύτης, κειμένης ως γνωστόν εις την μεσημβρινήν είσοδον της μεγάλης κλεισώρειας και επί τη διασταυρώσει τριών σπουδαίων οδών επί του αριστερού μικρού παραποτάμου του Στρυμόνος, εσκέφθη να στήση εκεί το προσωρινόν ορμητήριον αυτού.
Εν τούτοις οι Τούρκοι της πόλεως του Μελενίκου, μαθόντες την αιφνιδίαν εμφάνισιν των αρματολών και ικανώς ενισχυθέντες υπό Γιουρούκων. και Βουλγάρων, κατέλαβον την άνω κλεισώρειαν και, οχυρωθέντες εκεί μετά σπουδής, ανέμενον τον Νικοτσάραν.
Ούτος όμως, αδιαφορών παντάπασι περί του πλήθους των συναθροισθέντων εχθρών, ταχύς ως ιδέα  , εξήλθε του στρατοπέδου και ανατινάξας υπερηφάνως την ωραίαν κόμην αυτού, ως λέων ώρμησε ξιφήρης κατά των βαρβάρων !
Το θέαμα ήτο εκτάκτως επιβλητικόν.
Αι φλογεραί ακτίνες του θερινού ηλίου προσέβαλλον τους αποτόμους βράχους του Κερκινίου ορούς (Σουλτανίτσας), θωπεύουσαι άγρίως την φοβεράν αιχμήν των αρματολικών όπλων, εφ’ ων αντενακλάτο η προμηνυομένη καταστροφή των πολεμίων. Αλλ’ οι άνανδροι ούτοι μόνον τη εμφανίσει των εφορμησάντων κατ’ αυτών αρματολών υπό τοσούτου κατελήφθησαν τρόμου, ώστε ετράπησαν αγεληδόν εις επονείδιστον φυγήν, εφίσαντες πλουσίαν λείαν εις χείρας των νικητών.
Ένθαρρυνθέντες τότε οι περί τον Νικοτσάραν διά την κατάληψιν τοιαυτής ανεκτιμήτου στρατηγικής θέσεως, διηυθύνθησαν πάραυτα εις Νευροκόπ[ι]ον.
Υπήρξεν όμως έτερος λόγος, πολύ σπουδαιότερος του προηγουμένου, ίνα επισπεύση ο ήρως την επί τα πρόσω πορείαν αυτού. Ο συνετός αρχηγός καλώς εγίνωσκεν ότι μεθ’ όλην την σπουδαιότητα της τοπογραφικής θέσεως του Δεμίρ Ίσσάρ [Σιδηροκάστρου] η εν αυτώ περαιτέρω διαμονή]!  των αρματολών δεν ήτο ασφαλής, ως επισύρουσα κατ’ αυτών την προσοχήν της τουρκικής κυβερνήσεως, ηδύνατο δε να προκαλέση την άφευκτον σύγκρουσιν μετά του πολυαρίθμου τουρκικού στρατού, συναθροισθέντος τότε  εν τη μεσημβρινή Μακεδονία, συνεπεία της εμπολέμου καταστάσεως προ την Ρωσσίαν και της επαναστάσεως εν Σερβία και Θεσσαλία (το κίνημα του φοβερού Βλαχάβα.)
Όθεν περί την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας άπας ο αρματολικός στρατός του Νικοτσάρα, αφού προηγουμένως ανέπεμψε τον ευχαριστήριον ύμνον προς τον Ύψιστον διά τον νέον θρίαμβον των χριστιανικών όπλων, εν πλήρει τάξει και ενθουσιασμώ, διηυθύνθη εις Νευροκόπ[ι]ον διά του περιφήμου Κερκινίου δάσους.

 Γνωστόν είναι ότι το Κερκίνιον όρος (νυν Σουλτανίτσα) ακριβώς εκ του Δεμίρ Ίσσάρ [Σιδηροκάστρου] εκπέμπει δύο διακεκριμένας απ’ αλλήλων οροσειράς, εξ ων η μία υπό το ονομα Τσέγγελδαγ (αρχαίον Βέρτισκον) διευθύνεται προς το Νευροκόπιον, η δε υπό όνομα Βροντού Μπαλκάν διευθύνεται προς την κωμόπολιν Ζέρνοβαν [Κάτω Νευροκόπιον]. Μεταξύ δε των δύο τούτων ορέων διέρχεται ταχύ[ρ]ρους ποταμός, ονόματι Κούρσοβας.
'Ο Νικοτσάρας επισπεύδων την ένωσιν αυτού μετά του Καραγιώργη, εξέλεξε την πρώτην γραμμήν, ως πλησιεστέραν προς τον Αίμον.
Αλλ’ οι Τούρκοι, καταλαβόντες προηγουμένως διά πολυαρίθμου στρατού πάσας τας διόδους της γραμμής ταυτής, παρεκώλυσαν άπασαν την προς τα πρόσω πορείαν των αρματολών.
Ίδών ο Νικοτσάρας τα απειράριθμα πλήθη των Τούρκων καθ’ όλην την γραμμήν της πορείας αυτού και μη δυνάμενος μετά των ολίγων συναγωνιστών του να αντιπαραταχθή κατ’ εχθρού τουλάχιστον δεκαπλασίου και κάλλιστα εφωδιασμένου, υπεχώρησε πάραυτα προς την κωμόπολιν Ζέρνοβαν.
Ένταύθα άναπαυθέντες ολίγον οι αρματολοί διήλθον νύκτωρ τον ποταμόν Νευροκόπον [Νέστον;] και εν σπουδή διηυθύνθησαν πάλιν προς τον Αίμον, πάντοτε διά της οροσειράς, ίνα φθάσωσι τάχιον εις βοήθειαν του Καραγεώργη, όστις ανέμενε τον Νικοτσάραν ως ειλικρινή προστάτην και σύμμαχον αυτού.
Επανειλημμένως τρέψας άπαντα τα κατ’ αυτού εκπεμφθέντα τουρκικά άποσπάσματα, ο Νικοτσάρας δεν έπαυσε προελαύνων, ότε μεταξύ των κωμοπόλεων Βελενίτσας και Λιούμποβο επολιορκήθη στενώς υπό ισχυρού στρατού, πεμφθέντος κατ’ αυτού υπό του πασά του Νευροκοπ[ι]ου. 

Αλλ’ οι αρματολοί μετά πολύωρον πεισματώδη μάχην κατώρθωσαν και πάλιν να διασχίσωσι ξιφήρεις τας πυκνάς φάλαγγας των Τουρκαλβανών, φθάσαντες νικηταί εις την κλεισώρειαν παρά τον ποταμόν Βροντού, τ.ε. μέχρι των δυτικών υπωρειών της Ροδόπης. 
Αλλά τα αλλεπάλληλα ταύτα  ηρωικά κατορθώματα του Νικοτσάρα, εξύπνησαν, τέλος, την Πύλην εκ του πλημμελούς ληθάργου.
 'Ολόκληρα βιλαέτια συνεταράχθησαν τώρα επί τη κεραυνοβολώ ειδήσει της τροπαιοφόρου πορείας του μικρού αρματολικού αποσπάσματος εν μέσω επαρχίας βριθούσης στρατού και πασάδων !

 Απ’ άκρου εις άκρον της Μακεδονίας το όνομα του Νικοτσάρα κατέστη το αντικείμενον της πυρετώδους στρατιωτικής ενεργείας. Πολυάριθμος τουρκικός στρατός κατέλαβε πάσας τας διόδους, εις επίμετρον δε πάντων τούτων ο ατυχής ήρως έλαβεν ετέραν θλιβεράν είδησιν.
 Φυγάς τις Έλλην εκ Θεσσαλονίκης ανεκοίνωσε τω Νικοτσάρα κατά το πρώτον δεκαήμερον του 7/βρίου 1807 ότι τη επεμβάσει του Ναπολέοντος Α' συνήφθη τη 12/24 Αυγούστου του αυτού έτους (1807) συμμαχία μετ’ αυτού και της Ρωσσίας κατά της Αγγλίας, ης αποτέλεσμα ήτο η κατάπαυσις των εχθροπραξιών μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας και κατ’ ακολουθίαν η εγκατάλειψις και αύθις των Ελλήνων αγωνιστών εις την θηριώδη διάκρισιν των Τούρκων παρά της ομοδόξου Ρωσσίας!

Η απροσδόκητος αυτή είδησις ως κεραυνός έπληξε τον ακατάβλητον άνδρα ! Μετά καρδίας συντετριμμένης είδεν ο Νικοτσάρας την σκληράν ματαίωσιν του μεγάλου εθνικού σχεδίου του, σχεδίου υπέρ του οποίου τοσούτον αποτελεσματικώς ειργάσθη το φοβερόν ξίφος  .

 Τι ησθάνθη κατά τας στιγμάς εκείνας η λεοντόθυμος καρδια του ήρωος δύναται να έννοήση πας μη απολέσας την εθνικήν συναισθησίαν και την προσήλωσιν εις το υψηλόν ιδεώδες της φίλης Πατρίδας !
Μετά ζωηράς αγανακτήσεως ανεκοίνωσεν ο ήρως εις τους συντρόφους αυτού την λυπηράν είδησιν. Διά γλώσσης αποπνεούσης το μύρον του άδολου πατριωτισμού, παρέστησεν αυτοίς εν συντόμω την φοβεράν άβυσσον προ της οποίας ευρέθη το δύσμοιρον έθνος, εγκαταλειφθέν εκ νέου υπό της ομοδόξου δυνάμεως.

Να μας αφήσουν μοναχούς χωρίς κανένα θάρρος,
Σκλάβοι ν’ αναστενάζωμεν, που να τους παρ’ ο Χάρος !
Εν τούτοις η θέσις των γενναίων τούτων προμάχων της ελευθερίας ήτο έτι δεινοτέρα : διότι αφ’ ενός μεν η προέλασις αυτών καθίστατο τώρα ου μόνον άσκοπος, άλλα και παντελώς αδύνατος και προφανώς ανωφελής, προσδραμόντος πανταχόθεν του τουρκικού στρατού, όστις δι’ ισχυρών αποσπασμάτων κατέλαβε πάσας τας διόδους, εξ άλλου δε και ο καιρός ετράπη προς τα χείρω, φθάσαντος μάλιστα του φθινοπωρινού ψύχους των ορεινών εκείνων θέσεων.
Αλλ’ ο Νικοτσάρας, ως είπομεν, ήτο στρατηγός εν πλήρει τη σημασία της λέξεως, γινώσκων να διεξάγη το έργον αυτού και εν στιγμή ακόμη του εσχάτου κινδύνου. 

Ούχ ήττον άξιοι του αρχηγού αυτών ανεδείχθησαν και οι συναγωνισταί αυτού. 
Πάντες, ως εις ανήρ, ωρκίσθησαν  να λύσωσι διά του ξίφους των τον νέον τούτον γόρδιον δεσμόν, ον μετά τόσης τέχνης συνέσφιξεν η αντίχριστος διπλωματία   αφ’ ενός και ο όγκος της τουρκικής δεσποτείας αφ’ ετέρου, συμμαχούσης προς τους διώκτας αυτών και αυτής της φυσεως.
'Όθεν, μετά μικράν συζήτησιν, απεφάσισαν άπαντες να απέλθωσιν εις τας εστίας αυτών, διασχίζοντες ξιφήρεις τα πανταχόθεν περιβάλλοντα αυτούς τουρκικά στρατεύματα. 

Ως δρομολόγιον δε εξέλεξαν την προς τον Στρυμονικόν κόλπον άγουσαν διότι κατά την ληφθείσαν συνεννόησιν μετά του Ρώσσου ναυάρχου Δημητριού Σενιάβιν, ούτος έμελλε να παραλαβή αυτούς εις τα ρωσσικά πλοία  παρά τας ακτάς της Μακεδονίας.
Ούτως εκκινήσαντες εν σπουδή εκ του ποταμού Βρουντού οι αρματολοί διηυθύνθησαν διά της κλεισώρειας της Σμίντσας προς το Μενίκιον ορος. Αλλ’ εν τω μεταξύ οι πασάδες των Σερρών και Νευροκοπίου μετ’ εννέα ταγμάτων του τακτικού στρατού, καταλαβόντες πάσας τας διόδους του ρηθέντος όρους, ανέμενον εκεί τον Νικοτσάραν. 

Φθάσαντες οι αρματολοί εις το νοτιανατολικόν μέρος της μεγάλης κλεισώρειας του Μενικίου όρους, μεταξύ των χωρίων Ράχοβα Μαχαλά και Κλεπούσνα [Άγριανή], επολιορκήθησαν στενώς υπό τεσσάρων χιλιάδων Τούρκων, Αλβανών και Γιουρουκων.
Ο Νικοτσάρας, ιδών την κρισιμότητα της θέσεώς του, και γινώσκων εκ πείρας την ηθικήν υπεροχήν, ην πάντοτε έχει εν παρομοίαις περιστάσεσι ο πρώτος επιπίπτων κατά του εχθρού, δι’ ολίγων λέξεων κατώρθωσε να αναφλέξη εν ταις καρδίαις των συντρόφων του τοσούτον πυρ εθνικής φιλοτιμίας, ώστε άπαντες ως ακατάσχετος χείμαρρος ώρμησαν ξιφήρεις κατά του εχθρού.
Ευτυχώς η τοποθεσία, εν η συνεκροτήθη η μάχη, ήτο ακατάλληλος διά μεγάλας στρατιωτικάς κινήσεις, μη επιτρέπουσα τοις Τούρκοις να ανοίξωσι την περίμετρον της πολεμικής αυτών ενεργείας, οι δε αρματολοί, εκμεταλλευθέντες την τοπογραφικήν θέσιν αυτών, απεδεκάτιζον κυριολεκτικώς τα πυκνά στίφη των βαρβάρων. '

Η λυσσώδης αυτή μάχη διήρκεσεν επί τρία ολόκληρα ημερονύκτια.

 Οι αρματολοί εκτεθειμένοι   εις το αδιάκοπον πυρ του μανιώδους εχθρού, είχον μόνην τροφήν και πόσιν την χιόνα των ορέων, αγωνιζόμενοι τον άνισον της ελευθερίας αγώνα.

 Άμα δε τη ανατολή της τετάρτης ημέρας, ιδών ο Νικοτσάρας την εξάντλησιν των πολεμοφοδίων και γινώσκων ότι η ζωή των συντρόφων του εξηρτάτο από της αιχμής του γιαταγανιού των, διέταξε την έφοδον.
Εις την προσταγήν ταύτην του προσφιλούς αρχηγού, πάντες, ως εις ανήρ, ρίψαντες τα πυροβόλα αυτών, εμφανείς, ως ακατάσχετος χείμαρρος, ώρμησαν ξιφήρεις κατά των βαρβάρων.
Καταπλαγέντες ούτοι εκ της απροσδοκήτου ταυτής ορμής, ετράπησαν εις επονείδιστον φυγήν, κατατροπωθέντες  κατά κράτος.
Ο δε Νικοτσάρας, απολέσας εως 120 συντρόφους εν τη τριημέρω εκείνη σφαγή και διασχίσας τας τάξεις του πολυαρίθμου στρατού, διηυθύνθη προς την Ζίχναν. 

Ο υπεράνθρωπος ούτος αγών των 500 απηυδηκότων αρματολών κατά εχθρού δεκαπλασίου και δαψιλώς εφωδιασμένου, διαρκεσας δε άνευ διακοπής επί τρία ολόκληρα ημερονύκτια, εκκίνησε δικαίως τον θαυμασμόν πάσης της οικουμένης, κατατάξας το μεν όνομα του Νικοτσάρα μετά των ημιθέων της αρχαίας 'Ελλάδος, 
την δε εκστρατείαν αυτού εφάμιλλον της του Ξενοφώντος !

 Μαθών την κατατρόπωσιν ολοκλήρου στρατού ο ναζίρης της Δράμας, ηγούμενος πέντε χιλιάδων Τούρκων και Γιουρουκων, έσπευσε μανιωδώς προς αναζήτησιν του φοβερού αρματολού. 

Ταυτοχρόνως δε εξεστράτευσε κατά του Νικοτσάρα και ο των Σερρών Ισμαήλ βέης, ηγούμενος ετέρου στρατού, εκ τριών χιλιάδων αποτελουμένου.
Άμφότεροι ούτοι, ενωθέντες μεταξύ των χωρίων Νούσκα και Κλεούστα, εκινήθησαν προς την Ζίχναν.
Ο δε Νικοτσάρας, οχυρωθείς εις τας κλεισώρειας της Ζίχνης παρά το χωρίον Σινά(;) συνεκρότησε πολύωρον κατ’ αυτών μάχην, ης η έκβασις ήτο νέος θρίαμβος του γενναίου αρματολού, όστις, κουράσας τους εχθρούς διά του αδιακόπου πυρός, επί τέλους ώρμησε κατά αυτών ξιφήρης  και σφάξας πολλούς είσήλθε θριαμβευτικώς εις την Ζίχναν, εξουδετερώσας τους κατοίκους της πόλεως ταυτής επί απειλή πυρος και σιδήρου.
Κατάπληξις κατέλαβε τους Τούρκους.

 Όλος ο καζας της Ζίχνας, εξ έβδομήκοντα πέντε χωρίων αποτελούμενος, ανέλαβε τώρα τα όπλα και υπό την άρχηγίαν του περιβοήτου δερβέναγα Γιοσούφ βέη εξεστράτευσε κατά του Νικοτσάρα. 

Στρατιά εκ 15 χιλιάδων ανδρών, οδηγουμένη υπό τριών πασάδων, συνεκεντρώθη τώρα περί την Ζίχναν προς καταπολέμησιν των τετρακοσίων αρματολών.
Καταληφθεισών δε πασών των διόδων ήρχισε πάραυτα ο υπεράνθρωπος αγών.

Ο Νικοτσάρας πολεμά με τρία βιλαέτια
 Την Ζίχνα και τον Χάνδακα, το έρημο το Πράβι
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχταις
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι
χιόν’ έτρωγαν, χιόν’ έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν.
Οι περί τον Νικοτσάραν επί τρεις ημέρας ηγωνίσθησαν καρτερικώτατα προς δεκαπέντε χιλιάδας εχθρούς και διά συνεχών εξόδων απεδίωκον και κατέφθειραν αυτούς ανηλεώς. 
Την τρίτην ημέραν του αγώνος, ιδών ο Νικοτσάρας την έλλειψιν πολεμοφοδίων, διέταξε τους συντρόφους, ίνα μόνον κατ’ επισήμων Τούρκων πυροβολώσι και διά συνεχών εξόδων με τα ξίφη κατακόπτωσιν αυτούς. ’Ήδη τρίτη νυξ εκάλυψε την αιμοσταγή πόλιν της Ζίχνας. 

Εν τούτοις τα πολεμοφόδια των ημιθέων ηρώων εξηντλήθησαν όλοτελώς, έβδομήκοντα δε περίπου εξ αυτών έπεσον επί του πεδίου της μάχης. Εις την διάθεσιν των ηρώων αγωνιστών έμειναν τώρα μόνον τα γιαταγάνια . . . αλλ’ ακριβώς εκείνα, διά των οποίων τετράκις διέσχισαν ήδη χιλιάδας βαρβάρων.
 Πέραν τούτου ανίσχυρος αποβαίνει ο κάλαμος να περιγράψη το δαιμόνιον μεγαλείον της σκηνής.

Α'
"Ενα πουλάκι ξέβγαινε ’πο μεσ’ από την Βέροια,
ράχη σε ράχη περπατει, λημέρι σε λημέρι!
 κι’ οι κλέφταις το έρώταγαν, κι’ οι κλέφταις το ρωτούσιν
πουλάκι, πόθεν ερχεσαι, και πόθε κατεβαίνεις;»
«’Από την Βέροια έρχομαι, στ’ Άγραφα κατεβαίνω.
Πάω να βρω τον Νικολό, να σμίξω τον Σταμάτη,
 ν’ ’πω τα χαιρετίσματα από τον Νικοτσάρα•
τρεις ’μέραις κάμνει πόλεμον, τρεις μέραις και τρεις νυχταις
πέρα στο Ξηρολείβαδο, στους πάγους και στα χιόνια».
 Άκούστε, παλληκάρια μου,.φωνάζ’ ο Νικοτσάρας,
 βάλτε τσελίκι στην καρδιά και σίδερα στα πόδια
 και πάρτε τα τουφέκια σας, βγάλτε και τα σπαθιά σας
 γιουρούσι για να κάμωμεν, να φθάσωμε στο Πράβι,
τον άλυσο να κόψωμε και πέρα να ριχθούμε,
ζερβιά μεριά τον ποταμό να πάρωμε, παιδιά μου,
να βρούμε τα Λαζόπουλα, τον καπετάν Λαμπράκη.
 Εύθύς γιουρούσι έκαμαν και ’φθασαν στο γεφύρι,
και με το δαμασκί σπαθί ο Νικοτσάρας κόφτει
 τον άλυσον του γεφυριού, κι’ έδιάβηκαν άντίκρυ.
Β'
«Νίκο μου, τι ζουρλάθηκες και πηρ’ ο Θεός το νού σου
Κι’ άφησες το . . . στο πατρικό σου σπήτι,
Καί περπατείς αρματολός και περπατείς και κλέφτης;»
 «Έσεις καλά το ξέρετε και Τούρκοι και Ρωμαίοι,
περσ’ ήμουνα στη Βουλγαριά, μάζωνα παλληκάρια
Καί φέτο μπήκα στο γιαλό και πάω με τα καράβια,
Τρία καράβια έ ίμαστε, τα τρι’ άράδ’ άράδα,
Τονα του το Λογάικο, τ’ άλλο του παπά Δήμου,
Το τρίτο το καλύτερο ήταν του Νικοτσάρα,
Το τ’ ειν’ ο άχός που γίνεται και ταραχή μεγάλη,
Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θεριά παλεύουν;
Μηδέ βουβάλια σφάζονται, μηδέ θεριά παλεύουν
ο Νικοτσάρας πολεμάει όλα τα βιλαέτια,
Τον μπέη από τα Τρίκερα, βεζύρ’ από ταίς Σέρραις.
 «Έγώμ’ ο Τσάρας ξακουστός, ο Τσάρας ξακουσμένος
Μένα με ξερ’ ο βασιλιάς, με ξέρουν βεζυράδες
Στο Πράβι κάνω πόλεμο, στο Πράβι πολεμάω.
Κι’ έπήγα κι’ άποκλείστηκα ψηλά σε μια ραχούλα, ’
Έρχετ’ άσκέρι δυνατό, ασκέρι άντρειωμένο.
Κάνω γιουρούσι μια φορά, γιουρούσι να βγω πέρα,
Κι’ αν βοηθήσ’ η Παναγιά να βγω σε σελαμέτι.
Τότε να μαθ’ ο βασιλιάς, να μάθη κι’ ο βεζύρης.
Έγώμ’ ο Τσάρας ξακουστός, ο Τσάρας ξακουσμένος
Τρέμουν η χώραις και χωριά, τρέμει το Σαλονίκι,
Τρέμει το μαύρο Σκόπελο, πουχει τους κλέφτες μέσα.
Γ'
Ο Νικοτσάρας πολεμάει με τρία βιλαέτια,
Την Ζίχνα και τον Χάνδακα, το έρημο το Πράβι.
Τρεις μέραις κάνει πόλεμο, τρεις μέραις και τρεις νύχταις
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς υπνο στο μάτι.
Χιόν’ έτρωγαν, χιόν’ επιναν και τη φωτιά βαστούσαν
Τα παλληκάρια φώναξε σταις τέσσαρες ο Νικος.
«’Ακουστέ παλληκάρια μου, λίγα κι άντρειωμένα,
Σίδερο βάλτε στην καρδιά και χάλκωμα στα στήθη.
Ϊ4 πόλεμος μας καρτερεί με τα σκυλιά τους Τούρκους
 Κι’ αν τους βροντήσωμε γερά το πήραμε το Πράβι.
Το δρόμο πήραν σύνταχα κι’ έφτασαν στο γιεφύρι
ο Νίκος με το δαμασκί την άλυσό του κόφτει.
Φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά, πίσω το Πράβι άφίνουν.
Δ'
Νικο μου, τι δεν φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι,
Να περπατής αρματολός, αρματολός και κλέφτης
Αφσες στον Βλαχοθόδωρο ψωμί το πατρικό σου;»
«Περυσ ήμουνα στη Βουλγαριά, μάζωνα παλληκάρια.
Τα μάζωξα, τα σύναξα, τάκαμα πεντακόσια•
Κι εφετος, μπήκα στο γιαλό, μπήκα να σεργιανίσω».
Τρία πουλάκια κάθουνταν, τα τρι’ άράδ’ άράδα.
Τβνα τηράει τον "Ολυμπο, τ’ άλλο την Άλασσόνα.
Το τρίτο το καλλίτερο του Πράβι το γιοφύρι.
Μυριολογούσε   κι’ έ λεγε, μυρολογάει  και λέει τον
Νικοτσάραν έ κλεισαν στού Πράβι το γιοφύρι.
Τρεις μεραις κάνει πόλεμο, τρεις μέραις και τρεις νύχταις
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι
Τα παλληκάρια χούιαζε, τα παλληκάρια κράζει•
Σύρετε τα σπαθάκια σας και πάρτε τα στο χέρι,
Κι  εύθύς γιουρούσ’ να κάμωμε στού Πράβι το γιοφύρι.

Περί το μεσονύκτιον της τρίτης ημέρας της πολιορκίας άπαντες οι περί τον Νικοτσάραν ασπασθέντες αλλήλους εν πλήρει  σιγή εξήλθον των προμαχώνων και ως χείμαρρος ώρμησαν ξιφήρεις κατά του εχθρού, διασχίσαντες δε τας αναριθμήτους φάλαγγας αυτού, διηυθύνθησαν προς τον ποταμόν Άγγίσταν. 

Οι εκπλαγέντες βάρβαροι, πριν συνέλθωσιν εις εαυτούς, έντρομοι έβλεπαν τους ήρωας διευθυνομένους προς το Πράβι.
Το δρομολόγιον του Νικοτσάρα, ως είπομεν και άλλοτε, απέβλεπε [προς] τον Στρυμονικόν κόλπον και το περιπόθητον άσυλον εις τα ρωσσικά πλοία του Δ. Σενιάβιν, τα υποσχεθέντα υπ’ αυτού κατά την εν Τενέδω μυστικήν συνεννόησιν.
Φθάσας ο Νικοτσάρας εις τον ομώνυμον ποταμόν Πράβι (Πράουσταν) εύρε την γέφυραν αυτού πεφραγμένην δι’ αλυσοδέτου πυλώνος και φρουρουμένην υπό ισχυρού στρατιωτικού αποσπάσματος. 

Ταυτήν ο Νικοτσάρας ο ίδιος εξ εφόδου απέκοψε διά του ξίφους και, κατακρημνίσας ταυτήν εις τον ποταμόν, διηυθύνθη ως λέων προς το Πράβι
Περί την μεσημβρίαν οι αρματολοί, καταλαβόντες εξ εφόδου την αρκτώαν πύλην της κωμοπόλεως, εισήλθον θριαμβευτικώς εις ταυτήν, οχυρωθέντες εν σπουδή. 

Την δ’ επιούσαν περί το λυκαυγές διηυθύνθησαν άπαντες διά του Παγγαίου ορούς εις το παράλιον χωρίον Όρφανόν, κείμενον επί του Στρυμονικού κόλπου, εγγύς των εκβολών του ομωνύμου ποταμού, ενθα ήλπιζεν ο Νικοτσάρας να επιβιβασθη εις ρωσσικά πλοία . 

Μη ευρών όμως εκεί ούτε Ρώσσους, ούτε πλοία αυτών, απήλθε διά της παραθαλασσίας οδού εις την Χαλκιδικήν χερσόνησον, οικτείρων δικαίως την άστατον διαγωγήν των χθεσινών συμμάχων.
Τρία πουλάκια κάθουνταν στού Άθωνα τη ράχι
Τονα κυττάζ’ τον "Ολυμπο, τ’ άλλο προς την Χασάνδρα
Το τρίτο το καλλίτερο μοιρολογά και λέει
 Ο Νίκος τι να γίνηκε τούτο το καλοκαίρι,
Πούταν μπαιράκι στα βουνά και φλάμπουρό στους κάμπους
Πούταν και μεσ’ τη θάλασσα πύργος θεμελιωμένος
Μας είπαν πέρα πέρασε, πήγε κατά το Πράβι.
Κι’ άνοίγ’ μπαιράκια δώδεκα μεσ’ τη Βλαχιά να
πάγη πάει σιμά, πάει κοντά, σιμά κατά το Πράβι.
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, δέκα χιλιάδες Τούρκοι,
Καί κάνει ένα πόλεμο όλημερίς στον κάμπο
Σκοτώνει τους Αγαρηνούς πεζούρα και καβάλα
 Καί το βραδύ γιουρούστησαν με τα σπαθιά στα χέρια.
 Βρίσκουν ταίς πόρταις σφαλισταις κι’ άλυσο στο γεφύρι.
Την άλυσο κόψανε, ταις πόρταις έτσακίσαν,
Με τα σπαθιά τους έσχισαν, τους Τούρκους κι’ απεράσαν
Τότε ο Νίκος φώναξε, τα παλληκάρια κράζει
«Λεβέντες μου ανίκητοι, περήφανοι, σαίνια,
Καβούλι μη το κάμετε, οι Τούρκοι να μας πάρουν
’Η όλους να τους σφάξωμε η όλ’ ας σκοτωθούμε.
Πέντε μερούλαις πολεμούν και πέντε μερονύχτια
Δίχως ψωμί, χωρίς νερό, δίχως κανέν μεντάτι,
Στον 'Άθωνα γυρίσανε πενήντα δυο σύντροφοι
Οι πλειότεροι απέθαναν με το σπαθί στο χέρι.
Η κατά την Χαλκιδικήν χερσόνησον οδοιπορία του Νικοτσάρα κατέληξεν εν τη μονή των Ίβήρων, ένθα τυχόντες τιμητικής υποδοχής άπαντες οι περί τον Νικοτσάραν ήρωες, εκατόν ογδοήκοντα τον αριθμόν, επανήλθον δι’ εγχωρίων πλοίων εις Σκόπελον την 20ην 7/βρίου του 1807, μετά δίμηνον απουσίαν, απολέσαντες κατά την περίπυστον εκστρατείαν ταυτήν τριακοσίους εβδομήκοντα συντρόφους, καταπληγωμένων των πλείστων αλλ’ επιζησάντων, ιδιαιτέρως δε του ήρωος αρχηγού αυτών.
Η εν Σκοπέλω υποδοχή του Νικοτσάρα ήτο ανωτέρα πασης περιγραφής.
 Καθ’ όλον το διάστημα της διαμονής αυτού εν τη πόλει ταυτή ο άήττητος σταυραετός της ελευθερίας ήτο αντικείμενον του γενικού θαυμασμού. Πλήρης θαυμασμού προς τον ήρωα αυτός ο Ναπολέων ο Α', διά του κόμητος Ταλλεύράνδου, συνεχάρη τον Ξενοφώντα τούτον του 19ου αιώνος επί τω πρωτακούστω θριάμβω αυτού.
Η περίπυστος εκστρατεία του Νικοτσάρα εκόσμησε το το σώμα αυτού διά πολλών πληγών, εθτυχώς πασών ιάσιμων.
Άναγκασθείς να απέλθη εις εξοχήν τινα προς νοσηλείαν αυτών ο θαυμαστός ήρως αγρύπνως παρηκολούθει τον κατά ξηράν περιπετειώδη πόλεμον του Γενικού Άρχηγού Εύθυμίου Βλαχάβα, τακτικώς συνεννοούμενος μετ’ αυτού. 
Η κατά ξηράν επανάστασις είχεν εκπνεύσει και ο ακάματος στρατηλάτης απεφάσισε να μεταφέρη τον αγώνα εις την θάλασσαν. 

Το κέντρον της συνεννοήσεως απετέλουν ο Νικοτσάρας και ο πολυμήχανος Ιωάννης Σταθάς.

 Καταρτισθέντος του σχεδίου της ναυτικής ακστρατείας άπας ο καταδρομικός στολίσκος διηρέθη εις τρεις αυτοτελείς μοίρας, ων η πρώτη υπό την ναυαρχίαν του Στάθα, η δεύτερα υπό την ναυαρχίαν του Βλαχάβα και η τρίτη υπό την ναυαρχίαν του Νικοτσάρα.
Το γεγονός της τρίτης ταυτής εκστρατείας του 1808 υπήρξε ζώσα διαμάρτυρία του έλληνικού έθνους διά των επιλέκτων τέκνων αυτού Βλαχάβα και Νικοτσάρα κατά της πολιτείας της Ρωσσίας, εγκαταλειψάσης τον εθνικόν των Ελλήνων αγώνα διά της συνομολογήσεως της ειρήνης μετά της Τουρκίας τη μεσολαβήσει του Ναπολέοντος Α'. 

Ο δε αμεσώτερον παθών εκ ταυτής Νικοτσάρας κατέστη σχεδόν μανιακός κατά των Ρώσσων, μνήμων της ανάνδρου και άστοργου επιλησμοσύνης του πρώην συμμάχου αυτού Δημητρίου Σενιάβιν ναυάρχου, εγκαταλείψαντος τον ήρωα εν τη κρισίμω ώρα του αγώνος.
Ένεκα πάντων τούτων ο Νικοτσάρας, ευθύς άμα επουλώθησαν αι πληγαί αυτού, έδραμεν εις νέον άγώνα. Συσκεφθέντες ωρίμως οι τρεις μοίραρχοι ώρισαν την νήσον Σκιάθον ναύλοχον διά το εγγύτατον αυτής μετά των Σηπιάδων άκτών του Τισσαίου και Πηλίου εν περιπτώσει υποχωρήσεως αυτών. 
Μετά ταύτα  ο καταδρομικός στολίσκος ήρξατο των εχθροπραξιών αυτού, και η μεν μοίρα του Βλαχάβα ελεηλάτησε τα παράλια της Θεσσαλίας και Μακεδονίας, η δε του Νικοτσάρα τα παράλια της Χαλκιδικής, του δε Ίωάννου Σταθά επροχώρησε μέχρι των προθύρων της Θεσσαλονίκης.

Τα επακόλουθα της τρίτης εκστρατείας ταυτής είναι γνωστά καθώς και η διάλυσις του στολίσκου ένεκα της επεμβάσεως του τότε Οίκουμενικού Πατριάρχου Καλλινίκου του Έ , εξιστορούνται δε λεπτομερώς εν τη βιογραφία του Βλαχάβα.
Μετά την δολίαν σύλληψιν και εξόχως μάρτυρικόν θάνατον του Βλαχάβα, ο αιμοβόρος σατράπης της Ηπείρου, απαράμιλλος εν ταίς δολοπλοκίαις και κακουργήμασι, κατώρθωσε διά της αυτής άτιμου ενέδρας να πληγώση θανασίμως τον Νικοτσάραν, απέτυχεν όμως να τον συλλάβη διότι, πεσόντος του ήρωος, συνήφθη φοβερά μάχη περί της λήψεως του σώματος αυτού και μετά υπεράνθρωπον πάλην κατώρθωσαν οι πιστοί του Νικοτσάρα φίλοι να αποσύρωσι τον προσφιλή άρχηγόν αυτών και μεταφέρωσιν αυτόν προς νοσηλείαν εις Σκιάθον. 

Άτυχώς όμως τα πλειστα των τραυμάτων ήσαν καίρια και ο περίφημος ήρως μετ’ ολίγον εξέπνευσεν εις τας χείρας των φίλων συναγωνιστών αυτού, θρηνούμενος υφ’ ολοκλήρου του έθνους, ταφείς παρά την ίεράν μονήν του Εύαγγελισμού, ονομαζομένην ύπο των Σκιαθίων «Καινούργιο Μοναστήρι».
Εκ του δημώδους δίστιχου, ευμενώς παραχωρηθέντος ημίν ύπο του φιλοπάτριδος. κ. Άλεξ. Παπαδιαμάντη του Σκιαθίου, γνωρίζομεν λεπτομερώς την θέσιν του τάφου του ήρωος. 
Κι’ εκείνος που φοβέριζε και όλοι τον έτρεμα,
επήγαν και τον έθαψαν στου Λεχουνιού το ρεύμα.
Το ρεύμα του Λεχουνιού εκτείνεται παρά την μονήν του Ευαγγελισμού προς τα Β.Α. παράλια της Σκιάθου.

Ούτως ετελεύτησεν ο αήττητος Νικοτσάρας• 

η υπέροχος αυτή, μετά τον Βλαχάβα[ν], 
μορφή του αρματολικού κόσμου της νέας 'Ελλάδος,
 αφίσας τη φίλη Πατρίδι ανεξάντλητον κληρονομιάν διά των αθανάτων έργων αυτού. 
Τα πολεμικά κατορθώματα του Νικοτσάρα δικαίως καθιστώσιν αυτόν ανώτερον και αυτού του αρχαίου συναδέλφου αυτού Ξενοφώντος

'Η δε συνείδησις του Έθνους, ευγνωμόνως περισυλλέγουσα τας περγαμηνάς ταύτα ς των δικαιωμάτων αυτού επί του εδάφους των αλυτρώτων ελληνίδων χωρών, αφθόνως ποτισθέντος διά του ελληνικού αίματος, θέλει τηρήσει τα έργα αυτού, ως ιεράν παρακαταθήκην προς θαυμασμόν και διδαχήν των επερχομένων γενεών. 

Αι δε σκιαί του Πράβι και της Ζίχνας παρέχουσι την ωραιοτέραν ύλην εις την δρώσαν κοινωνίαν μέχρι της πραγματώσεως των εθνικών ονείρων.
Γεμάτος από όνειρα γλυκά και περασμένα,
Το δόλιο Πράβι διάβαινα με μάτια δακρυσμένα
Καί στο νεκρό και ήσυχο έκεινο το γεφύρι ’
Αναστημένο έβλεπα του Νίκου το τσαντήρι
Τον Νικοτσάραν εβλεπα, κρατούντα το μηλιόνι
Ζωσμένον δαμασκί σπαθί και φουστανέλλα χιόνι,
 Χρυσά τσαπράζια 'βρόνταγαν ’στα στήθια τα δροσάτα
 Καί στο ψιλό του το κορμί ανέμιζε φλοκάτα.
Το φάντασμα παραίτησε το ένδοξό του μνήμα,
Κι’ ήλθε θλιμμένο κι’ άφωνο με το γοργό του βήμα.
 ’Στη γέφυρα πλησίασε την άλυσο  να σπάση
και στη Μακεδονία του ξιφήρης ν’ άπεράση
 με μιας εξύπνησαν παντού Κασσάνδρα και Ρουμέλι
  και άρχισε την εκδρομήν τ αθάνατο τ άσκέρι . . .
'Ο έκ Μόσχας Ίω. Πετρώφ1849-1922

Δεν υπάρχουν σχόλια: