Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: ΚΑΡΑΤΑΣΑΙΟΙ, η Eλληνική Mακεδονική Oικογένεια Aρματολών.



Ιωάννου Πετρώφ
ΤΟΥ ΕΚ ΜΟΣΧΑΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΟΣ
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)
Ιώννης Πετρώφ
(1849-1922)
  

ΠΕΡΙΔΟΞΟΣ ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑ
ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΙ 28 ΚΛΕΦΤΑΡΜΑΤΟΛΩΝ ΤΗΣ.

'Καρατασαίοι, μια ελληνική αρματολική οικογένεια της Μακεδονίας.'
Η οικογένεια των Καρατασαίων ανήκει εις μίαν των ενδοξοτάτων αρματολικών οικογενειών της Μακεδονίας. 

Ο ιδρυτής και θεμελιωτής της οικογενειακής δόξης υπήρξεν ο Αναστάσιος η κοινώς Τάσος Καρατάσος, ο επικληθείς γέρω Καρατάσος. 

Το σέμνωμα τούτο της κλεφτουριάς της Μακεδονίας εγεννήθη τω 1764, εν Δόβρα, κώμη της Βέροιας και ανετράφη εν Διχαλεύρη.

Έφηβος ων, ήρξατο τα μάλιστα διακρινόμενος επί ανδρεία και γενναιότητι. 

Η φήμη διατηρεί εισέτι ακμαίαν την ανάμνησιν περί της υπεροχής αυτού  κατά την εποχήν της μικράς ηλικίας κατά την δισκοβολίαν, τον δρόμον και το πήδημα, ιδίως δε εθαυμάζετο η σκοπευτική δεινότης του νεαρού Καρατάσου, ουδέποτε αστοχούντος του σκοπού και όταν ακόμη εσημάδευε τας λεπτεπιλέπτους κορυφάς των υψικαρήνων ελάτων.

Τα προσόντα ταύτα συνετέλεσαν εις την ταχείαν προαγωγήν αυτού.

Η Σφραγίδα του
Γέρου Καρατάσου
Ο περιώνυμος της εποχής εκείνης κλέφτης καπετάν Ρομφέης δικαίως, εκτιμών την έκτακτον ικανότητα του νεαρού Τάσου Καρατάσου, προσέλαβεν αυτόν εις το στρατόπεδον αυτού, ένθα ούτος απέκτησε μεγάλην πείραν, ετελειοποίησε θαυμασίως τας γνώσεις της πολεμικής τέχνης, αδιαλείπτως πολεμών τον κοινόν εχθρόν της Πατρίδος, παραπλεύρως του προσφιλούς διδασκάλου αυτού.

Ο επιβλητικός χαρακτήρ της δράσεως του Καρατάσου δεν εβράδυνε να αναγάγη αύτον εις το αναγνωρισθέν πλέον και υπό της Πύλης αξίωμα του αρματολικού καπετάνου των επαρχιών Βέροιας, Αξιού και Ναούσης, ενθα επί 30 όλα έτη ενόπλως επροστάτευε τους χριστιανούς, γενόμενος προάγγελος της ελευθερίας αυτών. 

Τω 1804 εξωλόθρευσε   τον στρατόν του Χασάν πασά, φονεύσας και τον ίδιον.
 Έκλεισε τα νικηφόρα όπλα αυτού συμμετέχων των αγώνων του φοβερού Βλαχάβα, προσελθών υπό  την σημαίαν αυτού  μετά του γηραιού διδασκαλου αυτού  Ρομφεη, όντος φίλου παλαιού του Βλαχάβα.

Κατά την εποχήν εκείνην (1806), ο Καρατάσος ήγε το 43ον έτος της ήλικίας. 
Είχεν ανάστημα μέτριον και ευρύνωτον, κεφαλήν στρογγύλην και μεγαλοκόμον, οφθαλμούς απαστράπτοντας, μέτωπον πλατύ, οφρύς δασείας και επί των βλεφάρων καταπιπτούσας ως παρωροφίδας, ρίνα εύθειαν, μύστακα δασύν και προς τα έξω τείνοντα, στόμα και χείλη ανάλογα, σιαγόνα μετρίαν, φωνήν αρρενωπήν και βροντώδη και χρώμα υπομέλαν.

Νεώτατος ων συνήψε γάμον μετά νέας έξοχου καλλονής, ονόματι Μαρίας, κόρης ιερέως της περιφερείας της Βέροιας.
 Η σύζυγος του Καρατάσου κατέστη περίδοξος εν τη ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος διά τα γενναία αισθήματα αυτής προς την Πατρίδα, διά τον φρικαλέον μαρτυρικών τέλος του περιπετειώδους βίου αυτής.

Ο γέρω Καρατάσος απέκτησε πέντε (5) υίούς
Αναστάσιος Καρατάσος
(1764 - 1830)
 _____________________________________ ___|_______________________________________
|                                                                  |                                                         |                               |                                        |
• 1 Ιωάννης  (Γιαννάκης)                   •2 Δημήτριος(Τσάμης)               3 Κώστας       4 Εξισλαμίσθη              •5 Εσφάγη
                                                                   |                                                                                          
                                                                  Αναστάσιος(Ταγματάρχης)
 

 Εκ των πέντε τούτων υιών, οι πρώτοι τρεις ηκολούθησαν το στάδιον του πατρός αυτών, οι δε λοιποί δύο εν βρεφική ηλικία σκληρώς απεχωρίσθησαν των μητρικών αγκαλών.

Μένεα πνέων ο τοπάρχης της Βέροιας κατά του ήρωος Καρατάσου και πλειστάκις πεισθείς περί της αδυναμίας αυτού  ν’ αντιπαραταχθή κατ’ αύτού, ως ανήρ, προέβη εις άνανδρον εκδίκησιν κατά του ήρωος, συλλαβών διά των στρατιωτών αυτού  την σύζυγον του Καρατάσου Μαρίαν μετά των δύο ανηλίκων υιών αυτής. 

Οδηγηθείσης δε της ωραίας γυναικός δεμένης μετά των δύο μικρών τέκνων αυτής ενώπιον του τοπάρχου εν Βεροία, ο άθλιος καταδιώκτης, ιδών το κάλλος της ατυχούς ηρωίδος, ενεφλέχθη υπό κτηνώδους πάθους και, επ’ απειλή οικτρού θανάτου, επρότεινεν αυτή την εξωμοσίαν και το χαρέμιον, αλλ’ αυτή πιστώς προσηλωμένη εις τα Πάτρια μετά παρρησίας και περιφρονήσεως απέκρουσε τας αισχράς προτάσεις του τέρατος, όστις εν αρχή επεχείρησε να μετέλθη βίαν, αλλ’ η ετρόμητος γυνή εν τη εσχάτη στιγμή ταύτη, ανεδείχθη εφάμιλλος του συζύγου αυτής.

 Καίτοι δε δεμένη, αντέστη ερρωμένως κατά του ανάνδρου προσβολέως αυτής, όστις κατά την ποιητικήν αναπαράστασιν του φοβερού δράματος.

Μεσ’ τα μάτια την κυττάζει
Κι’ όλο αφρίζει και γελά
Λυσσασμένος την αγκαλιάζει
Να την ρίψη πολεμά
Αλλ’ η γενναία Μαριά,
Αντιστέκεται, παλεύει
 του δαγκάνει το κορμί,
Την Παρθένα ικετεύει
Να της σώση την τιμή.

Κατά την εσχάτην δε στιγμήν της απεγνωσμένης ταύτης πάλης, τη θεία εμπνεύσει, διά γενναίας αντιπροτάσεως, αφοπλίζει τον άθλιον διώκτην αυτής 

Λύσε, σκύλε το σχοινί μου,
του φωνάζει δυνατά
Γιά να μετρηθής μαζί μου
Εις τον Πλάστη μας μπροστά».

Επέρχεται τότε η φρικώδης σκηνή, σπαράττουσα πάσαν καρδίαν, καθ’ ην ο άνανδρος πασάς

Μανιωμένος τότε βάνει
Εις τα σκέλια το μωρό
Καί με μαύρο γιαταγάνι
Του χωρίζει το λαιμό . . .

Εις επίμετρον δε της μητρικής οδύνης της μάρτυρος τη προσταγή του τυράννου

Σ’ όλη αύτη τη μαύρη πάλη ’
Έλυσάν της τα σχοινιά
Καί της βάζουν το κεφάλι
Του μικρού στην άγκαλιά !...
Το κρατεί μη της πετάξη
Μοναχό στον ουρανό
Το κρατεί μη της τ αρπάξη
το φρικτώτερο θηριό . . .

Αλλ’ η ακατάβλητος γυνή εμμένει εις τα τίμια και πατριωτικά φρονήματα αυτής, θαυμασίως ρυθμίσασα την οδυνηράν θέσιν αυτής, ευθαρσώς απεκρίθη τω τυράννω.

Σφάχτο, σκύλε, του φωνάζει
ωσάν τ’ άλλο να σωθή,
—Όχι λέγει, δεν το σφάζω,
αυτό Τούρκος θα γενή . . .

Και τη προσταγή του πασά, δύο Άραβες αφήρπασαν το δεύτερον βρέφος εκ των αγκαλών της δυστύχου μητρος αυτού. 
 Μετά ταύτα έφθασεν η στιγμή του φρικώδους τέλους της λεοντοφήμου μητρός. Τη προσταγή του άνθρωπομόρφου τίγριδος η εθνομάρτυς παραδίδεται εις τον αποτρόπαιον θάνατον, όν ενθυμείται ποτέ η ιστορία.

Οι τζελάτηδες με γέλια
 τα βυζιά κατατρυπούν
Καί με τέσσαρα τσεγγέλια
 Στο πλατάνι την κρεμούν . . .

Ο τόπος της φοβέρας μαρτυρίας και ο απαίσιος πλάτανος της Βεροίας μένουσιν άχρι σήμερον εν τη μνήμη του λαού της Βεροίας.

Άλλ επανέλθωμεν εις τα κατά τον προκείμενον ήρωα. 

Η πλήξασα την καρδίαν αυτού ανεπανόρθωτος συμφορά μόνον μετέβαλε το πολεμικόν αυτού μένος εις λύσσαν εκδικήσεως κατά του τυράννου, δι’ ο ώρκίσθη  άδιάλειπτον μέχρις εξοντώσεως αγώνα κατά των Τούρκων. 

Η χαραυγή της πανελληνίου εξεγέρσεως του 1821 εύρε τον γέρω Καρατάσον συν τω ανδρείω υίώ αύτου Τσάμη επί κεφαλής ικανών προμάχων της ελευθερίας, εξησκημένων ήδη εις τα όπλα χάρις εις την ακατάβλητον περί τούτου ενέργειαν του ήρωος, προετοιμάσαντος τη φίλη Πατρίδι αρκετούς εμπειροπολεμους μαχητάς, ασκηθέντας   άριστα εν τω στρατοπέδω αυτού.

Ο αοίδιμος ανήρ καίτοι πεντηκοεξαέτης (κατά την έκρηξίν του ιερού αγώνος 1821) ανανεώνει ούτως ειπείν και μετά ζέσεως των καλλιτέρων χρόνων του αρματολικού αυτού  βίου, εις την φωνήν της ελευθερίας, ως φοίνιξ λαμβάνει νέαν ζωήν, ύψοι την σημαίαν του Σταυρού, συλλέγει τα εσκορπισμένα τέκνα της Πατρίδος, σχηματίζει στρατόν εκ τριών περίπου χιλιάδων ανδρών, 
θυσιάζει την κολοσσιαίαν  (διά την εποχήν εκείνην) περιουσίαν αυτού  εις τον βωμόν της Πατρίδος. 

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟΝ ΛΑΒΑΡΟΝ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΗΣ (1822)
Απ’ αρχής του εθνικού αγώνος και μέχρι τέλους μένει ακατάβλητος, δεν φείδεται [της] ζωής, ούτε [των] τέκνων, ούτε [των] συγγενών διά την ελευθερίαν του έθνους• μετά συνέσεως συγκροτεί σειράν αιματηρών μαχών κατά των Τούρκων καθ’ όλην την Μακεδονίαν, νικών πολλάκις αυτούς, αλλ’ επί τέλους υποχωρεί θαυμασίως απέναντι τεσσαράκοντα χιλιάδων στρατού, οδηγουμένων υπό του εμπειροπολέμου Άβδούλ Άμπούτ πασά και οχυρούται εις την Νάουσαν, όπου ανθίσταται ηρωικώς εφ’ ίκανόν χρόνον, αλλά και κατά την εσχάτην στιγμήν του αγώνος, ότε εξηντλήθησαν τα τελευταία πολεμοφόδια αυτού, ουδόλως πτοείται, πεποιθώς εις το ξίφοςαυτού.
ΣΦΡΑΓΙΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ
ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ
ΝΑΟΥΣΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
.

 Ο αναρίθμητος στρατός του σουλτάνου πανταχόθεν περικυκλοί τον ήρωα, 
το πύρ καταβιβρώσκει την δύσμοιρον Νάουσαν, 
το αίμα ρέει ποταμηδόν, 
αλλ’ ο Καρατάσος μάχεται ως λέων,
 λησμονών το παν πλην της φιλτάτης Πατρίδος του και
, διά λαμπρού παραδείγματος αυτού, 
εγκαινιάζει εμπράκτως την αρχήν, ην μόλις μετά ήμισυν αιώνα εσάλπισεν ο μέγας Βίκτωρ Ούγκώ 

«Υπάρχουσι περιστάσεις, καθ’ ας οφείλει να σιγή παν αίσθημα πλην του προς την κινδυνεύουσαν Πατρίδα».

 Πίπτουσι γενναίως μαχόμενοι πολλοί των συγγενών και οικείων αυτού, αποθνήσκουσι δε περί αυτόν εις την μάχην πολυάριθμα της Μακεδονίας παλληκάρια, δεν μένουσι πλησίον του ειμή οι δύο προσφιλείς υιοί αυτού, ο Τσάμης και ο Κώστας και ολίγοι άλλοι ανδρείοι. 

Τότε, και μόνον τότε, εδάκρυσεν ο ακατάβλητος γέρων, ως ο Πρίαμος εις την φρικώδη θέαν της πυρκαιάς της Τροίας και, βλέπων ανωφελή πάσαν περαιτέρω αντίστασιν, υποχωρεί διά πρώτην και τελευταίαν φοράν του πολεμικού αυτού  βίου.

Δύο χιλιάδες περίπου ανδρείοι τον παρακολουθούσι και μετ’ αυτών εκτελεί την θαυμασίαν εκείνην υποχώρησή, ήτις στρατηγικώς υπήρξεν έφάμιλλος μιας νίκης και υπενθυμίζει ημίν εν μικρογραφία την περίπυστον εκστρατείαν του Νικοτσάρα. 

Διερχόμενος την φίλην πατρίδα αυτού  Μακεδονίαν, διαβαίνει ποταμούς και όρη δύσβατα και πεδιάδας βριθούσας ισχυρών αποσπασμάτων του τουρκικού στρατού, παντού μαχόμενος, δίδων και λαμβάνων τον θάνατον, πάντοτε άντέχων γενναίως προς τους περικυκλώντας αυτόν πολεμίους, μάτην προσπαθούντας να κωλύσωσι την υποχώρησιν των ατρομήτων σταυραετών του φοβερού γέροντος. 

Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος (1798-1861)
Ο προσφιλής αυτού Τσάμης κατά διαταγήν του πατρός αυτού οδηγεί την οπισθοφυλακήν, ενώ ο πολυμήχανος γέρων προπορεύεται διασχίζων ξιφήρης την Θεσσαλίαν με απόφασιν πανελλήνιον να δώση χείρα αρωγόν εις τους εν Μεσολογγίω πολιορκηθέντας αδελφούς. 

Εισερχόμενος όμως εις την Ήπειρον, συναντά έτερον τουρκικον στρατόν, μεθ’ ου συνάπτει σειράν μαχών (εις Κομπότι, Πλάκαν κτλ.) και τέλος φθάνει μετά των απηυδηκότων συμμαχητών αυτού εις το Μεσολόγγιον, ένθα συμπολεμεί μετά των συμπολιορκουμένων αδελφών του τον κοινόν εχθρόν του έθνους.

 Λυθείσης δε της πολιορκίας του Μεσολογγίου, ο Καρατάσος ως αστραπή εμφανίζεται εις Εύβοιαν, όπου μάχεται ηρωικώς και μεταβαίνει εις Θετταλομαγνησίαν. 

Εκείθεν βλέπομεν τον ηρωικόν γέροντα πέμποντα τον υιόν αυτού  Τσάμην εις το νησίον 'Αλατά, ένθα ο αντάξιος ούτος υιός μεγάλου πατρός καταστρέφει τετρακοσίους έχθρούς. 

Καθ’ όν χρόνον ο γέρων έπιτίθεται όρμητικώς κατά του υπερηφάνου στρατάρχου Άληοπασα, καταστρέφει και αυτόν και τον στρατόν του γενναίως, εκμηδενίζει τα άλλα τουρκικά αποσπάσματα, τα κατ’ αυτού  πεμφθέντα και κυριεύει τας σημαίας του εχθρού και τα άφθονα πολεμοφόδια αυτού. Ένώ δε εις την φήμην του θριάμβου του προσφιλούς υιού αυτού  Τσάμη ευφραίνεται και αγάλλεται ο γηραιός πατήρ, δοξάζων τον Ύψιστον ότι αφόβως δύναται τώρα ούτος να συνέχιση τον εθνικόν αγώνα αυτού, κατερχομένου τούτου εις τον 'Αδην   και διότι καλώς εκδικείται ούτος την καταστροφήν της κοινής αυτών Πατρίδος Μακεδονίας, συνάμα και χαίρει βλέπων τον Τσάμην του διώκοντα τους τυράννους και κυριεύοντα σημαίας, συνθηκολογεί μετά του Κιουταχή και επιβάλλει αυτώ όρους σκληρούς, τούτ’ εστι να παραχώρηση την αρχηγίαν των όπλων των επαρχιών της Θεσσαλίας εις τον Μήτρον Μπασδέκην, τον Λιακόπουλον και Βελέντζαν και περιχαρής φθάνει εις την Σκιάθον, ένθα γενναίως αποκρούει την απόβασιν των πληρωμάτων του τουρκικού στόλου και σώζει την ειρημένην νήσον και όλας τας βορείους Σποράδας. 

Εν έτει 1824 και 1825 γενναίως και αποτελεσματικώς μάχεται κατά του υπερηφάνου Ίμβραήμ πασά, ματαιώνων τα ολέθρια σχέδια αυτού  κατά της Ύδρας. 

Επί τω ακούσματι της προθέσεως ταύτης του Ίμβραήμ πασά να καταλάβη το Νεόκαστρον, ο ακούραστος γέρων ως αστραπή εμφανίζεται προ της κινδυνευούσης πόλεως,
 παραπλεύρως έχων πάντοτε τον προσφιλή υιόν αυτού  Τσάμην. 
Άμφότεροι καταλαμβάνουσι την επικινδυνωδεστέραν θέσιν εις τα πεδία της περί ης ο λόγος πόλεως, πλησίον του στρατοπέδου του Ίμβραήμ και στρατοπεδεύει εις το μικρόν χωρίον Σχοινόλακκον , ένθα οχυρούται με τους περί αυτόν χιλίους πεντακοσίσους ανδρείους.
Ο σατράπης της Αίγυπτου μανιώδης επιπίπτει κατά των άλλων Ελλήνων και κατά του στρατοπέδου αυτού  εφορμών και δυστυχώς τους αποκρούει, στρεφόμενος ο βάρβαρος πανστρατιά κατά του Καρατάσου, θεωρών αυτόν ευάλωτον λάφυρον, περικυκλοί αυτόν πανταχόθεν.
 Οι άγριοι Άραβες επιχειρούσι δέκα επανειλημμένας εφόδους κατά των δυο εκ πλίνθων εκτισμένων οικιών του δοξασμένου χωρίου, ένθα εκλείσθησαν οι ανδρείοι Μακεδόνες περί τον ατρόμητον γέροντα αυτών, όστις θαυμασίως αποκρούει και τας δέκα λυσσαλέας εφόδους του αιγυπτιακού στρατού, επενεγκών αυτώ μεγάλην θραύσιν και τελείως καταισχύνας τους πολέμιους δια της καταδιώξεως αυτών έως του στρατοπέδου αυτών. 

Περί την δείλην εξέρχεται ξιφήρης μετά των ανδρείων αυτού, οίτινες συλλέγουσι τα εσκορπισμένα όπλα και πολεμοφόδια των βαρβαρών επί του πεδίου της νικηφόρου μάχης και αποστέλλει αυτά εις Ναύπλιον προς την τότε προσωρινήν Κυβέρνησιν της Ελλάδος ως πρώτον τρόπαιον της ελληνικής ανδρείας κατά των Αράβων.
Ως είδομεν ήδη εξ όλης της αφηγήσεως καθ’ όλας τας μάχας ο υιός του γερω Καρατάσου Τσάμης ίσταται παρά τω ενδόξω πατρί αυτού  μέτοχος και των κινδύνων και των θριάμβων αυτού.
Παρακολουθούντες την μετά ταύτα πορείαν του πολέμου, ασμένως βλέπομεν τον γέροντα πατέρα μετά του υιού αυτού  Τσάμη πολεμούντας καρτερικώς εις διάφορα άλλα μέρη της Ελλάδος και διαφυλάττοντας τας Σποράδας νήσους κατά των εν Καρύστω, Εύβοια, Θεσσαλία και Μακεδονία εστρατοπεδευμένων εχθρών.
Το λάβαρο των Μακεδονικών δυνάμεων
της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
Εν τούτοις η επανάστασις αύτη της Μακεδονίας, διατηρηθείσα καθ’ όλον το πρώτον έτος του 'Ιερού και πανελληνίου αγώνος και κατά τους πρώτους μήνας του επομένου έτους 1822 εις τα σπλάγχνα της τουρκικής αυτοκρατορίας, πλησίον της Θράκης, υπήρξεν ούτως ειπείν η εμπροσθοφυλακή των κατά την Πελοπόννησον και την λοιπήν Χέρσον Ελλάδα αγωνιζομένων Ελλήνων, απησχόλησε δε 60 περίπου χιλιάδας εμπειροπολέμων Τούρκων, εξ ων πολλούς έφθειρεν, εχορήγησε την ευκαιρίαν και άνεσιν τοις λοιποίς Έλλησι να καταστρέψωσι τας επιτοπίους φρουράς και τας κατά τόπους τουρκικάς δυνάμεις, να κυριεύσωσι φρούρια και πόλεις και ούτω να παγιώσωσι κατά το έφικτον τον έθνικον αγώνα.
Μετά την άφιξιν του Καποδιστρίου ως κυβερνήτου ο γέρω Καρατάσος διωρίσθη χιλίαρχος της έβδομης χιλιαρχίας και συνεξεστράτευσε και συνηγωνίσθη κατά τας τελευταίας μάχας του 1828 και 1829 μέχρι της ενδόξου συνθήκης της Πέτρας, ο δε υιός αυτού  Τσάμης υπήρξε και τότε ο δεξιός αυτού βραχίων. Λήξαντος του Ίερού αγώνος ο μέγας γέρων απεσύρθη εις Ναύπακτον, ίνα ησυχάση. Εκεί μετ’ ολίγον απέθανε και εκηδεύθη εντός του καθεδρικού ναού, αξιωθείς να ίδη στεφανωμένον τουλάχιστον εν μέρει τον πολύμοχθον αγώνα αυτού προς απελεύθερωσιν της Πατρίδος. Μίαν και μόνην κληρονομιάν αφήκε τω υίώ, και τοις απογόνοις του, τον άσβεστον πόθον του να συντελέσωσι τη θεία ευδοκία εις την απελεύθερωσιν των εναπομεινασών υπό τον ζυγόν ελληνικών χωρών και αποπεράτωσιν του μεγάλου έργου του 1821, όπερ ούτος και οι μεγαλόκαρδοι σύντροφοι αυτού, διά την χαλεπότητα των καιρών, κατέλιπον ημιτελές.
Καθ’ όσον άφορα τον αντάξιον υιόν του γέρω Καρατάσου Τσάμην, ούτος νέος ακόμη και άπειρος, μετά τον θάνατον του πατρός, ιδών ότι σκληρά πολιτική κατεδίκασε την ιδιαιτέραν πατρίδα αυτού Μακεδονίαν εις την δουλείαν των βαρβάρων, φλεγόμενος δε αείποτε υπό του θείου έρωτος προς την ελευθερίαν, εσχημάτισε την ιδέαν ότι εις τούτο πταίει ο αοίδιμος κυβερνήτης, ως ανεπαρκώς μεριμνήσας διά την δύσμοιρον Μακεδονίαν και ότι προύτίθετο να κυβερνήση την Ελλάδα ουχί κατά το σύνταγμα της Τροιζήνος, αφού κατήργησεν αύτο τω 1828 εν Αίγίνη.

 Η σφαλερά αύτη αντίληψις των πραγμάτων της Πατρίδος, εξήψε την ζωηράν φαντασίαν του νέου Καρατάσου και τον οδηγεί εις την ολισθηράν θέσιν του αντάρτου κατά της κυβερνήσεως.

Πρώτος ύψωσεν ο Τσάμης Καρατάσος την σημαίαν της ανταρσίας και πρώτος ετάχθη εις την φάλαγγα της σχηματισθείσης τότε αντιπολιτεύσεως.
Τα μετά ταύτα διαδραματισθέντα είναι γνωστά.

Άλλωστε, η λεπτομερής αφήγησις των τοιούτων συμβάντων εκ του βίου του προκειμένου ήρωος, άσχετος ούσα προς την άμεσον δρασιν αυτού  υπερ της φίλης Μακεδονίας, εκφεύγει του ημετέρου προγράμματος έφ’ ω και επανερχόμεθα εις την συνέχειαν της δράσεως του ήρωος εξ απόψεως εθνικής.
Επί δέκα και επέκεινα έτη συνεκράτει ο Τσάμης Καρατάσος το άλγος της πατριωτικής ψυχής αυτού  επί τη σκληρά αποκληρώσει της φιλτάτης αυτού  Μακεδονίας και τη εγκαταλείψει αυτής εις τον τουρκικόν ζυγόν• αλλά φύσει ευαίσθητος η ψυχή αυτού  προς παν αδικούμενον, ήναψε τέλος το ιερόν πυρ της φιλοπατρίας και ο ενθουσιώδης πατριώτης έδραμεν ίνα επαναστατήση την Μακεδονίαν.

Δυστυχώς το ευγενές διάβημά του τούτο απέτυχεν εν [τη] αρχή αυτού.

 Έκραγείσης συγχρόνως της εν Κρήτη επαναστάσεως, ο ατυχής ήρως ώρμησεν εις την μεγαλόνησον, 'ίνα συμμεθέξη του αγώνος εκείνου, αλλ’ εις μάτην.

Η επανάστασις αποτυγχάνει και ο Καρατάσος επανέρχεται περίλυπος, αντί αμοιβής δε των πατριωτικών αρετών αυτού  ευρίσκει καταδιωγμούς και φυλακίσεις.

Καί βελτιούται μεν επαισθητώς η ατομική θέσις του Καρατάσου, μετά την 3ην 7/βρίου, εκλεγέντος πληρεξουσίου της εθνικής συνελεύσεως.

Κατόπιν διορίζεται υπασπιστής του βασιλέως ’Όθωνος, εφελκύσας την αγάπην του άνακτος διά την σταθερότητα και την ειλικρίνειαν του χαρακτήρος αυτού. 

Αλλ΄ οι άνδρες του ηθικού αναστήματος του Καρατάσου, δεν αρκούνται εις την σφαίραν των οπλικών παρασκηνίων και ο ημέτερος ήρως μετά οκταετή υπηρεσίαν αποσύρεται των ανακτόρων, αναλαμβάνων νέαν θέσιν, την του νομοεπιθεωρητου Αρκαδίας, αλλά και εν αύτή δεν καθησυχάζει τον σάλον της γενναίας   ψυχής αυτού  ο προς την ιδιαιτέραν Πατρίδα έρως αυτού.
«Εν όσω η πατρίς μου Μακεδονία στενάζει 
υπό τον άτιμον ζυγόν των Αγαρηνών, 
τίποτε δεν δύναται να με ευφραίνη και με ευχαριστή. 
Η ιερά σκιά του πατρός μου συχνάκις με επιπλήττει κατ’ όναρ 
ότι είμαι παραβάτης του φρικτού και ιερού όρκου του 1821». 

Ταύτα έλεγε συνήθως ο απαρηγόρητος τουρκομάχος και εν τη τιμία συνειδήσει του ωνειροπόλει τα περασμένα χρόνια των μαχών και αγώνων κατά του τυράννου.
 Με αγωνίαν ψυχής ανέμενεν ο ανήρ να ανατείλη η ημέρα του νέου υπέρ ελευθερίας αγώνος.

Έφθασε τέλος η εποχή του κριμαικού πολέμου και ο Καρατάσος επιχειρεί την κινδυνωδεστάτην εκστρατείαν εις την προσφιλή αυτού  Μακεδονίαν.

Εν μέσω βαρυτάτου χειμώνος, με ελάχιστα μέσα, συλλέγει περί τους χιλίους ανδρείους, οπλίζει αυτούς κατά δύναμιν, παρασκευάζει μικρόν στολίσκον, επιδεξίως διαφεύγει την προσοχήν τοσούτων συμμαχικών αγγλογαλλικών και τουρκικών πλοίων και φθάνει εις την παραλίαν της Μακεδονίας. Αποβιβάζεται μετά των συναγωνιστών αυτού  επί της Χαλκιδικής χερσονήσου.

Ιερείς, καλόγηροι και πολίται πάσης κοινωνικής τάξεως και ηλικίας προσαγορεύουσιν αυτόν ως σωτήρα. Άποβάς εις την παραλίαν της Μακεδονίας ο Τσάμης γενναίως προστάζει να πυρποληθή ο αποβιβάσας τον στρατόν αυτού  στολίσκος, ίνα αφοσιώση τους συναγωνιστάς αυτού  εις την νίκην η εις τον ευκλεή υπέρ της Πατρίδος θάνατον, καθισταμένης ούτω αδυνάτου της διά θαλάσσης επανόδου αυτών εις την Ελλάδα.

Θαρραλέος προβαίνει εις τα ενδότερα της Μακεδονίας, ως αστραπή επιπίπτει κατά της εν τω χωρίω Συκιά τουρκικής φρουράς εκ 200 ανδρών αρνηθέντων δε τούτων να παραδοθώσιν, εκπορθοί την θέσιν, παραδίδων τους πολιορκουμένους εχθρούς ολοκαύτωμα, διατρέχει ανά τα χωρία της Μακεδονίας, συνάπτει σειράν μαχών προς τους Τούρκους, διατρέχει τον έσχατον των κινδύνων και όμως διατηρείται επί 3 μήνας εν τω κέντρω της τουρκικής δυνάμεως παλαιών προς παντοδαπάς στερήσεις.
Ανίκανος η Τουρκία να τον εξώση του μακεδονικού εδάφους, επικαλείται την προς τούτο μεσολάβησιν των συμμάχων αυτής δυνάμεων Αγγλίας και Γαλλίας.

Και καθ’ ην ώραν ο Τσάμης μάχεται προς τους Αγαρηνούς εμφανίζονται τα συμμαχικά πλοία και αναγκάζουσι τον ατυχή τουρκολέτορα να κόψη το γλυκύτατον εκείνο στάδιον της ζωής αυτού  και να επιστρέψη εις την Ελλάδα.

Μόλις επανήλθεν εις την ελευθέραν γωνίαν της ελληνικής Πατρίδος γίνεται αντικείμενον διαφόρων άδικων πολιτικών καταδιωγμών.
Αλλ’ η μεγάλη ψυχή του ανδρός έμεινεν ακλόνητος 
διότι ούτος ανέπνεε και έζη
 μόνον διά την ατυχή Μακεδονίαν του ! . 

Εν τω μεταξύ, μαθών τα του εξισλαμισθέντος έδελφού του εν Αίγύπτω, μετέβη εκεί προς αναζήτησιν αυτού, περί ου έγένετο μνεία.
Έπανακάμψας εξ Αίγύπτου τω 1858 έσπευσε να λάβη μέρος εις τον υπέρ απελευθερώσεως της Ιταλίας αγώνα, στρατολογών τους συμμαχητάς. Κατηγορηθείς όμως επί τούτω εφυλακίσθη αδίκως επί πολλούς μήνας.
 Το αγλαόν τέκνον της αγνής ελευθερίας εφλέγετο υπό  του διακαούς πόθου να συμπολεμήση υπέρ της έλευθερίας της αδελφής Ιταλίας.
Έφρόνει ιπποτικώτατα, ως Καρατάσος, ότι οι εχθροί αυτού  θέλουσι παραιτηθή  της καταδιώξεως αυτού εάν παρητείτο   ούτος του βαθμού του συνταγματάρχου, όν εφερε.
Καί αμ’ έπος αμ’ έργον. 
Εφαρμόζει εφ’ έαυτού  την μεγάλην αλήθειαν του Χριστιανισμού, «όστις ταπεινούται χάριν σκοπού ευγενούς και ίερού, δεν εκπίπτει της θέσεως αυτού οίοιδήποτε  και αν είναι οι εξευτελισμοί εις ούς υποβάλλεται».

«Λάβατε, λέγει ευθαρσώς ο ήρως προς τους εχθρούς αυτού, τον βαθμόν, όν μοι εδώσατε !
 Ούδεμίαν πλέον υποχρέωσιν έχω προς υμάς ! 
Ως απλούς πολίτης υπάγω να τιμήσω το ελληνικόν όνομα, 
αγωνιζόμενος υπέρ της ελευθερίας αδελφικού λαού» και μεταβαίνει εις Ιταλίαν. 

Άτυχώς όμως έφθασε μόνον περί το τέλος της πολιορκίας της Γαέτας' κατ’ ακολουθίαν ουδέν άλλο κατώρθωσεν είμή να ίδη μετ’ εύχαριστήσεως εκπνέουσαν την αποτρόπαιον βουρβωνικήν τυραννίαν .
Μετά τινάς μήνας, της εν Ιταλία διαμονής, μεταβαίνει ο ήρως εις Γαλλίαν και Αγγλίαν ως απόστολος των υποδουλωμένων λαών της Τουρκίας.

 Οι ομογενείς, μικροί και μεγάλοι πάσης κοινωνικής τάξεως ως και επίσημοι ξένοι, υποδέχονται ενθουσιωδώς τον ατρόμητον αγωνιστήν της ελευθερίας.

 Παντού ομιλεί, συνηγορεί, παντού προσπαθεί να πραγματοποιήση το χρυσούν όνειρον της τρικυμιώδους ζωής αυτού, την απελευθέρωσιν της πατρίδος αυτού  Μακεδονίας.

Εν Αγγλία διαμένων ακούει την κλαγγήν των τυραννοκτόνων όπλων των επαναστατησάντων κατά της τυραννίας ομόρων της Μακεδονίας σλαβικών λαών και σπεύδει εις Όδησσόν, ένθα πρώτος των Ελλήνων μετά 40 έτη τελεί αρχιερατικόν μνημόσυνον ύπέρ του πρωταθλητού και εθνομάρτυρος της ελληνικής ανεξαρτησίας Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε', κατασπαζόμενος εν συγκινήσει τον ιερόν αυτού τάφον, ωσάν [να] προησθάνετο ότι εντός ολίγου έμελλε και αυτός να τον ακολουθήση εις την αιωνίαν ζωήν. Άνακουφισθείς ψυχικώς όρμαται εις Σερβίαν, σκοπόν έχων εκείθεν να πετάξη και αύθις ως άετός εις την προσφιλή αυτού  Μακεδονίαν, ινα εκεί ύψώση την περιπόθητον της ελευθερίας σημαίαν.

 Άτυχώς όμως φθάσας εις Βελιγράδιον απέθανε πενέστατος και ετάφη τη συνεισφορά των αύτόθι ομογενών. Συγκινητικώτατος υπήρξεν ο αποχαιρετισμός του ήρωος μετά του υιού αυτού Αναστασίου (νυν ταγματάρχου του πεζικού):
 «Αποθνήσκω, υιέ μου, επί της κλίνης, 
ενώ ηυχόμην αείποτε να πέσω επί του πεδίου της μάχης. 
Ναί, αποθνήσκω πριν η ίδω την γενέτειράν μου Μακεδονίαν ελευθέραν, 
 υπέρ ης και οι προπάτορές μας και ο πάππος σου και εγώ ηγωνίσθημεν.
 Σοί κληροδοτώ το αυτό της φιλοπατρίας αίσθημα.
 Άφες τα οστά μου πλησίον ηρώων,
 πλησίον του Ρήγα του Φεραίου' άπελθε συ εις [την] Ελλάδα, 
παρηγόρησον την τεθλιμμένην μητέρα σου, 
γενού πατήρ εις τους ανηλίκους αδελφούς σου, 
πρόσφερε τον τελευταίον ασπασμόν εις τους φίλους μου και, 
ενόσω η πατρίς μας είναι δούλη, μη μετακινήσης εντεύθεν την κόνιν μου.
Όταν δε η πατρίς μας Μακεδονία ανακτήση την ελευθερίαν της, τότε, 
εκπληρών ιερόν καθήκον, 
μετακόμισον  τα οστά μου και τα οστά του εν Ναυπάκτω τεθαμμένου πάππου σου 
και εναπόθεσον αυτά εις τον κοινόν τάφον των προγόνων μας».

Και εξέπνευσεν . . .
Θραύεται πας κάλαμος πειρώμενος να προσθέση έστω και ολίγά τινα προ τοιούτου ύψους ιδεών, έργων και αισθημάτων
Άπέθανες, τετιμημένε Τσάμη,
εφαρμόσας διά του βίου σου το μέγα και αλάνθαστον ρητόν,

«ο ασφαλέστερος ημών συνήγορος είναι η αξία μας».

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΩΡΑΙΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΣΟΥ ΦΙΛΕ