Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Η Μακεδονία στην Εθνική Παλιγγενεσία. ΤΟ «ΚΟΙΝΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ» Θεσσαλονίκης και οι περιπέτειες του

François Pouqueville 
(1770-1838)
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΧ. ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ
ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Θεσσαλονίκη 2008
* Πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε στις 21.03.2007.


Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 
ΠΡΙΝ, ΚΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ 
ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Προσφάτως, ξένος επιστήμονας αναφερόμενος στον Ελληνισμό της Θεσσαλονίκης κατά το 1821 διατύπωσε την άποψη ότι

«το οθωμανικό κράτος δεν είχε μακροπρόθεσμο συμφέρον να εξαλείψει τους Έλληνες ούτε να τους εξουθενώσει οικονομικός. 

Αντιθέτως, είχε ανάγκη από το εμπορικό τους δαιμόνιο, οσάκις αποφάσιζε να χαλιναγωγήσει τους πάντοτε ενοχλητικούς Αλβανούς».

 Αυτός ο ισχυρισμός υποδηλώνει ότι οι σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης αποτέλεσαν περιστασιακό ατύχημα στη λειτουργία ενός έλλογου μηχανισμού, ο οποίος λειτουργούσε με βάση τα «μακροπρόθεσμα» συμφέροντά του.

Αντιθέτως, νομίζω ότι τα δεινά των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης -όπως και οποιαδήποτε συστηματική καταστροφή κοινωνικού πυρήνα -δεν ήταν απλώς τυχαίο συμβάν της οθωμανικής ιστορίας, αλλά οργανικό προϊόν της οθωμανικής κοινωνίας.

Το ίδιο ισχύει και για τις δηλώσεις που πραγματοποίησαν αιγυπτιακά στρατεύματα εις βάρος χριστιανικών και μουσουλμανικών χωριών της Κύπρου -αδιακρίτως- την ίδια εποχή, όπως και για τις εκτεταμένες καταστροφές εκ μέρους των Οθωμανών όχι απλώς κατοικημένων τόπων, αλλά παραγωγικών μηχανισμών μεγάλης σημασίας, όπως η Χίος.

Η αντίληψη που αποδίδει στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό των αρχών του 19ου αι. την ικανότητα να αντιλαμβάνεται ή όχι τα «μακροπρόθεσμα συμφέροντά» του έχει μικρή σχέση με την πραγματικότητα.

Είναι αναγκαία μια προκαταρκτική παρατήρηση για τη σχέση προφορικής και γραπτής παράδοσης:

οι σημερινοί Θεσσαλονικείς, των οποίων πρόγονοι κατοικούσαν στη Θεσσαλονίκη κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αι. είναι ασφαλώς λίγοι.

 Η τοπική προφορική παράδοση για την επανάσταση έχει εκλείψει.


Ψήγματά της συγκεντρώθηκαν παλαιότερα χάρη στις φιλότιμες αλλά ατομικές προσπάθειες του Χρίστου Γουγούση  και της Αγγελικής Μεταλλινού.

 Μας λείπουν τα ημερολόγια, τα οικογενειακά κατάστιχα, οι ανέκδοτες ή δημοσιευμένες αφηγήσεις από τον 19ο αι., που θα είχαν καταγράψει την τοπική παράδοση για όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο της επανάστασης.
Σήμερα βασιζόμαστε μόνον σε γραπτές πηγές τριών βασικών κατηγοριών:

(α) Αναφορές των ευρωπαίων προξένων,
(β) Οθωμανικά έγγραφα και κατάστιχα και
(γ) Κώδικες της ελληνικής κοινότητας Θεσσαλονίκης.

Προξενικές αναφορές έχουν δημοσιευτεί αρκετές. Το ίδιο ισχύει και με τις οθωμανικές πηγές, αν και πιστεύω ότι πολλές λανθάνουν αμετάφραστες. Όσο για τις πηγές της ελληνικής κοινότητας ελάχιστα αξιοποιήθηκαν και θα μας απασχολήσουν ιδιαιτέρως κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει.
Οι πρωτοπόροι και οι συνεχιστές της έρευνας
Ο πρώτος ιστοριογράφος
 που έδωσε πληροφορίες
 για την επανάσταση στη Μακεδονία 
γενικότερα και τη Θεσσαλονίκη ειδικότερα ήταν 
ο Pouqueville, 

στο τετράτομο έργο του με θέμα την ελληνική επανάσταση
(κατά την περίοδο 1821-1824), το οποίο εκδόθηκε το 1838 στο Παρίσι.
Το έργο αυτό μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα και εκδόθηκε στην Αθήνα το 1890-1891.
Σε ό,τι αφορά τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης ο Pouqueville στηρίχθηκε σε πληροφορίες του γάλλου προξένου Bottu, επιλογή πολύ φυσιολογική αφού και ο ίδιος ο συγγραφέας είχε διατελέσει πρόξενος της Γαλλίας στα Ιωάννινα και την Πάτρα.

 Οι ειδήσεις του για την κοινωνία της Θεσσαλονίκης είναι λίγες και αποσπασματικές. Από τους Θεσσαλονικείς αναφέρεται μόνον ο Μανόλης του Κυριακού ή Τζανόγλου, για τον οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια.
 Αντιθέτως δίδεται ιδιαίτερη σημασία στις ενέργειες και παραλείψεις των διοικητών της Θεσσαλονίκης, και ιδιαιτέρως του πασά Μαχμούντ Εμίν (επονομαζόμενου Αμπντούλ Αμπούτ) και στις πραγματικές ή υποτιθέμενες ενέργειες του Bottu για τη σωτηρία των χριστιανών της πόλης.

Η γενική άποψη του Pouqueville ήταν ότι οι χριστιανοί της Μακεδονίας αναγκάσθηκαν να επαναστατήσουν από τον φόβο των αντιποίνων, ενώ ειδικώς στη Νάουσα η εξέγερσή τους προκλήθηκε σκοπίμως από τον ίδιο τον Μαχμούντ Εμίν.

Αυτή η υποκειμενική θεώρηση -που χρησιμοποιείται ως ερμηνευτικό εργαλείο στην αφήγηση με κουραστική συχνότητα- υπονόμευσε το έργο του Pouqueville και τη μεγάλη χρησιμότητά του, το οποίο μας δίδει πολλές και συχνά λεπτομερειακές ειδήσεις για τις μάχες, τις εκστρατείες και τα αντίποινα εις βάρος του τοπικού πληθυσμού.

 Επειδή, μάλιστα, ο Bottu είχε άμεση επαφή με τον Μαχμούντ Εμίν, συχνά αναφέρονται (ανεξαρτήτως της πιστότητάς τους) και οι εκδοχές του τελευταίου.

Πάντως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πρόκειται για συνολική ιστορία της ελληνικής επανάστασης, στην οποία η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνει μόνον μερικές σελίδες.

Το ίδιο ισχύει και για το έργο του Raffenel που εκδόθηκε το 1825, όπως και του Σπυρίδωνος Τρικούπη σχετικά με την ιστορία της ελληνικής επανάστασης, που εκδόθηκε το 1860.

 Ήταν και εκείνος πληροφορημένος, από διαφορετικές πηγές, για την έκρηξη της επανάστασης στη Μακεδονία το 1821 και περιέγραψε τα πολεμικά γεγονότα στη Χαλκιδική, τη Νάουσα και τον Όλυμπο. 
Στην εξιστόρησή του αναφέρεται τηλεγραφικώς και στη Θεσσαλονίκη: οι πρόκριτοι της πόλης, όπως και των επαρχιών, καλούνται και κρατούνται ως όμηροι. 

Σε αντίποινα για την εξέγερση στον Πολύγυρο αποκεφαλίζονται ο επίσκοπος Κίτρους, ο Χριστόδουλος Μπαλάνος, ο Χρίστος Μενεξές και κάποιος Κυδωνιάτης. 

Δύο χιλιάδες χριστιανοί φυλακίζονται στον ναό και την αυλή της μητρόπολης. 
Πολύ καλά ενημερωμένος για την επανάσταση στη Νάουσα και λιγότερο για τη Θεσσαλονίκη ήταν ο Ν. Γ. Φιλιππίδης, ο οποίος έδωσε σειρά διαλέξεων το 1879 στον «Παρνασσό», έχοντας προηγουμένως μιλήσει και με αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. 
Το πλεονέκτημα της αφήγησής του είναι ότι ξεκινά από το καθεστώς του Αλή πασά πριν από τα καθ’ αυτού γεγονότα της επανάστασης.


Το ερώτημα για τον ρόλο της Θεσσαλονίκης κατά την επανάσταση του 1821 τέθηκε ουσιαστικά στη δεκαετία του 1930, με αφορμή τους καθυστερημένους (λόγω της μικρασιατικής εκστρατείας) εορτασμούς για την 100ετηρίδα από την εθνική παλιγγενεσία. 

Μάλιστα, στη δημοτική αγορά που άρχισε να λειτουργεί στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης δόθηκε η ονομασία «Αγορά Βλάλη», ενός εκ των μαρτύρων της επανάστασης, ενώ οι δρόμοι έλαβαν ονόματα προκρίτων της Θεσσαλονίκης, είτε θανατωθέντων κατά το 1821 (Μπαλάνος, Μενεξές) ή πολύ μεταγενεστέρων (Αυγερινός).
 Υπήρξε εμφανής όμως στις ονοματοδοσίες η επιρροή του πνεύματος του εορτασμού του 1821.

 Ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Αντώνιος Κεραμόπουλλος, αρχαιολόγος στην ειδικότητα, καταγόμενος από τη Δυτική Μακεδονία, εξέδωσε το 1939 στην Αθήνα το μελέτημα
 «Οι Βόρειοι 'Έλληνες κατά το Εικοσιένα»
 (και αυτό το έργο δεν αναφέρεται στον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης). Εκτός από την Αγγελική Μεταλλινού, υλικό για την τοπική ιστορία συγκέντρωνε και δημοσίευσε στον τύπο ο δημοσιογράφος Βασίλης Μεσολογγίτης. Ιστορική βιβλιογραφική έρευνα έκανε και ο γυμνασιάρχης I. Μέλφος.

Ενδιαφέρουσα είναι μία δημοσίευση του Κωνσταντίνου Σ. Τάττη, που υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου ανέκδοτου χειρογράφου στο αρχείο της οικογένειας, με ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Αλλά ο πρώτος που συνέταξε και εξέδωσε μια μικρή μονογραφία -με τίτλο
«Η δραματική συμβολή της Θεσσαλονίκης στον αγώνα του 1821»- ήταν ο δημοσιογράφος Αντώνης Θεοδωρίδης, το 1940. Μελέτησε τις λίγες διαθέσιμες δημοσιευμένες πηγές, φυλλομέτρησε τους κώδικες της Μονής Βλατάδων και προσπάθησε να σκιαγραφήσει προσωπογραφικά σχεδιάσματα Θεσσαλονικέων της εποχής της επανάστασης.

 Δεν εργάσθηκε ως ιστορικός, σημειώνει ο ίδιος, αλλά ως δημοσιογράφος, που σκόπευε να παροτρύνει τους ειδικούς για την «κατάρτισι του χρονικού της Θεσσαλονίκης του Εικοσιένα», για το οποίο πίστευε ότι ««αξίζει τον κόπο να μην ξεχνιέται παραχωμένο στα αραχνιασμένα βάθη των αρχείων». Η έκφραση είναι παραστατική, αλλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού κανένα τοπικό αρχείο δεν ήταν τότε γνωστό, εκτός από το προαναφερθέν αρχείο Τάττη (στο οποίο ο Θεοδωρίδης έκανε σαφή αναφορά) και φυσικά τα οθωμανικά αρχεία. Ας σημειωθεί ότι το μικρό βιβλίο του Θεοδωρίδη δεν αναφέρεται στον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.


Την ίδια χρονιά, στον παρθενικό τόμο των ««Μακεδονικών» της ΕΜΣ, ο Κωνσταντινουπολίτης λόγιος Αβραάμ Παπάζογλου δημοσίευσε μια σπουδαία άμεση οθωμανική μαρτυρία, του ιεροδικαστή Χαϊρουλλάχ.

 Ο βίος του Παπάζογλου δυστυχώς υπήρξε βραχύς, αφού πέθανε το επόμενο έτος σε ηλικία μόλις 31 χρόνων.

Βασδραβέλλης Ιωάννης 
(1900-1981)
Ιδρυτικό μέλος της ΕΜΣ
Στο μεταξύ είχε ξεκινήσει τη δράση του ένας άλλος επίμονος ερευνητής, ο Ιωάννης Βασδραβέλλης, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος.

 Εξέδωσε -και εκείνος το 1940, πάλι από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών- το έργο

«Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας», 

στηριγμένος εν πολλοίς στη βιβλιογραφία και εν μέρει σε οθωμανικά έγγραφα του ιεροδικείου της Βέροιας, τα οποία είχε εντοπίσει ο δημόσιος λειτουργός Νικόλαος Τότσιος και με φροντίδα του είχε μεταφράσει ο Σωκράτης Αναγνωστίδης.

Ο μακαριστός Βασδραβέλλης -επί πολλά έτη γενικός γραμματέας της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών- είχε αντιληφθεί την τεράστια σημασία των οθωμανικών πηγών.

Και όσο και αν φαίνεται περίεργο, η κατοχική τριετία 1941-1944 αποτέλεσε τη χρυσή περίοδο της μετάφρασής τους.

Διαπρεπείς γνώστες της οθωμανικής νομοθεσίας (όπως ο Δημήτριος Δίγκας και ο Κωνσταντίνος Τσώπρος) και τουρκομαθείς (Λάζαρος Μαμζορίδης, Θεόδωρος Συμεωνίδης και Χαρίτων Εμμανουηλίδης) μετέφρασαν μέσα στην Κατοχή εκατοντάδες οθωμανικά έγγραφα, χάρη στην πρωτοβουλία και την επιμονή του Βασδραβέλλη.

Ταυτοχρόνως, το 1943, ο Μιχαήλ Λάσκαρις, διαπρεπής καθηγητής της Ιστορίας των Λαών της Χερσονήσου του Αίμου, εξέδωσε στο Βουκουρέστι τις αναφορές των προξένων της Γαλλίας και της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη για την περίοδο 1821-182613. Ήταν η πρώτη ουσιαστική επιστημονική συνεισφορά προς την κατεύθυνση των ευρωπαϊκών πηγών, η οποία αποτέλεσε και τον ακρογωνιαίο λίθο των σημερινών γνώσεών μας.

Το 1946, πάλι μέσω της ΕΜΣ, ο Βασδραβέλλης εξέδωσε τη βραχεία μελέτη
 «Η Θεσσαλονίκη κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας», στην οποία αξιοποίησε τα μεταφρασθέντα οθωμανικά έγγραφα και τη συναφή βιβλιογραφία, όχι όμως και τη συμβολή του Λάσκαρι.
Βακαλόπουλος Απόστολος
(1909-2000)

 Αυτό έπραξε τον επόμενο χρόνο ο αείμνηστος Απόστολος Βακαλόπουλος, ο πρώτος επαγγελματίας ιστορικός που ασχολήθηκε με το θέμα.
Στο βιβλίο του
 «Η Θεσσαλονίκη στα 1430, 1821 και 1912-1918», 
εκπόνησε ένα σύντομο σχεδίασμα των συμβάντων στη Θεσσαλονίκη, συνδυάζοντας προξενικές πηγές, προφορική παράδοση και τη μαρτυρία του Χαϊ'ρουλλάχ, όχι όμως τα μεταφρασμένα οθωμανικά έγγραφα.

 Ο Απ. Βακαλόπουλος είχε ήδη ασχοληθεί με την επανάσταση στη διατριβή του

«Πρόσφυγες και προσφυγικό ζήτημα κατά την επανάστασιν του 1821» 

την οποία είχε εκδώσει το 1939, αλλά και στην υφηγεσία του

 «Αιχμάλωτοι Ελλήνων κατά την επανάστασιν του 21», που εκδόθηκε το 1941.

Ο επόμενος στη σκυταλοδρομία της προπολεμικής γενεάς ήταν ένας ερευνητής αμερικανικών αρχείων, ο εκπαιδευτικός Γεώργιος Σούλης, που δυστυχώς έφυγε -όπως και ο Παπάζογλου- σε νεαρή ηλικία.

 Στο πρώτο μεταπολεμικό τόμο των «Μακεδονικών» δημοσίευσε τις επιστολές ανώνυμου Βρετανού, τις οποίες ο συντάκτης τους είχε στείλει το 1821 στη Σμύρνη, στον αμερικανό ιεραπόστολο Πλίνιο Φλινκ.

 Λιτές και πλήρεις λεπτομερειών, οι ειδήσεις εκείνες επιβεβαίωσαν δημοσιευμένες μαρτυρίες και κάλυψαν μερικά κενά. Δυστυχώς, δεν έχει εντοπιστεί ακόμη ο «ανώνυμος Βρετανός».

Θα περίμενε κανείς να γραφτεί τότε μια συνολική μελέτη για τη Θεσσαλονίκη της επανάστασης, εν όψει και της 50ετηρίδος του 1962. Θα περίμενε επίσης τη συνέχιση της αναζήτησης νέων πηγών. Ωστόσο, πέρασαν πάνω από 25 χρόνια χωρίς τίποτε νέο, αν εξαιρέσουμε τα μεταφρασθέντα κατά την Κατοχή οθωμανικά έγγραφα που δημοσίευσε ο Βασδραβέλλης, πάλι μέσω της ΕΜΣ, το 1952.

 Έτσι η σκυτάλη πέρασε στη νεότερη επιστημονική γενεά.

Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος 
(Θεσσαλονίκη, 1951)
Στη δεκαετία του 1970 ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, ανέδειξε λανθάνουσες πηγές της ελληνικής κοινότητας16 και δημοσίευσε στα «Μακεδονικά» προξενικές αναφορές πλήρεις λεπτομερειών για την περίοδο κατά και μετά την επανάσταση.

Έπειτα, ο Αθανάσιος Καραθανάσης έφερε στο φως άφθονα τεκμήρια από τα γαλλικά αρχεία για την προεπαναστατική και την επαναστατική περίοδο.

Τέλος, ο Βασίλης Δημητριάδης δημοσίευσε το 1997 μια σπουδαία οθωμανική πηγή, την απογραφή του 1835.

 Με την ίδια πηγή ασχολήθηκε ταυτοχρόνως και η ερευνήτρια Μερόπη Αναστασιάδου.

 Το χρονικό της Ορμύλιας, που δημοσίευσε ο Χαράλαμπος Παπαστάθης, χωρίς να αναφέρεται άμεσα στη Θεσσαλονίκη, φώτισε πολλές πλευρές της κατάστασης στη γύρω περιοχή κατά την περίοδο πριν και μετά την επανάσταση.
Διαφωτιστικά στοιχεία περιέχει και ο κώδικας της ελληνικής σχολής 1825-1844 που είχε εντοπίσει παλαιότερα ο Χαράλαμπος Παπαστάθης και δημοσίευσε προσφάτως η Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου.

 Παράλληλα, η πυκνή περί τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία ιστοριογραφική δραστηριότητα επεκτάθηκε και ενίσχυσε το γνωστικό υπόβαθρο.

Το Κοινόν της Πολιτείας

Ο λεγόμενος άτιτλος κώδικας του Αγίου Αθανασίου, 
δηλαδή το λογιστικό κατάστιχο της
ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης
 που συντάχθηκε στην περίοδο 1792-1797
 και φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, 
σκιαγραφεί τη χριστιανική κοινότητα κατά την περίοδο εκείνη

Από την ανάλυση των εγγραφών φαίνεται ότι οι ορθόδοξοι έμποροι και τεχνίτες της Θεσσαλονίκης που έπρεπε να καταβάλουν στην κοινότητά τους εισφορές για το συσσωρευμένο χρέος της ανέρχονταν σε 1.100 περίπου.

Αυτό μας δίνει ένα συνολικό αριθμό περίπου 5.500 ορθοδόξων.

Στα τέλη του 18ου αι. η κοινότητα των ορθοδόξων της Θεσσαλονίκης ονόμαζε τον εαυτό της «Κοινόν της Πολιτείας». 

Η ονομασία απαντά στους κοινοτικούς κώδικες μέχρι τα μέσα του 19ου αι. Την ίδια ονομασία βρίσκουμε και σε άλλες ελληνικές κοινότητες, π.χ. στην Αδριανούπολη και τη Λήμνο.
Όπως προκύπτει από το άτιτλο λογιστικό κατάστιχο και από τους κώδικες του Αγίου Αθανασίου, της Παναγούδας και της ελληνικής σχολής, η διοικητική διάρθρωση του «Κοινού της Πολιτείας» είχε μέχρι το 1840 ως εξής:

Δεν υπάρχουν σχόλια: