Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Ιστορική Γλωσσολογία (Μεθοδολογία)


Eικόνα Α. Το δενδροειδές σχεδιάγραμμα του Α. Σλάϊχερ


Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ


(Από το βιβλίο του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη:«Μη-συμβατικές θεωρίες: Οι κερδοσκόποι του “ελληνισμού” και ο φενακισμός των αφελών» - ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη 2007)


Οι υπάρχουσες γλώσσες (τόσο οι ομιλούμενες σήμερα, όσο και αυτές που είχαν ομιληθεί στο παρελθόν) κατατάσσονται, σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια, σε συγκεκριμένες γλωσσικές ομάδες. Η κατάταξη μιας ή περισσοτέρων γλωσσών ή διαλέκτων σε μια γλωσσική ομάδα γίνεται εφ’ όσον έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχει γενετική συγγένεια μεταξύ τους, δηλ. ότι έχουν προέλθει από μια κοινή πρόγονο.



Ένα από τα πλέον γνωστά και χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η ομάδα των σύγχρονων Ρωμανικών γλωσσών (Romance languages) όπως η Ιταλική, η Γαλλική, η Ισπανική, η Ρουμανική κ.λπ. Εάν εξετάσουμε την μορφή που είχε η κάθε μία από αυτές πριν από δύο, τρεις, πέντε ή δέκα αιώνες (μέσα από αντίστοιχα κείμενα της κάθε εποχής), θα διαπιστώσουμε ότι όσο προχωράμε πίσω στο παρελθόν, τόσο περισσότερο αρχίζουν να πλησιάζουν η μία με την άλλη, μέχρις ότου συγχωνευθούν όλες σε μια πρωταρχική γλωσσική μορφή, στις αρχές περίπου της χριστιανικής εποχής. Μια ευτυχής συγκυρία έκανε να έχουν διατηρηθεί όλα τα στοιχεία αυτής της πρωταρχικής μορφής σε λογοτεχνικά έργα, κρατικά έγγραφα, διατάγματα κ.λπ. με αποτέλεσμα να έχουμε πλήρη εικόνα αυτής της αρχικής γλώσσας, που δεν είναι άλλη από την Λατινική, την γλώσσα των Ρωμαίων και Λατίνων αρχικά και στην συνέχεια των κατοίκων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας γενικότερα.
Δυστυχώς όμως για την επιστήμη της Γλωσσολογίας, τέτοιες περιπτώσεις είναι συνήθως σπάνιες και κατά κανόνα η πρωταρχική γλωσσική μορφή μιας ομάδας συγγενικών γλωσσών, η προγονική γλώσσα, δεν μαρτυρείται άμεσα με γραπτά κείμενα ή άλλους τρόπους (π.χ. προφορική παράδοση).
Άλλες γνωστές ομάδες συγγενικών γλωσσών είναι η Τευτονική ομάδα (Γερμανική, Αγγλική, Ολλανδική, Σουηδική κ.λπ.), η Σημιτική ομάδα (Αραβική, Εβραϊκή, οι εξαφανισμένες σήμερα Ακκαδική, Αμορριτική κ.λπ.), καθώς και η ομάδα των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων (Ιωνική, Αιολική, Αρκαδική, Δωρική κ.λπ.), οι οποίες θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε συγγενικές μεν, αλλά διαφορετικές γλώσσες, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.
Ατυχέστατα, οι πρωταρχικές μορφές, οι προγονικές γλώσσες αυτών των ομάδων (οι συμβατικά αποκαλούμενες Πρωτο-Τευτονική, Πρωτο-Σημιτική, και Πρωτο-Ελληνική αντίστοιχα) δεν διασώθηκαν σε γραπτή μορφή και έτσι δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία για τις «Πρωτο-γλώσσες» αυτές. Πολλά όμως γραμματικά, λεξιλογικά, συντακτικά κ.λπ. χαρακτηριστικά τους μπορούν να παραληφθούν από τις σύγχρονες γλωσσικές απογόνους τους με τις αυστηρές επιστημονικές μεθόδους και διαδικασίες της Ιστορικής Γλωσσολογίας, όπως θα δούμε παρακάτω.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η κατάταξη μιας γλώσσας σε μια γλωσσική ομάδα μαζί με άλλες συγγενικές της μπορεί να γίνει είτε λαμβάνοντας υπ’ όψη μόνον την σύγχρονη μορφή της (Συγχρονική κατάταξη) είτε εξεταζόμενη συνολικά, ανεξαρτήτως των μορφών που είχε διαδοχικά στο πέρασμα των αιώνων (Διαχρονική κατάταξη). Έτσι, π.χ. η σημερινή Ιταλική γλώσσα, κατατάσσεται συγχρονικά μαζί με την Ισπανική, Γαλλική κ.λπ. στις Ρωμανικές γλώσσες, όπως προαναφέραμε. Εάν όμως θεωρήσουμε ότι όλες οι γλώσσες της ομάδος αποτελούν απογόνους της αρχικής Λατινικής τότε μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια διαχρονική κατάταξη, όπου οι μεν Ρωμανικές γλώσσες θεωρούνται ως ένα παρακλάδι της Λατινικής, η οποία όμως μαζί με άλλες συγγενικές της, αλλά εκλιπούσες σήμερα αρχαίες γλώσσες της ιταλικής χερσονήσου (Φαλισκική, Οσκική, Ουμβρική κ.λπ.) κατατάσσονται στην λεγομένη ομάδα των Ιταλικών γλωσσών (Italic languages). Έτσι προκύπτει το γνωστό δενδροειδές διάγραμμα (βλ. Εικόνα A στην αρχή), που για πρώτη φορά παρουσιάσθηκε στην δεκαετία του 1860 από τον μεγάλο Γερμανό γλωσσολόγο Αύγουστο Σλάϊχερ (August Schleicher) και το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα με μερικές μικρές διορθώσεις.
Εκείνο που θα πρέπει να τονισθεί στην συνέχεια είναι ότι η ομάδα των Ιταλικών γλωσσών μαζί με άλλες επίσης συγγενικές της ομάδες, όπως η Τευτονική (Germanic languages), η Κελτική (Celtic languages: Ιρλανδική, Γαελική Σκωτική, Ουαλλική κ.λπ.) και η Σλαβική (Slavic languages: Ρωσσική, Πολωνική, Σερβοκροατική, Τσεχική κ.λπ.), ανήκουν στον αποκαλούμενο Δυτικό ή Ευρωπαϊκό κλάδο, που μαζί με τον λεγόμενο Ανατολικό ή Ασιατικό κλάδο, στον οποίον ανήκουν οι Ινδο-Ιρανικές γλώσσες (Σανσκριτική, σύγχρονες Ινδικές γλώσσες, Περσική, Κουρδική κ.λπ.), συναποτελούν μια μεγάλη οικογένεια γλωσσών, η οποία ονομάζεται συμβατικά ΙνδοευρωπαϊκήΑριοευρωπαϊκή ή Ινδογερμανική) οικογένεια γλωσσών (Indoeuropean family of languages). Στην οικογένεια αυτήν ανήκουν επίσης, εκτός από την Ελληνική και την Αρμενική, και ορισμένες άλλες εκλιπούσες γλώσσες ή ομάδες γλωσσών, όπως η Φρυγική, η Θρακική, η Ιλλυρική, η Δακο-Μυσική (από την οποία πιθανότατα προέρχεται η σημερινή Αλβανική), η Τοχαρική, καθώς και η λεγόμενη Μικρασιατική ομάδα γλωσσών (Anatolian languages: Χιττιτική, Λουβική, Λυδική, Λυκιακή, Παλαϊκή και Καρική).
Από την άλλη μεριά, η Σημιτική ομάδα, η οποία δεν έχει καμία συγγένεια με τις Ινδοευρωπαϊκές (Αριοευρωπαϊκές) γλώσσες, μαζί με την λεγόμενη Χαμιτική ομάδα (αρχαία Αιγυπτιακή, η διάδοχός της Κοπτική, Βερβερικές γλώσσες και διάλεκτοι κ.λπ.), κατατάσσονται σε μια άλλη οικογένεια, την Αφρο-Ασιατική οικογένεια γλωσσών (Afro-Asiatic family of languages).
Σύμφωνα με όσα εκθέσαμε παραπάνω σχετικά με τις σύγχρονες Ρωμανικές γλώσσες, που όπως αναφέρθηκε κατάγονται από την Λατινική, η Γλωσσολογία, μετά από μελέτες και έρευνες δεκαετιών, δέχεται σήμερα (και αυτό είναι πλέον επιστημονικά γενικώς παραδεκτό, εις πείσμα των διαφόρων γλωσσολογούντων τσαρλατάνων) ότι όλες οι γλώσσες της Ινδοευρωπαϊκής (Αριοευρωπαϊκής) οικογένειας θεωρούνται απόγονοι μιας αρχικής προγονικής γλώσσας, η οποία ήταν σε χρήση πριν από 6000 χρόνια περίπου.
Αυτή η προγονική γλώσσα ονομάσθηκε συμβατικά από τους γλωσσολόγους Πρωτο – Ινδο – Eυρωπαϊκή (Proto-Indo-European language) ή ΠΙΕ (PIE) συντομογραφικά.
Eίναι αυτονόητο σήμερα και παραδεκτό από τους επιστήμονες ότι αυτή η πρωτογλώσσα ήταν κάποτε η γλώσσα μιας συγκεκριμένης ανθρώπινης ομάδας, ενός ενιαίου λαού, με καθορισμένα πολιτιστικά, κοινωνικά κ.λπ. χαρακτηριστικά, αλλά με άγνωστη ή τουλάχιστον ακαθόριστη ανθρωπολογική ομοιογένεια, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος, σύμφωνα με την πλειονότητα των επιστημόνων και την τρέχουσα επιστημονική ορθοδοξία, στην περιοχή της τωρινής ΝΑ Ρωσσίας, στην λεγόμενη «Ποντική στέππα», στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου (βλ. λεπτομέρειες στο εξαιρετικό βιβλίο του J. P. Mallory: In Search of the Indo-Europeans – London 1989, το οποίο έχει μεταφρασθεί και στα ελληνικά το 1995).
Από αυτήν την πρωτογλώσσα προέκυψαν στο πέρασμα των αιώνων οι σημερινές γλώσσες της οικογένειας όπως η Ελληνική, η Γερμανική, η Ιταλική, η Ιρλανδική κ.λπ. ενώ κάποιες άλλες όπως η Χιττιτική, η Φρυγική, η Θρακική, η Ιλλυρική κ.λπ. έπαψαν να ομιλούνται και εξαφανίσθηκαν.
Η Αγγλική γλώσσα ανήκει στην Τευτονική ομάδα γλωσσών όπως έχουμε προαναφέρει, οι πρωϊμότεροι ομιλητές της οποίας ήσαν οι Αγγλοσάξωνες κάτοικοι των περιοχών της ΒΔ Γερμανίας, οι οποίοι μετανάστευσαν και κατέκτησαν το μεγαλύτερο από τα Βρεταννικά νησιά, την Βρεταννία. Ήσαν Βορειο-Ευρωπαίοι και ανήκαν στον λεγόμενο «Νορδικό» (=Βόρειο) ανθρωπολογικό τύπο. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ένας σημερινός ομιλητής της Αγγλικής ανήκει οπωσδήποτε στον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο. Έτσι και οι σημερινοί, αλλά και οι παλαιότεροι Έλληνες δεν είναι «Ινδοευρωπαίοι», αλλά ομιλητές μιας γλώσσας που ανήκει στην Ινδοευρωπαϊκή (Αριοευρωπαϊκή σωστότερα) οικογένεια γλωσσών.
Μετά από αυτές τις αναγκαίες πληροφορίες και διευκρινίσεις ας περάσουμε τώρα στην μεθοδολογία την οποία χρησιμοποιεί η Ιστορική Γλωσσολογία για την εξεύρεση και αποκατάσταση των αρχικών λέξεων της Πρωτο-Ινδο-Ευρωπαϊκής γλώσσας (βλ. για περισσότερες λεπτομέρειες το σχετικό άρθρο με τον τίτλο Word Games («Παιχνίδια με λέξεις») από το συλλογικό έργο “Black Athena Revisited” («Η αναθεώρηση της Μαύρης Αθηνάς») – London 1996 σελ. 177-205.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι αναζητούμε την αρχική μορφή της λέξης που χρησιμοποιούσαν οι ομιλητές της ΠΙΕ για την ονομαστική αρσενικού του ουσιαστικού τρεις.
Ξεκινάμε με την αρχαιοελληνική μορφή της λέξης, η οποία στην ονομαστική πτώση στο αρσενικό γένος ήταν τρεις, μια μορφή που προέκυψε από την συναίρεση ενός παλαιότερου τύπου *τρέες, ο οποίος μαρτυρείται στην συντηρητική Κρητική (δωρική) διάλεκτο. Οι αντίστοιχες λέξεις στην Λατινική και την Σανσκριτική ήσαν tres και tráyas. Από αυτές τις διαφορετικές μορφές γίνεται η αποκατάσταση της αρχικής λέξης στην ΠΙΕ με την ακόλουθη μέθοδο:
Αρχίζοντας με το προφανές, το αρχικό σύμπλεγμα tr– και η κατάληξη –s που συναντάμε τόσο στην Ελληνική, όσο και στην Λατινική και την Σανσκριτική, πρέπει να υπήρχαν και στην μορφή που είχε η λέξη στην αρχική πρωτογλώσσα. Εάν απορρίψουμε αυτήν την εκδοχή τότε πρέπει να δεχτούμε ότι αυτά προέκυψαν αργότερα ως ανεξάρτητη εξέλιξη στις τρεις γλώσσες, μια περίπτωση που αγγίζει τα όρια του απίθανου, μια και δεν υπήρξε τέτοια εξέλιξη σε καμιά γνωστή περίπτωση μέχρι σήμερα σε οποιαδήποτε γλωσσική ομάδα.
Παρομοίως μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα δισύλλαβα τρέες (Ελλην.) και tráyas (Σανσκρ.) αντιπροσωπεύουν μια γνησιότερη προσέγγιση από το tres (Λατιν.). Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τυπολογικές μελέτες : Είναι γνωστό, από έναν τεράστιο όγκο συσσωρευμένων ενδείξεων, ότι οι συναιρέσεις δύο βραχέων φωνηέντων σε ένα μόνο μακρό φωνήεν αποτελούν τις πλέον συνήθεις περιπτώσεις γλωσσικής αλλαγής/εξέλιξης, ενώ αντίθετα οι «επεκτάσεις» ενός μακρού φωνήεντος σε μια ακολουθία δύο βραχέων είναι εξαιρετικά σπάνια.
Με τον ίδιο συλλογισμό συνάγεται ότι το Ελλ. τρέες, με τα δύο του φωνήεντα σε χασμωδία, είναι λιγότερο αρχαϊκό από το Σανσκρ. tráyas, όπου τα δύο φωνήεντα διαχωρίζονται με το σύμφωνο -y- (γι). Η ονομαστική πτώση επομένως στο αρσενικό γένος για το «τρία» στην ΠΙΕ θα πρέπει να ήταν μια μορφή του τύπου *tr-x1-y-x2-s, όπου η ταυτότητα των φωνηέντων *x1 και *x2 απομένει να καθοριστεί.
Το πώς θα προχωρήσουμε πέρα από αυτό το σημείο δεν είναι, σε μια πρώτη ματιά, τόσο προφανές. Τα φωνήεντα *x1 και *x2 αντιπροσωπεύονται στην μεν Σανσκριτική με το a, αλλά στην Ελληνική με το ε. Το Λατιν. tres, όπου το e προέκυψε από την συναίρεση των *x1 και *x2, τείνει να στηρίξει την προτεραιότητα της ελληνικής περίπτωσης, παρ’ όλα αυτά όμως αδυνατεί να επιλύσει οριστικά το πρόβλημα της εξεύρεσης των φωνηέντων στην ΠΙΕ. Έτσι οι φυσιολογικοί υποψήφιοι για την κοινή μορφή της λέξης «τρία» στην ΠΙΕ είναι το *tráyas, όπως προτείνεται από την περίπτωση της Σανσκριτικής και το *tréyes, όπως προτείνεται από την Ελληνική, καθώς και τα υβρίδια *tréyas και *tráyes. Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να βρούμε έναν «κανόνα», έναν αυστηρά καθορισμένο τρόπο, ώστε να επιλέγουμε πάντα σωστά σε ανάλογες περιπτώσεις.
Αυτός όμως ο «κανόνας» στην πραγματικότητα ήταν ήδη στην διάθεσή μας για παραπάνω από έναν αιώνα. Στην δεκαετία του 1870 ένας αριθμός ειδικών επιστημόνων και μελετητών της Ινδοευρωπαϊκής είχε πραγματοποιήσει την εκπληκτική και σπουδαία ανακάλυψη ότι η διαδικασία των φθογγολογικών μεταβολών είναι φωνητικά καθορισμένη και «κανονική». Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, ότι εάν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο στην ιστορία μιας γλώσσας ο φθόγγος Α εξελιχθεί στον φθόγγο Α΄ σε συγκεκριμένο φωνητικό περιβάλλον, τότε ο φθόγγος Α πάντοτε θα εξελίσσεται στον φθόγγο Α΄ στο ίδιο περιβάλλον.
Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα αυτού του είδους των «φθογγολογικών νόμων» σε κάθε συγκεκριμένη γλώσσα. Έτσι, για παράδειγμα, το Π.Ι.Ε. *s δίνει πάντοτε στην Ελληνική ένα *h (= χ) στην αρχή μιας λέξεως (που βαθμιαία έπαυσε να προφέρεται, αρχικά στην Αττική / Ιωνική διάλεκτο και αργότερα στην Κοινή), ενώ σε άλλες γλωσσικές ομάδες διατηρείται, όπως π.χ. στην Λατινική:
Ελλην. *hεπτά →ἑπτά, *hέξ→ἓξ, *hέρπω→ἓρπω
Λατιν. septem sex serpo
Ένα νεώτερο παράδειγμα βρίσκουμε στην εξέλιξη της Λατινογενούς Γαλλικής γλώσσας, όπου το Λατιν. e εξελίσσεται πάντοτε σε oi (ουά) στις τονιζόμενες ανοικτές συλλαβές (= που τελειώνουν σε φωνήεν) της Γαλλικής:
Λατιν. le-x (νόμος) re-x (βασιλεύς) me (εγώ)
Γαλλ. loi roi moi
Άλλα ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν στην Μέση Αγγλική (Middle English, αρχές 12ου αιώνα – τέλη 15ου), όπου το τονιζόμενο e δίνει στην σύγχρονη Αγγλική (Modern English, μετά το 1500 – σήμερα) πάντα a, όταν ακολουθείται από r (το «συγκεκριμένο φωνητικό περιβάλλον» που προαναφέραμε). Έτσι, οι λέξεις της Μέσης Αγγλικής derk (σκοτάδι), lerk (κορυδαλλός), person (εφημέριος, παπάς) έδωσαν στην σύγχρονη Αγγλική γλώσσα τις αντίστοιχες λέξεις: dark, lark, parson.
Στην περίπτωση της ΠΙΕ λέξης για το «τρεις» το κρίσιμο σημείο αποτελεί το γεγονός ότι στην Σανσκριτική το a αντιστοιχεί σε τρία διαφορετικά φωνήεντα της Ελληνικής και συγκεκριμένα:
1. Στο ε όπως tráyas (Σανσκρ.) – τρέες (Ελλην.) ή όπως στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος εἰμί : ásti (Σανσκρ.) –ἐστί (Ελλην.).
2. Στο α όπως ájra- (Σανσκρ.) – ἀγρός (Ελλην.) ή ápa (Σανσκρ.) – ἀπό (Ελλην.) και
3. Στο ο όπως ávis (Σανσκρ.) – ὂF(*)ις → ὂϊς (=πρόβατο, Ελλην.) ή pátis (Σανσκρ.) – πόσις [= (νόμιμος) σύζυγος, ανήρ Ελλην.].

_______________

(*) Το F ήταν το δίγαμμα που εξαφανίσθηκε αργότερα. Προφερόταν ως β.


Εάν δεχτούμε ότι το φωνήεν της ΠΙΕ λέξης είναι το *a τότε δεν υπάρχει σήμερα κάποιος κανόνας, ούτε κάποιος που θα ήταν δυνατόν να ανακαλυφθεί στο μέλλον, για την ερμηνεία της μετατροπής του *a σε ε ή ο στην Ελληνική. Έτσι θα ήμασταν υποχρεωμένοι απλώς να δηλώνουμε ότι το ΠΙΕ *a εξελίσσεται στην Ελληνική άλλες φορές σε ε, άλλες φορές σε ο και σε άλλες σε α. Τέτοιες όμως τυχαίες αλλαγές είναι αυτό ακριβώς που απορρίπτει η «Αρχή της Κανονικότητας». Επομένως το φωνήεν που αναζητούμε στην ΠΙΕ λέξη αποκλείεται να είναι το *a, διότι όπως διαπιστώσαμε παραπάνω οι φθόγγοι α, ε, και ο της Ελληνικής είναι διακριτοί και αμετάβλητοι και ανάγονται στην μητρική γλώσσα, ενώ αντίθετα διαπιστώνουμε ότι οι φθόγγοι *a, *e και *o της ΠΙΕ μετατρέπονται σε a στην Σανσκριτική, που αποτελεί και έναν κανονικό φωνητικό νόμο αυτής της γλώσσας. Άρα το φωνήεν δεν είναι άλλο από το *e.
Καταλήγουμε έτσι στο υποχρεωτικό συμπέρασμα ότι η κοινή λέξη της ΠΙΕ από την οποία προέκυψαν τα τρέες (Ελλην.), tres (Λατιν.) και tráyas (Σανσκρ.) είναι η μονοσήμαντα και αποκλειστικά αποκατεστημένη λέξη *treyes, στην οποία τα φωνήεντα διατηρήθηκαν μεν στην Ελληνική και Λατινική, ενώ στην Σανσκριτική έδωσαν a σύμφωνα με φωνητικό νόμο αυτής της γλώσσας.
Είναι προφανές από το παραπάνω παράδειγμα ότι η διαδικασία της συγκριτικής αποκατάστασης στην ΠΙΕ – ή τηρουμένων των αναλογιών στην Πρωτο-Γερμανική ή στην Πρωτο-Σημιτική - είναι κάθε άλλο παρά ένα παιχνίδι εικασίας ή «μαντεψιάς».
Κάθε απόφαση για την επιλογή ενός συγκεκριμένου φθόγγου σε μια λέξη που προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε εμπεριέχει μια σειρά υποθέσεων που ελέγχονται με την βοήθεια συγκρίσεων από ενδείξεις άλλων λεκτικών μορφών. Έτσι, για παράδειγμα, η απόφαση να τοποθετηθεί ένα ενδιάμεσο *y στην αποκατάσταση της λέξης *treyes ισοδυναμεί με την αποδοχή ότι αυτό το *y χάνεται κανονικά μεταξύ δύο φωνηέντων στην Ελληνική και Λατινική. Αυτή η υπόθεση πρέπει να επιβεβαιωθεί από περαιτέρω παραδείγματα που συμφωνούν με το πρότυπο -aya- : -εε- : -e- (υπάρχουν στην πραγματικότητα πολυάριθμα) ή να απορριφθεί εάν ανακαλύψουμε αντίθετα παραδείγματα (δεν υπάρχει κανένα).
Το σωρευτικό αποτέλεσμα τέτοιου είδους υποθέσεων και επαληθεύσεων, που μπορεί να εφαρμοστεί σε έναν μεγάλο αριθμό επί μέρους περιπτώσεων, αποτελεί ένα εσωτερικά συνεκτικό και αξιοσημείωτα λεπτομερειακό τμήμα της φωνολογικής ιστορίας (εξέλιξης) των γλωσσών που αντιπαραβάλλονται.
Τα αποτελέσματα της συγκριτικής μεθόδου επιβεβαιώνονται όχι μόνον από τον χρόνο, αλλά και από νεώτερες ανακαλύψεις:
Η αποκρυπτογράφηση των Μυκηναϊκών πινακίδων το 1952, για παράδειγμα, μας αποκάλυψε μια αρχαϊκή και συντηρητική Ελληνική διάλεκτο, η οποία διατηρούσε το διαφωνηεντικό –y- σε μορφές λέξεων, όπως ακριβώς είχε προβλέψει την ύπαρξή του η γλωσσολογική μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε παραπάνω! Διαπιστώθηκε επίσης ότι η Μυκηναϊκή διάλεκτος διατηρούσε τα «χειλοϋπερωικά» σύμφωνα kw, gw, kwh – φθόγγους που είχαν προταθεί για την Πρωτο-Ελληνική από γλωσσολόγους του 19ου αιώνα - και τα οποία στις διαλέκτους ήδη της κλασσικής περιόδου, δεν διακρίνονταν πια από τα χειλικά (π, β, φ) και τα οδοντικά (τ, δ, θ).

(Λέξεις με αστερίσκο * αντιπροσωπεύουν αποκατεστημένες λέξεις γενικά και ειδικότερα της ΠΙΕ)
Δ.Ε.Ε.



Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Tο μοιραίο δεκαήμερο(του Παύλου Μελά )



BΑΣIΛHΣ K. ΓOYNΑPHΣ
Αναπλ. Καθηγητής Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας
Καθημερινή 17-10-2004: Ένας αιώνας μνήμης

ΤO MYΣTHPIO

που περιβάλλει τον θάνατο του Μελά οφείλεται σε τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι υπήρξε εξαρχής, από τη στιγμή του ατυχήματος της 13ης Οκτωβρίου 1904, μια συνωμοσία αποσιώπησης ορισμένων ενοχλητικών λεπτομερειών. Ο δεύτερος είναι ότι οι διαρροές που σημειώθηκαν, επειδή δεν ελέγχθηκαν ποτέ, έδωσαν έδαφος σε μια απίστευτη φημολογία. Σχεδόν όποιος βρέθηκε στη Μακεδονία τον Οκτώβριο του 1904 είχε άποψη για το θέμα. Ο τρίτος λόγος είναι ότι όσοι προσπάθησαν να επαναπροσεγγίσουν τον θάνατό του είτε αγνόησαν τις μαρτυρίες είτε παραπλανήθηκαν από τις πηγές. Είναι δυνατόν να αποκαλύψουμε σήμερα την αλήθεια; Iσως όχι πλήρως. Σίγουρα όμως με την προσεκτική χρήση διαφόρων πηγών μπορούμε να αποκαταστήσουμε τη σειρά των γεγονότων και να ανασυνθέσουμε τι συνέβη και τι δε συνέβη κατά το διάστημα 13-23 Οκτωβρίου 1904. Oλα τα διαθέσιμα στοιχεία είναι πλέον δημοσιευμένα και εύκολα προσβάσιμα. Τη μοιραία πορεία του Μελά προς τον θάνατο τη γνωρίζουμε από διάφορες πηγές: από τις επιστολές που έστελνε στη γυναίκα του, από την αναλυτική έκθεση που έστειλε ο ίδιος στο Μακεδονικό Κομιτάτο, από τις πληροφορίες που έφταναν μέσω Προξενείου Μοναστηρίου στο υπουργείο Εξωτερικών και, βέβαια, από τις εκ των υστέρων αφηγήσεις των συντρόφων του, άλλες γραπτές και άλλες προφορικές, που σιγά σιγά δημοσιοποιήθηκαν και ανακυκλώθηκαν στη βιβλιογραφία.

Eίσοδος στη Στάτιτσα




«Eνας φίλος μου», γράφει το Σάββατο 21 aυγούστου 1904 ο Mελάς στη σύζυγό του Nαταλία, «ο ανθυπολοχαγός Λούφας, ο οποίος μού παρέχει άσυλο από της αφίξεώς μου, ηθέλησε να κάμω την φωτογραφία μου. Συγκατατέθην εις τούτο. Σου στέλλω σήμερον το πρώτον αντίτυπον, αλλ’ υπό τον όρον να μην ιδή το φως της ημέρας. aν πέσω εκεί, ας είναι μια ανάμνησις εις σε και τα παιδάκια μου». Mε στολή «αντάρτη» ο Mελάς, τον απαθανάτισε ο Λαρισαίος φωτογράφος Γεράσιμος Δαφνόπουλος. Eίναι η τελευταία και έμελλε να γίνει η πιο διάσημη φωτογραφία του μέσα από τις αναπαραγωγές σε καρτ-ποστάλ, αφίσες, ζωγραφικά πορτρέτα, εμβλήματα κ.ά. (φωτ. συλλογή Nαταλία Iωαννίδη).

Εξουθενωμένος ψυχικά από την ατυχία της ατελέσφορης σύγκρουσης στον Πολυπόταμο (Νέρετ) στις 11 Οκτωβρίου, εξαντλημένος από τη διανυκτέρευση υπό βροχήν στο Βίτσι (11-12 Οκτωβρίου) και χωρίς να έχει αποκαταστήσει ακόμη επαφή με το σώμα του Θύμιου Καούδη, που βρισκόταν στο Ανταρτικό (Ζέλοβο), ο Μελάς και οι άνδρες του έφτασαν έξω από τη Στάτιτσα (Μελά) την Τρίτη 12 Οκτωβρίου. Eστειλαν έναν εντόπιο αντάρτη εντός του χωριού, ο οποίος συνάντησε τον Στατιτσινό Κωνσταντίνο (Ντίνα) Στεργίου. Ο Ντίνας, παλαιός σύντροφος του κομιτατζή Μήτρου Βλάχου, είχε σμίξει με το σώμα του Καούδη μόλις στις 22 Αυγούστου, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του οδηγού και συνδέσμου του ελληνικού σώματος, του Παύλου Κύρου. Hταν, άλλωστε, συστημένος από τον ίδιο τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη. Στις 11 Οκτωβρίου ο Ντίνας είχε σταλεί από το Ανταρτικό στη Στάτιτσα για να διαβιβάσει μηνύματα στην Καστοριά. Παρέτεινε όμως την παραμονή στο χωριό του, πιθανόν για λόγους αισθηματικούς. Αυτός ενθάρρυνε τον Μελά να εισέλθει το βράδυ στη Στάτιτσα και τον βοήθησε να διαμοιράσει τους κατάκοπους άνδρες του σε διάφορα σπίτια. Το σφάλμα ήταν μοιραίο, καθώς το χωριό διέθετε οργανωμένο βουλγαρικό πυρήνα. Την επομένη ο Μελάς έστειλε νέο μήνυμα στον Καούδη, ζητώντας του να συναντηθούν στις δύο ή τρεις τα χαράματα της 14ης Οκτωβρίου στο βουνό.










Ανταλλαγή πυρών

Το απόγευμα της 13ης, όμως, πριν νυχτώσει και αναχωρήσει το σώμα, έφτασε στη Στάτιτσα τουρκικό απόσπασμα μερικών δεκάδων στρατιωτών (ίσως και χωροφυλάκων) από το παρακείμενο Μακρυχώρι (Κόνομπλατ). Η παρουσία 35 ανδρών ήταν βέβαια αδύνατον να περάσει απαρατήρητη και αμαρτύρητη. Ο Καραβαγγέλης κατονομάζει ως προδότη κάποιον Κωνσταντίνο, ενεργούμενο του Μήτρου Βλάχου, μια συνωνυμία που ομολογουμένως πολύ εύκολα μπορεί να προκαλέσει σύγχυση. Οι στρατιώτες, αφού τριγύρισαν τους μαχαλάδες, τελικά εντόπισαν την ομάδα του Κρητικού Γεωργίου Βολάνη. Eτσι, ενώ σκοτείνιαζε, άρχισε η ανταλλαγή πυρών ακριβώς απέναντι από το κατάλυμα του Μελά. Ο Βολάνης και ο Χρήστος Παναγιωτίδης (Μαλέτσκος) ισχυρίστηκαν ότι επίθεση δέχτηκε μόνο το δικό τους καταφύγιο, ενώ ο Νικόλαος (Λάκης) Πύρζας, οδηγός και έμπιστος του Μελά, είπε ότι ο αρχηγός του άρχισε πρώτος το τουφεκίδι μαζί με τον Ντίνα, όταν Tούρκοι στρατιώτες προσπάθησαν να ακροβολιστούν στην αυλή του δικού τους καταλύματος για να προσβάλουν το σπίτι του Βολάνη. Σε κάθε περίπτωση, όταν σκοτείνιασε, κι ενώ η πολιορκία του Βολάνη και της ομάδας του συνεχιζόταν, ο Μελάς επιχείρησε έξοδο μαζί τους «συγκατοίκους» του Ντίνα, Πύρζα, Γιώργο Στρατηνάκη και Πέτρο Χατζητάση. Ανταλλάχτηκαν κατ' αρχήν μερικοί πυροβολισμοί με έναν Tούρκο στρατιώτη, όπως μαρτυρεί ο Πύρζας. Τους άκουσε μάλιστα και ο Παναγιωτίδης από το διπλανό σπίτι, που διέκρινε τον κρότο επαναληπτικού όπλου και περιστρόφου, προφανώς του Μελά. Κατά τον Πύρζα, με προτροπή του Στρατηνάκη, κατέβηκαν όλοι με ανεμόσκαλα στον αχυρώνα, στο κάτω μέρος του σπιτιού, ενώ κατά τον Χατζητάση κατέβηκε μόνον ο Μελάς και ο Πύρζας. Ο Στρατηνάκης βγήκε πρώτος για να πάρει το όπλο του σκοτωμένου Τούρκου, γράφει ο Πύρζας στα απομνημονεύματά του, ενώ, αντίθετα, τα Χριστούγεννα του 1904 ο ίδιος είπε στην οικογένεια Δραγούμη ότι ο Στρατηνάκης δεν είχε εξέλθει πριν από τον τραυματισμό του αρχηγού. Ο Μελάς λοιπόν ξεμύτισε (ή κατέβηκε τη σκάλα) ακολουθούμενος από τον Ντίνα και τον Χατζητάση (σύμφωνα με τον Πύρζα) ή από τον Πύρζα (σύμφωνα με τον Χατζητάση). Και οι δύο πάντως συμφωνούν ότι ακούστηκε ένας μόνον πυροβολισμός, ενώ ο Ντίνας μόνον ανέφερε τουρκικό «πυρ ομαδόν». Ο Χατζητάσης διηγήθηκε (το 1927) σε ομήγυρη -και έχει καταγραφεί από μάλλον έγκυρη πηγή- ότι βρήκαν τον Μελά κάτω νεκρό και ο ίδιος είκασε ότι είχε εκπυρσοκροτήσει το όπλο του Πύρζα. Πάντως, ο Πύρζας την άλλη μέρα, αφού είχαν πλέον σωθεί, είπε στον Καούδη ότι ο Μελάς είχε χτυπηθεί ενώ έβγαιναν στο δρόμο, οι υπόλοιποι πήραν τα πράγματά του και έφυγαν. Στην οικογένεια Δραγούμη ο ίδιος ήταν, για ευνόητους λόγους, πιο αναλυτικός: περιέγραψε πως ο Μελάς χτυπημένος στη μέση γύρισε μέσα (στον αχυρώνα) -όπου βρισκόταν ακόμη ο ίδιος ο Πύρζας- και συνέχισε με τη δραματική περιγραφή του ξεζώματος, της παράδοσης των όπλων, του σταυρού και του ψυχορραγήματος του ήρωα. Τα ίδια περίπου θα πει για τον σταυρό και τα όπλα και ο Στρατηνάκης τον Νοέμβριο του 1904 στην εφημερίδα Εμπρός. Θα πει επίσης ότι Μελάς ξεψύχησε σε είκοσι λεπτά, ενώ ο Πύρζας ανέφερε μια ώρα.




Eκδοχές


Ο ίδιος ο Πύρζας δήλωσε ότι ο Μελάς χτυπήθηκε από τουρκικό μάουζερ -όπλο που στο δικό τους σώμα μόνο ο Παύλος διέθετε- ότι μερικές λίρες έσπασαν από τη σφαίρα και μπήκαν στο τραύμα. Η νεκροψία, που είχε ήδη διενεργηθεί στην Καστοριά, επιβεβαίωνε τα λόγια του όσον αφορά την πληγή και τις λίρες. Είπε επίσης ότι ο Μελάς ζητούσε επίμονα να τον αποτελειώσουν, ότι προσπάθησε μάλιστα να αυτοκτονήσει αλλά τον εμπόδισε ο ίδιος, ενώ ο Ντίνας ήταν μάλλον θετικός για την επίσπευση του μοιραίου, αφού κινδύνευαν να συλληφθούν άμεσα. Ο Βολάνης όμως άκουσε από τους πρωταγωνιστές -και το μετέφερε χωρίς επιφύλαξη αργότερα- ότι τελικά ο Μελάς όντως αυτοκτόνησε με το περίστροφό του. Μάλλον απίθανη εκδοχή. Εξάλλου, το κεφάλι του νεκρού το είδαν τουλάχιστον δύο άτομα, ο προξενικός υπάλληλος που το αναγνώρισε και το έθαψε και η αδελφή του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, η Κλεονίκη, η οποία συνόδευσε τη Ναταλία Μελά στο Πισοδέρι το 1907. Ούτε έγινε ποτέ αναφορά, από όσα στοιχεία της νεκροψίας γνωστοποιήθηκαν στον Τύπο από τουρκικής πλευράς, για δεύτερη σφαίρα στο σώμα του. Ο Καούδης, όμως, μεταπολεμικά έγραψε ότι, όπως έμαθε, ο αρχηγός είχε χτυπηθεί από «μολύβι» κι όχι από σφαίρα επαναληπτικού. aφησε έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο να έπεσε από όπλο αντάρτη. Eγραψε επίσης ο ίδιος ότι τελικά ο Πύρζας είχε καμφθεί από τις πιέσεις και άφησε να αποτελειώσουν τον Μελά οι «άλλοι». Δεν ήταν όμως αυτόπτης μάρτυρας ούτε αυτός ούτε ο Βολάνης. Ποιος τους τα είπε; Δεν είναι εύκολο να πει κανείς με βάση αυτές τις πηγές τι έγινε και με ποιανού ευθύνη στην αυλή του σπιτιού. Αν ο Παύλος πέθανε μόνο σε είκοσι λεπτά, όπως είπε ο Στρατηνάκης τότε, γιατί να τεθεί θέμα επίσπευσης; Το βέβαιο είναι ότι ο νεκρός Μελάς αφέθηκε προσωρινά στον αχυρώνα και ενταφιάστηκε αργότερα -ίσως την ίδια νύχτα- από τους χωρικούς.





Στο αντάρτικο


Η εγκατάλειψη του νεκρού Μελά, ενός ζωντανού θρύλου, ήταν αρκετή για να προκαλέσει από μόνη της τύψεις και ενοχές στους άνδρες, ειδικά στον αφοσιωμένο Πύρζα. Ακολούθησαν όμως πολλά και διάφορα ψέματα, τα οποία επέτειναν την υποψία της συγκάλυψης κάποιου μυστικού, ενώ οι τουρκικές αρχές, ήδη στα μέσα Νοεμβρίου, διοχέτευσαν σκοπίμως την πληροφορία ότι ο Μελάς είχε δολοφονηθεί από κακοποιημένο σύντροφό του. Οι περισσότερες ανακρίβειες των αφηγήσεων αυτών μάλλον οφείλονταν στον τρόπο με τον οποίο έγινε η μεταφορά των πληροφοριών, αλλά δεν ήταν όλες εντελώς αθώες. Πύρζας, Ντίνας, Χατζητάσης και Στρατηνάκης έφτασαν το πρωί της Πέμπτης 14ης Οκτωβρίου στο παρακείμενο Ανταρτικό, όπου συνάντησαν τον Καούδη, τον Κύρου και τους λιγοστούς άνδρες τους. Εκεί ο Κύρου, που ήδη βαρυνόταν με την κατάδοση του Κώτα στους Τούρκους, προφανώς συνειδητοποίησε αμέσως τις μοιραίες συνέπειες που είχε η πεισματική αντίρρησή του να σπεύσουν σε συνάντηση του Μελά, όσο κι αν είχαν ψυχρανθεί οι μεταξύ τους σχέσεις εξαιτίας της υπόθεσης Κώτα.

Το περίεργο πάντως είναι ότι δεν ειδοποιήθηκε άμεσα το προξενείο, αλλά εστάλη ο Ντίνας την ίδια μέρα και πάλι πίσω στη Στάτιτσα από όπου επέστρεψε μόνον το πρωί του Σαββάτου 16 Οκτωβρίου. Ο νεκρός δεν είχε εντοπιστεί ακόμη κι είχε θαφτεί με μυστικότητα, είπε, αλλά ο κίνδυνος «να του πάρουν το κεφάλι», κατά τη ρήση του Ντίνα, δεν είχε παρέλθει. Τότε μόνον, στις 16, ειδοποιήθηκε γραπτώς από τον Πύρζα το προξενείο Μοναστηρίου για τα καθέκαστα με τον δάσκαλο του Πισοδερίου Αναστάσιο Παπαφιλίππου. Χωριστά στάλθηκε την ίδια μέρα στον πρόξενο το σακίδιο του Μελά με τον Χρήστο Στογιάννη. Σύμφωνα με την επιστολή αυτή, της 16ης, ο Μελάς είχε ορμήσει πρώτος και είχε πληγωθεί στη μέση. Την επομένη, το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου, έφυγαν όλοι οι Μακεδονομάχοι από το Ανταρτικό, εκτός του Κύρου και των δικών του, με προορισμό τη Δροσοπηγή. Πριν από την αναχώρηση ο Καούδης έδωσε πέντε λίρες στον Ντίνα για να πάρει Στατιτσινούς και όλοι μαζί να φέρουν τον νεκρό του Μελά στο Ανταρτικό. Παραδόξως, μαζί με όλους τους άλλους, έφυγε και ο Πύρζας, μολονότι αναμενόταν ο νεκρός του Μελά τις επόμενες ώρες.




Eνέργειες του προξενείου


Στις οκτώ η ώρα το πρωί της Κυριακής 17 Οκτωβρίου το προξενείο απέστειλε εκτενές τηλεγράφημα προς την Αθήνα με τα κακά μαντάτα. Ταυτόχρονα έστειλε σιδηροδρομικώς στη Φλώρινα τον υπάλληλο του προξενείου Βασίλη Αγοραστό με τελικό προορισμό το Πισοδέρι για να μάθει σχετικά με την ταφή. Την επομένη (18), σε απάντηση σχετικής ερώτησης του υπουργού για την ταφή, ο Κοντογούρης συμπλήρωσε, προφανώς και πάλι με βάση τη μοναδική επιστολή του Πύρζα, ότι ο Μελάς είχε ενταφιαστεί ήδη με τη φροντίδα του μουχτάρη της Στάτιτσας, στο σπίτι του οποίου είχε καταλύσει, ό,τι τους είχε πει δηλαδή ο Ντίνας, όταν επέστρεψε στο Ανταρτικό το πρωί της 16ης. Λίγο αργότερα, την ίδια μέρα (18), παρέδωσε το σακίδιο του Μελά στο προξενείο ο Χρήστος Στογιάννη.

Από την κατοπινή επιστολή του Αγοραστού προς τον παλαιό του συνάδελφο Iωνα Δραγούμη γνωρίζουμε ότι ο υπάλληλος του προξενείου έφτασε στο Ανταρτικό μαζί με μερικούς Πισοδερίτες και εκπαιδευτικούς της Μοδεστείου Σχολής στις τέσσερις η ώρα τα χαράματα της 18ης Οκτωβρίου. Βρήκε μόνον τον Κύρου, ο οποίος του είπε ότι είχε στείλει τον Ντίνα μόλις πριν από μερικές ώρες, τα μεσάνυχτα, για να φέρει τον νεκρό. Πράγματι ο Ντίνας επέστρεψε γύρω στις 6-7 το πρωί της 18ης Οκτωβρίου, φέροντας μαζί του μόνον την κεφαλή του Μελά. Εξήγησε ότι, την ώρα που άρχισε να σκάβει το σημείο της πρόχειρης ταφής, ειδοποιήθηκε για την άφιξη στρατιωτικού αποσπάσματος κι έτσι έσπευσε να κόψει το κεφάλι. Ξεγλίστρησε από το χωριό, ενώ ο αποσπασματάρχης έδερνε τον κοτζάμπαση και απειλούσε με πυρπόληση το χωριό, αν δεν μάθαινε πού είχε ενταφιαστεί ο νεκρός αντάρτης. Oλα αυτά πριν καν ξημερώσει. Ο Ντίνας ξέσπασε σε κλάματα, ο Αγοραστός έκλαιγε επίσης, ενώ στο ημίφως αναγνώρισε την κεφαλή του Παύλου, τον οποίο είχε συναντήσει στο προξενείο Μοναστηρίου πριν από μερικούς μήνες. Η κηδεία έγινε το βράδυ και λίγο αργότερα -τα μεσάνυχτα- ο Αγοραστός ξεκίνησε πίσω για το Μοναστήρι.




H προξενική αναφορά


Στο Προξενείο Μοναστηρίου, αργά το βράδυ της Τρίτης 19 Οκτωβρίου, συντάχθηκε η πολυσέλιδη αναφορά για το τέλος του Μελά. Βασιζόταν προφανώς στα όσα είπαν στον Αγοραστό ο Κύρου και, κυρίως, ο «αυτόπτης» Ντίνας. Το κείμενο περιείχε ένα σωρό στοιχεία για το πώς ακριβώς τους είχε προδώσει ο Μήτρος Βλάχος. Ανέφερε τόσες εντυπωσιακές λεπτομέρειες για το τι ακριβώς περιείχε η κατάδοση του Βλάχου, που μόνο ο γραφέας, ο κομιστής της επιστολής (αν βέβαια ήξερε τη γλώσσα γραφής της) και ο Tούρκος αποσπασματάρχης Μακρυχωρίου θα μπορούσαν να τις γνωρίζουν. Αν δεχτούμε ότι ο Αγοραστός μετέφερε επακριβώς όσα άκουσε, τότε ο Κύρου του είπε ψέματα, πως τάχα ο τουρκικός στρατός, που είχε καταλάβει την ορεινή διάβαση, τους εμπόδισε να ενωθούν με τον Μελά την κρίσιμη στιγμή. Πώς μπορούσε σε τέτοιες στιγμές να αναλάβει ανοιχτά την ευθύνη του; Του είπε επίσης ψέματα ότι ο Ντίνας ήταν ψυχογιός του Μελά. Επίσης, κρίνοντας από τις άλλες μαρτυρίες, ψέματα του είπε και ο Ντίνας, όταν ήρθε με την κεφαλή: ότι οι Τούρκοι είχαν προσβάλει μόνον το δικό του κατάλυμα, ότι ο Μελάς επιχείρησε έφοδο, αλλά οι στρατιώτες πυροβόλησαν ομαδόν εναντίον του, γνωρίζοντας επακριβώς από τον προδότη Μήτρο Βλάχο την κρυψώνα του. Τον Παύλο χτύπησε, αναφέρει η έκθεση, πάνω από τον ομφαλό η σφαίρα ενός χωροφύλακα, τον οποίο μάλιστα ο Μελάς πρόλαβε να αντιπυροβολήσει και να σκοτώσει. Τέτοιο τραύμα θα δικαιολογούσε απόλυτα ένα μάλλον σύντομο θάνατο από αιμορραγία. Τελικά, μέσα από το πολυσέλιδο αυτό κείμενο, ο πρόξενος, εν αγνοία του, καθιέρωσε τον Ντίνα ως παλικάρι του Μελά, μολονότι δεν γνωρίζονταν ούτε 24 ώρες και νομιμοποίησε πλήρως τις αντιφατικές μαρτυρίες του. Oμως αυτές τελικά ξεχάστηκαν. Μακροπρόθεσμα επικράτησε η εκδοχή τού Πύρζα, αφού αυτή πέρασε αυτούσια στο βιβλίο της Ναταλίας Μελά για τον Παύλο ήδη από το 1926, αλλά και στον Μάγκα της Πηνελόπης Δέλτα το 1935. Τίποτε δεν στάθηκε δυνατόν να την επισκιάσει.




Tουρκική έρευνα


Tο σπίτι στη Στάτιτσα, όπου βράδυ, 13 Oκτωβρίου 1904 παίχθηκε το δραματικό τέλος. Eπιχειρώντας έξοδο με τους τέσσερις συντρόφους του από το κατώι, πληγώθηκε θανάσιμα. Φωτογραφία τραβηγμένη στα 1926, με τους Λάκη Πύρζα, οδηγό και έμπιστο του Mελά στις τρεις περιοδείες του, υπαρχηγό στην τρίτη (αριστερά) και Πέτρο Xατζητάση (δεξιά), που ήταν παρόντες κατά τον θάνατο του Mελά. Tο σπίτι αγοράστηκε το 1963 από τον I. K. Mαζαράκη - aινιάν, νομάρχη τότε Kαστοριάς, αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή, διαμορφώθηκε στη συνέχεια σε Mουσείο και δωρήθηκε στην Kοινότητα Mελά. aπό τότε καθιερώθηκε κάθε χρόνο στις 13 Oκτωβρίου να γίνεται επιμνημόσυνος τελετή (φωτ.: Nαταλία Mελά «Παύλος Mελάς», 1964).

Σύμφωνα με επιστολές του προξένου Κοντογούρη προς το υπουργείο (της 25ης Οκτωβρίου) και του Καραβαγγέλη προς τον Iωνα (της 26 Νοεμβρίου), στις 23 Σεπτεμβρίου έγινε τουρκική έρευνα στη Στάτιτσα, οπότε αποκαλύφτηκε το ακέφαλο πτώμα και μεταφέρθηκε στην Καστοριά. Ο Κοντογούρης απέδωσε τη δεύτερη έρευνα στα νέα των ελληνικών εφημερίδων, που έφτασαν, έγραψε, στο Μοναστήρι τηλεγραφικώς μέσω της τουρκικής πρεσβείας Αθηνών και της Κωνσταντινουπόλεως. Αν δεχτούμε την εκδοχή των δύο τουρκικών ερευνών (στις 18 και τις 23), τότε ο Καραβαγγέλης στα απομνημονεύματά του τις συνέφυρε. Είπε ότι την ίδια ώρα που ο «Δίνε», όπως ονομάζει τον Ντίνα, έμπαινε στο χωριό έφτασε «μυρμηγκιά στρατού», που γνώριζε για τον θάνατο του Μελά, μάλιστα ισχυρίστηκε ότι αυτός έστειλε τον Ντίνα να πάρει το σώμα. Είναι δεδομένο ότι το πρωινό τηλεγράφημα της 17ης Οκτωβρίου από το Μοναστήρι έφτασε στο υπουργείο Εξωτερικών τα χαράγματα της 18ης. Από τον Τύπο της 19ης φαίνεται ότι τα νέα έφτασαν στο σπίτι των Δραγούμηδων το πρωί της προηγουμένης. Πιθανόν μέχρι το μεσημέρι της 18ης να τα ήξερε και η τουρκική πρεσβεία. Αλλά πάντως η πρώτη εκταφή, από τον Ντίνα, είχε ήδη γίνει. 'Η μήπως ο μητροπολίτης, παρά τον συμφυρμό, είχε δίκαιο τελικά; Μήπως, δηλαδή, έγινε μόνο μία έρευνα και ανάκριση μετά ξύλου, στις 23; aλλωστε, η παρουσία του τουρκικού στρατού τα χαράγματα της 18ης στη Στάτιτσα, δεν τεκμηριώνεται προς το παρόν από άλλη πηγή.




Αιωρούμενες υποψίες


Αν δεν έλειπαν οι σαφείς υπαινιγμοί του Χατζητάση εις βάρος του Πύρζα, αλλά και του Πύρζα εις βάρος του Ντίνα -τους οποίους φαίνεται ότι διέρρευσε και σε άλλους- θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι πρόκειται απλώς για το καθιερωμένο παρασκήνιο, που δημιουργεί η ανάγκη να αποδοθούν ευθύνες για μια σημαντική απώλεια. Σίγουρα ήταν κάτι παραπάνω από κενές παρασκηνιακές αλληλοκατηγορίες, αλλά κάτι λιγότερο συγκλονιστικό από τα απίστευτα συνωμοτικά σενάρια περί κλοπών, αντιζηλιών και δολοφονιών, που εξυφάνθηκαν εκ των υστέρων κυρίως μεταξύ των χωρικών της Στάτιτσας. Κάτι γνώριζαν, αλλά πολύ περισσότερα φαντάζονταν.

Τελικά τα περισσότερα ερωτήματα θα παρέμεναν ανοιχτά, αν δεν δημοσιευόταν το 2003 το ογκώδες ημερολόγιο του περίφημου για τη δράση του αρχηγού του Αγώνα και μετέπειτα υπουργού Στρατιωτικών, του Γεωργίου Τσόντου, γνωστού ως καπετάν Βάρδα. Αναφέρει ο Τσόντος στην εγγραφή της 17ης Ιουλίου 1907, με βάση πληροφορίες από τη Στάτιτσα, τις οποίες αποδέχεται χωρίς να αιφνιδιάζεται, ότι το 1905 ο Ντίνας είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, επειδή φοβόταν για τη ζωή του, αφού αυτός είχε αποτελειώσει τον τραυματισμένο Μελά. Επιβεβαιώνει λοιπόν η μαρτυρία αυτή τις υποψίες που ο Πύρζας είχε αφήσει να αιωρούνται και τις φήμες που κυκλοφορούσαν προπολεμικά στον χώρο των παλαιμάχων του Αγώνα. Εξηγεί επίσης, ως ένα σημείο, τις ενοχές του Πύρζα, τα ψέματα του Ντίνα προς τον Αγοραστό και τις αντιφάσεις στις μαρτυρίες των Ντίνα, Πύρζα, Στρατηνάκη και Χατζητάση για τις τελευταίες στιγμές του Παύλου.




Αίσθηση συγκάλυψης


Τα στοιχεία αυτά οπωσδήποτε μειώνουν τη βαρύτητα των μαρτυριών του Ντίνα και επαναθέτουν το ζήτημα μήπως η άφιξη του τουρκικού στρατού τη στιγμή της εκταφής ήταν δική του επινόηση, είτε για να τελειώνει γρηγορότερα την αποστολή του και να αποφύγει την πληρωμή μισθών σε βοηθούς είτε επειδή είχε ειδικούς λόγους να μην εξετάσουν άλλοι τον νεκρό του Μελά. aλλωστε, παραμένει ανεξήγητο γιατί ο Πύρζας δεν είπε ευθέως την αλήθεια, γιατί κάλυψε κι αυτός και οι άλλοι τον Ντίνα, που ούτε τον ήξεραν και πιθανόν ούτε τον ξαναείδαν -αν τον ξαναείδαν- για χρόνια; Για να αποφύγει απλώς την κατηγορία ότι ενέδωσε -όπως του το καταμαρτύρησε άλλωστε ο Καούδης- στις πιέσεις των ανδρών να φύγουν το γρηγορότερο ή γιατί ο Ντίνας ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας στην πιθανολογούμενη μοιραία εκπυρσοκρότηση του όπλου του; Την αίσθηση της συγκάλυψης επιτείνει και η άλλως ανεξήγητη καθυστέρηση της αναφοράς προς το προξενείο, αλλά και η «συζήτηση» για το μοιραίο βόλι. Για να αιτιολογηθεί η απουσία βλήματος Μάουζερ στον νεκρό έπρεπε να υπάρχουν στο τουρκικό απόσπασμα και χωροφύλακες, που διέθεταν όπλα σαν των ανταρτών. Γι' αυτό και ανεξήγητα μεγάλο μέρος των μαρτυριών των πρωταγωνιστών περιστράφηκε γύρω από το θέμα αυτό.

Κανείς δεν μπορεί πλέον να προσφέρει κάτι παραπάνω στην έρευνα αυτή, χωρίς να ερευνήσει τα οθωμανικά ή τα βουλγαρικά αρχεία. Μόνον από αυτά πιθανόν θα μάθουμε αν ο Μήτρος Βλάχος όντως πρόδωσε τον Μελά, ποιος ήταν πράγματι ο Ντίνας, πώς έμαθε στις 15 Οκτωβρίου τόσες λεπτομέρειες για την προδοσία, και τι έδειξε η ιατροδικαστική εξέταση στην Καστοριά. Oμως όλα αυτά δεν έχουν τελικά και τόση σημασία για την Ιστορία. Η θέση του καπετάν Μίκη Ζέζα ως συμβόλου του Μακεδονικού Αγώνα και της ανιδιοτελούς θυσίας για την πατρίδα, θέση για την οποία προετοιμαζόταν ψυχολογικά και έμπρακτα σε ολόκληρη τη σύντομη ζωή του, δεν απειλείται διόλου. Hταν πραγματικός ήρωας.

Οι πηγές


Τα έγγραφα του υπουργείου των Εξωτερικών που αφορούν τα γεγονότα του θανάτου του Μελά περιέχονται όλα στον τόμο Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1904): 100 έγγραφα από το Αρχείο του υπουργείου των Εξωτερικών, που εκδόθηκαν το 1996 στη Θεσσαλονίκη από το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Στα παραρτήματα 4-7 του τόμου Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ περιλαμβάνονται η αφήγηση του Ε. Καούδη, η τελευταία έκθεση του Παύλου Μελά, η έκθεση του Γ. Βολάνη, τηλεγράφημα του Προξενείου Μοναστηρίου και η επιστολή του Β. Αγοραστού προς τον Ι. Δραγούμη. Την έκδοση του ημερολογίου του Ευθυμίου Καούδη επιμελήθηκε ο Βασίλης Κ. Γούναρης (1992) και των απομνημονευμάτων του ο aγγελος Χοτζίδης (1996). Και τα δύο εκδόθηκαν από το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Τα απομνημονεύματα του Ιωάννη Καραβίτη δημοσιεύτηκαν αρχικά (1949-1950) σε συνέχειες στην εφημερίδα Ελληνικός Βορράς. Τα επανέκδωσε σε δύο τόμους ο Γιώργος Πετσίβας το 1994. Στις σημειώσεις 142-149 του 1ου τόμου ο Πετσίβας παραθέτει συγκεντρωμένες αρκετές πηγές για τον θάνατο του Μελά. Ανάμεσα σ’ αυτές, την επιστολή του Παναγιωτίδη (Μαλέτσκου) προς τον Ταχυδρόμο της Θεσσαλονίκης (17 Απρ. 1927). Ο Πετσίβας εξέδωσε επίσης σε τρεις τόμους το 2003 τα εν μέρει κρυπτογραφημένα ημερολόγια του Γεωργίου Τσόντου-Βάρδα της περιόδου 1904-1907, τα οποία αποτελούν ακόμη μια ανεκμετάλλευτη ιστορική πηγή για τον Αγώνα. Την περιγραφή του Χατζητάση, που ενοχοποιεί τον Πύρζα, την άκουσε ο ίδιος ο Τάκης Κύρου το 1927 και την παραδίδει στο βιβλίο του Παύλος Κύρου (Φλώρινα, 1978), σ. 58. Τα κείμενα του Λάκη Πύρζα, που όμως είναι απίθανο να είναι πραγματικές ημερολογιακές καταγραφές, τα εξέδωσε ο Π. Παπασταμάτης στο περιοδικό Αριστοτέλης της Φλώρινας το 1960, με τρόπο που αφήνει πολλά ερωτήματα για την πιστότητά τους. Το απόσπασμα της αφήγησης του Πύρζα στην οικογένεια Δραγούμη, από το ημερολόγιο του Φίλιππου Δραγούμη, παρουσίασε το 1984 ο Γιώργος Ιωάννου στο Συμπόσιο. Ο Μακεδονικός Αγώνας (βλ. σ. 167-9 των πρακτικών, που εξέδωσε το ΙΜΧΑ το 1987). Την αφήγηση του Στρατηνάκη δημοσίευσε το Εμπρός (11 Νοεμβρίου 1904). Στα φύλλα Οκτωβρίου και Νοεμβρίου της ίδιας εφημερίδας βρίσκονται ποικίλες, χρήσιμες αναφορές που φωτίζουν όψεις του θανάτου του Μελά και ξαφνιάζουν για το πόσο πολλές λεπτομέρειες ήταν γνωστές στο ευρύ κοινό. Το ημερολόγιο του Μελά και τις επιστολές του επιμελήθηκε η ίδια η Ναταλία Μελά. Για πρώτη φορά εκδόθηκαν ανώνυμα στην Αλεξάνδρεια το 1926. Τα απομνημονεύματα του Καραβαγγέλη (ΙΜΧΑ 1959) δεν μπορούν να θεωρηθούν πηγή για τον θάνατο του Μελά, αλλά μόνο –και πάλι με επιφύλαξη– για όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Οι «Μακεδόνες» των Σκοπίων δια τους «Μακεδόνας» της Ελλάδος

Γεωργίου Μόδη

Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι οι φίλοι μας στα Σκόπια, εργάζονται ακούραστα για τον καλό των Μακεδόνων, ιδιαίτερα για τους αδελφούς τους, που είναι υπόδουλοι υπό του ελληνικού ζυγού, στη «Μακεδονία του Αιγαίου».
Τους οφείλουμε βαθιά ευγνωμοσύνη, όλοι εμείς οι άλλοι, έστω κι αν δεν είμαστε ακραιφνείς καθαρόαιμοι ‘Μακεδόνες’, όπως εκείνοι που μιλούν μία βουλγαρική διάλεκτο, κατάγονται απ’ ευθείας, όπως ισχυρίζονται από τους Σλάβους εποίκους και επιδρομείς του μεσαίωνα και κατοικούν σε μέρη, τα οποία δεν ανήκαν ποτέ στην ιστορική ‘Μακεδονία’…

Έχω υπόψη μου μία ανέκδοτη μετάφραση του ογκώδες βιβλίου του Λαζάρ Σιμόνωφ, βουλευτή στη βουλή των Σκοπίων και την ομοσπονδιακή του Βελιγραδίου, μέλους της ένωσης δημοσιογράφων και νομικών της Γιουγκοσλαβίας , του εκτελεστικού συμβουλίου του Κ.Κ. Μακεδονίας, ταγματάρχου, πρώην εισαγγελέα κλπ. κλπ.
Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι είναι τιμημένος και με το παράσημο Α΄ τάξεως της εργασίας, Β΄ τάξεως της αδελφοσύνης και της ενότητας.
Στις κομμουνιστικές χώρες έχουν αφάνταστη ιδιαίτερη βαρύτητα τα παράσημα και λιλιά…
Δηλώνει ευθύς εξ αρχής ότι είναι υπέρ της ελληνογιουγκοσλαβικής φιλίας και συμμαχίας χάρη της οποίας πρέπει να κατασκευαστεί η ‘μακεδονική’ εθνότητα και στην αποκαλούμενη ‘Μακεδονία του Αιγαίου’, δηλαδή την Ελλάδα. Για να αποδείξει ακριβώς την ύπαρξη αυτής, συνέγραψε το πολυσέλιδο έργο του.
Αφορμή του έδωσε η ψήφιση από την επιτροπή εξουσιοδότησης της ελληνικής βουλής του νόμου 2536 ‘περί παραμεθορίων’. Δεν αμφιβάλλει πως αυτός στρεφόταν κυρίως κατά των δεινοπαθούντων ‘μακεδονικών πληθυσμών’ αν και καταχωρεί άρθρα τουρκικών εφημερίδων της Κωνσταντινούπολης που διαμαρτύρονται δριμύτατα κατά του νόμου αυτού και αγορεύσεις των βουλευτών Αλαμανή, Ζορμπά, Κοθρή που είχαν ζητήσει πληρέστερη μελέτη και διασκευή του νόμου.

Παιδομάζωμα και ...καπιταλισμός

Δεν μας εξηγεί όμως που γης ήταν ο πόνος και το ενδιαφέρον του όταν κομμουνιστές όπως αυτός άρπαζαν και έσερναν εκτός των ελληνικών ορίων και μάλιστα στο γιουγκοσλαβικό έδαφος μυριάδες μικρά παιδιά και αργότερα στη φυγή τους ολόκληρους πληθυσμούς;
Πως τότε δεν επενέβησαν ούτε και διαμαρτυρήθηκαν οι κοπτόμενοι σήμερα «Μακεδόνες των Σκοπίων» που τόσο ενεργά και έκθυμα ενίσχυαν τους απαγωγείς;
Δυσκολεύεται και μπερδεύεται κάποιος όταν επιχειρεί να αποδείξει ότι η ‘μακεδονική’ γενικά εθνότης υπήρξε ανέκαθεν. Εμφανίζονταν οι ‘Μακεδόνες’ του, κυρίως, ως Βούλγαροι. Αλλά και για αυτό φταίει ο καπιταλισμός! Άργησε να φθάσει στη Μακεδονία. Αν υπήρχαν νωρίτερα υψικάμινοι και χαλυβουργεία στο Τέτοβο και το Κουμάνοβο, θα είχαν ανανήψει έγκαιρα οι κάτοικοί των και δεν θα περίμεναν να κλίνει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος σε βάρος της Γερμανίας και της Βουλγαρίας για να καταλάβουν ότι είναι «Μακεδόνες» και όχι Βούλγαροι!...

Η παραποίηση της απογραφής και η ανυπαρξία ‘Μακεδόνων’

Με θαυμαστή όμως επιμέλεια αξία καλύτερης τύχης, αναζήτησε παντού επιχειρήματα και στοιχεία. Ανασκάλισε και όλες τις εφημερίδες των Αθηνών της Θεσσαλονίκης, μεγάλες και μικρές. Ό, τι έχει γραφεί υπ’ αυτών σχετικά με την Μακεδονία βρίσκεται καταχωρημένο στο βιβλίο του.
Προσέφυγε σε Ρώσους συγγραφείς. Τσέχους, Βουλγάρους, Ιταλούς, Γερμανούς, Σέρβους και Έλληνες και στις εντυπώσεις ξένων περιηγητών και ταξιδιωτών από του Τούρκου Εβλιγιά Τσελεμπή μέχρι του Πουκεβίλ, Λήκ και νεωτέρων.
Επικαλέσθηκε και όλες τις στατιστικές τουρκικές, βουλγαρικές, ρωσικές, και άλλες και ακόμη και ελληνικές. Δεν έχει εμπιστοσύνη στην απογραφή των πληθυσμών της Μακεδονίας επί Χιλμή Πασά και των βοηθών και συμβούλων του, Ρώσων και Αυστριακών ( είχαν επιβληθεί ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις) για το λόγο ότι ο γνωστός φιλοβούλγαρος Γάλλος ταγματάρχης Λαμπούς την χαρακτήρισε μεροληπτική. Επίσης και ο Σέρβος ζωγράφος Τσβίϊτς αποφάνθηκε ότι το τουρκικό ‘Μιλέτ’ σημαίνει περισσότερο θρησκεία παρά έθνος, πράγμα ανακριβέστατο.
Πράγματι οι Τούρκοι κατέγραφαν στα ληξιαρχικά τους βιβλία και στα ‘Νοφούζια’ (είδος ταυτότητος) όλους τους μουσουλμάνους, αδιακρίτως γλώσσας και γένους ως ‘Ισλιάμ’.
Τους χριστιανούς, όμως, ξεχώριζαν απαραίτητα κατά εθνικότητα (Μιλέτ), αφού αυτό υπαγόρευε το συμφέρον τους. Πάντως, δεν έφταιγαν οι Τούρκοι, γιατί δεν υπήρξε ούτε ένα νοφούζι με εθνικότητα ‘μακεδονική’. Έφταιγε όμως το Οικουμενικό Πατριαρχείο που πέτυχε την κατάργηση των πατριαρχείων Ιπέκ και Αχρίδος πριν από 200 έτη τα οποία ξεσπάθωναν, φαίνεται, υπέρ της ‘Μακεδονικής’ Εθνικότητας.

Η επιτροπή Κάρνετζι και οι Έλληνες

Δεν λησμόνησε και την περιβόητη επιτροπή Κάρνετζι του 1913, κατά την οποία ο ελληνικός στρατός πυρπόλησε χιλιάδες οικίες ‘μακεδονικές’, όπως τις χαρακτηρίζει ο Σιμόνωφ, κατά τη διάρκεια της μεγάλης μάχης του Κιλκίς του 1913.
Όπως με διαβεβαίωσαν αξιωματικοί που παραβρέθηκαν εκεί, οι πυρκαγιές εξερράγησαν τυχαία και μοιραία, χωρίς διαταγή, γιατί ο πληθυσμός, καθαρά ‘βουλγαρικός’, είχε εγκαταλείψει τα πάντα και παρακολουθούσε σύσσωμος τον υποχωρούντα βουλγαρικό στρατό, μαζί με τον οποίο ετοιμαζότανε πριν λίγες ημέρες να παρελάσει θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη.
Ανέφερε επίσης ότι πυρπολήθηκαν τότε στις Σέρρες 4000 οικίες, κατά πλείστον ‘μακεδονικές’. Δεν τονίζει ρητώς ότι οι Έλληνες τις πυρπόλησαν. Αφήνει όμως να εννοηθεί αυτό. Έλληνες προφανώς κατάσφαξαν τον τότε γυμνασιάρχη Σερρών Παπαπαύλου και άλλους προκρίτους, τον Έλληνα Μητροπολίτη Σιδηροκάστρου και πάνω από εκατό Έλληνες της μικρής πόλης, μερικές εκατοντάδες του μαρτυρικού Δοξάτου και λοιπά. Κατηγορηματικά όμως βεβαιώνει ότι οι Έλληνες τον πολεμικό Ιούνιο του 1913 έκαψαν και όλες τις ‘μακεδονικές’ συνοικίες της Θεσσαλονίκης!!!
Δεν παρέλειψε και τη συμφωνία Πολίτη– Κάλφωφ, του 1924 με την οποία αποφασίζονταν η ίδρυση βουλγαρικών μειονοτικών σχολείων στην Ελλάδα. Ανομολογεί, όμως, ότι κατά αυτής σφοδρότατα η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, η οποία και κατήγγειλε την ελληνοσερβική συμμαχία του 1913 και εξαπέλυσε βιαία ανθελληνική εκστρατεία. Τότε ανακάλυψαν οι ‘εν Βελιγραδίω’ ότι υπήρχαν στην Ελλάδα 300.000 καθαροί ‘παλαιοί Σέρβοι’.
Ούτε Βούλγαροι, ούτε Μακεδόνες - οι οποίοι υπέφεραν τα πάνδεινα από τον ελληνικό ζυγό, συγκρότησαν συλλαλητήρια κλπ.κλπ.
Η θορυβώδης όσο και ανόητη εκείνη μεγαλομανής τυμπανοκρουσία πήρε τέλος τον Ιούλιο του 1926 όταν μια ‘τρόϊκα’ (τριάς) ‘παλαιών Σέρβων’ αλλά κομιτατζήδων που είχαν έρθει από τη Σόφια δολοφόνησαν στο Μοναστήρι τον διευθυντή της κατ’ εξοχήν ανθελληνικής εφημερίδας ‘Νότιος Αστήρ’ για να διαταράξει περισσότερο τις αρκετά ήδη τεταμένες ελληνοσερβικές σχέσεις.

‘Μακεδόνες’ Σκοπίων και οι Βούλγαροι

Δι’ όλων αυτών και πολλών άλλων απέδειξε τετραγωνικότατα ότι υπήρχαν ανέκαθεν στην Ελληνική Μακεδονία (Μακεδονία του Αιγαίου) και πολυάριθμοι ‘Μακεδόνες’ διότι υπήρχαν ...Βούλγαροι (!).
Παρέτρεξε τη διάταξη της συνθήκης της Νεϊγί περί αμοιβαίας μετανάστευσης των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, ενώ εκτάκτως ασχολείται με όλες τις συνθήκες.
Φρονεί φαίνεται ότι δεν υπαγόντουσαν σε αυτήν οι Βούλγαροι της Ελλάδας, εφ’ όσο ήσαν γνήσιοι ‘Μακεδόνες’…
Ανέφερε, όμως, παρεπιπτόντως ότι η Βουλγαρία δέχθηκε τότε σκόπιμα από την Ελλάδα ‘Μακεδόνες’ για να τονίσει τον βουλγαρικό τους χαρακτήρα. Λυπάται δε βαθύτατα γιατί με την ελληνοτουρκική ανταλλαγή ανεχώρησαν από τη Μακεδονία και πολλές χιλιάδες καθαρόαιμοι ‘Μακεδόνες’ που ήσαν ...Μουσουλμάνοι και Τούρκοι και ήλθαν σε αντικατάστασή τους από τη Μικρά Ασία, Λαζοί, Κούρδοι (!), και Καραμανλίδες κάθε άλλο παρά Έλληνες όλοι τους!!
Επικαλείται τα στατιστικά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στο γαλλικό βιβλίο του 1905 του Μπράγκωφ, πού πίσω από το όνομα αυτό κρυβόταν ο γενικός γραμματέας της εξαρχίας Μίτσεφ.
Αναγράφει έτσι εξογκωμένο αριθμό Βουλγάρων αλλά έχει την ειλικρίνεια να προσθέτει ότι από αυτούς μεγάλο μέρος ή όλο ήταν με το πατριαρχείο και στην ελληνική ‘πλευρά’.
Έτσι χωρίζονταν οι ‘Βούλγαροι’ αυτοί στην Έδεσσα και Πτολεμαΐδα και εν μέρει στη Φλώρινα κατά το ήμισυ.
Στο Λαγκαδά, Σέρρες, Ζίχνη και Θεσσαλονίκη το ασύγκριτο μεγαλύτερο μέρος ήταν με την ‘ελληνική πλευρά’.
...Πάντως τα πραγματικά σύνορα του ελληνισμού βρίσκονται στον Αλιάκμονα και νοτίως αυτού!...
Αντιπαρέρχεται ο Σιμόνωφ την περίδο του 1903-1912, την κρισιμότερη για τη Μακεδονία. Τότε έδρασε το βουλγαρικό κομιτάτο. Επηκολούθησε η δική μας αντίδραση με το μακεδονικό αγώνα. Χιλιάδες από εκείνους που ο γραμματέας της βουλγαρικής εξαρχίας κατατάσσει στην ελληνική πλευρά και το πατριαρχείο σφαγιάστηκαν γιατί δεν ήθελαν να γίνουν Βούλγαροι. Πολλούς από τους σφαγείς κομιτατζήδες ανακήρυξαν τώρα τα Σκόπια μεγάλους ήρωες της «Μακεδονίας”.
Αλλά τα θύματά τους σε ποια κατηγορία τα κατατάσσουν; Όλους αυτούς καθώς και τους άλλους που κατά τον Μπράγκωφ παρέμειναν πιστοί στην ελληνική ιδέα παρά την έντονο δράση των κομιτατζήδων, τους χαρακτηρίζει ‘Μακεδόνες’ πρώτου βουλγαρικού τύπου;
Και είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχθούμε και εμείς παρόμοιους εξωφρενισμούς;

Οι χιτλερικοί που έγιναν ‘δημοκράτες μακεδόνες’

Αφιερώνει επίσης ελάχιστες γραμμές στην περίοδο του πολέμου 1940-1944. Λέγει απλώς ότι κατά τον ιταλικό πόλεμο οι ‘Μακεδόνες’ της Ελλάδας πολέμησαν γενναία κατά του φασισμού, που είναι ακριβέστατο γιατί πράγματι όλα τα μακεδονικά συντάγματα, σε αντίθεση εκείνων της Γιουγκοσλαβίας αναδείχθηκαν ηρωϊκά και ότι κατά την κατοχή οι ‘Μακεδόνες’ τάχθηκαν σύσσωμοι στις ανταρτικές ομάδες κατά των Γερμανοϊταλών και του Κάλτσεφ, που είναι, όμως, ανακριβέστατο.
Έπρεπε να βρίσκεται κανείς στο νότιο πόλο ή άλλο πλανήτη για να μη ξέρει τι πραγματικά συνέβη.
Πολλοί από τους φυγάδες στα Σκόπια που παριστάνουν σήμερα το ‘δημοκράτη’ και ‘Μακεδόνα’ θα σας έδερναν τότε αν μιλούσατε για την Μακεδονία!...
Έστησαν αψίδες προς τιμήν του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του βασιλιά Μπόρι της Βουλγαρίας, τους οποίους ανακήρυξαν ‘ελευθερωτές’, ξελαρυγγίστηκαν υπέρ αυτών, ασχημονούσαν και τίποτε δεν παρέλειψαν για να εμφανιστούν φανατικότεροι φασίστες Βούλγαροι.
Εξοπλίστηκαν και πολλοί από τους Ιταλοβουλγαρογερμανούς. Αλλά μήπως και στη λαϊκή δημοκρατία της Μακεδονίας δεν συνέβησαν τα ίδια και χειρότερα;

Ζητούν τώρα και ρέστα;

...Ο Σιμόνωφ ανεδίφησε και τα αρχεία του υπουργείου εξωτερικών του Βελιγραδίου, παρουσίασε τις ελληνοσερβικές διαπραγματεύσεις προς σύναψη συμμαχίας από του 1861 μέχρι και του 1893.
Οι ελληνικές αξιώσεις περιορίστηκαν πάντοτε στη γραμμή Στρώμνιτσα-Δεμίρ Καπού, βόρεια Γευγελής, Μπαμπούνα Κρούσοβο. Για τους Έλληνες αντιπροσώπους το Μοναστήρι ήταν αδιάλειπτος και απαρέγκλιτος όρος, απαράβατος Sine qua non.
Δεν υπήρξαν άλλωστε εκεί Σέρβοι περισσότεροι από τα δάχτυλα ενός χεριού.
Κατέχουν τώρα το Μοναστήρι, τη Στρώμνιτσα, Γευγελή, Κρούσοβο και άλλα μέρη.
Βαπτίζουν όλους τους Έλληνες ‘Μακεδόνες’ του δικού τους τύπου, δηλαδή, Βουλγαρομακεδόνες.
Ποδοπάτησαν την ιστορία, καταξέσχισαν τις παραδόσεις. Ακόμη και το Βασίλειο το Βουλγαροκτόνο μετέτρεψαν σε Μακεδονοκτόνο!
Διέγραψαν και το Μέγα Αλέξανδρο.
Ζητούν τώρα και ρέστα;

+ Γιώργος Μόδης

Σημείωση Γ.Ε.: Τη γλώσσα του δημοσιεύματος της εφημ. ‘Μακεδονίας’ της 26ης Απριλίου του 1962, προσπάθησα να τη φέρω στην εποχή μας, δίχως να παραποιηθεί ή αλλοιωθεί το παραμικρό.

Αναδημοσίευση από το blog του ΓιώργουΕχέδωρου
Αναρτήθηκε από akritas στις 1:30 πμ 0 σχόλια
Ετικέτες Εθνολογία

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

«Ούτε οι σύγχρονοι Έλληνες αλλά ούτε και οι Σλαβομακεδόνες είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και Μακεδόνων αντίστοιχα»……

Αναρτήθηκε από akritas στις 11/5/2009

…είναι ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι Σλαβομακεδονιστές(αλλά και Ελληνόφωνοι που συμπράττουν μαζί τους ιδεολογικά) όταν αρχίζεις να μιλάς μαζί τους με την γλώσσα του μεταμοντέρνου θεωρητισμού. Αυτή η γλώσσα είναι βασισμένη σε μια θεωρία που λέει ότι τα έθνη είναι δημιούργημα του 18ου αιώνα μιας και τότε έχουμε και την γένεση των σύγχρονων κρατών. Ας εξετάσουμε να δούμε τα κενά αυτά του επιχειρήματος.

Ξεκινάω φυσικά με το ότι κανένας μοντέρνος εθνολόγος, ανθρωπολόγος ή ιστορικός , ακόμα και από αυτούς που κάποιοι της Σλαβομακεδονικής διασποράς που τους έχουν κάνει σημαία (Μπόρζα, Ντανφορθ) δεν επιβραβεύει αυτό που υποστηρίζει η ιστοριογραφία της FYROM ότι έχουν οι Σλαβομακεδόνες οποιαδήποτε πολιτιστική ή εθνική σχέση με τους Μακεδόνες της Κλασσικής, Ελληνιστικής, Ρωμαϊκής και Πρωτοβυζαντινής περιόδου. Δηλαδή δεν παραδέχονται καμία συνέχεια με τους προηγούμενους.

Αντίθετα πάρα πολλοί παγκοσμίως γνωστοί εθνολόγοι (A.D. Smith), ανθρωπολόγοι (Έγκελς), γενετιστές (Σφόρτζα), ιστορικοί (Grifith, Hammond) κλπ.,κλπ, κλπ υποστηρίζουν ότι εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες είμαστε συνέχεια των προηγουμένων Ελλήνων. Άρα υποστηρίζουν την συνέχεια μας. Φυσικά ο καθένας με τον τρόπο του (πολιτιστικά, ιστορικά, ανθρωπολγικά, γεννετικά κλπ).

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ

Είναι γνωστό ότι οι οπαδοί του επιχειρήματος που εξετάζουμε θεωρητικά ακολουθούν την γενική θεωρία αλλά και πρωτοπόρου νεωτεριστή Renan που λέει ότι το έθνος στην νεωτερική εποχή δημιουργήθηκε όχι γιατί υπήρξε μία κοινή πολιτισμική, εθνοφυλετική καταγωγή και κοινότητα, αλλά γιατί μέσα στην χωροχρονική συγκυρία δημιουργήθηκε μία κοινή βούληση, μία συμφωνία βασισμένη σέ κοινούς αγώνες και σε κοινά οράματα. (πολιτικό μοντέλο έθνους)
Η θεωρία όμως αυτή είναι αρκετά πειστική αλλά έχει εφαρμογή μόνο στα αποικιοκρατικά δυτικά έθνη και στα επιλεγόμενα αποικιακά κράτη του 20ου αιώνα, όχι όμως στο βαλκανικό ελληνικό έθνος. Όπως λέει ο Anthony Smith η θεωρία Renan ανήκει στο δυτικό μοντέλο του πολίτη, κατά το οποίο για τον σχηματισμό έθνους απαιτούνται:
«μία ιστορική εδαφική επικράτεια, μία νομικο-πολιτική κοινότητα καί ισότητα
απέναντι στον νόμο, μία κοινή πολιτική κουλτούρα και ιδεολογία»
Υπάρχει όμως και το εναλλακτικό μοντέλο αυτό του ενός από τους επιφανέστερους σύγχρονους θεωρητικούς του εθνικισμού, ο Anthony Smith. Σύμφωνα με αυτό λοιπόν το έθνος ως κοινότητα βασίζεται στους κοινούς προγόνους, στήν κοινή καταγωγή διαφόρων εθνοτικών ομάδων και στην γηγενή κουλτούρα τους (πολιτιστικό μοντέλο έθνους)

Το ζήτημα είναι ποιο μοντέλο ταιριάζει καλύτερα στην ελληνική ιστορική πραγματικότητα:

το μοντέλο του πολίτη των Renan, Gellner και Anderson ήτο εθνοτικό μοντέλο του Smith.

Κατά τον Smith, το μοντέλο του πολίτη αρμόζει σε έθνη με αποικιακό ή αυτοκρατορικό παρελθόν, όπως είναι η Ρωσσία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Περσία, η 'Οθωμανική Τουρκία και η Αιθιοπία, αλλά και σε μη δυτικά κράτη πού έκαναν τα πρώτα βήματά τους ως αποικίες ξένων, όπως είναι η Χρυσή 'Ακτή, η 'Ακτή 'Ελεφαντοστου, η Νιγηρία, η Αίγυπτος κλπ

Αναφέρει μάλιστα:
«α) Πριν την ανεξαρτητοποίηση τά κινήματα πού ασπάζονται την ιδέα τού εδαφικού "έθνους τού πολίτη" επιδιώκουν κατ' αρχάς την εκδίωξη τής ξένης εξουσίας καί στήν συνέχεια τήν δημιουργία ενός νέου κράτους-έθνους πάνω στά παλιά αποικιακά εδάφη. Πρόκειται δηλαδή για αντιαποικιακούς εθνικισμούς.

β) Μετά τήν ανεξαρτητοποίηση, όσα κινήματα διατηρήσουν μία αντίληψη έθνους θεμελιωμένη στον πολίτη και το έδαφος επιδιώκουν νά συγκεντρώσουν και να ενοποιήσουν μέσα σε μια νέα πολιτική κοινότητα συχνά ανόμοιους εθνοτικά πληθυσμούς και να δημιουργήσουν με βάση το προγενέστερο αποικιακό κράτοςένα νέο "εδαφικό έθνος". »

Και πάμε τώρα στο μοντέλου εθνικισμού ή γέννησης εθνών που προτείνει ο Smith.
Αναφέρει:
«α) Πρίν την ανεξαρτητοποίηση, όσα κινήματα ασπάζονται μία βασικά εθνοτική και γενεαλογική αντίληψη γιά τό έθνος επιδιώκουν να αποσχιστούν από μιά ευρύτερη πολιτειακή μονάδα (ή να την εγκαταλείψουν γιά νά συναθροισθούν στόν χώρο πού θεωρούν ώς εθνοτική πατρίδα) καί στήν θέση τους νά δημιουργήσουν ενα νέο, εθνοτικό έθνος, μέ πολιτειακή υπόσταση. Πρόκειται για τούς αποσχιστικούς εθνικισμούς καί τούς εθνικισμούς τής διασποράς.

β) Μετά τήν ανεξαρτητοποίηση, τα κινήματα τών οποίων _ αντίληψη γιά τό έθνος είναι κατά βάση εθνοτική καί γενεαλογική επιδιώκουν νά επεκταθούν, ώστε να περιλάβουν όσους εθνοτικά "συγγενείς" πληθυσμούς βρίσκονται εκτός των παρόντων συνόρων τού "εθνοτικού έθνους", μαζί με τα εδάφη στα όποια αυτοί κατοικούν, ή τον σχηματισμό ενός πολύ μεγαλύτερου "εθνοτικού- εθνικού" κράτους μέσω τής ενωσής τους μέ άλλα, πολιτισμικά καί εθνοτικά συγγενή κράτη. Πρόκειται γιά τούς αλυτρωτικούς και τους πάσης φύσεως πανεθνικισμούς»

Αν δεχθούμε ως ακριβέστερο το εθνοτικό μοντέλο, οφείλουμε να βρούμε την σχέση του προνεωτερικου εθνοτικου παρελθόντος με το μοντέρνο έθνος. Δηλαδή έναν κοινό, προνεωτερικό εθνοτικό λωρο, μία κοινή εθνοτική φυλετική καταγωγή. Κι όταν λέμε «εθνοφυλετική καταγωγή» (την οποία αρνουνται οι υποστηρικτές του Renan, Gellner και Anderson), δεν εννοούμε «φυλετική ή αιματική συγγένεια» αλλά «πολιτισμική συγγένεια»
Το ωραίο στην όλη υπόθεση είναι το τι λέει ο ευρετής του όρου «εθνικισμός» (nation-alismus), ο ανανεωτής της φιλοσοφίας της ιστορίας καί του πολιτισμου καί πρόδρομος του Ρομαντισμου, ο Γιόχαν Γκότφρηντ φόν Χέρντερ (1744-1803). Ο Χέρντερ υποστήριζε ότι κάθε Ιστορική περίοδος έχει τον δικό της μοναδικό χαρακτήρα, τον οποίο δεν μπορούμε να αναλύσουμε με βάση σύγχρονους, ορθολογικούς κανόνες, όπως κάνει το «πολιτικό» μοντέλο περί έθνους.

Όπως σημειώνει ο Καθηγητής Μπακαούκας η εθνικότητα είναι καθαρά ένα πολιτισμικό φαινόμενο, γεγονός πού αποδεικνύεται σήμερα από την προσπάθεια των εθνών νά υπερασπίσουν την πολιτισμική τους κληρονομιά . Τό «πολιτισμικό» μοντέλο περί έθνους δεν βλέπει το έθνος ως ανιστορικό βιολογικό φαινόμενο από καταβολής των πρωτόγονων κοινωνιών, όπως κάνουν οι ακραίοι εθνικιστές , ούτε ως μια εντελώς σύγχρονη «πολιτική» κατασκευή των νεότερων χρόνων, όπως κάνουν οι μεταμοντερνιστές και οι μαρξιστές (post-modernists - Marxists). Ύποστηρίζει ότι το έθνος είναι ένα ιστορικό φαινόμενο, πού από τούς αρχαίους ιστορικούς χρόνους έως και σήμερα παρουσιάζει διαχρονικά διάφορες μορφές.

Έτσι όπως λέει ο Anthony Smith ότι αυτό δεν σημαίνει πως αρνούμαστε ούτε τις τεράστιες πολιτισμικές αλ¬λαγές που υπέστησαν οι Έλληνες (παρά το γεγονός ότι επιβίωσε η αίσθηση της κοινής εθνότητας) ούτε την πολιτισμική επιρροή που άσκησαν επάνω τους οι λαοί και οι πολιτισμοί που τους περιέβαλλαν για περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια. Όμως ταυτόχρονα, αν λάβουμε υπόψη τη γραφή και τη γλώσσα, ορισμένες αξίες, την ιδιαιτερότητα του περιβάλλοντος και τον πόθο του νόστου, την αδιάκοπη κοινωνική αλληλεπίδραση και την αίσθηση της θρη¬σκευτικής και πολιτισμικής διαφορετικότητας -ακόμα και του αποκλεισμού-μπορεί να πει κανείς πως, κάτω από το πλήθος των κοινωνικών και πολιτι¬κών αλλαγών των τελευταίων δύο χιλιάδων χρόνων, διατηρήθηκε η αίσθη¬ση της ελληνικής ταυτότητας και τα κοινά εθνοτικά αισθήματα

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΣΛΑΒΟΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

Στο ερώτημα για το τι είναι οι Σλαβομακεδόνες η απάντηση δίδεται μέσω της κοινωνικής επιστήμης.

Αυτοί που ακολουθούν το πολιτικό μοντέλο τών Renan, Gellner και Anderson σαφώς συμφωνούν ότι οι Μακεντόνσκι δημιουργήθηκαν με τα έθνη-κράτη, δηλαδή κάπου το 1950. Βέβαια οι Σλαβομακεδονιστές(και οι Ελληνόφωνοι υποστηρίχτες τους) δεν συμφωνούν με αυτό μιας και τους βλέπεις ότι προσπαθούν με διάφορα αβάσιμα επιχειρήματα (όπως αυτό της επικεφαλίδας) να μας πουν το αντίθετο.

Αυτοί που ακολοθούν το πολιτιστικό μοντέλο του Smith τότε λένε ότι ναι υπήρχε μία Σλαβική εθνότητα που μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα είχε ακαθόριστη εθνική συνείδηση και ρευστή ταυτότητα που κατοικοί εδώ και μερικούς αιώνες σε μέρος της σύγχρονης γεωγραφικής Μακεδονίας. Έτσι ακολουθώντας τη διάκριση του Anthony Smith μεταξύ εθνοτικής κατηγορίας και εθνοτικής κοινότητας, μπο¬ρούμε να πούμε ότι οι Σλαβόφωνοι αποτελού¬σαν μια εθνοτική κατηγορία. Πρόκειται για πληθυσμούς που μπορούν να θεωρούνται ως πολιτισμικές συνομαδώσεις, αλλά χωρίς σαφή αίσθηση αυτοσυνειδησίας και συλλογικότητα Λείπει ο μύθος της κοινής καταγωγής, οι κοινές ιστορικές μνήμες, η αίσθηση της αλληλεγγύης και η πρόσδεση σε μια σαφώς προσδιορισμένη πατρίδα. Τέτοιες ομάδες χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες μπορούν να απορροφη¬θούν από άλλες, ισχυρότερες ομάδες. Κατά τον Smith, όσο εντονότερα είναι τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν, τόσο ευκολότερη είναι η διαδικασία διαμόρφωσης μιας εθνοτικής κοινότητας.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η Μακεδονία είναι σήμερα όρος καθαρά γεωγραφικός καί όχι εθνολογικός. Έθνος μακεδονικό ιδιαίτερο ούτε υπήρξε ποτέ, αφότου οι αρχαίοι Μακεδό¬νες, μαζί με τις άλλες ελληνικές φυλές, ενσωματώθηκαν μέσα στον μεγάλο Ελληνι¬σμό των αλεξανδρινών, ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων, ούτε σήμερα είναι δυνατό να νοηθεί. Η θέληση τής Ιστορίας ήταν να βρεθεί σήμερα το έδα¬φος τής μεγάλης αρχαίας Μακεδονίας μοιρασμένο σε τρεις λαούς, τούς Έλ¬ληνες, Σλαβομακεδόνες και Βουλγάρους, και προσαρτημένο με σειρά διεθνών συνθηκών στα τρία αντίστοιχα βαλκανικά κράτη.

Το φαινόμενο της ταυτότητας εξετάζεται τόσο με την ευρεία έννοια της διάκρισης μιας ομάδας ανθρώπων από άλλες με βάση ορισμένα κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά όσο και με τη στενότερη έννοια της «εθνοτικής» ή της «εθνικής» ταυτότητας, που έχουν σημείο αναφοράς τα σύγχρονα έθνη και κράτη.

Άρα όταν κάποιος αποδέχεται ότι η έννοια του έθνους και, συνακόλουθα, της εθνικής ταυτότητας αποτελεί σχετικά σύγχρονο δημι¬ούργημα και μια κοινωνική οντότητα μόνο στο βαθμό που παίρνει τη μορφή του σύγχρονου εδαφικά προσδιορισμένου κράτους, δηλαδή του “εθνικού κράτους” πρέπει να αποδέχεται ότι και οι Σλαβομακεδόνες γεννήθηκαν το 1944 με την διακύρηξη της ASNOM.

Άραγε το αποδέχονται οι χρησιμοποιούντες το εξεταζόμενο επιχείρημα υπερασπίστες του ?

Βιβλιογραφία
1-Hobsbawm, Έθνη και Εθνικισμός, από το 1780 μέχρι σήμερα
2-Anthony D. Smith, Εθνική Ταυτότητα
3-Anthony D. Smith, Nationalism and Modernism
4-Μιχάλης Μπακαούκας, Αρχαίος ελληνικός φυλετισμός καί νεοελληνικός εθνικισμός (άρθρο) 5-Σπυρίδων Σφέτας, Η διαμόρφωση της Σλαβομακεδονικής ταυτότητας

Μακεδονικός αγώνας( Από τη Βικιπαίδεια,)

Ο Μακεδονικός αγώνας (αναφερόμενος στη Βουλγαρία ως: Гръцка въоръжена пропаганда в Македония, «Ελληνική ένοπλη προπαγάνδα στη Μακεδονία») ήταν ένοπλη αντιπαράθεση στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια (1904-1908) και διεξήχθη στη Μακεδονία (τότε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) μεταξύ κυρίως Βουλγάρων και Ελλήνων. Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του είχε επεκταθεί σ΄ όλη τη σημερινή Μακεδονία μέχρι και των περιοχών του Μοναστηρίου, Γευγελής, Δοϊράνης κ.λπ. Σκοπός των αντιπάλων ήταν ο εκφοβισμός ή η εξόντωση των αντίθετων στοιχείων και ο προσεταιρισμός του πληθυσμού προς την Βουλγαρική και την Ελληνική εκκλησία και εθνικό φρόνημα, δράση η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε αγώνα αλληλοεξόντωσης των εκατέρωθεν ενόπλων τμημάτων.
Πίνακας περιεχομένων
λαού" χωρίς εθνικές ή δογματικές διακρίσεις, δηλώνοντας "σταθερά ενωτική" και "μαχητικά αντισωβινιστική". Στη πραγματικότητα ήταν μία Βουλγαρική εθνικιστική οργάνωση με κρυφή ατζέντα τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία σαν ενδιάμεσο στάδιο πρίν την τελική ένωση της με τη Βουλγαρία. Η διαδικασία του εκβουλγαρισμού ήταν μεθοδική και είχε προσεκτικά σχεδιαστεί ώστε να κλιμακωθεί σταδιακά, με πρώτο στάδιο τον εξαναγκασμό του σύνολου του ρευστής εθνικής συνείδησης χριστιανικού πληθυσμού να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες που θα υπάγονταν στην Εξάρχική (Βουλγαρική) εκκλησία αντί στις υπάρχουσες, οι οποίες υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν σε όλη τη Μακεδονία πολυάριθμες Εξαρχικές εκκλησίες. Σ'αυτές, ο εκκλησιασμός γίνονταν στη βουλγαρική γλώσσα και τα ονόματα των βαπτιζομένων ήταν βουλγαρικά. Σε δεύτερη φάση το κομιτάτο άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία στα οποία τα παιδιά θα διδάσκονταν τη βουλγαρική γλώσσα και θα κατηχούνταν πλέον εθνικά.
Η δράση του κομιτάτου αρχικά είχε κάποια επιτυχία αλλά σύντομα έγιναν αντιληπτά τα πραγματικά του κίνητρα όταν ένοπλες ομάδες του (κομιτατζήδες) άρχισαν να εκτελούν και να βασανίζουν ιερείς, δασκάλους, τοπικές προσωπικότητες, αλλά και απλούς πολίτες που αρνούνταν το συγκεκαλυμμένο αυτό εκβουλγαρισμό. Αυτό αφύπνισε την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Κατόπιν δραματικών εκκλήσεων του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού, ο οποίος είχε αρχίσει ήδη να οργανώνει τοπικά τμήματα αυτοάμυνας σε Καστοριά και Φλώρινα, ιδρύθηκε στην Αθηνα το Μακεδονικό Κομιτάτο υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη. Ενδεικτικό των συνθηκών είναι ότι ίδιος ο Μητροπολίτης είχε αναγκαστεί να περιέρχεται τους ναούς των χωριών της περιφέρειάς του και να εκκλησιάζει με το όπλο του παραπόδας (λόγω των αλλεπάλληλων απειλών κατά της ζωής του), σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τονώσει το ηθικό των τρομοκρατημένων πιστών. Ακολούθησαν κάποιες αποστολές Ελληνικών ένοπλων σωμάτων (κατά κύριο λόγο Κρητών και Μανιατών εθελοντών) στη Μακεδονία . Αλλά οι εθελοντές και συνεπακόλουθα τα τμήματα πολλαπλασιάστηκαν θεαματικά μετά την πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Παύλου Μελά το 1904.
[Επεξεργασία] Μακεδονομάχοι
Υπό τις συνθήκες αυτές πολυάριθμοι κυρίως νεαροί, Έλληνες αξιωματικοί προσφέρθηκαν παραιτούμενοι από τον Ελληνικό στρατό να τεθούν επικεφαλείς των ανταρτικών ομάδων και των επαναστατικων σωμάτων για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού. Τον αγώνα τους συντόνισαν ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Ίων Δραγούμης από το προξενείο της Ελλάδας στο Μοναστήρι, ο Λάμπρος Κορομηλάς από το προξενείο της Θεσσαλονίκης και ο Δημήτριος Καλαποθάκης από την Αθήνα. Άλλοι σημαντικοί Μακεδονομάχοι ήταν ο Άρμεν Κούπτσιος,ο Τέλλος Άγρας,ο Γεώργιος Μόδης, ο Γκόνος Γιώτας, ο Κώττας Χρήστου, ο Βαγγέλης Στρεμπενιώτης,ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης,ο Κωνσταντίνος Γαρέφης,o Λαμπρινός Βρανάς, ο Γεώργιος Δικώνυμος,οΓεώργιος Ζουρίδης,οΓεώργιος Σεϊμένης ο Γεώργιος Στρατινάκηςκ.α.
Από το Σεπτέμβριο του 1904, με την ανάλυψη της αρχηγίας των ελληνικών σωμάτων από τον Παύλο Μελά, και ακόμα περισσότερο μετά το θάνατό του, οι Έλληνες άρχισαν να επικρατούν σε όλη σχεδόν τη Μακεδονία συμπεριλαμβανομένων και των περιοχών στις οποίες η βουλγαρική επιρροή προηγουμένως ήταν τόσο έντονη ώστε να έχει εξελιχθεί σε κράτος εν κράτει (Καστοριά, Φλώρινα και Έδεσσα-Γιαννιτσά). Στις μνήμες των περισσότερων ο Μακεδονικός Αγώνας συνδέεται με τον αγώνα του Τέλλου Άγρα στην Λίμνη των Γιαννιτσών μέσα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις της Πηνελόπης Δέλτα στο βιβλίο της «Τα Μυστικά του Βάλτου».
Ο αγώνας των Μακεδονομάχων κράτησε ως το 1908 οδηγώντας σε απότυχία τα βουλγαρικά σχέδια για το βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Το τέλος του αγώνα στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία συνδέθηκε με την επικράτηση των νεότουρκων οι οποίοι αρχικά φάνηκαν να καταβάλουν προσπάθειες εκσυχρονισμού και εκδημοκρατισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συγχρόνως απέτρεψαν με αυστηρότητα το αντάρτικο μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων.
[Επεξεργασία] Κομιτατζήδες

Κύριοι αντίπαλοι των ελληνικών ενόπλων σωμάτων ήταν οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες. Το «Μακεδονικό» Κομιτάτο είχε από νωρίς οργανώσει ένα δίκτυο από παραστρατιωτικές ομάδες οι άντρες των οποίων είχαν επιδοθεί σε ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας του ελληνικού και όχι μόνο στοιχείου της Μακεδονίας (ενδεικτικά το 1903, μόνο στη Θεσσαλονίκη είχαν προβεί σε βομβιστικές επιθέσεις κατά της μητρόπολης και άλλων κτιρίων ελληνικών ιδιοκτησιών αλλά και στην ανατίναξη του γαλλικού πλοίου Γκουανταλκιβίρ και της Οθωμανικής Τράπεζας).
Σημαντικά στελέχη των Κομιτατζήδων ήταν ο ιδρυτής τους Γκότσε Ντέλτσεφ (τιμώνταν ως εθνικός ήρωας στη Βουλγαρία μέχρι το 1946 όταν με την αλλαγή της πολιτικής της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό, το μουσείο του έκλεισε και τα περιεχόμενα του μαζί με τα οστά του μεταφέρθηκαν στα Σκόπια της νεοιδρυθήσας ΓΔΜ), ο Αποστόλ Πετκώφ, ο Νίκολα Κάρεφ, o Γιάνε Σαντάνσκι κ.α. Οι Κομιτατζήδες διατήρησαν μια υποτυπώδη δραστηριότητα μετά το 1908 αλλά επανεμφανίστηκαν δυναμικά κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους ως παραστρατιωτικές ομάδες υποστηρίζοντας τον βουλγαρικό στρατό στις επιχειρήσεις του. Κατά τη διάρκεια της ολιγόμηνης βουλγαρικής κατοχής της ανατολικής Μακεδονίας προέβησαν σε νέες θηριωδίες κατά του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής υπό την πλήρη ανοχή των επίσημων βουλγαρικών αρχών και του τακτικού βουλγαρικού στρατού ο οποίος και τις εξόπλιζε, όπως η καταστροφή των Σερρών και του Δοξάτου (ήταν η πρώτη φορά). Επισήμως ενώ ο βουλγαρικός στρατός γενικά χρέωσε στο κομιτάτο τις σφαγές, ώς ενέργειες άτακτων σωμάτων λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου ενσωμάτωσε τις μονάδες αυτές αυτούσιες στον τακτικό βουλγαρικό στρατό. Αυτό ήταν και το ενδεικτικό τέλος της ιστορίας των ενόπλων τμημάτων της "Eσωτερικής Επαναστατικής Μακεδονικής Οργάνωσης -IMRO-".
[Επεξεργασία] Κατάσταση τα επόμενα χρόνια
Οι αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων αλλά και του καθενός ξεχωριστά με τους Νεότουρκους συνεχίστηκαν σε πολύ μικρότερη ένταση. Το 1912, μετά την επιτυχία της Αλβανικής επανάστασης οι Σέρβοι επειγώμενοι να προλάβουν τη δημιουργία μίας μεγάλης Αλβανίας υποχώρησαν στις μαξιμαλιστικές βουλγαρικές απαιτήσεις επί της διανομής της Μακεδονίας και προχώρησαν από κοινού στη δημιουργία της Βαλκανικής Συμμαχίας (Λίγκας). Η επιτακτική ανάγκη παρουσίας στόλου στο Αιγαίο οδήγησε λίγο αργότερα και στην εισδοχή της Ελλάδας στη συμμαχία ολοκληρώνοντας έτσι το σκηνικό του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Με την έκρηξή του ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας μαζί με τη Θεσσαλονίκης απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Το 1913 οι Βούλγαροι αν και υποτιθέμενα σύμμαχοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου κατά των Ελλήνων και των Σέρβων προσπαθώντας να καταλάβουν για λογαριασμό τους τα μόλις απελευθερωθέντα από αυτούς εδάφη της Μακεδονίας αλλά απωθήθηκαν (Β' Βαλκανικός Πόλεμος). Μετά την επακολουθήσασα συντριβή η Βουλγαρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει και το ανατολικό τμήμα (Σέρρες, Δράμα και Καβάλα) στην Ελλάδα που ολοκλήρωσε με αυτό το τρόπο τους εθνικούς της στόχους στη Μακεδονία.
[Επεξεργασία] Χρονικό του Αγώνα
• 1900 Ενθρόνιση του επισκόπου Γερμανού Καραβαγγέλη στη Μητρόπολη Καστοριάς, όπου και δραστηριοποιείται στην περιοχή.
• 1902 Ο Ίων Δραγούμης τοποθετείται υποπρόξενος στο Μοναστήρι, όπου και προωθεί τα ελληνικά συμφέροντα στη περιοχή.
• 1903 Οργανώνεται στην Αθηνα το Μακεδονικό Κομιτάτο υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη κατόπιν εκλήσεων του Μητροπολίτη Γερμανού. Κρητικοί εθελοντές στη Μακεδονία. Πρώτος νεκρός του Αγώνα ο κρητικός οπλαρχηγός Γεώργιος Σεϊμένης στο Λέχοβο που κατακρεουργείται αν και καθηλωμένος στο κρεβάτι από τους κομιτατζήδες.
• 1904 ο Λάμπρος Κορομηλάς τοποθετείται πρόξενος στη Θεσσαλονίκη με νέες προβολές των ελληνικών επιδιώξεων. Σκοτώνεται σε μάχη στη Στάτιστα (σημερινό όνομα "Μελάς") των Κορεστίων ο Παύλος Μελάς. Ελληνικό στρατιωτικό τμήμα διέρχεται τη μεθόριο. Οι ελληνικές αρχές της Θεσσαλονίκης ενισχύουν και εξοπλίζουν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα.
• 1905 τα ελληνικά σώματα αποκρούουν σθεναρά βουλγαρικές επιθέσεις ακολουθώντας την τακτική των κλεφτών.
• 1906 ο Κορομηλάς επιζητεί την επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας με αποστολή στρατού. Τέσσερα ελληνικά ανταρτικά σώματα σε σύγκρουση με τον οθωμανικό στρατό διαλύονται.
• 1907 η Αγγλία ασκεί πολιτική πίεση απαιτώντας την περιστολή των ελληνικών δράσεων στη περιοχή. Η Ελληνική Κυβέρνηση σε δίλλημα. Η Τουρκία απαιτεί την απομάκρυνση του Λ. Κορομηλά από το Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Απομακρύνεται, αλλά το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών τον διορίζει Γενικό Επιθεωρητή των προξενίων της διευκολύνοντας με αυτό τον τρόπο ακόμα περισσότερο τη δράση του.
• 1908 Με την επανάσταση των Νεοτούρκων το Οθωμανικό κράτος δείνει σύνταγμα και ίσα δικαιώματα σε όλους τους πολίτες. Ολοκληρώνεται ο Μακεδονικός Αγώνας με επιτυχία καταφέρνωντας να διατηρήσει τη συνοχή του Ελληνισμού της Μακεδονίας.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΙΚΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΑΣ (Παγγαίου)

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Στο δρόμο Σερρών-Καβάλας ,αμέσως μετά την κοινότητα Κορμίστας ,στα όρια των νομών Σερρών-Καβάλας ,στη βόρια πλευρά του κατάφυτου όρους Παγγαίου , σε μία θαυμάσια τοποθεσία , σε υψόμετρο 753 μέτρων βρίσκεται η Ιερά Μονή της ΠΑΝΑΓΙΑΣ της ΕΙΚΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΑΣ .


Eίναι ένας από τους δύο ιερούς χώρους της ανατολικής Μακεδονίας, που συνεχίζει και σήμερα να αποτελεί πόλο έλξης πλήθους πιστών που έρχονται να προσκυνήσουν την ‘‘ αχειροποίητο εικόνα της Θεοτόκου’’ και να ηρεμήσουν μέσα στο γαλήνιο περιβάλλον Της .

Το όνομα της Μονής , κατά μία από τις τρεις εκδοχές , οφείλεται στο θαύμα της εικόνας της Παναγίας , η οποία έλαμπε και σκορπούσε φως φοινικούν, δηλαδή κόκκινο, όπως η πορφύρα των Φοινίκων.

 Απ’ αυτό προέρχεται και η ονομασία : Εικών φοινίσσουσα - Εικών-φοίνισσα - Εικοσιφοίνισσα .

H Μονή, ιδίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, πρόσφερε πάρα πολλά για τη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στην Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη, ώστε δίκαια προκάλεσε την οργή των Τούρκων και των Βουλγάρων.

Αντιμετώπισε επανειλημμένα τις καταστροφικές επιδρομές τους και ανέδειξε πλήθος μαρτύρων.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο επίσκοπος Φιλίππων Σώζων που έλαβε μέρος στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (451μ.Χ.) ίδρυσε ναό και μοναστικό οικισμό στη θέση Βίγλα, 50 μέτρα ανατολικά της σημερινής Μονής, όπου τα σωζόμενα ερείπια τείχους και πύργου, μαρτυρούν την ύπαρξη αρχαίου μεγάλου φρουρίου .

Όλα αυτά εγκαταλείφθηκαν αργότερα, όταν έφτασε εδώ ο πρώτος κτήτορας της Μονής,
ο Άγιος Γερμανός (518 μ.Χ.),
ο οποίος από πολύ νεαρή ηλικία ασκήτεψε στους Αγίους Τόπους ,στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, πλησίον του Ιορδάνη ποταμού.

Από τότε και για αρκετούς αιώνες η ιστορία της Εικοσιφοίνισσας είναι τελείως άγνωστη.

Αρχαιολογικές ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά τον 11ο αιώνα κτίσθηκε ξανά το ‘Καθολικό’’ της Μονής.

Κατά την περίοδο αυτή η Μονή έγινε ‘‘Σταυροπηγιακή’’, δηλαδή εξαρτιόταν απ’ ευθείας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη .

Νέα λάμψη γνώρισε το Μοναστήρι το έτος 1472, όταν σ’ αυτό αποσύρθηκε, παραιτηθείς από το θρόνο του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άγιος Διονύσιος, που θεωρείται ο δεύτερος κτήτορας της Ιεράς Μονής .

Κατά το μακρύ διάστημα της παραμονής του στην Μονή ανήγειρε πολλά κτίσματα και επισκεύασε παλαιά.
Στην εποχή του το Μοναστήρι απέκτησε μεγάλη ακμή και αίγλη.

Έτσι ,σύμφωνα με πληροφορία ενός κατάστιχου του 16ου αιώνα το έτος 1507 ζούσαν στην Μονή 24 Ιερομόναχοι, 3 Ιεροδιάκονοι και 145 Μοναχοί.
Αυτοί διέτρεχαν στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και ενίσχυαν την πίστη των Χριστιανών. Η δράση τους αυτή προκάλεσε την οργή των Τούρκων που στις 25 / 8 / 1507 κατασφάξανε και τους 172 μονάζοντες .

Δεν κατέστρεψαν το ναό και τα κτίρια, όμως η Μονή παρέμεινε ακατοίκητη επί 13 χρόνια .
Μετά από το τραγικό συμβάν της σφαγής, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πέτυχε το 1510 να λάβει άδεια του Σουλτάνου για την αναδιοργάνωση της Μονής.

Έτσι, με τη βοήθεια δέκα Μοναχών του Άγιου Όρους, μέσα σε δέκα χρόνια προσήλθαν να μονάσουν στη Μονή 50 Μοναχοί, Διάκονοι και Ιερομόναχοι, που είχαν και τη διακυβέρνηση του Μοναστηριού.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Μονή είχε γίνει πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Εδώ, ελθών από τις Σέρρες ο Εμμανουήλ Παπάς όρκισε τους οπλίτες και κήρυξε την Επανάσταση .

Στην Ιερά Μονή λειτουργούσε περίφημη Ελληνική Σχολή. Ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η Βιβλιοθήκη της Εικοσιφοίνισσας.
Πριν την λεηλασία της από τους Βουλγάρους, το 1917, περιελάμβανε 1300 τόμους βιβλίων. Ορισμένα χειρόγραφα ήταν μεγάλης αρχαιολογικής αξίας.
Κατά τους αιώνες αυτούς της ακμής,  επισκευάστηκαν και αναγέρθηκαν πολλά κτίσματα της Μονής.

Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες:

το 1845 πυρκαγιά αποτέφρωσε τη δυτική και βόρεια πλευρά  ενώ 
το 1864 επιδημία χολέρας αποδεκάτισε τους Μοναχούς. 

Για την ανόρθωση των καταστροφών φρόντισε ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος.

Το 1917, οι Βούλγαροι σύλησαν τους ανεκτίμητους εθνικοθρησκευτικούς θησαυρούς της Μονής.

Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο,πάλι οι Βούλγαροι έβαλαν φωτιά και τα οικοδομήματα της Μονής κάηκαν.
Η ανοικοδόμηση της Μονής ξεκίνησε το 1965 και τελείωσε μέσα σε 15 χρόνια, παίρνοντας τη μορφή που έχει τώρα.

Σήμερα, η Μονή έχει 25 Μοναχές.
Γιορτάζει στις 15 Αυγούστου στη μνήμη της Παναγίας Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου στη μνήμη του Τιμίου Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου στη μνήμη των εισοδίων της Θεοτόκου.

ΚΤΙΣΜΑΤΑ

Η κυρίως Μονή στο κέντρο έχει τον επιβλητικό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου και περιλαμβάνει το Ηγουμενείο, 
τα κελιά των μοναζούσων, 
το Αρχονταρίκι, 
το παρεκκλήσι της Αγ. Βαρβάρας με το Αγίασμα, 
το Μουσείο,
την Τράπεζα, 
τα εργαστήρια
 και συναφείς εγκαταστάσεις ,ενώ όλο το συγκρότημα το περιβάλλει υψηλό τείχος. 

Προ της Μονής υπάρχει πλατεία και κοντά σ’ αυτή βρίσκεται το μνημείο των 172 Μοναχών που σφαγιάστηκαν το 1507.

Στον εξωτερικό τοίχο υπάρχει καλλιμάρμαρο προσκυνητάρι,
κάτω από το οποίο υπάρχει Αγίασμα.
Στη συνέχεια υπάρχει το ναϊδριο των Αγίων Αναργύρων .

Στην νοτιοανατολική γωνία του ναού υψώνεται μεγαλοπρεπές κωδωνοστάσιο. Έξω και πάνω από τα τείχη της Μονής ,προς Ανατολάς, βρίσκονται ο παλαιός ανεμόμυλος και το ‘‘στασίδιον της Παναγίας’’ με μικρό προσκυνητάρι .
________________________________________

Η συμβολή των ελλήνων ιεραρχών της Μακεδονίας στην ευόδωση του «Μακεδονικού Αγώνα»

Άργος Ορεστικόν 17/10/2004

Ἡ συμπλήρωση ἐφέτος 100 χρόνων ἀπό τόν ἡρωϊκό θάνατο τοῦ ἑλληνορθόδοξου παληκαριοῦ Παύλου Μελᾶ, πού στό πρόσωπό του συμπύκνωνε τή γενναιότητα τοῦ Διγενῆ, τήν αὐταπάρνηση τοῦ Λεωνίδα, τήν εὐγένεια τοῦ Ἀχιλλέα, τήν ποίηση τοῦ Σολωμοῦ, τήν τρυφερότητα τοῦ ἰδανικοῦ συζύγου καί πατέρα, μά πάνω ἀπ’ ὅλα τήν ἀφοσίωση στό ὅραμα τῆς ἑνωμένης Ἑλλάδας, καί ἰδιαίτερα τῆς ἐλεύθερης Μακεδονίας, σηματοδοτεῖ τίς ἐπετειακές ἐκδηλώσεις πού ὀργάνωσε ἡ Ἐκκλησία μας εἴτε μόνη, εἴτε μαζί μέ ἄλλους ἔγκυρους φορεῖς τῆς Πατρίδας μας, διασώζοντας τήν ἱστορική μνήμη μας καί προβάλλοντας τόν Μακεδονικό Ἀγῶνα ὡς σύμβολο θυσίας καί ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ἔθνους.
Χαιρετίζω μέ ὑπερηφάνεια τίς ἐκδηλώσεις αὐτές, στίς ὁποῖες ἔχω τήν τιμή νά εἶμαι προσκεκλημένος καί σᾶς ἐκφράζω, ὧ Μακεδόνες, τόν ἀνυπόκριτο θαυμασμό μου καί τίς διάπυρες εὐχές μου καί τόν ἔπαινό μου γιά τήν προθυμία σας νά ὀργανώσετε στήν εὐλογημένη γῆ σας, πού εἶναι ποτισμένη ἀπό τά αἵματα τῶν ἡρώων μας, τό εὐλογημένο τοῦτο μνημόσυνο χάριν κυρίως τῶν νεωτέρων, πού πρέπει νά μάθουν ὅτι τήν εὑημερία καί τήν ἐλευθερία πού ἀπολαμβάνουν, μᾶς τήν χάρισαν οἱ θυσίες τῶν πατέρων μας, πού κάτω ἀπό τή σκιά τοῦ Σταυροῦ ἀνέλαβαν καί ἔφεραν εἰς πέρας τόν ὑπέρ πάντων ἀγώνα, ὅπως πάντοτε πράττουν οἱ Ἕλληνες. Εἶναι ἀνάγκη νά μάθουμε ἐπί τέλους νά ξεχωρίζουμε τό ἐθνικό χρέος ἀπό τήν ἐθνοκαπηλεία, τήν προσφορά ἀπό τόν καιροσκοπισμό, τή θυσία ἀπό τή χρησιμοθηρία. Σᾶς εὐχαριστῶ δέ ὅλους καί ἰδιαιτέρως τόν Σεβ. Ποιμενάρχην σας γιά τήν εὐκαιρία πού μοῦ δίνετε αὐτῆς τῆς ἐπικοινωνίας, προκειμένου νά σᾶς ἀναπτύξω τό θέμα τῆς Συμβολῆς τῶν Ἑλλήνων Ἱεραρχῶν τῆς Μακεδονίας στήν εὐόδωση τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα.
• **
• **
Τῆς ἐπισήμου ἐνάρξεως τοῦ ενόπλου 4ετοῦς «Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος» (1904-1908) εἶχε προηγηθεῖ μακρά περίοδος ἀγωνίας καί ἀγώνων τοῦ μακεδονικοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού ἦταν στόχος τῶν βουλγάρων «Ἐξαρχικῶν» καί τῶν πάντοτε καιροφυλακτούντων εὐρωπαίων μισελλήνων. Παράλληλα δύο ἄλλοι παράγοντες, ὁ ρωσικός καί ὁ τουρκικός, ἕκαστος γιά ἰδικούς του λόγους, προέβαιναν συνεχῶς σέ ἀνθελληνικές ἐνέργειες, ἐπιδιώκοντες ὁ μέν τήν προώθηση τοῦ πανσλαβιστικοῦ σχεδίου ἐξόδου στό Αἰγαῖο, ὁ δέ τήν διαίρεση τῶν ὀρθοδόξων πληθυσμῶν καί τήν ἀποδυνάμωση τοῦ τότε πνευματικοῦ των κέντρου, δηλ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως. Ὑπό τό πρῖσμα αὐτό θά πρέπει νά θεαθεῖ καί τό πρωτοφανές γεγονός τῆς ἀνακηρύξεως τῆς βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας μέ σουλτανικό φιρμάνι τοῦ Ἀβδοῦλ Ἀζίζ τῆς 10ης Μαρτίου 1870, τό ἄρθρο 10 τοῦ ὁποίου προέβλεπε τή δυνατότητα ἐπεκτάσεως τοῦ ἐξαρχάτου, πέρα ἀπό τίς περιοχές πού ἀναγνωρίσθηκαν ὡς ἐξαρχικές καί σέ ἄλλα μέρη, ἄν τό σύνολο ἤ τά 2/3 τουλάχιστον τῶν κατοίκων των ἐπιθυμοῦσαν νά ὑπαχθοῦν στήν Ἐξαρχία. Τό ἄρθρο αὐτό πού ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς «μακιαβελλικῆς συλλήψεως»¹ (Βλ. Σαρ. Καργάκου: Κεφάλαια Μακεδονικῆς Ἱστορίας, στά «Πολιτικά Θέματα» 10-16 Ἰανουαρίου 1992 σ. 27) προετοίμαζε τή διαίρεση μεταξύ τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν καί προωθοῦσε τόν ὀξύ φυλετικό ἀνταγωνισμό. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι τό φιρμάνι εἶχε συντάξει ὁ ρῶσος πρεσβευτής στή Πόλη Στρατηγός Ἰγνάτιεφ, γνωστός μισέλλην καί θιασώτης τοῦ πανσλαβισμοῦ. Ἡ ἵδρυση, ἔστω καί μ’ αὐτόν τόν ἀνορθόδοξο τρόπο, τῆς βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας ἐσήμαινε νίκην τῶν ρώσων ἐναντίον τῶν γάλλων, πού εἶχαν προσπαθήσει, καί μέχρις ἑνός σημείου ἐπιτύχει, νά προσδέσουν τόν βουλγαρικό ἵππο πού ἀφηνίασε ἀπό τά κεντρίσματα τοῦ φυλετικοῦ του ἐθνικισμοῦ καί ἐζήτει ἐκκλησιαστική χειραφέτηση, στό ἅρμα τοῦ Βατικανοῦ διά τῆς οὐνίας καί τῶν Λαζαριστῶν μοναχῶν πού προωθοῦσαν τήν καθολική ἐπιρροή στά Βαλκάνια. Γι’ αὐτο οἱ ἄγγλοι ἐφαίνοντο ἱκανοποιημένοι ἀπό τήν ἐπιτυχία τῶν ρώσων. Ἄλλο τόσο ἱκανοποιημένοι ἦσαν καί οἱ Τοῦρκοι πού εἶχαν ἐπιτύχει τή διάσπαση τῆς ἑνότητος τῶν ὀρθοδόξων τῆς Βαλκανικῆς.
Ἡ σύσταση τῆς βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας σηματοδοτεῖ μιά νέα περίοδο στήν ἱστορία τῆς Μακεδονίας, περίοδο πού στιγματίζεται ἀπό τήν ἀρχικά ἤπια καί εἰρηνική προσπάθεια τῶν βουλγάρων Κομιτατζήδων γιά τήν ἐθνολογική ἀλλοίωση ὑπέρ τῶν σλαβοφίλων τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τῆς Μακεδονίας καί πού, μετά τήν ἀποτυχία της, μετεβλήθη σέ βίαιη, σφοδρή καί μέ ἀπηνεῖς διώξεις καί δολοφονίες ἑλλήνων ἐκστρατεία ἀφελληνισμοῦ τῆς Μακεδονίας. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ βουλγαρική ἐθνική συνείδηση εἶχε σχεδόν ἐξαλειφθεῖ ἐπί τουρκοκρατίας, διότι ἐδέσποζε τότε ἡ ἑνότητα ὅλων τῶν βαλκανικῶν λαῶν. Τώρα ὅμως, καί ἰδίως μετά τόν πρῶτο ἀφυπνιστή τοῦ βουλγαρικοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ μοναχό ἁγιορείτη Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (1722-1789), πού συνέγραψε τό βιβλίο: «Ἱστορία Σλοβενοβουλγαρική τοῦ λαοῦ τῶν Βουλγάρων, τῶν Τσάρων καί τῶν Ἁγίων», πού τυπώθηκε καί διαδόθηκε τό 1844, μέ σκοπό νά προσδώσει στούς βουλγάρους ἐθνική συνείδηση, οἱ ρῶσοι ἐμπνευστές τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἐξαρχίας, ἀφοῦ ἀποκόπτουν τούς βουλγάρους ἀπό τό μαστό τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας, τροφοδοτοῦν μέ φανατισμό τή σλαβική δῆθεν καταγωγή τῶν βουλγάρων, ἐνῶ κατά τούς περισσοτέρους ἱστορικούς, οἱ βούλγαροι εἶναι λαός τουρκομογγολικῆς καταγωγῆς, συγγενεῖς τῶν Οὔννων. (Βλ. καί Δημ. Μιχαλόπουλου: Οἱ βούλγαροι εἶναι... τοῦρκοι «Τό Βῆμα» 23.8.92). Οἱ πολιτικές σκοπιμότητες καί τά πολιτικά συμφέροντα ἐπισκιάζουν συχνά τίς ἱστορικές πραγματικότητες. Δημιουργώντας τήν Ἐξαρχία οἱ ρῶσοι ἀπέβλεπαν ἀφ’ ἑνός μέν στήν ἐφαρμογή τοῦ δόγματος «Κυρίαρχο κράτος-κυρίαρχη Ἐκκλησία», ἀφ’ ἑτέρου δέ στή κινητοποίηση μιᾶς δυνάμεως πιέσεως ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, μέ ὄργανο τόν σλαβικό ἐθνικισμό, ἐπενδεδυμένο μέ ἐκκλησιαστικό μανδύα γιά τήν παραπλάνηση ἰδίως τῶν ἀγροτικῶν πληθυσμῶν. Ἔτσι τό σχέδιο ὑφαρπαγῆς τῆς Μακεδονίας καί συρρίκνωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού δέν ἔπαυσε οὔτε στίς ἡμέρες μας νά ἰσχύει, μέ τίς εὐλογίες πάντοτε τῶν ἀσπόνδων «φίλων» μας, ὅπως καί τότε, ἄριστα κατεστρωμένο καί ἀοράτως δορυφορούμενο ἀπό ἐπιδέξιους χειριστάς, ἔμελλε νά θέσει σέ κίνδυνο τήν προαιώνια ἑλληνικότητα τῆς γῆς αὐτῆς, πού τήν εποφθαλμιοῦν καί σήμερα οἱ ἴδιοι πανσλαβιστές. Τό σχέδιο αὐτό, καταλλήλως ὑποστηριζόμενο, κατά περίπτωσιν, ἄλλοτε ἀπό τούς ρώσους, ἄλλοτε ἀπό τούς ἄγγλους καί ἄλλοτε ἀπό ἄλλους, κατά τήν ἐπιταγήν τῶν πολιτικῶν των συμφερόντων, ἄρχισε νά ἐφαρμόζεται μέ σαφεῖς προθέσεις ἀφελληνισμοῦ ὁλοκλήρων ἑλληνικῶν περιοχῶν ὅπως π.χ. τῆς Ἀνατολ. Ρωμυλίας (1885) τῆς ὁποίας ἡ ἀπό τούς βουλγάρους διά τῶν ὅπλων προσάρτησις ἔγινε μέ τίς εὐλογίες τῶν ἄγγλων, προθέσεις πού δέν ἄργησαν νά ὑλοποιηθοῦν μέ τή χρήση βίας ἐναντίον τῶν σκληρά ἀμυνομένων τῆς ἐθνικῆς των συνειδήσεως ἑλληνικῶν πληθυσμῶν. Ἀπό τό 1889 καί ἰδίως ἀπό τό 1893 ἔτος ἱδρύσεως στή Θεσσαλονίκη του Βουλγαρικού Κομιτάτου, ἐφαρμόζεται συστηματικά μία πολιτική διωγμοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, πού κορυφώνεται τό 1906 μέ καταστροφή μεγάλων καί ἀνθηρῶν ἑλληνικῶν πόλεων καί μέ τό ξερρίζωμα τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων τῆς Ἀγχιάλου, Πύργου, Μεσημβρίας, Φιλιππουπόλεως, Βάρνης, Σκλύμνου κλπ. (Βλ. Σαρ. Καργάκου: Κεφάλαια Μακεδονικῆς Ἱστορίας. Στά «Πολιτικά Θέματα» 10-16 Ἰαν. 1992 σ. 24, Κ. Γάλλου: Ὁ Μακεδονικός Ἀγώνας στή Δυτ. Μακεδονία καί οἱ σοβαροί ρόλοι τῆς Ἐκκλησίας στήν εὐόδωσή του. Στό περιοδικό «Παράδοση» Α΄, 2 σ.171).
Οἱ ὡμότητες τῶν βουλγάρων Κομιτατζήδων σέ βάρος τῶν Ἑλλήνων τῆς Μακεδονίας περιγράφονται στήν «Κυανῆ Βίβλο» πού ἐξέδωσε ἡ βρεταννική κυβέρνηση τό 1903. Ἰδού ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα: «Ἡ δολοφονία εἶναι τό κυριώτερον ὅπλον τῶν βουλγαρικῶν Κομιτάτων. Πρό οὐδενός ὑποχωροῦσιν. Οἱ Ἕλληνες εἶναι κυρίως τά θύματά των. Κατά χιλιάδας ἐφονεύθησαν οἱ Ἕλληνες κατά τά τελευταῖα πέντα ἤ ἕξ ἔτη.... ἀθώων καί ἀόπλων ἐκβιάσεις, ληστεῖαι, δολοφονίαι, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἀνελεήμονα βασανιστήρια ἱερέων, ἰατρῶν, διδασκάλων κατακρεουργήσεις, ναῶν ἐμπρησμοί... καταστροφή χριστιανῶν Ὀρθοδόξων... γενική τρομοκρατία, πλήμμυρα αἵματος» (Βλ. στοιχεῖα τῶν βουλγαρικῶν ὡμοτήτων σέ βάρος τῶν ἑλλήνων καί εἰς Σαρ. Καργάκου: Κεφάλαια Μακεδονικῆς Ἱστορίας. Στά «Πολιτικά Θέματα» 24-30 Ἰαν. 1992 σ. 24).
Στό μεταξύ στήν Ἀθήνα ἱδρύονταν μυστικές ἑταιρεῖες, κατά τό πρότυπο τῆς Φιλικῆς, μέ σκοπό τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας ἀπό τούς τούρκους, πού εἶχαν ἄδοξο τέλος, γιατί περιορίζονταν σέ λόγια καί μόνο λόγια. Τό 1903 ἱδρύεται στήν Ἀθήνα ἀπό τούς Στέφανο Δραγούμη, Δημ. Καλαποθάκη κ. ἄ. τό Ἑλληνικό Κομιτάτο, πού ἐπιτυγχάνει νά κινητοποιήσει τήν ἑλληνική Κυβέρνηση. Τό ἐπίσημο κράτος προηγουμένως ἀφοῦ μετά τήν σύσταση τοῦ βασιλείου εἶχε ἀποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις μέ τήν Ὑψηλή Πύλη, εἶχε κατορθώσει νά συστήσει ἑλληνικά προξενεῖα στά κυριότερα μέρη τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ, πού ἀπετέλεσαν κέντρα ἐθνικῆς ἐγρήγορσης, μέ τούς ἐμπνευσμένους, σέ πλεῖστες περιπτώσεις, ἑλληνόψυχους προξένους των, ὅπως ὁ Θεόδωρος Βαλλιάνος στή Θεσσαλονίκη, ὁ Πέτρος Λογοθέτης στό Μοναστήρι, ὁ Ἴων Δραγούμης, ὁ Σταμ. Πεζᾶς, κ.ἄ. Αὐτοί, ζῶντες ἐκ τοῦ πλησίουν τήν κατάσταση καί διαβλέποντες τά δεινά πού ἐπρόκειτο νά ἀκολουθήσουν, σέ περίπτωση ἐπιτυχίας τῶν ρωσικῶν σχεδίων, ἄρχισαν νά πιέζουν τήν ἑλληνική κυβέρνηση γιά ἐνεργότερη ἀνάμειξη τοῦ ἐθνικοῦ κέντρου στά πράγματα τῆς Μακεδονίας. Ζητοῦσαν, μεταξύ ἄλλων, οἰκονομικό πόλεμο ἐναντίον τῶν βουλγαριζόντων, λήψη μέτρων ἐναντίον τῶν βουλγάρων, ἀποθάρρυνση τῶν ἐκκλησιαστικῶν προσώπων πού διέκειντο φιλικά πρός τούς βουλγάρους, καλλιέργειαν ἀκαταλλάκτου μίσους ἐναντίον παντός τοῦ βουλγαρικοῦ⁶. (Βλ. Μακεδονία: 4.000 χρόνια ἑλληνικῆς ἱστορίας καί πολιτισμοῦ. Ἔκδοσις «Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν» σ. 454). Ὅμως τό κέντρο, ἀπορροφημένο μέ τίς δικές του πληγές, δέν συνειδητοποίησεν ἐγκαίρως τόν κίνδυνο. Τόν κίνδυνο ὡστόσο εἶχε συνειδητοποιήσει τό Πατριαρχεῖο, πού ἀρχικά συνεσκιασμένως, ἀλλά μετά τήν σύσταση τῆς βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας, φανερά καί ἀπροκάλυπτα, ἔλαβε θέση ἀμύνης ἀπέναντι στίς πανσλαβιστικές βλέψεις καί μεθοδεῖες.
Ἔτσι, μέ ἀπόφαση τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου τοῦ 1872 κατεδίκασε τόν ἐθνοφυλετισμό ὡς αἵρεση καί τούς Ἐξαρχικούς ἐκήρυξε σχισματικούς. Ἐφεξῆς ἡ λέξη «σχισματικός» ἐννοοῦσε τόν βούλγαρο, ἡ δέ λέξη «πατριαρχικός» ἐννοοῦσε τόν ἕλληνα. Κατά τήν ἀπόφαση τοῦ 1872 ὁ ἐθνοφυλετισμός ἦταν «τί τό ξένον καί ὅλως ἀδιανόητον» γιά τήν Ὀρθοδοξία καί ὡς κριτήριο αὐτοκεφαλίας διότι εἰσῆγε «τό κακόν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κατανομῆς συγχύσεως καί διαλύσεως μέχρι καί αὐτῶν τῶν κατ’οἰκον Ἐκκλησιῶν»⁷ καί ὡς ἀντίθετο στοιχεῖο τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας, οὔσης κοινωνίας πνευματικῆς προωρισμένης νά συμπεριλάμβει ὅλα τά ἔθνη (βλ. Ἀθ. Ἀγγελόπουλου: Μακεδονικό Ζήτημα: Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορικοκανονική ἄποψη ἀπό τό 1944 κι ἐδῶ. Στήν «Ἐκκλ. Ἀλήθεια» 16-12-88). Παράλληλα τό Πατριαρχεῖον ἐπί Πατριάρχου Κων/νου Ε΄ τοῦ Βαλλιάδου προήγαγε σε Μητροπόλεις ὅλες τίς ἐπισκοπές τῆς Μακεδονίας καί ἐπέλεξε καί ἀπέστειλε στίς μακεδονικές αὐτές Μητροπόλεις νέους, φλογερούς πατριῶτες καί ἀποφασισμένους ποιμένες ὡς Μητροπολίτες πού ἐτέθησαν ἀμέσως ἐπί κεφαλῆς τοῦ πολύμορφου ἀγώνα γιά διάσωση τῆς Μακεδονίας. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς σελαγίζουν τά ὀνόματα τοῦ Καστοριᾶς Γερμανοῦ Καραβαγγέλη, τοῦ Πελαγονίας Ἰωακείμ Φοροπούλου, τοῦ Δράμας Χρυσοστόμου Καλαφάτη, τοῦ Κορυτσᾶς Φωτίου Καλπίδου, τοῦ Νευροκοπίου Θεοδωρήτου, τοῦ Γρεβενῶν Αἰμιλιανοῦ Λαζαρίδου, τοῦ Θεσσαλονίκης Ἀλεξάνδρου, τοῦ Σερρῶν Γρηγορίου, τοῦ Μελενίκου Εἰρηναίου Παντολέοντος, τοῦ Βατματζίδου, τοῦ Βουδενῶν Στεφάνου Δανιηλίδου κλπ. Εἰς αὐτούς κυρίως καί σέ ἄλλους πολλούς ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀνέθεσε τήν ἀποστολή διασώσεως τῆς Μακεδονίας ἀπό τήν πανσλαβιστική ἀπειλή, καί αὐτοί κυρίως ἐβάστασαν τόν καύσωνα τῆς ἡμέρας καί τό ψῦχος τῆς νυκτός, τῆς ἀσελήνου καί ὀργιώδους. Χωρίς αὐτούς ὁ Ἑλληνισμός θά εἶχε χαθεῖ ἀπό τή Μακεδονία πρίν τό 1903, δηλ. πρίν ἐκδηλωθεῖ ἡ ἀντίδραση τοῦ βασιλείου, καί προετοιμαστοῦν τά πρῶτα ἔνοπλα τμήματά του. Τό εἶχεν ἐπισημάνει καί ὁ Παῦλος Μελᾶς πού, ὅπως ἔγραφε, ἀγωνίσθηκε "γιά νά μή καταστρέψουν οἱ Βούλγαροι τόν τρόπον τοῦ σκέπτεσθαι καί τοῦ αἰσθάνεσθαι πού λέγεται Ἑλληνικός".
Μέ δεδομένα τόν ἀνοικτό ἀνταγωνισμό Πατριαρχείου καί Ἐξαρχίας, καί τήν ἀνάγκην ἀναχαιτίσεως τοῦ πανσλαβισμοῦ «προβαίνοντος γιγαντιαίοις βήμασι πρός βλάβην τοῦ Ἑλληνισμοῦ» κατά τήν ἔκφαρση τοῦ Θ. Βαλλιάνου (Βλ. Μακεδονία..... «Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν» σ. 452) οἱ Ἱεράρχες αὐτοί, ἀποτελοῦντες τούς Εὐέλπιδες Ἐκκλησίας καί Γένους, ἀνέλαβαν μέ ἐνθουσιασμό καί φρόνημα ἡρωϊκό τόν ἀγῶνα των καί ἐπετέλεσαν θαύματα. Ἄγοντες οἱ περισσότεροι ἡλικίαν κάτω τῶν 40 ἐτῶν, ὅταν ἀπεστάλησαν, μερικοί δέ καί κάτω τῶν 35, διαθέτοντες εὐφυϊαν ὀξυδερκῆ, παράστημα ἀρρενωπό καί ἐπιβλητικό, μόρφωσιν σπανίαν, γλωσσομάθεια, φρόνημα ακμαίον καί ἀκατάβλητον αγάπην πρός τό Γένος μέχρι λατρείας, ἡρωϊσμό καί γενναιότητα, καί δεινότητα ρητορική καί διπλωματική ἐξελαμβάνοντο παρά τῶν ἑλλήνων ὀρθοδόξων ὡς Ἀρχάγγελοι, σταλέντες εἰς τήν κατάλληλη στιγμή, ἐνῶ παρά τῶν ἐξαρχικῶν ὡς πολέμαρχοι ἀνίκητοι καί ἀπτόητοι. Χαρακτηριστικό εἶναι τό περιστατικό, κατά τό ὁποῖο οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Μητροπολίτου Καστοριᾶς Γερμανοῦ Καραβαγγέλη συνέλαβαν περιφερόμενον ἔξω ἀπό την Μητρόπολη ἕνα ὕποπτο πού ἀνακρινόμενος ὁμολόγησε ὅτι εἶχε σταλεῖ ἀπό τό βουλγαρικό Κομιτάτο νά δολοφονήσει τόν Ἱεράρχη ἀλλά δέν ἐξετέλεσε τήν ἐντολή ὅταν εἶδε τόν Γερμανό, «ἕνα λεβέντη -ὅπως εἶπε- πού ἔμοιαζε μέ τό Θεό». Οἱ Ἱεράρχες αὐτοί ἐργάσθηκαν, ἐν πολλοῖς, μόνοι. Συχνά ὅμως τούς συνέτρεχε κόσμος ὁλόκληρος ἐνόπλων καί αόπλων, πού στάθηκε ἀλληλέγγυος μαζί των. Ὁ κόσμος ὅμως αὐτός δέν εὑρέθη ἐκεῖ ἀπό μόνος του, οἱονεί ὡς ἀπό μηχανῆς Θεός. «Χρειάσθηκε –κατά τόν Π. Κανελλόπουλον- πολλή δουλειά, ὀργανωτική ἱκανότητα πού πολύ σπάνια δείχνουν οἱ Ἕλληνες, ἀκόμα καί στήν ἐλεύθερη πατρίδα τους, συντονισμός ἐνεργειῶν σέ χώρα πού βρισκόταν κάτω ἀπό τό ζυγό ἑνός ἰσχυροῦ μακροχρόνιου κατακτητῆ, τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας» (Ἀπό ὁμιλίαν τοῦ κατά τήν πανηγυρική ἔναρξη τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος 3.5.1984).
Ὅμως κέντρα συντονισμοῦ, ὀργανώσεως, ἐμπνεύσεως καί κατευθύνσεων ἦσαν οἱ ἕδρες τῶν Μητροπόλεων. Ἐκεῖ οἱ ἀνύστακτοι φρουροί Ἱεράρχες, μέ τά ἡγετικά των προσόντα, ἀνεδείχθησαν ἀρχηγοί τοῦ Ἀγῶνα, συμπράττοντες μέ τούς πιό ποικίλους παράγοντες δηλ. τά ἑλληνικά προξενεῖα, τούς ἀξιωματικούς τοῦ ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, τούς ντόπιους λαϊκούς ὁπλαρχηγούς, τούς ἐπιστήμονες, τά σωματεῖα, τίς κοινότητες, τούς δασκάλους, τούς ἱερεῖς, τούς τραπεζίτες, τό λαό. Μέ ὅλους συνεργάσθηκαν χωρίς ἐγωϊσμούς καί φανφαρονισμούς, χωρίς ἰδιοτέλεια, χωρίς καπετανισμούς. Ἀλλά μέ τό ὅραμα τῆς σωτηρίας τῆς Πατρίδος. Ἀρχικά ἄοπλοι. Τά ὅπλα ἦλθαν ἀργότερα. Τό ἄοπλο πνεῦμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶχε προηγηθεῖ τοῦ ἐνόπλου Ἀγῶνος, μέ κεντρικό ἄξονα τήνἘκκλησία. Ἔτσι οἱ Ἱεράρχες ἐρρίφθησαν στό μεγάλο Ἀγώνα, πρός ἀντιμετώπιση σοβαρῶν προβλημάτων τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ.

* *
1. Τό πρῶτο καί ἐπεῖγον πού εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν οἱ νέοι αὐτοί Ἱεράρχες ἦταν ἡ ἐμψύχωση καί ἡ ἀναπτέρωση τοῦ κατεπτοημένου ἠθικοῦ τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν πού δεινοπαθοῦσαν ὑπό τά ἀνηλεῆ πλήγματα τῶν Κομιτατζήδων. Τό ἔργο ἦταν δυσχερές καί ἐπικίνδυνο. Ἡ ὕπαιθρος χώρα ἐκυριαρχεῖτο ἀπό τίς συμμορίες τῶν βουλγάρων πού μέ φωτιά καί τσεκοῦρι ἀδρανοποιοῦσαν κάθε ἑστία ἑλληνισμοῦ. Ὁλόκληρα χωριά πρό τῆς ἀσκουμένης βίας καί τῆς τρομοκρατίας, μεταπηδοῦσαν εἰς τήν ἐξαρχίαν, ἐνῶ ἱερεῖς, δάσκαλοι καί πρόκριτοι ἐσφάζοντο καθ’ἡμέραν ἀνηλεῶς.
Ἰδού πῶς περιγράφει στά Ἀπομνημονεύματά του ὁ Γερμανός Καραβαγγέλης τήν κατασταση στήν περιοχή Καστοριᾶς, ὅταν ὁ ἴδιος ἐγκατεστάθη ἐκεῖ (1900). «Οἱ συμμορίες (τῶν βουλγάρων κομιτατζήδων) συγκαλοῦσαν τή νύχτα τούς χωρικούς μέσα στίς ἐκκλησίες καί ἀφοῦ τούς ὅρκιζαν στό Κομιτάτο, τούς ἀποσποῦσαν ὑπό τήν ἀπειλή τῶν ὅπλων ἀναφορές πρός τήν Ἐξαρχία καί τήν Κυβέρνηση, ὅπου ἐδήλωναν ὅτι ἀποσκιρτοῦν στήν Ἐξαρχία. Ὅσοι ἀπό τούς χωρικούς ἐκινδύνευαν ὡς ὕποπτοι στούς Βουλγάρους, κατέφευγαν στήν Καστοριά, οἱ δάσκαλοι ἐγκαταλείπανε τίς θέσεις τους, ἰδίως μετά τόν τραγικό θάνατο τοῦ δασκάλου Σετόμου Μαλιγγάνου, πού ἔφερε τριάντα λογχισμούς, καί οἱ ἱερεῖς ὕστερα ἀπό τήν δολοφονία τῶν ἱερέων Νερετίου, Στρεμπένου, Προκοπάνας καί Μποσδίβιστας, ἄλλοι κατέφυγαν στήν Καστοριά, ὅπως οἱ ἱερεῖς τῆς Ζορμπάνιστας, τοῦ Ἀπόσκεπου, τῆς Λαμπάνιτσας, τῆς Ζαγορίτσανης, τῆς Κολίτσας, τῆς Τεχτόλιτσας καί ἄλλοι ἔμεναν στά χωριά τους σιωπώντας καί περιμένοντας τήν ἡμέρα τῆς ἀπελευθερώσεώς των ἀπό τήν τυραννία τοῦ Βουλγαρικοῦ Κομιτάτου» (Βλ. Περιοδικά «Ἅγ. Νικόδημος» 1984 σ. 14). Οἱ Ἀρχιερεῖς δέν ἐδίστασαν νά περιφρονήσουν τόν κίνδυνον τοῦ φόβου τῆς ζωῆς των καί ἀνέλαβαν περιοδεῖες μέ πολεμική ἐξάρτυση οἱ περισσότεροι καί μέ συνοδεία ἑνός ἤ δύο ὑπηρετῶν, δείχνοντες ἔτσι τό ἀλύγιστο φρόνημά των καί τήν πεποίθησή των ὅτι αὐτοί εἶναι οἱ δυνατοί καί ὄχι οἱ βούλγαροι. Ὁ λαός βλέπων τίς κινήσεις αὐτές καί ἀκούων τά πύρινα κηρύγματά τῶν ποιμεναρχῶν του αἰσθανόταν νά ἀναπτερώνονται οἱ ἐλπίδες του καί νά πυργώνονται τά ὄνειρά του. Τό 1900 ὁ Γερμανός Καραβαγγέλης ἐκλέγεται Μητροπολίτης Καστοριᾶς. Φθάνων εἰς τήν Μητρόπολίν του καί ἀφοῦ διαπιστώνει τήν κατάσταση γράφει πρός τόν Πατριάρχην Ἰωακείμ τόν Γ΄: «Οἱ Κομιτατζῆδες ἐπιδιώκουν νά ὑποχρεώσουν τούς χωρικούς νά ἐπιλέξουν μεταξύ Ἐξαρχίας καί θανάτου»¹¹ (Βλ. Κώστα Γάλλου: «Ὁ μακεδονικός Ἀγώνας στή Δυτ. Μακεδονία καί ὁ σοβαρός ρόλος τῆς Ἐκκλησίας στήν εὐόδωσή του» στήν «Παράδοση» τ. 2/92 σ. 178). Ἡ ἀνάγκη ἐνθαρρύνσεως τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ἦταν ἀδήριτη διότι χωρίς ἀναπτερωμένο ἠθικό οἱ Ἕλληνες αὐτοί τῆς μακεδονικῆς ὑπαίθρου θά ἔπεφταν ἀργά ἤ γρήγορα θύματα τῶν ἐκβιασμῶν τοῦ βουλγαρικοῦ Κομιτάτου, πού ἀδίστακτο ὅπως ἦταν, ἔφθανε μέχρις ἐσχάτων. Ἄλλωστε στό πρόγραμμα τοῦ ἀφελληνισμοῦ ἐντάσσονταν καί οἱ δολοφονίες ἐπιφανῶν Ἑλλήνων πού τολμοῦσαν νά ἀντισταθοῦν στά σχέδια τοῦ Κομιτάτου, ὥστε ὅλος ὁ ἄλλος πληθυσμός νά καταπτοηθεῖ καί παραδοθεῖ ἀμαχητί. Γι’ αὐτό οἱ Ἱεράρχες ὄχι μόνον περιόδευαν, ἀλλά καί μέ τή στάση τους ἔδειχναν ὅτι δέν ἐφοβοῦντο τούς Κομιτατζῆδες. «Ζητῶ Σταυρόν, μεγάλον Σταυρόν επι τοῦ Ὁποίου θά δοκιμασθῶ καί εὐχαριστηθῶ καθηλούμενος καί μή ἔχων τι ἕτερον νά δώσω πρός σωτηρίαν τῆς ἡμετέρας λατρευτῆς Πατρίδος εἰ μή, τό Αἷμα μου. Οὔτως ἐννοῶ τό ἐπ’ ἐμοί τήν Ζωήν καί τήν Ἀρχιερωσύνην» ἔγραφεν ὁ Δράμας Χρυσόστομος –μετέπειτα ἔθνο-ἱερομάρτυς Σμύρνης- πρός τόν ἐν Κων/λει Ἕλληνα πρεσβευτήν τό 1907 ὅταν ἐπέκειτο ἡ ἐκ Δράμας μετάθεσίς του τῇ ἀξιώσει τῆς Ὑψηλῆς Πύλης.
Εἶναι χαρακτηριστική τοῦ «ἀέρα» πού εἶχαν ἔναντι τῶν Κομιτατζήδων οἱ Ἱεράρχες ἡ περίγραφή πού κάνει γιά τόν ἑαυτό του καί τήν ἐμφάνισή του ὁ Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης: «Εἰς τήν Μητρόπολίν μου –γράφει εἰς τά Ἀπομνημονεύματά του- πάντοτε εἶχον δύο θαυμάσια ἄλογα. Ἔπειτα ὅταν ἔκανα τέτοια ἐπικίνδυνα ταξίδια ντυνόμουν κάπως διαφορετικά. Ἔρριχνα ἐπάνω μου ἕνα μαῦρο ἐγγλέζικο ἀδιάβροχο, φοροῦσα μπότες ψηλές ὡς τό γόνατο, τό ἀντερί μου τό ἐσήκωνα κι ἔπιανα τίς ἄκρες του μέσα στίς τσέπες μου καί πάνω ἀπό τό καμηλαῦκι μου ἔρριχνα ἕνα μαῦρο μαντῆλι. Στόν ὦμο μου κρεμόταν τό μάλιγχερ καί στό στῆθος μου σταυρωτά κάτω ἀπό τό ἀδιάβροχο διακρίνονταν οἱ φυσιγγιοθῆκες μέ τά φυσέκια. Στή μέση φοροῦσα μιά πέτσινη ζώνη ἀπ’ ὅπου κρέμονταν ἀπό τή μιά μεριά ἡ θήκη τοῦ πιστολιοῦ μου, πού ἦταν μεγάλο καί γίνονταν ἐν ἀνάγκῃ καί τουφέκι, κι’ ἀπό τήν ἄλλη ἕνα μαχαῖρι στή θήκη του. Ἔτσι ὅλοι μέ πέρναγαν γιά στρατιωτικό ἤ ἀστυνομικό. Συχνά γυμναζόμουν εἰς τό σημάδι...». (Βλ. Ἀντιγόνης Μπέλλου-Θρεγιάδη: Μορφές Μακεδονομάχων καί τά Ποντιακά τοῦ Γερμανοῦ Καραβαγγέλη σ. 75-76). Οἱ Ἱεράρχες αὐτοί φαίνεται νά ὑπέταξαν στήν πατριωτική τους ἰδιότητα, ἐκείνην τοῦ εἰρηνοφίλου κληρικοῦ. Χάριν τῆς πατρίδος ἔζησαν, ἐδίδαξαν καί ἔπραξαν ἀναμφίβολα μέ πιστότητα πρός τήν ἑλληνορθόδοξη Παράδοσή μας. Εἶχε δίκαιο ὁ Ἰω. Συκουτρῆς ὑποστηρίζων ὅτι «ἡ Ἐκκλησία πολλάκις τόν τελείως δευτερογενῆ δι’αὐτήν ἐθνικόν σκοπόν ἔθεσεν ὑπεράνω τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν καί τοῦ ἰδίου της, τοῦ ὀργανισμοῦ αὐτοτελοῦς, συμφέροντος» (Ἰω. Συκουτρῆ: Μελέται καί ἄρθρα 1956 σ. 97).
Ἀλλά τοῦτο ἦταν ἐπιταγή τῶν καιρῶν. Ὅταν π.χ. ὁ Μητροπολίτης Πελαγονίας Ἰωακείμ Φορόπουλος, ὁ, κατά τόν Κ. Ψάχον, «κράτιστος πάντων καί Προμάχος σθεναρώτατος τῶν δικαιωμάτων τῆς Ἐκκλησίας» (βλ. «Ἱερόν Σύνδεσμον» 1909 σ. 5-6), ὁμιλῶν στούς Ἕλληνες ἀπό τῆς Ὡραίας Πύλης τοῦ ἱ. Ναοῦ τοῦ χωρίου Μοριχόβου, ἔλεγε: «Δέν σᾶς συμβουλεύω ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ καί ὀδόντα ἀντί ὀδόντος, ἀλλά σᾶς συμβουλεύω ὀφθαλμούς ἀντί ὀφθαλμοῦ καί ὀδόντας ἀντί ὀδόντος» δυνατόν νά παρέβαινε ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά οἱ περιστάσεις ἐπέβαλλαν τήν ὑπέρβαση τῆς ἐντολῆς πρός σωτηρίαν τῆς Πατρίδος. Καί ὅταν τό Πατριαρχεῖον μέ Ἐγκυκλίους του τοῦ 1901 συνιστοῦσε στούς Ἱεράρχες ὅτι «ἡ πνευματική ἐπισκόπησις καί λοιπή διοίκησις αὐτῶν, εἴπερ ποτέ και ἄλλοτε, δέον ἵνα περιβληθῆ ἀνάλογον τύπον καί χαρακτῆρα ἤτοι μᾶλλον σύντονον καί συνετόν καί συμφωνότερον πρός τήν σοβαρότητα τῶν καιρῶν καί περιστάσεων» ἐκεῖνοι, οἱ φλογεροί Ἱεράρχες μετέφραζαν τήν ζητουμένη σοβαρότητα καί σύνεση στίς ἐνέργειές των ὡς ἔξαψη τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος τῶν ὑποδούλων καί κινδυνευόντων ὁμοπίστων των, καμμία ἐντολή οὐσιαστικά δέν παρέβαιναν, ἀφοῦ μέ τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ πρώτη καί ὑψίστη ἐντολή ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ κινδυνεύοντος ἔθνους. Καί ἐνῶ τό Πατριαρχεῖον πάλιν μέ ἄλλην Ἐγκύκλιό του τόν Ἰανουάριον 1902 ζητοῦσεν ἀπό τούς Ἱεράρχες του σύνεση καί μετριοπάθεια, αὐτοί ἀντιθέτως ἐξέτρεφαν καί προωθοῦσαν πρός ὄφελος τῆς Πατρίδος τό μῖσος κατά τῶν ἐπιβούλων καί τήν ἐκδίκηση κατά τῶν ἀδιστάκτων πού μετήρχοντο τό πᾶν ἐναντίον τῆς βουλήσεως ἑνός ὁλοκλήρου λαοῦ νά μείνει ἐλεύθερος καί ὡς χριστιανός καί ὡς ἕλλην. Τό ἴδιο χάριν τῆς Πατρίδος ἔπραττε καί ὁ κατά τά ἄλλα φιλήσυχος καί εἰρηνόφιλος ἥρωάς μας, ὁ Παῦλος Μελᾶς, ὁμολογῶν: "Τρέμω καί συγκινοῦμαι σκεπτόμενος, ὅτι ἐγώ, ὁ ὁποῖος οὐδέ μύγαν ἐσκεμμένως ἐσκότωσα ποτέ, ἀπό αὔριον θά φονεύσω, θά δολοφονήσω ἴσως καί ἀνθρώπους ἀκόμη. Τρέμω, ἀλλ' ἀνυπομονῶ νά τό κάμω".
Ἐστήριζαν οἱ Ἱεράρχες τούς Ἕλληνες σέ κάθε περίσταση σέ κάθε εὐκαιρία, πού τήν ἀξιοποιοῦσαν ἔντεχνα χωρίς ἀναστολές φόβου. Ἀντίθετα κάθε κτύπημα ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων γινόταν ἐφαλτήριο γιά νέες ἐξάρσεις Πατριωτισμοῦ, γιά νέα ἰσχυρή στήριξη τοῦ φρονήματος τῶν διανοουμένων. Τέτοιες εὐκαιρίες ἦταν ἀναμφισβήτητα οἱ κηδεῖες τῶν ἀτυχῶν θυμάτων τῆς βουλγαρικῆς θηριωδίας.
Ὅταν τό 1906 ἐδολοφονήθη ἀγρίως ὁ Κορυτσᾶς Φώτιος, ἰδού πῶς περιγράφει τά τῆς κηδείας του ὁ Καστορίας Γερμανός: «Δέν πέρασαν τρεῖς μέρες πού εἶχα φθάσει στήν Καστοριά καί λαβαίνω τηλεγράφημα ὅτι σκοτώθηκε ὁ Φώτιος κοντά σ’ ἕνα χωριό δυό ὧρες ἔξω ἀπό τήν Κορυτσά, ὅπου εἶχε βγῆ γιά περιοδεία. Συγχρόνως λαβαίνω καί τηλεγραφική διαταγή τοῦ Πατριαρχείου νά πάω ἀμέσως στήν Κορυτσᾶ καί νά κάνω τήν κηδεία τοῦ μακαρίτη. Ἀμέσως πῆγα στήν Κορυτσᾶ. Οἱ βούλγαροι εὐτυχῶς δέν μποροῦσαν νά μέ παρακολουθοῦν καί στίς ἔκτακτες περιοδεῖες μου, ὅπως τώρα, ἄν δέν εἶχαν γνῶσιν ἀπό πρωτύτερα κι ἔτσι αὐτή τή φορά τράβηξα κατ’ εὐθεῖαν. Ἐκεῖ βρῆκα τό λαό τρομαγμένον κι ἔπρεπε νά ἀναπτερώσω τό φρόνημά του. Τήν κηδεία ἔκανα μαζί μέ τόν Μητροπολίτη Δυρραχίου, ἔπειτα Ἰκονίου, Προκόπιο. Ἐγώ ἐξεφώνησα τόν ἐπικήδειο τοῦ ἀείμνήστου Φωτίου. Ἀνέβηκα στόν ἄμβωνα καί ἄρχισα μέ τό προφητικό ρητό: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καί ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως οὗ ἔλθη ᾧ ἀπόκειται καί αὐτός προσδοκία ἐθνῶν». Καί συγχρόνως μέ τό χέρι μου ἔδειχνα τήν Ἑλλάδα. Ὁ λόγος μου ἦταν ἐκ τοῦ προχείρου, μά τούς ἐφανάτισε καί ἔκλαιγαν. Τούς εἶπα πώς δέν πρέπει νά ἀπελπίζονται, πώς στή θέση τοῦ σκοτωμένου ἐμεῖς θά στείλωμε καλύτερο κι ἄν τούς τόν σκοτώσουν κι ἀυτόν θά στείλουμε ἄλλον ἀκόμα καλύτερον. Καί ἐπανελάμβανα: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα ....». Αὐτή, τούς εἶπα, ἦταν ἡ μοῖρα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, νά ἐργάζεται μέ τό αἷμα του γιά τήν ἀπελευθέρωσή του. Ἀλλά, ἐπανελάμβανα, «οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καί ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ» ἕως οὗ ἔλθη ἐκεῖνος πού εἶναι προσδοκία ἐθνῶν, Ἑλλήνων, Ἀλφανοφώνων, Σλαβοφώνων καί Κουτσοβλάχων, πού εἶναι ὅλοι γνήσια παιδιά τῆς Ἐλληνικῆς Φυλῆς. Ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ πρίν τρομαγμένου λαοῦ, πού εἶχε πλημμυρίσει τήν ἐκκλησία καί τόν αὐλόγυρο σιωπηλός καί κατηφής, ἦταν ἀπερίγραπτος. Φωνές, κατάρες, ζητωκραυγές ἀντηχοῦσαν τώρα. Τόσο, πού ἅμα τελείωσα τό λόγο μου, ὁ μουτεσαρίφης (νομάρχης) Κορυτσᾶς, πού ἦταν τρομερά μισέλλην, ρωτοῦσε μέ ἐπιμονή τόν μουαβίνη του (βοηθό) τί εἶπα στό λόγο μου. Ὁ μουαβίνης ἦταν Ἕλληνας καί φίλος μου. Τοῦ εἶπε λοιπόν πώς μίλησα πολύ ἀρχαῖα ἑλληνικά καί δέν κατάλαβε κι αὐτός καλά-καλά τί εἶπα. Ἀλλά ὅτι μίλησα θρησκευτικά καί τέτοια πράγματα».
Ὅταν οἱ λαοί ἔβλεπαν τόν Δεσπότην τους κοντά τους, ἀποφασισμένο γιά ὅλα, ἀψηφώντας τά πάντα, μιλώντας μέ παρρησία καί θάρρος, στεριώνονταν κι αὐτοί στήν πίστη στό Χριστό καί στήν Ἑλλάδα. Καί τά σχέδια τοῦ Κομιτάτου κατέρρεαν ἐμπρός στήν ἀποφασιστικότητα τῶν Ἑλλήνων Ἱεραρχῶν. Ἔγραφε γιά τόν θάνατο τοῦ Κορυτσᾶς Φωτίου ὁ τότε Δράμας καί μετέπειτα Σμύρνης, ὁ γνωστός ἐθνο-ἱερομάρτυρας Χρυσόστομος: «Ἔκλαυσα, ἔκλαυσα ὡς παιδίον μικρόν διά τόν οἰκτρόν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ Φωτίου. Αἰωνία ἡ μνήμη του. Τίς οἶδε καί ὁποίους ἄλλους ἀδελφούς καί ἴσως-ἴσως καί τόν γράφοντα αὐτόν ἀναμένει ἡ αὐτή τύχη». Μετά 16 χρόνια οἱ λόγοι του αὐτοί εὕρισκαν τήν ἐπαλήθευσή των στόν τραγικό του θυσιαστικό θάνατο. Καί τόν Παῦλο Μελᾶ ἔθαψεν εἰς Καστοριάν ὁ Γερμανός Καραβαγγέλης, αψηφών τούς Κομιτατζῆδες καί τούς Τούρκους. «Περί τήν δύσιν τοῦ ἡλίου-διηγεῖται εἰς ἐπιστολήν του πρός τόν Ἴωνα Δραγούμην μέ ἡμερομηνίαν 26.11.1904-παρεδόθη μοι ὑπό τῶν Ἀρχῶν, ἀλλά τό μέν ἕνεκα τῆς παρελθούσης ὥρας, τό δέ θέλων νά κερδίσω καιρόν πρός προετοιμασίαν ἀνάλογον τοῦ μεγάλου ἀνδρός, κατέθεσα τόν σεπτόν νεκρόν ἐντός μικρᾶς βυζαντινῆς ἐκκλησίας κειμένης ἀπέναντι τῆς Μητροπόλεως, δι’ ὅλης τῆς νυκτός ἄγρυπνος διέμεινον ἐν τῷ οἴκῳ φίλου ἐπιστηθίου λαβόντος μέ παρ’ αὐτῷ ὅπως μέ παρηγορήσῃ· ἡτοίμασα νέον νεκρικόν κράβατον μέ ἐπιστέγασμα, φέρον τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ καί τό κλεινόν ὄνομά του, ἡτοίμασα τόν ἔνδοξον τάφον του ἐν τῷ περιβόλῳ τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ ὑπό δύο δενδρύλια ἀπέναντι τοῦ παραθύρου μου, τῇ δέ ἐπαύριον Κυριακῇ ὄρθρου βαθέος, περιέδεσα τάς μαρτυρικάς χεῖρας του μέ ἕν μετάξινον μανδήλιόν μου, κατέθεσα ἐπί τοῦ στήθους του ἕν Εὐαγγέλιον, ἕνα Σταυρόν καί μίαν Εἰκόνα καί πρίν ἀρχίσῃ ἡ λειτουργία ἐτελέσαμεν τήν κηδείαν του· πνιγμένος ἐν λυγμοῖς ἀνέγνωσα τάς εὐχάς ἐντός, τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ καί μή ὑπάρχοντος ἐν αὐτῷ νεκροταφείου μετέφερα ὁ ἴδιος εἰς τόν παρακείμενον περίβολον τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ τῶν Ταξιαρχῶν τό σεπτόν σκῆνος του, τόν κατέβρεξα μέ πύρινα δάκρυα καί ἀπελθών ἔπεσα ἐπί τῆς στρώμνης μου ὅπως θρηνῶ τόν ἀοίδιμον ἥρωα». Ἔτσι ἔπρατταν οἱ ἄξιοι τοῦ Γένους Ἱεράρχες μας.
* *
2. Μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ φρονήματος τοῦ λαοῦ συνδυαζόταν καί ἡ ὑποστήριξη τῆς ἑλληνικῆς Παιδείας, μέ τή σύσταση καί λειτουργία ἑλληνικῶν σχολείων. Τή σημασία τῆς παιδείας εἶχαν κατανοήσει καί οἱ βούλγαροι, οἱ ὁποῖοι ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐκστρατείας των, προσπαθοῦσαν νά ἀποσπάσουν τούς Ἕλληνες ἀπό τή σκέπη τοῦ Πατριαρχείου καί ἀπό τήν ἐπιρροήν του, ἐξαναγκάζοντάς τους νά προσέλθουν στήν Ἐξαρχία καί νά ἀκολουθήσουν μαθήματα σέ βουλγαρικά σχολεῖα. Κατά τήν πρώτη φάση τῆς δράσεως τοῦ Κομιτάτου οἱ βούλγαροι ἀπευθυνόμενοι πρός τούς σλαβόφωνους πληθυσμούς τῆς Μακεδονίας ἔλεγαν: «Τό γεγονός ὅτι ὁμιλεῖτε τή σλαβική γλῶσσα σημαίνει ὅτι δέν εἶσθε Ἕλληνες, ἀλλά Σλάβοι. Πάψτε, λοιπόν, νά ἐπηρεάζεσθε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Ἐκκλησία ἡ ὁποία δέν ἔχει νά σᾶς προσφέρει τίποτε. Ἐγκαταλεῖψτε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό ὁποῖο ἔχει δικαίωμα νά καθοδηγεῖ μόνο τούς ἀληθινούς, τούς γνήσιους Ἕλληνες. Ἐσεῖς δέν εἶσθε πραγματικοί Ἕλληνες. Πάψτε νά στέλνετε τά παιδιά σας στά ἑλληνικά σχολεῖα. Μή δέχεσθε νά ἀκοῦτε τά κηρύγματα τῶν Ἑλλήνων ἱερέων, οἱ ὁποῖοι ὑπάγονται στήν Ἐκκλησία τῆς Κων/λεως, ἡ ὁποία εἶναι μόνο ἑλληνική. Φύγετε ἀπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Πατριαρχείου κι ἐμεῖς θά σᾶς φέρουμε δικούς μας Βούλγαρους ἱερεῖς καί Βούλγαρους δασκάλους, ἐνῶ τούς προικισμένους σας νέους θά τούς στείλουμε στή Βουλγαρία γιά ἀνώτερες σπουδές μετά τίς ὁποῖες ἀνοίγεται μιά λαμπρή σταδιοδρομία» (Βλ. Κώστα Γάλλου, ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 172).
Ἀπό τήν προκήρυξη αὐτή φαίνεται σαφῶς ὅτι οἱ βούλγαροι θεωροῦσαν τό στοιχεῖο τῆς γλώσσης καθοριστικό τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος ἑνός λαοῦ. Ἀλλ’ ἡ Γλωσσολογία σήμερα ἀποφαίνεται ὅτι αὐτό εἶναι θεωρία ἀντιεπιστημονική καί λανθασμένη. Καί ἡ ἱστορία ἀπέδειξε περίτρανα πώς τό γλωσσικό δέν ἀποτελεῖ ἀσφαλῆ βάση γιά τή θεμελίωση τῆς ἐθνολογικῆς καταγωγῆς ἑνός λαοῦ, ἀλλ’ εἶναι στοιχεῖο δευτερεῦον πού δέον νά συνεκτιμᾶται μαζί μέ ἄλλα στοιχεῖα γιά τήν στερέωση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος τῶν λαῶν. Ὡστόσο οἱ ἴδιοι σλαβόφωνοι λαοί τῆς Μακεδονίας, ἐκτός βέβαια τῶν ἑλληνοφώνων ἔδωσαν ἀπάντηση στά βουλγαρικά φληναφήματα, ὅταν ἀρνοῦνταν νά ἐγκαταλείψουν τό Πατριαρχεῖο καί μόνον ὅταν ἠσκεῖτο ἐπάνω τους ἡ φοβερή δύναμη τῆς βίας ἀναγκάζονταν νά ὑποταχθοῦν προσκαίρως γιά νά ἐπανέλθουν μέ πρώτη εὐκαιρία στήν ἀγκάλη τῆς πνευματικῆς των Μητέρας.
Ὅπου πάντως ὑπῆρχε φιλοβούλγαρος Μητροπολίτης, ὅπως π.χ. στήν περιοχή τοῦ Κιλκίς, ἐκεῖ ἡ βουλγαρική προπαγάνδα ἔκανε θαύματα καί ἀποκτοῦσε σημαντικά ἐρείσματα. Στήν περιοχή Πολυανῆς τό 1870 εἶχαν συσταθῆ 70 περίπου βουλγαρικά σχολεῖα καί ὑπῆρχε τάση ἐπεκτάσεως τοῦ κινήματος καί στίς γειτονικές Ἐπαρχίες Μελενίκου, Στρώμνιτσας καί Μογλενῶν (Βλ. Μακεδονία.... «Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν» σ. 453). Ἀλλοῦ ὅμως, ὅπου οἱ Ἱεράρχες ἦταν Ἕλληνες μέ συνείδηση, ἐκεῖ τά βουλγαρικά σχέδια ἀνετρέπτοντο. Ἐκεῖ μέ τήν πρωτοβουλία τῆς Ἐκκλησίας τά ἑλληνικά σχολεῖα λειτουργοῦσαν σωστά δεδομένης ἄλλωστε καί τῆς ἀποκλειστικῆς, μέ τόν ὑπόδουλο Ἑλληνισμό, εὐθύνης γιά τήν Παιδεία τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Ἀργότερα, καί μάλιστα περί τά τέλη τοῦ ιθ΄ αἰῶνα, ἡ ἑλληνική κυβέρνηση ἔθεσε σέ ἐνέργεια σχέδιο ὑποστηρίξεως τῆς ἑλληνικῆς Παιδείας στήν τουρκοκρατούμενη Μακεδονία μέ κεντρικούς πόλους κατεύθυνσης τά ἑλληνικά προξενεῖα. Κύριος στόχος τῆς προσπαθείας αὐτῆς ἦταν ἡ πύκνωση τῶν ἑλληνικῶν σχολείων καί ἡ σύσταση νηπιαγωγείων, παρθεναγωγείων καί διδασκαλείων, μέ σκοπό τή διάδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί μέσα στό οἰκογενειακό περιβάλλον. Ἡ κίνηση αὐτή τῆς ἑλληνικῆς πατρίδος παρ’ ὀλίγον νά ἀποβῆ μοιραία γιά τίς σχέσεις της μέ τίς ἐκκλησιαστικές ἀρχές, πού εἶδαν στήν πρωτοβουλία αὐτή μιά τάση ἀφαιρέσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία ἑνός δικοῦ της πανεθνικοῦ προνομίου, ἀλλά καί τόν κίνδυνο πολιτικοποίησης τοῦ ζητήματος τῆς Παιδείας καί ἐπέμβασης τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν στά προγράμματα τῶν μαθημάτων καί στή δομή τῆς ἐκπαίδευσης. Μάλιστα ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ΄ ὅταν τό 1901 ξαναγύρισε στό θρόνο ἐμνημόνευσε μεταξύ τῶν βασικῶν αἰτιῶν τῆς ὀπισθοδρόμησης τοῦ Ἑλληνισμοῦ στή Μακεδονία κατά τή δεκαετία τοῦ 1880 καί τήν πολιτική τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου στήν Παιδεία. Σέ ἐμπιστευτικό δέ ὑπόμνημά του πρός τόν Ἕλληνα ἐπιτετραμμένο στήν Πόλη Ἀ. Ποττέ ἐσημείωνε: «Ἀπεσκόπει ἡ πολιτική αὕτη εἰς τήν ἀναφανδόν συνεργασίαν τῶν ἀνά τά ἐπίμαχα μέρη καί ἀκολούθως πανταχοῦ ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν μετά τῶν προξένων προεξαρχόντων αὐτῶν ἐπί τό ἐπιδεικτικότερον. Ἡ τάσις ἀφεώρα εἰς τήν ὑπόδειξιν καί κατ’ ἀκολουθίαν εἰς ἀπόδειξιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία διατελεῖ ἤ δέον νά διατελῆ ὑπό τήν προστασίαν τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως· ὅτι οἱ κάτοικοι ἐκείνων τῶν μερῶν ὤφειλον νά ἐννοήσωσι καί νά αἰσθανθῶσι ὅτι δέον εἰς τά ἀνάγκας αὐτῶν νά προσέρχωνται εἰς τό προξενεῖον ὥστε νά ἐθισθῶσιν ἀποβλέποντες εἰς τήν Ἑλλάδα. Τό δόγμα τοῦτο τῆς ἑλληνικῆς πολιτικῆς... ἐδημιούργησε σύγχυσιν, ἀνέτρεψεν αἰώνων καθεστώς, ἐξήγειρε τούς ἀπεναντίους οὐ μόνον εἰς ἄμυναν ἀλλά καί ἐπίθεσιν. Ἡ Ἐκκλησία καί οἱ λειτουργοί αὐτῆς ἐκλονίσθησαν εἰς τό ἔργον αὐτῶν προσχωροῦντες μετά δειλίας τινος καί ἐνδοιασμοῦ συρόμενοι εἰς νέαν ὁδόν. Ταῦτα δέν ἐδήλουν, πολλοῦ γε καί δή, ἔλλειψιν φιλοπατρίας καί πόθων προγονικῶν, ἀλλά φόβον μή τό ἐγχείρημα ἀποβῆ εἰς κοινήν ὀλεθρίαν»¹⁶ (Ἀρχεῖα Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν. Εἰδικός Φάκελλος 1902-1903).
Καί τότε μέν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ΄ παρητήθη τοῦ θρόνου (1884) ἐξ αἰτίας καί τοῦ ζητήματος αὐτοῦ, ὅμως οἱ Ἱεράρχες στή Μακεδονία συνέχισαν νά ἀγωνίζωνται, χωρίς προστριβές κατά τό δυνατόν, μέ τούς προξένους μας, ὥστε ἡ μεγάλη ὑπόθεση τῆς Παιδείας νά μή ἀποτύχει καί ἡ προσπάθεια νά μή ἀναχαιτισθῆ. Στά 1885 ὁ Γραμματεύς τῆς Ἐξαρχίας Σιόπωφ διεπίστωνε: «Τά μεγάλα καί δευτερεύοντα κέντρα εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἐξελληνισμένα καί ὑπό τήν ἐπιρροήν τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Γραικομάνων. Ἡ ἑλληνική γλῶσσα κατακτᾶ ἔδαφος. Εἰς τό Μοναστήριον-τά Βιτώλια- ὅπου πρό ἐτῶν οἱ κάτοικοι ἦσαν καθαροί Βούλγαροι, σήμερον δέν ἀκούγεται ἡ βουλγαρική γλῶσσα, εἰ μή κατά τάς ἡμέρας τῆς ἀγορᾶς, ὅτε συρρέουν ἔξωθεν οἱ χωρικοί. Θά δυνηθοῦν ἆραγε νά κερδίσουν τήν Μακεδονίαν οἱ Βούλγαροι ἄν σήμερον ἐγίνετο δημοψήφισμα; Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι τό μεγαλύτερον μέρος τῆς Μακεδονίας θέλει πετάξει ἐκ τῶν χειρῶν μας καί οἱ Ἕλληνες θέλουν ἐξ ἄπαντος κερδίσει, διότι οἱ πλεῖστοι τῶν κατοίκων θά δηλώσουν ὅτι εἶναι Ἕλληνες»¹⁷ (Βλ. Κώστα Γάλλου, ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 176). Οἱ αὐταπόδεικτες αὐτές ἀλήθειες πού καμμία ἐξαλλωσύνη τῶν Κομιτατζήδων δέν στάθηκε ἱκανή νά ἀνατρέψει, τελικά ὁδήγησε τούς βούλγαρους, ἰδίως μετά τόν ἀτυχῆ ἑλληνοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1897, νά ξεσπάσουν σέ ὄργιο ληστρικῆς καταδρομῆς ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, τόν δέν ὑψηλότερον φόρον ἐπλήρωσαν ὅπως πάντα οἱ κληρικοί καί οἱ δάσκαλοι. Στή διετία 1898-1899 βρῆκαν τό θάνατο ἀπό διάφορες βουλγαρικές συμμορίες 64 Ἕλληνες, μεταξύ δέ αὐτῶν πολλοί ἱερεῖς. Οἱ δολοφονίες συνεχίσθηκαν καί στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἐνῶ οἱ Μητροπολίτες παρέμεναν οἱ πνευματικοί ταγοί πού ἐπρομάχησαν τῶν δικαίων τοῦ πληττομένου Ἑλληνισμοῦ. Χάρις στήν εὐψυχία των τά ἑλληνικά σχολεῖα λειτουργοῦσαν κανονικά, ἀποτρέποντα τήν ἅλωση τῆς ἑθνικῆς συνειδήσεως.
Στόν τομέα τῆς Παιδείας ἡ συμβολή τῶν Ἀθηνῶν ὑπῆρξε, κατά τήν ἐποχή αὐτή –πρίν ἀπό τό 1904- σημαντική. Αὔξησε τίς πιστώσεις γιά τά σχολεῖα, πῆρε μέτρα γιά τήν ποιοτική βελτίωση τῆς ἐκπαιδεύσεως, ἵδρυσε διδασκαλεῖα. Παραλλήλως ἐνίσχυσε οἰκονομικά τίς ἐμπερίστατες Μητροπόλεις. Τό πιό σημαντικό δέ ἦταν ἡ βοήθειά της γιά ἐπάνοδο στόν Οἰκουμενικό θρόνο τοῦ Ἰωακείμ Γ΄, γεγονός πού ὁδήγησε στήν μεγαλύτερη δυνατή δραστηριοποίηση τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ μακεδονικοῦ χώρου¹⁸ (βλ. «Μακεδονία» τῆς «Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν» σ. 469). Καί ἐνῶ τό ὄργιο τῶν σφαγῶν τῶν Ἑλλήνων ἐκορυφώνετο μέ τήν ἐξέγερση τοῦ Ἤλιντεν, ἡ Ἀθήνα περιοριζόταν σέ διαμαρτυρίες πρός τίς Μεγάλες Δυνάμεις ἐναντίον τῆς βουλγαρικῆς θηριωδίας, ἀποφεύγουσα τήν ἐπιθετική πολιτική πού ἐκ τῶν πραγμάτων ἠναγκάσθη τό 1904 νά υἱοθετήσει. Ἔτσι ὁ Γλάδστων ἔγραφε τό 1902: «Ὁ ἑλληνικός παράγων ἐν τῇ Χερσονήσῳ τοῦ Αἵμου εἶναι ἀνίσχυρος καί οἰκονομικῶς καί στρατιωτικῶς ἕνεκα τῆς ἰδίας αὐτοῦ ὑπαιτιότητος». Καί ὄχι μόνον βέβαια. Ἀλλά καί ἐξ αἰτίας τῆς ὑποκριτικῆς στάσεως τῶν Μεγάλων Χριστιανικῶν δυνάμεων τῆς Δύσεως πού ὅταν ἔβλεπαν τήν πλάστιγγα νά κλίνει πρός τήν πλευράν τῶν ἑλληνικῶν συμφερόντων ἐπενέβαιναν γιά νά τῆς ἀλλάξουν κατεύθυνση.
* *
3. Οἱ Ἕλληνες Ἱεράρχες ἐπίσης ὀργάνωσαν τά πρῶτα στρατιωτικά τμήματα γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας, ὅταν τά πράγματα ὠξύνθησαν καί τόν λόγον πλέον εἶχαν τά ὅπλα. Οἱ βούλγαροι ἐξόπλιζαν συνεχῶς τά τμήματά των, πού καθημερινά πλήθαιναν μέ νέους προσηλύτους, πού ἔπρεπε ὁ καθένας νά ἀγοράσει ὅπλο μέ δικά του χρήματα. Ὁ θάνατος τοῦ Παύλου Μελᾶ ἀφύπνισε τίς Ἀθῆνες καί συνέβαλε στήν γενίκευση τῆς σταυροφορίας μέ ἔνοπλη ὑποστήριξη τῆς κινδυνεύουσας Μακεδονίας. Οἱ Ἱεράρχες εἶχαν πρό πολλοῦ ἀντιληφθεῖ τήν ἀνάγκην τοῦ ἐνόπλου ἀγῶνος. Τά Μητροπολιτικά μέγαρα εἶχαν μεταβληθῆ σέ ἀποθῆκες ὁπλισμοῦ. Ἡ μετάβαση τοῦ Παύλου Μελᾶ στή Μακεδονία ἦταν οὐσιαστικά ἔργο τῆς Καστορίας Γερμανοῦ Καραβαγγέλη, «ὅπως ἐπίσης ἔργον ἰδικόν του ἦτο ὁ συντονισμός τῆς δράσεως τῶν βαθμιαίως συγκεντρωθέντων εἰς τήν περιοχήν τῆς Καστορίας καί τῶν Κορεστίων καί ἑτέρων ἰσχυρῶν Ἑλληνικῶν Ἀνταρτικῶν Σωμάτων»¹⁹ (Κ. Βαβούσκου: Ἡ Μητρόπολις Νευροκοπίου 1900-1907 σ. 254). Τό ἔργο αὐτό ὑποστηρίζουν καί οἱ ἑλληνόψυχοι πρόξενοι, ὅπως ὁ Ἴων Δραγούμης πού συνέβαλε στήν ὀργάνωση τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων στό Μοναστήρι. Γιά τόν ἴδιο σκοπό διεκρίθησαν οἱ πρόξενοί μας Εὐγενιάδης στή Θεσσαλονίκη καί Στορνάρης στίς Σέρρες. Καί αὐτά παρά τίς ἐπιφυλάξεις τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ ἕλληνας Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν Ρωμανός ἐξ ἀφορμῆς προτάσεων τοῦ ἕλληνος Προξένου στό Μοναστῆρι Πεζᾶ γιά ἔναρξη ἐνόπλου ἀγῶνος, εἶχε δηλώσει: «Οὔτε ἡ Κυβέρνησις, ἀλλ’ οὔτε καί οἱ ἀντιπρόσωποι αὐτῆς πρέπει νά περιπλακῶσι εἰς τοιούτου εἴδους ἐγχειρήματα, ὧν τό ἀλυσιτελές κατεδείχθη ἐν τῷ παρελθόντι, καί τά ὁποῖα, λόγῳ τοῦ τελικοῦ σκοποῦ εἰς ὅν ἀποβλέπουσιν, ἀποκρούονται ὑπό τῆς κοινῆς συνειδήσεως καί παντός πεπολιτισμένου Κράτους. Τό ἑλληνικόν Κράτος οὔτε δύναται, οὔτε καί ὀφείλει νά παρακολουθήσει τήν Βουλγαρίαν εἰς τό εἶδος τοῦτο τῆς ἐνεργείας» («Μακεδονία» τῆς «Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν» σ. 470).
Ἀλλ’ ἐκεῖνο πού ἀρνήθηκε νά πράξει τό βασίλειο, τό ἔπραξαν οἱ Δεσποτάδες καί μαζί μ’ αὐτούς μερικοί Ἕλληνες διπλωματικοί, κινδυνεύοντες νά ἀνακληθοῦν καί νά τιμωρηθοῦν ἀπό τήν κεντρική τους Ὑπηρεσία. Ἀναμφισβήτητα ὁ Γερμανός Καραβαγγέλης εἶναι ὁ πρῶτος Ἱεράρχης πού ὀργάνωσε ἔνοπλα τμήματα στή περιοχή Κορεστίων. Κατόρθωσε νά ἀποσπάσει ἀπό τούς Ἐξαρχικούς τόν ὁπλαρχηγό Κώττα ἀπό τή Ρούλια καί τόν Βαγγέλη ἀπό τό Στρέμπενο. Ἔστειλε ἐπιστολή στόν ἕλληνα πρωθυπουργό Ζαΐμη ζητώντας ἐνισχύσεις. Ἀλλ’ ἐνῶ ἡ κυβέρνηση ἐσίγα, τό μήνυμα ἐνεστερνίσθηκαν μεμονωμένα ἄτομα, μεταξύ δέ αὐτῶν καί ὁ Παῦλος Μελᾶς. Ἀργότερα ὁ γυναικάδελφός του Ἴων Δραγούμης θά ἱδρύσει στό Μοναστῆρι τήν «Ἄμυνα» μέ δίκτυο πληροφοριῶν καί ἀνάληψη ἐνόπλου ἀγώνα. Μόλις δέ τό 1903 ἡ κυβέρνηση Θεοτόκη θά ἀποστείλει στρατιωτική ἀποστολή στή Μακεδονία ἐνῶ τό 1904 θά σταλεῖ τό πρῶτο ἐκστρατευτικό σῶμα ὑπό τόν Παῦλο Μελᾶ, μετά τόν θάνατο τοῦ ὁποίου γενικεύθηκε ἡ σταυροφορία ἐνόπλου ὑποστήριξης τῆς Μακεδονίας.
Καί ὁ Βοδενῶν (Ἐδέσσης) Νικόδημος μετέφερε ὅπλα κάτω ἀπό τή μύτη τῶν τούρκων. Γράφει ὁ Μαζαράκης γι’ αὐτόν ὅτι ἦτο «ὡραῖος τριακοντούτης, τύπος μελαψός, φυσιογνωμία ἀγαλματώδης» καί περιγράφει τήν ἄφιξή του στά Βοδενά ὡς ἑξῆς: «Ὁ διάκος τοῦ Δεσπότη βαστοῦσε κάτι μεγάλες λαμπάδες πού ἦταν τυλιγμένες λίαν ἐπιδεικτικῶς μέ ρόδινο χαρτί. Οἱ λαμπάδες ἦταν ὅπλα μάλιγχερ πού μετέφερε ὁ Δεσπότης. Καί ἐνῶ ηὐλόγει τό πλῆθος... καί οἱ τοῦρκοι ἀστυνομικοί τῶν συνώδευον εἰς ἔνδειξιν τιμῆς, τά ὅπλα πού θά μᾶς ἠλευθέρουν μίαν ἡμέραν ἀπ’ αὐτούς μετεφέροντο τόσον πανηγυρικῶς. Κανείς δέν ἠδύνατο νά ὑποπτευθῆ τοιαύτην τόλμην»²¹ (Κ. Σαρδελῆ: Ἡ Ἐκκλησία καί ὁ Μακεδονικός Ἀγώνας. Στήν «Ἐκκλ. Ἀλήθεια» 16-3-1986).
• ***
Οἱ Ἕλληνες Ἱεράρχες τῆς Μακεδονίας, πιστοί τηρηταί τῶν πατρίων ἀνεδείχθησαν πρό καί κατά τόν Μακεδονικόν Ἀγῶνα ἄξιοι τοῦ ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας. Πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ ἀγῶνα αὐτοί εἶχαν προετοιμάσει τό ἔδαφος κυρίως στίς ψυχές τῶν ὑποδούλων, ἔχοντας διεξαγάγει ἕνα ἄλλον ἀγῶνα, μέ τή συνεργασία δασκάλων καί παπάδων. «Τό τῶν ψυχῶν ἔδαφος» ὅπως ἔγραφε ὁ πρόξενος Λάμπρος Καρομηλᾶς ἦταν ὁ στόχος αὐτῆς τῆς προσπάθειας. Καί γι’ αὐτο εἰργάσθησαν ὑπεράνθρωπα νύκτα καί ἡμέραν μηδενός φειδόμενοι κόπου, καί τήν ζωήν των καθ’ ἑκάστην θυσιάζοντες ὑπέρ τοῦ Γένους. Μετέβησαν στίς ἐπάλξεις των ἐπιστρατευθέντες ἀλλά καί ἑκόντες. Ἐπορεύθησαν μέ τήν ἀπόφαση νά πεθάνουν, ὅπως τόσοι ἄλλοι πρίν ἀπό αὐτούς. Ἐπάσχισαν νά συναγείρουν τόν πολυπράγμονα Ἑλληνισμόν καί διετήρησαν τό καντήλι τοῦ Γένους ἀναμμένο παρά τούς βορειάδες πού φυσοῦσαν ἀπειλητικοί. Ἄν σήμερα ὑπάρχει Μακεδονία πολλά ὀφείλονται σ’ αὐτούς. Κάποτε ὁ Ἴων Δραγούμης ἀναφερόμενος στό θάνατο τοῦ Παύλου Μελᾶ καί ἀπευθυνόμενος στήν ἐλληνική νεολαία τῆς ἔλεγε: «Νά ξέρετε πώς ἄν τρέξουμε νά σώσουμε τή Μακεδονία, ἡ Μακεδονία θά μᾶς σώσει». Καί ἐπεξηγοῦσε: «Θά μᾶς σώσει ἀπό τή βρώμα ὅπου κυλιούμαστε, θά μᾶς σώσει ἀπό τή μετριότητα κι ἀπό τήν ψοφιοσύνη, θά μᾶς λυτρώσει ἀπό τόν αἰσχρό τόν ὕπνο, θά μᾶς ἐλευθερώσει. Ἄν τρέξουμε νά σώσουμε τή Μακεδονία, ἐμεῖς θά σωθοῦμε». Ἡ Μακεδονία, προσθέτουμε ἐμεῖς, θά μᾶς σώσει καί τώρα ἄν θυμηθοῦμε τά κλέη τῶν μεγαλόπνοων πατέρων μας κι ἄν τά σημερινά μας πάθη ἀφήσουν ποτέ τήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς ἐκείνων νά ἀγκαλιάσει καί τή δική μας ζωή.