Επιμέλεια: Γιώργος Εχέδωρος
Διαβάζω ένα παλιό αφιέρωμα εφημερίδας και αναρωτιέμαι: Αυτός ο λαός, οι Σλαβομακεδόνες, μόνος του αποφάσισε να πετάξει τους πραγματικούς προγόνους του στα χαντάκια του παρελθόντος και να ανασύρει τους νέους προγόνους του από την αρχαία Μακεδονία;
Ο θρύλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπάρχει σε όλους τους λαούς της ανατολής. Σε τέτοια ένταση μόνο στην Ευρώπη παρουσιάστηκε πρώτα το δέκατο ένατο αιώνα στους Βουλγάρους και τώρα στο συνονθύλευμα των σλάβικων φυλών της Μακεδονίας.
Παραθέτουμε το κείμενο, και αν δεν σας φανεί κουραστικό, διαβάστε το, θα αντιληφθείτε πως εμείς, οι Έλληνες, τους σπρώξαμε στο Μακεδονισμό που γιγαντώθηκε και έγινε γόρδιος δεσμός των ημερών μας.
Και αν υπάρξουν κάποιες ενστάσεις για το κείμενο, ας μην ξεχνάμε πως όταν γράφηκε δεν υπήρχαν τα σημερινά δεδομένα…
alexander Ο Γόρδιος Δεσμός του Μακεδονισμού και οι ιστορικές μας ευθύνες
Μεγαλέξανδροι όλων των χωρών
Δεν είναι μόνο η γοργόνα, η αδελφή του Μεγαλέξανδρου, που ανησυχεί για την τύχη του στρατηλάτη. Το ίδιο ενδιαφέρον επιδεικνύουν, από το θάνατό του μέχρι και σήμερα, κράτη, εθνότητες και λαοί με διαφορετικές καταβολές και ανταγωνιστικές σχέσεις. Ποιος ευθύνεται για το μπέρδεμα που κινδυνεύει να καταντήσει νέος “γόρδιος δεσμός”;
Ενας μύθος με κέρατα
Μισή δεκαετία έχει πια κυλήσει από τις μέρες που η συλλογική αγωνία για την απώλεια του Μεγαλέξανδρου σήμανε το ουσιαστικό τέλος της Μεταπολίτευσης στη χώρα μας, κι όμως η μορφή του μακεδόνα βασιλιά δε λέει να βγει από τις σελίδες της (πολιτιστικής, έστω) επικαιρότητας για να επιστρέψει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Τη μια αναλαμβάνει να μας τον θυμίσει ο Ολιβερ Στόουν, που συζητάει με το υπουργείο Πολιτισμού την ιδέα μιας κινηματογραφικής βιογραφίας του εθνικού μας ειδώλου· την άλλη, έχουμε τον καλλιτεχνικό καυγά για κάποιο από τα αγάλματά του · άλλοτε πάλι την παράσταση κλέβει κάποιο από τα επεισόδια του συνεχιζόμενου σίριαλ “ο τάφος στην όαση Σίβα”. Σε περίπτωση ειδησεογραφικής ανομβρίας, τέλος, υπάρχουν πάντα διαθέσιμα τα ρεπορτάζ από τους Καλάς και τις λοιπές φυλές του Ινδοκούχ που πλασάρονται ως οι αυθεντικοί απόγονοι του Ισκαντέρ. Ευτυχώς οι τόνοι έχουν πέσει – σε σχέση τουλάχιστον με την εθνικιστική ψύχωση του 1992-3, όταν ένας 18χρονος μαθητής καταδικαζόταν σε ένα χρόνο φυλακή για τη διανομή προκήρυξης που χαρακτήριζε το διάσημο στρατηλάτη “εγκληματία πολέμου”. Μπορεί έτσι κανείς ν’ αναφερθεί στη διεθνή εικόνα του Αλεξάνδρου χωρίς να θεωρηθεί εξ ορισμού ύποπτος ή, έστω, “εθνικός μειοδότης”…
Οταν το 1935 ο Αλέξανδρος Αλεξάνδρου Πάλλης παρατηρούσε με ενθουσιασμό πως ο μακεδόνας κοσμοκράτορας λατρευόταν σαν εθνικός ήρωας από τους λαούς του ρωσικού Τουρκεστάν (των σημερινών δηλαδή ανεξάρτητων χωρών της Κεντρικής Ασίας) και της Μογγολίας, φρόντιζε να επισημάνει παράλληλα ότι αυτό δεν ήταν παρά ένα μονάχα μέρος των δοξασιών που είχαν ως αντικείμενο το πρόσωπό του:
“παντού απ’ όπου είχε περάσει ο Αλέξανδρος και πιο πέρα ακόμη, η μνήμη του διατηρήθηκε ζωντανή μέσ’ από τους αιώνες, περισσότερο από κάθε άλλου μεγάλου άντρα της Αρχαιότητας”.
Ο συγγραφέας θα θεωρήσει την έκταση της υστεροφημίας αυτής φυσική για την “καταπληκτική σταδιοδρομία του Μεγάλου Μακεδόνα, που κατόρθωσε, σε έντεκα χρόνια μέσα, να καταχτήσει ολόκληρο σχεδόν το γνωστό Αρχαίο Κόσμο”.
Επιχειρεί μάλιστα και ορισμένες διαχρονικές συγκρίσεις, που σήμερα μάλλον θα σοκάριζαν τους πιο ένθερμους από τους λάτρεις του εθνικού μας συμβόλου: “Από όλους τους μεγάλους καταχτητές της Ασίας που ήλθαν ύστερα απ’ αυτόν, μονάχα ο Μογγόλος Τζεγκίζ Χαν και ο Τάταρος Τιμούρ (Ταμερλάνος) – και αυτωνών η ιστορία είναι πολύ πιο πρόσφατη – μπορούνε να συγκριθούνε με τον Αλέξαντρο από άποψη υστεροφημίας” (ιστορική εισαγωγή στη “Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου, επανεκδ.1990, σ.19-20).
Μια λιγότερο εξιδανικευμένη προσέγγιση των πραγμάτων θα εστίαζε ίσως την προσοχή της περισσότερο στους μηχανισμούς που οργάνωσαν τη συλλογική μνήμη σε τέτοια έκταση και διάρκεια. Το κάνει στο πρόσφατο βιβλίο του ο γνωστός αιρετικός ιστορικός Κυριάκος Σιμόπουλος: ο Αλέξανδρος, μας θυμίζει, ήταν ένας από τους πρώτους ηγεμόνες της αρχαιότητας που επέβαλαν τη θρησκευτική λατρεία του προσώπου τους στους υπηκόους τους. Η θεοποίησή του, σύμφωνα με τη φαραωνική παράδοση της Αιγύπτου, ως γιου του Αμμωνα Ρα, μπορεί να συνάντησε την έντονη αντίδραση των συμπολεμιστών του (αντίδραση που, ειρήσθω εν παρόδω, πνίγηκε στο αίμα), αποτέλεσε όμως βάση και μοντέλο για τους απόλυτους μονάρχες που τον διαδέχθηκαν. Η λατρεία του συνεχίστηκε από τους αλληλοσπαρασσόμενους διαδόχους του, που αναζητούσαν σ’ αυτόν μια πηγή ιδεολογικής νομιμοποίησης της δικής τους εξουσίας, κι από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, που είδαν στο θρύλο του το ιδεώδες πρότυπο για τους εαυτούς τους. Οι επιδράσεις αυτής της οργανωμένης λατρείας -και πολύ λιγότερο η ανάμνηση των πραγματικών ιστορικών περιστατικών- σημαδεύουν άλλωστε τα έργα εκείνα της λαϊκής και λόγιας παράδοσης με βάση και χάρη στα οποία θα διατηρηθεί η εικόνα του Αλέξανδρου στη συλλογική μνήμη των λαών τους επόμενους αιώνες (χοντρικά, μέχρι την εποχή μας και την οργάνωση της μαζικής εκπαίδευσης από τα εθνικά κράτη).
Πρόκειται για διάφορες εκδοχές του λαϊκού αναγνώσματος που, με σημείο εκκίνησης την Αίγυπτο του 2ου ή 3ου αιώνα μ.Χ., κυκλοφόρησε σε 80 παραλλαγές σε 24 γλώσσες (από τα προβηγκιανά και τα ισλανδικά μέχρι τα αρμενικά, τα αιθιοπικά ή τα ινδονησιακά) και στη χώρα μας έγινε γνωστό σαν “η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου”.
Καθόλου συμπτωματικά, στο παραμύθι αυτό ο μακεδόνας στρατηλάτης εμφανίζεται γόνος όχι του Φιλίππου αλλά του τελευταίου βασιλιά της Αιγύπτου, Νακτεναβώ, που παρασέρνει την Ολυμπιάδα μεταμορφωμένος σε Αμμωνα Ρα!
Από την αναπαράσταση του Αλέξανδρου με κέρατα -όπως απεικονιζόταν και ο “πατέρας του”, Αμμων Δίας- θα του βγει και το όνομα “Δικέρατος” (Δουλ- Καρνέϊν) με το οποίο εμφανίζεται στο Κοράνι και τη λοιπή παράδοση των μουσουλμανικών λαών.
Από κει και πέρα, όπως σημειώνουν οι ερευνητές, κάθε λαός και πολιτισμικό ρεύμα έπλασε και το δικό του Μεγαλέξανδρο, κατ’ εικόναν αυτού και ομοίωσιν: οι μουσουλμάνοι χρονογράφοι τον θέλουν να πολεμά τους απίστους στο όνομα του Ισλάμ και τον στέλνουν για προσκύνημα στη Μέκκα, οι βυζαντινοί κι αιθίοπες χριστιανοί τον βάζουν να χτίζει εκκλησίες και μοναστήρια πριν αναληφθεί στους ουρανούς σαν καλός προφήτης, κάποιοι εβραίοι τον παρουσιάζουν να περιμένει κι αυτός την έλευση του Μεσσία για να του κληροδοτήσει την επίγεια βασιλεία, για τους Φράγκους τέλος δεν είναι παρά ένας ιππότης του κύκλου του Καρλομάγνου…
Αυτό που παρέμεινε σταθερό, πάντως, ήταν η νομιμοποιητική λειτουργία που επιτελούσαν οι σχετικοί θρύλοι σε σχέση με τις υφιστάμενες κοινωνικές και πολιτικές δομές. “Ακόμα και σήμερα”, αναφέρει ο Πάλλης, “οι φύλαρχοι των ορεινών περιφερειών του Αφγανιστάν και των βορειοδυτικών Ινδιών το έχουνε καύχημα πως κατάγονται από τον Αλέξαντρο – τον Ισκάνταρ Δουλ-Καρνέϊν. Την παράδοση αυτή την αναφέρει ο περίφημος Βενετός περιηγητής Μάρκο Πόλο, που ταξίδεψε στην Κεντρική Ασία το 13ο αιώνα, σχετικά με τους εμίρηδες του Μπαντακσάν, στο βόρειο Αφγανιστάν.
Ο Sir Henri Yule το ίδιο λέει για τους φυλάρχους πολλών περιφερειών στα βορειοδυτικά σύνορα των Ινδιών, όπως του Καρατεγκίν, Νταρουάζ, Ροσάν, Σιγνάν, Ουαχάν, Τσιτράλ, Γκιλγκίτ, Σουάτ και Χαλοπόρ”.
Πάνω από μισός αιώνας έχει περάσει από τότε που γράφτηκαν αυτά τα λόγια και νέες δυνάμεις έχουν προστεθεί σε όσα καθορίζουν τη ζωή των “απογόνων του Ισκαντέρ” – από τον τουρισμό μέχρι την έκρηξη των ΜΜΕ.
Oι πατροπαράδοτες δοξασίες λειτουργούν έτσι σ’ ένα εκσυγχρονισμένο σκηνικό.
Σε πρόσφατο ( 29/12/96) αφιέρωμα της “Καθημερινής”, λ.χ., είδαμε να επιστρατεύονται ως πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία για τη μακεδονική καταγωγή των Χούνζα, των Πατάν και των Καλάς … τα σχετικά διαφημιστικά φυλλάδια του πακιστανικού οργανισμού τουρισμού!
Ανάλογες ήταν και οι διαπιστώσεις της ταξιδιώτισσας Κάτιας Αντωνοπούλου στα χωριά των Καλάς, που τις ίδιες μέρες δεχόντουσαν την επίσκεψη κι ενός γιαπωνέζικου τηλεοπτικού συνεργείου: “Τους κάθισαν στη σειρά σ’ έναν πάγκο και τους είπαν ότι θα τους ρωτήσουν έναν έναν τ’ όνομά τους κι αυτοί πρέπει να πουν πως λέγονται Σίκαντερ τάδε. Οι γυναίκες αλλαφιάζονται λίγο αλλά ο πατριάρχης της οικογένειας Μπούμπουρ Χαν τις καθησυχάζει. Το μπάχαλο τους κόστισε τρία διαφορετικά γυρίσματα. (…)
Ο Σαρζάντα όταν του είπα αυτά που έγιναν σήμερα στο σπίτι του Μπούμπουρ Χαν, έβαλε τα γέλια και είπε ότι πολλοί τους δίνουν λεφτά για να πούν τα ίδια” (”Η κυρία Ουίλσον ταξιδεύει”, σ.230-2).
H Συνέχεια στο Echedoros-a Blog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου