Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία: Η Εξέγερση και Σφαγή της Δράμας, 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1941

Βουλγαρική Κατοχή Δράμα 1941-44

του Τάσου Χατζηαναστασίου

Η ΔΡΑΜΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΔΕΚΠΟΤΑ
ΔΡΑΜΑ 1994

Η βουλγαρική άποψη για τα γεγονότα της Δράμας 
(Σεπτέμβριος 1941)
 και την κατοχή στην Αν. Μακεδονία 
και Δυτ. Θράκη 
(1941-1944)

 Ιστορικό πλαίσιο

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα γεγονότα αλλά και τις διάφορες προσεγγίσεις στο ζήτημα που πρόκειται να εξετάσουμε, είναι αναγκαίο να αναφερθούμε με συντομία στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο.

Όταν ξέσπασε ο β' παγκόσμιος πόλεμος, η Βουλγαρία είχε φροντίσει να τηρήσει ουδέτερη στάση.

Πριν αποφασίσει να δώσει την υποστήριξη της σε κάποιον από τους εμπολέμους είχε διαπραγματευτεί για μήνες με τις μεγάλες δυνάμεις, ζητώντας κυρίως να αναθεωρηθεί προς όφελος της η συνθήκη του Νεϊγύ του 1919.
Με τη συνθήκη αυτή η Βουλγαρία είχε αποσυρθεί από τη Δυτ. Θράκη και τη Δοβρουτσά, που είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα και στη Ρουμανία αντίστοιχα.

Επιπλέον διεκδικούσε την ελληνική και τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, γιατί, όπως υποστήριζε, της ανήκαν τόσο εθνολογικά όσο και ιστορικά.

Στις διαπραγματεύσεις που άρχισαν, η Βουλγαρία συνάντησε την άρνηση των Βρεταννών να της εκχωρηθεί η Δυτ. Θράκη ώστε να έχει έξοδο στο Αιγαίο, βρήκε όμως την υποστήριξη της ΕΣΣΔ.

Η Γερμανία αρνήθηκε να δεσμευτεί με συγκεκριμένες υποσχέσεις.

 Παρ’ όλα αυτά η Βουλγαρία θα συνταχθεί με τις δυνάμεις του Άξονα, επίσημα την 1η Μαρτίου 1941.
Αυτή η επιλογή έχει να κάνει με τη φύση του βουλγαρικού καθεστώτος του Φίλοφ και του Βόριδος Γ' που πίστευαν πως μια πρόσδεση της χώρας στο άρμα της ΕΣΣΔ θα είχε απρόβλεπτες κοινωνικοπολιτικές συνέπειες για τη Βουλγαρία και για την ίδια τους την εξουσία.

Η αριστερά, δηλαδή το BRP (Βουλγαρικό Εργατικό Κόμμα), συμφωνεί με τη γενικότερη εθνική στρατηγική, διαφωνεί ριζικά όμως, όπως είναι φυσικό, με τη συμμετοχή τής χώρας στο Τριμερές Σύμφωνο, έστω και μόνο για την εξυπηρέτηση των “εθνικών στόχων”.

Στο μεταξύ η Γιουγκοσλαβία συντάσσεται κι αυτή με τον Άξονα στις 25 Μαρτίου.
 Όμως στις 27 του ίδιου μήνα γίνεται πραξικόπημα που ανατρέπει την κυβέρνηση Τσβέτκοβιτς και τάσσεται εναντίον του Τριμερούς Συμφώνου.

Ο Χίτλερ διατάζει επίθεση ταυτόχρονα κατά της Γιουγκοσλαβίας και κατά της Ελλάδας στις 6 Απριλίου.
Πολύ σύντομα ο γερμανικός στρατός καταλαμβάνει τις δύο χώρες.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, ο διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, υπέγραψε το τελικό πρωτόκολλο της συνθηκολόγησης στις 23 Απριλίου.

Η Γερμανία και η Βουλγαρία υπέγραψαν συμφωνία κατά την οποία
 η Βουλγαρία αναλάμβανε την “διαφύλαξη της ησυχίας και της τάξης” στις κατειλημμένες από τη Βέρμαχτ γιουγκοσλαβική Μακεδονία, Αν. Μακεδονία και Δυτ. Θράκη.

Τα βουλγαρικά στρατεύματα άρχισαν την κατάληψη της Μακεδονίας που βρισκόταν ανατολικά από το Στρυμόνα και της Δυτικής Θράκης στις 17 Απριλίου.

Αντικατέστησαν έτσι τα γερμανικά στρατεύματα, τα οποία περιορίστηκαν στη φύλαξη μιας στενής λωρίδας στον Έβρο κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων και σε μια μικρή φρουρά στην Καβάλα.
Η κατάληψη ολοκληρώθηκε στις 20 Απριλίου και ο Μπογκντάν Φίλοφ, πρωθυπουργός της Βουλγαρίας, πραγματοποίησε επίσκεψη στην περιοχή από τις 28 ως τις 30 του ίδιου μήνα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η βουλγαρική κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις της με τη Γερμανία επιδιώκει κάθε φορά να διευκρινίζει ότι δεν “καταλαμβάνει” την Αν. Μακεδονία και τη Δυτ. Θράκη, αλλά ότι της παραχωρούνται ως περιοχές που προορίζονται να ενταχθούν στο βουλγαρικό κράτος.

Ωστόσο, η Γερμανία τηρεί αμφιλεγόμενη στάση σχετικά με την επίλυση των “εθνικών προβλημάτων' της Βουλγαρίας.
 Η Γερμανία ενδιαφέρεται κυρίως για την εξασφάλιση των αμυντικών αναγκών της στις υπό κατοχή περιοχές.

Πράγματι όμως, η πολιτική που ακουλουθείται είναι αυτή της ενσωμάτωσης των περιοχών στο βουλγαρικό κράτος.
 Από τις 5 Μαΐου βουλγαρικές διοικητικές αρχές καταλαμβάνουν όλες τις δημόσιες θέσεις και η Αν. Μακεδονία και η Δυτ. Θράκη αποτελούν στο εξής ιδιαίτερη επαρχία του βουλγαρικοί κράτους με το όνομα Belomorie, από το Bjalo More όπως ονομάζεται στα βουλγαρικά το Αιγαίο.
 Ως τις 10 Μαΐου έχουν καταργηθεί όλες οι ελληνικές αρχές.

Παράλληλα, παίρνονται μέτρα για τον πλήρη εκβουλγαρισμό της περιοχής.

Απαγορεύεται ο ελληνικός τύπος, 

ακόμη και η ακρόαση ξένων ραδιοφωνικών σταθμών. 

Οι ελληνικές επιγραφές αντικαθίστανται από βουλγαρικές. 
Κλείνουν τα ελληνικά σχολεία.
 Επιβάλλεται το λέβα
 και γίνεται προσπάθεια να ενταχθεί 
η οικονομία της περιοχής στη βουλγαρική εθνική οικονομία.
 Η εκκλησία εντάσσεται κι αυτή στα πλαίσια της βουλγαρικής εκκλησιαστικής οργάνωσης.

Το ότι βεβαίως δεν πρόκειται για “απελευθέρωση αρπαγμένων εδαφών” όπως ισχυρίζεται ο Daskalov, αλλά για την επιβολή καθεστώτος ωμής βίας φαίνεται από τα μέτρα που παίρνουν οι βουλγαρικές αρχές σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού.

Ιδιαίτερα ωμή ήταν η βουλγαρική εξουσία στη Δράμα.

 Μόλις ανέλαβε καθήκοντα ο νομάρχης Vasil Georgiev εκτόπισε από τη Δράμα 50-60 άτομα, γιατρούς, δασκάλους, ιερείς, και χωροφύλακες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον πληθυσμό.

 Οι διώξεις περιλαμβάνουν και τα χωριά.
Στις 9 Αυγούστου εκτοπίζονται 31 άτομα από το Δοξάτο, τον Άγιο Αθανάσιο, το Καλαμπόκι και άλλες περιοχές, ως επικίνδυνα για το καθεστώς.
Η θεωρία του V. Georgiev είναι πως ο Έλληνας μένει 100% Έλληνας και πως οι εκτοπίσεις είναι ο μόνος τρόπος για να εκβουλγαριστεί η περιοχή.

Ήδη από τα τέλη Απριλίου, στη Θεσσαλονίκη έρχεται αντιπρόσωπος από τη Δράμα για να καταγγείλει τη στάση των Βουλγάρων.
Δίνεται και γραπτή αναφορά στη γερμανική διοίκηση.

Οι εκτοπίσεις αποτελούσαν το κύριο μέσο των αρχών κατοχής για την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα της Αν. Μακεδονίας και της Δυτ. Θράκης.

Το σχέδιο τους ήταν να εκτοπιστούν σταδιακά όλοι οι Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία που είχαν εγκατασταθεί εκεί και να γίνει εποικισμός από το εσωτερικό της Βουλγαρίας.

 Ως τον Αύγουστο του 1941 είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους 25.000 Έλληνες, οι οποίοι κατέφυγαν στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα.
Από αυτούς οι 23.000 προέρχονται από την περιοχή της Δράμας.

Τα γεγονότα της Δράμας στην ελληνική βιβλιογραφία.

Τα γεγονότα της Δράμας είναι σχετικά πρόσφατα.
Ωστόσο, δεν υπάρχει έως σήμερα μια σαφής ερμηνεία των γεγονότων.

Ακόμη περισσότερο, υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες στους συγγραφείς και τους μελετητές της περιόδου σχετικά με τα κίνητρα, τους σκοπούς και τις προθέσεις των πρωταγωνιστών και γενικά με το χαρακτήρα των γεγονότων.

Το γεγονός ότι η ερμηνεία των γεγονότων εντάχθηκε στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης Αριστερός - Δεξιάς μεταπολεμικά, συσκότισε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

Έτσι, ακόμη και σήμερα, τα ερωτήματα που έχουν δημιουργηθεί μένουν αναπάντητα.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι στις 28 Σεπτεμβρίου 1941 εκδηλώθηκαν συντονισμένες ένοπλες επιθέσεις στα κοινοτικά γραφεία και στους αστυνομικούς σταθμούς 16 δήμων και κοινοτήτων στην περιοχή της Δράμας.

Η βουλγαρική εξουσία καταλύθηκε και οι κάτοικοι κλήθηκαν να ακολουθήσουν τους ενόπλους στο βουνό.

Ιδιαίτερα, στο Δοξάτο όπου η εξέγερση εκδηλώθηκε λίγες ώρες νωρίτερα, έγινε συμπλοκή κατά την οποία τραυματίστηκε ο Βούλγαρος νομάρχης, ο οποίος βρισκόταν εκεί τυχαία.

Η εξέγερση, όμως, απέτυχε στην πόλη της Δράμας, γιατί οι αρχές πήραν εγκαίρως μέτρα και
την έπνιξαν στο αίμα.
Χιλιάδες κάτοικοι εκτελέστηκαν στη Δράμα και στο Δοξάτο.
Χιλιάδες ήταν και οι συλλήψεις.

 Η βουλγαρική εξουσία είχε αποκατασταθεί πλήρως ως τις 2 Οκτωβρίου.

Ωστόσο, η άγρια καταστολή και οι διώξεις πολιτών συνεχίστηκαν ως τις 6 Νοεμβρίου με πρόσχημα την αναζήτηση ενόπλων και αμάχων που είχαν καταφύγει στα βουνά
.
Η πρώτη ερμηνεία των γεγονότων δόθηκε από τον τότε γενικό επιθεωρητή νομαρχιών Αθανάσιο
Χρυσοχόου.

 Σε έκθεσή του προς το υπουργείο εσωτερικών και τις γερμανικές αρχές, στις 5 Οκτωβρίου  
1941, από τις πληροφορίες που έχει συλλέξει, συμπεραίνει ότι οι κομμουνιστές της Δράμας,  
συνεργαζόμενοι με Βούλγαρους κομμουνιστές και παρακινημένοι από αυτούς με το σύνθημα της  
κομμουνιστικής επανάστασης σε όλα τα Βαλκάνια, έκαναν επιθέσεις σε μερικά χωριά.

Λίγο μετά, ο Αθ. Χρυσοχόου θα υιοθετήσει την άποψη ότι η εξέγερση της Δράμας είναι μια προβοκάτσια των βουλγαρικών αρχών κατοχής στην οποία πρόθυμα συνέπραξαν οι κομμουνιστές, με απώτερο σκοπό να δικαιολογήσουν τη χρήση βίας σε βάρος του πληθυσμού.

Την ίδια άποψη εκφράζει και ο Αντώνης Φωστηρίδης (Αντών Τσαούς), αρχηγός των “εθνικιστικών” ανταρτικών ομάδων, σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Φως, το Φεβρουάριο του 1945.

Αυτή η άποψη για τα γεγονότα γίνεται μεταπολεμικά η κυρίαρχη ερμηνεία και, συνδυαζόμενη με την αμφιλεγόμενη στάση του ΚΚΕ στο Μακεδονικό κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ενισχύει το κατηγορητήριο κατά των κομμουνιστών για  εθνική μειοδοσία.

Από τη δεξιά παράταξη, η μοναδική μαρτυρία που εκφράζει διαφορετική άποψη προέρχεται από το
προσωπικό ημερολόγιο του ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου, ιδρυτικού μέλους της οργάνωσης
Υ.Β.Ε. και μετέπειτα Π.Α.Ο. Ο Παπαθανασίου υποστηρίζει ότι στη Δράμα έγινε μια αυθεντική εξέγερση με πρωτοβουλία Ελλήνων και Βουλγάρων κομμουνιστών.

Από την πλευρά της αριστεράς, υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εξέγερση.
Ήταν τέτοια η έκταση της καταστολής, της συντριβής των ένοπλων πυρήνων και κυρίως των ολέθριων συνεπειών για τον άμαχο πληθυσμό που οι συγγραφείς και απομνημονευματογράφοι της εθνικής αντίστασης υιοθετούν συνήθως και αυτοί την αστυνομική λογική της προβοκάτσιας και του ξένου δακτύλου.

Φαίνεται πάντως ότι η εκδήλωση της εξέγερσης δεν έγινε με διαταγή, του ΚΚΕ, καθώς τις ίδιες ακριβώς μέρες γινόταν η σύσκεψη για την ίδρυση του ΕΑΜ.

 Έτσι η ευθύνη για την εξέγερση αποδίδεται στην τοπική οργάνωση Δράμας του ΚΚΕ και προσωπικά στο γραμματέα της, Αλέκο Χαμαλίδη, που έδρασε χωρίς την έγκριση του κόμματος, παρασυρόμενος από τις διαδόσεις Βουλγάρων πρακτόρων που εμφανίζονταν ως κομμουνιστές, για δήθεν κομμουνιστική εξέγερση σε όλα τα Βαλκάνια. 

Γεγονός είναι ότι οι φερόμενοι ως πρωταγωνιστές των γεγονότων, γνωστά μέλη του ΚΚΕ Δράμας, είτε σκοτώθηκαν καταδιωκόμενοι από τους Βούλγαρους, είτε δε μας έδωσαν τη δική τους μαρτυρία.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ένας ερευνητής από τα Σκόπια, ο Χρίστο Αντονόφσκι, γράφει πως ένας από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, ονόματι Γιώργος Μπόντσεφ, επέζησε, και μετά τον πόλεμο βρισκόταν στα Σκόπια.

Ο Μπόντσεφ, σύμφωνα με τον Αντονόφσκι, διηγείται πως η απόφαση για την εξέγερση πάρθηκε στην ολομέλεια της επαρχιακής επιτροπής Δράμας του ΚΚΕ που συνήλθε στις 20 Αυγούστου 1941.
Ο Αντονόφσκι απορρίπτει την εκδοχή της προβοκάτσιας, ασκεί έντονη κριτική στον Χρυσοχόου και προσπαθεί να αποδείξει τη συμμετοχή “Μακεδόνων”, οι οποίοι κακώς, κατά τη γνώμη του, αναφέρονται ως Βούλγαροι, στην εξέγερση.

  Τι έγραψε ο βουλγαρικός τύπος για τα γεγονότα

Για την εξέγερση της Δράμας ο βουλγαρικός τύπος δημοσιεύει τις πρώτες πληροφορίες έξι μέρες μετά.
Η εφημερίδα Slow γράφει:

 “Τη νύχτα της 28ης μια ομάδα Ελλήνων, που ήρθαν από τα όρια τής σημερινής Ελλάδας (δηλ. από τη γερμανοκρατούμενη περιοχή), αποπειράθηκε να παρασύρει άτομα από το ντόπιο ελληνικό πληθυσμό και να καταλάβει τα κοινοτικά κτίρια σε κάποια χωριά στην επαρχία Δράμας. 
Ανάμεσα στους οργανωμένους γι’ αυτό το σκοπό αντάρτες, που ήταν οπλισμένοι με τουφέκια και πολυβόλα, και τις τοπικές αρχές ανταλλάχτηκαν πυροβολισμοί που διήρκεσαν μερικές ώρες και από τους οποίους υπήρξαν θύματα και από τις δύο πλευρές.
 Ήδη στις 29 οι αντάρτες είχαν διασκορπιστεί και εξολοθρευτεί.
 Οι αρχές εξακολουθούν να αναζητούν συμμετέχοντες. 
Η τάξις και η ηρεμία έχουν πλήρως αποκατασταθεί”.

 Το ανακοινωθέν δημοσιεύεται και στη Dnes. Πρόκειται για το επίσημο ανακοινωθέν, στο οποίο δεν γίνεται καμία αναφορά στις εκατόμβες των θυμάτων της “αποκατάστασης της τάξης”.

Η ίδια είδηση δημοσιεύεται στις 5 Οκτωβρίου και στην εφημερίδα Zora.
Στο ίδιο φύλλο υπάρχει άρθρο του Danail Krapchef, ο οποίος κάνει μια ιστορική αναδρομή “στους επαναστατικούς αγώνες”, όπως τους ονομάζει, του βουλγαρικού λαού της Ανατολικής Μακεδονίας και στις διώξεις και τις “βιαιοπραγίες” των Ελλήνων σε βάρος του.

Αυτές οι ελληνοβουλγαρικές συγκρούσεις αποτέλεσαν κατά το συντάκτη το γόνιμο έδαφος για τα γεγονότα της Δράμας, που όμως θεωρεί ότι υποκινήθηκαν “από έξω”.

Μετά από δύο μέρες ο Krapchef επανέρχεται στο θέμα, στην ίδια εφημερίδα.

“Οι στασιαστικές βιαιοπραγίες”, όπως ονομάζει τα γεγονότα της Δράμας, υποκινήθηκαν από κομμουνιστές και εθνικιστές Έλληνες με καθοδήγηση του Λονδίνου και της Γ' Διεθνούς.

Ο βουλγαρικός κατοχικός τύπος κάλυψε με κυνισμό τα γεγονότα δημοσιεύοντας και γελοιογραφίες που χλεύαζαν τα θύματα της καταστολής.
Στην εφημερίδα Belomorie μια γελοιογραφία παρουσίαζε έναν Βούλγαρο χωρικό να κρατά έναν Έλληνα ανάμεσα στα πόδια του και να του φοράει σαμάρι.

 Η Belomorslca Bulgaria στις 10 Οκτωβρίου έγραφε:
“Η προσπάθεια των εχθρών μας να διαταράξουν την τάξη και την ασφάλεια στο Belomorie με τα γεγονότα της Δράμας έχει πια συντρίβει”.

Στις 14 Οκτωβρίου η ίδια εφημερίδα δημοσιεύει γελοιογραφία όπου ένα χέρι που παριστάνει την κρατική εξουσία κόβει με ψαλίδι το κεφάλι ενός φιδιού.
Ο υπότιτλος συνιστά:
 “Ο πιο σίγουρος τρόπος ενάντια σε οποιοσδήποτε μορφής συνωμοτικές και εξεγερσιακές οχιές”.

Η ερμηνεία των αρχών κατοχής είναι ότι πρόκειται κυρίως για κομμουνιστική εξέγερση που σχεδιάστηκε σε “ξένα κέντρα” και στα πλαίσια της προσπάθειας της ΕΣΣΔ να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στα νώτα του Άξονα.
Άλλωστε, η Κομιντέρν είχε εκδώσει ντιρεκτίβα αμέσως μετά την επίθεση της Γερμανίας εναντίον της ΕΣΣΔ, στις 22 Ιουνίου, προς όλα τα κομμουνιστικά κόμματα στις κατεχόμενες χώρες να αρχίσουν ένοπλη αντίσταση κατά των χιτλερικών.

Ωστόσο, η εξέγερση της Δράμας έγινε το Σεπτέμβριο και ήταν η πρώτη στην Ευρώπη.


Η αντίδραση του BRP

Τ ο BRP, δηλαδή το κομμουνιστικό κόμμα της Βουλγαρίας, είχε για το Μακεδονικό Ζήτημα την ίδια άποψη με την Κομιντέρν, πίστευε δηλαδή στα σχετικά με την ύπαρξη μακεδονικού λαού που έχει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης.

 Αυτή η αυτονομιστική γραμμή θα καταγγελθεί μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιντο 1948 ως “μηδενιστική”, μη “λενινιστική”κλπ.

Ήδη την 1η Μαρτίου 1941, ο Δημητρώφ, ως ηγέτης τότε των “Ελεύθερων Βουλγάρων”, σε μανιφέστο που εξέδωσε και σε επιστολή του προς τους Ρούσβελτ, Τσώρτσιλ, Στάλιν, Μπένες, Σικόρσκι, Σίμοβιτς και Τσουδερό, είχε χαρακτηρίσει παράνομες τις ενέργειες του Βόριδος.

 Για το BRP, που ελεγχόταν άμεσα από τη Μόσχα αφού η ηγεσία του βρισκόταν εκεί, η κατοχή της Αν. Μακεδονίας και της Δυτ. Θράκης αποτελεί εθνική ντροπή.

Η δε βουλγαρική εξουσία χαρακτηρίζεται καθεστώς “αρπαγής και λεηλασίας”.

Την άποψη του BRP για τα γεγονότα της Δράμας εκφράζει ο Β. Kolarov στο ραδιοσταθμό “Christo Botev” στις 6 Οκτωβρίου.

 “Η εξέγερση στη Δράμα”, αναφέρεται, που ήταν συνέπεια του “αιμοβόρου, κατοχικού καθεστώτος” στην περιοχή, “πνίγηκε στο αίμα”.

Στη συνέχεια καταγγέλλεται ο ρόλος των βουλγαρικών στρατευμάτων ως οργάνων του Χίτλερ.
Στις 10 Οκτωβρίου, σε εκπομπή στον ίδιο ραδιοσταθμό, ο Β. Τσερβένκοφ, με αφορμή τα γεγονότα της Δράμας, λέει ότι “το καθεστώς του Βόριδος δεν πραγματώνει την εθνική ενοποίηση αλλά την εθνική καταστροφή”.

Ωστόσο, το γραφείο εσωτερικού του κόμματος διατυπώνει την άποψη ότι το αίτημα της Βουλγαρίας για επιστροφή των Βουλγαρομακεδόνων στην πατρίδα τους είναι δίκαιο, όμως θα πρέπει να ζήσουν στον ίδιο χώρο με τους Έλληνες, αδερφωμένοι.

Η αντιμετώπιση των γεγονότων από το καθεστώς της 9ης Σεπτεμβρίου 1944

Είναι γεγονός ότι το μεταπολεμικό καθεστώς της Βουλγαρίας απέφευγε την αναφορά στην κατοχή. 

Κυρίως γινόταν αναφορά στο βουλγαρικό αντιφασιστικό κίνημα ενώ για την πολιτική τού καθεστώτος του Βόριδος στις κατεχόμενες από τη Βουλγαρία περιοχές, υπήρχε κατά κανόνα μια ένοχη σιωπή.

Το 1946 μια ανεπίσημη βουλγαρική δημοσίευση γιαταγεγονότατης Δράμας αναφέρει:

“άρχισε με μια σύγκρουση ανάμεσα στους Βούλγαρους αστυνομικούς και τους Έλληνες αντάρτες”. 
Τότε, “οι Βούλγαροι φασίστες προκάλεσαν μεγάλη αιματοχυσία και τρομοκρατία στον αθώο ελληνικό πληθυσμό”.

Στο απολογητικό κείμενο της βουλγαρικής κυβέρνησης του 1946 σχετικά με τις ελληνικές μεταπολεμικές αξιώσεις από τη Βουλγαρία για επανορθώσεις, αναφέρεται ότι δεν υπάρχει “προς το παρόν επιθυμία” να ασχοληθεί με τα βαθύτερα αίτια της εξέγερσης της Δράμας.

Τέλος, ο Βούλγαρος ιστορικός Π. Στέρεφ που ασχολήθηκε με το αντιφασιστικό κίνημα της περιόδου περιορίζεται στο να εκφράσει τη λύπη του “που τα γεγονότα της Δράμας δεν έχουν ακόμη επαρκώς διαλευκανθεί.”.

Οι απόψεις των σύγχρονων Βουλγάρων ιστορικών

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια εντυπωσιακή αύξηση στη βουλγαρική ιστοριογραφία που αφορά την περίοδο 1941-1944 στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη.

Κύριο ενδιαφέρον, θα έλεγε κανείς, των δημοσιεύσεων αυτών είναι το εξής:
κάτω από ποιες συνθήκες η Βουλγαρία απέτυχε να προσαρτήσει τελικά τις περιοχές αυτές ενώ, κατά τη γνώμη τους, εδικαιούτο να το πράξει.

Κοινός τόπος στα έργα αυτά είναι η προσπάθεια να αιτιολογηθεί η απόφαση της Βουλγαρίας να συνταχθεί με τις δυνάμεις του Άξονα στο β' παγκόσμιο πόλεμο, προκειμένου να επιλύσει “το εθνικό της πρόβλημα”.
Ως εθνικό πρόβλημα εννοείται η αναθεώρηση της συνθήκης του Nεϊγύ και ως δίκαιη επίλυσή του ουσιαστικά η εφαρμογή των όρων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και η δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας.

Δηλαδή, οι σύγχρονοι Βούλγαροι ιστορικοί αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της περιόδου 1941-1944 με τους όρους της Βουλγαρίας του Βόριδος και της ελληνοβουλγαρικής διαμάχης για την Μακεδονία από την εποχή της ίδρυσης της Εξαρχίας.

 Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ύστερα από 45 περίπου χρόνια στα έργα τους γίνεται χρήση του όρου Belomorie αντί για ελληνική Μακεδονία και Θράκη.

Το βιβλίο του Georgi Daskalov για την εξέγερση της Δράμας

Για τα γεγονότα της Δράμας υπάρχει από βουλγαρικής πλευράς μια μονογραφία του Georgi Daskalov.
 Ο Daskalov έχει κάνει έρευνα στα κρατικά αρχεία (Tsentralen Durzaven Istoricheski Archiv, Ts.D.I.A.) και στα αρχεία του στρατού (Voenen Archiv), που είναι απρόσιτα στον Έλληνα ερευνητή και την Ελληνίδα ερευνήτρια.

Η γενικότερη άποψη του, που διαπνέει ολόκληρο το έργο του, είναι πως η Βουλγαρία είχε το ιστορικό δικαίωμα να επανακτήσει τις “βίαια αρπαγμένες από αυτήν” περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. 

Αναφέρεται στις στατιστικές τής εξαρχίας για να δείξει πως οι περιοχές αυτές κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από Βουλγάρους και πιστεύει πως η Ελλάδα ακολούθησε πολιτική βίαιης αφομοίωσης τους μετά το β' βαλκανικό πόλεμο.

Επομένως, για τον Daskalov, δεν πρόκειται για “κατοχή” της ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης, αλλά για “εθνική αποκατάσταση, ενοποίηση των εθνικών εδαφών με τη μητέρα πατρίδα”.

Φυσικά, όσο κι αν ανεβάζει τον αριθμό των Βουλγάρων που έχουν απομείνει στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη σε 81.093, προσμετρώντας και τους Πομάκους, παραδέχεται πως τώρα ο ελληνικός πληθυσμός, μετάτις ανταλλαγές των πληθυσμών, αποτελείτη συντριπτική πλειοψηφία. Ωστόσο, θεωρεί πολύ πρόσφατες και άρα “εύκολα” αντιστρεπτές αυτές τις εξελίξεις41.
Χαρακτηριστικό είναι πως ο συγγραφέας, όπως και το καθεστώς του Βόριδος, ονομάζει τα βουλγαροκρατούμενα ελληνικά εδάφη “νεοαπελευθερωμένες περιοχές”.
Αναφέρεται, πάντως, με σχολαστικότητα στο έργο της εγκαθίδρυσης της κατοχικής εξουσίας και στα μέτρα που παίρνονται σε βάρος του ελληνικού στοιχείου σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, εκπαιδευτικό, εκκλησιαστικό42. Για τον συγγραφέα τα μέτρα είναι αναγκαία για την ενσωμάτωση των περιοχών αυτών στην Βουλγαρία.
Αναφερόμενος στο θέμα της αντίστασης κατά της βουλγαρικής κατοχής, λέει χαρακτηριστικά πως “το ΚΚΕ κακώς αναφέρει τους Βούλγαρους ως κατακτητές” γιατί έτσι ταυτίζεται με τους Έλληνες “εθνικιστές”.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξε ο Daskalov, το ΚΚΕ (γραφείο Μακεδονίας - Θράκης) αρχίζει επαφές στα μέσα του καλοκαιριού για την εκδήλωση ένοπλης εξέγερσης στη βουλγαροκρατούμενη περιοχή.

Σύμφωνα με τον Daskalov, επαφές γίνονται και με Έλληνες “εθνικιστές”.
 Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Βασίλης Μερκουριού, που συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1941, φέρεται να είπε στην ανάκριση πως είχε ενισχύσει αρχικά το κίνημα αλλά στη συνέχεια αποχώρησε, γιατί ο ίδιος ήταν “εθνικιστής”.
Η εξέγερση κατά τον Μερκούριού ήταν έργο κομμουνιστών και άλλων πατριωτών. Μετά την καταστολή όμως, έρριξε ο ίδιος την ιδέα της συνεργασίας Ελλήνων και Βουλγάρων κομμουνιστών για να φανεί η εξέγερση ως προβοκάτσια.

Ο Daskalov πιστεύει ότι η ιδέα της εξέγερσης ανήκει στο γραφείο Μακεδονίας και Θράκης του ΚΚΕ.
 Οι “εθνικιστές” και τα “αστικά” κόμματα είχαν ενημερωθεί ενώ η δοσίλογη κυβέρνηση φέρεται να ενίσχυε την προετοιμασία.
 Πάντως, όλες αυτές οι επαφές και η ανάμειξη της κυβέρνησης Τσολάκογλου μάλλον αποτελούν αυθαίρετο συμπέρασμα του Daskalov.
Δε στηρίζει την άποψή του στις πηγές αλλά σε δικά του πολιτικά συμπεράσματα - ο ίδιος παρόλα αυτά χρησιμοποιεί την έκφραση “αντικειμενική εκτίμηση”.

 Γενικά έχει την τάση να μειώσει τους Έλληνες αριστερούς χρεώνοντας τους αντιβουλγαρισμό, συνεργασία με τους δοσιλόγους και “εθνικισμό”.
 Ακριβώς τα αντίθετα, δηλαδή, από αυτά που τους χρεώνουν οι Έλληνες αντίπαλοι τους στον εμφύλιο πόλεμο και σε όλη την περίοδο που ακολουθεί.

Πριν από την εκδήλωση της εξέγερσης, φτάνουν πληροφορίες στις αρχές κατοχής, για τη σύσταση ένοπλων ομάδων που ετοιμάζονται να διεισδύσουν από τη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία. Επίσης στα χέρια των αρχών πέφτουν προκηρύξεις που έχουν τυπωμένο το σφυροδρέπανο και καλούν σε εξέγερση.
 Προπαγανδίζεται προλεταριακή επανάσταση σε όλα τα Βαλκάνια.
 Δεν παίρνονται ωστόσο έκτακτα μέτρα. Μάλιστα, σύμφωνα με τις πηγές που επικαλείται ο Daskalov, οι βουλγαρικές δυνάμεις πρέπει να ήταν μειωμένες εκείνες τις μέρες στη Δράμα.

Τα βουλγαρικά αρχεία που μελέτησε ο Daskalov παρέχουν υλικό και από τα αποτελέσματα των ανακρίσεων των συλληφθέντων στα γεγονότα.
Σύμφωνα με αυτήν την, επισφαλή πάντως, πηγή, η προετοιμασία της εξέγερσης ήταν καλή, δεν υπήρχε όμως καμία πρόνοια για ανεφοδιασμό, κάλυψη νώτων για εύκολη διαφυγή, επαρκής οπλισμός και τρόφιμα.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η εκδήλωση της εξέγερσης επισπεύστηκε από το φόβο της αποκάλυψης και προτού ολοκληρωθούν οι προετοιμασίες.

Όλη η προετοιμασία περιγράφεται με λεπτομέρειες.

 Το σύνθημα θα ήταν η διακοπή της ηλεκτροδότησης της Δράμας.

 Όμως, από ένα τυχαίο περιστατικό, η εξέγερση εκδηλώνεται πρώτα στο Δοξάτο τη νύχτα της 28ης Σεπτεμβρίου.

Επιθέσεις έγιναν και στα χωριά Αγγίστα, Σταθμό Αγγίστης, Καλλιθέα, Μικρόπολη, Κοκκινόγεια, Κύρια, Νικηφόρο, Καλό Αγρό, Πετρούσα, Προσωτσάνη, Καλλίφυτο, Άγιο Αθανάσιο, Φωτολίβος, Χωριστή, Ηλιοκώμη, Αδριανή, Κορμίστα, Περιστεριά,Νέα Μπάφρα, σε ολόκληρο σχεδόντον κάμπο.

 Παντού καταλύονται οι τοπικές κατοχικές αρχές.

Ο αντρικός πληθυσμός καλείται να συγκεντρωθεί και γίνεται στρατολόγηση, συχνά αναγκαστική. Οι επαναστάτες δεν προέβησαν σε βιαιοπραγίες κατά των Βουλγάρων αμάχων και των αιχμαλώτων.
 Κατά τις συμπλοκές όμως, σκοτώθηκαν αστυνομικοί, στρατιώτες, κοινοτάρχες, κοινοτικοί υπάλληλοι και δύο πολίτες.
 Οι νεκροί Βούλγαροι φτάνουν τα 104 άτομα και οι τραυματίες τούς 107.

Στην πόλη της Δράμας οι αρχές είχαν ειδοποιηθεί λόγω της βεβιασμένης εκδήλωσης της εξέγερσης στο Δοξάτο.

Ο νομάρχης Δράμας είχε σπεύσει στο Δοξάτο, όπου δέχθηκε επίθεση και τραυματίστηκε. Καταφέρνει όμως να διαφύγει και να επιστρέψει στη Δράμα.

 Έτσι, στην πόλη οι αρχές παίρνουν εγκαίρως μέτρα και η εξέγερση αποτυγχάνει.

Μετά την αποτυχία της εξέγερσης στην πόλη της Δράμας αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για το κίνημα
Οι βουλγαρικές αρχές παίρνουν άμεσα κατασταλτικά μέτρα και αρχίζουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην επαρχία ιδιαίτερα όμως στην ίδια τη Δράμα προέβησαν σε πραγματική σφαγή του πληθυσμού.

 Ο ίδιος ο Daskalov αναφέρει πως, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου, η κατάσταση στη Δράμα είναι αφόρητη γιατί υπάρχουν παντού πτώματα.

 Σύμφωνα με αναφορά Βούλγαρου αξιωματικού, “απερίγραπτος τρόμος κατέλαβε τον ελληνικό πληθυσμό” χαρακτηρίζονται όμως τα μέτρα αποτελεσματικά.

 Οι σφαγές, οι συλλήψεις και οι διώξεις κράτησαν αρκετές μέρες σε ολόκληρη την επαρχία.

Γιατον αριθμό των νεκρών, ο Daskalov αναφέρει πως ο αστυνομικός διοικητής Ξάνθης L. Burbanov και ο επιθεωρητής κρατικής ασφάλειας D. Donchev σε ειδική αναφορά τους προς το υπουργείο εσωτερικών και δημόσιας υγείας,
αναφέρουν πως έχουν σκοτωθεί 3.000 περίπου άτομα.

Εντούτοις, η βουλγαρική επιτροπή που επεξεργάστηκε τα επιχειρήματα της βουλγαρικής πλευράς για τη διάσκεψη της ειρήνης του Παρισιού, σε ειδική έκθεση της για τα γεγονότα της Δράμας, αναφέρει μόνο τους νεκρούς στις συγκρούσεις των επαναστατών με το βουλγαρικό στρατό και μόνο όσους σκοτώθηκαν ως τις 4 Οκτωβρίου, οι οποίοι, σύμφωνα με τα στοιχεία του επιτελείου στρατού, είναι 380.

Τα αντίποινα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού χαρακτηρίζονται ως “απερισκεψίες”.
 Ωστόσο, αυτές οι “απερισκεψίες” συνέβαλαν τελικά στη βουλγαρική πολιτική της εκδίωξης του ελληνικού πληθυσμού από την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη.

Ως τον Νοέμβρη έφυγαν άλλα 10.000 άτομα προς τις γερμανοκρατούμενες περιοχές, ενώ τον Γενάρη υπήρχαν ολόκληρα χωριά που ήθελαν να φύγουν.

Στο μεταξύ, και οι συλληφθέντες ήταν χιλιάδες.
Έγιναν 1.800 ανακρίσεις και πολλοί παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο Ξάνθης.
 Ο Daskalov δημοσιεύει τον κατάλογο του στρατοδικείου με τους καταδικασθέντες.
Στις 1 και 5 Ιουνίου 1942 εκτελέστηκαν 13 από τα άτομα που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Άλλα 26 εκτελέστηκαν ως τις 18 Αυγούστου.

Η βουλγαρική κυβέρνηση, σύμφωνα με τον Daskalov, δεν είχε προετοιμαστεί να αντιμετωπίσει τη διεθνή κατακραυγή για τις σφαγές. 

Αντίθετα, η ελληνική πλευρά, η κυβέρνηση του Καΐρου και η κυβέρνηση Τσολάκογλου, αξιοποίησε τα στοιχεία που είχε.

Η Βουλγαρία εξετέθη ανεπανόρθωτα και γι’ αυτό δε μπόρεσε μετά τον πόλεμο “να διεκδικήσει το ιστορικό δικαίωμα για ένωση και επιστροφή των αρπαγμένων της εδαφών”.

Τ ο γενικό του συμπέρασμα για το κίνημα της Δράμας, μέσα από τη μελέτη των βουλγαρικών αρχείων, είναι ότι πρόκειται για μια πρώιμη, απομονωμένη και σχετικά ανοργάνωτη εξέγερση κομμουνιστών.

 Στην εξέγερση πήραν μέρος και ντόπιοι “Βούλγαροι” κομμουνιστές αλλά η πρωτοβουλία ανήκε στο γραφείο Μακεδονίας και Θράκης του ΚΚΕ.

Το έργο του Daskalov έχει για μας ιδιαίτερη αξία, γιατί παρουσιάζει ολοκληρωμένη τη βουλγαρική άποψη και μάλιστα τεκμηριωμένη μέσα από τη συστηματική μελέτη των αρχείων.

 Το ερωτηματικό που μένει είναι η εγκυρότητα και η πληρότητα των βουλγαρικών πηγών, όχι φυσικά για τις ενέργειες των βουλγαρικών αρχών, αλλά για τις κινήσεις των Ελλήνων.

Τέλος, όσον αφορά στο πρόβλημα της αυθεντικότητας της εξέγερσης, δε γνωρίζουμε αν θα μπορούσαν ποτέ να βρεθούν στοιχεία που να χρεώνουν στη βουλγαρική πλευρά την οργάνωση μιας προβοκάτσιας, στην οποία εσκεμμένα ή όχι ενεπλάκησαν και κάποια “θερμόαιμα” επαναστατικά στοιχεία του ΚΚΕ Δράμας.

Πολύ περισσότερο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν τα στοιχεία αυτά, εφόσον υπήρχαν, θα δίνονταν στη δημοσιότητα από βουλγαρικής πλευράς.

Οι απόψεις του Dimitar Yonchev

Ο άλλος Βούλγαρος ιστορικός που ασχολείται συστηματικά με την περιόδο 1941-1944 στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη είναι ο Dimiter Yonchev.

Στο βιβλίο του Bulgaria i Belomorieto, Oktomvri 1940-9 Septemvri 1944, προσπαθεί να αποδείξει ότι η Βουλγαρία δεν έκανε “κατοχή” της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, γιατί ακολούθησε μια πολιτική ενσωμάτωσης και όχι κατάκτησης των περιοχών αυτών.

 Έτσι, ο ίδιος κάνει λόγο για παρουσία (prisustvie) της Βουλγαρίας στο “Belomorie”.

Η αποτυχία της Βουλγαρίας να προσαρτήσει τελικά τις περιοχές αυτές μετά τον πόλεμο οφείλεται, κατά τη γνώμη του συγγραφέα, στη δέσμευση των βουλγαρικών στρατευμάτων απέναντι στις αμυντικές ανάγκες του Άξονα.

Στα γεγονότα της Δράμας ο Yonchev αφιερώνει στο βιβλίο του λίγες μόνο παραγράφους.

 Γενικά, πιστεύει ότι η εξέγερση πρέπει να ιδωθεί κάτω από το πρίσμα των εντολών της Κομιντέρν για την ανάπτυξη αντιστασιακών κινημάτων κατά των δυνάμεων του Άξονα. 

Αναφέρεται κι αυτός στην ελληνική θεωρία της προβοκάτσιας, την οποία φυσικά απορρίπτει.

 Στη συνέχεια κρίνει σκόπιμο να σταθεί στο ζήτημα του πραγματικού αριθμού των θυμάτων κατά τα γεγονότα, θεωρώντας τους 3.000 νεκρούς που αναφέρονται ως υπερβολικό αριθμό.

Αυτό, όπως υποστηρίζει, δεν το κάνει για να απαλλάξει τις βουλγαρικές αρχές από τις ευθύνες τους, αλλά χάριν της επιστημονικής αλήθειας.
Έτσι, θεωρεί πως και η επίσημη βουλγαρική άποψη, όπως διατυπώνεται σε νότα του βουλγαρικού υπουργείου εξωτερικών προς τη γερμανική πρεσβεία στη Σόφια, όπου γίνεται λόγος για 1.600 νεκρούς, πρέπει να ιδωθεί με κριτικό μάτι.
Πάντως και ο ίδιος αφήνει τελικά αναπάντητο το ερώτημα.

Τέλος, σημειώνει πως μετά τα γεγονότα της Δράμας, η βουλγαρική κυβέρνηση αναγκάστηκε να αντικαταστήσει το διοικητή της περιοχής και να παραχωρήσει αυξημένες αρμοδιότητες στο στρατό.

Συμπεράσματα

Έχοντας κάνει μια συνολική παρουσίαση των απόψεων της βουλγαρικής πλευράς, θα μπορούσαμε τώρα να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα.

Κατ’ αρχήν, όσον αφορά στα γεγονότα της Δράμας, έχουν φωτιστεί μερικές πλευρές του θέματος, άλλες όμως, από ό,τι φαίνεται, θα μείνουν ακόμη στο σκοτάδι.

Σημασία έχει ότι από βουλγαρικής πλευράς αναγνωρίζεται ότι η πρώτη εξέγερση στην κατεχόμενη από τον Άξονα Ευρώπη γίνεται από Έλληνες στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία.

Πέρα από τη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί σχετικά με το αν αυτοί που πήραν τα όπλα είχαν ή όχι παρασυρθεί από την προβοκατόρικη δράση Βουλγάρων πρακτόρων, αυτό που θα πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι ο υπόδουλος ελληνικός πληθυσμός αντιστάθηκε στον κατακτητή σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, ματαιώνοντας τελικά τα σχέδια για προσάρτηση της περιοχής από τη Βουλγαρία.

Η εξέγερση της Δράμας θα πρέπει επομένως να πάρει τη θέση που της αξίζει στην ιστορία του αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στο φασισμό και την καταπάτηση εθνικών ιστορικών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα, μάλιστα, στην ευαίσθητη περιοχή της Μακεδονίας.

Όσον αφορά γενικότερα το ζήτημα της βουλγαρικής ιστοριογραφίας για το ζήτημα της κατοχής, δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε την ανησυχία μας για το πρίσμα μέσα από το οποίο οι Βούλγαροι ιστορικοί εξετάζουν τα γεγονότα της περιόδου.

 Ιδιαίτερα ανησυχητικές είναι εκείνες οι απόψεις που φτάνουν να δικαιολογούν φασιστικές πολιτικές επιλογές και πρακτικές στο όνομα της δήθεν επίλυσης “εθνικών προβλημάτων”.

 Χρέος των Ελλήνων ιστορικών της περιόδου είναι να υπενθυμίζουν συνεχώς ότι αυτές οι επιλογές όχι μόνο δεν έλυσαν ποτέ κανένα πρόβλημα αλλά ότι αντίθετα ενίσχυσαν τους μικροεθνικισμούς, την υποτέλεια και τη δημιουργία μικρών, αδύναμων, αλληλοσπαρασσόμενων και εξαρτημένων κρατών στα Βαλκάνια.
Αν αυτή είναι σήμερα η κυρίαρχη τάση, ας δείξουμε ότι εδώ στην Ελλάδα μπορούμε να αντισταθούμε επισημαίνοντας τα λάθη, γκρεμίζοντας τους μύθους και επιμένοντας στην αναζήτηση της αλήθειας, ακόμα κι όταν αυτή δεν ανταποκρίνεται στην ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας.



Δεν υπάρχουν σχόλια: