Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Μακεδονικός Αγώνας: Η δράση του Λάκη Νταηλάκη και των άλλων συνεργατών του Κώτα κατά το μακεδόνικο αγώνα (1904-1908).

Καπετάν Νταηλάκης Νικόλαος(Λάκης).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ερευνητής ΙΜΧΑ
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
(1894-1904)


(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)

Ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του ανταρτικού σώματος του Κώτα υπήρξε
ο καπετάν Λάκης ή Νικόλαος Νταηλάκης,
ο οποίος γεννήθηκε στο σλαβόφωνο χωριό Βέρνικ της Κοριτσάς κοντά στη Βίγλιστα.

 Τα Απομνημο­νεύματα του Νταηλάκη, που επιγράφονται
«Βιογραφικαί αναμνήσεις αντί ημερολογίου από του 1900-1912 του Καπετάν Λάκη ή Νικολάου Νταηλάκη»,
σώζονται σήμερα στα Αρχεία της Διεύθυνσης της Ιστορίας Στρατού του Γενικού Επιτελείου. Ορισμένα μόνο διάσπαρτα στοιχεία από την ανέκδοτη αυτή ιστορική πηγή άντλησε ο Γ. Μόδης για το σύνθεση του κεφαλαίου «Ο Λάκης και ο Γιάννης Νταϊλάκης», που περιέχεται στο βιβλίο του
«Μακεδόνικος Αγών και Μακεδόνες Αρχηγοί».
 Εκεί ιχναλύει σε γενικές γραμμές τη δραστηριότητα του Λάκη Νταηλάκη ως το 1904 και προχωρεί έπειτα στην αφήγηση της δράσης του κατά την περίοδο του μακεδόνικου αγώνα, στα 1909—1912 και στα 1940—41.
 Όσα όμως στοιχεία αναφέρει ως το 1904 για τον Λάκη Νταηλάκη, παραθέτοναι χωρίς καμιά συνοχή και δίχως να αξιολογείται η προσφορά τους στην ιστορική επιστήμη.
 Κατά την ερμηνεία των βιογραφικών γεγονότων για τον Νταηλάκη, θα περιορι­στούμε στη σκιαγράφηση της δράσης του ως το 1908, δηλαδή ως το τέλος του μακεδόνικου αγώνα.



Η μετέπειτα δραστηριότητα του εξιστορείται διεξοδικά και από τον Γ. Μόδη στο οικείο κεφάλαιο.

Ο προπάππος του Λάκη Νταηλάκη Κώστας Ντέλιος ή Νταηλάκης αντιμετώπισε κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα την καταπιεστική και τυραννική στάση του ισχυρού Τουρκαλβανού Σαλή μπέη της περιοχής, ο οποίος επιδίωκε να μετατρέψει το χωριό Βέρνικ σε τσιφλίκι του.
 
Τότε ο Κώστας Ντέλιος, αποφασισμένος να υπερασπίσει το χωριό του, ενθάρρυνε τους χωρικούς να μην υποχωρήσουν στις πιέσεις του Σαλή μπέη. 

Αυτοί του παραχώρησαν τυπικά τους τίτλους ιδιοκτησίας της ακίνητης περιουσίας τους και ο Ντέλιος με τη συμπαράσταση των τριών συντρόφων του Τάσιου Σκρέκου, Σταυρόπουλου και Τέλη Μούζιου πέτυχε να εκδοθεί σχετικό φιρμάνι στην Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα με το οποίο ολόκληρη η ακίνητη περιουσία του χωριού μεταβιβαζόταν στο όνομα του. 

Αργότερα ο Ντέλιος μεταβίβασε και πάλι στους συγχωριανούς του τους τίτλους των ιδιοκτησιών τους.
Η εκδικητική στάση του Σαλή μπέη και ο ασφυκτικός τουρκικός ζυγός υποχρέωσαν το Νταηλάκη σε νεαρή ακόμη ηλικία να ακολουθήσει τον κλέφτικο βίο. Σε ηλικία 18 ετών αποφάσισε να σκοτώσει το φανατικό βουλγαρόφιλο αγά Ντεμήρ, απόγονο του Σαλή μπέη και οπαδό του φανατικού Ιουσέν μπέη της Βίγλιστας. 

Ο Ντεμήρ αγάς είχε μεταχειριστεί και παλαιότερα διάφορα τεχνάσματα, για να καρπωθεί την περιουσία των κατοίκων του Βέρνικ. 

Στις 12 Μαΐου του 1900, καθώς οι Έλληνες συμπατριώτες του επέστρεφαν από την εκκλησιαστική λειτουργία, ο Λάκης Νταηλάκης, ο οποίος περιγράφει με μεγάλη παραστατικότητα τη σκηνή εκείνη στα Απομνημονεύματα του, άκουσε στο δρόμο αλλεπάλληλες συζητήσεις για την ανυπόφορη κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί από την τυραννική συμπεριφορά του Ντεμήρ αγά:

Ο Μακεδόνας Καπετάν Νταηλάκης.
 «Εις το άκουσμα των ανωτέρω και κρίνων καλό ότι έπρεπε ν' απαλλαγή το μέρος από το τέρας τούτο, απήντησα εις τους εξιστορούντας τας θηριωδίας αυτάς, είπον εις αυτούς: 

«Ε! και δεν ευρέθη μέχρι σήμερον άνθρωπος να τον σκοτώση;»
 Ποία όμως ήτο η απάντησις όλων εν ομοφωνία; 
«Σουτ, μη το ξαναπής αυτό, παιδί μου!
Και ποίος έχει την τόλμην να βάλη χέρι εις τον Ντεμήρ αγά;»

 Αμέσως ρίγος διήλθεν το σώμα μου και εννόησα ότι από όλους μας τους υπό σκλαβιάν ευρισκομένους λείπει θάρρος, εβούρκωσαν δε και τα μάτια μου εις τοιούτον σημείον ώστε να ξεσπάσω σε κλάματα, αλλά συνεκρατήθην και δια να μην γίνω αντιληπτός παρά των ομοχωρίων δια την ταραχήν μου ταύτην απεσύρθην εις μίαν γωνίαν και περιέπεσα εις διαφόρους σκέψεις. 

Εκεί ακριβώς έλαβον την απόφασιν, την οποίαν οι άλλοι εφοβούντο να την εκτελέσω εγώ, βέβαιος ων ότι εις πρώτην ευκαιρίαν θα την επραγματοποίουν (να εξοντώσω τον Ντεμήρ Αγά) και εβγήκα έξω.
 Αλλ ' η ευκαιρία δεν άργησε να μου δοθή διότι μόλις εβγήκα, είδον διερχόμενον εντός του χωριού τον ανωτέρω Τουρκαλβανόν μετ' άλλων Τούρκων και να λέγη: 

«Αχ, άπιστοι δεν θέλω μπροστά μου να σας ιδώ», ήτο δε τελείως εξοπλισμένος, δεν ηδυνήθην να συγκρατηθώ, τον πλησιάζω πλησίον της εξώθυρας της οικίας καθ' ην ακριβώς στιγμήν ευρίσκετο αποχωρισμένος των συντρόφων του και του λέγω:

 «Γιατί ορ' Ντεμήρ Αγά μιλάς έτσι;» 

Εκείνος αντί άλλης απαντήσεως με ύβρισεν (διότι έτσι εσυνήθιζον οι τοιούτοι), αλλά πριν προφθάση να τελείωση την ύβριν του, του έδωσα το πρώτον τραύμα, με αντιπυροβόλήσεν, αλλά ολίγο με επήρεν. 
Είτα ενθαρρυνθείς εκ της αποτυχίας του ταύτης, έπεσα κατ' αυτού και τον εκτυπούσα αδιάκοπα, χωρίς εννοείται να αντιλαμβάνομαι τί κάμω, έως ότου τον αποτελείωσα. 
Ως εβεβαιώθη εκ της γενομένης αυτοψίας, του είχον προξενήσει περί τα 90 τραύματα. 

Οι άλλοι επίσης Τούρκοι καίτοι εξωπλισμένοι θαύμα εκ θεού, ήτο πώς δεν επροέβησαν εις αντίποινα κατά των χωρικών».

Η δολοφονία του Ντεμήρ αγά προκάλεσε πανικό στους χωρικούς, που ικέτευσαν το Νταηλάκη να παραδοθεί στις τουρκικές αρχές υποσχόμενοι να κάμουν το παν, για να τον απελευθερώσουν.

Ο Νταηλάκης καταδικάστηκε από δικαστήριο της Κοριτσάς σε 15 χρόνια φυλακή. 

Αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης, άρχισαν να ενεργούν δραστήρια για την αποφυλάκι­ση του ορισμένοι Έλληνες πρόκριτοι της Κοριτσάς, όπως ο θείος του Ηλίας Κοβατσίδης από το Σμάρδεσι, που ήταν εγκαταστημένος στη Βίγλιστα, ο Τούσης Μπόριας, ο Γιάννης Δάρδας, ο Εφραίμ Γκίνης, ο Παπαπέτρος, ο Β. Γιουγκλής, οι Νότσκας και Βιμπλής.

Ο τελευταίος υπήρξε δικαστής του πρωτοδικείου της Κοριτσάς, αλλά συνεργαζόταν κρυφά με τους Έλληνες.

Οι Κοριτσαίοι πατριώτες με τις διάφορες ενέργειες τους και
με υπεράνθρωπες προσπάθειες και προς το πατριαρχείο ακόμη κατόρθωσαν τελικά να πετύχουν την αναθεώρηση της δίκης. 


Το αδίκημα όμως, που είχε διαπράξει ο Νταηλάκης την εποχή εκείνη, κατά την οποία
«οι Τούρκοι εσκότωναν πάντα χριστιανόν και δια αυτήν την πεντάρα ακόμη», όπως ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά, θεωρούνταν πρωτοφανές.

Η οριστική απαλλαγή του έγινε εφικτή μόνο ύστερα από τη δωροδοκία του προέδρου του πρωτοδικείου με 500 λίρες από τους Ε. Γκίνη και Ηλ. Κοβατσίδη. 

Αυτό όμως επιτεύχθηκε με μεγάλη δυσκολία και αφού κάμφθηκαν οι επίμονοι δισταγμοί του Τούρκου δικαστή, ο οποίος αναλογιζόταν κυρίως τον ενδεχόμενο σάλο, που θα ξεσπούσε ανάμεσα στο μουσουλμανικό πληθυσμό από την αθώωση του κατηγορούμενου.

Η οριστική απαλλαγή του Νταηλάκη προκάλεσε το μίσος των συγγενών του Ντεμήρ αγά, οι οποίοι προσπάθησαν μάταια να του στήσουν ενέδρα, καθώς επέστρεφε στο χωριό του. Όταν όμως έφτασε στο Βέρνικ, έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τους κατοίκους του.


Από τη μέρα εκείνη ο Νταηλάκης στράφηκε εναντίον των ντόπιων ισχυρών Τουρκαλβανών μπέηδων, οι οποίοι καταδυνάστευαν τους χριστια­νικούς πληθυσμούς εκείνων των περιοχών.

Στα τέλη του 1901 ή το αργότερο στις αρχές του 1902 συναντήθηκε με το σώμα του Κώτα στα Κορέστια και από τότε συμμετείχε μαζί του ενεργά στους αγώνες κατά των Τούρκων και κατά της βουλγαρικής Οργάνωσης. 

Το βουλγαρικό κομιτάτο, επικαλούμενο την κοινή ελληνοβουλγαρική σύμπραξη για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, είχε προσελκύσει σημαντικό ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού των Κορεστίων, όπως επισημαίνει στα Απομνημονεύματα του ο Λ. Νταηλάκης.
Ο ελληνισμός όμως της γεωγραφικής αυτής περιφέρειας δεν άργησε ν' αντιληφθεί τους αληθινούς στόχους της βουλγαρικής Οργάνωσης, ν' αντιδράσει και να προχωρήσει μόνος του στη δημιουργία ένοπλων αντιστασιακών πυρήνων με την πρωτοβουλία των κατά τόπους Ελλήνων πατριωτών, του Κώτα και του μητροπολίτη Καστοριάς.

Οι Κωσταντίνος και Λάκης Νταηλάκης μαζί με μερικούς άλλους συμπατριώτες τους αποτέλεσαν τον εθνικό πυρήνα στο χωριό Βέρνικ.

Βέβαια οι εκπρόσωποι του βουλγαρικού κομιτάτου κατέβαλλαν μεγάλες προσπάθειες, για να κάμψουν τη δράση των εθνικών αυτών συνδέσμων, κυρίως στα Κορέστια, αλλά χωρίς επιτυχία.

Το ένοπλο Μακεδονικό Σώμα του Καπετάνιου Νταηλάκη.
Μετά την εξέγερση του Ίλιντεν ο Νταηλάκης δραστηριοποίησε τις επαφές του με διάφορα μέλη εθνικών συνδέσμων, 
όπως με το θείο του Ηλία Κοβατσίδη στη Βίγλιστα, 
τον Κοριτσαίο έμπορο Ναούμ Στάσα, 
τον Πισοδερίτη έμπορο Βασίλειο Λιάκο,
τον έμπορο Χ. Καλλίνα, 
το Βασ. Καράντζη, τους Κοριτσαίους Τούση Μπόρια, 
το γυμνασιάρχη Βασ. Πλαστήρα, 
τον Εφραίμ Γκίνη,
 το Γιάννη Δάρδα, 
τους Παπαπέτρο, 
Νότσκα, 
Β. Ιούγγη, 
Κ. Νάτση και τον 
Καστοριανό Φώτιο Παπαμάνζιαρη.

 Η κύρια δραστηριότητα του Λάκη Νταηλάκη κατά τη διάρκεια του μακεδόνικου αγώνα αρχίζει ουσιαστικά από τα τέλη Δεκεμβρίου του 1904.

Τότε κατάλυσε στο σπίτι του Γρηγόρη Μακρή στο αλβανόφωνο χωριό Δάρδα του καζά Κοριτσάς, και μαζί του κατάστρωσε τα σχέδια για την ίδρυση ντόπιου εθνικού συνδέσμου του ελληνικού κομιτάτου. 

Έπειτα συνεργάστηκε με τις εθνικές επιτροπές της Κοριτσάς και της Βίγλιστας και σχημάτισε νέους συνδέσμους.


Στο χωριό Γιούραση ήλθε να τον συναντήσει στις αρχές Φεβρουαρίου του 1905 ο Φ. Παπαμάντζιαρης, για να συζητήσουν για την οργάνωση της ελληνικής αντίστασης.

Η πορεία του Παπαμάντζιαρη μέσα από τις τουρκικές γραμμές και κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες υπήρξε πραγματικά πολύ δύσκολη.

Η εθνική δράση του Νταηλάκη επεκτάθηκε σύγχρονα και 
στα αλβανόφωνα χωριά
Γράψη, 
Μπραδοβίτσα, 
Χότσιστα, 
Σίνιτσα, 
Ζίτσιστα, 
Γιανοβάνη (Γιαννοχώρι) και
 Σλήμνιτσα, 

όπου συνεργαζόταν με τους βασικότερους πρωταγωνιστές της ελληνικής οργάνω­σης, 
Γ. Μακρή, 
Γ. Σουλιώτη, 
Κ. Κόντο, 
Φρόντσο, 
Ε. Γράψη, 
Η. Γράβε, 
Χ. Πίκουλη, 
Θ. Θεμελή, Β. Τερπίνη, 
Χ. Ηλιόπουλο, 
Π. Γιούτη, 
Γ. Θεμελή, 
παπα Δημήτρη, Γ. Πετρόπουλο, 
Βασιλειάδη, 
Ευλ. Κουρίλα, 
Π. Πύσσο, 
τους αδελφούς Κυριαζή, Αφεζόλη και τους
 Άγηδες.

Την ίδια εποχή ο Νταηλάκης επισκέφθηκε το χωριό Κάρτσιστα
 και εμψύχωσε τους Έλληνες προκρίτους 
Π. Ιωάννου, 
Μ. Ιωάννου, 
Ζ. Ιωάννου, 
Θ. Σκόκλιο, 
Δ. Νανόπουλο, 
Π. Φιλίππου, 
Δαμόπουλο και 
Πέντσο, 
οι οποίοι πιέζονταν από τους Βουλγάρους να γίνουν εξαρχικοί.

Έπειτα πέρασε από το Πόπρατσκο και αμέσως κατευθύνθηκε στην Καστοριά.
Εκεί έμεινε δύο μήνες και είχε στενή συνεργασία με το μητροπολίτη Καστοριάς και την ντόπια επιτροπή του ελληνικού κομιτάτου, 
που απαρτιζόταν από τους
 Γ. Τζάικο, 
Γ. Κοβατσίδη, 
Β. Τσεμάνη, 
παπα Αργύρη, 
Χ. Θεοχάρη, 
Ν. Παπαδόπουλο, 
Απ. Λούκαρη και το 
γιατρό Π. Μπατρίνο. 
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Καστοριά ο Νταηλάκης κατάσχεσε επιστολή του ανώτατου βουλγαρικού κέντρου της Σόφιας προς τον Κλιάσεφ.

Στην επιστολή αυτή δίνονταν οι απαραίτητες οδηγίες στο Βούλγαρο αρχηγό για ν' αντιμετωπίσει την ελληνική οργάνωση στα Κορέστια.

Τονιζόταν ακόμη 
η επιτακτική ανάγκη για τη διακοπή της καταπιεστικής μεταχείρισης 
των ντόπιων ξενόφωνων ελληνικών πληθυσμών 
από τα βουλγαρικά σώματα 
για την ευχερέστερη προσέλκυση τους στην Εξαρχία.
 Στις αρχές Μαρτίου του 1905 στην Καστοριά ο Νταηλάκης συνέλαβε και εξόντωσε το Βούλγαρο αρχηγό Χρήστο Σαπκάρωφ. 
Τότε μαζί με τους Γ. Τζάϊκο και Γ. Κοβατσίδη ήλθε στο Κωσταράζι σ' επαφή με τον Έλληνα οπλαρχηγό Ευθύμιο Καούδη
Αργότερα έθεσαν από κοινού με τον καπετάν Βάρδα τις βάσεις για την ελληνική οργάνωση στα Κορέστια και αποφάσι­σαν να επιτεθούν κατά της Ζαγορίτσανης, η οποία αποτελούσε έδρα του βουλγαρικού κομιτάτου. 
Στο χωριό όμως αυτό ζούσαν και αρκετοί Έλληνες χωρικοί. 
Η επίθεση των ελληνικών σωμάτων πραγματοποιήθηκε, αλλά η αντίσταση των εξαρχικών προκάλεσε, όπως είναι γνωστό, την καταστροφή της Ζαγορίτσανης.
 Στις αρχές Απριλίου του 1905 ο Νταηλάκης κατέβηκε στην Αθήνα μαζί με τους οπαδούς του Γ. Σεϊμενάκη, Μ. Σεϊμενάκη, Χ. Σταυρόπετρο, Γ. Πάτερο, Σ. Κλειδή και Γ. Κλάπα, για να προμηθευθούν όπλα τύπου μάλινχερ. 


Το Μάιο επέστρεψε στη Μακεδονία και συγκρούστηκε με τουρκικό στρατό στο Παλαιοχώρι Γρεβενών. 

Έπειτα ήλθε στη Δάρδα, όπου είχε επαφές αρχικά με τα μέλη του εθνικού συνδέσμου Κοριτσάς, και κατόπιν κατευθύνθηκε στην περιφέρεια της Πλιάσας, στην οποία είχε αναπτυχθεί έντονα η βουλγαρική και η ρουμανική κίνηση. 

Στην περιοχή αυτή ο Νταηλάκης έδρασε με επιτυχία και τον Ιούνιο του 1905 διέλυσε με το σώμα του τις ομάδες του Κοτσκόνα και Νάστα. 

Μετά την εκτέλεση της αποστολής αυτής επιφορτίστηκε να κατασκοπεύσει και να εξοντώσει τους Βουλγάρους αρχηγούς Κλιάσεφ και Καρσάκωφ στα Κορέστια. 

Πραγματικά τους έστησε ενέδρα στη θέση Κορίνιτσα ανάμεσα στη Βεμπέλη και στο Βέρνικ, αλλά απέτυχε να τους αιχμαλωτίσει. 

Στα τέλη Ιουνίου συγκρούστη­κε με το βουλγαρικό σώμα του Γιοβάντσωφ και κατόπιν έφυγε για τα Καστανοχώρια. 

Στο Βογατσικό συναντήθηκε με τον Φιλώτα Πηχεών και τα μέλη του εθνικού συνδέσμου της Χρούπιστας. 

Τότε ανάλαβε να συλλάβει το Βούλγαρο δάσκαλο Μπαμπούλη και 2 συνεργάτες του από το χωριό Σδράλτση (Αμπελόκηποι).

Τελικά πέτυχε να εξοντώσει τον έναν από τους δύο.
 

Στα μέσα Ιουλίου το σώμα του Νταηλάκη συγκρούστηκε με επιτυχία με ένοπλη αλβανική ομάδα και στα τέλη Αυγούστου μαζί με τους οπλαρχηγούς Στέφανο Δούκα ή καπετάν Μάλλιο, Μ. Βέργα, I. Πούλακα και Γ. Σκαλίδη έτρεψαν σε άτακτη φυγή τα ενωμένα βουλγαρικά σώματα στην Οσνίτσανη (Καστανόφυτο) της επαρχίας Καστοριάς.


Στις αρχές Σεπτεμβρίου ο Νταηλάκης βρισκόταν και πάλι στην περιοχή Κορεστίων.


Ως τα τέλη του 1905 έδρασε κυρίως στα χωριά Βέρνικ, Βεμπέλη, και Βίγλιστα και κατόρθωσε να δημιουργήσει μεγάλη σύγχυση στα βουλγαρικά και αλβανικά σώματα των Μήτρου Βλάχου, Κλιάσεφ, Καρσάκωφ, Τσερτσίζ μπέη, Φουάτ μπέη, Τεφίκ Αράπη και Ιουσέν μπέη της Βίγλιστας.



Ο τελευταίος υπήρξε στενός συνεργάτης του Βουλγάρου αρχηγού Τσακαλάρωφ.

Το Δεκέμβριο του 1905 διέλυσε την ένοπλη ανταρτική ομάδα του ρουμανίζοντα Νάκου Λιάου, ο οποίος συνεργαζόταν με τους Βουλγάρους αρχηγούς.


Η πολύπλευρη δραστηριότητα του Λ. Νταηλάκη άρχισε με την πάροδο του χρόνου να γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνη για τα ντόπια ρουμανικά, αλβανικά και βουλγαρικά σώματα και γι΄ αυτό οι αρχηγοί τους επιδίωκαν με κάθε τρόπο να τον εξοντώσουν, αλλά πάντοτε αποτύχαιναν στις προσπάθειες τους.


Τον Ιούλιο του 1906 ο Νταηλάκης πήρε εντολή από το Μοναστήρι να συναντηθεί με τον καπετάν Βάρδα στο μοναστήρι της Αγ. Τριάδας στο Πισοδέρι.
Κατά τη διάρκεια όμως της πορείας του πληροφορήθηκε ότι είχε προηγηθεί σύγκρουση του Βάρδα και των οπλαρχηγών Κολίτση και Σκαλίδη με τουρκικό στρατό

και ότι ένας συνεργάτης του Κλιάσεφ και του Μήτρου Βλάχου είχε πετύχει να ξεγελάσει και να συλλάβει 4 Έλληνες αντάρτες.



Έστειλε αμέσως προειδοποιητική επιστολή στο Μήτρο Βλάχο και απείλησε να κάψει τη Βεμπέλη, αλλά εμποδίστηκε να πραγματοποιήσει το σκοπό του, γιατί εμφανίστηκε τουρκικός στρατός και μόλις κατόρθωσε να διαφύγει.

Αργότερα όμως πέτυχε να συλλάβει τα μέλη της επιτροπής του βουλγαρικού κομιτάτου της Βίγλιστας και του Βερνικιού, και μόλις έμαθε τα σχέδια τους, τους θανάτωσε όλους εκτός από δυο, γεγονός που προκάλεσε γενική κινητοποίηση των Βουλγάρων και Αλβανών αρχηγών.


Τελικά ο Νταηλάκης κατάφερε να συναντηθεί με το Βάρδα στο Πισοδέρι και να του διηγηθεί τα συμβάντα.

Κατόπιν συνέχισε με επιτυχία τη δράση του στην περιφέρεια Κοριτσάς με τη συνεργασία του Βάρδα παρά το άγριο κυνηγητό του τουρκικού στρατού.


Το Νοέμβριο του 1907 ο Νταηλάκης ήλθε στην Αθήνα, για να προμηθευθεί νέο οπλισμό.


Μετά την επιστροφή του στη Μακεδονία,
καθώς προσπαθούσε να εξοντώσει τον ρουμανίζοντα Τσακαμάκα,
που είχε δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στα ελληνικά σώματα
και είχε προδόσει τον Παύλο Μελά στον τουρκικό στρατό,
συνελήφθηκε,
για να αποφυλακι­στεί οριστικά τον Ιούλιο του 1908,
ύστερα από τη χορήγηση της γενικής αμνηστείαςαπό τους Νεότουρκους.

Συλλογική αναμνηστική φωτογραφία οπλαρχηγών του Μακεδονικού Αγώνα. 
Από αριστερά, διακρίνονται όρθιοι οι Κωνσταντίνος Κώττας απο τη Ρούλια Φλώρινας,
Δημήτριος Νταλίπης απο τη Γάβρο Φλώρινας,Γεώργιος Κολίτσης απο τη Χαλάρα Φλώρινας
 και Συμεών Ιωαννίδης απο τα Άλωνα Φλώρινας.
 Καθήμενοι είναι από αριστερά οι Ηλίας Γαδούτσης απο το Αντάρτικο Φλώρινας και Παύλος Κύρου από το Ανταρτικό Φλώρινας.

Ανάμεσα στα ενεργά στελέχη του σώματος του Κώτα που έδρασαν κατά την περίοδο 1901 —1903 στην περιοχή Κορεστίων,
συγκαταλέγονται ακόμη
ο Παύλος Κύρου,
ο Δημήτριος Νταλίπης και
ο Σίμος Αρμεντσκιώτης (από το ελληνικό χωριό Αρμένσκο), ο επονομαζόμενος Σίμος Ιωαννίδης Γκράτσος ή καπετάν Σίμος.



Ο Παύλος Κύρου καταγόταν από το Ζέλοβο και ήταν εγγονός του κλέφτη των Κορεστίων Ναούμ Κύρου.
Αρχικά συμμετείχε και αυτός στη βουλγαρική Οργάνωση, αλλά σύντομα στράφηκε εναντίον της και την εγκατέλειψε.

Συγκεκριμένα την άνοιξη του 1902, όταν οι Βούλγαροι απεσταλμένοι του κομιτάτου των Βερχοβιστών Μπιτσάνωφ και Πογόντσιεφ έφτασαν στην περιφέρεια Καστοριάς, συγκάλεσαν συμβού­λιο στο χωριό Μελάς και έδωσαν τις κατευθυντήριες γραμμές για την εξόντωση των σπουδαιότερων Ελλήνων πατριωτών της περιοχής.

Τότε ο Παύλος Κύρου, ο οποίος ήταν παρών στη συγκέντρωση εκείνη, εξαγριώθηκε με τις προθέσεις του κομιτάτου και διαφώνησε ριζικά με τη στάση του.

Έσπευσε μάλιστα να συναντηθεί με τον Κώτα, για να του διαβιβάσει τα συμβάντα.


Αργότερα, όπως αφηγείται ο Λάκης Πύρζας στα Απομνημονεύ­ματα του,
ο Π. Κύρου δημιούργησε στενές σχέσεις με τον Έλληνα πρόξενο του Μοναστηρίου Πεζά καθώς και με τους Έλληνες πατριώτες του Μοναστηρίου Ναούμ Καλαρίτη και Λάκη Πύρζα, οι οποίοι είχαν αναπτύξει έντονη δραστηριότητα.


Σε σχετικό φάκελλο του Αρχείου του Γ. Τσόντου — Βάρδα περιέχονται ενδιαφέροντα στοιχεία για την κατάσταση, που επικρατούσε στη Μακεδονία στις παραμονές του μακεδόνικου αγώνα, όπως ακριβώς τα είχε αφηγηθεί ο Π. Κύρου προς τον Βάρδα.


Ο Κύρου επισημαίνει
την παρουσία Ρώσων πολιτικών πρακτόρων στη Μακεδονία στα 1900,
οι οποίοι πραγματοποιού­σαν επιτόπιες έρευνες για την εξακρίβωση της εθνολογικής σύνθεσης του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας,
ενώ οι Βούλγαροι συνάδελφοι τους είχαν αναλάβει να μυήσουν τους κατοίκους στο βουλγαρικό κίνημα.



Από τότε, σύμφωνα με την εξιστόρηση του Π. Κύρου προς τον Γ. Βάρδα,
άρχισε να εφαρμόζεται η καταπιεστική μεταχείριση των Ελλήνων εκ μέρους των βουλγαρικών σωμάτων 
και η αυθαίρετη αντικατάσταση δασκάλων και ιερέων σε χωριά και κωμοπόλεις από Βουλγάρους.


Όταν μάλιστα είχε ανατεθεί στον Παύλο Κύρου
η δολοφονία Ελλήνων ιερέων από το κομιτάτο,
τότε εκείνος στράφηκε προς τους αρχηγούς της βουλγαρικής Οργάνωσης και τους είπε:


«Με εμάθατε να πολεμώ υπέρ της ελευθερίας.
Τώρα με λέγετε να σκοτώσω τους Έλληνας ιερείς.
Πως θα σκοτώσω Έλληνας ιερείς;
Δεν εκλιπαρώ να το κάμω εναντίον των αρχών μου.

Είδα ότι απεγοητεύθησαν μαζί μου.
Ηθέλησαν να με δολοφονήσουν.
Επήγα και τα είπα εις τους συντρόφους μου.
Τα είπα και εις τον Μητροπολίτην Καστοριάς και του Έλληνα Πρόξενου Μοναστηρίου.

Τούτο ήτο εις τα πρόθυμα της εξεγέρσεως.
Αποτέλεσμα τούτου ήτο ότι το χωρίον μου δεν έγινε ποτέ εξαρχικόν».
Ο Μακεδονομάχος Πύρζας Νικόλαος(Λάκης)
Ο Φλωρινιώτης οπλαρχηγός Λάκης Πύρζας, ο οποίος διαδραμάτισε αργότερα σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του μακεδόνικου αγώνα, έζησε κι αυτός από κοντά την τραγική περίοδο των αγώνων των συμπατριωτών του στα τέλη του περασμένου και στις αρχές του εικοστού αιώνα.


Στα Απομνημονεύματα του αφηγείται σχετικά διάφορα συνταρακτικά περιστα­τικά και περιγράφει ανάγλυφα την κατάσταση που επικρατούσε.

Από τα τέλη του περασμένου αιώνα ο Πύρζας ανάπτυξε έντονη εθνική δραστηριότη­τα και τάχθηκε ολόψυχα στο πλευρό του μαχόμενου μακεδόνικου ελληνι­σμού συμβάλλοντας και αυτός κατά το μέρος του στη δημιουργία των πρώτων ελληνικών αντιστασιακών πυρήνων.

Ήρθε σ' επαφή με βασικά στελέχη της ελληνικής αντίστασης στο Μοναστήρι, καθώς και με τους επίσημους διπλωματικούς εκπροσώπους του ελληνικού κράτους, ορισμένους από τους οποίους κατηγορούσε ανοιχτά για την αδράνεια τους.

Ήδη πριν από την εξέγερση του 1903 ο Πύρζας
ίδρυσε μυστική επιτροπή στη Φλώρινα
με μέλη τους
Γ. Λουκά,
Πέτρο Γ. Χατζητάσε,
Αθανάσιο Κοτλάρτζε και
Στέργιο Τ. Σαπουντζή.



Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1904 ο Λάκης Πύρζας κατέβηκε στην Αθήνα για να επιστρέψει λίγο αργότερα στη Μακεδονία συνοδεύοντας τον Παύλο Μελά.

Σημαντική επίσης υπήρξε η προσφορά του Ναούμ Σπανού στις παραμονές του μακεδόνικου αγώνα.

Ο Σπανός επέστρεψε στη Μακεδονία στα 1901 και ήλθε σ' επαφή αμέσως με τα κυριότερα στελέχη της ελληνικής οργάνωσης.

Στο Μοναστήρι συναντήθηκε με τους θερμούς πατριώτες
Παντελή Μάντζη,
Ναούμ ,
Καλαρίτη,
τον Έλληνα πρόξενο Πεζά, στην Καστοριά με το
Γερμανό Καραβαγγέλη και στο Πισοδέρι με τον
Παπασταύρο Τσάμη,
ο οποίος τον σύστησε στον Κώτα.


Σε κοινή συνεννόηση με τον Καραβαγγέλη προσπάθησε στα 1901 με τα παλληκάρια του να αιφνιδιάσει κοντά στο Λέχοβο το Βούλγαρο βοεβόδα Νικόλωφ και το σώμα του, αλλά απέτυχε και την ίδια χρονιά σκότωσε το Βούλγαρο ιερέα Κώστα από το Ζέλενιτς.


Το Δεκέμβριο του 1901 ο Σπανός συνόδευσε τα παιδιά του Κώτα στην Αθήνα.

Κατά την παραμονή του στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους ο Σπανός βρέθηκε στα ίχνη των μελών του βουλγαρικού κομιτάτου και συγκεκριμένα του Βουλγάρου συνταγματάρχη Γιαγκώφ.

Αυτός προσπάθησε να τον δωροδοκήσει με αντάλλαγμα να μεσολαβήσει, για να του προμηθεύσει σημαντική ποσότητα όπλων.

Τελικά, ύστερα από τις
σύντονες ενέργειες του Σπανού, ο Γιαγκώφ συνελήφθηκε στο Βόλο, αλλά αφέθηκε ελεύθερος.

Παρόμοια τύχη είχε και ο Γ. Παπαστεφάνωφ από το Κωστενέτσι της Καστοριάς, ο οποίος πιάστηκε με 31 Βουλγάρους αντάρτες έξω από την Καλαμπάκα.
Όταν ο Σπανός πληροφορήθηκε την επικείμενη εξέγερση του Ίλιντεν, ενημέρωσε τον υπουργό Εξωτερικών Στέφανο Δραγούμη και ο ίδιος δημιούργησε ανταρτικό σώμα από 31 Ελληνόπουλα της Μακεδονίας, τα οποία, αφού εξόπλισε, με την υλική συμπαράσταση του εμπόρου Ιωάννη Αηδονόπουλου και άλλων πλουσίων Αθηναίων, τα έστειλε στην Καλαμπά­κα, όπου όμως πιάστηκαν και στάλθηκαν πίσω στην Αθήνα.

Η ελληνική κυβέρνηση αποδοκίμαζε ανοιχτά κάθε ένοπλη ελληνική αντίσταση στη Μακεδονία.

Μετά τις 20 Ιουλίου του 1903 ο Σπανός συνόδευσε το νεοδιορισμένο Έλληνα πρόξενο Δ. Καλλέργη στο Μοναστήρι.

Τότε ήλθε σε στενή επαφή με τον ελληνισμό του Μοναστηρίου και με τη συμπαράστα­ση του μητροπολίτη Καστοριάς δημιούργησε μικρό σώμα, το οποίο έδρασε με επιτυχία στα Καστανοχώρια.

Μικρότερα ελληνικά σώματα είχαν οργανώσει την εποχή εκείνη οι Ελληνόβλαχοι Νικήτας και Τσάπανος από το Μεγάροβο και Αδάμ από τη Νιζόπολη, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στη Βορειοδυτική Μακεδονία και ο Νικόλαος Τσανόπουλος από το Πισοδέρι.

Στην Ανατολική Μακεδονία δρούσε ακόμη το σώμα του Αντώνιου Ντούρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: