ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ
ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΟΥ 1913 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΟΝ
Κατόπιν σχετικών διαπραγματεύσεων ύπεγράφη τήν 17 Μαρτίου
1920 άρμοδίως Σύμβασις μεταξύ τών δύο μερών, τήν δέ έπομένην (18 Μαρτίου 1920)
έξεδόθη ύπό τής Πατριαρχικής Συνόδου ή Συνοδική Άπόφασις πρώτον τής
χειραφετήσεως τών εις τήν Σερβίαν περιελθουσών έπαρχιών τού Πατριαρχείου εις τήν Βόρειον Μακεδονίαν και
τήν Σερβίαν και δεύτερον τής άναγνωρίσεως τής ένώσεως τών Εκκλησιών τής
Σερβίας, τού Μαυροβουνίου και τού Καρλοβικίου και τών δύο Δαλματικών επαρχιών
τής Ζάρας και τού Καττάρου εις μίαν
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως,
έφαρμόζον
την θεμελιώδη κανονικήν άρχήν Του,
«τά έκκλησιαστικά εί ωθε συμμεταβάλλεσθαι τοις
πολιτικοίς»,
έξησφάλισε την νομοκανονικήν ύπόστασιν των μητροπόλεων
του
μακεδονικού χώρου
έν καιρώ μετά την άπελευθέρωσιν τούτου
έκ τού όθωμανικού ζυγού
κατά τούς βαλκανικούς πολέμους των έτών 1912
καί 1913.
Ούτω, αί μητροπόλεις της κυρίως Μακεδονίας, αι έντός της
έλληνικής έπικρατείας εύρεθεισαι, ώς και των άλλων γεωγραφικών διαμερισμάτων
τής Ηπείρου, τών Νήσων του Αρχιπελάγους και τής Δυτικής Θράκης, έχειραφετήθησαν
τό 1928 διά τής Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως
«Περί τής διοικήσεως τών
Ιερών Μητροπόλεων τών Νέων Χωρών»
και διά του νόμου 3615
«Περι τής
έκκλησιαστικής διοικήσεως τών έν ταις Νέαις Χώραις τής Ελλάδος Μητροπόλεων τού
Οικουμενικού Πατριαρχείου».
1. Αί
μητροπόλεις τής Μακεδονίας, αί ύπαγόμεναι νυν είς την έφαρμογήν τής αύτής
Πράξεως, είναι έν συνόλω 21:
α) Βεροίας
και Ναούσης,
β) Γρεβενών,
γ) Δράμας,
δ) Εδέσσης, Πέλλης και Άλμωπίας,
ε)
Έλευθερουπόλεως,
στ) Ζιχνών και Νευροκοπίου,
ζ) Θεσσαλονίκης,
η) Ίερισσού , Αγίου Ορους καί Άρδαμερίου,
θ) Κασσανδρείας,
λ) Καστορίας,
ια) Κίτρους,
ιβ)
Λαγκαδά,
ιγ) Πολυανής και Κιλκισίου,
ιδ) Σερ βίων καί Κοζάνης,
ιε) Σερρών και
Νιγρίτης,
ιστ) Σιδηροκάστρου,
ιζ) Σισανίου και Σιατίστης,
ιη) Φιλίππων,
Νεαπόλεως καί Θάσου,
ιθ) Φλωρίνης, Πρεσπών και Έορδαίας,
κ) Σταυρουπόλεως και
Νεαπόλεως καί
κα) Καλαμαριάς καί Νέας Κρήνης.
Αί δύο τελευταίαι ίδρύθησαν τον
Μάϊον τού 1974.
2. Αί
μητροπόλεις τής Ηπείρου, αί ύπαγόμεναι νϋν εις την έφαρμογήν τής Πατριαρχικής
καί Συνοδικής Πράξεως τού 1928, είναι 4:
α) Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης,
β) Ίωαννίνων,
γ) Νικοπόλεως,
Πρεβέζης καί Φιλιππιάδος καί
δ) Παραμυθίας, Φιλιατόδν καί Γηρομερίου.
3. Αί
μητροπόλεις τού Αρχιπελάγους, αί
ύπαγόμεναι εις τήν έφαρμογήν τής αύτής Πράξεως, είναι 5:
α) Λήμνου,
β)
Μηθύμνης,
γ) Μυτιλήνης,
δ) Σάμου καί Ικαρίας καί
ε) Χίου.
4. Αί
μητροπόλεις τής Δυτικής Θράκης, αί ύπαγόμεναι νϋν εις τήν έφαρμογήν τής ιδίας
Πράξεως, είναι 4:
α) Άλεξανδρουπόλεως,
β) Διδυμοτείχου καί Όρεστιάδος,
γ)
Μαρωνείας καί
δ) Ξάνθης.
Ή έπί τή βάσει τών άνωτέρω χειραφέτησις αύτη συνιστά ίδιόμορφον νομοκανονικόν καθεστώς, κατά τό όποιον αι μητροπόλεις αύται
έξακολουθούν νά άνήκουν μέν όργανικώς εις τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον,
διοικούνται όμως έν τοίς έπι μέρους και δή κατά παρακλητικήν
έντολήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου ύπό της Εκκλησίας της Ελλάδος
κατά τρόπον
«έπιτροπικόν» και υπό ώρισμένους «γενικούς ορούς», συμφώνως πρός την
Πατριαρχικήν καί Συνοδικήν Πράξιν του 1928.
Αί μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις τό
βορειότερον άκρον της Μακεδονίας, τό όποιον ένεσωματώθη εις τό «Ήνωμένον Βασίλειον
των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων», έξεχωρήθησαν ύπ’ Αύτού διά της νομοκανονικης οδού εις την Σερβικήν
Εκκλησίαν.
Ουτω, άντιπροσωπία τής Κυβερνήσεως τού Ηνωμένου Βασιλείου των Σέρβων
καί τής Σερβικής Εκκλησίας μετέβη τον Αύγουστον τού 1919 εις την Κωνσταντινούπολιν,
διά νά ζητήση πρώτον τήν άνασύστασιν τού Σερβικού Πατριαρχείου καί δεύτερον τήν
κανονικήν χειραφέτησιν πασών τών μητροπόλεων τού Βασιλείου τούτου, αί όποιαι
μέχρι τού 1913 εύρίσκοντο ύπό τήν κανονικήν δικαιοδοσίαν τού Οικουμενικού θρόνου.
Αί μητροπόλεις αϋται τής Βορείου Μακεδονίας, πλήν τών άλλων έν Σερβία, ήσαν
τέσσαρες:
Δεβρών καί Βελισσού,
Πελαγονίας,
Πρεσπών και Αχριδών,
Στρωμνίτσης καί
τμήμα τής έπισκοπής
Πολυανής.
«Αύτοκέφαλον Ήνωμένην Όρθόδοξον Σερβικήν Εκκλησίαν τού Βασιλείου τών Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων» .
Ή χειραφέτησις αύτη, ώς προελέχθη, ήτο αποτέλεσμα τών έν
Σερβία νέων τοπικών και έδαφικών συνθηκών και ώς έκ τούτου σύμφωνος πρός τήν
άρχαίαν κανονικήν αρχήν και τάξιν τής διευθετήσεως και προσαρμογής τής
εκκλησιαστικής διοικήσεως πρός τάς έκάστοτε πολιτικάς και έδαφικάς μεταβολάς
διά λόγους πρακτικής ώφελείας «τή Εκκλησία και τώ χριστωνύμω λαώ».
Ή άνωτέρω Άπόφασις, ύπογραφεί σα ύπό τού Τοποτηρητού τού Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου, τού μητροπολίτου Προύσης Δωροθέου, και τών μελών
τής Άγιας και Ίερας Συνόδου, άντικατεστάθη άργότερον διά τού κανονικού Πατριαρχικού Συνοδικού Τόμου τής 19
Φεβρουάριου 1922 (εικ. 1), τού Πατριάρχου Μελετίου Δ'4. Διά τού τόμου τούτου πρώτον άνεγνωρίζετο ή Ηνωμένη
Σέρβική Εκκλησία ύπό τάς προεκταθείσας δύο πρού ποθέσεις και δεύτερον
άνασυνιστάτο τό Σερβικόν Πατριαρχείον.
Ο ¨Εξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης επί τη ευκαιρία της επισήμου παραδόσεως του Τόμου εν Βελιγράδι 1922 |
Ή επίσημος τελετή παραδόσεως τού Τόμου τούτου έγένετο ύπό τής άντιπροσωπίας του Οικουμενικού Θρόνου μέ έπί κεφαλής τον
μητροπολίτην Γερμανόν Καραβαγγέλην εις τον καθεδρικόν ναόν τού Βελιγραδιού τήν 2 Απριλίου 1922 .
Τήν κανονικήν ταύτην χειραφέτησιν άνεγνώρισαν άπασαι αί Όρθόδοξοι Έκκλησίαι.
Ή νομοκανονική αύτη ρύθμισις τών μητροπόλεων τής Βορείου
Μακεδονίας,
άποδεκτή ύπό συμπάσης τής Όρθοδόξου Εκκλησίας,
ύπήρξεν άντικείμενον
άμφισβητήσεως
από μέρους τών αύτονομιστικών και εθνικιστικών κύκλων
τών Σκοπιών
μετά τό 1944,
ότε ή Αρχή εις Γιουγκοσλαβίαν κατελήφθη
ύπό του Κ.Κ. τής χώρας
ταύτης
και ίδρύθη
ή «Λαϊκή Δημοκρατία τής Μακεδονίας»
μέ συνέπειαν και ή
ανωτέρω έκκλησιαστική χειραφέτησις
νά έμπλακή εις τά δίκτυα τής πολιτικής
σκοπιμότητος
του Κ.Κ.Γ. έπί τού Μακεδονικού Ζητήματος.
Ή πολιτική αϋτη συνίστατο, ώς
γνωστόν,
εις τήν ιδρυσιν ιδίας εθνικής όμάδος είς τήν Νότιον Γιουγκοσλαβίαν,
τής «μακεδονικής»,
μέ όλα τά χαρακτηριστικά έθνους
(εθνική συνείδησις, γλώσσα,
διοίκησις, παραδόσεις, Εκκλησία κ.λ.),
εντός τών πλαισίων πάντοτε τού ένιαίου γιουγκοσλαβικού κράτους.
Είς τό γενικώτερον πλαίσιον τής
μεταπολεμικής γιουγκοσλαβικής πολιτικής έπί τού Μακεδονικού εντάσσεται καί ή νέα έκκλησιαστική κατάστασις
τών Σκοπιών, ή όποια ήκολούθησεν, όλως έθνοφυλετικήν, άντικανονικήν καί αναληθή
ίστορικώς πορείαν ώς ακολούθως.
Αί προσπάθειαι από τού 1944 κ.έ. ίδρύσεως ανεξαρτήτου Εκκλησίας είς
τά Σκόπια,
τής λεγομένης «Μακεδονικής»,
έκ τής ονομασίας τής νεοκόπου έθνότητος
είς τήν «Λαϊκήν Δημοκρατίαν τής Μακεδονίας», έρείδονται έπί φυλετικών άξιώσεων
καί ούχί έπί έκκλησιαστικών αναγκών.
Άλλά έν τή Όρθοδόξω
Εκκλησία είναι γνωσταί μόνον τοπικαί, δηλαδή εντός γεωγραφικών ορίων
περιλαμβανόμεναι, καί ούχί έθνικαί Έκκλησίαι.
Ό φυλετισμός εχει
ύπόστασιν εις πολυεθνή κράτη από πολιτειακής και κοσμικής πλευράς, διά τήν
Εκκλησίαν όμως «έστί τι ξένον και όλως άδιανόητον», εισάγων «τό κακόν της
εκκλησιαστικής κατατομής, συγχύσεως και διαλύσεως μέχρι και αύτών τών κατ’
οίκον έκκλησιών», έρχόμενος ού τω είς άκραν άντίθεσιν πρός τήν ούσίαν τής
Εκκλησίας, ή όποία είναι κοινωνία πνευματική, προωρισμένη νά συμπεριλάβη πάντα
τά έθνη εις μίαν έν Χριστώ άδελφότητα.
Αύτός είναι ό λόγος,
διά τον όποιον
ό
φυλετισμός καταδικάζεται ώς αίρεσις
ύπό τής Τοπικής Συνόδου του 1872,
οι δέ
οπαδοί ταύτης ώς Σχισματικοί.
Ή κατά τό 1967
αύτοανακήρυξις τών μητροπόλεων τής Βορείου
Μακεδονίας,
συμπεριλαμβανομένης καί τής τών Σκοπίων, έν Σερβία,
είς αύτοκέφαλον
Εκκλησίαν ύπό τίνος κληρικολαϊκής συνελεύσεως (17 Ιουλίου τού 1967)
τή συμπαραστάσει τής Πολιτείας έχει
πραξικοπηματικόν
καί όλως άντικανονικόν χαρακτήρα,
καθ’ όσον τό αύτοκέφαλον
μιας Εκκλησίας
δέν παρέχεται ύπό κληρικολαϊκής συνελεύσεως καί τής πολιτικής
έξουσίας,
άλλά υπό Οικουμενικής Συνόδου ή κατ’ έπέκτασιν υπό τής Μητρός
Εκκλησίας έν Συνόδω τής Ιεραρχίας έκπροσωπουμένης και υπό τήν οικοθεν νοουμένην
πρού πόθεσιν τής οριστικής ρυθμίσεως τού θέματος υπό νέας Οικουμενικής Συνόδου.
Έν προκειμένω Μήτηρ
Εκκλησία ύπό ευρυτέραν έννοιαν είναι τό
Οίκουμενικόν Πατριαρχειον γενικώτερον ώς θεσμός και είδικώτερον ώς ή έκχωρήσασα
τάς μητροπόλεις ταύτας αρχή εις τό Σερβικόν Πατριαρχειον επί τή βάσει
συγκεκριμένης Συνοδικής Άποφάσεως (1920) και Συνοδικού Τόμου (1922), ύπό
στενοτέραν δέ έννοιαν τό Σερβικόν Πατριαρχείον, όργανικόν τμήμα του οποίου μετά
τήν έκχώρησιν κατέστησαν αί περί ού ό λόγος μητροπόλεις.
Ένεκα τών
θεμελιωδών τούτων νομοκανονικών συμφωνιών καί δεσμεύσεων
ή αυτοκαλουμένη
«Μακεδονική» Εκκλησία
έκηρύχθη «Σχισματική θρησκευτική όργάνωσις»
ύπό τής
Συνόδου τής 'Ιεραρχίας του Σέρβικου Πατριαρχείου
καί ώς τοιαύτην άπεδέχθη τό
άμέσως ένδιαφερόμενον Οίκουμενικόν Πατριαρχειον,
καί μετ’ αυτό σύμπασα ή
Όρθόδοξος Εκκλησία.
Ή Όρθόδοξος Εκκλησία είναι μία καί καθολική• διά τού το
έκάστη έπί μέρους Εκκλησία ενεργεί οχι ώς άπολύτως κεχωρισμένη ένότης, άλλ’ ώς
τμήμα τής Οικουμενικής Εκκλησίας, ένεργεί έξ ονόματος της καί τείνει νά μείνη εις
άδιάκοπον ενότητα πίστεως, ομοφωνίας καί αγάπης μετ’ αυτής.
Άλλά ό θεσμός τών
αύτοκεφάλων Εκκλησιών προήλθεν ώς αποτέλεσμα πρακτικής άνάγκης, κατ’ άκολουθίαν
τής βασικής άρχής «τά έκκλησιαστικά είωθε συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικοίς» ύπό
τήν έννοιαν τής έδαφικής διαφοροποιήσεως, όπως π.χ. δημιουργία άνεξαρτήτου
κράτους ή έπέκτασις καί έπαύξησις πρού πάρχοντος, όπως συνέβη μέ τήν Ελλάδα καί
τήν Σερβίαν μετά τούς βαλκανικούς πολέμους.
Ή ούσιώδης αϋτη προύπόθεσις τού αύτοκεφάλου ώδήγησε τό Οίκουμενικόν
Πατριαρχειον εις τήν άπόφασιν τής χειραφετήσεως τών εις τό σερβικόν κράτος
περιελθουσών επαρχιών του κατά τό 1920, έκτοτε ομως ούδεμία εδαφική
διαφοροποίησις συνετελέσθη εις τό Βασίλειον τών Σέρβων, Κροατών καί Σλοβένων,
τό όποιον άργότερον ήλλαξε μόνον τήν όνομασίαν του άποκληθέν Γιουγκοσλαβία.
Αί
έντός τής μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας συνταγματικαί και διοικητικαί μεταβολαί,
έκ λόγων καθαρώς έσωτερικής πολιτικής και φυλετικής σκοπιμότητας προελθού σαι
(έξ 'Ομόσπονδοι Δημοκρατίαι, έν οίς και ή «Λαϊκή Δημοκρατία τής Μακεδονίας»),
ούδεμίαν αναλογίαν, σχέσιν ή συγγένειαν δύνανται νά έχουν έξ έπόψεως ουσίας
πρός τήν βασικήν κανονικήν αρχήν έν τή Όρθοδόξω ’Εκκλησία τής συμμεταβολής τών
έκκλησιαστικών πρός τά πολιτικά πράγματα.
Επομένως, καταπίπτει άφ’ έαυτού τό έπιχείρημα τών έκκλησιαστικών παραγόντων τών
Σκοπίων ότι τό αύτοκέφαλον δύναται νά θεμελιωθή εις τό γεγονός ότι «ή
Σοσιαλιστική Δημοκρατία τής Μακεδονίας είναι όμόσπονδον τμήμα κράτους μέ
περιωρισμένας δικαιοδοσίας», τοσού τον μάλλον καθ’ όσον τό Σερβικόν
Πατριαρχειον διά λόγους πρακτικής ανάγκης κατ’ άκραν οικονομίαν παρέσχε τό 1959
ήδη έπισήμως διοικητικήν αύτονομίαν εις τάς μητροπόλεις τής Βορείου Μακεδονίας
καί τών Σκοπίων, καίτοι καί ή παραχώρησις έκείνη του αύτονόμου καθεστώτος διά
τούς ανωτέρω λόγους ήτο αντικανονική, καθώς προ έτους (Μάϊος του 1958) ό
ειδικός έπί τού θέματος εισηγητής κατά
τήν Σύνοδον τής 'Ιεραρχίας είχεν άποφανθή2 καί ή Σύνοδος τής 'Ιεραρχίας τού Μαίου 1966 έδέχθη, άποφασίσασα τήν έπαναφοράν
τών μητροπόλεων τούτων εις τό προ τού 1959 κανονικόν καθεστώς, ήτοι τήν πλήρη
ένσωμάτωσιν αύτών εις τό Σερβικόν Πατριαρχειον.
Τέλος, ή ένόνόματι δήθεν ιστορικών τινων δικαίων αιτιολογία
του αύτοκεφάλου μέ τον ισχυρισμόν ότι ή Εκκλησία έν Μακεδονία ύπό τήν όνομασίαν
τής Αρχιεπισκοπής Άχρίδος ύπήρξεν αύτοκέφαλος έπί 800 έτη, είναι άναληθής διά
δύο λόγους:
Πρώτον, ή Αρχιεπισκοπή Άχρίδος ούδέποτε ύπήρξεν αύτοκέφαλος
Εκκλησία,
ούτε κατά τήν βυζαντινήν περίοδον,
ούτε ύπό τούς Βουλγάρους, Σέρβους
και Τούρκους,
ούτε δέ και ή Μήτηρ Εκκλησία, τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον
Κωνσταντινουπόλεως, παρεχώρησεν ή άνεγνώρισεν εις αύτήν αύτοκέφαλον.
Και
δεύτερον, ούδεμία δυναται νά γίνη σύγκρισις μεταξύ τής λεγομένης Εκκλησίας τών
Σκοπίων και τής Αρχιεπισκοπής Άχρίδος, όπως περι τού Σερβικού Πατριαρχείου και τού Πατριαρχείου Πεκίου.
Ή Αρχιεπισκοπή Σερβίας
και τό Πατριαρχείον Πεκίου είς τό μεσαιωνικόν σερβικόν κράτος, ώς και τό νϋν
Σερβικόν Πατριαρχείον, είχον σερβικόν χαρακτήρα, άνεφέροντο είς τήν Σερβίαν
και οί προκαθήμενοι αύτών εις τούς τίτλους των έδήλουν τού το.
Ό Άγιος Σάββας
Νεμάνια ύπέγραφεν ώς «Αρχιεπίσκοπος πασών τών Σερβικών και τών Παραθαλασσίων
χωρών».
Ή Αρχιεπισκοπή Άχρίδος, έν τώ μεταξύ, ήτο ελληνική μέ 'Έλληνας
αρχιεπισκόπους, μητροπολίτας, έπισκόπους και έπίσημον γλώσσαν τήν έλληνικήν
και
ούδέποτε είχεν εξ έπόψεως εθνικής συνθέσεως τής περιοχής της καθαρώς σλαβικόν
«μακεδονικόν» χαρακτήρα μέ τήν σημερινήν έρμηνείαν τού όρου ύπό τών έκκλησιαστικών ιστορικών τών
Σκοπίων, ούτε και έκαλειτο «μακεδονική», καθώς δύναται νά διαπιστωθή έκ τών
τίτλων και τών ύπογραφών τών Αρχιεπισκόπων Άχρίδος.
Έν συμπεράσματι, δύναται μετά βεβαιότητος νά ύποστηριχθή οτι
τό Μακεδονικόν Ζήτημα έκκλησιαστικώς
δέν είναι έθνικόν θέμα ούτε τής Ελλάδος,
ούτε τής Γιουγκοσλαβίας,
άλλά διορθόδοξον και άνάγεται εις τήν ύψηλήν
άρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως,
ώς συνισταμένης
τής όρθοδόξου κανονικής τάξεως, και του Σέρβικου Πατριαρχείου, ού τινος τμήμα,
κατά νομοκανονικήν παραχώρησιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τυγχάνουν αί
μητροπόλεις τής Βορείου Μακεδονίας και των Σκοπίων έν Σερβία.
Το θέμα
έρρυθμίσθη έκκλησιαστικώς διά τής Συνοδικής Άποφάσεως τού 1920 και τού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου τού 1922.
Ώς έκ τούτου, ή πραξικοπηματική
αύτοανακήρυξις τού αύτοκεφάλου ύπό τών
έκκλησιαστικών παραγόντων τών Σκοπίων, κατ’ Ιούλιον τού 1967,
είναι έξ έπόψεως κανονικού άλλά καί
θετικού δικαίου αντικανονική,
έπανεισάγει τήν αϊρεσιν τού έθνοφυλετισμού
εις τήν Όρθόδοξον Εκκλησίαν
κατά τό
προηγούμενον τής Βουλγαρικής Εξαρχίας
καί τέλος έλέγχεται ίστορικώς ανακριβής ό
συσχετισμός τού αύτοκεφάλου τούτου πρός
τό ανύπαρκτον τής πάλαι ποτέ Αρχιεπισκοπής Άχρίδος,
δι’ ο καί έκηρύχθη ή
μητροπολιτική περιφέρεια Σκοπίων ώς σχισματική.
Ή μόνη ορθή λύσις τής
έκκλησιαστικής ταύτης έκτροπής είναι ή έπάνοδος εις τό άγνοηθέν νομοκανονικόν
καθεστώς τού 1920/1922 ή, κατ’ άκραν
οικονομίαν, εις τό αύτοδιοίκητον καθεστώς τού 1959 άλλά καί πάλιν έγκρίσει τής Συνόδου τής
Ιεραρχίας τού Σερβικού Πατριαρχείου, όργανικόν τμήμα τού οποίου τυγχάνουν αί μητροπόλεις τής Βορείου
Μακεδονίας καί τών Σκοπίων έν Σερβία, κατόπιν καί τής σχετικής συγκαταθέσεως τού
Οίκουμενικού Πατριαρχείου, ώς έκχωρησάσης άρχής, δυνάμει
τών συμπεφωνημένων κατά τά έτη 1920 καί 1922.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου