Ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ Αγωνιστής και Ιστορικός του 1821 Νικόλαος Κασομούλης (1795-1872) από το Πισοδέρι Φλώρινας |
ΒΑΪΑ Ε. ΔΡΑΓΑΤΗ
Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία
Επιβλέπων Καθηγητής Βασίλης K. Γούναρης
Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία
Επιβλέπων Καθηγητής Βασίλης K. Γούναρης
Α.Π.Θ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010
ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
Οι Μακεδόνες στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Από την πρώτη στιγµή της εκδήλωσης των κατά τόπους επαναστατικών κινηµάτων, προέκυψε η ανάγκη για τη συγκρότηση µιας «επαναστατικής αρχής», που θα αναλάµβανε να αντικαταστήσει τις οθωµανικές αρχές και να οργανώσει τις πολεµικές επιχειρήσεις, µε σκοπό την αποτελεσµατική διεξαγωγή τους.
Όπως ήταν φυσικό, πρώτοι φορείς εξουσίας αναδείχθηκαν οι τοπικές αρχές.
Τις συνιστούσαν οι οµάδες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, έτσι όπως είχαν διαµορφωθεί κατά την τελευταία φάση της τουρκοκρατίας.
Στην κορυφή αυτής της κοινωνικής διαστρωµάτωσης βρίσκονταν οι προύχοντες, ο κλήρος, οι Φαναριώτες και οι αρχηγοί των ενόπλων οµάδων.
Στη µέση είχε τοποθετηθεί η αστική τάξη, εκ των παροικιών κυρίως, και στη χαµηλότερη βαθµίδα ο αγροτικός πληθυσµός, οι τεχνίτες, οι µικρέµποροι, οι κτηνοτρόφοι, που ήταν και η συντριπτική πλειοψηφία.
Κατά τον απελευθερωτικό αγώνα η κοινωνική ιεραρχία δεν ανατράπηκε•
αντίθετα, οι κατά τόπους παραδοσιακές δυνάµεις, που διέθεταν οικονοµική, κοινωνική, πολιτική ή στρατιωτική ισχύ, επιβίωσαν και εξήλθαν πιο δυνατές.
Οι ηγετικές αυτές οµάδες, κατά την περίοδο της οθωνικής µοναρχίας, οπότε τέθηκαν τα θεµέλια της οργάνωσης του νεοελληνικού κράτους σε όλους τους τοµείς, προσπάθησαν να επιβληθούν, τονίζοντας ιδιαιτέρως τη συµβολή τους στην επανάσταση.
Επίσης, ευελπιστούσαν όχι µόνο να διατηρήσουν την προνοµιακή µεταχείριση που απολάµβαναν υπό το οθωµανικό καθεστώς αλλά και να τη διευρύνουν.
Ερχόµενος ο Όθωνας και τα µέλη της Αντιβασιλείας στην Ελλάδα είχαν πλήρη επίγνωση της πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε.
Η χώρα, µετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, βρισκόταν σε περίοδο «αναρχίας».
Κυριαρχούσαν έντονες συνθήκες πολιτικού ανταγωνισµού από τις διάφορες στρατιωτικοπολιτικές φατρίες που είχαν οδηγήσει τη χώρα σε έναν ακόµα εµφύλιο, προκειµένου η καθεµιά να επωφεληθεί από τις περιστάσεις και να διαχειριστεί την εξουσία.
Ο Νικόλαος ∆ραγούµης στο έργο του Ιστορικαί Αναµνήσεις περιέγραψε µε εξαιρετικό τρόπο την εικόνα της εποχής.
Και ταύτα µεν δή ταύτα λήγοντος του 1832 έτους.
Εί δε τις φιλοπραγµονών αναδράµη εις την ιστορίαν του αγώνος όπως αναζητήση καιρούς παραλλήλους προς τους επιστάντας το έτος τούτο, δεν θα βραδύνη να πεισθή ότι κυκεών παθών, ερίδων, στάσεων, εκδικήσεων, εµφύλιων σπαραγµών, ανόµων διοικήσεων, ανοµωτέρων συνελεύσεων, ξενικών επεµβάσεων, προσβολών κατά της εθνικής αξιοπρέπειας, εξευτελισµού δηµοσίων και ιδιωτικών χαρακτήρων, δηµεύσεως των δικαιωµάτων του λαού, διαρπαγής των κοινών, κυκεών, λέγω, οίος ο µετά θάνατον του Κυβερνήτου, ουδέποτε, ουδ’ επί των δεινοτάτων περιπετειών, κατήσχυνε την Ελλάδα.
Θα πεισθή προς τούτοις ότι ουδείς πλέον εκήδετο της πατρίδος, ότι απεσβέση και ο τελευταίος της φιλοπατρίας σπινθήρ και ότι πάντες φρόντιζε περί των ιδίων.
Η ανάγκη να επέλθει η τάξη και η ειρήνη στο εσωτερικό της χώρας, ήταν πλέον επιτακτική. Συνεπώς, πρώτιστο µέληµα ήταν να εξαληφθούν «τα πολυάριθµα των προτέρων και εσχάτων δυστυχηµάτων ίχνη».
Για να µπορέσει η νέα αρχή να ελέγξει τις πολιτικές δυνάµεις σε µια κοινωνία µε πολυκεντρικό χαρακτήρα και να επιβληθεί ως η µόνη νόµιµη πολιτική εξουσία,
έπρεπε εξαρχής να συγκροτήσει τη νέα κρατική µηχανή,
βάσει των δυτικών προτύπων,
εφαρµόζοντας το σύστηµα της απόλυτα συγκεντρωτικής διοίκησης,
κατά την οποία ο µονάρχης ήταν αρχηγός της εκάστοτε κυβέρνησης.
Το νέο καθεστώς που επιβαλλόταν από τον Όθωνα και την Αντιβασιλεία συµφωνούσε µε το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο της εποχής,
καθώς εξέφραζε το πνεύµα του ευρωπαϊκού απολυταρχισµού.
Στην ελληνική κοινωνία, ωστόσο,
αυτή η προσπάθεια επιβολής της απόλυτης µοναρχίας από το παλάτι
ώθησε το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών τάξεων
να ενταχθεί σε κάποιο νέο πελατειακό δίκτυο,
για να αντιµετωπίσει την κρατική αυθαιρεσία, όπως ισχυριζόταν.
Η επανάσταση είχε επιφέρει αλλαγές στο παραδοσιακό πελατειακό σύστηµα και στις οικογενειακές φατρίες της προεπαναστατικής περιόδου, διότι
πρώτον άλλαξε το καθεστώς,
δεύτερον παρεισέφρησαν σ’ αυτές και οι οµάδες των ετεροχθόνων και
τρίτον, ήταν πλέον έντονος ο ανταγωνισµός των εκπροσώπων των τριών ευρωπαϊκών δυνάµεων,
που έγιναν επίκεντρο µηχανορραφιών και προστάτες των ελληνικών κοµµάτων.
Ταυτόχρονα, όµως, και οι ίδιοι οι Βαυαροί αναγκάστηκαν να προσαρµόσουν εν µέρει την πολιτική τους σύµφωνα µε τις παραδοσιακές σχέσεις των ηγετικών οµάδων µεταξύ τους και µε τις ξένες ∆υνάµεις.
Αυτές, ακριβώς, οι άτυπες σχέσεις εξυπηρετούσαν τα συµφέροντα τόσο των πατρώνων όσο και των πελατών µέσα στις νέες συνθήκες που διαµορφώθηκαν.
Οι µεν πρώτοι γιατί, χάρη στην υποστήριξη των πελατών τους µπορούσαν να έχουν τα ερείσµατα εκείνα που τους επέτρεπαν να ελέγχουν την εξουσία και να διαθέτουν ισχύ, οι δε πελάτες, γιατί η ένταξη τους σε ένα δίκτυο πελατείας-προστασίας τους παρείχε, έστω και πρόσκαιρα, τη δυνατότητα να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες τους.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όταν ανέλαβε η αντιβασιλεία την εξουσία, προτεραιότητά της έθεσε την οργάνωση των ελληνικών ενόπλων δυνάµεων.
Οι αρµατολοί και οι κλέφτες της προεπαναστατικής περιόδου, αποτελούσαν µια ιδιαίτερη κοινωνική οµάδα που είχε δύναµη και εξουσία, την οποία στο παρελθόν αντλούσε τόσο από τις οθωµανικές όσο και από τις ελληνικές τοπικές αρχές, µέσα στο πλαίσιο αµοιβαίων εξυπηρετήσεων και συµφερόντων.
Οι καπετάνιοι που ήλεγχαν τους στρατιώτες, καθώς δεν υπήρχε καµιά κεντρική οργάνωση και καθοδήγηση, διέθεταν οπλική ισχύ που τους καθιστούσε πολύτιµους για τα στρατιωτικά και πολιτικά δίκτυα.
Τα ένοπλα αυτά σώµατα απετέλεσαν τη βάση του ελληνικού στρατού στην επανάσταση του 1821, αλλά, µετά τις πρώτες νίκες τους στα πεδία των µαχών, άρχισαν σιγά-σιγά να αποκτούν περισσότερη δύναµη και να διεκδικούν τη συµµετοχή τους στη διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων.
Παρακινηµένοι από διαφορετικές φιλοδοξίες και βλέψεις για το υπό διαµόρφωση ανεξάρτητο ελληνικό κράτος στράφηκαν εναντίον των παραδοσιακών ηγετικών οµάδων και αναµείχθηκαν στους εµφύλιους αλληλοσπαραγµούς.
Η αµοιβαία ανάγκη των οπλαρχηγών να έχουν πολιτικούς συµµάχους και των προεστών να έχουν ένοπλη υποστήριξη ώθησε στη στενή συνεργασία των δύο οµάδων.
Σ’ αυτήν την πολιτική διαµάχη, υπολογίσιµη οµάδα «πελατών» αποτέλεσαν και τα µακεδονικά στρατεύµατα, των οποίων η δράση και η αξία ήταν ευρέως γνωστή στους επικεφαλής των δικτύων αυτών και των «επαναστατικών αρχών» στη Νότια Ελλάδα.
Οι Μακεδόνες στρατιώτες, υπό την αρχηγία του Αναστάσιου Καρατάσου και του Αγγελή Γάτσου,
µε την παρότρυνση του οπλαρχηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη,
µε τον οποίο τους ένωναν δεσµοί φιλίας,
πήραν µέρος στις επιχειρήσεις
υποστηρίζοντας τον πολιτικό της Ύδρας Γεώργιο Κουντουριώτη.
Με τον τελευταίο, άλλωστε, διατηρούσαν φιλικές σχέσεις από την εποχή που τα µακεδονικά στρατεύµατα βρέθηκαν στην Ύδρα για να την υπερασπίσουν από τους Οθωµανούς.
Καταλυτικός ήταν και ο ρόλος που έπαιξαν οι σλαβόφωνοι πολεµιστές σ’ αυτή τη φάση του αγώνα µε αρχηγό τον Χατζηχρήστο επίσης στο πλευρό του Κουντουριώτη.
Αυτή την ισχυρή σχέση των άτακτων παλικαριών µε τους καπετάνιους τους, ιδιαίτερα έτσι όπως εξελίχθηκε την περίοδο του επαναστατικού πολέµου και των εµφυλίων συρράξεων, θέλησε να αλλάξει ο Καποδίστριας στην προσπάθεια του να οργανώσει ένα τακτικό στρατό.
Ο Κυβερνήτης, θέτοντας ως στόχο την τακτική διακυβέρνηση της χώρας και την εξασφάλιση της σταθερότητας, προσπάθησε να οργανώσει το κράτος µε συγκεντρωτική πολιτική.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του σχεδίου του, ήταν η δηµιουργία ενός πειθαρχηµένου και πιστού στην κυβέρνηση στρατού και η αποδυνάµωση των τοπικών φορέων εξουσίας.
Έτσι λοιπόν, συγκέντρωσε υπό τη σκέπη της δικής του εξουσίας ορισµένες από τις φατρίες και τους τοπικούς συνασπισµούς και σχηµάτισε µια οµάδα οπαδών.
Ωστόσο, η έλλειψη ερεισµάτων και συναίνεσης από τις κοινωνικές τοπικές δυνάµεις, η εύνοια που έδειξε προς τους συγγενείς του και τους ετερόχθονες, ο παραγκωνισµός των αξιωµατικών αλλά και η εµπλοκή των αντιπροσώπων των ξένων ∆υνάµεων υπέρ και κατά του Κυβερνήτη, επέτειναν την αντιπολίτευση εναντίον του από µια ετερόκλητη συµµαχία.
Στον αντίποδα, λοιπόν, της πολιτικής του βρίσκονταν όλες οι αντικαποδιστριακές φατρίες, που στην πραγµατικότητα δεν είχαν ούτε κοινό αρχηγό ούτε κοινή πολιτική γραµµή.
Τις ένωνε αφενός ο παραµερισµός τους από την εξουσία αφετέρου το αίτηµα της συνταγµατικής αρχής µε βάση τα δυτικά πρότυπα και τα επαναστατικά κινήµατα που αναστάτωναν την Ευρώπη το 1830.
Τα µηνύµατα τους έφθασαν στην Ελλάδα και οι οπαδοί του, µε πρόσχηµα την παραχώρηση συντάγµατος, άρχισαν συστηµατικό πόλεµο εναντίον της απολυταρχικής πολιτικής του Καποδίστρια.
Η δριµεία αντιπολίτευση των συνταγµατικών εκδηλώθηκε µε τοπικά κινήµατα και εξεγέρσεις µε κύρια στασιαστικά κέντρα τη Μάνη, την Ύδρα και τις Σπέτσες.
Κατατάχθηκαν στους καποδιστριακούς ηµιτακτικούς σχηµατισµούς αλλά δεν είχαν αποβάλλει τη συµπεριφορά του πρότερου αρµατολικού βίου τους.
Επικεφαλής δυσαρεστηµένων αξιωµατικών της χιλιαρχίας του και Ρουµελιωτών, που ήταν συγκεντρωµένοι στην Ελευσίνα, στασίασε το 1831, αλλά οι συντονισµένες κινήσεις της Κυβέρνησης κατέπνιξαν την ανταρσία του και ο ίδιος κατέφυγε από τη Στερεά Ελλάδα στην οθωµανική επικράτεια.
Η αντικυβερνητική προπαγάνδα στα στρατιωτικά σώµατα είχε καλλιεργηθεί προηγουµένως από τους πράκτορες των Υδραίων και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, που γνώριζαν πως µόνο µε τη συνδροµή των ρουµελιώτικων και των ατάκτων σωµάτων θα έπεφτε η κυβέρνηση.
Μέσα σε σύντοµο χρονικό διάστηµα, ωστόσο, ο Καρατάσος επιχείρησε να επαναλάβει το κίνηµα του, χωρίς αποτέλεσµα.
Αυτή τη φορά κατέφυγε στην Ύδρα.
∆εν έχει σηµασία τόσο η παρουσίαση των πολεµικών συγκρούσεων όσο η ερµηνεία τους.
Στο κίνηµα συµµετείχαν πολλοί αξιωµατικοί που εξέφραζαν τη δυσαρέσκεια τους για όσους συναδέλφους τους είχαν ευνοηθεί από τον Κυβερνήτη αλλά και για τις καθυστερηµένες καταβολές των µισθών τους.
Από την άλλη, όµως, το συγκεκριµένο κίνηµα, κατεστάλη κυρίως από κάποιους δυσαρεστηµένους αντικαποδιστριακούς αξιωµατικούς και όχι από τους ευνοηµένους του καθεστώτος.
Μέσα από το γεγονός αυτό φάνηκαν οι κακές σχέσεις µεταξύ των αξιωµατικών και του Καποδίστρια αλλά, κυρίως, πως κάποιοι διεκδικούσαν περισσότερα αξιώµατα και βαθµούς.
Ο Καρατάσος πρωτοστάτησε ως «συνταγµατικός» ταγµατάρχης, όµως στην πραγµατικότητα δεν αντέδρασε από «συνταγµατική» ιδεολογία, αλλά αποσκοπώντας σε προαγωγή, µολονότι γνώριζε πως είχε τιµηθεί µε το αξίωµα που κατείχε αδικώντας άλλους, εξίσου ή και καλύτερους στρατιωτικούς και µάλιστα φιλοκυβερνητικούς.
Αλλά και οι ταγµατάρχες που βοήθησαν την κυβέρνηση εναντίον των κινηµατιών έδρασαν και αυτοί κυρίως για να διατηρήσουν τις οικονοµικές και κοινωνικές απολαβές που τους παρείχε η θέση τους στο στράτευµα.
Αποτέλεσµα της «συνταγµατικής αντιπολίτευσης» ήταν η δολοφονία του Καποδίστρια και οι εµφύλιες συγκρούσεις που ακολούθησαν και αποσύνθεσαν πλήρως το κράτος.
Ο υπάρχων τακτικός και ο άτακτος στρατός διαλύθηκαν εξαιτίας της έλλειψης των απαραίτητων πόρων για τη µισθοδοσία και τη συντήρησή τους.
Οι ένοπλοι, σχεδόν στον σύνολο τους, τέθηκαν υπό την καθοδήγηση των αρχηγών τους και έγιναν έρµαιο και υποχείριο των αντιµαχόµενων πολιτικών φατριών για την προάσπιση των προσωπικών συµφερόντων τους από τον εκάστοτε προστάτη τους.
Παράλληλα, όµως, απέκτησαν εξουσιαστικό ρόλο.
Είχαν τη δυνατότητα, όταν δεν ικανοποιούνταν οι προσδοκίες τους, µέσω των πελατειακών διασυνδέσεων τους µε τους πολιτικούς, να χρησιµοποιούν την δύναµη των όπλων για να επιτυγχάνουν το στόχο τους.
Ο Γεώργιος Λασάνης, ισχυρίστηκε ότι για το χρονικό διάστηµα 1831-1833, δεν υπήρχε «εθνικός στρατός, µε ορισµένη διοίκηση και στόχους, αλλά στίφη, που δρούσαν για ιδιοτελείς σκοπούς».
Αν παρατηρητής […] πατήση κατά την εποχήν ταύτην το έδαφος της Ελλάδος […] εις µάτην θα περιστρέψη τους οφθαλµούς του να ιδή καν σκιάν οργανισµένου στρατού! Αντί τούτου θ’ απαντήση αγέλας οπλοφορούντων ανθρώπων, οδηγηµένων από θηριώδεις αρχηγούς, λεηλατούντων πόλεις µόλις ανεγειροµένας εκ των ερειπίων των, κατερηµονόντων ολοκλήρους επαρχίας, πυρπολούντων πολίσµατα, διαρπαζόντων αφειδώς τα θρέµµατα, βασανιζόντων ανηλεώς αθώους πολίτας, καταστρεφόντων, αργυρολογούντων, εις ένα λόγον φερόντων φρίκην και τρόµον καθ’ όλην την επικράτειαν και αναγκαζόντων τους δυστυχείς κατοίκους να ζητώσιν άσυλον εις τους Τούρκους.
Η έκρυθµη αυτή κατάσταση ήταν γνωστή στους Βαυαρούς, που έκριναν ότι η οργάνωση και η σύσταση των στρατιωτικών σωµάτων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, έπρεπε να γίνει από τους ίδιους, από τους λοιπούς ∆υτικοευρωπαίους και τους εξευρωπαϊσµένους ετερόχθονες έλληνες επαγγελµατίες.
Η καθολική αποστράτευση των ατάκτων από τους βαυαρούς αντιβασιλείς, το Μάρτιο του 1833, και η στρατολόγηση 3.500 ανδρών από τα γερµανικά κρατίδια είχε αποφασιστεί από τον ίδιο τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο, ενώ ο Όθωνας και η αντιβασιλεία ήταν ακόµα στο Μόναχο.
Η διάλυση των στρατολογηµένων από τα κόµµατα αγωνιστών και η αντικατάσταση τους από ένα δυτικού τύπου τακτικό στρατό αποτελούµενο από ξένους, εξυπηρετούσε πολλά πολιτικά συµφέροντα.
Το βασικότερο ήταν ότι αφαιρούσαν τη δύναµη, το κύρος και την εξουσία που είχαν αποκτήσει οι πολεµιστές µέσα από τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες κατά τη διάρκεια του αγώνα.
∆εύτερον, στερούσαν από τα πολιτικά κόµµατα τη στρατιωτική τους πελατεία• την ισχυρή, ανεξάρτητη και υπολογίσιµη δύναµη που τα παρείχε διαπραγµατευτική ισχύ έναντι της βασιλικής κυβέρνησης.
Στόχος τους, επίσης, ήταν να αποκτήσουν ένα στράτευµα πειθαρχηµένο και υπάκουο στην κεντρική εξουσία, αµέτοχο στους κοµµατικούς και στους τοπικούς ανταγωνισµούς, που θα επέβαλε την τάξη και την ασφάλεια στο εσωτερικό της χώρας, ενώ παράλληλα θα ήταν σε θέση να ισχυροποιεί τη βασιλική κυβέρνηση απέναντι σε όλους τους πολιτικούς αντιπάλους της.
Με αυτό τον τρόπο το επικουρικό βαυαρικό σώµα τη συγκεκριµένη εποχή αποτέλεσε από τη µια πλευρά ένα έµπιστο στήριγµα του θρόνου και των κυβερνητικών επιλογών του και από την άλλη παρείχε γνώσεις και τεχνική κατάρτιση στους στρατιώτες.
Η αποστράτευση των ατάκτων εκτός από τις πολιτικές είχε και κοινωνικές συνέπειες, καθώς η πλειοψηφία των οπλαρχηγών έµεινε ανεπάγγελτη.
Ένα µέρος των ανδρών που δεν κατατάχθηκαν στους νέους στρατιωτικούς σχηµατισµούς, ιδιαί
τερα οι καπετάνιοι από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, εγκαταστάθηκε στις παραµεθόριες επαρχίες της χώρας που έγιναν µόνιµα κέντρα αναταραχών και στρατολόγησης µισθοφόρων.
Οι δυσαρεστηµένοι και οι ενδεείς στρατιώτες που δεν ανταµείφθηκαν για τη συνεισφορά τους στον Αγώνα, όπως φιλοδοξούσαν, επάνδρωσαν τις τάξεις των ληστοσυµµοριών.
Οι επιφανείς όµως οπλαρχηγοί εκµεταλλεύτηκαν τις πολιτικές τους διασυνδέσεις και κατέλαβαν προνοµιακές θέσεις είτε στο στρατιωτικό µηχανισµό, είτε στο διοικητικό και πολιτικό.
Το στέµµα είχε το πλεονέκτηµα, µε την παροχή προνοµίων και την απονοµή αξιωµάτων, να κερδίζει την αφοσίωση επιφανών οπλαρχηγών που µπορούσαν να αποβούν επικίνδυνοι, δηµιουργώντας σοβαρά προσκόµµατα στην απολυταρχική διακυβέρνηση του βασιλικού καθεστώτος.
Τέτοιοι άνδρες βρίσκονταν σε θέση ισχύος και διαπραγµατεύονταν άµεσα µε το κράτος ή µε τους πολιτικούς τις προσωπικές ή πελατειακές απαιτήσεις τους.
Η συµµετοχή, ωστόσο, των στρατιωτών σ’ αυτές τις πελατειακές σχέσεις οφειλόταν σαφώς σε κοινωνικούς και οικονοµικούς λόγους.
Τα φατριαστικά δίκτυα ήταν δίαυλοι επικοινωνίας µε την εξουσία και διασφάλισης οικονοµικών απολαβών.
Η ένταξη σε καµιά περίπτωση δεν έκρυβε κάποιο ιδιαίτερο ιδεολογικό–πολιτικό προσανατολισµό. Γι’ αυτό το λόγο και οι σχέσεις αυτές ήταν µεταβλητές.
∆υσαρεστηµένοι στρατιωτικοί – πελάτες παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε άλλους προστάτες, όταν δεν ικανοποιούνταν τα αιτήµατα τους ή κατέφευγαν στο ληστρικό βίο και την παρανοµία.
Αντίθετα, τα µέλη των ίδιων οµάδων, όταν η κυβέρνηση τους προσέφερε µικρές οικονοµικές αµοιβές και υποσχέσεις για προαγωγές (εφόσον εντάσσονταν στα στρατιωτικά σώµατα), δεν δίσταζαν να τεθούν στην υπηρεσία των κυβερνητικών δυνάµεων, να καταστείλουν τις εξεγέρσεις
ή να πολεµήσουν, ως νέοι αρµατολοί, τη ληστεία, όπως έκανε ο Χατζηχρήστος.
Αρκετοί από αυτούς υπήρξαν κατά διαστήµατα γνωστοί και επιφανείς διώκτες των ληστών. ∆εν ήταν λίγοι κι εκείνοι που κατά περιόδους εντάχθηκαν στα διάφορα στρατιωτικά σώµατα που ίδρυσαν οι Βαυαροί, για την αποκατάσταση και την απασχόλησή τους, π.χ. στη Βασιλική Φάλαγγα, τη Χωροφυλακή, την Εθνοφυλακή, κ.α.
Αυτή η συνεργασία της εξουσίας µε την παρανοµία, ήταν µάλλον αναγκαία, αφού ενίοτε αντιµετώπιζε τις ληστρικές συµµορίες µε τους πιο επίφοβους πολέµιούς της.
Έτσι εξηγείται η αµνηστία, τα τιµητικά παράσηµα, η παραχώρηση γης και ασυλίας σε όσους ληστές συλλαµβάνονταν.
Καταλυτικό ρόλο, έπαιξαν και οι κατά τόπους ισχυροί άνδρες και οι πολιτικοί εκπρόσωποι, όπως ο δηµοφιλής Κωλέττης.
Παρασκηνιακά υποστήριζαν τους ληστές και ενθάρρυναν την παραβατική συµπεριφορά τους για να αποσπάσουν κοµµατικά οφέλη οι ίδιοι.
Η εφηµερίδα Αθηνά επέκρινε τη στάση τους, λέγοντας ότι κάποιοι πολιτικοί είχαν βαλθεί να καταστρέψουν τον τακτικό στρατό, αφού, µέσω του στρατού, επιδαψίλευσαν προνόµια και χρήµατα µε οποιοδήποτε τρόπο στους συγγενείς, τους φίλους τους και στους φίλους των φίλων τους. Συνέχισε γράφοντας τα εξής:
[…] αι πράξεις του Κωλέττου, του Βάλβη, του Τζαβέλλα και του Κανάρη είναι πράξεις, αι οποίαι τείνουν απλώς προς την αναρχίαν, επί σκοπώ ίσως του να ενθρονισθή δι’ αυτής εις την Ελλάδα το αλιπασαδικόν σύστηµα, […] και εγγύησις µάλιστα της επιτυχίας του είναι το υπέρ ληστείας τωόντι νοµοσχέδιον του Κωλέττου.
Ο Ιωάννης Κωλέττης, µάλιστα, που τα ισχυρά ερείσµατα του ήταν οι ρουµελιώτες στρατιωτικοί,
οι ετερόχθονες Μακεδόνες,
Ηπειρώτες
και Θεσσαλοί, ο
ι άτακτοι και οι ληστές και οι αρµατολοί της Στερεάς, δεν δίστασε να τους χρησιµοποιήσει ακόµα και στις εκλογές του 1844, π
ροκειµένου να εκβιάσει τους πολίτες και να νοθεύσει τα αποτελέσµατα.
Ήταν µια µέθοδος γνωστή από τους εµφύλιους πολέµους.
Από τους πιο κοντινούς φίλους του ήταν και ο Χατζηχρήστος µε το σώµα του, στο οποίο συµµετείχαν και πολλοί Μακεδόνες.
Η εύκολη µεταστροφή των ανδρών αυτών από τον παράνοµο βίο στο νόµιµο και από την άτακτη πολεµική δράση στην τακτική στράτευση, τους παρείχε την δυνατότητα να λειτουργούν άλλες φορές βοηθητικά και άλλες ανταγωνιστικά προς την κεντρική εξουσία.
Εντούτοις, οι πρόσφυγες και οι ντόπιοι διαλυθέντες άτακτοι, προκαλούσαν πολλές φορές προβλήµατα στην εξουσία, εξαιτίας των στάσεων και των εξεγέρσεων τους, είτε στο εσωτερικό της χώρας, είτε στις τουρκοκρατούµενες περιοχές, τις περισσότερες φορές, µάλιστα, µε αιτήµατα που συγκινούσαν τον ελληνικό λαό.
Οι πρώτες ταραχές ξέσπασαν τον πρώτο µόλις χρόνο της κυβέρνησης της Αντιβασιλείας, τον Αύγουστο του 1834, στη Μεσσηνία και εξαπλώθηκαν γρήγορα σε περιοχές της Αρκαδίας.
Συνεχίστηκαν το Φεβρουάριο του 1836 στην Ακαρνανία και κορυφώθηκαν την περίοδο 1847-1848 σε ολόκληρη τη χώρα, ιδιαίτερα στη Στερεά Ελλάδα.
Συχνά το ζητούµενο ήταν το σύνταγµα, η προστασία της Ορθοδοξίας, το φορολογικό σύστηµα, η αποµάκρυνση των Βαυαρών και της «καµαρίλας», η ανάληψη της εξουσίας από τον Όθωνα, η δυσαρέσκεια και ο ανταγωνισµός των πολιτικών κοµµάτων.
Πολλάκις, φάνηκε ο λαός και η ηγεσία του να διακατέχονται από αντιµοναρχική στάση και να εµφορούνται από δηµοκρατικά ιδεώδη.
Τις περισσότερες όµως φορές οι λόγοι τους, στο βαθµό που αυτοί προβλήθηκαν, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγµατικότητα.
Οι στάσεις εξυπηρετούσαν κυρίως τα κοµµατικά συµφέροντα των εκφραστών της εξουσίας και των εκπροσώπων των ξένων ∆υνάµεων.
Αίτηµα τους δεν ήταν η αποµάκρυνση του Όθωνα αλλά η αποποµπή των ατόµων που τον περιστοίχιζαν, εξαιτίας της διαφθοράς τους, των καταχρήσεων και της σπατάλης του δηµοσίου χρήµατος.
Το ζητούµενο ήταν ποιοι θα κατακτούσαν την πλεονεκτική θέση να προσποριστούν τα µεγαλύτερα οφέλη και να εξουσιάσουν.
Εξίσου αβάσιµες είναι και οι προσπάθειες να ταυτιστούν οι τοπικές εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν στον ελλαδικό χώρο µε τα κινήµατα που ξέσπασαν την ίδια περίοδο στη Ευρώπη.
∆εν θα επιχειρήσουµε εδώ διεξοδική ανάλυση των κινηµάτων, επειδή δεν είναι το ζητούµενο αυτής της εργασίας, αλλά θα προσπαθήσουµε να αναδείξουµε τη συµµετοχή των Μακεδόνων σ’ αυτά.
Ο αριθµός τους γενικά δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί ούτε κατά προσέγγιση,
όπως, όµως, ήδη αναφέρθηκε,
πολλοί Μακεδόνες οπλαρχηγοί,
µετά το τέλος της επανάστασης,
επειδή δεν ήταν εφικτό ή δεν επιθυµούσαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους,
εγκαταστάθηκαν σε διάφορες πόλεις του ελληνικού βασιλείου και µάλιστα στη
Νέα Πέλλη της Αταλάντης.
Οι περισσότερες από τις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν υπήρξαν εστίες ταραχών και αλυτρωτικών επιδροµών στις όµορες επαρχίες της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.
Εποµένως, η ανάµειξή τους, µε κίνητρο την ικανοποίηση διαφόρων αιτηµάτων, ήταν σχεδόν δεδοµένη.
Σε άλλες πάλι περιστάσεις πρωταγωνιστές των γεγονότων ήταν αρµατολοί που είχαν φτάσει στο ανεξάρτητο κράτος διωγµένοι από τις οθωµανικές επαρχίες ή όσοι δεν είχαν αµνηστευτεί από τις κυβερνήσεις.
Ο αρµατολός
Θεόδωρος Ζιάκας από το Μαυρονόρος των Γρεβενών, αγωνιστής του 1821,
που ήρθε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1835 µετά την καταδίωξη του από τις τουρκικές αρχές στην περιφέρεια όπου δρούσε,
φαίνεται πως το 1836 βρισκόταν στη Φθιώτιδα.
Ενδεχοµένως να συµµετείχε στα επεισόδια.
Αργότερα, εικάζεται πως είχε δράση και στα γεγονότα του 1848, ενώ πολλές φορές είχε δηλώσει ότι ήθελε να επιστρέψει στο αρµατολίκι του.
Πιο εύκολο είναι να εντοπιστούν οι Μακεδόνες που έδρασαν µε τα κυβερνητικά σώµατα στα οποία υπηρετούσαν ή κατατάχθηκαν κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι στρατιώτες που αναζήτησαν την επαγγελµατική τους διέξοδο στον τακτικό βαυαρικό στρατό, όπως οι αναφερθέντες
Νικόλαος Κασοµούλης,
Νικόλαος Χατηριάδης και
∆ηµήτριος Τζίνος.
Ο τελευταίος, ως ταγµατάρχης της χωροφυλακής, είχε τη φήµη σκληρού βασανιστή και αποτελεσµατικού διώκτη των ληστών.
Προφανώς ήταν οπαδός του Όθωνα, αφού ήταν ένας από αυτούς που φρουρούσαν το σπίτι του Μακρυγιάννη, τη νύχτα της Σεπτεµβριανής επανάστασης.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν αρκετοί εµπειροπόλεµοι Μακεδόνες, που ζούσαν στην Εύβοια και τη Θήβα.
Αυτοί επάνδρωσαν τις ένοπλες οµάδες, υπό την ηγεσία τοπικών οπλαρχηγών, από τις οποίες προήλθαν τα σώµατα της εθνοφυλακής και της οροφυλακής.
Οι στρατιώτες του προέρχονταν από το συνοικισµό των Μακεδόνων στην Νέα Πέλλη.
Στην οροφυλακή εντάχθηκαν οι
Ελευθέριος Ιωάννου,
Αναγνώστης Παπαδόπουλος,
Ιωάννης Πολυχρόνης,
Γεώργιος Κωνσταντίνου,
Λάζος Μάρκος και
∆ηµήτριος Γάτσος.
Όλοι τους πρώην άτακτοι πολεµιστές.
Απέβλεπαν σε οικονοµικά οφέλη από το µισθό και από πιθανή λεία αλλά και στην εξασφάλιση της εύνοιας των στρατιωτικών και πολιτικών παραγόντων που βρίσκονταν στο στενό βασιλικό κύκλο και ενδεχοµένως θα τους βοηθούσαν να τακτοποιηθούν σε κάποια δηµόσια υπηρεσία.
Όπως προκύπτει µέσα από τα γεγονότα, κατά την οθωνική περίοδο οι Μακεδόνες πολεµιστές δεν ήταν υπολογίσιµη δύναµη, παρά µόνον όταν λειτουργούσαν ως οµάδα.
∆εν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν τη δράση και το ρόλο τους στον κατασταλτικό µηχανισµό των εξεγέρσεων.
Ακόµη και αυτοί που κατατάχθηκαν στο στρατό, προτίµησαν τα επικουρικά σώµατα, που σύστησε κατά καιρούς η βασιλεία.
Πιθανότατα, στην επιλογή αυτή να τους οδήγησε η δύναµη της συνήθειας του πρότερου βίου τους και η υπερτίµηση των ευκαιριών για περισσότερα κέρδη.
Περισσότερο αξιόλογη ήταν η δράση τους στην παρανοµία και στα αλυτρωτικά κινήµατα, που θα εξεταστεί σε άλλο κεφάλαιο.
Η ενασχόληση τους µε τα πολιτικά πράγµατα ήταν περιορισµένη, όπως αποδεικνύεται από την «ανύπαρκτη» συµµετοχή τους στην επανάσταση της 3ης Σεπτεµβρίου, τουλάχιστον σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία.
Υπάρχουν κάποιοι που φαίνεται ότι ανήκαν στην φατρία του Μακρυγιάννη, η οποία αποτελούνταν από παλαίµαχους αγωνιστές µε πολιτική συνείδηση, ανεξάρτητοι από κόµµατα.
Αυτούς συχνά τους όρκιζε, σύµφωνα µε την παράδοση της Φιλικής Εταιρείας, τους έβαζε να υπογράψουν στα σχέδια του και τους ανέθετε να µυήσουν κι άλλους πολίτες από διάφορες επαρχίες.
Κάποια από τα σχέδια του συντάχθηκαν για την παραχώρηση Συντάγµατος φέρουν την υπογραφή ορισµένων Μακεδόνων, οι οποίοι, ωστόσο, δεν έδρασαν µετέπειτα.
Ίσως γιατί τα πρόσωπα που περιελάµβανε ο κατάλογος αυτός ήταν κάτοικοι της Νέας Πέλλης που ενδεχοµένως είχαν κατηχηθεί από τους «µυηµένους αποστόλους» του κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους.
Επίσης, δεν ήταν γνωστή η κοµµατική τους ταυτότητα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως του Αποστολάρα, που ανήκε στο ρωσικό κόµµα και της «οµάδας» του Κωλέττη, που υποθέτουµε ότι µπορεί να ήταν γαλλόφιλοι, χωρίς ωστόσο να είναι σίγουρο, αφού το δέλεαρ της συσπείρωσής τους ήταν κατά κανόνα το προσωπικό όφελος.
Σε αντίθεση µε τους ενόπλους, η κατηγορία των λογίων ανδρών, όπως θα ήταν αναµενόµενο, προσαρµόστηκε στο νεοσύστατο κράτος πιο εύκολα και πιο οµαλά.
Από την πρώτη στιγµή που έφτασαν στην Ελλάδα φιλοδοξία τους ήταν ο διορισµός τους στα δηµόσια αξιώµατα και στον κρατικό µηχανισµό.
∆ιετέλεσαν γραµµατείς και σύµβουλοι σε διάφορες επιτροπές που συστήθηκαν κατά τη διάρκεια του Αγώνα µε σκοπό να διαχειριστούν τα τρέχοντα ζητήµατα.
Ως φορείς του φιλελεύθερου πνεύµατος και του ευρωπαϊκού ∆ιαφωτισµού, υιοθέτησαν τις ιδέες και την πολιτική συµπεριφορά της δυτικοευρωπαϊκής διανόησης και επιδίωξαν τον εκσυγχρονισµό της διοικητικής, δικαστικής και δηµοσιονοµικής πολιτικής.
Αντιµετώπισαν τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους υπό το πρίσµα του εθνικισµού, του συγκεντρωτισµού, της γραφειοκρατίας και, ενίοτε, του συνταγµατισµού.
Οι απόψεις-τους τους έφεραν σε αντιπαράθεση µε τις παραδοσιακές τοπικές ηγετικές δυνάµεις, αφού παραβίαζαν τα καθιερωµένα δικαιώµατα και την εξουσία τους.
Ωστόσο, η ανυπαρξία ισχυρού θεσµικού πλαισίου στην ελληνική κοινωνία, αναιρούσε στην ουσία την προσπάθεια τούς• σύντοµα, κατέληξαν εκφραστές µιας κενής σε περιεχόµενο πολιτικής και θεσιθήρες της εξουσίας για την εξυπηρέτηση των προσωπικών τους ωφεληµάτων και των κοµµατικών τους πελατών.
Αρωγός στην προσπάθεια τους αυτή, στάθηκε εξαρχής το παλάτι που επιδίωξε να δηµιουργήσει µια πειθήνια προς αυτό οµάδα µε σκοπό τη στελέχωση των ανώτερων διοικητικών θέσεων, µέσα στα πλαίσια της βαυαροκρατίας και του απολυταρχικού τρόπου διακυβέρνησης.
Σ’ αυτές τις θέσεις διορίστηκαν, εκτός από τους ξένους και τους ίδιους τους Βαυαρούς, ετερόχθονες πεπαιδευµένοι Έλληνες.
∆ιέθεταν µόρφωση αλλά υστερούσαν σε διασυνδέσεις µε τα κόµµατα και τις ξένες ∆υνάµεις που τα προστάτευαν. Εντούτοις και τα τρία κόµµατα είχαν οπαδούς ετερόχθονες, καθώς οι τελευταίοι εκ της καταγωγής τους δεν είχαν ερείσµατα στα τοπικά πελατειακά δίκτυα και στις οικογενειακές φατρίες. Ήταν, δηλαδή, από τους πιο φανατικούς και πειθαρχηµένους υποστηρικτές των κοµµάτων, όχι τόσο για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, όσο για το προσωπικό τους συµφέρον.
Η Αντιβασιλεία και ο Όθωνας, γνωρίζοντας τον καθοριστικό ρόλο των κοµµάτων και των ∆υνάµεων, προκειµένου να κυριαρχήσουν πολιτικά, επέλεξαν να αποδυναµώσουν τους αντιπάλους τους µε τον προσεταιρισµό και το διορισµό µόνον των πιο µετριοπαθών οπαδών τους αλλά και µε την αποµάκρυνση των «συνταγµατικών» και των «κυβερνητικών» στελεχών της καποδιστριακής περιόδου, λόγω της αντιπολιτευτικής τους δράσης.
Ο τρόπος που οργάνωσαν το κυβερνητικό σύστηµα ενίσχυε ακόµη πιο πολύ τη σχέση πελατείας-προστασίας, διότι τα κρατικά συλλογικά όργανα, όπως το υπουργικό συµβούλιο, το ανακτοβούλιο, το ελεγκτικό συνέδριο και το συµβούλιο επικρατείας, δεν είχαν τη δυνατότητα να λειτουργούν ως ανεξάρτητοι θεσµοί.
Είχαν περισσότερο συµβουλευτικό ρόλο, ενώ οι αποφάσεις τους δεν δέσµευαν το στέµµα. Ήταν απλά εκτελεστικά όργανα των καθηκόντων που τα ανέθετε ο Μονάρχης.
Εκτελεστικά στελέχη αυτών των κυβερνητικών µηχανισµών υπήρξαν και οι Μακεδόνες λόγιοι που αναµείχθηκαν στην πολιτική σκηνή.
Ο Νικόλαος Θεοχάρης ήταν ο πρώτος, που συµµετείχε σε κυβερνητικό σχήµα.
Το 1833 διορίστηκε υπουργός Οικονοµικών, χωρίς να έχει τις απαραίτητες γνώσεις στα οικονοµικά και παρέµεινε ως τις αρχές του 1836.
Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι επιλέχθηκε γι’ αυτή τη θέση επειδή είχε µεγαλώσει στη Γερµανία και γνώριζε τη γλώσσα.
Σχεδόν ποτέ δεν έπαιρνε αποφάσεις, δεν διέθετε ιδιαίτερη ευφυΐα ούτε τη διάθεση να αναλάβει πρωτοβουλίες.
Την ίδια αδράνεια έδειξε και ως γραµµατέας του υπουργείου Παιδείας και Εκκλησιαστικών.
Κατηγορήθηκε πως αµέλησε τις υποχρεώσεις του, αφού δεν φρόντισε για τα δηµοτικά σχολεία που βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση αλλά ούτε φρόντισε να αλλάξει το ελλιπές εκπαιδευτικό σύστηµα της στοιχειώδους κατάρτισης των δασκάλων.
Στον εκκλησιαστικό τοµέα δεν αξίοποίησε τα εκκλησιαστικά κτήµατα, άφησε άλυτα τα προβλήµατα µε τις άλλες εκκλησίες και δεν φρόντισε για τη µόρφωση και το µισθό των κληρικών.
Ωστόσο, αποδείχτηκε τίµιος και αµερόληπτος.
∆εν δίστασε να οµολογήσει, έπειτα από προανάκριση και έρευνα, ότι ο συµπατριώτης του Λασσάνης είχε καταχραστεί χρήµατα του δηµοσίου.
Στην κυβέρνηση έµεινε µέχρι το 1841 και επέστρεψε για λίγο το 1862 ως υπουργός Εξωτερικών. Αν και τον κατατάσσουν στους οπαδούς της αγγλικής παράταξης, δεν είχε ιδιαίτερη κοµµατική ταυτότητα, παρά µονάχα ότι τάχθηκε στο πλευρό των Συνταγµατικών την περίοδο του 1832.
Ένας Μακεδόνας πολιτικός που είχε σαφείς κοµµατικές διασυνδέσεις και συζητήθηκε πολύ για το «έργο» του ήταν ο ήδη αναφερθείς Γεώργιος Λασσάνης.
Τον διόρισε ο Αrmansperg γραµµατέα των Οικονοµικών το 1836. Υπήρξε φίλος και πιστός του συνεργάτης, ή αλλιώς «στενόν όργανο του αγύρτου Άρµανσµπεργκ».
Ο διορισµός του σε µια τέτοια καίρια θέση του δηµοσίου εξυπηρετούσε πρωτίστως τον αρχικαγκελάριο και δευτερευόντως τον ίδιο.
Ο Αrmansperg είχε κατηγορηθεί για άσκοπες δαπάνες και σπατάλη του δηµοσίου χρήµατος, κυρίως για να καλύπτει τις καταχρήσεις των ανθρώπων που διόριζε, ώστε να δηµιουργεί θετικό κλίµα για το πρόσωπο του και για να κρατηθεί στην εξουσία.
Στην προσπάθειά του αυτή βρήκε κατάλληλο συνεργό τον Λασσάνη, ο οποίος ήταν «άνδρας ικανός, αλλά γνωστός για την ανεντιµότητα και την πανουργία του».
∆εν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι του ανατέθηκε η εφαρµογή του νόµου περί προικοδοτήσεως, ο οποίος προσέφερε θαυµάσιες ευκαιρίες για καταχρήσεις.
Προστάτης του ήταν επίσης και ο κύριος Maximilian Frey, βαυαρός αξιωµατικός και µέλος του ιδιαίτερου γραφείου του βασιλιά.
Ήταν και αυτός όργανο του Αrmansperg, αφού, όταν προέκυπτε ανάγκη, τον αντικαθιστούσε στην αρχικαγκελαρία.
Ο Frey ήταν οικονοµικός σύµβουλος και υπεύθυνος και αυτός για το νόµο περί προικοδοτήσεως αλλά αντίπαλος του Rigny, προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ήθελε να περιορίσει τις καταχρήσεις του.
Τις πελατειακές αυτές σχέσεις τις περιέγραψε εξαιρετικά ο Μακρυγιάννης.
Τον Λασσάνη από τον καιρόν όπου έφυγε ο φίλος του ο Αρµασπέρης τον έβγαλε η Μεγαλειότης του από την Οικονοµίαν, όπου ήταν Γραµµατέας, και τον έβαλε εις το Λογιστικόν µε βαρύ µιστόν•
ότι θα κάµη κόπον να διορθώση τις δικές του κατάχρησες κι των φίλων του, όπου τους έδωσε µύλους, σταφιδότοπους, αργαστήρια κι’ άλλα• του συντρόφου του Σπυροµήλιου και αδελφού του την Λιβαδόστρατα µε προσόδους χιλιάδες δραχµές, του Μαµούρη ελιές κι απείρους τόπους, του Τζαβέλα – αφού πήραν όλον τον Έπαχτον, έλαβαν κ’ εδώ εις το κέντρο του παζαριού το καλύτερον µέρος•
και των Γριβαίων τους έδωσε ένα χωριό Αρµασπέρης εις την Βόνιτζα περίτου από είκοσι πέντε χιλιάδες στρέµµατα•
κι ο αρχηγός της συντροφιάς ο Αρµασµπέρης πάγει φορτωµένος εις την Μπαυαρία.
Όσο να ξετυλίξη όλα αυτά ο Λασσάνης εις το Λογιστικόν, κι’ άλλο πλήθος έκαµεν από τότε οπούφυγε ο Αρµασπέρης.
Και τον έπαψε ο Βασιλέας.
Και είναι καταλυπηµένη όλη η συντροφιά του.
Οι εφηµερίδες της εποχής τον κατακεραύνωσαν.
Υποστήριζαν ότι διένειµε τα εθνικά κτήµατα και τους εύφορους αµπελώνες µε µηδαµινή αντίτιµο στους φίλους του, χωρίς να υπολογίσει τα εθνικά συµφέροντα, αρκούµενος µόνο στη φαινοµενική εφαρµογή του νόµου και εξασφαλίζοντας την υποστήριξη ισχυρών πολιτικά ανδρών.
Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που έκλεβε το δηµόσιο ταµείο.
Ως γενικός έφορος Αττικής και Βοιωτίας, διορισµένος το 1833 µε τη µεσολάβηση του Νικολάου Σιληβέργου, ήταν επιφορτισµένος µε την ενοικίαση προσόδων.
Έπειτα από έλεγχο που πραγµατοποιήθηκε από τον Θεοχάρη, αποδείχθηκε ότι είχε δωροδοκηθεί µε µέρος, των προσόδων, τις οποίες είχε ενοικιάσει σε εταιρεία κερδοσκόπων.
Αν και αποκαλύφθηκε, δεν είχε την αναµενόµενη τιµωρία, είτε γιατί ο Θεοχάρης, υπουργός Οικονοµικών τότε, ήταν φίλος και συµπατριώτης του, είτε γιατί εκκρεµούσαν πολλές υποθέσεις στο υπουργείο του, είτε για κάποιο άλλο λόγο.
Αντίθετα, προβιβάστηκε στη γραµµατεία των Οικονοµικών από τον Αrmansperg και συνέχισε, µαζί µε τη συντροφιά του, τις καταχρήσεις σε κάθε ευκαιρία.
Ετρόµαξε, βεβαίως, το κοινόν, όταν από του βήµατος ήκουε τους Βουλευτάς της Λιβαδείας και Λοκρίδος εκθέτοντας την λήστευσιν του δηµοσίου πλούτου την γινοµέµην από αυτούς τους υπαλλήλους του κυρίου Α. Μεταξά•
και µάλιστα εκπλήττεται ήδη µαθόν προσέτι ότι και αφ’ ου περί πάντων τούτων των καταχρήσεων ειδοποιούνται καθεκάστην ο κύριος Μεταξάς και ο Λασσάνης του, αυτοί όχι µόνον διατήρουν τους υπαλλήλους τούτους, αλλά και όσον µεγαλύτερας καταχρήσεις κάµνουν, τόσον ευνοούνται και υπερασπίζονται παρ’ αυτών και έτι πλέον εξεπλάγη όταν έµαθε ότι ο Κ. Μεταξάς και ο Κ. Λασσάνης, νευρόσπαστον του οποίου είναι εις τα πλειότερας περιστάσεις ο Υπουργός,
αποβάλλουν µε αγανάκτηση εκείνους οίτινες τους καταµηνύουν τας καταχρήσεις των υπαλλήλων των.
Μετά το νόµο περί προικοδοτήσεως εφάρµοσε το νόµο περί χαρτοσήµου.
Συνέταξε µάλιστα διάταγµα, µε το οποίο διέτασσε όλες οι Αρχές να διαχειρίζονται «το λοιπόν χάρτιον όµοια µε εκείνο του χαρτοσήµου».
Φρόντισε, όµως, η συντροφιά του να προµηθευτεί ποσότητα χαρτιού, πριν ακόµα δηµοσιευθεί ο σχετικός νόµος, για να το µεταχειριστεί σε διάφορες επιχειρήσεις.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι νοµικές διαδικασίες, το χαρτί που είχε εισαχθεί στην Ελλάδα πληρούσε πλέον τις προδιαγραφές του διατάγµατος της αρχικαγκελαρίας.
Αγοράστηκε λοιπόν από τη κυβέρνηση για έκδοση χαρτοσήµου, σε τιµή µάλιστα που καθόρισε ο ίδιος ο Λασσάνης, παραβιάζοντας το διάταγµα που όριζε τη δηµοπράτησή του.
Κατόπιν, µαζί µε τη συντροφιά του επιχείρησε να το διαθέσει, όπως τον συνέφερε.
Λέγεται πως µεταφέρθηκε σφραγισµένο πρώτα στο σπίτι του «επί του χαρτοσήµου» επιστάτη και από εκεί µεταφερόταν σταδιακά στο νοµισµατοκοπείο για τύπωση.
Οι εφηµερίδες τον επέκριναν λέγοντας πως είχε αγοράσει µέχρι και τον πετρώδη βράχο του Λυκαβηττού για λογαριασµό του δηµοσίου.
Αναρωτιόνταν από πότε οι βράχοι ανήκαν σε ιδιοκτήτες και από ποιον ακριβώς τούρκο ιδιοκτήτη τον είχε αγοράσει.
Αργότερα, διορίσθηκε στο ελεγκτικό συνέδριο, σύµφωνα µε τον Τύπο, για να καλύψει και να δικαιολογήσει τις πράξεις του.
Ορίστηκε επίσης επίτροπος του βασιλιά, µια θέση που απαιτούσε άνθρωπο µε νοµικές γνώσεις, τις οποίες ο Λασσάνης δεν διέθετε.
∆ιετέλεσε γενικός γραµµατέας και στο υπουργείο Στρατιωτικών, αφού την περίοδο του αγώνα είχε λάβει στρατιωτικό βαθµό.
Κάποιοι ισχυρίστηκαν σκωπτικά ότι είχε τόσες γνώσεις για το στρατό όσες περί υποδηµατοποιίας.
Ωστόσο, ο διορισµός του ανταποκρινόταν στην επιθυµία του Στάικου, υπουργού στρατιωτικών το 1849, αλλά και στους σκοπούς του υποστράτηγου τότε Γαρδικιώτη, και των οµοίων του, που κυβερνούσαν την Ελλάδα, σε µια περίοδο δύσκολη, καθώς είχαν µόλις προηγηθεί τα επαναστατικά κινήµατα του 1847-1848.
Οι πολίτες θεωρούσαν ότι το υπουργείο Στρατιωτικών βρισκόταν υπό τη διεύθυνση ασυνείδητων µεν ανδρών, αφοσιωµένων δε στο θρόνο και στη βασιλική «καµαρίλα».
Ο Λασσάνης και οι πάτρωνές του, ξόδευσαν για προσωπικό όφελος τους ένα µέρος από τα µεγάλα χρηµατικά ποσά που προορίζονταν για τις στρατιωτικές δαπάνες, παρουσιάζοντας µάλιστα, πολλές φορές στην κυβέρνηση και το λαό, πλασµατικό αριθµό στρατιωτών που υπηρετούσαν σε σχέση µε αυτούς που ήταν εγγεγραµµένοι στους επίσηµους καταλόγους των τακτικών σωµάτων.
Συχνά, επίσης, ως υπεύθυνοι για τις επιτροπές που διαχειρίζονταν στρατιωτικά ζητήµατα, όπως η «επί του ιµατισµού επιτροπή» δωροδοκούνταν µε διάφορες προµήθειες.
Τέλος, διετέλεσε αρκετές φορές Νοµάρχης Αττικής και Βοιωτίας.
Το 1843 προσπάθησε να εκλεγεί πληρεξούσιος των Μακεδόνων στην Εθνοσυνέλευση, αλλά απέτυχε.
Προφανώς ούτε οι συµπατριώτες του τον εκτιµούσαν αρκετά.
Ο λόγιος Αναστάσιος Πολυζωίδης όχι µόνο κατέλαβε σηµαντικές θέσεις στο δηµόσιο τοµέα και στην κυβέρνηση, αλλά ασχολήθηκε και µε την πολιτική θεωρία.
Ήταν ένας ακόµα από τους Μακεδόνες που άσκησε σφοδρή αντικαποδιστριακή πολιτική.
Η εφηµερίδα του, µε τίτλο Απόλλων και υπότιτλο «Εφηµερίς Αντιδεσποτική και Αντικαποδιστριακή», που εκδιδόταν στην Ύδρα και κυκλοφόρησε µέχρι τη δολοφονία του Καποδίστρια, έγινε το επίσηµο όργανο των «Συνταγµατικών», που είχαν συγκεντρωθεί στο νησί.
Το γεγονός προκαλεί εντύπωση, αν αναλογιστούµε ότι ο Σερραίος λόγιος δεν ήταν εξαρχής αντικαποδιστριακός, εφόσον στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ψήφισε την εκλογή του.
Μάλιστα ο ίδιος στα Ελληνικά του έγραφε:
«η συνέλευσις […] εψήφισε πολίτευµα τελειότερον των προηγούµενων,
συµπηκνώσα όλην την Νοµοτελεστικήν εξουσίαν εις χείρας ενός επί επταετίαν άρχοντος, καλουµένου Κυβερνήτου της Ελλάδος,
και ως τοιούτον ανηγόρευσε τον Κερκυραίων Ιω. Καποδίστριαν».
Όσον αφορά τις απόψεις του για το πολίτευµα, µέσα από τα βιβλία που εξέδωσε κατά τη διάρκεια της επανάστασης, το Προσωρινό πολίτευµα της Ελλάδας και το Θεωρία γενική περί των διαφόρων ∆ιοικητικών Συστηµάτων και εξαιρέτως του Κοινοβουλευτικού, προκύπτει πως θεωρούσε ως καταλληλότερο σύστηµα διοίκησης για τους φιλελεύθερους ανθρώπους το κοινοβουλευτικό, που περιλάµβανε και τη συνταγµατική µοναρχία, και στηριζόταν στην αρχή της ισονοµίας και της ελευθερίας.
Η αντιπολιτευτική του γραµµή δικαιολογείται, εν µέρει, από την άρνηση παραχώρησης συντάγµατος και όχι τόσο από τη συγκεντρωτική άσκηση της εξουσίας από τον Καποδίστρια. Ενδεχοµένως, όµως, να οφείλεται και σε προσωπικά συµφέροντα και φιλοδοξίες, καθώς όλα ξεκίνησαν όταν δεν ικανοποιήθηκαν τα αιτήµατά του για διορισµό σε θέσεις του δηµοσίου, που ο ίδιος πίστευε ότι άξιζε.
Η έντονη πολιτική δράση του Πολυζωίδη συνεχίστηκε και κατά την οθωνική περίοδο.
Ήταν φιλικά προσκείµενος στην αγγλική παράταξη όπως και ο Γεώργιος Πραΐδης, φίλος και συναγωνιστής του και υπουργός ∆ικαιοσύνης το 1833.
Την ίδια χρονιά τον διόρισε πρόεδρο του δικαστηρίου του Ναυπλίου, θέση που κατείχε ο ίδιος προηγουµένως.
Εξαιτίας της αντικαποδιστριακής του στάσης και των ρωσόφιλων αισθηµάτων του, ιδιαίτερα κατά του Κολοκοτρώνη, επιλέχθηκε µαζί τον Τερτσέτη κι άλλους ενάντιους του ρωσικού κόµµατος, για να δικάσει τον γέρο του Μωριά.
Όµως η Αντιβασιλεία έκανε λάθος στις εκτιµήσεις της, αφού ο Πολυζωίδης αρνήθηκε να καταδικάσει έναν αθώο.
Αµέσως µετά την ενηλικίωση του Όθωνα έγινε Αρεοπαγίτης και αργότερα αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.
Το 1837 απολύθηκε ο Αrmansperg και αντικαταστάθηκε από τον Rudhart, ο οποίος διόρισε τον αγγλόφιλο Πολυζωίδη γραµµατέα Εσωτερικών και ταυτόχρονα Εκκλησιαστικών και Παιδείας, για να κατευνάσει την αγγλική αντίδραση.
Ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν είχε τα αναµενόµενα αποτελέσµατα, διότι ο Lyons, πρεσβευτής της Βρετανίας στην Ελλάδα, δεν τον συµπαθούσε ιδιαίτερα.
Την ίδια άποψη είχε και ο Αrmansperg που «αµφισβητούσε την τιµιότητα και την καθαρότητα των πολιτικών του αρχών».
Σ’ αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι ο Πολυζωίδης, στις αρχές του 1837, έγραφε «ανώνυµα» στην εφηµερίδα Ελπίς.
Με τα άρθρα του αυτά στηλίτευε την Αντιβασιλεία, λέγοντας ότι
«ως να ήλθεν εις δορύκτητον τόπον, ως να εκαλέσθη να διοικήση Γότθους, και όχι απογόνους Ελλήνων, φίλους της ελευθερίας, κατέφυγεν ευθύς εις µέτρα αυθαίρετα και αντεθνικά».
Τη θεωρούσε υπεύθυνη για πολλά δεινά της χώρας και αναρωτιόταν
«τι άλλο εσκόπουν παρά την στερέωσιν της Ξενοκρατίας, και την µεταµόρφωσιν της αυτονόµου Ελλάδος εις αποικίαν Βαυαρικήν».
Πολύ σύντοµα, όµως, αποκήρυξε τα όσα πίστευε για την Αντιβασιλεία και τάχθηκε στις υπηρεσίες της κυβέρνησης, πρόθυµος να εργαστεί σε οποιοδήποτε τοµέα της κρατικής µηχανής.
Η απόφασή του ίσως να µην ήταν και τόσο αντιφατική, γιατί, ενώ στρεφόταν κατά της Αντιβασιλείας, ποτέ δεν επέκρινε το θεσµό της βασιλείας και τον ίδιο τον Όθωνα.
Στο ίδιο άρθρο δήλωσε τα εξής.
Εφάνη και η Βασιλική Αρχή εν τω µέσω των Ελλήνων, ο νέος Μονάρχης, πλήρης χαρίτων και αυτόχρηµα αγάθοτητος, εκέρδησε την καρδίαν όλων ανεξαιρέτως•
αλλ’ η ανηλικιότης του συνεπέφερε εξ ανάγκης την Επιτροπείαν•
εντεύθεν η περίοδος της Αντιβασιλείας, περίοδος νέων ωδύνων και δυστυχηµάτων. […]
Η ενηλικίωσις του αγαθού Βασιλέως συνείχε την υποµονήν των Ελλήνων, διότι αυτή µόνη του εφαίνετο το τέρµα των δεινών και της πραγµατοποιήσεως των χρηστών ελπίδων των η αρχή.
Φυσικά, δεν έπαψε να πιστεύει, ως γνήσιος φιλελεύθερος, ότι µόνο µε τη συνταγµατική µοναρχία το έθνος θα φτάσει στην κατάσταση που επιθυµεί.
Από την άλλη, όµως, συνέβη ένα περιστατικό που έθιξε την πολιτική διαγωγή και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, αφού κατηγορήθηκε για διπροσωπία.
Το φθινόπωρο του 1837 κορυφώθηκε η αντιπαλότητα ανάµεσα στους Έλληνες και τους Βαυαρούς εξαιτίας της προσπάθειας της κυβέρνησης να διατηρήσει στο δυναµικό της τα βαυαρικά στρατεύµατα για µια ακόµα περίοδο, ενώ έληγε η σύµβαση τους.
Οι Έλληνες, ειδικά οι παραµεληµένοι οπλαρχηγοί και στρατιώτες, αντέδρασαν έντονα.
Όµως η δυσφορία τους οξύνθηκε ακόµα περισσότερο, όταν άρχισαν οι αµοιβαίες επιθέσεις ανάµεσα στην εφηµερίδα Ελπίς του Λεβίδη και στον Ελληνικό Ταχυδρόµο, το ηµιεπίσηµο όργανο του Rudhart.
Η Ελπίς, όπως κι άλλες αντικυβερνητικές εφηµερίδες, διαµαρτύρονταν για την κατάληψη θέσεων από τους Βαυαρούς, ενώ οι φιλοκυβερνητικές επαινούσαν την προσφορά τους και τόνιζαν την ανάγκη της παρουσίας τους στον κρατικό µηχανισµό.
Ο Ελληνικός Ταχυδρόµος καταφέρθηκε εναντίον του Λεβίδη και τον προσέβαλε.
Ο Λεβίδης απάντησε µε σφοδρό τρόπο, προτείνοντας στο λαό της Πελοποννήσου να εξεγερθεί και δέχτηκε επίθεση στο καφενείο «Ωραία Ελλάς».
Λίγες µέρες αργότερα η κυβέρνηση κινήθηκε δικαστικά εναντίον του και διέταξε να συλληφθεί, διότι είχε πληροφορίες πως ο Λεβίδης ενεργούσε κρυφά για να ταράξει την κοινή ησυχία.
Ο Πάϊκος, ως υπουργός ∆ικαιοσύνης, αρµόδιος να εφαρµόσει το βασιλικό ένταλµα, αρνήθηκε να εκτελέσει τις διαταγές, αν και «σπάνια ήταν διατεθειµένος να θέσει τις αρχές υπεράνω του συµφέροντος».
Ανέλαβε, όµως, να το εκτελέσει παράνοµα ο Πολυζωίδης, σφετεριζόµενος τα καθήκοντα της ∆ικαστικής Αρχής.
Η Αθηνά έγραψε:
Σε καµία άλλη εποχή, κανενός άλλου υπουργού, δεν προσβλήθηκαν οι ατοµικές ελευθερίες του Έλληνα και του ξένου και δεν κλονίσθηκαν τα θεµέλια της ελληνικής κοινωνίας τόσο, όσο επί των ηµερών της υπουργείας του ποτέ µεν διασήµου δια τα φιλελεύθερα φρονήµατα του, νυν δε περιβόητου δια τας αυθαιρεσίας και δεσποτικάς πράξεις.
O Lyons, µετά το αναφερθέν περιστατικό, έχασε κάθε εκτίµηση του γι’ αυτόν, ενώ ο Λεβίδης δηµοσίευσε το παραπάνω ανώνυµο άρθρο που είχε γράψει ο Πολυζωίδης στη δική του εφηµερίδα του µήνες νωρίτερα, στις 10 Ιανουαρίου του 1837, και κατηγορούσε την Αντιβασιλεία.
Ο Λεβίδης µε την πράξη του αυτή ήθελε να δείξει τη µεταστροφή του Πολυζωίδη και πως
«αι υγιέστεραι κρίσεις περί των ελληνικών πραγµάτων, και τα φλογερώτατα αισθήµατα των πρώην αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου διαψεύδονται πανδήµως από την σηµερινήν διαγωγήν του και αποδεικνύονται αι τότε ιδέαι και τα φρονήµατα απλαί σχολαστικαί µελέται περί πατριωτισµού και φιλελευθερίες».
Μετά από όλα αυτά επέστρεψε στην προηγούµενη θέση του και αργότερα διορίσθηκε σύµβουλος επικρατείας.
Αν και σύντοµη η παρουσία του στα δύο αυτά υπουργεία, το όνοµα του συνδέθηκε µε δύο βασιλικά διατάγµατα που υπέγραψε εκείνη την περίοδο. Το ένα αφορούσε την παιδεία και τη σύσταση του πανεπιστηµίου, θέµατα που του ήταν γνωστά, αφού πολλές φορές είχε συµµετάσχει σε επιτροπές που είχαν καταρτιστεί για να προσδιορίσουν το θεωρητικό και θεσµικό πλαίσιο διοργάνωσης της παιδείας. Το δεύτερο διάταγµα αφορούσε τον Τύπο.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην κυβέρνηση το 1837 βρισκόταν ακόµα ένας Μακεδόνας, ο Ανδρόνικός Πάϊκος, γραµµατέας της ∆ικαιοσύνης.
Ανήκε στο στενό περιβάλλον του Όθωνα και στο πελατειακό κύκλωµα του Κουντουριώτη.
Μάλιστα, εξαιτίας της επιρροής του τελευταίου στον πρωθυπουργό Rudhart, διορίστηκε υπουργός. Κοµµατικά, όµως, ανήκε στη ρωσική παράταξη.
Μάλιστα την περίοδο εκείνη δύο σηµαντικοί τοµείς του κράτους, η γραµµατεία της ∆ικαιοσύνης, µε υπουργό τον Πάϊκο και των Εσωτερικών, µε υπουργό τον Γλαράκη, βρίσκονταν στα χέρια δύο Ναπαίων.
Πιστοί αµφότεροι στη φατριαστική οδό και στο κόµµα, διόριζαν σε ανώτερες δηµόσιες θέσεις µόνον Ναπαίους για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι θεωρούσαν ότι ο Πάϊκος ήταν µικρός και ασήµαντος και ότι η αφοσίωση του σε όλες τις κυβερνήσεις του είχε δώσει το διαβατήριο για να διοριστεί σε υπουργική θέση.
Αυτό ίσως εξηγείται, ως ένα βαθµό, από το γεγονός ότι είχε διασυνδέσεις µε δυο διαφορετικά κόµµατα.
Επί των ηµερών του προέκυψε το σκάνδαλο της Φιλορθόδοξης Εταιρείας και του ανατέθηκε η δικαστική εξέταση της υπόθεσης.
Όµως, οι χειρισµοί του, η αδράνεια του, η εκούσια καθυστέρηση στις ανακρίσεις και στην κατάσχεση εγγράφων προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια του κόσµου, που δικαιολογηµένα εκτίµησε ότι γινόταν προσπάθεια συγκάλυψης φανατικών ρωσόφιλων κυβερνητικών, όπως ο Γλαράκης.
Στην κυβέρνηση έµεινε ως το 1841, περνώντας από διάφορα υπουργεία και χρησιµεύοντας στον Όθωνα ως «αποδιοποµπαίος τράγος» για εξευµενισµό των άσχηµων σχέσεων που είχαν δηµιουργηθεί µε τη Βρετανία την περίοδο εκείνη.
Επέστρεψε ξανά το 1850 και παρέµεινε ως το 1852.
Ως ετερόχθονας κατηγορήθηκε πως, όταν γινόταν η επανάσταση αυτός την έβλεπε από µακριά, ως θεατής των συµφορών και των αγώνων του έθνους.
Μπορεί κάποιοι να ισχυρίστηκαν ότι «ο κύριος Πάϊκος δεν βρήκε ποτέ εξαιτίας της πολιτικής του διαγωγής, συµπάθεια στο κοινό», όµως οι Μακεδόνες τον εκτιµούσαν και ήταν σίγουροι πως µπορούσε να τους βοηθήσει στα προβλήµατα τους•
γι’ αυτό τον εξέλεξαν πληρεξούσιο τους, στην Εθνοσυνέλευση του 1843.
Η παρουσία του εκεί, όντως ήταν πολύ σηµαντική, γιατί µε την τοποθέτηση του στο ζήτηµα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, που ανέκυψε κατά τη διάρκεια της Εθνικής Εθνοσυνέλευσης, πρόβαλλε τα δικαιώµατα των συµπατριωτών του.
Στην πραγµατικότητα η αντιπαράθεση αυτοχθόνων και ετεροχθόνων ήταν η κορύφωση µιας µακρόχρονης διένεξης που ταλάνιζε την ελληνική κοινωνία από την έναρξη της επανάστασης.
Η διαµάχη, όµως, οξύνθηκε κατά τη διάρκεια της Εθνοσυνέλευσης του 1843-1844.
Οι πρώτες έριδες ξεκίνησαν κατά τις διαδικασίες ελέγχου της νοµιµότητας των πληρεξουσίων των επαρχιών της οθωµανικής αυτοκρατορίας, προκειµένου να δικαιούνται να λάβουν µέρος στις εργασίες της.
Ήταν ένα πρόβληµα που είχε ανακύψει σχεδόν σε όλες τις Εθνοσυνελεύσεις που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια του Αγώνα έως και την έξωση του Όθωνα.
Σε όλες τις περιπτώσεις αξιοσηµείωτη ήταν η συλλογική προσπάθεια των ετεροχθόνων στρατιωτικών και πολιτικών, που ως γραµµατείς και σύµβουλοι των ηγετών ή ως νόµιµοι πληρεξούσιοι των επαρχιών τους, άλλοτε µε απλές αναφορές και άλλοτε ως παρευρισκόµενοι, γνωστοποιούσαν τα αιτήµατα των συµπατριωτών τους, τους αγώνες τους και ζητούσαν να συµπεριληφθούν οι πατρίδες τους µέσα στα όρια του νέου κράτους.
Αν συγκρίνει κανείς τους καταλόγους των πληρεξουσίων, θα διαπιστώσει πως τα πρόσωπα που εκπροσωπούσαν τις διάφορες κατηγορίες πολιτών όλο αυτό το χρονικό διάστηµα ήταν, µε µικρές αλλαγές, τα ίδια και προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές οµάδες.
Οι πληρεξούσιοι των Μακεδόνων στην εθνοσυνέλευση του 1843 ήταν οι
Ανδρόνικος Πάϊκος,
∆ιαµαντής Νικολάου Ολύµπιος,
Κωνσταντίνος ∆όσιος και
Τσάµης Καρατάσος.
∆ύο επιφανείς άνδρες από το στρατιωτικό χώρο και δύο από τον πολιτικό, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι τους είχαν εκπροσωπήσει και στο παρελθόν.
Το έναυσµα, όµως, που πυροδότησε τη µεγάλη συζήτηση σχετικά µε τους αυτόχθονες και τους ετερόχθονες δόθηκε στις 8 Ιανουαρίου, όταν η συνέλευση, µε αφορµή το τρίτο άρθρο του σχεδίου συντάγµατος, θα µελετούσε τα χαρακτηριστικά του Έλληνα πολίτη.
Αναγνώσθηκαν τότε στη συνεδρίαση πολλές αναφορές πολιτών, που ζητούσαν την αποµάκρυνση των ετεροχθόνων νεηλύδων από τις δηµόσιες υπηρεσίες.
Από εκείνη τη στιγµή και για τις επόµενες συνεδριάσεις η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τα προσόντα του Έλληνα δηµοσίου υπαλλήλου.
Η πλειοψηφία των οµιλητών ήταν επιφανείς ετερόχθονες που είχαν έρθει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της επανάστασης και συµµετείχαν στο στρατιωτικό και πολιτικό τοµέα.
Ως εκπρόσωποι των συµπατριωτών τους αλλά και ως άµεσα θιγόµενοι οι ίδιοι εναντιώθηκαν µε σθένος στην πρόταση που υπονόµευε τα συµφέροντα τους.
Από τις θέσεις των οµιλητών ξεχώρισε η τοποθέτηση του Ανδρόνικου Πάϊκου στις 18 Ιανουαρίου.
Αντιπροσώπευε έλληνες συναδέλφους και αγωνιστές,
που ήταν κάτοικοι µιας επαρχίας που είχε λάβει τα όπλα και υποστεί τα δεινά του πολέµου και της καταστροφής,
αλλά αποκλείστηκε από τα όρια του κράτους.
Τα επιχειρήµατα του βασίζονταν στο Α΄ και Β΄ ψήφισµα της Ερµιόνης και στο Σύνταγµα της Τροιζήνας:
Το ελληνικό κράτος ήταν αδιαίρετο και αποτελούνταν από όσες επαρχίες είχαν λαβει τα όπλα, ενώ τα δικαιώµατα ήταν κοινά για όλους.
∆υσανασχέτησε µε την άποψη που είχε ακουστεί, να κατακερµατιστούν οι επαρχίες σε πόλεις, κωµοπόλεις και χωριά, ανάλογα µε το αν έλαβαν τα όπλα ή όχι.
Είπε χαρακτηριστικά:
«Η κλαγγή των όπλων αντηχεί από το εν εις το άλλο άκρον, δεν ηδύνατο αν επαναστατήση εν χωρίον, χωρίς να ήναι σύνθηµα κοινόν της επαρχία τους.
Το πυρόβολον ενός χωρίου έφερεν εις την άλλην άκραν του χωρίου την επανάστασιν, ή, αν αυτή επρολαµβάνετο, την σφαγήν και την καταστροφήν».
Επιπλέον, επεσήµανε ότι τα δικαιώµατα και η τύχη των ελευθέρων και µη ελευθέρων επαρχιών, καθορίστηκαν βάσει των πρωτοκόλλων και των εθνικών αποφάσεων.
Περιέγραψε τους αγώνες των συµπατριωτών του, που έδραξαν τα όπλα, αναχαίτισαν τον εχθρό, υπερασπίστηκαν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους, αλλά εγκαταλείφθηκαν από τις ∆υνάµεις µε αποτέλεσµα να υποστούν σφαγές και πυρπολήσεις.
Από αυτούς οι πιο δυνατοί συνέχισαν τον Αγώνα τους στην ελεύθερη Ελλάδα, ενώ όσοι αδυνατούσαν, λόγω ασθένειας, ηλικίας ή άλλων κωλυµάτων, υπέκυψαν εκ νέου στο τουρκικό ζυγό, µέχρις ότου οι ∆υνάµεις µε τα πρωτόκολλα να τους επιτρέψουν να µεταναστεύσουν.
«Ήλθοµεν, και δεν σας εζητήσαµεν, ειµή άρτον και ολίγην γήν, ως αντάλλαγµα των απολεσθεισών ιδιοκτησιών µας».
Τέλος, δήλωσε ότι δεν ζήτησαν δηµόσιες θέσεις αλλά να αναγνωριστούν Έλληνες πολίτες και να απολαµβάνουν τα δικαιώµατα που απορρέουν από αυτή την ιδιότητα και τα οποία τα είχαν αποκτήσει µε προηγούµενα Συντάγµατα.
Τελικά, χάρη στον επιδέξιο πολιτικό χειρισµό του Μαυροκορδάτου, ψηφίστηκε µια µετριοπαθής τροπολογία, σύµφωνα µε την οποία αυτόχθονας δεν θεωρούνταν µόνο αυτός που είχε γεννηθεί στις απελευθερωµένες περιοχές αλλά και αυτός που είχε πολεµήσει σε µια από τις υποδουλωµένες επαρχίες και εγκατασταθεί στην Ελλάδα ως το 1827.
Όλοι οι άλλοι θα απολύονταν από τις δηµόσιες υπηρεσίες και θέσεις που κατείχαν από δύο µέχρι τέσσερα έτη µετά τη δηµοσίευση του συντάγµατος, ανάλογα µε το έτος της έλευσης τους στην Ελλάδα.
Από τις κατηγορίες αυτές εξαιρέθηκαν οι καθηγητές, οι δάσκαλοι,
«οι εκτός του κράτους διορισµένοι εις διερµηνευτικάς και προξενικάς θέσεις, τας οποίας ο του αγώνος Έλλην δεν µπορεί να αναπληρώση»,
οι υπηρετούντες στο στρατό και το ναυτικό.
Μετά το τέλος της εθνοσυνέλευσης άρχισε η εφαρµογή των αποφάσεών της.
Το ζήτηµα που απασχόλησε περισσότερο τους ενδιαφερόµενους, όπως ήταν φυσικό, ήταν οι απολύσεις των δηµοσίων υπαλλήλων σύµφωνα µε το β΄ ψήφισµα.
Από την πρώτη στιγµή καταρτίστηκαν και δηµοσιεύτηκαν πίνακες µε τα ονόµατα των υποψηφίων προς απόλυση και άρχισαν νέες συζητήσεις στη βουλή, µαζί µε τις αναµενόµενες παρεµβάσεις των βουλευτών.
Το θέµα έλαβε ευρύτερες διαστάσεις µέσα από τον Τύπο της εποχής.
Εκείνο όµως που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του κόσµου ήταν ο κατάλογος που υπέβαλε στη βουλή ο Ιωάννης Τοµαράς µε τα ονόµατα των νεηλύδων που βρίσκονταν στις δηµόσιες θέσεις.
Η ανάγνωση των ονοµάτων θεωρήθηκε «χαµερπής» πράξη από κάποιους βουλευτές, που παρατήρησαν ότι όλοι µπορεί να γνώριζαν πρόσωπα που δεν πληρούσαν τα προσόντα του β΄ ψηφίσµατος και εν τούτοις να παρέµειναν στις δηµόσιες θέσεις, αλλά το πρέπον ήταν να απευθύνονται στον αρµόδιο υπουργό.
Η αξιοπιστία του καταλόγου τέθηκε σε αµφισβήτηση, καθώς περιείχε και ορισµένα ονόµατα ανδρών πολύ γνωστών, που βρίσκονταν στην Ελλάδα από την αρχή του Αγώνα, όπως του
«αξιοτίµου Γερουσιαστού Κ. ∆ιαµαντή Ολυµπίου».
Τελικώς, το ψηφίσµατα εφαρµόστηκε συστηµατικά, αλλά όχι αξιοκρατικά σε όλες τις περιπτώσεις, εφόσον θυσιάστηκαν άνδρες «επιφανείς», που ενδεχοµένως δια µέσου της νοµικής οδού θα µπορούσαν να παραµείνουν στις θέσεις τους, σε αντίθεση µε κάποιους «αφανείς», που χρησιµοποίησαν κάθε τρόπο προκειµένου να αποφύγουν την απόλυση.
Η αντιδικία ανάµεσα στους ετερόχθονες και στους αυτόχθονες, δυστυχώς δεν τελείωσε µε τον καθορισµό των προσόντων των δηµοσίων υπαλλήλων.
Μια νέα διαµάχη ξέσπασε λίγες µέρες αργότερα, µε αφορµή τις διατάξεις για την εκλογή των βουλευτών.
Η νέα κρίση προέκυψε στη συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 1844, όταν διάφορες οµάδες πολιτών, µεταξύ των οποίων και οι µετανάστες των οθωµανικών επαρχιών που είχαν εγκατασταθεί στο ελληνικό κράτος, µε αναφορά τους προέβαλαν το δικαίωµα τους να εκπροσωπούνται χωριστά στη βουλή.
Οι οµιλητές κατέθεσαν τη γνώµη τους αν θα έπρεπε να αντιπροσωπεύονται οι οµογενείς της Ελλάδας µε δικούς βουλευτές ως ξεχωριστές οµάδες και διαφορετικά συµφέροντα από τους ντόπιους ή αν δεν έπρεπε να αποτελούν ξεχωριστό εκλογικό σώµα, αλλά ενιαίο µαζί µε τους συµπολίτες τους στην περιφέρεια που κατοικούσαν για να µην διαιωνίζουν όσα τους χώριζαν.
Μακροσκελής και εµπεριστατωµένη ήταν η οµιλία του Πάϊκου στην παραπάνω συνεδρίαση. Υποστήριξε ότι τα πολιτικά δικαιώµατα τους ήταν ιερά και απαραβίαστα, καθώς τους παραχωρήθηκαν από τα Συντάγµατα των Εθνοσυνελεύσεων.
Από αυτά θεωρούσε κορωνίδα, το δικαίωµα της αντιπροσώπευσης, διότι χωρίς αυτό, τα δικαιώµατα δεν προστατεύονταν, δεν πραγµατοποιούνταν και δεν στηρίζονταν. ∆εν αντιπροσώπευαν τις επαρχίες, γιατί ήταν κάτοικοι της ελεύθερης Ελλάδας, αλλά αναρωτιόταν:
«Αν οι επαρχίαι εξέλιπον από ηµάς, δεν επιζώσι τάχα αι θυσίαι ηµών, οι αγώνες και τα ανίατα δεινά, τα οποία επάθοµεν δια την Ελλάδα;».
Ρωτούσε ρητορικά:
«Τίς θέλει υψώσει τη φωνήν δια τον ορφανόν, και την χήρα του Κρητός, δια τον ανάπηρον Σουλιώτην τον συρόµενον εις τας οδούς, δια τον ελεεινώς τηκόµενον εν τη ενδεία Μακεδόνα, Σάµιον, Κάσσιον, και λοιπούς, ειµή πάλιν Κρής, Σουλιώτης, Μακεδών κτλ., όστις γνωρίζει ταύτα;».
Επιχειρηµατολογώντας, ανέφερε ως παράδειγµα το µικρό συνοικισµό των Μακεδόνων στην Αταλάντη, ο οποίος είχε συστηθεί πριν από οκτώ χρόνια.
Οι συνοικισθέντες είχαν λάβει άπειρες υποσχέσεις που δεν εκπληρώθηκαν ποτέ.
Ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος προσωπικά τους είχε επισκεφθεί πριν από λίγους µήνες και είδε άνδρες που είχαν αγωνισθεί για την πατρίδα τους, άλλους «πίπτοντας υπό του πόνου των πληγών», άλλους απεγνωσµένους, θυγατέρες που έµειναν ορφανές και στην «µανίαν της πείνης», και άλλων τα τέκνα «εκτείνοντα χείρα ικέτιδα εις τους διαβαίνοντας τας οδούς».
Όλων αυτών των δικαιωµάτων το άθροισµα πρέπει να αντιπροσωπεύεται, είπε, και να έχει ένα προστάτη, γιατί ο συνοικισµός δεν πραγµατοποιήθηκε και ίσως ποτέ να µην πραγµατοποιηθεί, αν δεν υπάρξει αντιπρόσωπος τους.
Το ίδιο θα συµβεί, συνέχισε, και στους άλλους συνοικισµούς των Κρητών, των Ηπειρωτών και των Μακεδόνων, αν δεν αντιπροσωπευθούν, µιας και κάθε ιδιαίτερο συµφέρον, απαιτεί και δικό του παραστάτη.
Τέλος, είπε ότι κι αν δεν ανήκαν οι επαρχίες και οι απαιτούµενοι κάτοικοι στην Ελλάδα, δεν σήµαινε ότι είχαν απωλέσει και το δικαίωµα εκπροσώπησης. Σε όλες τις Συνελεύσεις και τις Βουλές –όπως και στην τρέχουσα– οι επαρχίες αυτές είχαν παραστάτες, γιατί αντιπροσώπευαν τις θυσίες, τους αγώνες και τα αίµατα που είχαν χύσει για την παλιγγενεσία.
Αγγλόφιλος ήταν και ο Κωνσταντίνος ∆όσιος, ο επιφανής νοµικός που προσέφερε σηµαντικές υπηρεσίες στη διαµόρφωση της νοµοθεσίας κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας επίσης παρών στην Εθνοσυνέλευση του 1843 ως πληρεξούσιος των Μακεδόνων.
Είχε διοριστεί αρχικά πάρεδρος στο υπουργείο των Οικονοµικών και µετά από λίγο χρονικό διάστηµα εισηγητής στο Συµβούλιο Επικρατείας και σύµβουλος στο υπουργείο Εσωτερικών.
Η κατάληψη αυτών των θέσεων µπορεί να οφειλόταν στον Αrmansperg, µε τον οποίο είχε στενές σχέσεις• γι’ αυτό και παραιτήθηκε, όταν εκείνος αποµακρύνθηκε από την εξουσία.
Αντιοθωνιστής, αγωνίστηκε για τη µεταπολίτευση της 3ης Σεπτεµβρίου, στέλνοντας µαζί µε τον συµπατριώτη του ∆αµιανό Γεωργίου, καθηγητή του οθωνικού Πανεπιστηµίου, πολεµοφόδια στον Μακρυγιάννη.
Πίστευε ότι «σώφρων συνταγµατική πολιτεία, εν ω εξασφαλίζει πάντα τα προσωπικά δικαιώµατα του λαού και ευρείαν µετοχήν εις τα πράγµατα του τόπου, ουδόλως παρακωλύει την βασιλείαν εις την εκπλήρωσιν της αποστολής Αυτής».
Συµµετείχε και στην Εθνοσυνέλευση, του 1863 αλλά ως πληρεξούσιος της Αττικής.
Το 1843-44 δεν διακρίθηκε για την κοινοβουλευτική του ρητορεία, αλλά εργάστηκε για τη θέσπιση του Συντάγµατος.
Αργότερα, ως µέλος του πολιτικού συλλόγου «Ρήγας Φεραίος», ασχολήθηκε µε τις εργασίες της σύγκλησης της Εθνοσυνέλευσης του 1863, µε σκοπό να αποφευχθούν τα ατοπήµατα του παρελθόντος.
Τα µέλη του συλλόγου αυτού προσπάθησαν να κατευνάσουν τις διχογνωµίες που προκλήθηκαν, πριν από την έναρξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης, ανάµεσα στην προσωρινή κυβέρνηση και στους πολίτες, για το αν θα έπαιρναν µέρος στις εκλογές τα σωµατεία των προσφύγων από τις αλύτρωτες περιοχές, εγκατεστηµένων στο ελεύθερο ελληνικό κράτος µετά την επανάσταση, ενώ είχαν προσκληθεί εκπρόσωποι των επαρχιών και των αποκαταστηµένων «εις την αλλοδαπήν» ελληνικών κοινοτήτων.
Ο «Ρήγας Φεραίος» υποστήριξε, ότι το έθνος έπρεπε να δείξει τον αδιάρρηκτο δεσµό, ο οποίος «συνείχε πάντοτε και συνέχει τα µέλη της µεγάλης Ελλάδος», συµπεριλαµβάνοντας ανέκαθεν εντός των Εθνικών συνελεύσεων του, τους «επί του αγώνος και µετ’ αυτόν συγκαλεσθεισών τους αντιπροσώπους, των εκ της δούλης έτι Ελλάδος ενταύθα καταφυγόντων οµογενών».
Ιδιαίτερα όµως, σ’ αυτή την χρονική στιγµή, που πρόκειτο να συνέλθει εθνική συνέλευση για να αναδιοργανωθεί και να ανασυνταχθεί το έθνος, ήταν ανάγκη να διατηρηθούν απρόσβλητα «τα απαράγραπτα της αντιπροσωπεύσεως των εν τοις σωµατείοις τούτων οµογενών δικαιώµατα, άτινα δια πυρός και σιδήρου απέκτησαν ούτοι την εθνικήν θρησκείαν, τιµήν και ελευθερίαν κατά τον ανεξαρτησίας ιερόν ηµών αγώνα διεκδικούντες».
Το 1863 ο ∆όσιος έγινε υπουργός Παιδείας για λίγους µήνες.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έδειξε για τα θρησκευτικά ζητήµατα της εποχής, µάλιστα για το αυτοκέφαλο της εκκλησίας.
Συντάχθηκε στο πλευρό του Φαρµακίδη και µε µια σειρά άρθρων στον Τύπο υποστήριξε την πλήρη ανεξαρτησία της ελληνικής εκκλησίας από την
Κωνσταντινούπολη.
Βουλευτής του Πανεπιστηµίου την ίδια περίπου περίοδο (1861-1862) ήταν ο Μιχαήλ Ποτλής, από την Αχρίδα.
Τακτικός καθηγητής του Εκκλησιαστικού ∆ικαίου από το 1855 και την ίδια χρονιά υπουργός Εξωτερικών, ∆ικαιοσύνης και Παιδείας (για ένα µήνα). ∆ιετελέσε εκ νέου (1860-62) υπουργός Εκκλησιαστικών και ∆ηµοσίας Εκπαιδεύ-σεως στην κυβέρνηση Ανδρέα Μιαούλη.
Απολύθηκε από το Πανεπιστήµιο το 1862, µε την αλλαγή του καθεστώτος, καθώς την περίοδο εκείνη η «πολιτεία των παυθέντων καθηγητών εταυτίζετο τη του πεσόντος συστήµατος• αν δε της επαναστάσεως σκοπός είναι η ανατροπή των κακώς κειµένων και η ασφάλισις του µέλλοντος, οι καθηγηταί ούτοι ήσαν διπλούν πρόσκοµµα τη επαναστάσει […]».
Σύµφωνα µε όσα αναφέρθηκαν, διαπιστώνει κανείς ότι οι µερικοί Μακεδόνες λόγιοι κατέλαβαν ανώτατες κυβερνητικές θέσεις, είτε λόγω της επιστηµονικής τους κατάρτισης είτε των πελατειακών τους σχέσεων µε τους αρµόδιους φορείς είτε και των δύο.
Στην πλειοψηφία τους υποστήριξαν την ψήφιση Συντάγµατος και ιδεολογικά ήταν οπαδοί όλων των κοµµάτων, ίσως περισσότερο του αγγλικού κόµµατος, καθώς είχε προσελκύσει την πλειοψηφία των λογίων.
Στην κυβέρνηση διετέλεσαν υπουργοί κατά την πρώτη, κυρίως, δεκαετία της οθωνικής περιόδου, µε ελάχιστες εξαιρέσεις αυτών που υπουργοποιήθηκαν εκ νέου, για σύντοµο χρονικό διάστηµα, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Όθωνα.
Βέβαια, ακόµα και όταν δεν ήταν στην κυβέρνηση ως υπουργοί, δεν απείχαν από τη δηµόσια ζωή. Εργάζονταν σε καίριες δηµόσιες θέσεις, κυρίως του δικαστικού κλάδου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ως σύµβουλοι των υπουργείων, όπως, πλέον των ήδη αναφερθέντων, ο Γεώργιος Χρυσίδης και ο Γεώργιος Αθανασίου.
Πολλές φορές συνυπήρχαν Μακεδόνες στον ίδιο τοµέα της διοίκησης ή στην κυβέρνηση.
Ενδεχοµένως να είχαν στενή συνεργασία, αν αναλογιστούµε ότι πέτυχαν τελικά να βοηθήσουν τους συµπατριώτες τους, ώστε να συστήσουν το δικό τους συνοικισµό.
Κατά βάση όµως έδρασαν ατοµικά, εξυπηρετώντας κυρίως τα προσωπικά τους συµφέροντα.
Η παιδεία και το κύρος τους τους βοήθησαν να σταδιοδροµήσουν, χωρίς να είναι µέλη µιας οµάδας, όπως οι συµπατριώτες τους οι στρατιωτικοί, που ήταν υπολογίσιµοι µόνο ως σύνολο.
Ανάλογη ήταν η πορεία και οι επιλογές των Μακεδόνων ετεροχθόνων λογίων.
Από τα πρώτα χρόνια της οθωνικής περιόδου, η βαυαρική Αντιβασιλεία, σε συνεργασία µε τις ελληνικές πολιτικές αρχές και µε τους έλληνες διανοούµενους, προσπάθησε να οργανώσει το θεσµικό πλαίσιο ενός ολοκληρωµένου εκπαιδευτικού συστήµατος.
Το 1837 ιδρύθηκε το ελληνικό πανεπιστήµιο, γεγονός που σηµατοδότησε την έναρξη µιας νέας εποχής στον τοµέα της νεοελληνικής εκπαίδευσης.
Για τους έλληνες λόγιους η δηµόσια εκπαίδευση και ιδιαίτερα το Πανεπιστήµιο παρείχε τη δυνατότητα για µια ευοίωνη επαγγελµατική σταδιοδροµία, ανάλογη µε το γνωστικό τους αντικείµενο.
Νέοι στην ηλικία, µε σπουδές σε δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήµια, φορείς επαναστατικών αντιλήψεων, συνταγµατικών ιδεών και υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωµάτων θα συγκρουστούν τελικά µε τις παραδοσιακές κοινωνικές και πολιτικές δυνάµεις του τόπου, αλλά και µε τη βαυαρική εξουσία.
Ο Maurer τους έκρινε µε αυστηρότητα, λέγοντας πως «σήκωναν παντού κεφάλι, γεµάτοι έπαρση, σαν να ήταν τάχα αυτοί µονάχα οι πραγµατικοί κήρυκες της ελευθερίας».
Πράγµατι το Πανεπιστήµιο, καθηγητές και φοιτητές, από την πρώτη στιγµή της λειτουργίας του συµµετείχε ενεργά στην πολιτική σκηνή του ελληνικού κράτους µε πολλαπλούς τρόπους.
Από τον κατάλογο των πρώτων καθηγητών που διορίστηκαν τον Απρίλιο του 1837 διαπιστώνουµε πως το εκπαιδευτικό δυναµικό αποτελείτο από τους πιο επιφανείς επιστήµονες της προεπαναστατικής και µετεπαναστατικής περιόδου.
Η πλειοψηφία τους είχε σπουδάσει ή συµπληρώσει τις σπουδές της σε πανεπιστήµια του εξωτερικού, κυρίως σε γερµανικά.
Έτσι, το υπάρχον φιλογερµανικό κλίµα, αποτέλεσµα των γερµανικών θεσµών, διαταγµάτων και κανόνων, βάσει των οποίων είχε σχεδιαστεί το νοµοθετικό πλαίσιο του Πανεπιστηµίου, ενισχυόταν περεταίρω.
Αυτό που ενθάρρυνε την ανάµιξη των πανεπιστηµιακών στην πολιτική ήταν η δίαδικασία του διορισµού και της ανέλιξής τους.
Βάσει του κανονισµού του 1837, οι καθηγητές διορίζονταν µόνο µε απόφαση του Υπουργείου Παιδείας, χωρίς τη συνεργασία των εκάστοτε σχολών.
Αυτή η διάταξη θα ίσχυε µόνο για τα πέντε πρώτα χρόνια. Στο µέλλον θα ήταν δυνατό να αποφασίζει η ίδια η σχολή για την κάλυψη των πανεπιστηµιακών εδρών.
Όµως το όριο της πενταετίας δεν εφαρµόστηκε.
Με δεδοµένο πως οι περισσότεροι από τους πανεπιστηµιακούς δασκάλους από το 1837 έως το 1863 ήταν ετερόχθονες, χωρίς ερείσµατα στον τόπο όπου ζούσαν, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως αναπτύχθηκε πελατειακή σχέση µεταξύ καθηγητών και κυβερνώντων.
Τα διάφορα κέντρα εξουσίας, από την άλλη, επιθυµούσαν να διατηρήσουν τον απόλυτο έλεγχο και στην εκπαίδευση, παρεµβαίνοντας στα εσωτερικά ζητήµατα του πανεπιστηµίου.
Εποµένως, «οι καθηγηταί εδηµιουργούντο υπό των εκάστοτε υπουργών […] κατά τας εύνοιας των κυβερνώντων και τας προς τούτους θερµάς συστάσεις ή πολιτικάς πιέσεις άλλων ισχυρών». Ωστόσο, αξίζει να σηµειώσουµε ότι δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι καθηγητές και οι σχολές εξέφραζαν τις απόψεις για τους υποψηφίους.
Κι αυτό γιατί υπήρχαν στο πανεπιστήµιο οµάδες αλληλοϋποστηριζόµενων καθηγητών, µε κοινό τόπο καταγωγής τους, συγγενείς ή µε κοινές πολιτικές τοποθετήσεις.
Η συσπείρωση αυτή τους προσέφερε µεγαλύτερη διαπραγµατευτική δύναµη, όπως ακριβώς και τους καπετάνιους.
Χαρακτηριστική περίπτωση δραστηριοποίησης αυτών των πανεπιστηµιακών φατριών ήταν τα «Πυλαρινά», που έλαβαν χώρα το Φεβρουάριο του 1845.
Ο Φραγκίσκος Πυλαρινός ήταν τακτικός καθηγητής των ελληνικών φιλοσοφηµάτων και της φιλοσοφίας της ιστορίας στο οθωνικό πανεπιστήµιο από το 1843.
Ο διορισµός του οφειλόταν αρκετά στην ρωσόφιλη εφηµερίδα Αιών, στους οπαδούς της και τους πολιτικούς της κυβέρνησης, που ανήκαν στο ρωσικό κόµµα την περίοδο εκείνη, όπως ο υπουργός Παιδείας Μιχαήλ Σχινάς και ο πρωθυπουργός Ανδρέας Μεταξάς.
Η υποστήριξη αυτή ήταν επαρκής λόγος ώστε να θεωρηθεί ρωσόφιλος από τους αγγλόφιλους συναδέλφους του, έστω κι αν δεν γνώριζαν αν ο Πυλαρινός ήταν πράγµατι οπαδός του ρωσικού κόµµατος, και να δηµιουργήσουν αρνητικό κλίµα από την πρώτη στιγµή του διορισµού του.
Χαρακτηριστικά, δήλωναν ότι οι «παραδόσεις του είναι σκανδαλώδεις, καθόσον υψώνει την Ρωσίαν και υβρίζει την Γαλλίαν και Αγγλίαν• την φιλοσοφίαν παραδίδει ούτος ή πολιτική;».
Στα γεγονότα έπαιρναν µέρος και τα δηµοσιογραφικά όργανα των κοµµάτων, κυρίως οι εφηµερίδες Αθηνά και Αιών, που έδιναν τις δικές τους εκδοχές, η καθεµιά από την πολιτική πλευρά που υποστήριζε.
Η φιλελεύθερη Αθηνά κατέκρινε τη συµπεριφορά του καθηγητή σε βάρος µερίδας φοιτητών του, οι οποίοι δυσανασχετούσαν για το µάθηµά του, που το χαρακτήριζαν ανάξιο λόγου, και ζητούσαν την απόλυσή του.
Ο Αιών, υπερασπιζόµενος τον «προστατευόµενο» του, ισχυρίστηκε ότι η αντιπάθεια για τον Πυλαρινό ήταν καθαρό πολιτικό ζήτηµα, που είχε προκληθεί από τα «όργανα του ξενισµού», που δεν ήταν άλλα από τους αγγλόφιλους και τους υποστηρικτές του.
Αυτοί υποδαύλιζαν την κατάσταση, διότι τα µαθήµατά του «εµπνέονταν υπό πνεύµατος θρησκευτικού και εθνικού, που έτεινε προς την ριζικήν καταστροφήν του ξενικού πνεύµατος».
Οι «ξενίζοντες» αντίπαλοι του ήταν οι καθηγητές της Φιλοσοφικής, οι φιλικά προσκείµενοι στο αγγλικό κόµµα, όπως ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, ο Νεόφυτος Βάµβας, ο Θεόδωρος Μανούσης και άλλοι, που απάρτιζαν τη λεγόµενη «περί Ασώπιον» οµάδα.
Αυτή η εκδοχή ενισχύεται από την καταγγελία του Αιώνα, ότι ανάµεσα στους ταραξίες υπήρχαν κάποια άτοµα που διατηρούσαν στενές σχέσεις µε τους αγγλόφιλους καθηγητές και δεν ήταν απλά µαθητές τους, π.χ. ο Ειρηναίος Ασώπιος και ο συγκάτοικος του Ι. Βελιανίτης που ήταν φοιτητής της Νοµικής καθώς και τρείς προστατευόµενοι του Μανούση,
ο µαθητής Γυµνασίου Περικλής Ζαχόπουλος από τις Σέρρες,
ο φοιτητής της Φιλοσοφικής Γεώργιος Παπασλιώτης και ο υπηρέτης του Γ. Αθανασιάδης.
Η εµπλοκή µερικών εξ αυτών στις ταραχές αµφισβητήθηκε από την Σύγκλητο, αλλά η ιδιότητα και η φιλική ή συγγενική σχέσεις που όντως είχαν µε τους καθηγητές αντιπάλους του Πυλαρινού, µάλλον αποδεικνύει τη συµµετοχή τους.
Ας σηµειωθεί ότι η σύσταση της Συγκλήτου, ήταν από άτοµα αυτού του κύκλου, όπως ο πρύτανης Βάµβας, ο Ασώπιος αντιπρύτανης, ο Μ. Αποστολίδης, ο Π. Καλλιγάς,
οι δύο Μακεδόνες, Ι. Ολύµπιος και Θ. Μανούσης,
ο Φ. Ιωάννου, ο Ν. Κωστής, ο Κ. ∆οµνάδος και ο Στ. Γαλάτης ως µέλη.
Είναι λοιπόν πολύ πιθανό πως οι πραγµατικοί λόγοι που οδήγησαν στο αίτηµα της αποµάκρυνσης του Πυλαρινού να οφείλονταν στις πολιτικές αντιπαραθέσεις της εποχής και στις διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις των καθηγητών.
Πάντως σε κάθε περίσταση οι καθηγητές διέθεταν και µπορούσαν να κινητοποιήσουν ένα κύκλο φοιτητών ή/και πελατών τους.
Στη λογική αυτή και οι Μακεδόνες καθηγητές, όπως ο Μανούσης, ανέτρεχαν στην υποστήριξη συµπατριωτών τους.
Όµως µε το ζήτηµα του ενδοπανεπιστηµιακών πελατειακών σχέσεων θα ασχοληθούµε αναλυτικά στο επόµενο κεφάλαιο της µελέτης αυτής.
Την αυτονοµία του Πανεπιστηµίου την περιόριζε, επίσης, η δυνατότητα του υπουργείου να επεµβαίνει στα λειτουργικά του θέµατα και στο διδακτικό του πρόγραµµα, αφαιρώντας ή αναθέτοντας µαθήµατα στους καθηγητές, απολύοντας, αντικαθιστώντας, προάγοντας στη θέση του πρύτανη ή του κοσµήτορα.
Την τακτική αυτή την επέκρινε ο αντιπολιτευόµενος Τύπος µε δριµεία κριτική.
Το Υπουργείον άνευ λόγου άλλας µεν καθέδρας να αφαιρή από δοκίµους καθηγητάς και να αναθέτη αυτάς εις ανθρώπους παρ’ αυτού ευνοουµένους και µη έχοντας κανέν εκ των απαιτουµένων προσόντων εις το να διορισθώσι καθηγηταί, άλλας δε καθέδρας να αφαιρή από καθηγητάς αξίους και να αναθέτη αυτάς εις άλλους, τελευταίον και χείριστον να δηµιουργεί καθηγητάς ψιλώ ονόµατι άνευ τίτλου και καθέδρας και να απονέµη εις αυτούς δικαιώµατα συνταγµατικά απορρέοντα από µόνης της νοµοθετικής εξουσίας.
Πράγµατι η δικαιολογία της απολύσεως συχνά ήταν αναληθής.
Ενώ όσοι ζητούσαν την απόλυση προέβαλλαν επιχειρήµατα οικονοµικά, λόγους ανάρµοστης συµπεριφοράς, παράπονα φοιτητών για καθαρά ακαδηµαϊκά αιτήµατα κ.α., στην πραγµατικότητα η αποµάκρυνση οφειλόταν στις πανεπιστηµιακές φατρίες και στις ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις ορισµένων προσώπων.
Πολλές φορές, µάλιστα, σηµειώθηκαν ενδοπανεπιστηµιακές διαµάχες, που αιτία τους ήταν οι πολιτικές και οι ιδεολογικές πεποιθήσεις κάποιων καθηγητών.
Αξιοσηµείωτο ήταν, ότι οι διαµάχες αυτές σχεδόν ποτέ δεν ήταν καθαρά φοιτητικές, γιατί εµπλέκονταν και απόφοιτοι, µαθητές άλλων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, διανοούµενοι και απλοί πολίτες όλων των επαγγελµατικών και κοινωνικών τάξεων. Σε αρκετές περιπτώσεις µάλιστα οι βασικοί υπαίτιοι των επεισοδίων ήταν εξωπανεπιστηµιακοί φορείς, ενώ οι φοιτητές αναµειγνύονταν απλώς σ’ αυτές.
Έτσι είναι δύσκολο να καθοριστούν τα όρια ανάµεσα στις περιπτώσεις και να ανιχνευτούν οι πραγµατικοί λόγοι των κινητοποιήσεων, ειδικά µε τις διαστάσεις που πολλές φορές λάµβαναν. Πάντως το κλίµα αυτό δηµιουργούσε ανασφάλεια στους πανεπιστηµιακούς και αύξανε τη νοµιµοφροσύνη τους προς τις κυβερνήσεις.
Μια τέτοια διαµαρτυρία που αναστάτωσε το πανεπιστήµιο και είχε πολιτική χροιά, σηµειώθηκε στις αρχές του 1848 και είναι γνωστή ως τα «Μανούσεια».
Αυτή τη φορά στόχος ήταν ο καθηγητής της ιστορίας Θεόδωρος Μανούσης, από τη Σιάτιστα, αναµειγµένος σε διάφορες φατρίες επιστηµονικού ή πολιτικού χαρακτήρα, όπως ήδη αναφέρθηκε. ∆ιορισµένος το 1837 ως επίτιµος καθηγητής πολιτειογραφίας ήταν από τους πρώτους καθηγητές του οθωνικού πανεπιστηµίου.
Τον Ιούλιο του 1843, εξαιτίας των πολιτικών του φρονηµάτων απολύθηκε µαζί µε άλλους καθηγητές, αλλά αποκαταστάθηκε στη θέση του στις 11 Σεπτεµβρίου του ίδιου χρόνου, ως καθηγητής της Γενικής Ιστορίας.
Από τις 3 Μαΐου του 1844 έγινε τακτικός καθηγητής και παρέµεινε ως το θάνατο του, το 1858. Αφορµή για τις ταραχές αποτέλεσε η δηµοσίευση στον Αιώνα µιας κατηγορητήριας επιστολής, που την υπέγραφε ένας ιεροµόναχος και φοιτητής της Φιλοσοφικής σχολής και ακροατής της Θεολογικής, ο Παΐσιος Ζ. Ιωαννίτης, ενώ συντάχθηκε µε τη συµµετοχή και άλλων φοιτητών ή ακροατών της Θεολογικής. Αιτία της καταγγελίας του Μανούση στάθηκε η ανάγνωση περικοπών, κατά τη διάρκεια του µαθήµατος, που µε το περιεχόµενο τους, ο Μανούσης, ως «πονηρός διάβολος όχι µόνον υπόσκαπτε τα θεµέλια της εκκλησίας, αλλά χλεύαζε και εξύβριζε το πανάγιο όνοµα του Σωτήρα Χριστού».
Το περιστατικό αυτό, σύµφωνα µε τον Παΐσιο, δεν ήταν µεµονωµένο, καθώς «πολλάκις πολλάς εκ προθέσεως κακοήθεις, παρατόλµους και αντιχριστιανικάς αυτού τερατολογίας και κρίσεις ακρίτους ακούσαντες ηνεσχόµεθα».
Γι’ αυτό το λόγο τον θεωρούσε «κακό όφι, εχθρό του χριστιανισµού, αυτής της κοινωνίας, αυτού του έθνους» και φυσικά «ανάξιο της θέσεως, ήν κατείχε, βεβηλών µάλιστα και αυτό το ιερόν όνοµα του Καθηγητού».
Μέσα από το άρθρο του επιτέθηκε κατά της νεολαίας που τον επευφηµεί, κατά της Ιεράς Συνόδου, που «υπό µανδραγόραν καθεύδουσα» ανέχεται τον «αλάστορα τούτον» και κατά της κυβέρνησης που αδιαφορεί.
Ο Μανούσης, όµως, ήταν πολύ αγαπητός στην πλειοψηφία των φοιτητών, που τον υπερασπίστηκε, δηµοσιεύοντας στις εφηµερίδες µια υπογεγραµµένη υπερασπιστική επιστολή από εβδοµήντα περίπου φοιτητές και ακροατές,
ανάµεσα τους και κάποιοι Μακεδόνες, όπως οι Περικλής Ζαχόπουλος, Ιωάννης ∆. Παιονίδης, Κωνσταντίνος Ν. Ζουπάν, Ιωάννης Πανταζίδης, Κυριάκος ∆αρζηλοβίτης, µε την οποία εξέφρασαν την αγανάκτηση για την πράξη του Παΐσιου, την οποία χαρακτήρισαν
«χαλκευθείσα επιβουλή».
Η αντιπαράθεση και των δύο πλευρών συνεχίστηκε και πήρε µεγάλες προεκτάσεις µέσα από τον Τύπο.
Η Αθηνά ήταν η εφηµερίδα που ανέλαβε να υπερασπιστεί τον Μανούση, να υποδείξει τους ενόχους και να φανερώσει τους πραγµατικούς λόγους της επίθεσης. Ισχυρίστηκε ότι το επεισόδιο υποκινήθηκε από τη «φαρισαϊκή φατρία που όργανο της έχει κάποιο κληρικό, πρώην καθηγητή φιλολογίας και από καθηγητές µέλη του φιλορθόδοξου κύκλου.
Σε επόµενο φύλλο της, µε ειρωνικό και σατυρικό τρόπο χλεύασε τους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, τον «Μεγάλο Μανδαρίνο ή αλλιώς Ρώσο», δηλαδή τον Κωνσταντίνο Οικονόµου, επικεφαλής των φιλορθοδόξων και τους «φαναριωτίσκους του πανεπιστηµίου», τους φαναριώτικης καταγωγής καθηγητές, που ανήκαν πολιτικά στο ρωσικό κόµµα και ήταν υπέρµαχοι της Ορθοδοξίας.
Ήταν ο Ιωάννης Σούτσος, πρύτανης τη χρονιά εκείνη, ο Γεώργιος Μαυροκορδάτος, ο Κωνσταντίνος Σχινάς, πολύ καλός φίλος του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ο Πέτρος Παπαρρηγόπουλος, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Γεώργιος Ράλλης, όλοι σχεδόν καθηγητές της Νοµικής.
Άλλωστε υπουργός Παιδείας την ίδια χρονιά ήταν ο ρωσόφιλος Γεώργιος Γλαράκης.
Η οµάδα αυτή αντιµετώπιζε αρνητικά τους λόγιους µε φιλελεύθερη θρησκευτική και πολιτική ιδεολογία, όπως ο Θεόκλητος Φαρµακίδης, ο Μισαήλ Αποστολίδης και ο Κωνσταντίνος Νέγρης. 98 Στην ίδια κατηγορία διανοουµένων ανήκε και ο Μανούσης, που όπως τον χαρακτήρισε και ο ∆ηµαράς, ήταν «από τους πιο γενναίους φορείς του ∆ιαφωτισµού µέσα στο ελληνικό κράτος».
Παράλληλα ήταν πολιτικός αντίπαλος και αντιπαθής στους συντηρητικούς ρωσόφιλους, εφόσον ανήκε στο αγγλικό, κόµµα, γεγονός που του είχε στερήσει το 1847 τη θέση του κοσµήτορα από τον µειοψηφήσαντα Φίλιππο Ιωάννου, που ανήκε στο βασιλικό περιβάλλον, ήταν µετριοπαθής και δεν είχε σαφή πολιτική προτίµηση.
Στο παρελθόν, ο Μανούσης, έχοντας καλές σχέσεις µε την Αντιβασιλεία, είχε καταφέρει να διοριστεί Αρεοπαγίτης και βασιλικός επίτροπος στην Ιερά Σύνοδο, γραµµατέας της οποίας ήταν ο στενός του φίλος Φαρµακίδης, που διέθετε κύρος και εξουσία στην Εκκλησία και ήταν εχθρός του Οικονόµου. Μάλιστα, όταν ανέλαβε την ανάκριση του καταγγέλλοντος Παϊσίου για το περιστατικό, ο Φαρµακίδης υποστήριξε ότι ο Μανούσης δεν ήταν ασεβής και άθεος.
Αντίθετα, το πανεπιστήµιο αντιµετώπισε ευνοϊκά τον Παΐσιο και σκληρά τον φοιτητή Π. Ζαχόπουλο (προστατευόµενο του Μανούση), ο οποίος, κατά την παράδοση, είχε διαβάσει σύντοµη προσφώνηση εκ µέρους όλων των συµφοιτητών του, µε την οποία δήλωνε την αγάπη και το σεβασµό του στον «συκοφαντούµενο» καθηγητή. ∆εν ήταν, λοιπόν, τυχαίο το γεγονός ότι οι θρησκευόµενοι και συντηρητικοί πολιτικοί του αντίπαλοι, µέσω των φοιτητών της Θεολογίας, τον κατηγόρησαν για προσβολή του θρησκευτικού τους αισθήµατος.
Ανάλογα είχε πράξει στην περίπτωση Πυλαρινού και ο ίδιος ο Μανούσης.
Μια άλλη οµάδα πολιτών που αναµείχθηκε µε την πολιτική και ήδη αναφέρθηκε ήταν οι φοιτητές. Η πολιτική δραστηριότητα τους δεν εκδηλώθηκε µόνο µέσα στο ίδιο το πανεπιστήµιο αλλά και στον εξωπανεπιστηµιακό χώρο.
Αν και οι φοιτητές των πρώτων χρόνων της ίδρυσης του πανεπιστηµίου ήταν τόσοι λίγοι, που δεν αποτελούσαν ιδιαίτερη κοινωνική οµάδα, προσπάθησαν να διαµορφώσουν τη δική τους συλλογική ταυτότητα, επηρεασµένοι από το ροµαντικό κλίµα της εποχής.
Μάλιστα, συχνά εξαιτίας του τρόπου ζωής τους, του νεαρού της ηλικίας τους και της µαθητικής τους ιδιότητας, συνενώνονταν µε άλλους συνοµήλικους νέους της εποχής, µε τους µαθητές των τελευταίων τάξεων, µε αποφοίτους του πανεπιστηµίου και µε νεαρούς διανοουµένους. Χαρακτηριστικό γνώρισµα της νέας γενιάς ήταν ότι, ενώ πολλοί ήταν παιδιά των αγωνιστών, ο πόλεµος της Ανεξαρτησίας γι’ αυτούς ήταν ένα ιστορικό γεγονός που ανήκε στο παρελθόν. Η συλλογικότητα της πολιτικοποιηµένης νέας γενιάς εκφράστηκε µε ποικίλες φοιτητικές πολιτικές εκδηλώσεις καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Μια µορφή τέτοιων εκδηλώσεων ήταν τα συµπόσια, που οργανώνονταν µε αφορµή τις εθνικές επετείους, όπως η 25η Μαρτίου και η 3η Σεπτεµβρίου, κι ήταν θαυµάσιες ευκαιρίες να συγκεντρωθεί ο πληθυσµός της πρωτεύουσας για διασκέδαση, πατριωτική δηµηγορία και πολιτική έκφραση.
Γιορτάζονταν πανηγυρικά σε µεγάλες αίθουσες ξενοδοχείων, ειδικά στολισµένες µε εικόνες των αγωνιστών του Αγώνα, σηµαίες που έφεραν συνθήµατα και διάφορους πίνακες µε συµβολικές παραστάσεις, που άφηναν αιχµές κατά των Βαυαρών.
Κυριαρχούσε εθνικό και πατριωτικό πνεύµα, εκφωνούνταν ενθουσιώδεις λόγοι και γίνονταν πολλές προπόσεις.
Ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να εκφράσουν οι αντιπολιτευόµενοι συνθήµατα υπέρ του Συντάγµατος, της διεκδίκησης εθνοφυλακής και βέβαια κατά του Όθωνα και των κυβερνητικών.
Το φιλελεύθερο και ριζοσπαστικό κλίµα που επικρατούσε καθώς και η µαζική προσέλευση του κόσµου φόβιζαν τη πολιτεία, γι’ αυτό συχνά τις απαγόρευε και τις περιφρουρούσε. Αρκετές φορές, µάλιστα, αστυνοµικές δυνάµεις επιτέθηκαν στους συµποσιαστές και συνέλαβαν µερικούς από αυτούς.
Ένας από τους πιο γνωστούς διοργανωτές ή καλεσµένους συµποσίων, ήταν ο «Έλλην του Ολύµπου», ο Ζήσης Σωτηρίου, γνωστός αντιοθωνιστής και «δηµοκράτης». Αγωνιστής του 1821, που συµµετείχε σε όλα τα επαναστατικά κινήµατα και τις πολιτικές εκδηλώσεις του 19ου αιώνα. Ήταν φύλακας του µουσείου της Ακρόπολης.
Λαϊκός χαρακτήρας, παρακινούσε τους νέους µε τις απόψεις του και τις πράξεις του, τυπώνοντας µπροσούρες και φυλλάδια. Πάντα προσέφερε χρηµατικά ποσά για φιλανθρωπικούς, πολιτικούς και εθνικούς σκοπούς.
Ποτέ δεν ξέχασε την πατρίδα του, τη Μακεδονία, και τις άλλες υποδουλωµένες ελληνικές επαρχίες.
Στις σηµαίες που στόλιζαν το σπίτι του κατά τον εορτασµό των συµποσίων υπήρχε σχεδόν πάντα µια που έγραφε
«Ζήτωσαν αι επαρχίαι Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας, Κρήτης, Σάµου, Ψαρρών και Χίου».
Ως υπέρµαχος του Συντάγµατος, από την άλλη, ζητούσε την πιστή εφαρµογή του.
Η φοιτητική κοινότητα επηρεαζόταν άµεσα από τα εθνικά, οικονοµικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήµατα της χώρας της, όπως δείχνει το περιεχόµενο και ο χαρακτήρας των αγώνων της.
∆εν ήταν φειδωλή σε επικρίσεις κατά των πολιτικών και των κοµµατικών τους προτιµήσεων αλλά και φανατική για την προάσπιση των ελευθεριών.
Μέσα σ’ αυτό το κλίµα αντέδρασαν οι φοιτητές και οι µαθητές, όταν αποκαλύφθηκε η συνωµοσία της Φιλορθόδοξης Εταιρείας, τον ∆εκέµβριο του 1839.
Μια οµάδα νέων διαµαρτυρήθηκε έξω από το σπίτι του τότε γραµµατέα Εσωτερικών και ∆ηµοσίας Εκπαίδευσης, του φιλορώσου Γεωργίου Γλαράκη, ανάβοντας φωτιές και φωνάζοντας συνθήµατα υπέρ του Συντάγµατος, κατά του Γλαράκη και του κόµµατος των Ναπαίων, το οποίο κρυβόταν πίσω από την Εταιρεία.
Με αρχηγό τον Ζήση Σωτηρίου, η σπουδάζουσα νεολαία περιδιάβηκε την πρωτεύουσα, στις 25 Μαρτίου 1843, «ψάλλοντες άσµατα υπέρ του Συντάγµατος».
Λίγους µήνες αργότερα, τον Αύγουστο, παρότρυναν τον κόσµο µε προκηρύξεις και συνθήµατα στους τοίχους να ζητήσουν Σύνταγµα.
Ενδεχοµένως συνδεόνταν µε τον Μακρυγιάννη, αφού πολλοί διαµαρτυρόµενοι ήταν γιοι καπετάνιων που είχαν συνεργαστεί µαζί του. Την νύχτα των επεισοδίων περιέρχονταν τους δρόµους και την επόµενη µέρα πανηγύρισαν και εξέφρασαν το θαυµασµό τους για τους κινηµα- τίες και τη συµβολή τους στην παραχώρηση Συντάγµατος.
«Όθεν έφθασεν η πολυποθούµενη 3 Σεπτεµβρίου, άµα εκτύπησεν η Σάλπιγξ του Συντάγµατος, ηκολούθησα αµέσως τον στρατόν εις το Παλάτι, ως αξιωµατικός ακόλουθος του στρατού, φωνάζοντες ζήτω το Σύνταγµα, Εθνική συνέλευσις».
Μάλιστα, οι νέοι ζήτησαν να τεθούν υπό τις διαταγές αξιωµατικών του στρατού, να εξασκηθούν στην οπλασκία, για να περιφρουρήσουν την Εθνοσυνέλευση κατά τις µέρες των συνεδριάσεων. Ανθυπολοχαγός τους και «γυµναστής» τους ήταν ο Ζήσης Σωτηρίου.
Έγραψε η Αθηνά: «Πολλοί εκ των καλητέρων οικογενειών της πρωτευούσης νέοι µετά των µαθητών του Πανεπιστηµίου και γυµνασίου, συναισθανόµενοι την προς υποστήρηξιν της ελευθέρας γνώµης και ευταξίας κατά την ανάγκην του Έθνους απεφάσισαν να συστήσωσιν εν σώµα υπό το όνοµα, Φρουρά της Εθνοσυνελεύσεως».
Το 1844, στις συζητήσεις των άρθρων του Συντάγµατος, όταν διαπραγµατεύονταν το ζήτηµα των «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων», οι φοιτητές διαδήλωσαν κρατώντας µια τεράστια µαύρη σηµαία, η οποία έγραφε:
«Οι υπόδουλοι αδελφοί µας αγωνιούν – Το µέλλον των είναι σκοτεινό».
Σίγουρα ανάµεσά θα ήταν κάποιοι από τους 15 περίπου Μακεδόνες φοιτητές της περιόδου.
Στα αµέσως επόµενα χρόνια οι πολιτικές συγκυρίες και εξελίξεις στον εσωτερικό και διεθνή χώρο άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας.
Ξεκίνησε µια νέα εποχή, κατά την οποία, η κρίση του πολιτικού συστήµατος διαρκώς µεγάλωνε.
Η µειοψηφία των Οθωνιστών υπερίσχυσε και εµπόδισε την πολιτική εξέλιξη των πραγµάτων σύµφωνα µε το Σύνταγµα, ενώ παράλληλα η συµµετοχή της στην κυβέρνηση και η αφοσίωση της στο θρόνο προκάλεσαν την αντίδραση όλων των πολέµιων του «συστήµατος».
Στη δηµιουργία του αντιµοναρχικού κλίµατος συνέβαλλαν και τα πολιτικά γεγονότα στην Ευρώπη αλλά και η διάψευση της ελπίδας του κόσµου από τη στάση των Μεγάλων ∆υνάµεων.
Οι ιδέες και τα επαναστατικά κηρύγµατα του 1848, τα οικονοµικοκοινωνικά προβλήµατα που είχαν εµφανιστεί τη δεκαετία του 1850, το σύγχρονο ιταλικό εθνικό κίνηµα και οι φήµες ότι ο Όθωνας ήταν πράκτορας της Αυστρίας, ενέτειναν ακόµα πιο πολύ την πολιτική αστάθεια και την κρίση πολιτικού συστήµατος.
Η νεολαία, η λεγόµενη «χρυσή γενιά», εµφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο πιο δυναµικά και συµπαρατάχθηκε στο πλευρό της αντιπολίτευσης. Πολιτικοί, κατώτεροι αξιωµατικοί, δηµόσιοι υπάλληλοι, λόγιοι, µαθητές και φοιτητές από το 1859 και εξής πρωταγωνίστησαν στο αντιοθωνικό κίνηµα µέσα από µια σειρά δυναµικών εκδηλώσεων που κράτησαν ως την έξωση του πρώτου βασιλιά το 1862.
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής κρίσης εντάσσονται και τα «Σκιαδικά».
Η αφορµή, φαινοµενικά τουλάχιστον, ήταν ένα αστείο περιστατικό.
Η σπουδάζουσα νεολαία των γυµνασίων και του πανεπιστηµίου της πρωτεύουσας, αποφάσισε να φορέσει το καλοκαίρι αντί για τα πολυτελή εισαγόµενα κάπελα που συνήθιζε, τα «ευτελέστατα» ψάθινα σκιάδια της Σίφνου. Κάποιοι υπηρέτες των εµπορικών καταστηµάτων θέλησαν να τους εµπαίξουν και φόρεσαν και αυτοί «σκιάδια ευτελή, σχήµατος αλλοκότου».
Η περιπαιχτική αυτή κίνηση ενόχλησε τους νέους και ζήτησαν την µεσολάβηση της αστυνοµίας, η οποία συµβούλεψε τους «αντισκιαδιστές» να µην ενοχλούν τους µαθητές. Τα προκλητικά πειράγµατα πήραν δυσάρεστη τροπή, την Κυριακή 10 Μαΐου 1859, όταν στο Πεδίο του Άρεως, όπου γινόταν η πατροπαράδοτη βόλτα και παιάνιζε η στρατιωτική µουσική της φρουράς Αθηνών, οι νέοι και των δύο πλευρών συγκρούστηκαν µεταξύ τους, εξαιτίας της προκλητικής εµφάνισης των «αντισκιαδιστών» που είχαν προµηθευτεί και ραβδιά.
Η συµπλοκή προκάλεσε βίαια επεισόδια και την επέµβαση της αστυνοµίας κατά των µαθητών, οι οποίοι χτυπήθηκαν, ενώ τρεις εξ αυτών συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν. Τα επεισόδια ήταν πλέον αναπόφευκτα.
Οι ερµηνείες που έχουν δοθεί για τα συγκεκριµένα γεγονότα ποικίλλουν.
Σύµφωνα µε την αρθρογραφία εκείνων των χρόνων, η πράξη των µαθητών να φορέσουν τα φτηνά σκιάδια, οφείλεται στο γεγονός ότι ήθελαν να διαµαρτυρηθούν για τις υψηλές τιµές των εισαγοµένων καπέλων από το εξωτερικό και συνάµα να δείξουν την αποστροφή τους στην πολυτέλεια.
τον ίδιο λόγο απέδωσε την αιτία του περιστατικού, µερικά χρόνια αργότερα, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο οποίος µάλιστα προσπάθησε να προβάλει την προσωπική του ανάµειξη και συµβολή στην έναρξη των επεισοδίων και να την αναγάγει σε µια «οικογενειακή» υπόθεση.
Μια άλλη εξήγηση, έδωσε ο Θεόδωρος Ι. Κολοκοτρώνης, απόστρατος αξιωµατικός, γνωστός και ως Φαλέζ. Με βάση τη δική του εκδοχή, είχε ιδρύσει µια µυστική εταιρία, που σκοπό της ήταν : «η διόρθωσις των κακώς κειµένων και κυρίως η ελευθερία των βουλευτικών εκλογών».
Ήθελε «να εκβιάσει τον Όθωνα να εφαρµόζει το Σύνταγµα, όχι όµως να τον εκθρονίσει».
Μέσα σε δύο µήνες µέλη της εταιρείας έγιναν βουλευτές, φοιτητές, µαθητές, αξιωµατικοί, ιερείς, ένας επίσκοπος, ο Μακεδόνας Θεοφάνης Σιατιστεύς, δηµοσιογράφοι και πολλοί παράγοντες της κοινωνικής και οικονοµικής ζωής της πόλης.
Ανάµεσα στην σπουδάζουσα νεολαία, υπήρχαν και γόνοι γνωστών οικογενειών της εποχής για την κοινωνική τους θέση και
ο ένας εξ αυτών ήταν ο γιος του µακεδόνα αγωνιστή Τσάµη Καρατάσου, ο Αναστάσιος Καρατάσος.
Είναι δύσκολο µέσα από τις αντικρουόµενες εκδοχές να έχουµε σαφή εικόνα των αναµειχθέντων στα επεισόδια, τις αιτίες και τους στόχους της διαµαρτυρίας, αλλά η διάρκεια των γεγονότων, τα αιτήµατα, τα συνθήµατα των διαδηλωτών και οι εµπλεκόµενοι, αποδεικνύουν τον πολιτικό χαρακτήρα των επεισοδίων και την έντονη δυσαρέσκεια του κόσµου κατά του καθεστώτος. ∆ύο χρόνια αργότερα, στα µέσα Μαΐου του 1861, οι αντιοθωνικές «συνωµοσίες», που είχαν ως στόχο «να µεταβάλωσι το καθεστώς εν Ελλάδι πολίτευµα, δια βιαίων µέσων και να αποµακρύνωσι του θρόνου τον νόµιµον ηγεµόνα της Ελλάδος, ήτοι την Α.Μ. τον βασιλέα ηµών Όθωνα», εντάθηκαν.
Μάλιστα, εκδηλώθηκε κίνηµα οργανωµένο από δυσαρεστηµένους αξιωµατικούς που, στην πλειοψηφία τους, ήταν γιοι επιφανών ανδρών αφοσιωµένων στο στέµµα, µε τη συµµετοχή διαφόρων πολιτών όλων των κοινωνικών τάξεων και µορφωτικών επιπέδων, µεταξύ των οποίων ο Λεωνίδας Βούλγαρης, ο µετέπειτα «επαγγελµατίας της Μεγάλης Ιδέας»
και ο Μάρκος Αντώνοβιτς, γιος του Ιωάννη Αντώνοβιτς, Μακεδόνα στρατιωτικού.
Ο τελευταίος κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, ανυπακοή και προσβολή προς το πρόσωπο του βασιλιά. Το αρνητικό κλίµα συχνά το πυροδοτούσαν οι νέοι µέσα από την αρθρογραφία της δικής τους εφηµερίδας που τύπωσαν στα τέλη του 1859 µε τίτλο το Μέλλον της Πατρίδος.
Μεταξύ των αρθρογράφων που υπέγραφαν τα αντιοθωνικά άρθρα, συγκαταλεγόταν και ο Μακεδόνας Αριστείδης ∆όσιος.
Η αντιοθωνική πολεµική κορυφώθηκε µε την απόπειρα δολοφονίας εναντίον της βασίλισσας Αµαλίας από τον αναφερθέντα, Αριστείδη ∆όσιο.
Ο δεκαοχτάχρονος µαθητής γυµνασίου ήταν ο δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου ∆όσιου, πρώην γενικού γραµµατέα στο υπουργείο Εσωτερικών.
Η οικογένεια του ανήκε στο αγγλικό κόµµα, ήταν γνωστή για την πολιτική της δράση και τις αντιοθωνικές πεποιθήσεις της.
Η «µοναδική και ανήκουστος εις τα χρονικά των εθνών πράξις» συνέβη στις 6 Σεπτεµβρίου 1861, όταν γύριζε η βασίλισσα από τη συνηθισµένη βόλτα της.
Ο επίδοξος δολοφόνος είχε στήσει ενέδρα σε µικρή απόσταση από τα ανάκτορα και την πυροβόλησε µε ένα ρεβόλβερ.
Ο ένοχος συνελήφθη. Συνήλθε αµέσως το Υπουργικό Συµβούλιο, στο οποίο προσήλθε για ανάκριση.
Εκεί «µετά µεγίστης παρρησίας και ετοιµότητος,
ο νέος ∆όσιος ωµολόγησε την πράξιν του και ανεγνώρισε την ενοχήν του», ισχυριζόµενος µάλιστα ότι προέβη σ’ αυτή την κίνηση για απαλλάξει την πατρίδα από την «τυραννίαν» και να εκπληρώσει τις επιθυµίες της κοινής γνώµης.
Αιτία ήταν η έλλειψη της Εθνοφυλακής (ένα είδος πολιτοφυλακής σύµφωνα µε το οποίο θα είχαν στρατιωτική εκπαίδευση και όπλα σχεδόν όλοι οι πολίτες), το ζήτηµα περί διαδοχής και η υπάρχουσα οικονοµική κατάσταση.
Στη δίκη που ακολούθησε οι συνήγοροί του προσπάθησαν να τον αθωώσουν, µε την ιατροδικαστική εξέταση των καθηγητών της ιατρικής κκ. Μακκά και Πάλη, που διαπίστωσαν ότι έπασχε από µονοµανία.
Τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του µετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη από την ίδια την Αµαλία.
Οι φίλοι του προσπάθησαν να τον απελευθερώσουν αλλά δεν το κατόρθωσαν παρά µόνο κατά την επανάσταση της 10ης Οκτωβρίου 1862.
Έπειτα έφυγε στο Μόναχο για σπουδές και, όταν επέστρεψε, έγινε διευθυντής της Ναυτικής Τράπεζας.
Για την πράξη του δε µετάνιωσε ποτέ, ίσως και γι’ αυτό το λόγο, δεν δέχτηκε να συναντήσει την βασίλισσα, όταν ζούσε στο εξωτερικό.
Πέθανε νέος από εγκεφαλική παράκρουση.
∆εν ήταν ο µόνος ανένδοτος.
Σύµφωνα µε το καταστατικό του πολιτικού συλλόγου «Ρήγας Φεραίος», που ιδρύθηκε αµέσως µετά την ανατροπή του Όθωνα και µέλη του οποίου ήταν µερικοί από τους άνδρες που είχαν πρωταγωνιστήσει σε όλα τα επαναστατικά κινήµατα του 1859-1862:
«Η επανάστασις δεν ετελείωσε διότι σκοπός αυτής τελικός δεν ήτο η εκθρόνισις του Όθωνος µόνη, αλλ’ η ανάπλασις της κοινωνίας και η θεµελίωσις νέας πολιτικής τάξεως εγγυηµένης ευτυχές και ένδοξον εις την πατρίδαν µας µέλλον».
Εκτός από τον Αριστείδη ∆όσιο, Μακεδόνες µέλη του συλλόγου ήταν ο πατέρας του και ο αδελφός του Αλέξανδρος, ο Μάρκος Αντώνοβιτς, ο Ιωάννης Καβαλιώτης και ο Χαραλάµπης Χοϊδάς.
Οι επιλογές τους σε γενικές γραµµές δεν διαφοροποιήθηκαν από αυτές των άλλων ετεροχθόνων ή και των εντοπίων που προσπαθούσαν να κερδίσουν µια επωφελή κοινωνική και επαγγελµατική θέση κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.
Προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε προνοµιακές θέσεις του κυβερνητικού, στρατιωτικού και εκπαιδευτικού συστήµατος, εκµεταλλευόµενοι είτε την επιστηµονική τους κατάρτιση και µόρφωση, είτε τη δύναµη των όπλων τους, είτε τις πολιτικές και κοµµατικές τους σχέσεις µε τα διάφορα κέντρα εξουσίας, τα οποία, µε τη σειρά τους, τους χρησιµοποίησαν για να έχουν τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας σε όλους τους τοµείς.
Στην αµοιβαία αυτή ανάγκη συνίστατο η σχέση πελατείας µεταξύ των ετεροχθόνων και αυτοχθόνων ή των ετεροχθόνων και της µοναρχίας.
Βοηθώντας στην άσκηση της εξουσίας και συµµετέχοντας στους υπάρχοντες κοµµατικούς ανταγωνισµούς, αντί να συµπήξουν αποκλειστικά µακεδονικά δίκτυα συµφερόντων –άλλωστε ήταν συγκριτικά ολιγάριθµοι–,
οι Μακεδόνες είχαν τη δυνατότητα να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους και τα οικονοµικά τους συµφέροντα,
χωρίς όµως να αποµονωθούν από τους συµπατριώτες τους ή να αποποιηθούν τα πλεονεκτήµατα της κοινής καταγωγής.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτής της προσαρµοστικότητας ήταν η ρευστότητα των σχέσεων και της ιδεολογίας τους• ότι, δηλαδή, εύκολα άλλαζαν «πολιτικούς» φίλους και πεποιθήσεις, προκειµένου να κερδίσουν µια θέση στην κρατική µηχανή.
Οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί ενδιαφέρθηκαν κι αυτοί για την επαγγελµατική και οικονοµική τους αποκατάσταση, γι’ αυτό το λόγο επέλεξαν την παρανοµία και τα επικουρικά σώµατα, όταν δεν ήταν απασχοληµένοι µε επαναστατικά κινήµατα.
Κλεφτοκαπετάνιοι, χαµηλόβαθµοι αξιωµατικοί και υπαξιωµατικοί του ελληνικού στρατού, αποτελούσαν µια ιδιότυπη στρατιωτική τάξη που εξαργύρωνε την ένοπλη δράση της ποικιλότροπα, στοχεύοντας στην κοινωνική καταξίωση, στην σιωπηρή παραγραφή των παρανοµιών της και στην απόσπαση περισσότερων «υλικών» αγαθών.
Οι λόγιοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ακόµα και όταν ο ρόλος τους ήταν συµβουλευτικός και οι ίδιοι απλά εκτελεστικά όργανα του κράτους, φυσικά µε το αζηµίωτο, όταν το ευνοούσαν οι περιστάσεις.
Από νωρίς κατάλαβαν τις απεριόριστες δυνατότητες και τα µονιµότερα οφέλη που προσέφερε η εξουσία του κρατικού µηχανισµού, µέσω των εκδουλεύσεων τους προς τους «ντόπιους» πολίτες, προκειµένου να αυξήσουν την πελατεία τους και τη δυναµική τους παρουσία στους ελεγκτικούς µηχανισµούς.
Οι καθηγητές δεν δίστασαν να εµπλακούν σε πανεπιστηµιακές διαµάχες µε πολιτικά κίνητρα, προκειµένου να διατηρήσουν την έδρα τους και την κοινωνική τους θέση.
Λιγότερο συµβιβασµένοι και αποστασιοποιηµένοι από τα επαναστατικά γεγονότα, οραµατίστηκαν µια πολιτική αναγέννηση, ενώ οι πατεράδες τους αγωνίζονταν ποικιλοτρόπως για την επιβίωσή τους.
Τις συνιστούσαν οι οµάδες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, έτσι όπως είχαν διαµορφωθεί κατά την τελευταία φάση της τουρκοκρατίας.
Στην κορυφή αυτής της κοινωνικής διαστρωµάτωσης βρίσκονταν οι προύχοντες, ο κλήρος, οι Φαναριώτες και οι αρχηγοί των ενόπλων οµάδων.
Στη µέση είχε τοποθετηθεί η αστική τάξη, εκ των παροικιών κυρίως, και στη χαµηλότερη βαθµίδα ο αγροτικός πληθυσµός, οι τεχνίτες, οι µικρέµποροι, οι κτηνοτρόφοι, που ήταν και η συντριπτική πλειοψηφία.
Κατά τον απελευθερωτικό αγώνα η κοινωνική ιεραρχία δεν ανατράπηκε•
αντίθετα, οι κατά τόπους παραδοσιακές δυνάµεις, που διέθεταν οικονοµική, κοινωνική, πολιτική ή στρατιωτική ισχύ, επιβίωσαν και εξήλθαν πιο δυνατές.
Οι ηγετικές αυτές οµάδες, κατά την περίοδο της οθωνικής µοναρχίας, οπότε τέθηκαν τα θεµέλια της οργάνωσης του νεοελληνικού κράτους σε όλους τους τοµείς, προσπάθησαν να επιβληθούν, τονίζοντας ιδιαιτέρως τη συµβολή τους στην επανάσταση.
Επίσης, ευελπιστούσαν όχι µόνο να διατηρήσουν την προνοµιακή µεταχείριση που απολάµβαναν υπό το οθωµανικό καθεστώς αλλά και να τη διευρύνουν.
Ερχόµενος ο Όθωνας και τα µέλη της Αντιβασιλείας στην Ελλάδα είχαν πλήρη επίγνωση της πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε.
Η χώρα, µετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, βρισκόταν σε περίοδο «αναρχίας».
Η δολοφονία του Καποδίστρια. |
Ο Νικόλαος ∆ραγούµης στο έργο του Ιστορικαί Αναµνήσεις περιέγραψε µε εξαιρετικό τρόπο την εικόνα της εποχής.
Και ταύτα µεν δή ταύτα λήγοντος του 1832 έτους.
Εί δε τις φιλοπραγµονών αναδράµη εις την ιστορίαν του αγώνος όπως αναζητήση καιρούς παραλλήλους προς τους επιστάντας το έτος τούτο, δεν θα βραδύνη να πεισθή ότι κυκεών παθών, ερίδων, στάσεων, εκδικήσεων, εµφύλιων σπαραγµών, ανόµων διοικήσεων, ανοµωτέρων συνελεύσεων, ξενικών επεµβάσεων, προσβολών κατά της εθνικής αξιοπρέπειας, εξευτελισµού δηµοσίων και ιδιωτικών χαρακτήρων, δηµεύσεως των δικαιωµάτων του λαού, διαρπαγής των κοινών, κυκεών, λέγω, οίος ο µετά θάνατον του Κυβερνήτου, ουδέποτε, ουδ’ επί των δεινοτάτων περιπετειών, κατήσχυνε την Ελλάδα.
Θα πεισθή προς τούτοις ότι ουδείς πλέον εκήδετο της πατρίδος, ότι απεσβέση και ο τελευταίος της φιλοπατρίας σπινθήρ και ότι πάντες φρόντιζε περί των ιδίων.
Η ανάγκη να επέλθει η τάξη και η ειρήνη στο εσωτερικό της χώρας, ήταν πλέον επιτακτική. Συνεπώς, πρώτιστο µέληµα ήταν να εξαληφθούν «τα πολυάριθµα των προτέρων και εσχάτων δυστυχηµάτων ίχνη».
Ο Βασιλεύς Όθων. |
έπρεπε εξαρχής να συγκροτήσει τη νέα κρατική µηχανή,
βάσει των δυτικών προτύπων,
εφαρµόζοντας το σύστηµα της απόλυτα συγκεντρωτικής διοίκησης,
κατά την οποία ο µονάρχης ήταν αρχηγός της εκάστοτε κυβέρνησης.
Το νέο καθεστώς που επιβαλλόταν από τον Όθωνα και την Αντιβασιλεία συµφωνούσε µε το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο της εποχής,
καθώς εξέφραζε το πνεύµα του ευρωπαϊκού απολυταρχισµού.
Στην ελληνική κοινωνία, ωστόσο,
αυτή η προσπάθεια επιβολής της απόλυτης µοναρχίας από το παλάτι
ώθησε το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών τάξεων
να ενταχθεί σε κάποιο νέο πελατειακό δίκτυο,
για να αντιµετωπίσει την κρατική αυθαιρεσία, όπως ισχυριζόταν.
Η επανάσταση είχε επιφέρει αλλαγές στο παραδοσιακό πελατειακό σύστηµα και στις οικογενειακές φατρίες της προεπαναστατικής περιόδου, διότι
πρώτον άλλαξε το καθεστώς,
δεύτερον παρεισέφρησαν σ’ αυτές και οι οµάδες των ετεροχθόνων και
τρίτον, ήταν πλέον έντονος ο ανταγωνισµός των εκπροσώπων των τριών ευρωπαϊκών δυνάµεων,
που έγιναν επίκεντρο µηχανορραφιών και προστάτες των ελληνικών κοµµάτων.
Ταυτόχρονα, όµως, και οι ίδιοι οι Βαυαροί αναγκάστηκαν να προσαρµόσουν εν µέρει την πολιτική τους σύµφωνα µε τις παραδοσιακές σχέσεις των ηγετικών οµάδων µεταξύ τους και µε τις ξένες ∆υνάµεις.
Αυτές, ακριβώς, οι άτυπες σχέσεις εξυπηρετούσαν τα συµφέροντα τόσο των πατρώνων όσο και των πελατών µέσα στις νέες συνθήκες που διαµορφώθηκαν.
Οι µεν πρώτοι γιατί, χάρη στην υποστήριξη των πελατών τους µπορούσαν να έχουν τα ερείσµατα εκείνα που τους επέτρεπαν να ελέγχουν την εξουσία και να διαθέτουν ισχύ, οι δε πελάτες, γιατί η ένταξη τους σε ένα δίκτυο πελατείας-προστασίας τους παρείχε, έστω και πρόσκαιρα, τη δυνατότητα να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες τους.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όταν ανέλαβε η αντιβασιλεία την εξουσία, προτεραιότητά της έθεσε την οργάνωση των ελληνικών ενόπλων δυνάµεων.
Οι αρµατολοί και οι κλέφτες της προεπαναστατικής περιόδου, αποτελούσαν µια ιδιαίτερη κοινωνική οµάδα που είχε δύναµη και εξουσία, την οποία στο παρελθόν αντλούσε τόσο από τις οθωµανικές όσο και από τις ελληνικές τοπικές αρχές, µέσα στο πλαίσιο αµοιβαίων εξυπηρετήσεων και συµφερόντων.
Οι καπετάνιοι που ήλεγχαν τους στρατιώτες, καθώς δεν υπήρχε καµιά κεντρική οργάνωση και καθοδήγηση, διέθεταν οπλική ισχύ που τους καθιστούσε πολύτιµους για τα στρατιωτικά και πολιτικά δίκτυα.
Τα ένοπλα αυτά σώµατα απετέλεσαν τη βάση του ελληνικού στρατού στην επανάσταση του 1821, αλλά, µετά τις πρώτες νίκες τους στα πεδία των µαχών, άρχισαν σιγά-σιγά να αποκτούν περισσότερη δύναµη και να διεκδικούν τη συµµετοχή τους στη διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων.
Παρακινηµένοι από διαφορετικές φιλοδοξίες και βλέψεις για το υπό διαµόρφωση ανεξάρτητο ελληνικό κράτος στράφηκαν εναντίον των παραδοσιακών ηγετικών οµάδων και αναµείχθηκαν στους εµφύλιους αλληλοσπαραγµούς.
Η αµοιβαία ανάγκη των οπλαρχηγών να έχουν πολιτικούς συµµάχους και των προεστών να έχουν ένοπλη υποστήριξη ώθησε στη στενή συνεργασία των δύο οµάδων.
Σ’ αυτήν την πολιτική διαµάχη, υπολογίσιµη οµάδα «πελατών» αποτέλεσαν και τα µακεδονικά στρατεύµατα, των οποίων η δράση και η αξία ήταν ευρέως γνωστή στους επικεφαλής των δικτύων αυτών και των «επαναστατικών αρχών» στη Νότια Ελλάδα.
Ο Μακεδόνας Οπλαρχηγός Αναστάσιος Καρατάσος (1764-1830) |
µε την παρότρυνση του οπλαρχηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη,
µε τον οποίο τους ένωναν δεσµοί φιλίας,
πήραν µέρος στις επιχειρήσεις
υποστηρίζοντας τον πολιτικό της Ύδρας Γεώργιο Κουντουριώτη.
Με τον τελευταίο, άλλωστε, διατηρούσαν φιλικές σχέσεις από την εποχή που τα µακεδονικά στρατεύµατα βρέθηκαν στην Ύδρα για να την υπερασπίσουν από τους Οθωµανούς.
Καταλυτικός ήταν και ο ρόλος που έπαιξαν οι σλαβόφωνοι πολεµιστές σ’ αυτή τη φάση του αγώνα µε αρχηγό τον Χατζηχρήστο επίσης στο πλευρό του Κουντουριώτη.
Αυτή την ισχυρή σχέση των άτακτων παλικαριών µε τους καπετάνιους τους, ιδιαίτερα έτσι όπως εξελίχθηκε την περίοδο του επαναστατικού πολέµου και των εµφυλίων συρράξεων, θέλησε να αλλάξει ο Καποδίστριας στην προσπάθεια του να οργανώσει ένα τακτικό στρατό.
Ο Κυβερνήτης, θέτοντας ως στόχο την τακτική διακυβέρνηση της χώρας και την εξασφάλιση της σταθερότητας, προσπάθησε να οργανώσει το κράτος µε συγκεντρωτική πολιτική.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του σχεδίου του, ήταν η δηµιουργία ενός πειθαρχηµένου και πιστού στην κυβέρνηση στρατού και η αποδυνάµωση των τοπικών φορέων εξουσίας.
Έτσι λοιπόν, συγκέντρωσε υπό τη σκέπη της δικής του εξουσίας ορισµένες από τις φατρίες και τους τοπικούς συνασπισµούς και σχηµάτισε µια οµάδα οπαδών.
Ωστόσο, η έλλειψη ερεισµάτων και συναίνεσης από τις κοινωνικές τοπικές δυνάµεις, η εύνοια που έδειξε προς τους συγγενείς του και τους ετερόχθονες, ο παραγκωνισµός των αξιωµατικών αλλά και η εµπλοκή των αντιπροσώπων των ξένων ∆υνάµεων υπέρ και κατά του Κυβερνήτη, επέτειναν την αντιπολίτευση εναντίον του από µια ετερόκλητη συµµαχία.
Στον αντίποδα, λοιπόν, της πολιτικής του βρίσκονταν όλες οι αντικαποδιστριακές φατρίες, που στην πραγµατικότητα δεν είχαν ούτε κοινό αρχηγό ούτε κοινή πολιτική γραµµή.
Τις ένωνε αφενός ο παραµερισµός τους από την εξουσία αφετέρου το αίτηµα της συνταγµατικής αρχής µε βάση τα δυτικά πρότυπα και τα επαναστατικά κινήµατα που αναστάτωναν την Ευρώπη το 1830.
Τα µηνύµατα τους έφθασαν στην Ελλάδα και οι οπαδοί του, µε πρόσχηµα την παραχώρηση συντάγµατος, άρχισαν συστηµατικό πόλεµο εναντίον της απολυταρχικής πολιτικής του Καποδίστρια.
Η δριµεία αντιπολίτευση των συνταγµατικών εκδηλώθηκε µε τοπικά κινήµατα και εξεγέρσεις µε κύρια στασιαστικά κέντρα τη Μάνη, την Ύδρα και τις Σπέτσες.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα είχαν και οι Μακεδόνες
µε τον Τσάµη Καρατάσο,
από το χώρο των δυσαρεστηµένων στρατιωτών.
Κατατάχθηκαν στους καποδιστριακούς ηµιτακτικούς σχηµατισµούς αλλά δεν είχαν αποβάλλει τη συµπεριφορά του πρότερου αρµατολικού βίου τους.
Επικεφαλής δυσαρεστηµένων αξιωµατικών της χιλιαρχίας του και Ρουµελιωτών, που ήταν συγκεντρωµένοι στην Ελευσίνα, στασίασε το 1831, αλλά οι συντονισµένες κινήσεις της Κυβέρνησης κατέπνιξαν την ανταρσία του και ο ίδιος κατέφυγε από τη Στερεά Ελλάδα στην οθωµανική επικράτεια.
Η αντικυβερνητική προπαγάνδα στα στρατιωτικά σώµατα είχε καλλιεργηθεί προηγουµένως από τους πράκτορες των Υδραίων και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, που γνώριζαν πως µόνο µε τη συνδροµή των ρουµελιώτικων και των ατάκτων σωµάτων θα έπεφτε η κυβέρνηση.
Μέσα σε σύντοµο χρονικό διάστηµα, ωστόσο, ο Καρατάσος επιχείρησε να επαναλάβει το κίνηµα του, χωρίς αποτέλεσµα.
Αυτή τη φορά κατέφυγε στην Ύδρα.
∆εν έχει σηµασία τόσο η παρουσίαση των πολεµικών συγκρούσεων όσο η ερµηνεία τους.
Στο κίνηµα συµµετείχαν πολλοί αξιωµατικοί που εξέφραζαν τη δυσαρέσκεια τους για όσους συναδέλφους τους είχαν ευνοηθεί από τον Κυβερνήτη αλλά και για τις καθυστερηµένες καταβολές των µισθών τους.
Από την άλλη, όµως, το συγκεκριµένο κίνηµα, κατεστάλη κυρίως από κάποιους δυσαρεστηµένους αντικαποδιστριακούς αξιωµατικούς και όχι από τους ευνοηµένους του καθεστώτος.
Μέσα από το γεγονός αυτό φάνηκαν οι κακές σχέσεις µεταξύ των αξιωµατικών και του Καποδίστρια αλλά, κυρίως, πως κάποιοι διεκδικούσαν περισσότερα αξιώµατα και βαθµούς.
Ο Καρατάσος πρωτοστάτησε ως «συνταγµατικός» ταγµατάρχης, όµως στην πραγµατικότητα δεν αντέδρασε από «συνταγµατική» ιδεολογία, αλλά αποσκοπώντας σε προαγωγή, µολονότι γνώριζε πως είχε τιµηθεί µε το αξίωµα που κατείχε αδικώντας άλλους, εξίσου ή και καλύτερους στρατιωτικούς και µάλιστα φιλοκυβερνητικούς.
Αλλά και οι ταγµατάρχες που βοήθησαν την κυβέρνηση εναντίον των κινηµατιών έδρασαν και αυτοί κυρίως για να διατηρήσουν τις οικονοµικές και κοινωνικές απολαβές που τους παρείχε η θέση τους στο στράτευµα.
Αποτέλεσµα της «συνταγµατικής αντιπολίτευσης» ήταν η δολοφονία του Καποδίστρια και οι εµφύλιες συγκρούσεις που ακολούθησαν και αποσύνθεσαν πλήρως το κράτος.
Ο υπάρχων τακτικός και ο άτακτος στρατός διαλύθηκαν εξαιτίας της έλλειψης των απαραίτητων πόρων για τη µισθοδοσία και τη συντήρησή τους.
Οι ένοπλοι, σχεδόν στον σύνολο τους, τέθηκαν υπό την καθοδήγηση των αρχηγών τους και έγιναν έρµαιο και υποχείριο των αντιµαχόµενων πολιτικών φατριών για την προάσπιση των προσωπικών συµφερόντων τους από τον εκάστοτε προστάτη τους.
Παράλληλα, όµως, απέκτησαν εξουσιαστικό ρόλο.
Είχαν τη δυνατότητα, όταν δεν ικανοποιούνταν οι προσδοκίες τους, µέσω των πελατειακών διασυνδέσεων τους µε τους πολιτικούς, να χρησιµοποιούν την δύναµη των όπλων για να επιτυγχάνουν το στόχο τους.
Ο Κοζανίτης Φιλικός Γεώργιος Λασσάνης (1793 - 1870) |
Ο Γεώργιος Λασάνης, ισχυρίστηκε ότι για το χρονικό διάστηµα 1831-1833, δεν υπήρχε «εθνικός στρατός, µε ορισµένη διοίκηση και στόχους, αλλά στίφη, που δρούσαν για ιδιοτελείς σκοπούς».
Αν παρατηρητής […] πατήση κατά την εποχήν ταύτην το έδαφος της Ελλάδος […] εις µάτην θα περιστρέψη τους οφθαλµούς του να ιδή καν σκιάν οργανισµένου στρατού! Αντί τούτου θ’ απαντήση αγέλας οπλοφορούντων ανθρώπων, οδηγηµένων από θηριώδεις αρχηγούς, λεηλατούντων πόλεις µόλις ανεγειροµένας εκ των ερειπίων των, κατερηµονόντων ολοκλήρους επαρχίας, πυρπολούντων πολίσµατα, διαρπαζόντων αφειδώς τα θρέµµατα, βασανιζόντων ανηλεώς αθώους πολίτας, καταστρεφόντων, αργυρολογούντων, εις ένα λόγον φερόντων φρίκην και τρόµον καθ’ όλην την επικράτειαν και αναγκαζόντων τους δυστυχείς κατοίκους να ζητώσιν άσυλον εις τους Τούρκους.
Η έκρυθµη αυτή κατάσταση ήταν γνωστή στους Βαυαρούς, που έκριναν ότι η οργάνωση και η σύσταση των στρατιωτικών σωµάτων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, έπρεπε να γίνει από τους ίδιους, από τους λοιπούς ∆υτικοευρωπαίους και τους εξευρωπαϊσµένους ετερόχθονες έλληνες επαγγελµατίες.
Η καθολική αποστράτευση των ατάκτων από τους βαυαρούς αντιβασιλείς, το Μάρτιο του 1833, και η στρατολόγηση 3.500 ανδρών από τα γερµανικά κρατίδια είχε αποφασιστεί από τον ίδιο τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο, ενώ ο Όθωνας και η αντιβασιλεία ήταν ακόµα στο Μόναχο.
Η διάλυση των στρατολογηµένων από τα κόµµατα αγωνιστών και η αντικατάσταση τους από ένα δυτικού τύπου τακτικό στρατό αποτελούµενο από ξένους, εξυπηρετούσε πολλά πολιτικά συµφέροντα.
Το βασικότερο ήταν ότι αφαιρούσαν τη δύναµη, το κύρος και την εξουσία που είχαν αποκτήσει οι πολεµιστές µέσα από τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες κατά τη διάρκεια του αγώνα.
∆εύτερον, στερούσαν από τα πολιτικά κόµµατα τη στρατιωτική τους πελατεία• την ισχυρή, ανεξάρτητη και υπολογίσιµη δύναµη που τα παρείχε διαπραγµατευτική ισχύ έναντι της βασιλικής κυβέρνησης.
Στόχος τους, επίσης, ήταν να αποκτήσουν ένα στράτευµα πειθαρχηµένο και υπάκουο στην κεντρική εξουσία, αµέτοχο στους κοµµατικούς και στους τοπικούς ανταγωνισµούς, που θα επέβαλε την τάξη και την ασφάλεια στο εσωτερικό της χώρας, ενώ παράλληλα θα ήταν σε θέση να ισχυροποιεί τη βασιλική κυβέρνηση απέναντι σε όλους τους πολιτικούς αντιπάλους της.
Ο απόλυτος έλεγχος του στρατού εξασφαλίσθηκε,
επιπλέον,
µε την τοποθέτηση Βαυαρών
σε όλες τις καίριες στρατιωτικές θέσεις.
Με αυτό τον τρόπο το επικουρικό βαυαρικό σώµα τη συγκεκριµένη εποχή αποτέλεσε από τη µια πλευρά ένα έµπιστο στήριγµα του θρόνου και των κυβερνητικών επιλογών του και από την άλλη παρείχε γνώσεις και τεχνική κατάρτιση στους στρατιώτες.
Η αποστράτευση των ατάκτων εκτός από τις πολιτικές είχε και κοινωνικές συνέπειες, καθώς η πλειοψηφία των οπλαρχηγών έµεινε ανεπάγγελτη.
Ένα µέρος των ανδρών που δεν κατατάχθηκαν στους νέους στρατιωτικούς σχηµατισµούς, ιδιαί
τερα οι καπετάνιοι από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, εγκαταστάθηκε στις παραµεθόριες επαρχίες της χώρας που έγιναν µόνιµα κέντρα αναταραχών και στρατολόγησης µισθοφόρων.
Οι δυσαρεστηµένοι και οι ενδεείς στρατιώτες που δεν ανταµείφθηκαν για τη συνεισφορά τους στον Αγώνα, όπως φιλοδοξούσαν, επάνδρωσαν τις τάξεις των ληστοσυµµοριών.
Οι επιφανείς όµως οπλαρχηγοί εκµεταλλεύτηκαν τις πολιτικές τους διασυνδέσεις και κατέλαβαν προνοµιακές θέσεις είτε στο στρατιωτικό µηχανισµό, είτε στο διοικητικό και πολιτικό.
Το στέµµα είχε το πλεονέκτηµα, µε την παροχή προνοµίων και την απονοµή αξιωµάτων, να κερδίζει την αφοσίωση επιφανών οπλαρχηγών που µπορούσαν να αποβούν επικίνδυνοι, δηµιουργώντας σοβαρά προσκόµµατα στην απολυταρχική διακυβέρνηση του βασιλικού καθεστώτος.
Ο Μακεδόνας ήρωας, Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος (1798-1861) |
Χαρακτηριστικό παράδειγµα ήταν
η τακτική του Όθωνα
να διορίζει
ως υπασπιστές του αυτούς ακριβώς
τους άνδρες,
τον Καρατάσο
και τον Χατζηχρήστο.
Ο ∆ιαµαντής Νικολάου, από την άλλη,
διετέλεσε γερουσιαστής.
Τέτοιοι άνδρες βρίσκονταν σε θέση ισχύος και διαπραγµατεύονταν άµεσα µε το κράτος ή µε τους πολιτικούς τις προσωπικές ή πελατειακές απαιτήσεις τους.
Η συµµετοχή, ωστόσο, των στρατιωτών σ’ αυτές τις πελατειακές σχέσεις οφειλόταν σαφώς σε κοινωνικούς και οικονοµικούς λόγους.
Τα φατριαστικά δίκτυα ήταν δίαυλοι επικοινωνίας µε την εξουσία και διασφάλισης οικονοµικών απολαβών.
Η ένταξη σε καµιά περίπτωση δεν έκρυβε κάποιο ιδιαίτερο ιδεολογικό–πολιτικό προσανατολισµό. Γι’ αυτό το λόγο και οι σχέσεις αυτές ήταν µεταβλητές.
∆υσαρεστηµένοι στρατιωτικοί – πελάτες παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε άλλους προστάτες, όταν δεν ικανοποιούνταν τα αιτήµατα τους ή κατέφευγαν στο ληστρικό βίο και την παρανοµία.
Αντίθετα, τα µέλη των ίδιων οµάδων, όταν η κυβέρνηση τους προσέφερε µικρές οικονοµικές αµοιβές και υποσχέσεις για προαγωγές (εφόσον εντάσσονταν στα στρατιωτικά σώµατα), δεν δίσταζαν να τεθούν στην υπηρεσία των κυβερνητικών δυνάµεων, να καταστείλουν τις εξεγέρσεις
ή να πολεµήσουν, ως νέοι αρµατολοί, τη ληστεία, όπως έκανε ο Χατζηχρήστος.
Αρκετοί από αυτούς υπήρξαν κατά διαστήµατα γνωστοί και επιφανείς διώκτες των ληστών. ∆εν ήταν λίγοι κι εκείνοι που κατά περιόδους εντάχθηκαν στα διάφορα στρατιωτικά σώµατα που ίδρυσαν οι Βαυαροί, για την αποκατάσταση και την απασχόλησή τους, π.χ. στη Βασιλική Φάλαγγα, τη Χωροφυλακή, την Εθνοφυλακή, κ.α.
Αυτή η συνεργασία της εξουσίας µε την παρανοµία, ήταν µάλλον αναγκαία, αφού ενίοτε αντιµετώπιζε τις ληστρικές συµµορίες µε τους πιο επίφοβους πολέµιούς της.
Έτσι εξηγείται η αµνηστία, τα τιµητικά παράσηµα, η παραχώρηση γης και ασυλίας σε όσους ληστές συλλαµβάνονταν.
Καταλυτικό ρόλο, έπαιξαν και οι κατά τόπους ισχυροί άνδρες και οι πολιτικοί εκπρόσωποι, όπως ο δηµοφιλής Κωλέττης.
Παρασκηνιακά υποστήριζαν τους ληστές και ενθάρρυναν την παραβατική συµπεριφορά τους για να αποσπάσουν κοµµατικά οφέλη οι ίδιοι.
Η εφηµερίδα Αθηνά επέκρινε τη στάση τους, λέγοντας ότι κάποιοι πολιτικοί είχαν βαλθεί να καταστρέψουν τον τακτικό στρατό, αφού, µέσω του στρατού, επιδαψίλευσαν προνόµια και χρήµατα µε οποιοδήποτε τρόπο στους συγγενείς, τους φίλους τους και στους φίλους των φίλων τους. Συνέχισε γράφοντας τα εξής:
[…] αι πράξεις του Κωλέττου, του Βάλβη, του Τζαβέλλα και του Κανάρη είναι πράξεις, αι οποίαι τείνουν απλώς προς την αναρχίαν, επί σκοπώ ίσως του να ενθρονισθή δι’ αυτής εις την Ελλάδα το αλιπασαδικόν σύστηµα, […] και εγγύησις µάλιστα της επιτυχίας του είναι το υπέρ ληστείας τωόντι νοµοσχέδιον του Κωλέττου.
Ιωάννης Κωλέττης (1774-1847) Πρωθυπουργός Ελλάδος. |
οι ετερόχθονες Μακεδόνες,
Ηπειρώτες
και Θεσσαλοί, ο
ι άτακτοι και οι ληστές και οι αρµατολοί της Στερεάς, δεν δίστασε να τους χρησιµοποιήσει ακόµα και στις εκλογές του 1844, π
ροκειµένου να εκβιάσει τους πολίτες και να νοθεύσει τα αποτελέσµατα.
Ήταν µια µέθοδος γνωστή από τους εµφύλιους πολέµους.
Από τους πιο κοντινούς φίλους του ήταν και ο Χατζηχρήστος µε το σώµα του, στο οποίο συµµετείχαν και πολλοί Μακεδόνες.
Η εύκολη µεταστροφή των ανδρών αυτών από τον παράνοµο βίο στο νόµιµο και από την άτακτη πολεµική δράση στην τακτική στράτευση, τους παρείχε την δυνατότητα να λειτουργούν άλλες φορές βοηθητικά και άλλες ανταγωνιστικά προς την κεντρική εξουσία.
Εντούτοις, οι πρόσφυγες και οι ντόπιοι διαλυθέντες άτακτοι, προκαλούσαν πολλές φορές προβλήµατα στην εξουσία, εξαιτίας των στάσεων και των εξεγέρσεων τους, είτε στο εσωτερικό της χώρας, είτε στις τουρκοκρατούµενες περιοχές, τις περισσότερες φορές, µάλιστα, µε αιτήµατα που συγκινούσαν τον ελληνικό λαό.
Οι πρώτες ταραχές ξέσπασαν τον πρώτο µόλις χρόνο της κυβέρνησης της Αντιβασιλείας, τον Αύγουστο του 1834, στη Μεσσηνία και εξαπλώθηκαν γρήγορα σε περιοχές της Αρκαδίας.
Συνεχίστηκαν το Φεβρουάριο του 1836 στην Ακαρνανία και κορυφώθηκαν την περίοδο 1847-1848 σε ολόκληρη τη χώρα, ιδιαίτερα στη Στερεά Ελλάδα.
Συχνά το ζητούµενο ήταν το σύνταγµα, η προστασία της Ορθοδοξίας, το φορολογικό σύστηµα, η αποµάκρυνση των Βαυαρών και της «καµαρίλας», η ανάληψη της εξουσίας από τον Όθωνα, η δυσαρέσκεια και ο ανταγωνισµός των πολιτικών κοµµάτων.
Πολλάκις, φάνηκε ο λαός και η ηγεσία του να διακατέχονται από αντιµοναρχική στάση και να εµφορούνται από δηµοκρατικά ιδεώδη.
Τις περισσότερες όµως φορές οι λόγοι τους, στο βαθµό που αυτοί προβλήθηκαν, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγµατικότητα.
Οι στάσεις εξυπηρετούσαν κυρίως τα κοµµατικά συµφέροντα των εκφραστών της εξουσίας και των εκπροσώπων των ξένων ∆υνάµεων.
Αίτηµα τους δεν ήταν η αποµάκρυνση του Όθωνα αλλά η αποποµπή των ατόµων που τον περιστοίχιζαν, εξαιτίας της διαφθοράς τους, των καταχρήσεων και της σπατάλης του δηµοσίου χρήµατος.
Το ζητούµενο ήταν ποιοι θα κατακτούσαν την πλεονεκτική θέση να προσποριστούν τα µεγαλύτερα οφέλη και να εξουσιάσουν.
Εξίσου αβάσιµες είναι και οι προσπάθειες να ταυτιστούν οι τοπικές εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν στον ελλαδικό χώρο µε τα κινήµατα που ξέσπασαν την ίδια περίοδο στη Ευρώπη.
∆εν θα επιχειρήσουµε εδώ διεξοδική ανάλυση των κινηµάτων, επειδή δεν είναι το ζητούµενο αυτής της εργασίας, αλλά θα προσπαθήσουµε να αναδείξουµε τη συµµετοχή των Μακεδόνων σ’ αυτά.
Ο αριθµός τους γενικά δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί ούτε κατά προσέγγιση,
όπως, όµως, ήδη αναφέρθηκε,
πολλοί Μακεδόνες οπλαρχηγοί,
µετά το τέλος της επανάστασης,
επειδή δεν ήταν εφικτό ή δεν επιθυµούσαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους,
εγκαταστάθηκαν σε διάφορες πόλεις του ελληνικού βασιλείου και µάλιστα στη
Νέα Πέλλη της Αταλάντης.
Οι περισσότερες από τις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν υπήρξαν εστίες ταραχών και αλυτρωτικών επιδροµών στις όµορες επαρχίες της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.
Εποµένως, η ανάµειξή τους, µε κίνητρο την ικανοποίηση διαφόρων αιτηµάτων, ήταν σχεδόν δεδοµένη.
Θεόδωρος Ζιάκας(1798-1882) |
Ο αρµατολός
Θεόδωρος Ζιάκας από το Μαυρονόρος των Γρεβενών, αγωνιστής του 1821,
που ήρθε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1835 µετά την καταδίωξη του από τις τουρκικές αρχές στην περιφέρεια όπου δρούσε,
φαίνεται πως το 1836 βρισκόταν στη Φθιώτιδα.
Ενδεχοµένως να συµµετείχε στα επεισόδια.
Αργότερα, εικάζεται πως είχε δράση και στα γεγονότα του 1848, ενώ πολλές φορές είχε δηλώσει ότι ήθελε να επιστρέψει στο αρµατολίκι του.
Πιο εύκολο είναι να εντοπιστούν οι Μακεδόνες που έδρασαν µε τα κυβερνητικά σώµατα στα οποία υπηρετούσαν ή κατατάχθηκαν κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι στρατιώτες που αναζήτησαν την επαγγελµατική τους διέξοδο στον τακτικό βαυαρικό στρατό, όπως οι αναφερθέντες
Νικόλαος Κασοµούλης,
Νικόλαος Χατηριάδης και
∆ηµήτριος Τζίνος.
Ο τελευταίος, ως ταγµατάρχης της χωροφυλακής, είχε τη φήµη σκληρού βασανιστή και αποτελεσµατικού διώκτη των ληστών.
Προφανώς ήταν οπαδός του Όθωνα, αφού ήταν ένας από αυτούς που φρουρούσαν το σπίτι του Μακρυγιάννη, τη νύχτα της Σεπτεµβριανής επανάστασης.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν αρκετοί εµπειροπόλεµοι Μακεδόνες, που ζούσαν στην Εύβοια και τη Θήβα.
Αυτοί επάνδρωσαν τις ένοπλες οµάδες, υπό την ηγεσία τοπικών οπλαρχηγών, από τις οποίες προήλθαν τα σώµατα της εθνοφυλακής και της οροφυλακής.
Μάλιστα στη Θήβα,
το Σεπτέµβριο του 1847,
υπήρχε ένα ξεχωριστό σώµα,
γνωστό ως «Σώµα των Μακεδόνων»,
στο οποίο διοικητής ήταν ο Κωνσταντίνος Μπίνος,
ο αντισυνταγµατάρχης της Φάλαγγας.
Οι στρατιώτες του προέρχονταν από το συνοικισµό των Μακεδόνων στην Νέα Πέλλη.
Στην οροφυλακή εντάχθηκαν οι
Ελευθέριος Ιωάννου,
Αναγνώστης Παπαδόπουλος,
Ιωάννης Πολυχρόνης,
Γεώργιος Κωνσταντίνου,
Λάζος Μάρκος και
∆ηµήτριος Γάτσος.
Όλοι τους πρώην άτακτοι πολεµιστές.
Απέβλεπαν σε οικονοµικά οφέλη από το µισθό και από πιθανή λεία αλλά και στην εξασφάλιση της εύνοιας των στρατιωτικών και πολιτικών παραγόντων που βρίσκονταν στο στενό βασιλικό κύκλο και ενδεχοµένως θα τους βοηθούσαν να τακτοποιηθούν σε κάποια δηµόσια υπηρεσία.
Όπως προκύπτει µέσα από τα γεγονότα, κατά την οθωνική περίοδο οι Μακεδόνες πολεµιστές δεν ήταν υπολογίσιµη δύναµη, παρά µόνον όταν λειτουργούσαν ως οµάδα.
∆εν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν τη δράση και το ρόλο τους στον κατασταλτικό µηχανισµό των εξεγέρσεων.
Ακόµη και αυτοί που κατατάχθηκαν στο στρατό, προτίµησαν τα επικουρικά σώµατα, που σύστησε κατά καιρούς η βασιλεία.
Πιθανότατα, στην επιλογή αυτή να τους οδήγησε η δύναµη της συνήθειας του πρότερου βίου τους και η υπερτίµηση των ευκαιριών για περισσότερα κέρδη.
Περισσότερο αξιόλογη ήταν η δράση τους στην παρανοµία και στα αλυτρωτικά κινήµατα, που θα εξεταστεί σε άλλο κεφάλαιο.
Η ενασχόληση τους µε τα πολιτικά πράγµατα ήταν περιορισµένη, όπως αποδεικνύεται από την «ανύπαρκτη» συµµετοχή τους στην επανάσταση της 3ης Σεπτεµβρίου, τουλάχιστον σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία.
Υπάρχουν κάποιοι που φαίνεται ότι ανήκαν στην φατρία του Μακρυγιάννη, η οποία αποτελούνταν από παλαίµαχους αγωνιστές µε πολιτική συνείδηση, ανεξάρτητοι από κόµµατα.
Αυτούς συχνά τους όρκιζε, σύµφωνα µε την παράδοση της Φιλικής Εταιρείας, τους έβαζε να υπογράψουν στα σχέδια του και τους ανέθετε να µυήσουν κι άλλους πολίτες από διάφορες επαρχίες.
Κάποια από τα σχέδια του συντάχθηκαν για την παραχώρηση Συντάγµατος φέρουν την υπογραφή ορισµένων Μακεδόνων, οι οποίοι, ωστόσο, δεν έδρασαν µετέπειτα.
Ίσως γιατί τα πρόσωπα που περιελάµβανε ο κατάλογος αυτός ήταν κάτοικοι της Νέας Πέλλης που ενδεχοµένως είχαν κατηχηθεί από τους «µυηµένους αποστόλους» του κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους.
Επίσης, δεν ήταν γνωστή η κοµµατική τους ταυτότητα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως του Αποστολάρα, που ανήκε στο ρωσικό κόµµα και της «οµάδας» του Κωλέττη, που υποθέτουµε ότι µπορεί να ήταν γαλλόφιλοι, χωρίς ωστόσο να είναι σίγουρο, αφού το δέλεαρ της συσπείρωσής τους ήταν κατά κανόνα το προσωπικό όφελος.
Σε αντίθεση µε τους ενόπλους, η κατηγορία των λογίων ανδρών, όπως θα ήταν αναµενόµενο, προσαρµόστηκε στο νεοσύστατο κράτος πιο εύκολα και πιο οµαλά.
Από την πρώτη στιγµή που έφτασαν στην Ελλάδα φιλοδοξία τους ήταν ο διορισµός τους στα δηµόσια αξιώµατα και στον κρατικό µηχανισµό.
∆ιετέλεσαν γραµµατείς και σύµβουλοι σε διάφορες επιτροπές που συστήθηκαν κατά τη διάρκεια του Αγώνα µε σκοπό να διαχειριστούν τα τρέχοντα ζητήµατα.
Ως φορείς του φιλελεύθερου πνεύµατος και του ευρωπαϊκού ∆ιαφωτισµού, υιοθέτησαν τις ιδέες και την πολιτική συµπεριφορά της δυτικοευρωπαϊκής διανόησης και επιδίωξαν τον εκσυγχρονισµό της διοικητικής, δικαστικής και δηµοσιονοµικής πολιτικής.
Αντιµετώπισαν τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους υπό το πρίσµα του εθνικισµού, του συγκεντρωτισµού, της γραφειοκρατίας και, ενίοτε, του συνταγµατισµού.
Οι απόψεις-τους τους έφεραν σε αντιπαράθεση µε τις παραδοσιακές τοπικές ηγετικές δυνάµεις, αφού παραβίαζαν τα καθιερωµένα δικαιώµατα και την εξουσία τους.
Ωστόσο, η ανυπαρξία ισχυρού θεσµικού πλαισίου στην ελληνική κοινωνία, αναιρούσε στην ουσία την προσπάθεια τούς• σύντοµα, κατέληξαν εκφραστές µιας κενής σε περιεχόµενο πολιτικής και θεσιθήρες της εξουσίας για την εξυπηρέτηση των προσωπικών τους ωφεληµάτων και των κοµµατικών τους πελατών.
Αρωγός στην προσπάθεια τους αυτή, στάθηκε εξαρχής το παλάτι που επιδίωξε να δηµιουργήσει µια πειθήνια προς αυτό οµάδα µε σκοπό τη στελέχωση των ανώτερων διοικητικών θέσεων, µέσα στα πλαίσια της βαυαροκρατίας και του απολυταρχικού τρόπου διακυβέρνησης.
Σ’ αυτές τις θέσεις διορίστηκαν, εκτός από τους ξένους και τους ίδιους τους Βαυαρούς, ετερόχθονες πεπαιδευµένοι Έλληνες.
∆ιέθεταν µόρφωση αλλά υστερούσαν σε διασυνδέσεις µε τα κόµµατα και τις ξένες ∆υνάµεις που τα προστάτευαν. Εντούτοις και τα τρία κόµµατα είχαν οπαδούς ετερόχθονες, καθώς οι τελευταίοι εκ της καταγωγής τους δεν είχαν ερείσµατα στα τοπικά πελατειακά δίκτυα και στις οικογενειακές φατρίες. Ήταν, δηλαδή, από τους πιο φανατικούς και πειθαρχηµένους υποστηρικτές των κοµµάτων, όχι τόσο για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, όσο για το προσωπικό τους συµφέρον.
Η Αντιβασιλεία και ο Όθωνας, γνωρίζοντας τον καθοριστικό ρόλο των κοµµάτων και των ∆υνάµεων, προκειµένου να κυριαρχήσουν πολιτικά, επέλεξαν να αποδυναµώσουν τους αντιπάλους τους µε τον προσεταιρισµό και το διορισµό µόνον των πιο µετριοπαθών οπαδών τους αλλά και µε την αποµάκρυνση των «συνταγµατικών» και των «κυβερνητικών» στελεχών της καποδιστριακής περιόδου, λόγω της αντιπολιτευτικής τους δράσης.
Ο τρόπος που οργάνωσαν το κυβερνητικό σύστηµα ενίσχυε ακόµη πιο πολύ τη σχέση πελατείας-προστασίας, διότι τα κρατικά συλλογικά όργανα, όπως το υπουργικό συµβούλιο, το ανακτοβούλιο, το ελεγκτικό συνέδριο και το συµβούλιο επικρατείας, δεν είχαν τη δυνατότητα να λειτουργούν ως ανεξάρτητοι θεσµοί.
Είχαν περισσότερο συµβουλευτικό ρόλο, ενώ οι αποφάσεις τους δεν δέσµευαν το στέµµα. Ήταν απλά εκτελεστικά όργανα των καθηκόντων που τα ανέθετε ο Μονάρχης.
Εκτελεστικά στελέχη αυτών των κυβερνητικών µηχανισµών υπήρξαν και οι Μακεδόνες λόγιοι που αναµείχθηκαν στην πολιτική σκηνή.
Ο Νικόλαος Θεοχάρης ήταν ο πρώτος, που συµµετείχε σε κυβερνητικό σχήµα.
Το 1833 διορίστηκε υπουργός Οικονοµικών, χωρίς να έχει τις απαραίτητες γνώσεις στα οικονοµικά και παρέµεινε ως τις αρχές του 1836.
Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι επιλέχθηκε γι’ αυτή τη θέση επειδή είχε µεγαλώσει στη Γερµανία και γνώριζε τη γλώσσα.
Σχεδόν ποτέ δεν έπαιρνε αποφάσεις, δεν διέθετε ιδιαίτερη ευφυΐα ούτε τη διάθεση να αναλάβει πρωτοβουλίες.
Την ίδια αδράνεια έδειξε και ως γραµµατέας του υπουργείου Παιδείας και Εκκλησιαστικών.
Κατηγορήθηκε πως αµέλησε τις υποχρεώσεις του, αφού δεν φρόντισε για τα δηµοτικά σχολεία που βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση αλλά ούτε φρόντισε να αλλάξει το ελλιπές εκπαιδευτικό σύστηµα της στοιχειώδους κατάρτισης των δασκάλων.
Στον εκκλησιαστικό τοµέα δεν αξίοποίησε τα εκκλησιαστικά κτήµατα, άφησε άλυτα τα προβλήµατα µε τις άλλες εκκλησίες και δεν φρόντισε για τη µόρφωση και το µισθό των κληρικών.
Ωστόσο, αποδείχτηκε τίµιος και αµερόληπτος.
∆εν δίστασε να οµολογήσει, έπειτα από προανάκριση και έρευνα, ότι ο συµπατριώτης του Λασσάνης είχε καταχραστεί χρήµατα του δηµοσίου.
Στην κυβέρνηση έµεινε µέχρι το 1841 και επέστρεψε για λίγο το 1862 ως υπουργός Εξωτερικών. Αν και τον κατατάσσουν στους οπαδούς της αγγλικής παράταξης, δεν είχε ιδιαίτερη κοµµατική ταυτότητα, παρά µονάχα ότι τάχθηκε στο πλευρό των Συνταγµατικών την περίοδο του 1832.
Joseph Ludwig von Armansperg (1787-1853) |
Τον διόρισε ο Αrmansperg γραµµατέα των Οικονοµικών το 1836. Υπήρξε φίλος και πιστός του συνεργάτης, ή αλλιώς «στενόν όργανο του αγύρτου Άρµανσµπεργκ».
Ο διορισµός του σε µια τέτοια καίρια θέση του δηµοσίου εξυπηρετούσε πρωτίστως τον αρχικαγκελάριο και δευτερευόντως τον ίδιο.
Ο Αrmansperg είχε κατηγορηθεί για άσκοπες δαπάνες και σπατάλη του δηµοσίου χρήµατος, κυρίως για να καλύπτει τις καταχρήσεις των ανθρώπων που διόριζε, ώστε να δηµιουργεί θετικό κλίµα για το πρόσωπο του και για να κρατηθεί στην εξουσία.
Στην προσπάθειά του αυτή βρήκε κατάλληλο συνεργό τον Λασσάνη, ο οποίος ήταν «άνδρας ικανός, αλλά γνωστός για την ανεντιµότητα και την πανουργία του».
∆εν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι του ανατέθηκε η εφαρµογή του νόµου περί προικοδοτήσεως, ο οποίος προσέφερε θαυµάσιες ευκαιρίες για καταχρήσεις.
Προστάτης του ήταν επίσης και ο κύριος Maximilian Frey, βαυαρός αξιωµατικός και µέλος του ιδιαίτερου γραφείου του βασιλιά.
Ήταν και αυτός όργανο του Αrmansperg, αφού, όταν προέκυπτε ανάγκη, τον αντικαθιστούσε στην αρχικαγκελαρία.
Ο Frey ήταν οικονοµικός σύµβουλος και υπεύθυνος και αυτός για το νόµο περί προικοδοτήσεως αλλά αντίπαλος του Rigny, προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ήθελε να περιορίσει τις καταχρήσεις του.
Τις πελατειακές αυτές σχέσεις τις περιέγραψε εξαιρετικά ο Μακρυγιάννης.
Γιάννης Μακρυγιάννης (1797 - 1864) |
Τον Λασσάνη από τον καιρόν όπου έφυγε ο φίλος του ο Αρµασπέρης τον έβγαλε η Μεγαλειότης του από την Οικονοµίαν, όπου ήταν Γραµµατέας, και τον έβαλε εις το Λογιστικόν µε βαρύ µιστόν•
ότι θα κάµη κόπον να διορθώση τις δικές του κατάχρησες κι των φίλων του, όπου τους έδωσε µύλους, σταφιδότοπους, αργαστήρια κι’ άλλα• του συντρόφου του Σπυροµήλιου και αδελφού του την Λιβαδόστρατα µε προσόδους χιλιάδες δραχµές, του Μαµούρη ελιές κι απείρους τόπους, του Τζαβέλα – αφού πήραν όλον τον Έπαχτον, έλαβαν κ’ εδώ εις το κέντρο του παζαριού το καλύτερον µέρος•
και των Γριβαίων τους έδωσε ένα χωριό Αρµασπέρης εις την Βόνιτζα περίτου από είκοσι πέντε χιλιάδες στρέµµατα•
κι ο αρχηγός της συντροφιάς ο Αρµασµπέρης πάγει φορτωµένος εις την Μπαυαρία.
Όσο να ξετυλίξη όλα αυτά ο Λασσάνης εις το Λογιστικόν, κι’ άλλο πλήθος έκαµεν από τότε οπούφυγε ο Αρµασπέρης.
Και τον έπαψε ο Βασιλέας.
Και είναι καταλυπηµένη όλη η συντροφιά του.
Οι εφηµερίδες της εποχής τον κατακεραύνωσαν.
Υποστήριζαν ότι διένειµε τα εθνικά κτήµατα και τους εύφορους αµπελώνες µε µηδαµινή αντίτιµο στους φίλους του, χωρίς να υπολογίσει τα εθνικά συµφέροντα, αρκούµενος µόνο στη φαινοµενική εφαρµογή του νόµου και εξασφαλίζοντας την υποστήριξη ισχυρών πολιτικά ανδρών.
Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που έκλεβε το δηµόσιο ταµείο.
Ως γενικός έφορος Αττικής και Βοιωτίας, διορισµένος το 1833 µε τη µεσολάβηση του Νικολάου Σιληβέργου, ήταν επιφορτισµένος µε την ενοικίαση προσόδων.
Έπειτα από έλεγχο που πραγµατοποιήθηκε από τον Θεοχάρη, αποδείχθηκε ότι είχε δωροδοκηθεί µε µέρος, των προσόδων, τις οποίες είχε ενοικιάσει σε εταιρεία κερδοσκόπων.
Αν και αποκαλύφθηκε, δεν είχε την αναµενόµενη τιµωρία, είτε γιατί ο Θεοχάρης, υπουργός Οικονοµικών τότε, ήταν φίλος και συµπατριώτης του, είτε γιατί εκκρεµούσαν πολλές υποθέσεις στο υπουργείο του, είτε για κάποιο άλλο λόγο.
Αντίθετα, προβιβάστηκε στη γραµµατεία των Οικονοµικών από τον Αrmansperg και συνέχισε, µαζί µε τη συντροφιά του, τις καταχρήσεις σε κάθε ευκαιρία.
Ετρόµαξε, βεβαίως, το κοινόν, όταν από του βήµατος ήκουε τους Βουλευτάς της Λιβαδείας και Λοκρίδος εκθέτοντας την λήστευσιν του δηµοσίου πλούτου την γινοµέµην από αυτούς τους υπαλλήλους του κυρίου Α. Μεταξά•
και µάλιστα εκπλήττεται ήδη µαθόν προσέτι ότι και αφ’ ου περί πάντων τούτων των καταχρήσεων ειδοποιούνται καθεκάστην ο κύριος Μεταξάς και ο Λασσάνης του, αυτοί όχι µόνον διατήρουν τους υπαλλήλους τούτους, αλλά και όσον µεγαλύτερας καταχρήσεις κάµνουν, τόσον ευνοούνται και υπερασπίζονται παρ’ αυτών και έτι πλέον εξεπλάγη όταν έµαθε ότι ο Κ. Μεταξάς και ο Κ. Λασσάνης, νευρόσπαστον του οποίου είναι εις τα πλειότερας περιστάσεις ο Υπουργός,
αποβάλλουν µε αγανάκτηση εκείνους οίτινες τους καταµηνύουν τας καταχρήσεις των υπαλλήλων των.
Μετά το νόµο περί προικοδοτήσεως εφάρµοσε το νόµο περί χαρτοσήµου.
Συνέταξε µάλιστα διάταγµα, µε το οποίο διέτασσε όλες οι Αρχές να διαχειρίζονται «το λοιπόν χάρτιον όµοια µε εκείνο του χαρτοσήµου».
Φρόντισε, όµως, η συντροφιά του να προµηθευτεί ποσότητα χαρτιού, πριν ακόµα δηµοσιευθεί ο σχετικός νόµος, για να το µεταχειριστεί σε διάφορες επιχειρήσεις.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι νοµικές διαδικασίες, το χαρτί που είχε εισαχθεί στην Ελλάδα πληρούσε πλέον τις προδιαγραφές του διατάγµατος της αρχικαγκελαρίας.
Αγοράστηκε λοιπόν από τη κυβέρνηση για έκδοση χαρτοσήµου, σε τιµή µάλιστα που καθόρισε ο ίδιος ο Λασσάνης, παραβιάζοντας το διάταγµα που όριζε τη δηµοπράτησή του.
Κατόπιν, µαζί µε τη συντροφιά του επιχείρησε να το διαθέσει, όπως τον συνέφερε.
Λέγεται πως µεταφέρθηκε σφραγισµένο πρώτα στο σπίτι του «επί του χαρτοσήµου» επιστάτη και από εκεί µεταφερόταν σταδιακά στο νοµισµατοκοπείο για τύπωση.
Οι εφηµερίδες τον επέκριναν λέγοντας πως είχε αγοράσει µέχρι και τον πετρώδη βράχο του Λυκαβηττού για λογαριασµό του δηµοσίου.
Αναρωτιόνταν από πότε οι βράχοι ανήκαν σε ιδιοκτήτες και από ποιον ακριβώς τούρκο ιδιοκτήτη τον είχε αγοράσει.
Αργότερα, διορίσθηκε στο ελεγκτικό συνέδριο, σύµφωνα µε τον Τύπο, για να καλύψει και να δικαιολογήσει τις πράξεις του.
Ορίστηκε επίσης επίτροπος του βασιλιά, µια θέση που απαιτούσε άνθρωπο µε νοµικές γνώσεις, τις οποίες ο Λασσάνης δεν διέθετε.
∆ιετέλεσε γενικός γραµµατέας και στο υπουργείο Στρατιωτικών, αφού την περίοδο του αγώνα είχε λάβει στρατιωτικό βαθµό.
Κάποιοι ισχυρίστηκαν σκωπτικά ότι είχε τόσες γνώσεις για το στρατό όσες περί υποδηµατοποιίας.
Ωστόσο, ο διορισµός του ανταποκρινόταν στην επιθυµία του Στάικου, υπουργού στρατιωτικών το 1849, αλλά και στους σκοπούς του υποστράτηγου τότε Γαρδικιώτη, και των οµοίων του, που κυβερνούσαν την Ελλάδα, σε µια περίοδο δύσκολη, καθώς είχαν µόλις προηγηθεί τα επαναστατικά κινήµατα του 1847-1848.
Οι πολίτες θεωρούσαν ότι το υπουργείο Στρατιωτικών βρισκόταν υπό τη διεύθυνση ασυνείδητων µεν ανδρών, αφοσιωµένων δε στο θρόνο και στη βασιλική «καµαρίλα».
Ο Λασσάνης και οι πάτρωνές του, ξόδευσαν για προσωπικό όφελος τους ένα µέρος από τα µεγάλα χρηµατικά ποσά που προορίζονταν για τις στρατιωτικές δαπάνες, παρουσιάζοντας µάλιστα, πολλές φορές στην κυβέρνηση και το λαό, πλασµατικό αριθµό στρατιωτών που υπηρετούσαν σε σχέση µε αυτούς που ήταν εγγεγραµµένοι στους επίσηµους καταλόγους των τακτικών σωµάτων.
Συχνά, επίσης, ως υπεύθυνοι για τις επιτροπές που διαχειρίζονταν στρατιωτικά ζητήµατα, όπως η «επί του ιµατισµού επιτροπή» δωροδοκούνταν µε διάφορες προµήθειες.
Τέλος, διετέλεσε αρκετές φορές Νοµάρχης Αττικής και Βοιωτίας.
Το 1843 προσπάθησε να εκλεγεί πληρεξούσιος των Μακεδόνων στην Εθνοσυνέλευση, αλλά απέτυχε.
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ ΛΟΓΙΟΣ Αναστάσιος Πολυζωίδης (1802-1873) |
Προφανώς ούτε οι συµπατριώτες του τον εκτιµούσαν αρκετά.
Ο λόγιος Αναστάσιος Πολυζωίδης όχι µόνο κατέλαβε σηµαντικές θέσεις στο δηµόσιο τοµέα και στην κυβέρνηση, αλλά ασχολήθηκε και µε την πολιτική θεωρία.
Ήταν ένας ακόµα από τους Μακεδόνες που άσκησε σφοδρή αντικαποδιστριακή πολιτική.
Η εφηµερίδα του, µε τίτλο Απόλλων και υπότιτλο «Εφηµερίς Αντιδεσποτική και Αντικαποδιστριακή», που εκδιδόταν στην Ύδρα και κυκλοφόρησε µέχρι τη δολοφονία του Καποδίστρια, έγινε το επίσηµο όργανο των «Συνταγµατικών», που είχαν συγκεντρωθεί στο νησί.
Το γεγονός προκαλεί εντύπωση, αν αναλογιστούµε ότι ο Σερραίος λόγιος δεν ήταν εξαρχής αντικαποδιστριακός, εφόσον στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ψήφισε την εκλογή του.
Μάλιστα ο ίδιος στα Ελληνικά του έγραφε:
«η συνέλευσις […] εψήφισε πολίτευµα τελειότερον των προηγούµενων,
συµπηκνώσα όλην την Νοµοτελεστικήν εξουσίαν εις χείρας ενός επί επταετίαν άρχοντος, καλουµένου Κυβερνήτου της Ελλάδος,
και ως τοιούτον ανηγόρευσε τον Κερκυραίων Ιω. Καποδίστριαν».
Όσον αφορά τις απόψεις του για το πολίτευµα, µέσα από τα βιβλία που εξέδωσε κατά τη διάρκεια της επανάστασης, το Προσωρινό πολίτευµα της Ελλάδας και το Θεωρία γενική περί των διαφόρων ∆ιοικητικών Συστηµάτων και εξαιρέτως του Κοινοβουλευτικού, προκύπτει πως θεωρούσε ως καταλληλότερο σύστηµα διοίκησης για τους φιλελεύθερους ανθρώπους το κοινοβουλευτικό, που περιλάµβανε και τη συνταγµατική µοναρχία, και στηριζόταν στην αρχή της ισονοµίας και της ελευθερίας.
Η αντιπολιτευτική του γραµµή δικαιολογείται, εν µέρει, από την άρνηση παραχώρησης συντάγµατος και όχι τόσο από τη συγκεντρωτική άσκηση της εξουσίας από τον Καποδίστρια. Ενδεχοµένως, όµως, να οφείλεται και σε προσωπικά συµφέροντα και φιλοδοξίες, καθώς όλα ξεκίνησαν όταν δεν ικανοποιήθηκαν τα αιτήµατά του για διορισµό σε θέσεις του δηµοσίου, που ο ίδιος πίστευε ότι άξιζε.
Η έντονη πολιτική δράση του Πολυζωίδη συνεχίστηκε και κατά την οθωνική περίοδο.
Ήταν φιλικά προσκείµενος στην αγγλική παράταξη όπως και ο Γεώργιος Πραΐδης, φίλος και συναγωνιστής του και υπουργός ∆ικαιοσύνης το 1833.
Την ίδια χρονιά τον διόρισε πρόεδρο του δικαστηρίου του Ναυπλίου, θέση που κατείχε ο ίδιος προηγουµένως.
Εξαιτίας της αντικαποδιστριακής του στάσης και των ρωσόφιλων αισθηµάτων του, ιδιαίτερα κατά του Κολοκοτρώνη, επιλέχθηκε µαζί τον Τερτσέτη κι άλλους ενάντιους του ρωσικού κόµµατος, για να δικάσει τον γέρο του Μωριά.
Όµως η Αντιβασιλεία έκανε λάθος στις εκτιµήσεις της, αφού ο Πολυζωίδης αρνήθηκε να καταδικάσει έναν αθώο.
Αµέσως µετά την ενηλικίωση του Όθωνα έγινε Αρεοπαγίτης και αργότερα αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.
Ignaz von Rudhart (1790-1838) |
Το 1837 απολύθηκε ο Αrmansperg και αντικαταστάθηκε από τον Rudhart, ο οποίος διόρισε τον αγγλόφιλο Πολυζωίδη γραµµατέα Εσωτερικών και ταυτόχρονα Εκκλησιαστικών και Παιδείας, για να κατευνάσει την αγγλική αντίδραση.
Ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν είχε τα αναµενόµενα αποτελέσµατα, διότι ο Lyons, πρεσβευτής της Βρετανίας στην Ελλάδα, δεν τον συµπαθούσε ιδιαίτερα.
Την ίδια άποψη είχε και ο Αrmansperg που «αµφισβητούσε την τιµιότητα και την καθαρότητα των πολιτικών του αρχών».
Σ’ αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι ο Πολυζωίδης, στις αρχές του 1837, έγραφε «ανώνυµα» στην εφηµερίδα Ελπίς.
Με τα άρθρα του αυτά στηλίτευε την Αντιβασιλεία, λέγοντας ότι
«ως να ήλθεν εις δορύκτητον τόπον, ως να εκαλέσθη να διοικήση Γότθους, και όχι απογόνους Ελλήνων, φίλους της ελευθερίας, κατέφυγεν ευθύς εις µέτρα αυθαίρετα και αντεθνικά».
Τη θεωρούσε υπεύθυνη για πολλά δεινά της χώρας και αναρωτιόταν
«τι άλλο εσκόπουν παρά την στερέωσιν της Ξενοκρατίας, και την µεταµόρφωσιν της αυτονόµου Ελλάδος εις αποικίαν Βαυαρικήν».
Πολύ σύντοµα, όµως, αποκήρυξε τα όσα πίστευε για την Αντιβασιλεία και τάχθηκε στις υπηρεσίες της κυβέρνησης, πρόθυµος να εργαστεί σε οποιοδήποτε τοµέα της κρατικής µηχανής.
Η απόφασή του ίσως να µην ήταν και τόσο αντιφατική, γιατί, ενώ στρεφόταν κατά της Αντιβασιλείας, ποτέ δεν επέκρινε το θεσµό της βασιλείας και τον ίδιο τον Όθωνα.
Στο ίδιο άρθρο δήλωσε τα εξής.
Εφάνη και η Βασιλική Αρχή εν τω µέσω των Ελλήνων, ο νέος Μονάρχης, πλήρης χαρίτων και αυτόχρηµα αγάθοτητος, εκέρδησε την καρδίαν όλων ανεξαιρέτως•
αλλ’ η ανηλικιότης του συνεπέφερε εξ ανάγκης την Επιτροπείαν•
εντεύθεν η περίοδος της Αντιβασιλείας, περίοδος νέων ωδύνων και δυστυχηµάτων. […]
Η ενηλικίωσις του αγαθού Βασιλέως συνείχε την υποµονήν των Ελλήνων, διότι αυτή µόνη του εφαίνετο το τέρµα των δεινών και της πραγµατοποιήσεως των χρηστών ελπίδων των η αρχή.
Φυσικά, δεν έπαψε να πιστεύει, ως γνήσιος φιλελεύθερος, ότι µόνο µε τη συνταγµατική µοναρχία το έθνος θα φτάσει στην κατάσταση που επιθυµεί.
Από την άλλη, όµως, συνέβη ένα περιστατικό που έθιξε την πολιτική διαγωγή και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, αφού κατηγορήθηκε για διπροσωπία.
Το φθινόπωρο του 1837 κορυφώθηκε η αντιπαλότητα ανάµεσα στους Έλληνες και τους Βαυαρούς εξαιτίας της προσπάθειας της κυβέρνησης να διατηρήσει στο δυναµικό της τα βαυαρικά στρατεύµατα για µια ακόµα περίοδο, ενώ έληγε η σύµβαση τους.
Οι Έλληνες, ειδικά οι παραµεληµένοι οπλαρχηγοί και στρατιώτες, αντέδρασαν έντονα.
Όµως η δυσφορία τους οξύνθηκε ακόµα περισσότερο, όταν άρχισαν οι αµοιβαίες επιθέσεις ανάµεσα στην εφηµερίδα Ελπίς του Λεβίδη και στον Ελληνικό Ταχυδρόµο, το ηµιεπίσηµο όργανο του Rudhart.
Η Ελπίς, όπως κι άλλες αντικυβερνητικές εφηµερίδες, διαµαρτύρονταν για την κατάληψη θέσεων από τους Βαυαρούς, ενώ οι φιλοκυβερνητικές επαινούσαν την προσφορά τους και τόνιζαν την ανάγκη της παρουσίας τους στον κρατικό µηχανισµό.
Ο Ελληνικός Ταχυδρόµος καταφέρθηκε εναντίον του Λεβίδη και τον προσέβαλε.
Ο Λεβίδης απάντησε µε σφοδρό τρόπο, προτείνοντας στο λαό της Πελοποννήσου να εξεγερθεί και δέχτηκε επίθεση στο καφενείο «Ωραία Ελλάς».
Λίγες µέρες αργότερα η κυβέρνηση κινήθηκε δικαστικά εναντίον του και διέταξε να συλληφθεί, διότι είχε πληροφορίες πως ο Λεβίδης ενεργούσε κρυφά για να ταράξει την κοινή ησυχία.
Ο Πάϊκος, ως υπουργός ∆ικαιοσύνης, αρµόδιος να εφαρµόσει το βασιλικό ένταλµα, αρνήθηκε να εκτελέσει τις διαταγές, αν και «σπάνια ήταν διατεθειµένος να θέσει τις αρχές υπεράνω του συµφέροντος».
Ανέλαβε, όµως, να το εκτελέσει παράνοµα ο Πολυζωίδης, σφετεριζόµενος τα καθήκοντα της ∆ικαστικής Αρχής.
Η Αθηνά έγραψε:
Σε καµία άλλη εποχή, κανενός άλλου υπουργού, δεν προσβλήθηκαν οι ατοµικές ελευθερίες του Έλληνα και του ξένου και δεν κλονίσθηκαν τα θεµέλια της ελληνικής κοινωνίας τόσο, όσο επί των ηµερών της υπουργείας του ποτέ µεν διασήµου δια τα φιλελεύθερα φρονήµατα του, νυν δε περιβόητου δια τας αυθαιρεσίας και δεσποτικάς πράξεις.
O Lyons, µετά το αναφερθέν περιστατικό, έχασε κάθε εκτίµηση του γι’ αυτόν, ενώ ο Λεβίδης δηµοσίευσε το παραπάνω ανώνυµο άρθρο που είχε γράψει ο Πολυζωίδης στη δική του εφηµερίδα του µήνες νωρίτερα, στις 10 Ιανουαρίου του 1837, και κατηγορούσε την Αντιβασιλεία.
Ο Λεβίδης µε την πράξη του αυτή ήθελε να δείξει τη µεταστροφή του Πολυζωίδη και πως
«αι υγιέστεραι κρίσεις περί των ελληνικών πραγµάτων, και τα φλογερώτατα αισθήµατα των πρώην αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου διαψεύδονται πανδήµως από την σηµερινήν διαγωγήν του και αποδεικνύονται αι τότε ιδέαι και τα φρονήµατα απλαί σχολαστικαί µελέται περί πατριωτισµού και φιλελευθερίες».
Μετά από όλα αυτά επέστρεψε στην προηγούµενη θέση του και αργότερα διορίσθηκε σύµβουλος επικρατείας.
Αν και σύντοµη η παρουσία του στα δύο αυτά υπουργεία, το όνοµα του συνδέθηκε µε δύο βασιλικά διατάγµατα που υπέγραψε εκείνη την περίοδο. Το ένα αφορούσε την παιδεία και τη σύσταση του πανεπιστηµίου, θέµατα που του ήταν γνωστά, αφού πολλές φορές είχε συµµετάσχει σε επιτροπές που είχαν καταρτιστεί για να προσδιορίσουν το θεωρητικό και θεσµικό πλαίσιο διοργάνωσης της παιδείας. Το δεύτερο διάταγµα αφορούσε τον Τύπο.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην κυβέρνηση το 1837 βρισκόταν ακόµα ένας Μακεδόνας, ο Ανδρόνικός Πάϊκος, γραµµατέας της ∆ικαιοσύνης.
Ανήκε στο στενό περιβάλλον του Όθωνα και στο πελατειακό κύκλωµα του Κουντουριώτη.
Μάλιστα, εξαιτίας της επιρροής του τελευταίου στον πρωθυπουργό Rudhart, διορίστηκε υπουργός. Κοµµατικά, όµως, ανήκε στη ρωσική παράταξη.
Μάλιστα την περίοδο εκείνη δύο σηµαντικοί τοµείς του κράτους, η γραµµατεία της ∆ικαιοσύνης, µε υπουργό τον Πάϊκο και των Εσωτερικών, µε υπουργό τον Γλαράκη, βρίσκονταν στα χέρια δύο Ναπαίων.
Πιστοί αµφότεροι στη φατριαστική οδό και στο κόµµα, διόριζαν σε ανώτερες δηµόσιες θέσεις µόνον Ναπαίους για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι θεωρούσαν ότι ο Πάϊκος ήταν µικρός και ασήµαντος και ότι η αφοσίωση του σε όλες τις κυβερνήσεις του είχε δώσει το διαβατήριο για να διοριστεί σε υπουργική θέση.
Αυτό ίσως εξηγείται, ως ένα βαθµό, από το γεγονός ότι είχε διασυνδέσεις µε δυο διαφορετικά κόµµατα.
Επί των ηµερών του προέκυψε το σκάνδαλο της Φιλορθόδοξης Εταιρείας και του ανατέθηκε η δικαστική εξέταση της υπόθεσης.
Όµως, οι χειρισµοί του, η αδράνεια του, η εκούσια καθυστέρηση στις ανακρίσεις και στην κατάσχεση εγγράφων προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια του κόσµου, που δικαιολογηµένα εκτίµησε ότι γινόταν προσπάθεια συγκάλυψης φανατικών ρωσόφιλων κυβερνητικών, όπως ο Γλαράκης.
Στην κυβέρνηση έµεινε ως το 1841, περνώντας από διάφορα υπουργεία και χρησιµεύοντας στον Όθωνα ως «αποδιοποµπαίος τράγος» για εξευµενισµό των άσχηµων σχέσεων που είχαν δηµιουργηθεί µε τη Βρετανία την περίοδο εκείνη.
Επέστρεψε ξανά το 1850 και παρέµεινε ως το 1852.
Ως ετερόχθονας κατηγορήθηκε πως, όταν γινόταν η επανάσταση αυτός την έβλεπε από µακριά, ως θεατής των συµφορών και των αγώνων του έθνους.
Μπορεί κάποιοι να ισχυρίστηκαν ότι «ο κύριος Πάϊκος δεν βρήκε ποτέ εξαιτίας της πολιτικής του διαγωγής, συµπάθεια στο κοινό», όµως οι Μακεδόνες τον εκτιµούσαν και ήταν σίγουροι πως µπορούσε να τους βοηθήσει στα προβλήµατα τους•
γι’ αυτό τον εξέλεξαν πληρεξούσιο τους, στην Εθνοσυνέλευση του 1843.
Η παρουσία του εκεί, όντως ήταν πολύ σηµαντική, γιατί µε την τοποθέτηση του στο ζήτηµα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, που ανέκυψε κατά τη διάρκεια της Εθνικής Εθνοσυνέλευσης, πρόβαλλε τα δικαιώµατα των συµπατριωτών του.
Στην πραγµατικότητα η αντιπαράθεση αυτοχθόνων και ετεροχθόνων ήταν η κορύφωση µιας µακρόχρονης διένεξης που ταλάνιζε την ελληνική κοινωνία από την έναρξη της επανάστασης.
Η διαµάχη, όµως, οξύνθηκε κατά τη διάρκεια της Εθνοσυνέλευσης του 1843-1844.
Οι πρώτες έριδες ξεκίνησαν κατά τις διαδικασίες ελέγχου της νοµιµότητας των πληρεξουσίων των επαρχιών της οθωµανικής αυτοκρατορίας, προκειµένου να δικαιούνται να λάβουν µέρος στις εργασίες της.
Ήταν ένα πρόβληµα που είχε ανακύψει σχεδόν σε όλες τις Εθνοσυνελεύσεις που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια του Αγώνα έως και την έξωση του Όθωνα.
Σε όλες τις περιπτώσεις αξιοσηµείωτη ήταν η συλλογική προσπάθεια των ετεροχθόνων στρατιωτικών και πολιτικών, που ως γραµµατείς και σύµβουλοι των ηγετών ή ως νόµιµοι πληρεξούσιοι των επαρχιών τους, άλλοτε µε απλές αναφορές και άλλοτε ως παρευρισκόµενοι, γνωστοποιούσαν τα αιτήµατα των συµπατριωτών τους, τους αγώνες τους και ζητούσαν να συµπεριληφθούν οι πατρίδες τους µέσα στα όρια του νέου κράτους.
Αν συγκρίνει κανείς τους καταλόγους των πληρεξουσίων, θα διαπιστώσει πως τα πρόσωπα που εκπροσωπούσαν τις διάφορες κατηγορίες πολιτών όλο αυτό το χρονικό διάστηµα ήταν, µε µικρές αλλαγές, τα ίδια και προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές οµάδες.
Οι πληρεξούσιοι των Μακεδόνων στην εθνοσυνέλευση του 1843 ήταν οι
Ανδρόνικος Πάϊκος,
∆ιαµαντής Νικολάου Ολύµπιος,
Κωνσταντίνος ∆όσιος και
Τσάµης Καρατάσος.
∆ύο επιφανείς άνδρες από το στρατιωτικό χώρο και δύο από τον πολιτικό, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι τους είχαν εκπροσωπήσει και στο παρελθόν.
Το έναυσµα, όµως, που πυροδότησε τη µεγάλη συζήτηση σχετικά µε τους αυτόχθονες και τους ετερόχθονες δόθηκε στις 8 Ιανουαρίου, όταν η συνέλευση, µε αφορµή το τρίτο άρθρο του σχεδίου συντάγµατος, θα µελετούσε τα χαρακτηριστικά του Έλληνα πολίτη.
Αναγνώσθηκαν τότε στη συνεδρίαση πολλές αναφορές πολιτών, που ζητούσαν την αποµάκρυνση των ετεροχθόνων νεηλύδων από τις δηµόσιες υπηρεσίες.
Από εκείνη τη στιγµή και για τις επόµενες συνεδριάσεις η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τα προσόντα του Έλληνα δηµοσίου υπαλλήλου.
Η πλειοψηφία των οµιλητών ήταν επιφανείς ετερόχθονες που είχαν έρθει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της επανάστασης και συµµετείχαν στο στρατιωτικό και πολιτικό τοµέα.
Ως εκπρόσωποι των συµπατριωτών τους αλλά και ως άµεσα θιγόµενοι οι ίδιοι εναντιώθηκαν µε σθένος στην πρόταση που υπονόµευε τα συµφέροντα τους.
Από τις θέσεις των οµιλητών ξεχώρισε η τοποθέτηση του Ανδρόνικου Πάϊκου στις 18 Ιανουαρίου.
Αντιπροσώπευε έλληνες συναδέλφους και αγωνιστές,
που ήταν κάτοικοι µιας επαρχίας που είχε λάβει τα όπλα και υποστεί τα δεινά του πολέµου και της καταστροφής,
αλλά αποκλείστηκε από τα όρια του κράτους.
Τα επιχειρήµατα του βασίζονταν στο Α΄ και Β΄ ψήφισµα της Ερµιόνης και στο Σύνταγµα της Τροιζήνας:
Το ελληνικό κράτος ήταν αδιαίρετο και αποτελούνταν από όσες επαρχίες είχαν λαβει τα όπλα, ενώ τα δικαιώµατα ήταν κοινά για όλους.
∆υσανασχέτησε µε την άποψη που είχε ακουστεί, να κατακερµατιστούν οι επαρχίες σε πόλεις, κωµοπόλεις και χωριά, ανάλογα µε το αν έλαβαν τα όπλα ή όχι.
Είπε χαρακτηριστικά:
«Η κλαγγή των όπλων αντηχεί από το εν εις το άλλο άκρον, δεν ηδύνατο αν επαναστατήση εν χωρίον, χωρίς να ήναι σύνθηµα κοινόν της επαρχία τους.
Το πυρόβολον ενός χωρίου έφερεν εις την άλλην άκραν του χωρίου την επανάστασιν, ή, αν αυτή επρολαµβάνετο, την σφαγήν και την καταστροφήν».
Επιπλέον, επεσήµανε ότι τα δικαιώµατα και η τύχη των ελευθέρων και µη ελευθέρων επαρχιών, καθορίστηκαν βάσει των πρωτοκόλλων και των εθνικών αποφάσεων.
Σύµφωνα µε αυτές τις αποφάσεις
αυτόχθων ήταν
και
και
ο Σάµιος, και ο Κρής, και ο Μακεδών, και ο Θετταλός, και ο Ηπειρώτης
και δεν υπήρχε βασική διαφορά µεταξύ αυτών
και των αυτοχθόνων της ελευθέρας Ελλάδας,
παρά µόνο ότι
«αυτοί µεν ευτυχέστεροι ηµών απολαύουσι της ελευθερίας της πατρίδος
των δυνάµει των πρωτοκόλλων,
ηµείς δε καίτοι αγωνισθέντες υπέρ της µητέρας ως αυτοί, ητυχήσαµεν».
Από αυτούς οι πιο δυνατοί συνέχισαν τον Αγώνα τους στην ελεύθερη Ελλάδα, ενώ όσοι αδυνατούσαν, λόγω ασθένειας, ηλικίας ή άλλων κωλυµάτων, υπέκυψαν εκ νέου στο τουρκικό ζυγό, µέχρις ότου οι ∆υνάµεις µε τα πρωτόκολλα να τους επιτρέψουν να µεταναστεύσουν.
«Ήλθοµεν, και δεν σας εζητήσαµεν, ειµή άρτον και ολίγην γήν, ως αντάλλαγµα των απολεσθεισών ιδιοκτησιών µας».
Τέλος, δήλωσε ότι δεν ζήτησαν δηµόσιες θέσεις αλλά να αναγνωριστούν Έλληνες πολίτες και να απολαµβάνουν τα δικαιώµατα που απορρέουν από αυτή την ιδιότητα και τα οποία τα είχαν αποκτήσει µε προηγούµενα Συντάγµατα.
Τελικά, χάρη στον επιδέξιο πολιτικό χειρισµό του Μαυροκορδάτου, ψηφίστηκε µια µετριοπαθής τροπολογία, σύµφωνα µε την οποία αυτόχθονας δεν θεωρούνταν µόνο αυτός που είχε γεννηθεί στις απελευθερωµένες περιοχές αλλά και αυτός που είχε πολεµήσει σε µια από τις υποδουλωµένες επαρχίες και εγκατασταθεί στην Ελλάδα ως το 1827.
Όλοι οι άλλοι θα απολύονταν από τις δηµόσιες υπηρεσίες και θέσεις που κατείχαν από δύο µέχρι τέσσερα έτη µετά τη δηµοσίευση του συντάγµατος, ανάλογα µε το έτος της έλευσης τους στην Ελλάδα.
Από τις κατηγορίες αυτές εξαιρέθηκαν οι καθηγητές, οι δάσκαλοι,
«οι εκτός του κράτους διορισµένοι εις διερµηνευτικάς και προξενικάς θέσεις, τας οποίας ο του αγώνος Έλλην δεν µπορεί να αναπληρώση»,
οι υπηρετούντες στο στρατό και το ναυτικό.
Μετά το τέλος της εθνοσυνέλευσης άρχισε η εφαρµογή των αποφάσεών της.
Το ζήτηµα που απασχόλησε περισσότερο τους ενδιαφερόµενους, όπως ήταν φυσικό, ήταν οι απολύσεις των δηµοσίων υπαλλήλων σύµφωνα µε το β΄ ψήφισµα.
Από την πρώτη στιγµή καταρτίστηκαν και δηµοσιεύτηκαν πίνακες µε τα ονόµατα των υποψηφίων προς απόλυση και άρχισαν νέες συζητήσεις στη βουλή, µαζί µε τις αναµενόµενες παρεµβάσεις των βουλευτών.
Το θέµα έλαβε ευρύτερες διαστάσεις µέσα από τον Τύπο της εποχής.
Εκείνο όµως που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του κόσµου ήταν ο κατάλογος που υπέβαλε στη βουλή ο Ιωάννης Τοµαράς µε τα ονόµατα των νεηλύδων που βρίσκονταν στις δηµόσιες θέσεις.
Η ανάγνωση των ονοµάτων θεωρήθηκε «χαµερπής» πράξη από κάποιους βουλευτές, που παρατήρησαν ότι όλοι µπορεί να γνώριζαν πρόσωπα που δεν πληρούσαν τα προσόντα του β΄ ψηφίσµατος και εν τούτοις να παρέµειναν στις δηµόσιες θέσεις, αλλά το πρέπον ήταν να απευθύνονται στον αρµόδιο υπουργό.
Η αξιοπιστία του καταλόγου τέθηκε σε αµφισβήτηση, καθώς περιείχε και ορισµένα ονόµατα ανδρών πολύ γνωστών, που βρίσκονταν στην Ελλάδα από την αρχή του Αγώνα, όπως του
«αξιοτίµου Γερουσιαστού Κ. ∆ιαµαντή Ολυµπίου».
Τελικώς, το ψηφίσµατα εφαρµόστηκε συστηµατικά, αλλά όχι αξιοκρατικά σε όλες τις περιπτώσεις, εφόσον θυσιάστηκαν άνδρες «επιφανείς», που ενδεχοµένως δια µέσου της νοµικής οδού θα µπορούσαν να παραµείνουν στις θέσεις τους, σε αντίθεση µε κάποιους «αφανείς», που χρησιµοποίησαν κάθε τρόπο προκειµένου να αποφύγουν την απόλυση.
Η αντιδικία ανάµεσα στους ετερόχθονες και στους αυτόχθονες, δυστυχώς δεν τελείωσε µε τον καθορισµό των προσόντων των δηµοσίων υπαλλήλων.
Μια νέα διαµάχη ξέσπασε λίγες µέρες αργότερα, µε αφορµή τις διατάξεις για την εκλογή των βουλευτών.
Η νέα κρίση προέκυψε στη συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 1844, όταν διάφορες οµάδες πολιτών, µεταξύ των οποίων και οι µετανάστες των οθωµανικών επαρχιών που είχαν εγκατασταθεί στο ελληνικό κράτος, µε αναφορά τους προέβαλαν το δικαίωµα τους να εκπροσωπούνται χωριστά στη βουλή.
Οι οµιλητές κατέθεσαν τη γνώµη τους αν θα έπρεπε να αντιπροσωπεύονται οι οµογενείς της Ελλάδας µε δικούς βουλευτές ως ξεχωριστές οµάδες και διαφορετικά συµφέροντα από τους ντόπιους ή αν δεν έπρεπε να αποτελούν ξεχωριστό εκλογικό σώµα, αλλά ενιαίο µαζί µε τους συµπολίτες τους στην περιφέρεια που κατοικούσαν για να µην διαιωνίζουν όσα τους χώριζαν.
Μακροσκελής και εµπεριστατωµένη ήταν η οµιλία του Πάϊκου στην παραπάνω συνεδρίαση. Υποστήριξε ότι τα πολιτικά δικαιώµατα τους ήταν ιερά και απαραβίαστα, καθώς τους παραχωρήθηκαν από τα Συντάγµατα των Εθνοσυνελεύσεων.
Από αυτά θεωρούσε κορωνίδα, το δικαίωµα της αντιπροσώπευσης, διότι χωρίς αυτό, τα δικαιώµατα δεν προστατεύονταν, δεν πραγµατοποιούνταν και δεν στηρίζονταν. ∆εν αντιπροσώπευαν τις επαρχίες, γιατί ήταν κάτοικοι της ελεύθερης Ελλάδας, αλλά αναρωτιόταν:
«Αν οι επαρχίαι εξέλιπον από ηµάς, δεν επιζώσι τάχα αι θυσίαι ηµών, οι αγώνες και τα ανίατα δεινά, τα οποία επάθοµεν δια την Ελλάδα;».
Ρωτούσε ρητορικά:
«Τίς θέλει υψώσει τη φωνήν δια τον ορφανόν, και την χήρα του Κρητός, δια τον ανάπηρον Σουλιώτην τον συρόµενον εις τας οδούς, δια τον ελεεινώς τηκόµενον εν τη ενδεία Μακεδόνα, Σάµιον, Κάσσιον, και λοιπούς, ειµή πάλιν Κρής, Σουλιώτης, Μακεδών κτλ., όστις γνωρίζει ταύτα;».
Επιχειρηµατολογώντας, ανέφερε ως παράδειγµα το µικρό συνοικισµό των Μακεδόνων στην Αταλάντη, ο οποίος είχε συστηθεί πριν από οκτώ χρόνια.
Οι συνοικισθέντες είχαν λάβει άπειρες υποσχέσεις που δεν εκπληρώθηκαν ποτέ.
Ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος προσωπικά τους είχε επισκεφθεί πριν από λίγους µήνες και είδε άνδρες που είχαν αγωνισθεί για την πατρίδα τους, άλλους «πίπτοντας υπό του πόνου των πληγών», άλλους απεγνωσµένους, θυγατέρες που έµειναν ορφανές και στην «µανίαν της πείνης», και άλλων τα τέκνα «εκτείνοντα χείρα ικέτιδα εις τους διαβαίνοντας τας οδούς».
Όλων αυτών των δικαιωµάτων το άθροισµα πρέπει να αντιπροσωπεύεται, είπε, και να έχει ένα προστάτη, γιατί ο συνοικισµός δεν πραγµατοποιήθηκε και ίσως ποτέ να µην πραγµατοποιηθεί, αν δεν υπάρξει αντιπρόσωπος τους.
Το ίδιο θα συµβεί, συνέχισε, και στους άλλους συνοικισµούς των Κρητών, των Ηπειρωτών και των Μακεδόνων, αν δεν αντιπροσωπευθούν, µιας και κάθε ιδιαίτερο συµφέρον, απαιτεί και δικό του παραστάτη.
Τέλος, είπε ότι κι αν δεν ανήκαν οι επαρχίες και οι απαιτούµενοι κάτοικοι στην Ελλάδα, δεν σήµαινε ότι είχαν απωλέσει και το δικαίωµα εκπροσώπησης. Σε όλες τις Συνελεύσεις και τις Βουλές –όπως και στην τρέχουσα– οι επαρχίες αυτές είχαν παραστάτες, γιατί αντιπροσώπευαν τις θυσίες, τους αγώνες και τα αίµατα που είχαν χύσει για την παλιγγενεσία.
Αγγλόφιλος ήταν και ο Κωνσταντίνος ∆όσιος, ο επιφανής νοµικός που προσέφερε σηµαντικές υπηρεσίες στη διαµόρφωση της νοµοθεσίας κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας επίσης παρών στην Εθνοσυνέλευση του 1843 ως πληρεξούσιος των Μακεδόνων.
Είχε διοριστεί αρχικά πάρεδρος στο υπουργείο των Οικονοµικών και µετά από λίγο χρονικό διάστηµα εισηγητής στο Συµβούλιο Επικρατείας και σύµβουλος στο υπουργείο Εσωτερικών.
Η κατάληψη αυτών των θέσεων µπορεί να οφειλόταν στον Αrmansperg, µε τον οποίο είχε στενές σχέσεις• γι’ αυτό και παραιτήθηκε, όταν εκείνος αποµακρύνθηκε από την εξουσία.
Αντιοθωνιστής, αγωνίστηκε για τη µεταπολίτευση της 3ης Σεπτεµβρίου, στέλνοντας µαζί µε τον συµπατριώτη του ∆αµιανό Γεωργίου, καθηγητή του οθωνικού Πανεπιστηµίου, πολεµοφόδια στον Μακρυγιάννη.
Πίστευε ότι «σώφρων συνταγµατική πολιτεία, εν ω εξασφαλίζει πάντα τα προσωπικά δικαιώµατα του λαού και ευρείαν µετοχήν εις τα πράγµατα του τόπου, ουδόλως παρακωλύει την βασιλείαν εις την εκπλήρωσιν της αποστολής Αυτής».
Συµµετείχε και στην Εθνοσυνέλευση, του 1863 αλλά ως πληρεξούσιος της Αττικής.
Το 1843-44 δεν διακρίθηκε για την κοινοβουλευτική του ρητορεία, αλλά εργάστηκε για τη θέσπιση του Συντάγµατος.
Αργότερα, ως µέλος του πολιτικού συλλόγου «Ρήγας Φεραίος», ασχολήθηκε µε τις εργασίες της σύγκλησης της Εθνοσυνέλευσης του 1863, µε σκοπό να αποφευχθούν τα ατοπήµατα του παρελθόντος.
Τα µέλη του συλλόγου αυτού προσπάθησαν να κατευνάσουν τις διχογνωµίες που προκλήθηκαν, πριν από την έναρξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης, ανάµεσα στην προσωρινή κυβέρνηση και στους πολίτες, για το αν θα έπαιρναν µέρος στις εκλογές τα σωµατεία των προσφύγων από τις αλύτρωτες περιοχές, εγκατεστηµένων στο ελεύθερο ελληνικό κράτος µετά την επανάσταση, ενώ είχαν προσκληθεί εκπρόσωποι των επαρχιών και των αποκαταστηµένων «εις την αλλοδαπήν» ελληνικών κοινοτήτων.
Ο «Ρήγας Φεραίος» υποστήριξε, ότι το έθνος έπρεπε να δείξει τον αδιάρρηκτο δεσµό, ο οποίος «συνείχε πάντοτε και συνέχει τα µέλη της µεγάλης Ελλάδος», συµπεριλαµβάνοντας ανέκαθεν εντός των Εθνικών συνελεύσεων του, τους «επί του αγώνος και µετ’ αυτόν συγκαλεσθεισών τους αντιπροσώπους, των εκ της δούλης έτι Ελλάδος ενταύθα καταφυγόντων οµογενών».
Ιδιαίτερα όµως, σ’ αυτή την χρονική στιγµή, που πρόκειτο να συνέλθει εθνική συνέλευση για να αναδιοργανωθεί και να ανασυνταχθεί το έθνος, ήταν ανάγκη να διατηρηθούν απρόσβλητα «τα απαράγραπτα της αντιπροσωπεύσεως των εν τοις σωµατείοις τούτων οµογενών δικαιώµατα, άτινα δια πυρός και σιδήρου απέκτησαν ούτοι την εθνικήν θρησκείαν, τιµήν και ελευθερίαν κατά τον ανεξαρτησίας ιερόν ηµών αγώνα διεκδικούντες».
Το 1863 ο ∆όσιος έγινε υπουργός Παιδείας για λίγους µήνες.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έδειξε για τα θρησκευτικά ζητήµατα της εποχής, µάλιστα για το αυτοκέφαλο της εκκλησίας.
Συντάχθηκε στο πλευρό του Φαρµακίδη και µε µια σειρά άρθρων στον Τύπο υποστήριξε την πλήρη ανεξαρτησία της ελληνικής εκκλησίας από την
Κωνσταντινούπολη.
Μιχαήλ Ποτλής (1810 - 1863) |
Τακτικός καθηγητής του Εκκλησιαστικού ∆ικαίου από το 1855 και την ίδια χρονιά υπουργός Εξωτερικών, ∆ικαιοσύνης και Παιδείας (για ένα µήνα). ∆ιετελέσε εκ νέου (1860-62) υπουργός Εκκλησιαστικών και ∆ηµοσίας Εκπαιδεύ-σεως στην κυβέρνηση Ανδρέα Μιαούλη.
Απολύθηκε από το Πανεπιστήµιο το 1862, µε την αλλαγή του καθεστώτος, καθώς την περίοδο εκείνη η «πολιτεία των παυθέντων καθηγητών εταυτίζετο τη του πεσόντος συστήµατος• αν δε της επαναστάσεως σκοπός είναι η ανατροπή των κακώς κειµένων και η ασφάλισις του µέλλοντος, οι καθηγηταί ούτοι ήσαν διπλούν πρόσκοµµα τη επαναστάσει […]».
Σύµφωνα µε όσα αναφέρθηκαν, διαπιστώνει κανείς ότι οι µερικοί Μακεδόνες λόγιοι κατέλαβαν ανώτατες κυβερνητικές θέσεις, είτε λόγω της επιστηµονικής τους κατάρτισης είτε των πελατειακών τους σχέσεων µε τους αρµόδιους φορείς είτε και των δύο.
Στην πλειοψηφία τους υποστήριξαν την ψήφιση Συντάγµατος και ιδεολογικά ήταν οπαδοί όλων των κοµµάτων, ίσως περισσότερο του αγγλικού κόµµατος, καθώς είχε προσελκύσει την πλειοψηφία των λογίων.
Στην κυβέρνηση διετέλεσαν υπουργοί κατά την πρώτη, κυρίως, δεκαετία της οθωνικής περιόδου, µε ελάχιστες εξαιρέσεις αυτών που υπουργοποιήθηκαν εκ νέου, για σύντοµο χρονικό διάστηµα, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Όθωνα.
Βέβαια, ακόµα και όταν δεν ήταν στην κυβέρνηση ως υπουργοί, δεν απείχαν από τη δηµόσια ζωή. Εργάζονταν σε καίριες δηµόσιες θέσεις, κυρίως του δικαστικού κλάδου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ως σύµβουλοι των υπουργείων, όπως, πλέον των ήδη αναφερθέντων, ο Γεώργιος Χρυσίδης και ο Γεώργιος Αθανασίου.
Πολλές φορές συνυπήρχαν Μακεδόνες στον ίδιο τοµέα της διοίκησης ή στην κυβέρνηση.
Ενδεχοµένως να είχαν στενή συνεργασία, αν αναλογιστούµε ότι πέτυχαν τελικά να βοηθήσουν τους συµπατριώτες τους, ώστε να συστήσουν το δικό τους συνοικισµό.
Κατά βάση όµως έδρασαν ατοµικά, εξυπηρετώντας κυρίως τα προσωπικά τους συµφέροντα.
Η παιδεία και το κύρος τους τους βοήθησαν να σταδιοδροµήσουν, χωρίς να είναι µέλη µιας οµάδας, όπως οι συµπατριώτες τους οι στρατιωτικοί, που ήταν υπολογίσιµοι µόνο ως σύνολο.
Ανάλογη ήταν η πορεία και οι επιλογές των Μακεδόνων ετεροχθόνων λογίων.
Από τα πρώτα χρόνια της οθωνικής περιόδου, η βαυαρική Αντιβασιλεία, σε συνεργασία µε τις ελληνικές πολιτικές αρχές και µε τους έλληνες διανοούµενους, προσπάθησε να οργανώσει το θεσµικό πλαίσιο ενός ολοκληρωµένου εκπαιδευτικού συστήµατος.
Το 1837 ιδρύθηκε το ελληνικό πανεπιστήµιο, γεγονός που σηµατοδότησε την έναρξη µιας νέας εποχής στον τοµέα της νεοελληνικής εκπαίδευσης.
Για τους έλληνες λόγιους η δηµόσια εκπαίδευση και ιδιαίτερα το Πανεπιστήµιο παρείχε τη δυνατότητα για µια ευοίωνη επαγγελµατική σταδιοδροµία, ανάλογη µε το γνωστικό τους αντικείµενο.
Νέοι στην ηλικία, µε σπουδές σε δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήµια, φορείς επαναστατικών αντιλήψεων, συνταγµατικών ιδεών και υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωµάτων θα συγκρουστούν τελικά µε τις παραδοσιακές κοινωνικές και πολιτικές δυνάµεις του τόπου, αλλά και µε τη βαυαρική εξουσία.
Ο Maurer τους έκρινε µε αυστηρότητα, λέγοντας πως «σήκωναν παντού κεφάλι, γεµάτοι έπαρση, σαν να ήταν τάχα αυτοί µονάχα οι πραγµατικοί κήρυκες της ελευθερίας».
Πράγµατι το Πανεπιστήµιο, καθηγητές και φοιτητές, από την πρώτη στιγµή της λειτουργίας του συµµετείχε ενεργά στην πολιτική σκηνή του ελληνικού κράτους µε πολλαπλούς τρόπους.
Από τον κατάλογο των πρώτων καθηγητών που διορίστηκαν τον Απρίλιο του 1837 διαπιστώνουµε πως το εκπαιδευτικό δυναµικό αποτελείτο από τους πιο επιφανείς επιστήµονες της προεπαναστατικής και µετεπαναστατικής περιόδου.
Η πλειοψηφία τους είχε σπουδάσει ή συµπληρώσει τις σπουδές της σε πανεπιστήµια του εξωτερικού, κυρίως σε γερµανικά.
Έτσι, το υπάρχον φιλογερµανικό κλίµα, αποτέλεσµα των γερµανικών θεσµών, διαταγµάτων και κανόνων, βάσει των οποίων είχε σχεδιαστεί το νοµοθετικό πλαίσιο του Πανεπιστηµίου, ενισχυόταν περεταίρω.
Αυτό που ενθάρρυνε την ανάµιξη των πανεπιστηµιακών στην πολιτική ήταν η δίαδικασία του διορισµού και της ανέλιξής τους.
Βάσει του κανονισµού του 1837, οι καθηγητές διορίζονταν µόνο µε απόφαση του Υπουργείου Παιδείας, χωρίς τη συνεργασία των εκάστοτε σχολών.
Αυτή η διάταξη θα ίσχυε µόνο για τα πέντε πρώτα χρόνια. Στο µέλλον θα ήταν δυνατό να αποφασίζει η ίδια η σχολή για την κάλυψη των πανεπιστηµιακών εδρών.
Όµως το όριο της πενταετίας δεν εφαρµόστηκε.
Με δεδοµένο πως οι περισσότεροι από τους πανεπιστηµιακούς δασκάλους από το 1837 έως το 1863 ήταν ετερόχθονες, χωρίς ερείσµατα στον τόπο όπου ζούσαν, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως αναπτύχθηκε πελατειακή σχέση µεταξύ καθηγητών και κυβερνώντων.
Τα διάφορα κέντρα εξουσίας, από την άλλη, επιθυµούσαν να διατηρήσουν τον απόλυτο έλεγχο και στην εκπαίδευση, παρεµβαίνοντας στα εσωτερικά ζητήµατα του πανεπιστηµίου.
Εποµένως, «οι καθηγηταί εδηµιουργούντο υπό των εκάστοτε υπουργών […] κατά τας εύνοιας των κυβερνώντων και τας προς τούτους θερµάς συστάσεις ή πολιτικάς πιέσεις άλλων ισχυρών». Ωστόσο, αξίζει να σηµειώσουµε ότι δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι καθηγητές και οι σχολές εξέφραζαν τις απόψεις για τους υποψηφίους.
Κι αυτό γιατί υπήρχαν στο πανεπιστήµιο οµάδες αλληλοϋποστηριζόµενων καθηγητών, µε κοινό τόπο καταγωγής τους, συγγενείς ή µε κοινές πολιτικές τοποθετήσεις.
Η συσπείρωση αυτή τους προσέφερε µεγαλύτερη διαπραγµατευτική δύναµη, όπως ακριβώς και τους καπετάνιους.
Χαρακτηριστική περίπτωση δραστηριοποίησης αυτών των πανεπιστηµιακών φατριών ήταν τα «Πυλαρινά», που έλαβαν χώρα το Φεβρουάριο του 1845.
Ο Φραγκίσκος Πυλαρινός ήταν τακτικός καθηγητής των ελληνικών φιλοσοφηµάτων και της φιλοσοφίας της ιστορίας στο οθωνικό πανεπιστήµιο από το 1843.
Ο διορισµός του οφειλόταν αρκετά στην ρωσόφιλη εφηµερίδα Αιών, στους οπαδούς της και τους πολιτικούς της κυβέρνησης, που ανήκαν στο ρωσικό κόµµα την περίοδο εκείνη, όπως ο υπουργός Παιδείας Μιχαήλ Σχινάς και ο πρωθυπουργός Ανδρέας Μεταξάς.
Η υποστήριξη αυτή ήταν επαρκής λόγος ώστε να θεωρηθεί ρωσόφιλος από τους αγγλόφιλους συναδέλφους του, έστω κι αν δεν γνώριζαν αν ο Πυλαρινός ήταν πράγµατι οπαδός του ρωσικού κόµµατος, και να δηµιουργήσουν αρνητικό κλίµα από την πρώτη στιγµή του διορισµού του.
Χαρακτηριστικά, δήλωναν ότι οι «παραδόσεις του είναι σκανδαλώδεις, καθόσον υψώνει την Ρωσίαν και υβρίζει την Γαλλίαν και Αγγλίαν• την φιλοσοφίαν παραδίδει ούτος ή πολιτική;».
Στα γεγονότα έπαιρναν µέρος και τα δηµοσιογραφικά όργανα των κοµµάτων, κυρίως οι εφηµερίδες Αθηνά και Αιών, που έδιναν τις δικές τους εκδοχές, η καθεµιά από την πολιτική πλευρά που υποστήριζε.
Η φιλελεύθερη Αθηνά κατέκρινε τη συµπεριφορά του καθηγητή σε βάρος µερίδας φοιτητών του, οι οποίοι δυσανασχετούσαν για το µάθηµά του, που το χαρακτήριζαν ανάξιο λόγου, και ζητούσαν την απόλυσή του.
Ο Αιών, υπερασπιζόµενος τον «προστατευόµενο» του, ισχυρίστηκε ότι η αντιπάθεια για τον Πυλαρινό ήταν καθαρό πολιτικό ζήτηµα, που είχε προκληθεί από τα «όργανα του ξενισµού», που δεν ήταν άλλα από τους αγγλόφιλους και τους υποστηρικτές του.
Αυτοί υποδαύλιζαν την κατάσταση, διότι τα µαθήµατά του «εµπνέονταν υπό πνεύµατος θρησκευτικού και εθνικού, που έτεινε προς την ριζικήν καταστροφήν του ξενικού πνεύµατος».
Οι «ξενίζοντες» αντίπαλοι του ήταν οι καθηγητές της Φιλοσοφικής, οι φιλικά προσκείµενοι στο αγγλικό κόµµα, όπως ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, ο Νεόφυτος Βάµβας, ο Θεόδωρος Μανούσης και άλλοι, που απάρτιζαν τη λεγόµενη «περί Ασώπιον» οµάδα.
Αυτή η εκδοχή ενισχύεται από την καταγγελία του Αιώνα, ότι ανάµεσα στους ταραξίες υπήρχαν κάποια άτοµα που διατηρούσαν στενές σχέσεις µε τους αγγλόφιλους καθηγητές και δεν ήταν απλά µαθητές τους, π.χ. ο Ειρηναίος Ασώπιος και ο συγκάτοικος του Ι. Βελιανίτης που ήταν φοιτητής της Νοµικής καθώς και τρείς προστατευόµενοι του Μανούση,
ο µαθητής Γυµνασίου Περικλής Ζαχόπουλος από τις Σέρρες,
ο φοιτητής της Φιλοσοφικής Γεώργιος Παπασλιώτης και ο υπηρέτης του Γ. Αθανασιάδης.
Η εµπλοκή µερικών εξ αυτών στις ταραχές αµφισβητήθηκε από την Σύγκλητο, αλλά η ιδιότητα και η φιλική ή συγγενική σχέσεις που όντως είχαν µε τους καθηγητές αντιπάλους του Πυλαρινού, µάλλον αποδεικνύει τη συµµετοχή τους.
Ας σηµειωθεί ότι η σύσταση της Συγκλήτου, ήταν από άτοµα αυτού του κύκλου, όπως ο πρύτανης Βάµβας, ο Ασώπιος αντιπρύτανης, ο Μ. Αποστολίδης, ο Π. Καλλιγάς,
οι δύο Μακεδόνες, Ι. Ολύµπιος και Θ. Μανούσης,
ο Φ. Ιωάννου, ο Ν. Κωστής, ο Κ. ∆οµνάδος και ο Στ. Γαλάτης ως µέλη.
Είναι λοιπόν πολύ πιθανό πως οι πραγµατικοί λόγοι που οδήγησαν στο αίτηµα της αποµάκρυνσης του Πυλαρινού να οφείλονταν στις πολιτικές αντιπαραθέσεις της εποχής και στις διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις των καθηγητών.
Πάντως σε κάθε περίσταση οι καθηγητές διέθεταν και µπορούσαν να κινητοποιήσουν ένα κύκλο φοιτητών ή/και πελατών τους.
Στη λογική αυτή και οι Μακεδόνες καθηγητές, όπως ο Μανούσης, ανέτρεχαν στην υποστήριξη συµπατριωτών τους.
Όµως µε το ζήτηµα του ενδοπανεπιστηµιακών πελατειακών σχέσεων θα ασχοληθούµε αναλυτικά στο επόµενο κεφάλαιο της µελέτης αυτής.
Την αυτονοµία του Πανεπιστηµίου την περιόριζε, επίσης, η δυνατότητα του υπουργείου να επεµβαίνει στα λειτουργικά του θέµατα και στο διδακτικό του πρόγραµµα, αφαιρώντας ή αναθέτοντας µαθήµατα στους καθηγητές, απολύοντας, αντικαθιστώντας, προάγοντας στη θέση του πρύτανη ή του κοσµήτορα.
Την τακτική αυτή την επέκρινε ο αντιπολιτευόµενος Τύπος µε δριµεία κριτική.
Το Υπουργείον άνευ λόγου άλλας µεν καθέδρας να αφαιρή από δοκίµους καθηγητάς και να αναθέτη αυτάς εις ανθρώπους παρ’ αυτού ευνοουµένους και µη έχοντας κανέν εκ των απαιτουµένων προσόντων εις το να διορισθώσι καθηγηταί, άλλας δε καθέδρας να αφαιρή από καθηγητάς αξίους και να αναθέτη αυτάς εις άλλους, τελευταίον και χείριστον να δηµιουργεί καθηγητάς ψιλώ ονόµατι άνευ τίτλου και καθέδρας και να απονέµη εις αυτούς δικαιώµατα συνταγµατικά απορρέοντα από µόνης της νοµοθετικής εξουσίας.
Πράγµατι η δικαιολογία της απολύσεως συχνά ήταν αναληθής.
Ενώ όσοι ζητούσαν την απόλυση προέβαλλαν επιχειρήµατα οικονοµικά, λόγους ανάρµοστης συµπεριφοράς, παράπονα φοιτητών για καθαρά ακαδηµαϊκά αιτήµατα κ.α., στην πραγµατικότητα η αποµάκρυνση οφειλόταν στις πανεπιστηµιακές φατρίες και στις ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις ορισµένων προσώπων.
Πολλές φορές, µάλιστα, σηµειώθηκαν ενδοπανεπιστηµιακές διαµάχες, που αιτία τους ήταν οι πολιτικές και οι ιδεολογικές πεποιθήσεις κάποιων καθηγητών.
Αξιοσηµείωτο ήταν, ότι οι διαµάχες αυτές σχεδόν ποτέ δεν ήταν καθαρά φοιτητικές, γιατί εµπλέκονταν και απόφοιτοι, µαθητές άλλων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, διανοούµενοι και απλοί πολίτες όλων των επαγγελµατικών και κοινωνικών τάξεων. Σε αρκετές περιπτώσεις µάλιστα οι βασικοί υπαίτιοι των επεισοδίων ήταν εξωπανεπιστηµιακοί φορείς, ενώ οι φοιτητές αναµειγνύονταν απλώς σ’ αυτές.
Έτσι είναι δύσκολο να καθοριστούν τα όρια ανάµεσα στις περιπτώσεις και να ανιχνευτούν οι πραγµατικοί λόγοι των κινητοποιήσεων, ειδικά µε τις διαστάσεις που πολλές φορές λάµβαναν. Πάντως το κλίµα αυτό δηµιουργούσε ανασφάλεια στους πανεπιστηµιακούς και αύξανε τη νοµιµοφροσύνη τους προς τις κυβερνήσεις.
Μια τέτοια διαµαρτυρία που αναστάτωσε το πανεπιστήµιο και είχε πολιτική χροιά, σηµειώθηκε στις αρχές του 1848 και είναι γνωστή ως τα «Μανούσεια».
Αυτή τη φορά στόχος ήταν ο καθηγητής της ιστορίας Θεόδωρος Μανούσης, από τη Σιάτιστα, αναµειγµένος σε διάφορες φατρίες επιστηµονικού ή πολιτικού χαρακτήρα, όπως ήδη αναφέρθηκε. ∆ιορισµένος το 1837 ως επίτιµος καθηγητής πολιτειογραφίας ήταν από τους πρώτους καθηγητές του οθωνικού πανεπιστηµίου.
Τον Ιούλιο του 1843, εξαιτίας των πολιτικών του φρονηµάτων απολύθηκε µαζί µε άλλους καθηγητές, αλλά αποκαταστάθηκε στη θέση του στις 11 Σεπτεµβρίου του ίδιου χρόνου, ως καθηγητής της Γενικής Ιστορίας.
Από τις 3 Μαΐου του 1844 έγινε τακτικός καθηγητής και παρέµεινε ως το θάνατο του, το 1858. Αφορµή για τις ταραχές αποτέλεσε η δηµοσίευση στον Αιώνα µιας κατηγορητήριας επιστολής, που την υπέγραφε ένας ιεροµόναχος και φοιτητής της Φιλοσοφικής σχολής και ακροατής της Θεολογικής, ο Παΐσιος Ζ. Ιωαννίτης, ενώ συντάχθηκε µε τη συµµετοχή και άλλων φοιτητών ή ακροατών της Θεολογικής. Αιτία της καταγγελίας του Μανούση στάθηκε η ανάγνωση περικοπών, κατά τη διάρκεια του µαθήµατος, που µε το περιεχόµενο τους, ο Μανούσης, ως «πονηρός διάβολος όχι µόνον υπόσκαπτε τα θεµέλια της εκκλησίας, αλλά χλεύαζε και εξύβριζε το πανάγιο όνοµα του Σωτήρα Χριστού».
Το περιστατικό αυτό, σύµφωνα µε τον Παΐσιο, δεν ήταν µεµονωµένο, καθώς «πολλάκις πολλάς εκ προθέσεως κακοήθεις, παρατόλµους και αντιχριστιανικάς αυτού τερατολογίας και κρίσεις ακρίτους ακούσαντες ηνεσχόµεθα».
Γι’ αυτό το λόγο τον θεωρούσε «κακό όφι, εχθρό του χριστιανισµού, αυτής της κοινωνίας, αυτού του έθνους» και φυσικά «ανάξιο της θέσεως, ήν κατείχε, βεβηλών µάλιστα και αυτό το ιερόν όνοµα του Καθηγητού».
Μέσα από το άρθρο του επιτέθηκε κατά της νεολαίας που τον επευφηµεί, κατά της Ιεράς Συνόδου, που «υπό µανδραγόραν καθεύδουσα» ανέχεται τον «αλάστορα τούτον» και κατά της κυβέρνησης που αδιαφορεί.
Ο Μανούσης, όµως, ήταν πολύ αγαπητός στην πλειοψηφία των φοιτητών, που τον υπερασπίστηκε, δηµοσιεύοντας στις εφηµερίδες µια υπογεγραµµένη υπερασπιστική επιστολή από εβδοµήντα περίπου φοιτητές και ακροατές,
ανάµεσα τους και κάποιοι Μακεδόνες, όπως οι Περικλής Ζαχόπουλος, Ιωάννης ∆. Παιονίδης, Κωνσταντίνος Ν. Ζουπάν, Ιωάννης Πανταζίδης, Κυριάκος ∆αρζηλοβίτης, µε την οποία εξέφρασαν την αγανάκτηση για την πράξη του Παΐσιου, την οποία χαρακτήρισαν
«χαλκευθείσα επιβουλή».
Η αντιπαράθεση και των δύο πλευρών συνεχίστηκε και πήρε µεγάλες προεκτάσεις µέσα από τον Τύπο.
Η Αθηνά ήταν η εφηµερίδα που ανέλαβε να υπερασπιστεί τον Μανούση, να υποδείξει τους ενόχους και να φανερώσει τους πραγµατικούς λόγους της επίθεσης. Ισχυρίστηκε ότι το επεισόδιο υποκινήθηκε από τη «φαρισαϊκή φατρία που όργανο της έχει κάποιο κληρικό, πρώην καθηγητή φιλολογίας και από καθηγητές µέλη του φιλορθόδοξου κύκλου.
Σε επόµενο φύλλο της, µε ειρωνικό και σατυρικό τρόπο χλεύασε τους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, τον «Μεγάλο Μανδαρίνο ή αλλιώς Ρώσο», δηλαδή τον Κωνσταντίνο Οικονόµου, επικεφαλής των φιλορθοδόξων και τους «φαναριωτίσκους του πανεπιστηµίου», τους φαναριώτικης καταγωγής καθηγητές, που ανήκαν πολιτικά στο ρωσικό κόµµα και ήταν υπέρµαχοι της Ορθοδοξίας.
Ήταν ο Ιωάννης Σούτσος, πρύτανης τη χρονιά εκείνη, ο Γεώργιος Μαυροκορδάτος, ο Κωνσταντίνος Σχινάς, πολύ καλός φίλος του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ο Πέτρος Παπαρρηγόπουλος, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Γεώργιος Ράλλης, όλοι σχεδόν καθηγητές της Νοµικής.
Άλλωστε υπουργός Παιδείας την ίδια χρονιά ήταν ο ρωσόφιλος Γεώργιος Γλαράκης.
Η οµάδα αυτή αντιµετώπιζε αρνητικά τους λόγιους µε φιλελεύθερη θρησκευτική και πολιτική ιδεολογία, όπως ο Θεόκλητος Φαρµακίδης, ο Μισαήλ Αποστολίδης και ο Κωνσταντίνος Νέγρης. 98 Στην ίδια κατηγορία διανοουµένων ανήκε και ο Μανούσης, που όπως τον χαρακτήρισε και ο ∆ηµαράς, ήταν «από τους πιο γενναίους φορείς του ∆ιαφωτισµού µέσα στο ελληνικό κράτος».
Παράλληλα ήταν πολιτικός αντίπαλος και αντιπαθής στους συντηρητικούς ρωσόφιλους, εφόσον ανήκε στο αγγλικό, κόµµα, γεγονός που του είχε στερήσει το 1847 τη θέση του κοσµήτορα από τον µειοψηφήσαντα Φίλιππο Ιωάννου, που ανήκε στο βασιλικό περιβάλλον, ήταν µετριοπαθής και δεν είχε σαφή πολιτική προτίµηση.
Στο παρελθόν, ο Μανούσης, έχοντας καλές σχέσεις µε την Αντιβασιλεία, είχε καταφέρει να διοριστεί Αρεοπαγίτης και βασιλικός επίτροπος στην Ιερά Σύνοδο, γραµµατέας της οποίας ήταν ο στενός του φίλος Φαρµακίδης, που διέθετε κύρος και εξουσία στην Εκκλησία και ήταν εχθρός του Οικονόµου. Μάλιστα, όταν ανέλαβε την ανάκριση του καταγγέλλοντος Παϊσίου για το περιστατικό, ο Φαρµακίδης υποστήριξε ότι ο Μανούσης δεν ήταν ασεβής και άθεος.
Αντίθετα, το πανεπιστήµιο αντιµετώπισε ευνοϊκά τον Παΐσιο και σκληρά τον φοιτητή Π. Ζαχόπουλο (προστατευόµενο του Μανούση), ο οποίος, κατά την παράδοση, είχε διαβάσει σύντοµη προσφώνηση εκ µέρους όλων των συµφοιτητών του, µε την οποία δήλωνε την αγάπη και το σεβασµό του στον «συκοφαντούµενο» καθηγητή. ∆εν ήταν, λοιπόν, τυχαίο το γεγονός ότι οι θρησκευόµενοι και συντηρητικοί πολιτικοί του αντίπαλοι, µέσω των φοιτητών της Θεολογίας, τον κατηγόρησαν για προσβολή του θρησκευτικού τους αισθήµατος.
Ανάλογα είχε πράξει στην περίπτωση Πυλαρινού και ο ίδιος ο Μανούσης.
Μια άλλη οµάδα πολιτών που αναµείχθηκε µε την πολιτική και ήδη αναφέρθηκε ήταν οι φοιτητές. Η πολιτική δραστηριότητα τους δεν εκδηλώθηκε µόνο µέσα στο ίδιο το πανεπιστήµιο αλλά και στον εξωπανεπιστηµιακό χώρο.
Αν και οι φοιτητές των πρώτων χρόνων της ίδρυσης του πανεπιστηµίου ήταν τόσοι λίγοι, που δεν αποτελούσαν ιδιαίτερη κοινωνική οµάδα, προσπάθησαν να διαµορφώσουν τη δική τους συλλογική ταυτότητα, επηρεασµένοι από το ροµαντικό κλίµα της εποχής.
Μάλιστα, συχνά εξαιτίας του τρόπου ζωής τους, του νεαρού της ηλικίας τους και της µαθητικής τους ιδιότητας, συνενώνονταν µε άλλους συνοµήλικους νέους της εποχής, µε τους µαθητές των τελευταίων τάξεων, µε αποφοίτους του πανεπιστηµίου και µε νεαρούς διανοουµένους. Χαρακτηριστικό γνώρισµα της νέας γενιάς ήταν ότι, ενώ πολλοί ήταν παιδιά των αγωνιστών, ο πόλεµος της Ανεξαρτησίας γι’ αυτούς ήταν ένα ιστορικό γεγονός που ανήκε στο παρελθόν. Η συλλογικότητα της πολιτικοποιηµένης νέας γενιάς εκφράστηκε µε ποικίλες φοιτητικές πολιτικές εκδηλώσεις καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Μια µορφή τέτοιων εκδηλώσεων ήταν τα συµπόσια, που οργανώνονταν µε αφορµή τις εθνικές επετείους, όπως η 25η Μαρτίου και η 3η Σεπτεµβρίου, κι ήταν θαυµάσιες ευκαιρίες να συγκεντρωθεί ο πληθυσµός της πρωτεύουσας για διασκέδαση, πατριωτική δηµηγορία και πολιτική έκφραση.
Γιορτάζονταν πανηγυρικά σε µεγάλες αίθουσες ξενοδοχείων, ειδικά στολισµένες µε εικόνες των αγωνιστών του Αγώνα, σηµαίες που έφεραν συνθήµατα και διάφορους πίνακες µε συµβολικές παραστάσεις, που άφηναν αιχµές κατά των Βαυαρών.
Κυριαρχούσε εθνικό και πατριωτικό πνεύµα, εκφωνούνταν ενθουσιώδεις λόγοι και γίνονταν πολλές προπόσεις.
Ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να εκφράσουν οι αντιπολιτευόµενοι συνθήµατα υπέρ του Συντάγµατος, της διεκδίκησης εθνοφυλακής και βέβαια κατά του Όθωνα και των κυβερνητικών.
Το φιλελεύθερο και ριζοσπαστικό κλίµα που επικρατούσε καθώς και η µαζική προσέλευση του κόσµου φόβιζαν τη πολιτεία, γι’ αυτό συχνά τις απαγόρευε και τις περιφρουρούσε. Αρκετές φορές, µάλιστα, αστυνοµικές δυνάµεις επιτέθηκαν στους συµποσιαστές και συνέλαβαν µερικούς από αυτούς.
Ένας από τους πιο γνωστούς διοργανωτές ή καλεσµένους συµποσίων, ήταν ο «Έλλην του Ολύµπου», ο Ζήσης Σωτηρίου, γνωστός αντιοθωνιστής και «δηµοκράτης». Αγωνιστής του 1821, που συµµετείχε σε όλα τα επαναστατικά κινήµατα και τις πολιτικές εκδηλώσεις του 19ου αιώνα. Ήταν φύλακας του µουσείου της Ακρόπολης.
Λαϊκός χαρακτήρας, παρακινούσε τους νέους µε τις απόψεις του και τις πράξεις του, τυπώνοντας µπροσούρες και φυλλάδια. Πάντα προσέφερε χρηµατικά ποσά για φιλανθρωπικούς, πολιτικούς και εθνικούς σκοπούς.
Ποτέ δεν ξέχασε την πατρίδα του, τη Μακεδονία, και τις άλλες υποδουλωµένες ελληνικές επαρχίες.
Στις σηµαίες που στόλιζαν το σπίτι του κατά τον εορτασµό των συµποσίων υπήρχε σχεδόν πάντα µια που έγραφε
«Ζήτωσαν αι επαρχίαι Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας, Κρήτης, Σάµου, Ψαρρών και Χίου».
Ως υπέρµαχος του Συντάγµατος, από την άλλη, ζητούσε την πιστή εφαρµογή του.
Η φοιτητική κοινότητα επηρεαζόταν άµεσα από τα εθνικά, οικονοµικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήµατα της χώρας της, όπως δείχνει το περιεχόµενο και ο χαρακτήρας των αγώνων της.
∆εν ήταν φειδωλή σε επικρίσεις κατά των πολιτικών και των κοµµατικών τους προτιµήσεων αλλά και φανατική για την προάσπιση των ελευθεριών.
Μέσα σ’ αυτό το κλίµα αντέδρασαν οι φοιτητές και οι µαθητές, όταν αποκαλύφθηκε η συνωµοσία της Φιλορθόδοξης Εταιρείας, τον ∆εκέµβριο του 1839.
Μια οµάδα νέων διαµαρτυρήθηκε έξω από το σπίτι του τότε γραµµατέα Εσωτερικών και ∆ηµοσίας Εκπαίδευσης, του φιλορώσου Γεωργίου Γλαράκη, ανάβοντας φωτιές και φωνάζοντας συνθήµατα υπέρ του Συντάγµατος, κατά του Γλαράκη και του κόµµατος των Ναπαίων, το οποίο κρυβόταν πίσω από την Εταιρεία.
Με αρχηγό τον Ζήση Σωτηρίου, η σπουδάζουσα νεολαία περιδιάβηκε την πρωτεύουσα, στις 25 Μαρτίου 1843, «ψάλλοντες άσµατα υπέρ του Συντάγµατος».
Λίγους µήνες αργότερα, τον Αύγουστο, παρότρυναν τον κόσµο µε προκηρύξεις και συνθήµατα στους τοίχους να ζητήσουν Σύνταγµα.
Ενδεχοµένως συνδεόνταν µε τον Μακρυγιάννη, αφού πολλοί διαµαρτυρόµενοι ήταν γιοι καπετάνιων που είχαν συνεργαστεί µαζί του. Την νύχτα των επεισοδίων περιέρχονταν τους δρόµους και την επόµενη µέρα πανηγύρισαν και εξέφρασαν το θαυµασµό τους για τους κινηµα- τίες και τη συµβολή τους στην παραχώρηση Συντάγµατος.
«Όθεν έφθασεν η πολυποθούµενη 3 Σεπτεµβρίου, άµα εκτύπησεν η Σάλπιγξ του Συντάγµατος, ηκολούθησα αµέσως τον στρατόν εις το Παλάτι, ως αξιωµατικός ακόλουθος του στρατού, φωνάζοντες ζήτω το Σύνταγµα, Εθνική συνέλευσις».
Μάλιστα, οι νέοι ζήτησαν να τεθούν υπό τις διαταγές αξιωµατικών του στρατού, να εξασκηθούν στην οπλασκία, για να περιφρουρήσουν την Εθνοσυνέλευση κατά τις µέρες των συνεδριάσεων. Ανθυπολοχαγός τους και «γυµναστής» τους ήταν ο Ζήσης Σωτηρίου.
Έγραψε η Αθηνά: «Πολλοί εκ των καλητέρων οικογενειών της πρωτευούσης νέοι µετά των µαθητών του Πανεπιστηµίου και γυµνασίου, συναισθανόµενοι την προς υποστήρηξιν της ελευθέρας γνώµης και ευταξίας κατά την ανάγκην του Έθνους απεφάσισαν να συστήσωσιν εν σώµα υπό το όνοµα, Φρουρά της Εθνοσυνελεύσεως».
Το 1844, στις συζητήσεις των άρθρων του Συντάγµατος, όταν διαπραγµατεύονταν το ζήτηµα των «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων», οι φοιτητές διαδήλωσαν κρατώντας µια τεράστια µαύρη σηµαία, η οποία έγραφε:
«Οι υπόδουλοι αδελφοί µας αγωνιούν – Το µέλλον των είναι σκοτεινό».
Σίγουρα ανάµεσά θα ήταν κάποιοι από τους 15 περίπου Μακεδόνες φοιτητές της περιόδου.
Στα αµέσως επόµενα χρόνια οι πολιτικές συγκυρίες και εξελίξεις στον εσωτερικό και διεθνή χώρο άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας.
Ξεκίνησε µια νέα εποχή, κατά την οποία, η κρίση του πολιτικού συστήµατος διαρκώς µεγάλωνε.
Η µειοψηφία των Οθωνιστών υπερίσχυσε και εµπόδισε την πολιτική εξέλιξη των πραγµάτων σύµφωνα µε το Σύνταγµα, ενώ παράλληλα η συµµετοχή της στην κυβέρνηση και η αφοσίωση της στο θρόνο προκάλεσαν την αντίδραση όλων των πολέµιων του «συστήµατος».
Στη δηµιουργία του αντιµοναρχικού κλίµατος συνέβαλλαν και τα πολιτικά γεγονότα στην Ευρώπη αλλά και η διάψευση της ελπίδας του κόσµου από τη στάση των Μεγάλων ∆υνάµεων.
Οι ιδέες και τα επαναστατικά κηρύγµατα του 1848, τα οικονοµικοκοινωνικά προβλήµατα που είχαν εµφανιστεί τη δεκαετία του 1850, το σύγχρονο ιταλικό εθνικό κίνηµα και οι φήµες ότι ο Όθωνας ήταν πράκτορας της Αυστρίας, ενέτειναν ακόµα πιο πολύ την πολιτική αστάθεια και την κρίση πολιτικού συστήµατος.
Η νεολαία, η λεγόµενη «χρυσή γενιά», εµφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο πιο δυναµικά και συµπαρατάχθηκε στο πλευρό της αντιπολίτευσης. Πολιτικοί, κατώτεροι αξιωµατικοί, δηµόσιοι υπάλληλοι, λόγιοι, µαθητές και φοιτητές από το 1859 και εξής πρωταγωνίστησαν στο αντιοθωνικό κίνηµα µέσα από µια σειρά δυναµικών εκδηλώσεων που κράτησαν ως την έξωση του πρώτου βασιλιά το 1862.
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής κρίσης εντάσσονται και τα «Σκιαδικά».
Η αφορµή, φαινοµενικά τουλάχιστον, ήταν ένα αστείο περιστατικό.
Η σπουδάζουσα νεολαία των γυµνασίων και του πανεπιστηµίου της πρωτεύουσας, αποφάσισε να φορέσει το καλοκαίρι αντί για τα πολυτελή εισαγόµενα κάπελα που συνήθιζε, τα «ευτελέστατα» ψάθινα σκιάδια της Σίφνου. Κάποιοι υπηρέτες των εµπορικών καταστηµάτων θέλησαν να τους εµπαίξουν και φόρεσαν και αυτοί «σκιάδια ευτελή, σχήµατος αλλοκότου».
Η περιπαιχτική αυτή κίνηση ενόχλησε τους νέους και ζήτησαν την µεσολάβηση της αστυνοµίας, η οποία συµβούλεψε τους «αντισκιαδιστές» να µην ενοχλούν τους µαθητές. Τα προκλητικά πειράγµατα πήραν δυσάρεστη τροπή, την Κυριακή 10 Μαΐου 1859, όταν στο Πεδίο του Άρεως, όπου γινόταν η πατροπαράδοτη βόλτα και παιάνιζε η στρατιωτική µουσική της φρουράς Αθηνών, οι νέοι και των δύο πλευρών συγκρούστηκαν µεταξύ τους, εξαιτίας της προκλητικής εµφάνισης των «αντισκιαδιστών» που είχαν προµηθευτεί και ραβδιά.
Η συµπλοκή προκάλεσε βίαια επεισόδια και την επέµβαση της αστυνοµίας κατά των µαθητών, οι οποίοι χτυπήθηκαν, ενώ τρεις εξ αυτών συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν. Τα επεισόδια ήταν πλέον αναπόφευκτα.
Οι ερµηνείες που έχουν δοθεί για τα συγκεκριµένα γεγονότα ποικίλλουν.
Σύµφωνα µε την αρθρογραφία εκείνων των χρόνων, η πράξη των µαθητών να φορέσουν τα φτηνά σκιάδια, οφείλεται στο γεγονός ότι ήθελαν να διαµαρτυρηθούν για τις υψηλές τιµές των εισαγοµένων καπέλων από το εξωτερικό και συνάµα να δείξουν την αποστροφή τους στην πολυτέλεια.
τον ίδιο λόγο απέδωσε την αιτία του περιστατικού, µερικά χρόνια αργότερα, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο οποίος µάλιστα προσπάθησε να προβάλει την προσωπική του ανάµειξη και συµβολή στην έναρξη των επεισοδίων και να την αναγάγει σε µια «οικογενειακή» υπόθεση.
Μια άλλη εξήγηση, έδωσε ο Θεόδωρος Ι. Κολοκοτρώνης, απόστρατος αξιωµατικός, γνωστός και ως Φαλέζ. Με βάση τη δική του εκδοχή, είχε ιδρύσει µια µυστική εταιρία, που σκοπό της ήταν : «η διόρθωσις των κακώς κειµένων και κυρίως η ελευθερία των βουλευτικών εκλογών».
Ήθελε «να εκβιάσει τον Όθωνα να εφαρµόζει το Σύνταγµα, όχι όµως να τον εκθρονίσει».
Μέσα σε δύο µήνες µέλη της εταιρείας έγιναν βουλευτές, φοιτητές, µαθητές, αξιωµατικοί, ιερείς, ένας επίσκοπος, ο Μακεδόνας Θεοφάνης Σιατιστεύς, δηµοσιογράφοι και πολλοί παράγοντες της κοινωνικής και οικονοµικής ζωής της πόλης.
Ανάµεσα στην σπουδάζουσα νεολαία, υπήρχαν και γόνοι γνωστών οικογενειών της εποχής για την κοινωνική τους θέση και
ο ένας εξ αυτών ήταν ο γιος του µακεδόνα αγωνιστή Τσάµη Καρατάσου, ο Αναστάσιος Καρατάσος.
Είναι δύσκολο µέσα από τις αντικρουόµενες εκδοχές να έχουµε σαφή εικόνα των αναµειχθέντων στα επεισόδια, τις αιτίες και τους στόχους της διαµαρτυρίας, αλλά η διάρκεια των γεγονότων, τα αιτήµατα, τα συνθήµατα των διαδηλωτών και οι εµπλεκόµενοι, αποδεικνύουν τον πολιτικό χαρακτήρα των επεισοδίων και την έντονη δυσαρέσκεια του κόσµου κατά του καθεστώτος. ∆ύο χρόνια αργότερα, στα µέσα Μαΐου του 1861, οι αντιοθωνικές «συνωµοσίες», που είχαν ως στόχο «να µεταβάλωσι το καθεστώς εν Ελλάδι πολίτευµα, δια βιαίων µέσων και να αποµακρύνωσι του θρόνου τον νόµιµον ηγεµόνα της Ελλάδος, ήτοι την Α.Μ. τον βασιλέα ηµών Όθωνα», εντάθηκαν.
Μάλιστα, εκδηλώθηκε κίνηµα οργανωµένο από δυσαρεστηµένους αξιωµατικούς που, στην πλειοψηφία τους, ήταν γιοι επιφανών ανδρών αφοσιωµένων στο στέµµα, µε τη συµµετοχή διαφόρων πολιτών όλων των κοινωνικών τάξεων και µορφωτικών επιπέδων, µεταξύ των οποίων ο Λεωνίδας Βούλγαρης, ο µετέπειτα «επαγγελµατίας της Μεγάλης Ιδέας»
και ο Μάρκος Αντώνοβιτς, γιος του Ιωάννη Αντώνοβιτς, Μακεδόνα στρατιωτικού.
Ο τελευταίος κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, ανυπακοή και προσβολή προς το πρόσωπο του βασιλιά. Το αρνητικό κλίµα συχνά το πυροδοτούσαν οι νέοι µέσα από την αρθρογραφία της δικής τους εφηµερίδας που τύπωσαν στα τέλη του 1859 µε τίτλο το Μέλλον της Πατρίδος.
Μεταξύ των αρθρογράφων που υπέγραφαν τα αντιοθωνικά άρθρα, συγκαταλεγόταν και ο Μακεδόνας Αριστείδης ∆όσιος.
Η αντιοθωνική πολεµική κορυφώθηκε µε την απόπειρα δολοφονίας εναντίον της βασίλισσας Αµαλίας από τον αναφερθέντα, Αριστείδη ∆όσιο.
Ο δεκαοχτάχρονος µαθητής γυµνασίου ήταν ο δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου ∆όσιου, πρώην γενικού γραµµατέα στο υπουργείο Εσωτερικών.
Η οικογένεια του ανήκε στο αγγλικό κόµµα, ήταν γνωστή για την πολιτική της δράση και τις αντιοθωνικές πεποιθήσεις της.
Η «µοναδική και ανήκουστος εις τα χρονικά των εθνών πράξις» συνέβη στις 6 Σεπτεµβρίου 1861, όταν γύριζε η βασίλισσα από τη συνηθισµένη βόλτα της.
Ο επίδοξος δολοφόνος είχε στήσει ενέδρα σε µικρή απόσταση από τα ανάκτορα και την πυροβόλησε µε ένα ρεβόλβερ.
Ο ένοχος συνελήφθη. Συνήλθε αµέσως το Υπουργικό Συµβούλιο, στο οποίο προσήλθε για ανάκριση.
Εκεί «µετά µεγίστης παρρησίας και ετοιµότητος,
ο νέος ∆όσιος ωµολόγησε την πράξιν του και ανεγνώρισε την ενοχήν του», ισχυριζόµενος µάλιστα ότι προέβη σ’ αυτή την κίνηση για απαλλάξει την πατρίδα από την «τυραννίαν» και να εκπληρώσει τις επιθυµίες της κοινής γνώµης.
Αιτία ήταν η έλλειψη της Εθνοφυλακής (ένα είδος πολιτοφυλακής σύµφωνα µε το οποίο θα είχαν στρατιωτική εκπαίδευση και όπλα σχεδόν όλοι οι πολίτες), το ζήτηµα περί διαδοχής και η υπάρχουσα οικονοµική κατάσταση.
Στη δίκη που ακολούθησε οι συνήγοροί του προσπάθησαν να τον αθωώσουν, µε την ιατροδικαστική εξέταση των καθηγητών της ιατρικής κκ. Μακκά και Πάλη, που διαπίστωσαν ότι έπασχε από µονοµανία.
Τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του µετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη από την ίδια την Αµαλία.
Οι φίλοι του προσπάθησαν να τον απελευθερώσουν αλλά δεν το κατόρθωσαν παρά µόνο κατά την επανάσταση της 10ης Οκτωβρίου 1862.
Έπειτα έφυγε στο Μόναχο για σπουδές και, όταν επέστρεψε, έγινε διευθυντής της Ναυτικής Τράπεζας.
Για την πράξη του δε µετάνιωσε ποτέ, ίσως και γι’ αυτό το λόγο, δεν δέχτηκε να συναντήσει την βασίλισσα, όταν ζούσε στο εξωτερικό.
Πέθανε νέος από εγκεφαλική παράκρουση.
∆εν ήταν ο µόνος ανένδοτος.
Σύµφωνα µε το καταστατικό του πολιτικού συλλόγου «Ρήγας Φεραίος», που ιδρύθηκε αµέσως µετά την ανατροπή του Όθωνα και µέλη του οποίου ήταν µερικοί από τους άνδρες που είχαν πρωταγωνιστήσει σε όλα τα επαναστατικά κινήµατα του 1859-1862:
«Η επανάστασις δεν ετελείωσε διότι σκοπός αυτής τελικός δεν ήτο η εκθρόνισις του Όθωνος µόνη, αλλ’ η ανάπλασις της κοινωνίας και η θεµελίωσις νέας πολιτικής τάξεως εγγυηµένης ευτυχές και ένδοξον εις την πατρίδαν µας µέλλον».
Εκτός από τον Αριστείδη ∆όσιο, Μακεδόνες µέλη του συλλόγου ήταν ο πατέρας του και ο αδελφός του Αλέξανδρος, ο Μάρκος Αντώνοβιτς, ο Ιωάννης Καβαλιώτης και ο Χαραλάµπης Χοϊδάς.
Συµπερασµατικά,
σύµφωνα µε όσα αναφέρθηκαν,
αποδεικνύεται ότι αρκετοί από τους Μακεδόνες
που εγκαταστάθηκαν στο ελληνικό βασίλειο
είχαν ενεργή συµµετοχή στην πολιτική σκηνή της χώρας
καθόλη τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου.
Προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε προνοµιακές θέσεις του κυβερνητικού, στρατιωτικού και εκπαιδευτικού συστήµατος, εκµεταλλευόµενοι είτε την επιστηµονική τους κατάρτιση και µόρφωση, είτε τη δύναµη των όπλων τους, είτε τις πολιτικές και κοµµατικές τους σχέσεις µε τα διάφορα κέντρα εξουσίας, τα οποία, µε τη σειρά τους, τους χρησιµοποίησαν για να έχουν τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας σε όλους τους τοµείς.
Στην αµοιβαία αυτή ανάγκη συνίστατο η σχέση πελατείας µεταξύ των ετεροχθόνων και αυτοχθόνων ή των ετεροχθόνων και της µοναρχίας.
Βοηθώντας στην άσκηση της εξουσίας και συµµετέχοντας στους υπάρχοντες κοµµατικούς ανταγωνισµούς, αντί να συµπήξουν αποκλειστικά µακεδονικά δίκτυα συµφερόντων –άλλωστε ήταν συγκριτικά ολιγάριθµοι–,
οι Μακεδόνες είχαν τη δυνατότητα να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους και τα οικονοµικά τους συµφέροντα,
χωρίς όµως να αποµονωθούν από τους συµπατριώτες τους ή να αποποιηθούν τα πλεονεκτήµατα της κοινής καταγωγής.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτής της προσαρµοστικότητας ήταν η ρευστότητα των σχέσεων και της ιδεολογίας τους• ότι, δηλαδή, εύκολα άλλαζαν «πολιτικούς» φίλους και πεποιθήσεις, προκειµένου να κερδίσουν µια θέση στην κρατική µηχανή.
Οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί ενδιαφέρθηκαν κι αυτοί για την επαγγελµατική και οικονοµική τους αποκατάσταση, γι’ αυτό το λόγο επέλεξαν την παρανοµία και τα επικουρικά σώµατα, όταν δεν ήταν απασχοληµένοι µε επαναστατικά κινήµατα.
Κλεφτοκαπετάνιοι, χαµηλόβαθµοι αξιωµατικοί και υπαξιωµατικοί του ελληνικού στρατού, αποτελούσαν µια ιδιότυπη στρατιωτική τάξη που εξαργύρωνε την ένοπλη δράση της ποικιλότροπα, στοχεύοντας στην κοινωνική καταξίωση, στην σιωπηρή παραγραφή των παρανοµιών της και στην απόσπαση περισσότερων «υλικών» αγαθών.
Οι λόγιοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ακόµα και όταν ο ρόλος τους ήταν συµβουλευτικός και οι ίδιοι απλά εκτελεστικά όργανα του κράτους, φυσικά µε το αζηµίωτο, όταν το ευνοούσαν οι περιστάσεις.
Από νωρίς κατάλαβαν τις απεριόριστες δυνατότητες και τα µονιµότερα οφέλη που προσέφερε η εξουσία του κρατικού µηχανισµού, µέσω των εκδουλεύσεων τους προς τους «ντόπιους» πολίτες, προκειµένου να αυξήσουν την πελατεία τους και τη δυναµική τους παρουσία στους ελεγκτικούς µηχανισµούς.
Οι καθηγητές δεν δίστασαν να εµπλακούν σε πανεπιστηµιακές διαµάχες µε πολιτικά κίνητρα, προκειµένου να διατηρήσουν την έδρα τους και την κοινωνική τους θέση.
Πιο ανατρεπτική πολιτική γραµµή
ακολούθησε
η νέα γενιά των Μακεδόνων,
επηρεασµένη από τα φιλελεύθερα ιδεολογικά ρεύµατα
και το ροµαντικό κλίµα της εποχής
επιθυµούσε τη ριζική αλλαγή του συστήµατος.
Λιγότερο συµβιβασµένοι και αποστασιοποιηµένοι από τα επαναστατικά γεγονότα, οραµατίστηκαν µια πολιτική αναγέννηση, ενώ οι πατεράδες τους αγωνίζονταν ποικιλοτρόπως για την επιβίωσή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου