Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Βυζαντινή Μακεδονία:ΤΡΕΙΣ ΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΥΠΙΚΑ ΤΟΥΣ.


Ελλάδα: Μονή Βαπτιστού Προδρόμου-Σέρρες,

 Βουλγαρία: Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Πετριτζού-Bachkovo, 

Σκόπια: Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ελεούσας-Στώμνιτσα

του Ιωάννη Μ. Κονιδάρη
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

I
Στη γεωγραφική περιοχή και στη χρονική περίοδο που αποτελούν αντικείμενο του παρόντος Συμποσίου,
δηλαδή στη Βυζαντινή Μακεδονία,
 εντάσσεται η δράση τριών σημαντικών κτητορικών Μονών:

Της Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου,
την οποία ίδρυσε ο Μέγας Δομέστικος της Δύσεως Γρηγόριος Πακουριανός πλησίον της Πετριτζού τον 11ο αιώνα, 





 Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Πετριτζού
Monastery of the Mother of God Petritzonitissa in Bachkovo
Изглед от северния двор на манастира
της Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ελεούσας, την οποία ίδρυσε ο Επίσκοπος Τιβεριουπόλεως Μανουήλ στην περιοχή Στρουμίτσης στα τέλη του 11ου με αρχές του 12ου αιώνα



Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου της Ελεούσας στη Στρώμνιτσα.
Monastery of the Holy Mother of God Eleusa in Veljusa.
και της Μονής του Προδρόμου και Βαπτιστή Ιωάννη, την οποία ίδρυσε ο Μητροπολίτης Ζιχνών Ιωακείμ επί του όρους Μενοικέως πλησίον των Σερρών στις αρχές του 14ου αιώνα.






Μονή του Προδρόμου και Βαπτιστή Ιωάννη στις Σέρρες.

Εκείνο, όμως, το οποίο ειδικώς ενδιαφέρει την παρούσα ανακοίνωση είναι τα Τυπικά των Μονών αυτών, ακριβώς ως εκ της σημασίας των από απόψεως δικαίου, ιδίως εν σχέσει προς τη διάσταση επίσημου και εθιμικού ή λαϊκού δικαίου.

II
Όπως είναι γνωστό τα μοναστηριακά τυπικά είναι δυνατόν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες:

1. Η πρώτη περιλαμβάνει τα λειτουργικά τυπικά ή πιο σωστά τα αμιγώς λειτουργικά τυπικά, που περιέχουν το τυπικό της εκκλησιαστικής ακολουθίας. Και τούτο, διότι λειτουργικό μέρος περιέχουν σχεδόν όλα τα τυπικά. Εκείνα τα τυπικά που έχουν αμιγώς λειτουργικό χαρακτήρα είναι τα «λειτουργικά τυπικά». Στα υπόλοιπα, το λειτουργικό μέρος είναι περιορισμένο είτε με τη μορφή υποδείξεως του λειτουργικού τυπικού που θα έπρεπε να ακολουθεί η συγκεκριμένη μονή είτε με την ανάλυση των επιθυμιών του κτήτορα για την τέλεση ειδικών λειτουργιών και άλλων τελετών.

2. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει όλα εκείνα τα τυπικά, ανεξάρτητα από το ποιος υπήρξε ο συντάκτης τους, που περιέχουν γενικώς κανόνες διαβιώσεως των μοναχών και διοικήσεως της μονής, τα οποία σε αντιδιαστολή με τα λειτουργικά θα μπορούσαν να ονομαστούν τυπικά κανονιστικών διατάξεων ή πιο απλά κανονιστικά τυπικά.

Ανάλογα με τον συντάκτη τους τα κείμενα αυτά διαιρούνται σε εκείνα που συντάχθηκαν από μια εξέχουσα προσωπικότητα, ανεξάρτητα από την ίδρυση κάποιας μονής, και σε εκείνα που συντάχθηκαν από τον ιδρυτή ή ανακαινιστή μιας Μονής, τα οποία ονομάζονται ειδικότερα κτητορικά τυπικά.
Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονται και τα τυπικά εκείνα, τα οποία έχουν περιβληθεί το ένδυμα της διαθήκης, δηλαδή οι κτητορικές διαθήκες.

Ο ιδρυτής ή ανακαινιστής μιας Μονής, εάν ήθελε να δώσει στη Μονή που ίδρυε έναν κανονισμό που να περιέχει τους βασικούς κανόνες διοικήσεως, αλλά και τις ιδιαίτερες επιθυμίες του στα θέματα διαβιώσεως των μοναχών, είχε τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε ένα μοναστηριακό κτητορικό τυπικό και σε μία κτητορική διαθήκη, το περιεχόμενο της οποίας θα γινόταν βέβαια γνωστό μετά τον θάνατό του .
Δεν ήταν όμως σπάνιες οι περιπτώσεις που ο κτήτορας έκανε ένα συνδυασμό, δίνοντας ένα κτητορικό τυπικό και καταλίποντας και μία διαθήκη, η οποία συμπλήρωνε ή/και τροποποιούσε διατάξεις του τυπικού.

Η σημασία αυτών των κειμένων, από τα οποία σώζονται και είναι δημοσιευμένα 60 περίπου , πέρα από το ότι αποτελούν σημαντικότατη, ίσως αναντικατάστατη πηγή για τη μελέτη της οικονομικής ιστορίας των μοναστηρίων και του ρόλου των Μονών στην καθόλου οικονομική ιστορία του Βυζαντίου, έγκειται κυρίως στο ότι καταγράψουν επακριβώς και εξεικονίζουν πιστά τη διάσταση μεταξύ του επίσημου και του ζωντανού, του εφαρμοζόμενου δηλαδή στην πράξη, δικαίου της εποχής, όσον αφορά ασφαλώς πάντοτε στο δίκαιο των Μονών και των μοναχών.

III

Τα Τυπικά στα οποία αφιερώνονται οι σκέψεις που ακολουθούν κατά χρονολογική σειρά είναι:

1. Τό τυπικόν τό έκτεθέν παρά τοϋ μεγάλου δομεστίκου τής δύσεως κυρου Γρηγορίου του Πακουριανον πρός την παρ ’ αύτου κησθεΐσαν μονήν τής ύπεραγίας Θεοτόκου τής Πετριτζιωτίσσης . 


Το τυπικό αυτό, το οποίο χρονολογείται από τον Δεκέμβριο 1083, εξέδωσε για πρώτη φορά ο φιλόλογος Γ. Μουσαίος στη διδακτορική του διατριβή, η οποία κυκλοφόρησε το 1888 στη Λειψία, από χειρόγραφο που σήμερα απόκειται στη Βιβλιοθήκη Κοραή της Χίου .
 Στην έκδοση αυτή παραλείφθηκε, προφανώς σκοπίμως, το 24ο κεφάλαιο, με το οποίο αποκλείονταν, με ήκιστα κολακευτικούς χαρακτηρισμούς, οι Έλληνες από το κοινόβιο, που προοριζόταν αποκλειστικά για Γεωργιανούς .

Ακολούθησαν οι εκδόσεις του L. Petit  από τον Κώδικα της Ρουμανικής Ακαδημίας, του Μ. Tarchnisvili , που πρώτος εξέδωσε το γεωργιανό κείμενο από χειρόγραφο αποκείμενο στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Σόφιας, του S. Kauchtschiscwili  και του Α. Sanidze , και των δύο από το χιακό χειρόγραφο, του μεν πρώτου με το ελληνικό κείμενο, εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια στη γεωργιανή γλώσσα, του δε δεύτερου με το ιβηρικό κείμενο, εισαγωγή και σχόλια, αλλά και απόδοση στη ρωσική.
Τελευταία διαθέσιμη, η κριτική έκδοση του P. Gautier  με μετάφραση και σχόλια στη γαλλική (στην οποία και στη συνέχεια παραπέμπεται).

Το Τυπικό του Πακουριανού καθορίζει τον τρόπο του πολιτεύεσθαι των μοναχών της ιδιόκτητης Μονής του, την οποία ίδρυσε στο θέμα Φιλιππουπόλεως, έν τή τοποθεσία τοϋ κάστρου τοϋ Πετριτζοϋ, στο χωρίο Βασιλικίς και προίκισε, με περιουσία τόσο δική του όσο και του αδελφού του, συγκεκριμένα με το χωρίο Πριλόγκιο στο θέμα Θεσσαλονίκης.

2. Η Διάταξις του μοναχού και επισκόπου Τιβεριουπόλεως είτουν Στρουμβίτζης Μανουήλ για τη Μονή της Θεοτόκου της Ελεούσας.
Το Τυπικό αυτό, το οποίο χρονολογείται μεταξύ των ετών 1085 και 1106, έχει εκδοθεί από τον L. Petit το 1900 στο περιοδικό του Ρωσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Κωνσταντινουπόλεως .

Το Τυπικό ρυθμίζει τα της ζωής της Μονής που ο Μανουήλ, μοναχός και τότε Επίσκοπος Τιβεριουπόλεως, Ύπέρτιμος καί Έξαρχος Μακεδονίας, κατά το Συνταγμάτων Μητροπολιτών του Οικουμενικού Θρόνου, ίδρυσε στο θέμα Στρουμίτζης ή Στρωμνίτσης, κοντά στο χωρίο Ανωπαλαιόκαστρο, την οποία επροίκισε με σημαντικά περιουσιακά στοιχεία και προνόμια, για τα οποία είχε εξασφαλίσει χρυσόβουλλα του Αλεξίου Κομνηνού του έτους 1085 και του Μανουήλ Κομνηνού του έτους 1106.

3. Το Τυπικό του Μητροπολίτη Ζιχνών Ιωακείμ για τη Μονή του Προδρόμου και Βαπτιστή Ιωάννη, την εν τω όρει του Μενοικέως διακειμένην. Το Τυπικό αυτό, το οποίο χρονολογείται από το έτος 1332, είχε συνταχθεί αρχικώς το 1324, αναθεωρήθηκε δε στη συνέχεια στη μορφή που σήμερα σώζεται.
Για πρώτη φορά αποσπάσματα του Τυπικού εκδόθηκαν από τον Κ. Σάθα  το 1872 και ανατυπώθηκαν από τους F. Miklosich - J. Miiller . Την πρώτη πλήρη έκδοση του Τυπικού οφείλουμε στον Μ. Jugie  το 1937, ακολούθησε δε η έκδοση του A. Guillou  (στην οποία και στη συνέχεια παραπέμπεται).
Το Τυπικό του Μητροπολίτη Ζιχνών Ιωακείμ ρυθμίζει την πολιτεία της Μονής που ίδρυσε στο όρος του Μενοικέως, πλησίον των Σερρών, αλλά και στην πόλη των Σερρών και επροίκισε με την προσωπική του εργασία και περιουσία.

IV

Θα ήθελα τώρα να επικεντρώσω την προσοχή μου στο περιεχόμενο των τυπικών αυτών και συγκεκριμένα σε τρία ζητήματα, σε τρία αντικείμενα ρυθμίσεων.

1. Το πρώτο ζήτημα είναι εκείνο του κοινοβιακού χαρακτήρα των τριών αυτών κτητορικών Μονών.
 Και τα τρία τυπικά  περιλαμβάνουν αυστηρές διατάξεις για την κοινοβιακή πολιτεία των μοναχών, ους δή καί κοινοβιακώς άποζήν τυπουμαι κατά την έκφραση του Τυπικού της Μονής Θεοτόκου Ελεούσας, όπου επεξηγείται με ιδαίτερη ευστοχία και η έννοια της κοινοβιακής διαγωγής ως τό μή διαφοράν τινα καί έτε-ρότητα εχειν επί τισιν .

Ενδιαφέρον είναι εξάλλου ότι διεξοδικός λόγος, θα έλεγα επίμονος λόγος, γίνεται για την κοινή δίαιτα των μοναχών .
Τονίζεται κυρίως ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ αυτών και του Ηγουμένου, αλλά τών αυτών ευχαρίστως πάντας μεταλαμβάνειν βρωμάτων όμου καί πομάτων και τόν ήγουμενεύοντα κοινοϋσθαι καί ώς ενα τών άνακειμένων λογίζεσθαι επί τη μεταλήψει τών τή τραπέζι προσαγομένων .

Ειδικώς το τυπικό της Μονής του Προδρόμου περιέχει και τη γνωστή και από άλλα τυπικά απαγόρευση να αλλοιώνεται ο κοινοβιακός χαρακτήρας της Μονής από τη συνοίκηση κελλιωτών ή καταπεμπτών . 
Αυτοί οι καταπεμπτοί είναι πρόσωπα, τα οποία «πέμπονται» για ποικίλους λόγους στη Μονή, συνήθως λαϊκοί, απεσταλμένοι από τον Αυτοκράτορα, τον Πατριάρχη ή τον επιχώριο Επίσκοπο, ακόμη και εξόριστοι ή υπό περιορισμό, οι οποίοι διασπούν την κανονική κοινοβιακή τάξη και επιβαρύνουν τη Μονή και με ιδιαίτερες δαπάνες .

2. Το δεύτερο ζήτημα αφορά στον τρόπο αναδείξεως του Ηγουμένου στις κτητορικές αυτές Μονές.
Παρά επιμέρους αποκλίσεις, η βασική γραμμή πλεύσεως στα κανονιστικά αυτά κείμενα είναι ότι τον Ηγούμενο ορίζει ο κτήτωρ της Μονής.
Και τούτο παρά την αντίθετη πρόβλεψη των ιερών κανόνων , στους οποίους ρητώς ορίζεται μηδαμώς άδειαν εχοντος του άφιερουντος, παρά γνώμην τοϋ επισκόπου εαυτόν ηγούμενον, ή άνθ’ έαυτου ετερον καθιστάν (καν. 1 Πρωτοδευτέρας).

Ο Πακουριανός στο Τυπικό του  είναι ο πλέον απόλυτος εν προκειμένω.
Ο κτήτορας ορίζει τον Ηγούμενο:
εως ότου εγώ ό κτήτωρ τής δηλωθείσης μονής ζώ, όν ιστημι εγώ καθηγούμενον τής μονής έκείνος εσται.
 Και όταν πλησιάζει ο θάνατος του Ηγουμένου, αυτός πάλι θα ορίσει εκείνον που πρέπει να τον διαδεχθεί και ούτω καθ’ εξής.
 Η αδελφότητα αναμιγνύεται μόνο στην περίπτωση που αιφνίδιος θάνατος αναρπάσει τον προεστώτα της ποίμνης, πριν αυτός προφθάσει να ορίσει τον διάδοχό του.
 Και τότε όμως μόνον οι κρείττονες και ενάρετοι και γνωστικότεροι αδελφοί επιλέγουν τον Ηγούμενο .
Ανάλογες είναι οι διατάξεις του Τυπικού της Μονής Θεοτόκου της Ελεούσας .

Ο κτήτορας έχει ορίσει τον Ηγούμενο της μονής, βεβαίως ως ισόβιο.
 Χαρακτηριστική και εδώ η διατύπωση:
άχρι πέρατος τής αύτοϋ βιοτής καθηγούμενον είναι τής τοιαύ- της ιδιοκτήτου μονής μου...
Αυτός είναι εκείνος που θα επιλέξει και τον διάδοχό του, μαζί με τους προκρίτους μοναχούς στη συνέχεια ο νέος ηγούμενος θα λάβει απλώς το «σφράγισμα» από τον κατά καιρόν θεοφιλέστατον έπίσκοπον Στρουμβίτζηςο οποίος, χάριν ευλογίας, θα λαμβάνει και τρία νομίσματα τής κατά την ημέραν δηλονότι, πρωτευούσης χαραγής .

Τούτο δε εφόσον οι σχέσεις Επισκόπου και Μονής διατηρούνται καλές- διότι, εάν ο επιχώριος Επίσκοπος επιχειρήσει να πράξει κάτι κατά της ιδιόκτητης Μονής, και θελήσει να λειτουργήσει ως έφορος και εξουσιαστής, τότε, σύμφωνα με τη διάταξη του Τυπικού, δεν χρειάζεται καν η σφράγιση του Ηγουμένου από τον Επίσκοπο αρκεί αντί σφραγίδος, ή παρούσα διάταξις, το τυπικό δηλαδή του κτήτορα .

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι στα προσόντα του Ηγουμένου ο κτήτωρ της Μονής καταλέγει όχι μόνο τη σύνεση, την κοσμιότητα, τον ανεπίληπτο βίο και την εμπειρία, αλλά ακόμη το διδακτικούς είναι καί δυναμένους καταρτίζειν τούς εν αυτή μοναχούς .

Στο ζήτημα της εκλογής του Ηγουμένου αποκλίνει ελαφρώς το Τυπικό της Μονής Προδρόμου του Ζιχνών Ιωακείμ .
 Σύμφωνα με τις διατάξεις του Τυπικού αυτού ο Ηγούμενος εκλέγεται από όλη την αδελφότητα, παραλλήλως δε υπάρχει ένα σώμα από τέσσερις μοναχούς που βοηθούν τον Ηγούμενο στο έργο του, από τους οποίους πρόκειται να προέλθει ο επόμενος Ηγούμενος.

3. Τέλος, ιδιαιτέρως σημαντικές είναι οι διατάξεις εκείνες των τυπικών των τριών αυτών κτητορικών Μονών της Μακεδονίας που καθιερώνουν το αυτοδέσποτο των ιδρύσεων αυτών .

 Και στις τρεις περιπτώσεις ο ιδρυτής της Μονής διακηρύσσει πανηγυρικά το ελεύθερον της ιδρύσεώς του από κάθε πολιτειακή και εκκλησιαστική εξουσία και κατά κανόνα επικαλείται πολιτειακές ή/και εκκλησιαστικές πράξεις που επικυρώνουν την ανεξαρτησία της Μονής. Συγκεκριμένα:

Ο Πακουριανός ορίζει η Μονή του τό ελεύθερον εχειν καί πάντη άκαταδούλωτον..., ...ώς αύτεξουσίω, αύταρχούση, αυτή έαυτής τήν κυρίαν έχούση, μη υποκείμενη σε βασιλική, πατριαρχική, μητροπολιτική ή επισκοπική εξουσία .

Ο Στρουμίτσης Μανουήλ ανακηρύσσει την ιδιόκτητη Μονή του αύτοδέσποτον ... μή ύποκειμένην προσωπεία τινί εκκλησιαστική τυχόν ή αρχοντική, αλλά μόνη τή Θεομήτορι και επικαλείται χρυσόβουλλο του Αλεξίου Κομνηνού .

Ο Ζιχνών Ιωακείμ ορίζει η Μονή του να είναι έλευθέρα καί αύτοδέσποτος καί πάσης χειρός καί δεσποτείας άνωτέρα..., υπό τήν εξουσίαν καί μόνην τοϋ φιλανθρώπου Θεοϋ καί τοϋ μεγάλου τής άληθείας κήρυκος Προδρόμου καί Βαπτιστοϋ άνατεθειμένην και επικαλείται σχετικώς πρόσταγμα του Ανδρονίκου Παλαιολόγου .

Είναι προφανές ότι η αφαίρεση κάθε εξουσίας του επιχώριου Επισκόπου στις Μονές έρχεται σε αντίθεση με ένα πλέγμα κανονικών επιταγών. 

Πρόκειται κυρίως για τους κανόνες 4 και 24 της Δ' Οικουμενικής Συνόδου που καθιέρωσαν την υπαγωγή μοναστηρίων και μοναχών υπό τους Επισκόπους, 49 της Πενθέκτης, που επανισχυροποίησε τους κανόνες αυτούς, καθώς επίσης τους κανόνες 13 της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου και 1 της Πρωτοδευτέρας, που και αυτοί όχι μόνον απαγόρευσαν κάθε κατά μετατροπή του σκοπού έκδοση Μονής σε οποιοδήποτε πρόσωπο και κυρίως σε λαϊκό, αλλά και επανέλαβαν την υποχρεώση των μοναστηρίων να τελούν υπό τον επιχώριο Επίσκοπο, μετά από άδεια του οποίου και μόνο είναι δυνατόν να ιδρυθούν νέα, οπότε και πάλι δεν δικαιούται ο ιδρυτής, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του επιχώριου Επισκόπου, να ορίσει Ηγούμενο τον εαυτό του ή κάποιον άλλον .

Οι εύλογες αμφιβολίες που δημιουργούνται για την κανονικότητα των διατάξεων περί αυτοδεσπότου, αυτεξουσίου και ελευθέρου και κατά συνέπεια για τη νομιμότητα και εγκυρότητα των μοναστηριακών αυτών τυπικών απασχόλησαν και τον Βαλσαμώνα.

 Ο έγκριτος και πολυμήχανος αυτός κανονολόγος του 12ου αιώνα, μετά από διεξοδική ανάλυση του όλου προβλήματος, με την ευκαιρία του σχολιασμού του κανόνα 1 της Πρωτοδευτέρας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ελεύθερες Μονές και τα αντίστοιχα τυπικά είναι απολύτως «κανονικά», αφού, όπως επί λέξει τονίζει,
ούκ ένεδόθη τω επισκοπώ κατεξουσιάζειν τον μοναστηριού, ώς δεσποτικώς διαφέροντος τη έκ- κλησία αύτοϋ, υπό τον όρο πάντως ότι διατηρούνται τα επισκοπικά δίκαια του επιχώριου Αρχιέρεα .
 Και αυτά τα κανονικά δικαιώματα είναι, πάντα κατά τον Βαλσαμώνα, η ανάκριση των ψυχικών σφαλμάτων, η επιτήρηση των διοικούντων τη Μονή, η αναφορά του ονόματος του επιχώριου Επισκόπου στις λειτουργίες και η σφράγιση του Ηγουμένου .

Είναι εν προκειμένω ιδιαίτερα αποκαλυπτική όμως η διάταξη του Τυπικού του Πακουριανού, με την οποία απειλείται ο επιχώριος Αρχιερεύς, ο εκάστοτε Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως, σε περίπτωση που θα διαπιστωνόταν βλαπτική για τη Μονή παρέμβασή του, με διακοπή του μνημοσύνου του κατά τις ακολουθίες ώστε μηδέ άναφέρεσθαι τούτον όνομαστί εν τη τής άγιας εκκλησίας ταύτης συναπτή, αλλά μετά των λοιπών άρχιεπισκόπων κοινώς καί οϋτος μνημονευθήσεται εν τώ λέγειν υπέρ πάσης επισκοπής ορθοδόξων τών όρθοτομούντων τον λόγον τής σής άληθείας .

Αλλά και στο Τυπικό της Μονής Θεοτόκου στη Στρούμιτζα, όπως ήδη σημειώθηκε, εάν ο επιχώριος Επίσκοπος επιχειρήσει να πράξει κάτι κατά της Μονής, παρέλκει η σφράγιση του Ηγουμένου από τον Επίσκοπο, αρκεί αντί σφραγίδος η βούληση του κτήτορα όπως αυτή εκφράζεται στο Τυπικό του .

V

Οι παρατηρήσεις και διαπιστώσεις που προηγήθηκαν, παρά την αναγκαστική συντομία τους, επιτρέπουν νομίζω τη συναγωγή κάποιων συμπερασμάτων γενικότερης σημασίας.

Τα κείμενα των τριών Τυπικών αποτελούν αδιάψευστες μαρτυρίες τόσο για την παρουσία στη Βυζαντινή Μακεδονία δραστήριου και ακμαίου Ορθόδοξου Μοναχισμού όσο και για την ύπαρξη και λειτουργία σημαντικών κτητορικών Μονών.

Επιβεβαιώνουν ακόμη τη γνωστή και από πολλά άλλα παρόμοια κείμενα απόκλιση μεταξύ του επίσημου εκκλησιαστικού και πολιτειακού δικαίου και του ζωντανού, λαϊκού ή εθιμικού δικαίου που κατίσχυε.
 Παρέχουν κατά συνέπεια και τα κείμενα αυτά ικανά στοιχεία στηρίξεως της απόψεως ότι παραλλήλως με την αυτοκρατορική νομοθεσία υπήρχαν στο Βυζάντιο και άλλες δικαιοπαραγωγικές πηγές ή δυνάμεις δημιουργικές δικαίου, που όσο συρρικνώνεται και αποδυναμώνεται η κεντρική εξουσία τόσο επεκτείνονται και πολλαπλασιάζοντας ιδίως κατά τους τελευταίους αιώνες, έτσι ώστε είναι δυνατό να γίνει λόγος για ένα είδος νομοθετικής αυτονομίας .


Δεν υπάρχουν σχόλια: