του Ιωάννη X. Ταρνανίδη
Η Λειτουργία του Αγίου Πέτρου
Ανάμεσα στα κείμενα της χριστιανικής λατρευτικής πράξης και συγκεκριμένα του τύπου Λειτουργίας που κατά καιρούς επικράτησε σε Ανατολή και Δύση (Λειτ. Χρυσοστόμου, Βασιλείου, Ιακώβου ή Leonianum, Gelasianum, Gregorianum κ.λπ. αντίστοιχα), όπως είναι στους ειδικούς γνωστό, διασώθηκε και ένας ασυνήθιστος τύπος, ο οποίος αποτελεί προϊόν σύνθεσης των δύο παραπάνω παραδόσεων και φέρει τον τίτλο Λειτουργία του αγίου Πέτρου.
Πιο απλά και πιο συγκεκριμένα, η Λειτουργία αυτή έχει την εξής μορφή:
αρχίζει με τον ανατολικό τύπο δηλαδή, μετά την Πρόθεση ακολουθεί η εκφώνηση Ευλογημένη ή βασίλεια τοϋ Πατρός...,
ό Μονογενής Υιός...,
τα της Μικράς Εισόδου,
οι Ευχές,
ο Τρισάγιος ύμνος,
τα Αποστολικά και Ευαγγελικά αναγνώσματα,
το Χερουβικό και φτάνει μέχρι την απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως.
Στο σημείο αυτό και μετά το Άξιον καί δίκαιον και την αναφορά του ιερέα
"Αξιόν καί δίκαιον Σέ ύμνεϊν... κ.λπ. και το °Αγιος, "Αγιος, °Αγιος Κύριος Σαβαώθ, παρεμβάλλεται ο ρωμαϊκός Κανόνας (Canon actionis), που αρχίζει με την ευχή Σέ τοίνυν έπιεικέστατε πάτερ... (Te igitur clementissime Pater...).
Μετά δε τον Κανόνα αυτόν, που είναι μακροσκελής και περιλαμβάνει μια σειρά από ευχές και κατά τον οποίο γίνεται —άνευ Επικλήσεως (καί ποίησον τον μέν άρτον)— ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων, ακολουθεί το Πάτερ ημών... και ολοκληρώνεται η Λειτουργία με την επιστροφή στην καθαρά ανατολική πρακτική, δηλαδή με την «όπισθάμβωνον ευχήν» (Ευλογητός εΐ κύριε ό Θεός ημών, δτι τό άχραντόν σου σώμα καί τό τίμιόν σου αίμα μεταλαβείν ήξιώθηκεν...).
Στο εισαγωγικό αυτό μέρος θα πρέπει να προσθέσουμε ότι τα χειρόγραφα τα οποία διασώζουν αυτόν τον τύπο Λειτουργίας και έφτασαν μέχρις εμάς είναι όλα και όλα περί τα 15,
από τα οποία τα δέκα είναι ελληνικά,
τέσσερα σλαβικά και ένα γεωργιανό, ενώ από την πλευρά της παλαιότητας αρχίζουν από τον 10ο και φτάνουν έως και τον 19ο αιώνα.
Πράγμα που σημαίνει ότι, αν η αφορμή και η αιτία ή η ανάγκη της σύνταξης και χρήσης της υπήρξε παλιά υπόθεση, το περί αυτήν ενδιαφέρον δεν έσβησε στο πέρασμα του χρόνου.
Κάτι ακόμα που είναι ενδιαφέρον να διευκρινίσουμε στο εισαγωγικό αυτό μέρος, είναι ότι, ενώ σε γενικές γραμμές η σύνθεση των διασωθέντων σχετικών κειμένων είναι όπως την περιγράψαμε παραπάνω, το μεγαλύτερο μέρος απ’ αυτά —ελληνικά ή ξένα— διατηρούν και κάποια δική τους ξεχωριστή παράδοση στα επί μέρους, σε σημείο που να μην ταιριάζουν και να μην ταυτίζονται απόλυτα μεταξύ τους.
Και ακόμα, αξίζει να πούμε πως μεταξύ αυτών, που ούτως ή άλλως είναι δισυπόστατα (αφού αποτελούνται από τη σύνθεση δύο διαφορετικών παραδόσεων), διασώθηκαν και δύο δίγλωσσα, δηλαδή γραμμένα μεν με ελληνική γραφή, διαλαμβάνοντα όμως μετά το ελληνικό και το αντίστοιχο λατινικό κείμενο π.χ.
ό κύριος μεθ’ υμών καί μετά τοϋ πνεύματός σου και αμέσως από κάτω
Δόμινους βο- βίσκουμ ετ κουμ σπυρίτου τούο κ.λπ.
Αυτά ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο της Λειτουργίας αυτής, η περαιτέρω ανάλυση της οποίας (γλωσσολογική, φιλολογική, εννοιολογική κ.λπ.) ανήκει μάλλον στους ειδικούς λειτουργιολόγους.
Β. Τόπος, χρόνος και αναγκαιότητα σύνθεσης και χρήσης της
Αφορμή για μας, προκειμένου να ασχοληθούμε με το παραπάνω θέμα, απετέλεσε η κατά το έτος 1975 ανακάλυψη στο Σινά ενός άγνωστου έως τότε, αλλά ιδιαίτερα για την παλαιότητα και το είδος του, σημαντικού σλαβικού αποτυπώματος κάποιας δυτικής λατρευτικής πρακτικής.
Ανάμεσα στα περί τα 40 σλαβικά χειρόγραφα, διαφόρων εποχών, γραφέων, περιεχομένων κ.λπ., που περιγράψαμε και από το έτος 1988 βρίσκονται δημοσιευμένα στη διάθεση της επιστημονικής έρευνας (έκδοση Εταιρείας Σλαβικών Μελετών και I. Μονής Αγ. Αικατερίνης του Σινά),
είχαμε την ευτυχία να εντοπίσουμε και ένα λειτουργικό, 80 περίπου φύλλων εκ μεμβράνης, το οποίο, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων, ήταν σε μεγάλο ποσοστό φθαρμένο και δυσανάγνωστο.
Το χειρόγραφο αυτό, γραμμένο με την αρχαιότερη σλαβική γραφή, εκείνη που επινόησε κατ’ εντολή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' ο εκ Θεσσαλονίκης Κύριλλος, τη γνωστή στην επιστήμη με την επωνυμία glagolica (γκλαγκολική ή γκλαγκολιτική), αποδείχτηκε τελικά ότι περιελάμβανε τη σλαβική εκδοχή της Λειτουργίας του αγ. Πέτρου.
Συνδυάζοντας, κατά την πιο πάνω περιγραφή μας, την ιδιαίτερη ορθογραφία του, τη γλωσσική του απόκλιση από τις σταθερές της υποτιθέμενης ενιαίας παλαιοσλαβικής, τον ιδιαίτερο τύπο των γραμμάτων —που τον βρήκαμε απόλυτα ταυτισμένο με τα αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους— με τα λοιπά παλαιογραφικά δεδομένα του κώδικα, τον χρονολογήσαμε μεταξύ 10ου και 11ου αιώνα.
Η πρώτη περιγραφή του ήταν για μας πολύ δύσκολη και προβληματική, λόγω της φθοράς που είχε υποστεί από τον χρόνο και του κινδύνου πλήρους καταστροφής των φύλλων του κατά την αποκόλλησή τους, εφόσον δεν είχε προηγηθεί η προβλεπόμενη σ’ αυτές τις περιπτώσεις ειδική συντήρησή του.
Έτσι, περιοριστήκαμε στην ανάγνωση και καταγραφή ορισμένων μόνον φράσεων και τίτλων, ενδεικτικών ωστόσο για το είδος του μνημείου (Prefacija, missa κ.λπ.).
Επειδή λοιπόν τα τμήματα που μπορέσαμε τότε να αναγνώσουμε και να καταγράψουμε κατά κύριο λόγο απέπνεαν οσμή δυτικής λατρευτικής παράδοσης, το χειρόγραφο αυτό το χαρακτηρίσαμε ως Σιναϊτικό Missal.
Στη συνέχεια όμως αποδείχτηκε πως εκτός από τις δυτικού τύπου ευχές, περιελάμβανε και ευχές της Ανατολικής Εκκλησίας και στην πραγματικότητα αποτελούσε
μια νέα μορφή, την αρχαιότερη σλαβική και ίσως την πλησιέστερη στους αρχικούς σχεδιασμούς των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου Λειτουργία του αγ. Πέτρου.
Έτσι, με το νέο αυτό εύρημα, βρεθήκαμε στην πρώτη γραμμή ανίχνευσης μιας λατρευτικής παράδοσης, που από πολύ καιρό είχε απασχολήσει την επιστημονική έρευνα και λόγω έλλειψης ικανών και σαφών δεδομένων δεν ευτύχησε να ολοκληρωθεί μέχρι και σήμερα.
Με το θέμα αυτό, δηλαδή τον χρόνο, τον τόπο και τα κίνητρα δημιουργίας και χρήσης του παραπάνω λειτουργικού τύπου, βυζαντινο-λατινικής σύνθεσης, ασχολήθηκαν κατά καιρούς και μέχρι σήμερα αρκετοί και διακεκριμένοι λειτουργιολόγοι, βυζαντινολόγοι, σλαβολόγοι, μεσαιωνιστές και λοιποί ειδικοί επιστήμονες.
Μερικοί από τους πλέον γνωστούς (ενδεικτικά αναφέρουμε τα ονόματα των Vajs, Syrku, Vasica, Grivec, Cizevski, Dvornik, Biskup και Tkadlcik) συνδύασαν το παραπάνω κείμενο με το έργο των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου και υποστήριξαν ότι αυτός ο τύπος Λειτουργίας δημιουργήθηκε στα πλαίσια και στον χώρο της ιεραποστολής τους στη Μ. Μοραβία και ότι από εκεί διαδόθηκε και στον ευρύτερο χώρο τόσο της βυζαντινής όσο και της ρωμαϊκής λατρευτικής επιρροής.
Είχε προηγηθεί ο Πορφύριος Ουσπένσκυ, ο οποίος, όταν ανακάλυψε το ένα από τα σλαβικά χειρόγραφα που διασώζουν τη στα τέλη του 9ου αι. Υποστήριξε χαρακτηριστικά:
Είναι πολύ πιθανόν ότι ή Εκκλησία τής Ρώμης, έφαρμόζονσα στρατηγικόν σχέδιον, άπεπειράθη νά διαδώση εις τούς υπό των Ελλήνων ιεραποστόλων έκχριστιανιζομένους Σλάβους σλαβικήν μετάφρασιν τής ελληνικής «Λειτουργίας τοϋ 'Αγίου Αποστόλου Πέτρου», διά νά έκτοπίση τήν μεταφρασθεΐσαν υπό των άγιων Κυρίλλου καί Μεθοδίου γνησίαν μετ’ Έπικλήσεως έλληνο- βυζαντινήν εϋχαριστιακήν άναφοράν καί νά καταστήση άγαπητόν τον ρωμαϊκόν «Canon actionis».
Εις τον αυτόν σκοπόν άπέβλεπε καί ή χρήσις τοϋ ονόματος τοϋ Απ. Πέτρου εν τή περιπτώσει, καθ’ ήν ή Εκκλησία τής Ρώμης συνήργησεν εις τήν δημιουργίαν τής εις αυτόν άποδιδομένης Λειτουργίας.
Ή εις τήν σλαβικήν γλώσσαν μετάφρασις τοϋ ρωμαϊκοϋ «κανόνος» εκ τοϋ έλληνικοϋ κειμένου τής «Λειτουργίας τοϋ άγίου Πέτρου» έχρησίμευσεν ώς άλλοθι, διά νά μή γεννηθοϋν ύπόνοιαι ότι νοθεύεται το πνεύμα τών άγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου.
Να προσθέσουμε εδώ ότι ο καθηγητής Θεοδώρου αποδέχεται την Κάτω Ιταλία ως τόπο προέλευσης της εν λόγω Λειτουργίας, διαφοροποιούμενος μόνο ως προς το χρόνο της σύνθεσής της, την οποία τοποθετεί στον 9ο αιώνα.
Μεταφέραμε κάπως λεπτομερέστερα και επί λέξει την άποψη του καθηγητή Θεοδώρου, για να γίνει πιο κατανοητή η δική μας εκ διαμέτρου αντίθετη θέση.
Εμείς, όταν πειστήκαμε —με την προαναφερθείσα ανακάλυψη του 1975— ότι υπάρχει σλαβικό κείμενο δυτικής προέλευσης της Κυριλλο-μεθοδιανής περιόδου και μάλιστα βγαλμένο μέσα από το ίδιο εργαστήρι που εκπόνησε και τα άλλα γνήσια βυζαντινού τύπου και ανατολικής παράδοσης ιερά βιβλία για τη λατρευτική ζωή των Σλάβων, υποστηρίξαμε ότι το κείμενο αυτό δεν μπορεί παρά να εξυπηρετούσε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό.
Καταλήξαμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η σλαβική μετάφραση οποιουδήποτε λατρευτικού κειμένου δυτικής πρακτικής από μέρους του επιτελείου των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί διπλωματική κίνηση των βυζαντινών ιεραποστόλων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αντίδραση των λατίνων κληρικών στο έργο τους.
Είναι γνωστό από τους Βίους των ανωτέρω αγίων ότι ο λατινικός κλήρος αντέδρασε έντονα και σ’ όλο το διάστημα της ιεραποστολικής δράσης στη Μοραβαία-Παννονία, εγκαλώντας τους στον Πάπα ή και βιαιοπραγώντας εις βάρος τους, με το αιτιολογικό ότι χρησιμοποιούσαν τη βάρβαρη σλαβική στα ιερά δρώμενα της Εκκλησίας.
Η μετάφραση λοιπόν ενός δυτικού λατρευτικού τύπου κειμένου, εν όψει της απολογίας τους ενώπιον του Πάπα, θα μπορούσε να αποτελέσει μια πετυχημένη διπλωματική απάντηση έναντι των καταγγελιών του δυτικού κλήρου, ότι με την εισαγωγή καινοτομιών εξ ανατολών καταργούν την δική τους λατρευτική παράδοση.
Πολύ δε περισσότερο, εφόσον η κίνηση αυτή δεν αποτελούσε και σοβαρή εκτροπή από την ευρύτερη χριστιανική πρακτική και τη δική τους λατρευτική εμπειρία στη Θεσσαλονίκη, όπου, όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα πρέπει να υπήρχε ακόμα ο απόηχος κάποιων στοιχείων από το δυτικό τρόπο λατρείας, δεδομένου ότι μέχρι την εποχή του Λέοντα Ίσαυρου, μέχρι το 732-733, η Αρχιεπισκοπή της Θεσσαλονίκης υπαγόταν στη Ρώμη.
Με το θέμα αυτό, της ιδιαίτερης λατρευτικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης, πατρίδας των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, ασχολήθηκαν ασφαλώς πιο ειδικοί και αξίζει τον κόπο να μεταφέρουμε, έστω και τηλεγραφικά και εδώ την άποψή τους, προκειμένου βέβαια να στηρίξουμε και τη δική μας θέση, ότι οι Θεσσαλονικείς αδελφοί θα μπορούσαν χωρίς κανένα κίνδυνο και χωρίς δισταγμό να προβούν στην παραπάνω ενέργεια.
Άλλωστε, παρά τις διαφορές στη λατρευτική παράδοση μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι την εποχή αυτή, του 9ου αιώνα, δεν είχε ακόμα επέλθει το μεγάλο Σχίσμα ανάμεσά τους και κατά συνέπεια οι λατρευτικές διαφορές δεν αποτελούσαν εμπόδιο επικοινωνίας ή αιτία σοβαρών τριβών μεταξύ τους.
Για την ιδιαίτερη λατρευτική παράδοση της Θεσσαλονίκης θα επικαλεσθούμε ενδεικτικά μόνον τις απόψεις δύο γνωστών ημετέρων ειδικών, των οποίων όμως το κύρος μας καλύπτει απόλυτα και δεν θεωρούμε απαραίτητο να επεκταθούμε σε περαιτέρω αναζητήσεις επί του προκειμένου.
Έγραφε ο αείμνηστος θεολόγος και αρχαιολόγος Δημ. Πάλλας:
Η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος καί η Νικόπολις φαίνεται ότι γίνονται κέντρα λειτουργικής ζωής και εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής αυτής της επαρχίας, της τέχνης και της λατρείας.
Η αξιοπερίεργη απόδοση των Αποστολικών Διαταγών και φυσικά και της λειτουργίας που περιέχουν (VIII5, 9-VIII15. 11) στον Κλήμεντα Ρώμης, προσωπικότητα ιδιαίτερα σεβαστή, συνδεδεμένη με την εκκλησιαστική παράδοση της πρώτης εκκλησίας, μαρτυρεί τον βαθύ σεβασμό των εκκλησιών του ανατολικού Ιλλυρικού στον αρχαίο λειτουργικό τους τύπο, στην αρχαία λειτουργική τους παράδοση, που διατηρήθηκε ζωντανή μέχρις ότου εξαλείφθηκε με την επικράτηση της Κωνσταντινοπολιτικής πρακτικής.
Η θέση του ημετέρου καθηγητή I. Φουντούλη επί των ανωτέρω συνοψίζεται στην εκτίμηση ότι η Λειτουργία των Αποστολικών Διαταγών μπορεί μεν να φέρει —ψευδονύμως— το όνομα επίσκοπον της Δύσεως, είναι όμως αναμφισβητήτως λειτουργία της Ανατολής.
Ο συνδυασμός όμως αυτών των τελευταίων με όσα υποστηρίζει και ο Ιταλός Cesare Alzati, με αφορμή τη Λειτουργία του αγ. Πέτρου (προφανώς και άλλοι ειδικοί), περί αδιάκοπης συνέχειας των λατρευτικών παραδόσεων από το αρχικό τους στάδιο, που προχωρεί πολύ βαθιά μέσα στους αιώνες και αγγίζει τις πρώτες χριστιανικές εμπειρίες μέχρι και την τελική τους διαμόρφωση, αφήνει πιστεύουμε αρκετά περιθώρια αποδοχής της άποψης, ότι και η δυτική λατρευτική πρακτική δεν θα πρέπει να ήταν τελείως άγνωστη στους κύκλους της Θεσσαλονίκης και εν προκειμένω και στους ειδικά πεπαιδευμένους και πολυμαθείς ιεραποστόλους μας.
Παραμένει βέβαια το πρόβλημα της ηλικίας της σλαβικής μετάφρασης του κειμένου αυτού, που, αν πραγματικά στηρίχτηκε σε ελληνικό πρωτότυπο του 10ου αιώνα, αποκλείει κάθε περαιτέρω συζήτηση για σύνδεσή της με το ιεραποστολικό έργο των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Ο Ιταλός ερευνητής Stefano Parenti, που με αφορμή το νεοευρεθέν στο Σινά 5/Ν, επανήλθε στο θέμα, υποστήριξε ομολογουμένως με αρκετά πειστικά επιχειρήματα ότι
α) η σλαβική μετάφραση του ρωμαϊκού κανόνα στη Λειτουργία του αγ. Πέτρου δεν έγινε με βάση λατινικό, αλλά ελληνικό πρωτότυπο,
β) ότι τόπος προέλευσης του αρχικού ελληνικού κειμένου υπήρξε η Κάτω Ιταλία,
γ) ότι καθ’ όλες τις ενδείξεις το ελληνικό κείμενο που χρησιμοποίηθηκε για τη σλαβική μετάφραση ήταν το μνημονευθέν χειρόγραφο της Grottaferrata και κατά συνέπεια
δ) ότι η σλαβική απόδοση της Λειτουργίας αυτής δεν μπορεί να είναι προγενέστερη του 10ου αιώνα, που σημαίνει πως δεν αποτελεί έργο ούτε και έχει σχέση με την ιεραποστολική δράση των Θεσσαλονικέων αδελφών.
Οι παραπάνω θέσεις του Ιταλού ερευνητή για να γίνουν αποδεκτές, παρόλο που φαίνονται σοβαρές και αρκετά πειστικές, θα πρέπει να λύσουν με απόλυτη σιγουριά ένα υπαρκτό πάντα για αρχαίες παραδόσεις πρόβλημα κειμένων λειτουργικού κυρίως περιεχομένου και να απαντήσουν σε ένα εξ ίσου σοβαρό ερώτημα.
Το πρόβλημα είναι (επειδή ακριβώς πρόκειται για λειτουργικό κείμενο):
πώς μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι το συγκεκριμένο χειρόγραφο είναι αυτό που χρησιμοποιήθηκε, όπως λέει ο ίδιος, σαν βάση για τη σλαβική μετάφραση, όταν πουθενά σ’ αυτό δεν βρίσκουμε τους τίτλους prefatio, missa κ.λπ., που διασώζει το σλαβικό;
Και ακόμα, πώς μπορούμε να αποκλείσουμε τη σχέση του με την καθαρά σλαβική Θεία Λειτουργία του 9ου αιώνα που διασώζουν τα γνωστά φύλλα του Κιέβου, όπου πράγματι κυριαρχούν οι τίτλοι prefacija και missa;
Το αναπάντητο αυτό ζήτημα γίνεται ισχυρότερο, αν συνδυαστεί και με το ερώτημα:
πώς βρέθηκε αυτή η σλαβική απόδοση της Λειτουργίας του αγ. Πέτρου στις αποσκευές, αν όχι των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, που συν τοις άλλοις είχαν καταστραφεί από τους διώκτες τους, σίγουρα σε κείνες των μαθητών τους;
Το νεοευρεθέν χειρόγραφο 5/Ν του Σινά πιστεύουμε πως δεν αφήνει αμφιβολίες για την προέλευσή του από τη γραφίδα του Κυριλλο-Μεθοδιανού κύκλου, ενδεχομένως και πολύ πιθανώς από εκείνη του μαθητή τους Κλήμη, που είχε καταφύγει στην Αχρίδα.
Εάν όμως η μεταφέρουσα τη δυτική παράδοση Λειτουργία του αγ. Πέτρου, την οποία ο μνημονευθείς καθηγητής Θεοδώρου χαρακτήρισε ως απόπειραν μεταμοσχεύσεως τής καρδίας τής Ρωμαϊκής Λειτουργίας... εις τον οργανισμόν τής Βυζαντινής, δεν απασχόλησε τους μεγάλους διδασκάλους Κύριλλο και Μεθόδιο, πώς ήταν δυνατό να περιληφθεί στις δραστηριότητες του μαθητή τους Κλήμη, ο οποίος διατηρούσε εκείθεν τις πιο δυσάρεστες αναμνήσεις από την κακομεταχείριση και των διδασκάλων του και των συνεργατών του και του ιδίου, τώρα μάλιστα που ζούσε μακριά από τη μισαλλόδοξη λατινική ατμόσφαιρα και εκτελούσε το ιεραποστολικό του έργο με κάθε ελευθερία;
Εδώ αξίζει να θυμίσουμε πως ο καθηγητής Θεοδώρου έκλεινε την επιχειρηματολογία του υπέρ της υπό των λατίνων σύνθεσης αυτής της λειτουργίας, με το επιπρόσθετο επιχείρημα, ότι σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή αυτή ήταν έργο των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, θα είχε περιληφθεί και στα κατάλοιπα του Κλήμη και των συνεργατών του.
Τώρα όμως που αποδεικνύεται ότι όντως περιλήφθηκε σ’ αυτά τα κατάλοιπα και περισώθηκε, τι μπορούμε να πούμε για τη λατινική της προέλευση;
Συμπεραίνοντας, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι οι απαρχές της Λειτουργίας του αγ. Πέτρου, όπως μας αφήνουν να εννοήσουμε οι ειδικοί λειτουργιολόγοι, θα μπορούσαν να αναζητηθούν και πιο πέρα από τον 10ο αιώνα.
Από την άλλη μεριά, στο Ιλλυρικό και επομένως και στη Θεσσαλονίκη, που όπως είπαμε μέχρι τα μισά περίπου του 8ου αιώνα αποτελούσε παπικό βικαριάτο, η ρωμαϊκή λατρευτική πρακτική δεν μπορεί να ήταν άγνωστη.
Καθώς δε η περίοδος της ιεραποστολής στη Μοραβία —δυτική χώρα— προηγείται κατά πολύ του Σχίσματος των δύο Εκκλησιών (1053), κάποια κίνηση καλής θέλησης και συμβιβασμού στα εκεί κρατούντα εκ μέρους των βυζαντινών ιεραποστόλων, δεινών εξ άλλου διπλωματών, με τη σλαβική απόδοση μιας Λειτουργίας που δεν τους ήταν άγνωστη και ταυτόχρονα περιείχε και στοιχεία από τη δική τους γνήσια ανατολική παράδοση, ούτε για τους ίδιους ούτε για τους πάτρωνές τους στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται να δημιουργούσε κάποιο πρόβλημα.
Αντίθετα, η κίνηση αυτή θα μπορούσε να φέρει θετικά αποτελέσματα στην επαφή τους με το δυτικό περιβάλλον.
Υπέρ αυτής της εκδοχής συνηγορεί, εκτός από την παλαιότητα και την προέλευση αυτού καθ’ εαυτού του σλαβικού κειμένου, και η επίκληση εκ μέρους του Μεθοδίου μιας συγκεκριμένης γιορτής, κατά την οποία, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο Βίο του, πλησίαζε η Missa, δηλαδή η λειτουργία, του αγίου Πέτρου (ΒΜ, XI)25.
Για ποια λειτουργία γίνεται εδώ λόγος;
Και γιατί η «λειτουργία» δεν αποδίδεται με τη γνωστή και συνήθη σλαβική λέξη «sluzba», όπως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αλλά με τη λατινική missa; Είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως όλα αυτά είναι τυχαία και άνευ σημασίας.
Αντίθετα, πιστεύουμε πως συνηγορούν και στοιχειοθετούν τη σταθερή μας πεποίθηση ότι η σλαβική απόδοση της Λειτουργίας του αγ. Πέτρου αποτελεί έργο των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου και ότι, σε σχέση με τον χώρο της Μακεδονίας, όχι μόνον η ελληνική της μορφή θα πρέπει να ήταν γνωστή, αλλά κυρίως η σλαβική της αναπαραγωγή, που συντελέστηκε στην περιοχή της Αχρίδας από το εργαστήρι του Κλήμη, ως φόρος τιμής και προνοητική ενέργεια για τη διαφύλαξη της παράδοσης που είχαν δημιουργήσει στη Μοραβία οι μεγάλοι διδάσκαλοι και φωτιστές του σλαβικού γένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου