Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Η Διαχρονικότητα του Μακεδονικού Αγώνα.


"Ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908)
ως κορυφαία φάση 
των Αγώνων των Ελλήνων
 για τη Μακεδονία" 
Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, 
ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΛΕΤΩΝ  ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ ΑΡ. 208
Θεσσαλονίκη 1985.
   (οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)


Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, που ρυθμίζουν την πορεία των εθνών ή και των κρατών, δεν είναι γεννήματα ορισμένων σύντομων χρονικών περιόδων, μέσ’ από τις οποίες ανακύπτουν, αλλά προϊόντα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας.

Η έννοια της εξελίξεως είναι η βασική έννοια της ιστορίας.
Η ρήση «τα πάντα ρει» του Ηρακλείτου έχει εδώ την απόλυτη εφαρμογή της.
Έτσι λοιπόν, για ν΄ αντιληφθούμε τον Μακεδονικό Αγώνα σε όλο το βάθος και σε όλη την έκτασή του, χρονική και τοπική, πρέπει να τον συναρτήσουμε και να τον συσχετίσουμε και με τους προηγούμενους αγώνες των κατοίκων της Μακεδονίας, αλλά και των άλλων ελληνικών χωρών για την ελευθερία και την επιβίωσή τους. Πρέπει δηλαδή να επιχειρήσουμε την αναγκαία αναδρομή στο παρελθόν.

Ο Μακεδονικός Αγώνας δεν είναι μια ξαφνική έκρηξη.

 Σειρά από κρίκους τον συνδέουν με το παρελθόν, για να φτάσει στην κορύφωσή του.
Στόχος λοιπόν της σημερινής μου ομιλίας δεν είναι να ιστορήσω τον Μακεδονικό Αγώνα στην τελευταία του φάση — αυτό έχει γίνει πολλές φορές ως τώρα από ικανούς ομιλητές —, αλλά να καταλήξω σ ’ αυτόν, αφού με νέα στοιχεία της ιστορικής επιστήμης που ήλθαν στο φως τα τελευταία χρόνια, αφού δηλαδή με νέα οπτική γωνία, καθορίσω το στίγμα του Μακεδονικού Αγώνα μέσα στην πορεία του Γένους.

 Αυτά ακριβώς τα νέα στοιχεία θέλω να τα παρουσιάσω και να τα υπογραμμίσω σήμερα, στοιχεία που δεν είναι ακόμη γνωστά σε όλους τους Έλληνες, ειδικά στους Νοτιοελλαδίτες.

Έτσι μόνο θα εννοήσουμε ότι η καθορισμένη συμβατικά και συμβολικά διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (1904- 1908) 
δεν είναι παρά η κορυφαία φάση μιας μακραίωνης ιστορικής εξελίξεως, που είχε αρχίσει πολύ ενωρίς για τη Μακεδονία, για τη χώρα αυτή, που από την αρχαιότητα ακόμη υπήρξε η σπονδυλική στήλη του ελληνικού χώρου, η ασπίδα ή το «πρόφραγμα» των Ελλήνων, για να εκφραστώ κατά τον ιστορικό Πολύβιο γι ’ αυτόν τον λόγο και αναγνωρίζει ο μεγάλος εκείνος ιστορικός ότι οι Μακεδόνες «δικαιούνται μεγίστης τιμής». 

Και ειδικά η ιστορία της Μακεδονίας επί τουρκοκρατίας, από τα τέλη του 14ου αιώνα και εξής,
για να μη ανατρέξουμε στο απώτερο παρελθόν — είναι το αναπόσπαστο τμήμα ή η μικρογραφία της ιστορίας των ελληνικών χωρών.

Και πραγματικά η ιστορία της Μακεδονίας είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με την ιστορία της λοιπής Ελλάδας, είναι σάρκα από τη σάρκα της.

Η ίδια ψυχή, οι ίδιοι πόθοι.

Ο αγώνας για τη Μακεδονία είναι αέναος, όπως μας το μαρτυρούν τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα, που με την ανακάλυψη συνεχώς νέων Στοιχείων προβάλλουν μέσ’ από την ομίχλη του παρελθόντος.
Τα στοιχεία αυτά μαζί με τα παλαιά αποτελούν για τους Μακεδόνες όχι μόνο νέους τίτλους τιμής, όπως θα έλεγε ο Πολύβιος, αλλά και αποδείξεις για τα απαράγραπτα δικαιώματα των Ελλήνων στη Μακεδονία.

Σκληρή η αντίσταση των Ελλήνων εναντίον των από Ανατολάς επιδρομέων. 

Μανουήλ Β' Παλαιολόγος
Κατά την πρώτη πολιορκία της Θεσσαλονίκης (1383-1387) ο ικανός και βαπτισμένος μέσα στα νάματα της κλασικής παιδείας διοικητής της, ο πρίγκιπας Μανουήλ Παλαιολόγος, εγκαρδιώνει τους κατοίκους της με ομιλία του (δημοσιεύτηκε στα 1955)

λέγοντάς τους ότι δεν είναι μόνο Ρωμαίοι (Ρωμιοί), δηλαδή κάτοικοι του ανατολικού ρωμαϊκού ή του βυζαντινού κράτους,
αλλά και Έλληνες, εφόσον είναι συμπατριώτες του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

 Και οι μεγάλες αυτές προσωπικότητες τους είναι οικείες, γιατί γι΄ αυτές δεν μιλούσε μόνον η ιστορία ή η μυθιστορία, δηλαδή το γνωστό λαϊκό ανάγνωσμα, η «Φυλλάδα του Μεγ’ Αλέξανδρου», αλλά και πολλά τοπωνύμια, μνημεία, θρύλοι και παραδόσεις, τις οποίες μνημονεύουν οι Ευρωπαίοι που περνούν από τη Μακεδονία στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Έτσι το κάστρο που σώζεται ως σήμερα πάνω από το Παλαιο- χώρι του Παγγαίου είναι το ((Κάστρο του Αλεξάνδρου», η επιτύμβια ρωμαϊκή στήλη του G. Vibius Quartus έξω από τους Φιλίππους είναι το «παχνί της φοράδας» του, δηλαδή του Βουκεφάλα, και τα Πιέρια είναι τα βουνά του Αλεξάνδρου.

Παντού βέβαια προβάλλεται από τους Έλληνες της Θράκης και της Μακεδονίας σκληρή αντίσταση που πληρώνεται ακριβά.
 Ο χείμαρρος των εισβολέων παρασύρει το παν, συντρίβει το κάθε εμπόδιο σαν οδοστρωτήρας, στις ελληνικές και στις άλλες βαλκανικές χώρες, εφόσον μάλιστα οι δυνάμεις τους είχαν εξουθενωθεί από τους μεταξύ τους πολέμους, καθώς και από εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αναστατώσεις.

Μεγάλη αναταραχή και ακαταστασία παρατηρείται τότε σε όλες τις ελληνικές χώρες, επομένως και στη Μακεδονία.
Φυγή των κατοίκων προς ορεινούς και απομονωμένους τόπους μακριά από τους δρόμους επικοινωνίας.
 Εκεί καταφεύγουν τα πιο ζωτικά και ανυπότακτα στοιχεία, τα οποία όμως παλεύουν με χίλιες δυο δυσκολίες για να επιβιώσουν.
Και αμέσως ξεφυτρώνουν ορισμένοι ορεινοί οικισμοί, ιδίως στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, που εξελίσσονται αργότερα σε χωριά και κωμοπόλεις, όπως π.χ. η Σιάτιστα, η Νάουσα κ.λ.

Τα ψηλά βουνά έσωσαν τότε την Ελλάδα, από την Μακεδονία ως την Κρήτη, τα βουνά τα οποία ο Πατρο- Κοσμάς γι ’ αυτόν τον λόγο θα τα ονομάσει «ευλογημένα».

Πραγματικά ήταν ευτύχημα από πολλές απόψεις ότι η Ελλάδα δεν ήταν πεδινή χώρα. Οι άθλιες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ ευνοϊκές για την εμφάνιση των ληστών, των κλεφτών στην ξηρά και των πειρατών στη θάλασσα, γενικά για την αντίσταση. Η σκλαβιά είναι βαριά, ανυπόφορη.
Οι κάτοικοι της Μακεδονίας μισούν τους κατακτητές και ελπίζουν στην απελευθέρωσή τους, στην «αποκατάστασή» τους. Οι πόθοι τους είναι κοινοί με των αδελφών τους του Νότου.

Πριν κιόλας από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, μεταξύ 1444-1449, σύγχρονα με τη σταυροφορία του βασιλιά της Ουγγαρίας Λαδισλάου που κατέληξε στη μάχη της Βάρνας (1444) και του Ιωάννη Ουνυάδη που έληξε με τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1448), δηλαδή με τις ήττες των σταυροφόρων, φαίνεται ότι παρατηρήθηκε και στη Μακεδονία άγνωστη ακόμη ως σήμερα στις λεπτομέρειες αναταραχή, κατά τη διάρκεια της οποίας μεγάλα τμήματα της Δυτικής Μακεδονίας κατόρθωσαν κιόλας ν’ αποτινάξουν για μερικά χρόνια τον τουρκικό ζυγό.

 Η άγνωστη αυτή επαναστατική κίνηση, που τελικά περιορίζεται στην περιοχή του Βερμίου με κέντρο τη Βέροια είναι πολύ πιθανόν να έχει σχέση με τη σύγχρονη από τον Νότο προέλαση του δεσπότη του Μορέως και αργότερα εθνομάρτυρα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου πέρ’ από τον Ισθμό, προς τη Θήβα, και με τις καταδρομές των κατοίκων της Πίνδου που διοικούνταν από σταλμένο εκεί αξιωματικό του Κωνσταντίνου εναντίον των Γιουρούκων Τούρκων της Θεσσαλίας.

Πόσο συνταρακτικές, αλήθεια, θα ήταν οι εντυπώσεις μας, αν νεώτερα στοιχεία μας έδιναν περισσότερες πληροφορίες 
για τη σύμπραξη 
των Νότιων και 
Βόρειων Ελλήνων
 με πρωταγωνιστή μάλιστα τον θρυλικό Μαρμαρωμένο Βασιλιά;

Την αντίσταση των ορεινών κατοίκων του Βορρά και του Νότου με άγνωστες όμως ως τώρα κατά τόπους λεπτομέρειες τη μαρτυρεί η ίδρυση των δύο πρώτων αρματολικιών στον ελληνικό και γενικά στο βαλκανικό χώρο, το πρώτο αρματολίκι, που αναγκάζονται οι Τούρκοι να θεσπίσουν στα Άγραφα, στα χρόνια κιόλας του Μουράτ Β' (1421-1451), δηλαδή πριν ακόμη πέσει η Κωνσταντινούπολη8, και το δεύτερο — πού αλλού; — στον πολυτραγουδημένο Όλυμπο.

Μας διασώθηκε μόνο το όνομα του πρώτου αρματολού του Ολύμπου, Καρά Μιχάλης, για τον οποίο δυστυχώς δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο.
Μόνο το επίθετο Καρά μιλεί εύγλωττα για την αντιστασιακή δράση του σκληροτράχηλου αγωνιστή. Τα δυο αυτά αρματολίκια βρίσκονται στα ίδια ακριβώς σημεία του ελληνικού χώρου, όπου κυρίως εντοπίζεται η πεισματική, αλλά και αποτελεσματική αντίσταση των Ελλήνων κατά την πρόσφατη Κατοχή.

Αλλά και αργότερα, στα 1458, όταν κινδυνεύει το δεσποτάτο του Μορέως, ο κλεισμένος μέσα στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου των Σερρών πρώτος μετά την Άλωση πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, που βλέπει τα τουρκικά στρατεύματα να περνούν την άνοιξη, έξω από τα τείχη της μονής κατευθυνόμενα προς τον Ν., υψώνει προς τον ουρανό θερμή προσευχή για τη σωτηρία των Νότιων Ελλήνων — προσευχή που μεταφερμένη στη δημοτική γλώσσα έχει ως εξής: «Επιτρόπευσε, άριστε Κυβερνήτη, και εμάς και τη μικρή γη που μας απέμεινε (δηλ. την Πελοπόννησο)... Κυβέρνησε αυτές τις πόλεις και εμάς μαζί με αυτές, που έχουν απομείνει στο ταλαίπωρο μας γένος για πατρίδα και για κρατική εξουσία, και οδήγησέ τις, αιώνιε και μεγαλοδύναμε και σοφώτατε κυβερνήτη, σε λιμάνι σωτηρίας».

Το σκοτάδι όμως της σκλαβιάς πέφτει πυκνό και στα τελευταία ακόμη υπολείμματα του βυζαντινού κράτους.
 Η αντίσταση βέβαια εξακολουθεί, σπασμωδική όμως και ασυντόνιστη.

Και ιδού μια πολύτιμη μαρτυρία του λογίου και θερμού πατριώτη Ιάννου Λάσκαρη, βιβλιοθηκάριου του Lorenzo de’ Medici της Φλωρεντίας, για τις βόρειες ελληνικές χώρες που τις διατρέχει ( Άρτα, Ακαρνανία, Θεσσαλία, Μετέωρα, Θεσσαλονίκη, Μακεδονία, Θράκη) κατά τα τέλη του 15ου αι. αναζητώντας ελληνικά χειρόγραφα, δηλαδή 40 περίπου χρόνια μετά την 'Αλωση — μαρτυρία που τη βρίσκουμε στο μικρό σημειωματάριό του, όπου σημείωνε τα ονόματα μόνο των τόπων που περνούσε και των προσώπων που συναντούσε.

Μια εξαίρεση μόνο κάνει καταγράφοντας μια φράση, που έχει μεγάλη σημασία, γιατί δηλώνει την τεράστια εντύπωση που του κάνει η στάση των Ελλήνων απέναντι των κατακτητών.

 «Στις περισσότερες ορεινές χώρες, γράφει, οι Τούρκοι φοβούνται να ξεμυτίσουν και μαζεύουν μόνο το χαράτς, που τους το δίνουν πρόθυμα οι χωρικοί σε μερικές άλλες οι χριστιανοί δεν θέλουν να πληρώσουν τίποτε και κάποτε μάλιστα κάνουν και επιθέσεις».
 Ο Έλληνας αυτός λόγιος απελπισμένος απευθύνεται στους χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης και τους προτείνει να μοιράσουν στους σκλάβους ‘Έλληνες λίγα μόνο και φθηνά όπλα: ξύλινα όπλα, αιχμές λογχών, ξύλινα τόξα, και μερικά κοντά, αλλά φαρδιά ξίφη με διπλή κόψη και επάνω στις λεπίδες να γραφεί η ελληνική λέξη: ελευθερία.

 Τόσο τραγικά είχαν αισθανθεί την έλλειψή της οι σκλάβοι Έλληνες!

Περνώντας από τη Θεσσαλονίκη αγοράζει χειρόγραφα από. τους κληρονόμους του Ματθαίου Λάσκαρη, ίσως μακρινούς συγγενείς του. Μαζί τους σε κάποιο από τα σπίτια της πόλης, στην Καμάρα ή κάπου αλλού, μέσα σε μια ατμόσφαιρα θερμή από καϋμούς και πόνους ξαναμμένοι οι σκλάβοι Θεσσαλονικείς θα μίλησαν μαζί του ώρες ολόκληρες για την αξημέρωτη νύχτα της σκλαβιάς.

Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας η τρομερή αντίσταση των κλεφταρματολών της Μακεδονίας είναι πια πολύ γνωστή, χάρη στη δημοσίευση των «Στρατιωτικών Ενθυμημάτων» του Κοζανίτη πολεμιστή του ’21 Νικολάου Κασομούλη, ο οποίος μας αποκαλύπτει έναν ολόκληρο άγνωστο ως τα 1940 κόσμο αγωνιστών της ελευθερίας, στα Χάσια, στον Όλυμπο, στα Πιέρια, στο Βέρμιο, στην Πίνδο και στις παραφυάδες της.

«Θαρρούσαμεν, γράφει γι’ αυτούς, ότι είναι προωρισμένοι διά την σωτηρίαν του έθνους, και ή
 γράμμα τους ή λόγον τον θεωρούσαμεν χρησμόν».

 Την ίδια εμπιστοσύνη έτρεφαν προς τους κλεφταρματολούς του Ολύμπου και λοιπών περιοχών και οι Νότιοι Έλληνες, οι οποίοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους προς τον Βορρά.

Κοινοί οι πόθοι, κοινές και οι ελπίδες όλων των Ελλήνων για την εθνική τους αποκατάσταση.

Παρατρέχω όσα πολλά νέα και ενδιαφέροντα στοιχεία για την αντίσταση και τις επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων της Μακεδονίας μας έφερε στο φως μετά το 1940 η έρευνα των αρχείων των ιεροδικείων Βέροιας και Θεσσαλονίκης, δηλαδή τις ειδήσεις για την επανάσταση του 1770 και τον ρόλο που έπαιξαν τότε οι ενωμένοι Θεσσαλομακεδόνες, οι Βόρειοι Έλληνες, και έρχομαι σε μια μικρή, αλλά χαρακτηριστική και σημαντική λεπτομέρεια. Από το άγνωστο ως το 1940 Σεγιαχτναμέ (Οδοιπορικό), που βρέθηκε στη βιβλιοθήκη των ανακτόρων του Τοπ Καπού, γραμμένο από τον ανώτερο δικαστή της Θεσσαλονίκης Χαϊρουλλάχ ιμπν Σινασή-Μεχμέτ αγά, μαθαίνουμε τα εξής:

Όταν φτάνει στη θέση του, τον Σεπτέμβριο του 1820, δηλαδή έξι ολόκληρους μήνες πριν από την Επανάσταση του 1821, ο διοικητής της Θεσσαλονίκης και αναπληρωτής του πασά Γιουσούφ μπέης του ανακοινώνει εμπιστευτικά, ότι οι Ρωμιοί του βιλαετιού, που τους παρακολουθούν άγρυπνα, προβαίνουν σε ύποπτες κινήσεις:
ετοιμάζουν εξεγέρσεις εναντίον του σουλτάνου.
Εκείνη μάλιστα την ώρα της επισκέψεώς του στο Κονάκι (Διοικητήριο) φέρνουν μέσα στην αίθουσα ένα μεσόκοπο Έλληνα, τον Μεστανέ,' γιατί μάθαινε στα παιδιά του ένα απαγορευμένο επαναστατικό τραγούδι, του Ρήγα ασφαλώς.

Ποιος ήταν αυτός ο Μεστανές και τι απέγινε;

Θετικές πληροφορίες δεν έχουμε. Ίσως φυλακίστηκε γι’ αυτό. Ήταν όμως δυνατόν ένας τόσο θερμόαιμος και φανατικός Έλληνας πατριώτης μετά τη φυλάκιση ή την απόδρασή του να μη κατεβεί στην αγωνιζόμενη Ελλάδα;
Πράγματι το 1823 τον βρίσκουμε εκεί κάτω ως Δημήτριο Μεσθανέ — όχι πια Μεστανέ
και το επόμενο έτος στο δοξασμένο Μεσολόγγι.

 Έχει πια εξωραϊσμένο το τουρκόηχο και πραγματικά τουρκικό επώνυμό του Μεστανές στο αρχαιόπρεπο, αλλ’ ανύπαρκτο αρχαιοελληνικό Μεσθανεύς ή Μεσθενεύς (υπάρχει αρχαίο όνομα Μενεσθεύς), γενική Μεσθενέως, και είναι — προσέξτε το — ο τυπογράφος των «Ελληνικών Χρονικών», δηλαδή της περίφημης εφημερίδας που έβγαζε στο Μεσολόγγι ο Ελβετός φιλέλληνας και φανατικός δημοκράτης Johann J. Mayer! Τον Μεστανέ ή τώρα Μεσθενέα τον είχε συστήσει στον Mayer ως «intelligent man» (ευφυή άνθρωπο) ο Άγγλος συνταγματάρχης και φιλέλληνας Leic. Stanhope.

Στο Μεσολόγγι έρχεται και βρίσκει τον Μεσθενέα τον Οκτώβριο του 1824 ο γαμπρός του Γεώργιος Κυριάκης, εξάδελφος του άλλοτε προξένου της Δανίας στη Θεσ/νίκη Εμμ. Κυριάκού, μια λεπτομέρεια που δείχνει ότι ο Μεσθενεύς ανήκε σε γνωστή οικογένεια της Θεσσαλονίκης.

Τον Μεσθενέα δεν τον ξαναβρίσκω πια στις σελίδες της Ιστορίας.
 Θα βρήκε ασφαλώς τον θάνατο κατά την Έξοδο, όπως και ο Mayer.

 Βρίσκω όμως άλλον, τον Γεώργιο' Μεσθενέ ή Μεσθενέα, επίσης τυπογράφο, συγγενή ασφαλώς του Δημητρίου, που κατά τα τέλη Νοεμβρίου - αρχές Δεκεμβρίου 1827 υποβάλλει τους όρους του στην κυβέρνηση, για ν ’ αναλάβει τη διεύθυνση της Εθνικής Τυπογραφίας, δηλ. της «Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος» αντί του Κ. Γ. Χρυσήδου, αλλ’ αυτοί δεν γίνονται δεκτοί.

Και όταν ξέσπασε η Επανάσταση, όχι κατά δεκάδες, ούτε κατά εκατοντάδες, αλλά κατά χιλιάδες κατεβαίνουν οι Θεσσαλομακεδόνες στην αγωνιζόμενη Νότια Ελλάδα μετά την αποτυχία των δικών τους απελευθερωτικών κινημάτων.
Ακόμη και από το εξωτερικό, σπουδαστές, λόγιοι, γιατροί και έμποροι κατεβαίνουν για να πάρουν μέρος στον αγώνα.

Ανάμεσά τους ο Εμμανουήλ Παπάς, ο αρχηγός της Επαναστάσεως στη Μακεδονία, που γίνεται ολοκαύτωμα στον βωμό της ελευθερίας, καθώς και 3 από τα αγόρια του.

 Άλλος πάλι γιος του, ο Αναστάσιος, που διευθύνει το υποκατάστημα του πατέρα του στη Βιέννη, δοκιμάζει αγχώδη συνειδησιακά και υπαρξιακά προβλήματα, προβλήματα για τους σκοπούς της ζωής του, για την οικογένειά του και για την πατρίδα του.

 Έναν ολόκληρο μήνα τυραννιέται, ώσπου να καταλήξει σε κάποια απόφαση, όπως γράφει στην από 18 Απριλίου 1821 επιστολή του, γραμμένη με οίστρο μεγάλου λογοτέχνη, προς τον μεγαλύτερο αδελφό του Θανασάκη, αντίγραφο της οποί- ας βρέθηκε μετά το 1950 στα αρχεία της μυστικής αυστριακής αστυνομίας που παρακολουθούσε τις κινήσεις του.

Λυπάμαι που ο λίγος χρόνος που έχω στη διάθεσή μου δεν μου επιτρέπει να σας τη διαβάσω ολόκληρη.

Μια γυναικεία οπτασία, η μορφή της Πατρίδας, την οποία συλλαμβάνει σαν γνήσιος ποιητής, τον κυνηγά αμίλητη παντού και πάντοτε, «θλιμμένη, κλαμένη, πληγωμένη, βαριά αλυσοδεμένη».

Όπως λέγει, ένας εφιάλτης δεν τον αφήνει να ησυχάσει.

Τέλος, η μορφή αυτή του μιλεί και τον μαλώνει: 

«Είσαι ένας Μακεδόνας και το καθήκον σε καλεί. 
Αίσχος κι ’ ανεξίτηλη ντροπή θα είναι για σένα, εάν μείνεις αδιάφορος σ’ αυτήν την ευκαιρία, εμπρός σ’ αυτό το ένδοξο γεγονός του αιώνος», δηλ. εμπρός στην Ελληνική Επανάσταση που ξετυλίγεται εμπρός του. 

«Τι το όφελος να καλοζείς στα ξένα και να στερείσαι για πάντα την Πατρίδα σου;».

Τέλος ο Αναστάσιος αποφασίζει:
 κλείνει το υποκατάστημα του πατέρα του στη Βιέννη, κλειδώνει τα εμπορικά του βιβλία στο χρηματοκιβώτιο και σπεύδει, όπως λέγει, «προς τα ένδοξα πεδία των μαχών του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών. Αναχωρώ από εδώ με άλλους 12 Έλληνες και παίρνω μαζί μου επίσης και τον λογιστή μου, έναν άντρα με αξία και ψυχή...».

 Τον Αναστάσιο Παπά τον βρίσκουμε έπειτα σε διάφορους τόπους της αγωνιζόμενης νότιας Ελλάδας και ακόμη στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι μέσα στις τραγικές ώρες των βομβαρδισμών, όπως το διαπιστώνει ο ερευνητής μελετώντας σήμερα τον φάκελο Εμ. Παπά, τον σωζόμενο στα Αρχεία της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Αθήνας.

Στον φάκελο σώζονται, μεταξύ άλλων, και τρία δελτία - σημειώματα φίλων του Αναστασίου Παπά, στα οποία του γράφουν επίκαιρες σκέψεις, δικές τους ή ξένες, εμπνευσμένες από τον αγώνα που διεξάγουν στην Ελλάδα για την ελευθερία της και για τη σημασία του για την ανθρωπότητα. Το πιο σπουδαίο είναι του Mayer, γραμμένο γερμανικά σε δικούς του στίχους, με το οποίο εξυμνεί τη σημασία των αγώνων των «ελεύθερων πολιορκημένων» για την ανθρωπότητα: η Ελληνική Επανάσταση ανανεώνει το καταπνιγμένο από την Ιερή Συμμαχία κήρυγμα και κίνημα των ιδεών της Γαλλικής Επαναστάσεως.

Η έλλειψη όμως συγχρονισμού και συντονισμού των επιχειρήσεων στις χωριστές κατά τόπους επαναστατικές εστίες, αλλά προ πάντων οι εσωτερικές διαμάχες και οι εμφύλιες διενέξεις υπήρξαν τα αίτια όχι μόνο να περιοριστούν οι αγώνες της ελευθερίας στη νότια ελληνική χερσόνησο, αλλά κι  εκεί ακόμη να ανοιχτούν οι πύλες της Ελλάδας στα τακτικά στρατεύματα του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου και να παραταθεί ο' πόλεμος αμφίβολος για μερικά ακόμη χρόνια.

Και όταν η αιγυπτιακή θύελλα, ύστερ ’ από αλλεπάλληλες ήττες των άθυμων Ελλήνων, επιβάλλει την εθνική συμφιλίωση, αυστηρός τιμητής ο πολιτικός και μετέπειτα ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης στον λόγο που εκφωνεί στις 19 Μαΐου 1825 από τον άμβωνα, της μητρόπολης του Ναυπλίου για το μεγάλο αυτό γεγονός προβαίνει στην εξής φρικτή ομολογία, αληθινή καταγγελία του έθνους: «Αντί να οδηγήσωμεν το έθνος εις τον λιμένα της σωτηρίας, και ευδαιμονίας, το εφέραμεν εις το χείλος της αβύσσου* και τούτο διατί; διότι η φιλαρχία πολιορκεί τον νουν μας, ο φθόνος και το εμφύλιον μίσος κατατρώγει τα σπλάγχνα μας, η ιδιοτέλεια οδηγεί τα έργα μας, αι σκευωρίαι και τα διαβούλια είναι η πολιτική μας...».

Τέλος οι Έλληνες του Νότου ενωμένοι με τους αδελφούς των του Βορρά δημιουργούν ύστερα από εννιάχρονο αιματηρότατο αγώνα το πρώτο ελεύθερο μέσα στα Βαλκάνια ελληνικό κράτος, μια μικρή όμως και καταματωμένη γωνιά του ελληνικού χώρου. 

Ποιο κράτος εξαγόρασε τόσο ακριβά τη λευτεριά του;
 Και οι Έλληνες των άλλων ελληνικών χώρων, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, των νησιών του Αιγαίου, των παραλίων της Μ. Ασίας και της Κύπρου, αυτοί όλοι, που αγωνίστηκαν και για την επιτυχία της Ελληνικής Επαναστάσεως τι απέγιναν;

 Όσοι δεν είχαν φύγει από τις ιδιαίτερές τους πατρίδες, έμειναν για πολλά ακόμη χρόνια στην πικρή σκλαβιά.
 Όσοι πάλι είχαν καταφύγει πρόσφυγες στην ελεύθερη Ελλάδα ονειρεύονταν διαρκώς την απελευθέρωση των σκλαβωμένων πατρίδων τους. Αυτοί με έξαλλο ενθουσιασμό χαιρέτισαν τον πρώτο βασιλιά των Ελλήνων, τον Όθωνα, όταν στα 1833 κατέβηκε στην προσωρινή πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας, στο Ναύπλιο.
Τα δάκρυα όμως της χαράς δεν μπορούσαν να τα ξεχωρίσουν από τα δάκρυα της λύπης τους, που χύνονταν καυτερά στη θύμηση της σκλαβωμένης ιδιαίτερής τους πατρίδας, όπως σημειώνει στα 1879 ένας Έλληνας, ο Ν. Βωτυράς, μεταφράζοντας μια σύντομη γερμανική ιστορία, του Heinrich Thiersch, για την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Ανάμεσα στους πρόσφυγες αυτούς, οι Μακεδόνες αγωνιστές αποτελούσαν βέβαια ένα τμήμα του πληθυσμού του νέου κράτους. Αυτοί ήταν και έμειναν οι αθεράπευτοι νοσταλγοί της μακρινής σκλαβωμένης πατρίδας, οι οποίοι, παρά τις μεγάλες θυσίες τους, δεν είχαν κατορθώσει να την ελευθερώσουν.

Αυτοί είναι οι «δυνάμει» πρώτοι Μακεδονομάχοι. 

Αυτοί είναι που ανυπομονούσαν να δημιουργηθεί κάποια αναταραχή στη ΝΑ χερσόνησο και να χυθούν στη Μακεδονία ως ελευθερωτές.
 Έναν ακριβώς τέτοιον γέρον αγωνιστή με τα αισθήματα αυτά, από την Κασσάνδρα, διαπίστωσα ότι παρουσιάζει ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος στο θεωρούμενο ρητορικό ποίημά του «Ο θάνατος του ετερόχθονος αγωνιστού», έναν αγωνιστή που ανυπόμονος και πικραμένος φτάνει στα ελληνοτουρκικά σύνορα μαζί με το παιδί του. Το αφήνει στο ελληνικό έδαφος και όπως λέγει ο ποιητής:

Κι  εκείνος με γυμνό σπαθί κραυγάζει'

 «Αφού ξένος Και εις αυτό απέμεινα το ιδικό μου Γένος,
Αφού, πατρίς μου άθλια, πατρίς Μακεδονία, Παντοτινή το στήθος σου βαρύνει τυραννία, Ανδρεία καθώς έζησα με μένει ν  αποθάνω».

Και εις των Τούρκων έπεσε την φυλακήν επάνω.
Κοινά στοιχεία με το παραπάνω ποίημα, δηλαδή τον Μακεδόνα αγωνιστή με συνοδό ένα παιδί, παρουσιάζουν και άλλα δύο ποιήματα του Σούτσου, «Ο ψωμοζήτης στρατιώτης» (1831) καί «Ο εξόριστος», ποιήματα που ενέπνευσαν στον σύγχρονο ζωγράφο Θεόδ. Βρυζάκη τον πίνακα «Το τυφλό παλληκάρι» ή «Ο ανάπηρος του Αγώνα».

 Τα ποιήματα αυτά καθώς και οι πίνακες κερδίζουν σε δύναμη και συγκίνηση, όταν λάβει κανείς υπόψη του την άγνωστη ως τώρα ιστορική πραγματικότητα.

Ο αγώνας για την απελευθέρωση των υπόδουλων ελληνικών εδαφών συνεχίζεται σκληρά και μετά την αποτυχία της επαναστάσεως του 1854 στη Μακεδονία, ιδίως μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας στα 1870 και μετά τη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου (1878). 

Η συνθήκη αυτή με τη χαρακτηριστική της πανσλαβιστική τάση δεν άφηνε περιθώρια για προσφορές προς την Ελλάδα, τόσο στη Μακεδονία όσο και στη Θράκη.

 Η Ελλάδα καταδικαζόταν σε μαρασμό από ασφυξία.
Η Επανάσταση των Μακεδόνων το 1878
και η
«Προσωρινή Κυβέρνησις
 της Μακεδονίας»

Την εποχή ακριβώς που υπογραφόταν η εξωπραγματική αυτή συνθήκη, στις 21/3 Μαρτίου 1878, εξεγέρσεις των Ελλήνων της Μακεδονίας σημειώνονταν, σαν διαμαρτυρία, στις περιοχές Ολύμπου-Πιερίων και εν συνεχεία στη Δυτική Μακεδονία, εξεγέρσεις που επεκτείνονται ως την περιοχή Πρεσπών, Μοριχόβου και Μοναστηριού.

Η αντίδραση των ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου οδηγεί στο Βερολίνιο συνέδριο, το οποίο παραχωρεί στην Ελλάδα τη Θεσσαλία και την περιοχή της Άρτας και έτσι την φέρνει σε επαφή με τη Μακεδονία.

 Αλλά και η πραξικοπηματική κατάληψη της Ανατολικής Ρουμελίας (Βόρειας Θράκης) στα 1885 από τους Βουλγάρους φέρνει και αυτούς κοντά στη Μακεδονία. Και αρχίζει ο αγώνας δρόμου για τη Μακεδονία.

Οι Βούλγαροι πετυχαίνουν την ίδρυση νέων εξαρχικών επισκοπών και σχολείων, ενισχύουν την
 προπαγάνδα τους, αλλά βρίσκουν τείχος ισχυρό εμπρός στα σύνορα της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, με κύρια ερείσματα το Μοναστήρι, τη Στρώμνιτσα, τη Γευγελή, το Μελένικο. 

Πίσω από τη γραμμή αυτή λειτουργούν πλήθος από ελληνικά σχολεία σε πόλεις και σε χωριά, όπως στο Τσοτύλι, στα Γρεβενά και στη Σιάτιστα με κέντρα αποφάσεων τις παλιές βυζαντινές εστίες Θεσσαλονίκη και Σέρρες.
Η σύγκρουση έχει αρχίσει κιόλας στον ευαίσθητο τομέα των ιδεών. Τα αόρατα όπλα της παιδείας είναι ισχυρά και οι Έλληνες τα κρατούν γερά.

Η πρώτη λοιπόν αυτή φάση του αγώνα δεν αποδίδει στους αντιπάλους.

Και τότε σκληραίνουν τη στάση τους και εφαρμόζουν την τρομοκρατία εξαπολύοντας από το 1895 και ομάδες ενόπλων, κυρίως εναντίον των σλαβόφωνων Ελλήνων, που έμεναν πιστοί στον ελληνισμό τους και τους οποίους ονόμαζαν περιφρονητικά γραικομάνους.

Εμπρός στον μεγάλο αυτόν κίνδυνο εκλεκτά και ευγενή πνεύματα του ελληνισμού από όλες τις τάξεις του συσπειρώνονται και αντιδρούν.

Το καλοκαίρι κιόλας του 1896 δημιουργούνται τα πρώτα ελληνικά σώματα, τα οποία δρουν στον μακεδονικό χώρο, τα σώματα του Μπρούφα, του Βερβέρη, του Παπαδήμου, του Βελέντζα, του Σαράντη, του Γούλα Γκρούτα κ.ά. με συνολική δύναμη 400 περίπου ανδρών.

 Οι λαμπρές επιτυχίες τους χαρίζουν την αυτοπεποίθηση στο έθνος.

Το τι πρόσφεραν στον ελληνισμό οι πρώιμοι εκείνοι μακεδονομάχοι, τους οποίους θέλω επίσης σήμερα να συμπεριλάβω στη μνήμη και να υποβάλω στην ευγνωμοσύνη του έθνους μαζί με τους γνωστούς του 1904-1908, το μαρτυρεί πολύ καθαρά ο γνωστός Γάλλος ομηριστής V. Berard, ο οποίος περιηγήθηκε την εποχή εκείνη τη Μακεδονία:

«Αν μοναδικός σκοπός των Ελλήνων ανταρτών, γράφει, ήταν να ανυψώσουν το γόητρο και την καλή φήμη της Ελλάδας, το επέτυχαν τελείως... Το έτος αυτό (1896) οι 5-6 ελληνικές ομάδες από 60-80 άνδρες καθεμιά, βρήκαν τον τρόπο να εξουσιάσουν εδώ και τρεις μήνες όλη τη χώρα μεταξύ Πίνδου και Αξιού. 
Πηδώντας από βουνό σε βουνό, από τον Όλυμπο και τα Χάσια ως το Νερέτι και το Νίτσε, φαίνεται ότι έχουν ως κύριο σκοπό την περιφέρεια Μοναστηριού, για να αποκαταστήσουν την επαφή μεταξύ της πόλης αυτής και του Ρουμλουκιού (της περιοχής μεταξύ Αλιάκμονα και Λουδία) καθώς και των ελληνικών συνόρων».

Στις 20 Οκτωβρίου 1896, πριν από 88 δηλαδή χρόνια, έγινε στις περισσότερες πόλεις και κωμοπόλεις της Ελλάδας το μνημόσυνο των πρώτων Μακεδονομάχων που έπεσαν εκείνο το καλοκαίρι.

 Η δράση όμως αυτή των Ελλήνων ανταρτών δεν πρόλαβε ν ’ αναπτυχθεί ούτε να δώσει και τους καρπούς της, γιατί τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ο απερίσκεπτος πόλεμος του 1897, ο οποίος σκέπασε με βαρύ νέφος ντροπής την Ελλάδα και το χειρότερο, έφερε την απελπισία και προκάλεσε την πτώση του φρονήματος των Ελλήνων της Μακεδονίας.

Η ήττα της Ελλάδας ήταν ένα οδυνηρό πλήγμα στην καρδιά του έθνους.

Η κατάσταση στη Μακεδονία γίνεται κρίσιμη.

 Το επίσημο ελληνικό κράτος, φοβούμενο νέες παρεξηγήσεις με την Τουρκία, αδρανεί, ενώ μάταια ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού με συνεχείς εκθέσεις κατατοπίζει την κυβέρνηση στον αυξανόμενο κιόλας από το 1900 κίνδυνο.

Τότε η αντίδραση προέρχεται από τα ίδια τα σπλάγχνα της Μακεδονίας με πρωτεργάτες δυο ευαίσθητους δέκτες των ανησυχιών των Ελλήνων, τον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη και τον γραμματέα του ελληνικού προξενείου του Μοναστηριού Ίωνα Δραγούμη, γόνο παλιάς μακεδονικής οικογένειας, οι οποίοι θέτουν τις βάσεις για την οργάνωση και την αντίστασή τους.
Τότε «συλλογίζονταν, γράφει ο Ίων Δραγούμης ( Ίδας) αργότερα στο συνταρακτικό βιβλίο του «Μαρτύρων και ηρώων αίμα», πως πρέπει όλες οι κοινότητες, που έμειναν έξω από το ελληνικό βασίλειο, να πήξουν και να γίνουν ένα Κράτος.

 Γιατί να περιμένουν την ελευθερία μόνον από την Ελλάδα;
Ας δουλέψουν σαν να μην ήταν Ελλάδα, και αυτή τότε θα τους βοηθήσει. Φαντάζονταν, εξακολουθεί, ένα μυστικό οργανισμό μέσα σ’ όλη την Τουρκία, ένα νέο Κράτος Ελληνικό καμωμένο από όλες τις Ελληνικές Κοινότητες και επαρχίες, με πειθαρχία Ελληνική αναμεταξύ τους και μια ιεραρχία τέτοια, που να μπορούν δεμένες αναμεταξύ τους οι κοινότητες να δουλεύουν, να βοηθούν η μια την άλλη και να παλεύουν όλες μαζί την ίδια ώρα με κάθε εχθρό.
 Οι Έλληνες όλοι να είναι σ’ αυτόν τον μυστικό οργανισμό όργανα και ούτε ένας να μην είναι έξω».

Καπετάν Κώτας
Ας σημειωθεί όμως ότι από τα τέλη του 19ου αι. οι Έλληνες της Μακεδονίας είχαν συνειδητοποιήσει την ανάγκη για την έναρξη της ένοπλης πάλης, ύστερ’ από την απόκρουση των σχετικών προτάσεών τους προς τους προξένους του ελληνικού κράτους στις πόλεις του σκλαβωμένου μακεδονικού χώρου.

 Από την άνοιξη κιόλας του 1897 28 νέοι από τις ονομαστότερες οικογένειες του Μοναστηριού είχαν προετοιμαστεί και εξοπλιστεί για τον επικείμενο αγώνα με αρχηγό τον Κώτα από τη Ρούλια, αλλά η άτυχη έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου είχε ματαιώσει τότε τα σχέδιά τους.

Ο Ίων Δραγούμης και ο Γερμανός Καραβαγγέλης, καταγόμενοι και οι δύο από τον υπόδουλο Ελληνισμό και νιώθοντας περισσότερο από κάθε άλλον τη δυστυχία του, προχώρησαν ακλόνητοι στην πραγματοποίηση του έργου τους, χωρίς να λυγίσουν μπροστά στα χίλια δυο εμπόδια που τους παρουσιάζονταν.

Από την Καστοριά λοιπόν ξεπετάχθηκε η  ιδέα και εκεί ρίχθηκαν οι βάσεις του σχεδίου για τη χρησιμοποίηση των δυνάμεων του αλύτρωτου ελληνισμού, για την ένοπλη αντίσταση, για τη βία εναντίον της βίας των διαφόρων προπαγανδών. 

Οι πρωτοπόροι και οι εμψυχωτές στην κίνηση αυτή Ίων Δραγούμης και Γερμανός Καραβαγγέλης συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο.

 Φύση φιλοσοφική και ψυχή λεπτή ο Δραγούμης φανερώθηκε περισσότερο σαν προφήτης και οραματιστής.

 Θετικός και πραγματιστής ο Γερμανός Καραβαγγέλης έγινε ο στρατιώτης της ιδέας.

Κι ενώ ο Δραγούμης καταπιάνεται με την οργάνωση του κινήματος και εμψυχώνει και συστήνει επιτροπές, ο Γερμανός Καραβαγγέλης, επωφελούμενος από τις διενέξεις των αντίπαλων επαναστατικών οργανώσεων, σχηματίζει τα πρώτα ανταρτικά σώματα από ντόπιους, το ένα με αρχηγό τον Κώτα και το άλλο με αρχηγό τον Βαγγέλη Νικολάου από το Στρέμπενο. Ο Κώτας είναι ο πρώτος Έλληνας από τη Μακεδονία, που μετά τον πόλεμο του 1897 ξεσηκώθηκε εναντίον των Τούρκων.
Ξεχώριζε για την ευφυΐα, την τόλμη, την ειλικρίνεια, τη φιλανθρωπία και για άλλες ακόμη αρετές του.

Όπως και στις προηγούμενες εξεγέρσεις των Ελλήνων της Μακεδονίας κατά τον 19ο αι., έτσι και τώρα οι κυριότεροι φορείς της ελληνικής αντιστάσεως είναι οι διωγμένοι ή φευγάτοι στις πόλεις και κυρίως στην Καστοριά εξαιτίας της τρομοκρατίας Έλληνες ιερείς, δάσκαλοι και πρόκριτοι.

Και εφόσον οι επικλήσεις τους για συμπαράσταση και βοήθεια προς τον εκπρόσωπο του ελληνικού κράτους στο Μοναστήρι παραμένουν άκαρπες, γιατί δεν έχει εντολές από την πρωτεύουσα, στρέφονται προς τον κατάλληλο άνθρωπο, προς τον Γερμανό Καραβαγγέλη, προς τον θαρραλέο ιεράρχη, ο οποίος, κατ’ αντίθεση προς τους άψυχους προκατόχους του, συνειδητοποιεί τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχε ο ελληνισμός.

Ενθαρρύνει και προθυμοποιείται να βοηθήσει το κατατρεγμένο ποίμνιό του.

Αντιλαμβάνεται ότι οι Έλληνες της Μακεδονίας έπρεπε να συνεχίσουν με πείσμα τον αγώνα τους βασιζόμενοι μόνο στις δικές τους δυνάμεις, αλλά θα έπρεπε να οργανωθεί συστηματικά αυτός ο αγώνας. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς σήμερα την αναταραχή και την ατμόσφαιρα της καχυποψίας και του μίσους που είχε επικρατήσει τότε στη Μακεδονία.

 Οι Έλληνες της Μακεδονίας κράτησαν καλά τη θέση τους και προετοίμασαν το έδαφος ως τα 1904, ως την άφιξη των πρώτων ελληνικών σωμάτων.

«Μόνο μεταξύ του 1897 και του 1904, ομολογεί ο Νοτιοελλαδίτης Μακεδονομάχος αξιωματικός Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαίδης, περισσότεροι από επτακόσιους Μακεδόνες εσκοτώθηκαν για την ελληνική Ιδέα. Οι προσπάθειές τους εκείνες διατήρησαν την μαχητικότητα του μακεδονικού Ελληνισμού και έδωσαν τους πρώτους ντόπιους αγωνιστές κάθε είδους εις τον μετά το 1904 αγώνα. Αλλά και εκράτησαν το ενδιαφέρον της ελεύθερης Ελλάδας για την Μακεδονία  οι νεώτερες από αυτές τις προσπάθειες, η του I. Δραγούμη, που ήταν γραμματεύς του προξενείου Μοναστηριού από τον Δεκέμβρη του 1902 ως τον Ιούνιο του 1904, και η του Γερμανού Καραβαγγέλη, μητροπολίτη Καστοριάς από το 1900 ως το 1907 ήταν, ημπορεί κανείς να ειπή, το προανάκρουσμα του Μακεδονικού Αγώνα».

Στις αρχές του 1904 ο κύριος εκπρόσωπος της ελληνικής αντιστάσεως, ο Κώτας, κατεβαίνει με πιστούς συντρόφους του στην Αθήνα, συζητούν μαζί με Έλληνες αξιωματικούς διάφορα θέματα του Αγώνα και καταστρώνουν μαζί τους τα σχέδια για την επίτευξη των σκοπών τους, ενώ σύγχρονα η ελληνική κυβέρνηση αποτινάζοντας τη νάρκη της συστήνει πια στους κατά τόπους διπλωματικούς αντιπροσώπους της στη Μακεδονία να κινηθούν για τη δημιουργία τοπικών αντιστασιακών πυρήνων.

Και ο πολιτευτής Περικλής Αργυρόπουλος, από τα ενεργά μέλη του Μακεδονικού Κομιτάτου της Αθήνας, θα γράψει στ ’ απομνημονεύματά του ότι ήταν απ ’ εκείνους που υποστήριζαν «ότι οι Έλληνες έπρεπε να λάβουν τα όπλα μόλις το έπραξαν, ελαμβάνοντο υπ’ όψιν».

 Και πράγματι από τότε εντείνεται η δράση του Κομιτάτου με την υποστήριξη της κυβερνήσεως Θεοτόκη.
Ο πρόξενος της Θεσσαλονίκης Λάμπρος Κορομηλάς είναι άξιος και ανοιχτομάτης διπλωματικός. Ο Γ άλλος δημοσιογράφος Michel Paillares, ο συγγραφέας του γνωστού βιβλίου «L’ imbroglio macedonien», ο οποίος τον επισκέπτεται μετά τις δυναμιτιστικές απόπειρες των Βουλγάρων μέσα στη Θεσσαλονίκη (Απρίλιος 1903), εκφράζεται επαινετικά γι’ αυτόν κάι γοητεύεται από τη γνωριμία του.

 Ο Κορομηλάς οργανώνει τον ελληνισμό της υπαίθρου με τη βοήθεια αξιωματικών, που είχαν τοποθετηθεί στα προξενεία, δήθεν ως γραφείς, για να χρησιμοποιηθούν αργότερα ως αρχηγοί των ένοπλων ομάδων. Με την υπόδειξή του στέλλονται ικανοί διπλωματικοί υπάλληλοι ως υποπρόξενοι στις διάφορες πόλεις της Μακεδονίας, ο Σαχτούρης στις Σέρρες, ο Μαυρουδής στην Καβάλα και ο Καλλέργης στο Μοναστήρι.

Ο καπετάν Κώτας πλαισιώνεται από μια ομάδα θερμών πατριωτών, από τον Λάκη Πύρζα, τον καπετάν Βαγγέλη, τους αδελφούς Τσάμη, τον Δημήτριο Νταλίπη, τον Λάκη Νταηλάκη και τον Ναούμ Σπανό.

Και το γεγονός αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό στην ιστορία της Μακεδονίας. Όπως στα 1821, στα 1854 και στα 1878, έτσι και τώρα η αντίσταση ξεπηδά μέσα από τα σπλάγχνα του εντόπιου ελληνισμού.

Τελικά, όπως το πρόβλεπε και ο Ίων Δραγούμης, η ελληνική κυβέρνηση οργανώνει και αποστέλλει κι  αυτή στη Μακεδονία ανταρτικά σώματα, για να προστατέψουν τον ελληνισμό της χώρας.

Έτσι σκληρές και άγριες μάχες και συμπλοκές αρχίζουν στα 1904 στην περιοχή Καστοριάς. 

Άρχιζε η ύστατη και κορυφαία φάση των αγώνων των Ελλήνων για τη Μακεδονία.
Οι Νότιοι Έλληνες αποδίδουν ένα μέρος της οφειλής που χρωστούσαν στους Βορείους, στους Μακεδόνες, όταν αυτοί πριν από 80 περίπου χρόνια, στα 1821, κατέβαιναν κατά χιλιάδες για να βοηθήσουν τους συμπατριώτες τους στον αγώνα για την απελευθέρωση της κοινής, της μεγάλης πατρίδας.

Τα ονόματα του Γεωργ. Κατεχάκη, του Ευθ. Καούδη, του Μαν. Τσιώμη, του Κωνστ. Μαζαράκη-Αινιάνα, του Γεωργίου Βολάνη, του Γρηγ. Φαληρέα, του Γεωργίου Τσοτάκου, του Δημ. Κακάβου, του Τέλλου Αγαπηνού, του Γ. Κονδύλη κ.ά. είναι ακόμη νωπά στην ανάμνηση των γεροντότερων κατοίκων των περιοχών όπου έδρασαν.


Μια όμως ακτινοβόλα μορφή- ξεχωρίζει και επιβάλλεται σιγά-σιγά, ένα παλληκάρι ψηλό και ωραίο, το οποίο με τη γλυκύτητα των τρόπων του και τα αλτρουιστικά του αισθήματα γρήγορα γίνεται το καμάρι, το ίνδαλμα των Ελλήνων της Μακεδονίας.

Ο νέος αυτός είναι ο Παύλος Μελάς. Ένας διάττοντας αστέρας στο στερέωμα της Μακεδονίας, του οποίου όμως η φωτεινή τροχιά μένει ακόμα ως σήμερα ανεξάλειπτη.

Περνώντας ο Μελάς κρυφά τα σύνορα της Μακεδονίας γράφει στη γυναίκα του Ναταλία το πρώτο του γράμμα της 8ης Μαρτίου 1904, που το αρχίζει με τις λέξεις:

«Ζήτω η Μακεδονία!»

 και‘το τελειώνει με τα εξής:

«Σου στέλνω δύο φύλλα κυκλάμινων της Μακεδονίας. 
Είθε μιαν ημέρα να' έλθετε οι ίδιες να τα κόψετε. 
Η ωραιότης των μερών τούτων είναι απερίγραπτος. 
Τι λυπηρόν να ευρίσκωνται εις τέτοια χέρια!».

Από επιφανή οικογένεια της Αθήνας με αρχές και παραδόσεις, ο Μελάς γοητεύει με την απλότητα, με την ευγένεια, με την κατανόηση που δείχνει για τους διπλανούς του, με λίγα λόγια, με την ανθρωπιά του.
Λατρεύει τους ανθρώπους της Μακεδονίας, αλλά και λατρεύεται απ’ αυτούς.
Συγκινητικές είναι οι εντυπώσεις του τον Ιούλιο του 1904 από τη Σιάτιστα, όπου ιδρύει την Εθνική Επιτροπή.
«Διασχίζομεν, γράφει, την κάτω συνοικίαν Γεράνειαν. 
Μας κοιτάζουν με περιέργειαν όλοι οι κάτοικοι, όλοι Έλληνες, με ωραία αναστήματα και υπερήφανον όψιν... Μετά το πρόγευμα επήγαμεν αμέσως εις μίαν απεμακρυσμένην συνοικίαν, όπου μας ανέμενεν το συμβούλιον της αμύνης, εξ τον αριθμόν, τρεις ιατροί, τρεις καθηγηταί.
 Δεν περιγράφεται η συγκίνησις των ανθρώπων, όταν με είδαν.

 Αλλά και εγώ ο ίδιος, βλέπων τόσα αισθήματα καλά, αισθανόμενος ότι θα εκτελεσθή μετ ’ ολίγον το όνειρον, διά το οποίον εργάζομαι, συνεκινήθην τόσον, ώστε έχασα την φωνήν μου και επί αρκετήν ώραν ηναγκάσθην να διακόψω την ομιλίαν μου. 

Επί τέλους είπα και εις αυτούς ο,τι και εις τους Κοζανίτας και με ενθουσιασμόν τα παρεδέχθησαν».

Ο θάνατος του Μελά (13 Οκτωβρίου 1904)
 έδωσε το έναυσμα για την τρομερή αγωνιστική ορμή των Ελλήνων,
«ήταν η επίσημη, να την ειπώ έτσι, αρχή του Μακεδονικού Αγώνα»,
παρατηρεί ορθά ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαίδης.

Από τότε αρχίζει, σημειώνει ο Π. Αργυρόπουλος, ένα έντονο ρεύμα εθελοντών προς τη Μακεδονία, αληθινή «εκστρατεία» Κρητικών μαζί με Παλαιοελλαδίτες, Ηπειρώτες, Μακεδόνες, που αναχωρούν συνεχώς και μάλιστα, κατά τον γνωστό ελληνικό τρόπο, «θορυβωδώς».

Δεν είναι λοιπόν παράξενο, αν ο απροσδόκητος και ξαφνικός θάνατος του Μελά θεωρήθηκε στην αρχή απίστευτος, και θρηνήθηκε έπειτα από τον λαό, όσο κανενός άλλου.

 Ο Μελάς έγινε σύμβολο, έγινε ο αντιπροσωπευτικός τύπος όλων των άλλων ανταρτών, έγινε ο κατ’ εξοχήν Μακεδονομάχος.

Έτσι δεν είναι άξιο απορίας αν μέσα σε λίγα χρόνια η αληθινή του μορφή, η ανθρώπινη, άρχισε να καλύπτεται από την αχνάδα του θρύλου, να χάνει τα αντικειμενικά της χαρακτηριστικά, να περνά στη σφαίρα του μύθου και να μεταμορφώνεται σε ιδέα.

Έτσι γίνεται πάντοτε με τους ήρωες της Ιστορίας.

 Έτσι λειτουργεί η ομαδική ψυχή:
 η λατρεία του λαού τους μεταβάλλει σε πρόσωπα με υπερφυσικές ιδιότητες, σε ημιθέους.

Τη μεταβολή αυτή, τη μεταμόρφωση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα την παρακολουθεί με τρόμο και η ίδια η γυναίκα του Ναταλία, η οποία τον είχε γνωρίσει σαν άνθρωπο με αισθήματα και πόνους.
Γι’ αυτό στα 1926, δηλαδή 22 χρόνια ύστερ’ από τον θάνατό του, αποφασίζει να γράψει τη βιογραφία του, δηλαδή να του δώσει πάλι σάρκα και οστά, να τον αναστήσει στη φαντασία μας, όπως ακριβώς ήταν, με απλή, αλλά θερμή και ζωντανή γλώσσα.

 «Αλλά πώς να τον φαντάζονται τον Παύλο, όσοι δεν έζησαν μαζί του; ρωτά η ίδια. Όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο αφηρημένο τ ’ όνομά του συμβολίζει τον Έλληνα ήρωα του Μακεδονικού αγώνα. Αλλά όταν ο κόσμος ιδή κάποιον έτσι, τον βλέπει περισσότερο σαν ιδέα, σαν έκτακτη πράξη και χάνει το συναίσθημα πως ο ήρωάς του ήταν κι’ εκείνος άνθρωπος». Κι’ όμως, όταν τους γνωρίσει αυτούς τους ανθρώπους, θα ιδή ότι ήταν «από νουν ανθρώπινο, από ανθρώπινη καρδιά, που αγωνιούν και πονούν τις πιο πολλές ώρες, όπως του καθενός μας ο νους και η καρδιά...».

Αυτοί ήταν οι άνθρωποι του Μακεδονικού αγώνα, άνθρωποι που με το πέρασμα των χρόνων πήραν τις διαστάσεις του υπερφυσικού, του μυθικού.

 Ο θαυμασμός και η λατρεία των συνανθρώπων τους γρήγορα διοχετεύθηκε σε ηρωικό τραγούδι, που αντηχεί ως σήμερα στις πλαγιές και στα λαγκάδια της Μακεδονίας.

Η θέση των Μακεδονομάχων, που με το αίμα τους στοίχειωσαν τη χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είναι στο πλάγι των αγωνιστών του 1821.

 Αν εκείνοι ανέστησαν το ελληνικό κράτος, αυτοί ανανέωσαν τους ηρωισμούς των και συμπλήρωσαν το έργο εκείνων.

Πραγματικά ο ιστορικός που θεωρεί τα γεγονότα της εκατονταετίας 1821-1921 ξεχωρίζει τρεις μεγάλους σταθμούς:

την επανάσταση του 1821, τον Μακεδονικόν αγώνα (τέλη 19ου - αρχές 20ού αι.)
και την εξόρμηση του 1912-1913.

Ο δεύτερος σταθμός που φθάνει στην ύψιστή του ακμή στα 1904-1908, γιατί τότε συστηματοποιείται και κορυφώνεται ο Μακεδονικός αγώνας, είναι συνεχής και έντονος, πλούσιος σε ηρωικές θυσίες, αλλά και σε επιτεύγματα.

 Ο δεύτερος αυτός σταθμός είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον πρώτο και στον τρίτο, ο κρίκος ανάμεσα στα 1821 και στα 1912-1913.

Εκφράζει τους πόθους ελευθερίας ενός αδικημένου μετά την Επανάσταση του ’21 λαού από τη χάραξη των συνόρων.
Εύστοχος ερμηνευτής των παραπόνων και των πικριών αυτών ο γενικός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρος Κορομηλάς λέγει στον Paillares:

«Δημιούργησαν μιαν Ελλάδα μικροσκοπική, ένα είδος μικρογραφίας, ένα bibelot για προθήκες. Οι ώμοι μας είναι πάρα πολύ αδύνατοι, για να κρατήσουμε το βάρος της θαυμάσιας κληρονομιάς που μας άφησαν οι πρόγονοί μας... Αυτό ήταν, αλίμονο, η αρχή και η αιτία όλων των δεινών μας».

Χάρη στον Μακεδονικό Αγώνα, όπως πολύ ορθά παρατηρεί και η στρατιωτική έκθεση των πολέμων 1912-1913, διασώθηκε η ελληνική συνείδηση της Μακεδονίας.

 Οι Μακεδονομάχοι με την ειλικρινή τους πίστη στα μεγάλα ιδανικά αξιώθηκαν να υψωθούν ως τη σφαίρα του μύθου, και την πίστη τους αυτή τη σφράγισαν με τον θάνατό τους. 

Λίγοι, αλλ ’ αποφασιστικοί πρόσφεραν στο έθνος πολλά και μεγάλα.

Με την πνοή και τον ενθουσιασμό τους συνεπήραν όλους τους Έλληνες και δημιούργησαν την αναγκαία ομοθυμία και ομοψυχία, η οποία εκδηλώθηκε λαμπρά κατά τους βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 που εξασφάλισαν την επιβίωση του έθνους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: