Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Ο Μακεδονικός Αγώνας στην Ανατολική Μακεδονία


Ο Άγιος ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Μητροπολίτης Δράμας.

του Γεωργίου Μόδη.
"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ  Η ΝΕΩΤΕΡΗ 
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ"
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

«Τσεκούρι στον ντόκτορ Γιάννη,
 μολύβι στον Έλληνα πρόξενο, 
μαχαίρι στον Έλληνα μητροπολίτη»,
 έγραφε στον βοεβόδα Τάσκα της περιοχής Σερρών το περίφημο γράμμα. 

Και ο ντόκτορ Γιάννης, ο γιατρός δηλαδή Θεοδωρίδης, μόλις το 'μαθε, έμασε τα μπαγουλάκια του και το 'σκασε στην Αθήνα, αν και ύποπρόξενος της Μεγάλης Βρεταννίας ...

Απ' την άλλη μεριά έγραφε ο Draganof ότι στην εκκλησία των Ταξιαρχών Σερρών (8 Νοεμβρίου 1905) κήρυξε ο εφημέριος Παπαστέφανος ότι όποιος σκοτώση Βουλγάρους θ' αγιάση

Δεν είναι βέβαιο αν έγραφε την αλήθεια. 

Είναι γεμάτο ανακρίβειες και ψέματα το προπαγανδιστικό βιβλίο του. 
Επιδίωκε ν' άποδείξη ότι οι «Μεταρρυθμίσεις» είχαν αποτύχει και η μόνη λύση ήταν η αυτονομία

Παρουσιάζει για βουλγαρικά θύματα ελληνικών σωμάτων χωριά ελληνικά που τα έκαψαν οι κομιτατζήδες

Μα κι' αν είναι αληθινό το κήρυγμα του Παπαστεφάνου, αντιπροσωπεύει το πνεύμα της εποχής και εκφράζει το άγριο πάθος, που είχαν καλλιεργήσει με τα έργα τους οι Βούλγαροι. 
 Έσπειραν άνεμους και ήταν φυσικό να θερίσουν θύελλες.

Δεν έχουμε δυστυχώς στην ανατολική Μακεδονία απομνημονεύματα, όπως του Πάντο Κλιάσεφ η και Ελλήνων οπλαρχηγών. 

Δημοσιεύτηκαν όμως στα «Σερραικά Χρονικά» της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Σερρών-Μελενίκου, με γραμματέα τον κ. Π. Πένναν (τόμος Ε'), οι εκθέσεις του τότε προξένου Σερρών Σαχτούρη, που μας δίνουν μιαν ανάγλυφη εικόνα της εποχής.

Αρχίζουν όμως από τις 30 Νοεμβρίου του 1906 και τελειώνουν την 31 Δεκεμβρίου του 1907. 

Φαίνεται ότι κάπως αργότερα έκανε την εμφάνιση της η ένοπλη αντίδραση μας στην ανατολική Μακεδονία. Η αναφορά του προξένου της 4 Ιανουαρίου του 1907 τονίζει : 
«Δυστυχώς η ημετέρα οργάνωσις ευρίσκεται ακόμα εν τη γενέσει της». 

Όπως φαίνεται απ' την αναφορά του προξένου, πίστευαν πολλοί, πριν ένα χρόνο, αρχές δηλαδή του 1906, ότι η διατήρηση ενόπλων σωμάτων στην ανατολική Μακεδονία ήταν αδύνατος εξ αιτίας του εδάφους και απροθυμίας των κατοίκων.

 Υπήρχαν όμως τον Ιανουάριο του 1907 τέσσερα σώματα και παρακαλούσαν τώρα τα χωριά να έχουν δικό τους σώμα (Σερραικά Χρονικά, τόμος Γ' σελ. 24).

Αν όμως άργησαν, η οργάνωση έγινε με καλύτερο σύστημα. 
Χρησιμοποιήθηκαν μικρά σώματα στρατολογημένα στον τόπο από ντόπιους. 

Μεγάλα, όπως εκείνα της δυτικής και της άλλης Μακεδονίας, από εκατόν είκοσι, ογδόντα, εξήντα, σαράντα άντρες, υπήρξαν άγνωστα στην ανατολική Μακεδονία.
 Υπερβασίες η ανοησίες, όπως τις έλεγε ο πρόξενος, ομαδικές δηλαδή σφαγές και πυρπολήσεις χωριών δεν έγιναν, παρά ελάχιστες.
Από την αλληλογραφία φαίνεται ότι το υπουργείο των εξωτερικών έδινε πολλές και αδιάκοπες εντολές. Ο πρόξενος έβαλε όλα τα δυνατά του για να προλαμβάνωνται και ν' αποφεύγωνται τέτοιου είδους ενέργειες.

Η ανατολική Μακεδονία είχε το μειονέκτημα ότι βρισκόταν κοντά στα βουλγαρικά σύνορα, όπου περνούσαν ελεύθερα συμμορίες και όπλα.

Μεγάλος και πυκνός ήταν εκεί ο τουρκικός πληθυσμός, κυρίως στο Σαντζάκι της Δράμας.

Santanski και Panitsa με Νεότουρκους στην Κωνσταντινούπολη.

Είχαν επίσης εκεί το βασίλειο τους οι αρχικομιτατζήδες Σαντάσκι και Πανίτσα
που βρίσκονταν σε σκληρό, ακήρυχτο πόλεμο με τ' άλλα κομιτάτα.

Κοντά όμως ήταν και η θάλασσα. Αποβιβάζονταν εύκολα σώματα και όπλα στα ατέλειωτα παράλια της Χαλκιδικής, στον κόλπο του  Ορφανού και σε πολλά άλλα παραθαλάσσια σημεία, όρμους και ορμίσκους.

Ο Dakin αναφέρει την ανακάλυψη και κατάσχεση στην Καβάλα απ' τον  Αγγλο αξιωματικό Χάμιλτον πολλών όπλων γκρα του ελληνικού στρατού

Αργότερα ο υποπλοίαρχος Δεμέστιχας με ειδικό μικρό πολεμικό ξεφόρτωσε πολλά τουφέκια και φυσίγγια σ' όλην εκείνη την περιοχή.

Στην ανατολική Μακεδονία και ιδιαίτερα στις Σέρρες ξαναμπήκε σ' ενέργεια το μαχαίρι.

Στο Μοναστήρι και τις άλλες πόλεις οι φόνοι γίνονταν με πιστολιές
Στις Σέρρες με μαχαίρια.

Ηταν «σήμα κατατεθέν».
 Οι ξένοι, άμα έβλεπαν ένα νεκρό με μαχαιριά στην πλάτη, έλεγαν αδίσταχτα:
 "Δουλειά του ελληνικού κομιτάτου».

Το φθινόπωρο του 1904 ήταν ανάστατη η κοινωνία των Σερρών, γιατί ένας εύπορος Σερραίος για λίγα περισσότερα αργύρια είχε νοικιάσει το σπίτι του στους Βουλγάρους να το κάμουν σχολείο. Πουθενά δεν είχαν ιδιόκτητα σχολικά κτίρια.
Καπετάν Γιάννης Ράμναλης
Υπήρχε τότε σε ένα μακρινό χωριό ξενόφωνο, Ράμνα, ένα αδύνατο παιδί 19-20 χρονών, ο Γιάννης, που εξελίχτηκε στον λαμπρό και θαυμαστό οπλαρχηγό Γιάννη Ράμναλη.

Στα χωριά ξενόγλωσσοι άνθρωποι πολεμούσαν με τους Βουλγάρους, σκοτώνονταν και καίονταν, σφάζονταν και ρημάζονταν. 
Ζούσαν κάτω απ' την δαμόκλειο σπάθη των κομιτατζήδων και κάθε ώρα και στιγμή το δολοφονικό μαχαίρι, το βόλι και η βόμβα τους παραμόνευαν.


 Και μέσα στην πόλη όπου δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, ένας πλούσιος έμπορος πρόδινε η βοηθούσε τους Βουλγάρους και τους έδινε το σπίτι του για σχολειό ! 

Και χωρίς να πη σε κανένα τίποτε, βυθίζει το μαχαίρι στην πλάτη του και τον αφήνει στον τόπο. Αναγκάστηκε να φύγη στην Θεσσαλονίκη και να παρουσιασθή στον Ζώη (υπολοχαγέ τότε Κάκαβο) του προξενείου. 

Ζήτησε να τον στείλουν σ' ένα σώμα.
 Τον εύρισκαν όμως μικρό, αδύνατο. Ηξερε πολύ λίγα ελληνικά

Απ' το φόβο μήπως τον πιάση η αστυνομία για το φόνο των Σερρών, τον έστειλαν τέλος, την άνοιξη, στο μικρό καινούργιο σώμα της Κιλινδρείας (Κιλιντίρ), που είχε βάση το μεγάλο τσιφλίκι του Χρυσαφή.
Παρ' όλες όμως τις στενές σχέσεις του τσιφλικούχου με τους Τούρκους, βρέθηκε «μίαν ώραίαν πρωίαν» το σώμα κυκλωμένο μέσα στο τσιφλίκι  από στρατιωτικών απόσπασμα. Επεσαν πέντε αντάρτες. 

Ο αρχηγός Σακελλαρόπουλος, για να γλυτώση, φόρεσε χωριάτικα γυναικεία ρούχα.

Ο Γιάννης που πολέμησε αληθινά ηρωικά και είχε ξοδέψει τα φυσίγγια του, φόρεσε κι' αυτός χωριάτικα ανδρικά και ανακατώθηκε με τους χωριάτες. Χωριάτης όπως αυτοί ήταν και ο ίδιος.
 Το 'σκασε στη Θεσσαλονίκη και ξαναπαρουσιάστηκε στο προξενείο. 
Δεν ήξεραν τι να τον κάμουν. 
Τούς πρότεινε να τον αφήσουν να στρατολόγηση λίγους δικούς του και να δούλεψη στην περιφέρεια Λαγκαδά και την δυτική πλευρά της περιοχής Σερρών. 
Τον άφησαν για να τον ξεφορτωθούν. 
Σε λίγο όμως άρχισαν να έρχονται ειδήσεις ότι ένας πράκτορας του κομιτάτου πίσω απ' τον άλλο εύρισκαν το θάνατο από "άγνωστους". Ένα σιδερένιο χέρι έβγαινε ξαφνικά απ' το σκοτάδι, χτυπούσε, και πάλι χανόταν. 
Φόβος και τρόμος είχε ξαπλωθή σ' όλη την έκταση. 
Αναστατώθηκαν οι Βούλγαροι, κινήθηκαν οι Ρώσοι αξιωματικοί, κινητοποιήθηκαν οι Τούρκοι. 
Μακεδόνας Εκδικητής.
Μα δεν βρήκαν πουθανά ούτε ίχνος ούτε άλλο σημάδι  από αντάρτικο σώμα. Κανένας δεν είδε τίποτα, κανένας δεν άκουσε τίποτα.


Οι βουλγαροκτόνοι εξαφανίζονταν σαν τιμωρά φαντάσματα.

Οι άντρες του Γιάννη, χωρικοί, όπως αυτός, δούλευαν τη μέρα σαν φρόνιμοι ραγιάδες στα χωράφια και τη νύχτα έβγαζαν τα κρυμμένα όπλα. 

Γίνονταν αντάρτες μόνον όταν έστηναν ενέδρα.

Σιγά-σιγά άρχισε ν' αναφέρεται από στόμα σε στόμα με τρόμο αλλά και με σεβασμό και θαυμασμό το όνομα του Γιάννη Ράμναλη

Είχε πάρει στη φαντασία των απλοικών ανθρώπων τις διαστάσεις μεγάλου ήρωα.

Οι διαταγές, οι συστάσεις του ήταν νόμος για όλη την περιφέρεια. Ακόμα και ο Τούρκος ληστής Χαλίλ Τσαούς κάπου τρύπωσε και δεν έδινε καθόλου σημεία ζωής. Στο μεταξύ ο Γιάννης είχε ριχτή με τα μούτρα να μάθη να μιλά ελληνικά, να γραφή και να διαβάζη.
Εβαλε μάλιστα πλώρη να γίνη αξιωματικός.

Καπετάν Ράμναλης μετά
Τούρκου αξιωματικού (1908)

Με την νεοτουρκική μεταπολίτευση (10 Ιουλίου 1908) παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. 

Οι νεότουρκοι αξιωματικοί φρόντιζαν, ποιος να πρωτοφωτογραφηθή μαζί του.

Και ο Χαλίλ Τσαούς, γιγαντόσωμος με πελώρια μουστάκια, όταν τον αντίκρυσε, μούτζωσε τον εαυτό του μπροστά σε πολύ κόσμο και είπε : 

«Ντροπή στο μπόι και στα μουστάκια σου, Χαλίλ, που τρόμαξες απ' αυτό το νιάνιαρο».

 Μόλις πέρασε ο νεοτουρκικός μήνας του μέλιτος, έστειλαν οι αρμόδιοι τον Γιάννη στην Αθήνα για ασφάλεια. Δολοφονούσαν οι νεότουρκοι τους οπλαρχηγούς. 

Εξακολούθησε εκεί με την μεγαλύτερη επιμέλεια ο Γιάννης τις σπουδές του. Πήρε και πτυχίο σχολαρχείου.

Οταν συναντούσε γνωστούς του αξιωματικούς απ' το Κέντρο Θεσσαλονίκης, τους αράδιαζε αρχαίες ελληνικές φράσεις και λατινικές.
Δικό του παλληκάρι απ' εκείνα που αυτός εκπαίδευε και διαμόρφωσε ήταν ο Σταύρος Μπερέτης απ' τη Μπαλαφάφτσα, σήμερα Κοχλικό του Λαγκαδά, που πήγε με αποστολή στη Σάμο και σκότωσε στις 11 Μαρτίου του 1912 τον Τουρκόφιλο ηγεμόνα της, Κοπάσην. Βρήκε στο νησί και αυτός τον θάνατο που ήξερε βέβαια ότι δεν θα μπορούσε ν' αποφύγει. Πριν μάλιστα αναχωρήσει για τη Σάμο, έγραψε στη μνηστή του να παντρευτή τον ανιψιό του, γιατί αυτός δεν θα γύριζε ζωντανός από εκεί που πήγαινε.

Ο πόλεμος του 1912 σταμάτησε τις έλληνολατινικές σπουδές του Γιάννη. 

Αποβιβάστηκε μ' ένα σώμα στη Χαλκιδική και αιχμαλώτισε στα Ρεβενίκια ολάκερο τουρκικό απόσπασμα. 
Ρίχτηκε έπειτα στην ειρηνική εργασία με την απόφαση να γίνη πλούσιος.

 Και τα κατάφερε τόσο καλά, που το 1923 τον σκότωσε ο λήσταρχος Τζατζάς για να τον ληστέψη.

Στη μαχαιροφιλία των Σερρών οφείλεται και ένα χαριτωμένο όσο και χαρακτηριστικό επεισόδιο. 

Ο πρόξενος Σαχτούρης πηγαίνοντας ένα απομεσήμερο σε μια σουλτανική γιορτή, παράγγειλε να σφάξουν το γάλο. 
Τού τον είχε φέρει  από κάποιο χωριό και θα φίλευε το βράδυ δυό φίλους.
Όταν γύρισε αργά, ρώτησε τι έγινε με τον γάλο. Τού απάντησαν: Τίποτε.
—Πως τίποτε; ρώτησε με απορία και θυμό.
—Ήταν πολλοί Τούρκοι, Γάλλοι στο Σεράι (Διοικητήριο), του απάντησαν.
 —Και τι δουλειά είχε ο γάλος στο διοικητήριο;
—Ήταν «ντουναμάς». Μεγάλη γιορτή του Σουλτάνου. Πολύς κόσμος. Και ο δεσπότης είδε το παιδί που στείλαμε και του είπε να φύγη.

Τότε λύθηκε η παρεξήγηση. Οι Σερραίοι έλεγαν το γάλο «μισίρκα». Νόμισαν ότι η παραγγελία ήταν να ξεπαστρευτή ένας Γάλλος αξιωματικός, θερμός βουλγαρόφιλος και φανατικός μισέλληνας.

Η αναφορά του προξένου της 19 Μαρτίου του 1907 μας πληροφορεί κάτι το αληθινά καταπληκτικό.

Οι Τούρκοι για να παγιδεύσουν τους χωρικούς μας, οργάνωσαν αντάρτικο σώμα από εφτά τουρκοκρητικούς.
 Την έμπνευση και πρωτοβουλία είχε ο ίδιος ο Τούρκος πασάς και στρατηγός της περιοχής Σερρώνβουλγαρικών συνόρων, που ο πρόξενος ονομάζει «στρατάρχη». 
Μεταμόρφωσε σε αντάρτες τουρκοκρητικούς, που υπηρετούσαν στο στρατό του. 

Ηταν οπλισμένοι επίτηδες με τουφέκια και περίστροφα γκρα και φορούσαν άλλοι στολή χακί με μπότες και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, όπως οι Κρητικοί, και άλλοι φουστανέλα με τσαρούχια. 

Πρωτοεμφανίστηκαν στην περιοχή Νιγρίτας και Κρουσίων, στην ελληνόφωνη ζώνη, και ζητούσαν απ' τους χωρικούς να τους συνδέσουν με τα παλιότερα σώματα, γιατί ήταν νεοφερμένοι.

Έπαιρναν βέβαια και τρόφιμα. Οι χωρικοί όμως τους υποπτεύτηκαν και κουμπώθηκαν. Ζήτησαν και πληροφορίες απ' τις Σέρρες.
Έγινε κοινό μυστικό ότι ήταν τουρκική η παράξενη συμμορία που ξαφνικά χάθηκε, όπως ξαφνικά είχεν εμφανιστή.
 Πάντως δεν είναι πολλά τα κράτη που σοφίστηκαν να στήσουν μηχανές και παγίδες στους υπηκόους τους. 
Η «Υψηλή Αυτοκρατορία» (Ντοβλέτ, άλιέι) το επιχείρησε παρά τις «μεταρρυθμίσεις» και τους ξένους αξιωματικούς...
Το μασκάρευμα αποδεικνύει και πόσο μεγάλος ήταν ο τουρκικός ....φιλλεληνισμός, που τόση κατακραυγή μας δημιούργησε. 
Οι Τούρκοι είχαν πολύ περισσότερους βουλγαρόφωνους
στρατιώτες, χωροφύλακες, αξιωματικούς.

Και όμως δεν έστειλαν κανένα απ' αυτούς μεταμφιεσμένο σε κομιτατζή.
Αποκαλυπτικό του . . . φιλελληνισμού των Τούρκων είναι και το εμπιστευτικό αρχείο του καιμακάμη (έπαρχου) της Έδεσσας που δημοσιεύτηκε  από την Εταιρεία Μακεδόνικων Σπουδών (ΙΜΧΑ) με επιμέλεια πάντοτε του κ. I. Βασδραβέλη.

Περιέχει 128 κρυπτογραφικά τηλεγραφήματα και έγγραφα με διαταγές, πληροφορίες, συστάσεις του βαλή Θεσσαλονίκης.

Πολλά αναφέρονται στη δράση των ελληνικών σωμάτων και σε ελληνικές γενικά ενέργειες.
 Το έγγραφο της 1 Νοεμβρίου του 1907 διαβιβάζει διαταγή του Χιλμή Πασά να ληφθούν σύντονα και αυστηρά μέτρα κατά των ελληνικών σωμάτων ακόμα και στη θάλασσα, γιατί 
οι κομιτατζήδες πυρπόλησαν το Ράκοβο (Κρατερό) της Φλώρινας και 
οι  Έλληνες θα ήθελαν να εκδικηθούν.
Το έγγραφο της 5 Δεκεμβρίου του 1907 πληροφορεί τον καιμακάμη ότι στα ελληνικά σχολεία της Μακεδονίας κάνουν τα παιδιά και στρατιωτικές ασκήσεις και το της 4 Μαρτίου του 1908, ότι ο Έλληνας πρόξενος Μοναστηρίου συνεργάζεται με τα ανταρτικά σώματα.

Το έγγραφο της 3 Απριλίου του 1908 εξ άλλου προστάζει στον καιμακάμη να παρακολούθηση συστηματικά τον Έλληνα πρόξενο Θεσσαλονίκης Κανελλόπουλο, που θα πήγαινε με τον διερμηνέα του στην  Έδεσσα.

Δεν λείπουν και τα συνηθισμένα τουρκικά τερατολογήματα. Το κρυπτογραφικό τηλεγράφημα (29 Μαίου 1908) μιλεί για επικείμενη εισβολή σώματος  από.... 300 (!) Κρητικούς με αρχηγό τον Ζιμπρακάκη. Άλλο για συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη 600 (!) ανταρτών κι" ένα τρίτο για απαγωγή και μεταφορά στη Θεσσαλία ενός μικρού τουρκόπαιδου, Μεχμέτ, από άγνωστο μέρος και από άγνωστηοικογένεια. Δεν λείπει απ' τα προξενικά έγγραφα και το μαρτυρολόγιο.

Η πρώτη π.χ. έκθεση (30 Νοεμβρίου 1906) με την υπογραφή Σαχτούρης λέγει: 

Στις 19 Νοεμβρίου δολοφονήθηκε κοντά στο Μαρικόλενο του Μελενίκου ο Κων. Σταμπούλης, μικρέμπορος και φιλήσυχος οικογενειάρχης απ' το Σιδηρόκαστρο.
Την 24 Νοεμβρίου κομιτατζήδες σκότωσαν έναν Έλληνα βοσκό απ' την Δοβίτσα και άρπαξαν το ποίμνιο του με τα 80 πρόβατα.
Στις 28 Νοεμβρίου βουλγαρική συμμορία επιτέθηκε στους  Έλληνες αγωγιάτες  από το Μελένικο, σκότωσε έναν αγωγιάτη και πολλά άλογα, πλήγωσε βαρειά άλλον. Θέλησαν να εξαναγκάσουν τους Μελενικιώτες να παρατήσουν τα αμπέλια, ένα σημαντικότατο πόρο της ζωής τους. Οι πυροβολισμοί άκούονταν και μέσα στο Μελένικο. Μα ο τουρκικός στρατός δεν κουνήθηκε και δεν άφησε τους Μελενικιώτες να τρέξουν να βοηθήσουν τους αγωγιάτες.
Στις σελίδες 32-35 δημοσιεύονται τα ονοματεπώνυμα, το επάγγελμα, η κατοικία των θυμάτων της βουλγαρικής θηριωδίας του 1906.
Ηταν τριάντα ένα άτομα απ' την περιοχή της Μητροπόλεως των Σερρών. 
Μεταξύ τους είναι και γυναίκες. 
Υπάρχουν και τρεις αδελφοί που άδελφωμένοι πήγαν στον άλλο κόσμο.

Η περιφέρεια της μητροπόλεως Ζίχνης έδωσε είκοσι ένα νεκρούς, η τοϋ Νευροκοπίου έντεκα και η του Μελενίκου δεκατρείς. 
Σύνολο θυμάτων σ' ένα χρόνο  από μικρή περιοχή εβδομήντα έξι άτομα..,..

Οι σελίδες 16-21 είναι αφιερωμένες στη τραγωδία της Κλεπούσνας (Αγριανής). 

Μεγάλη βουλγαρική συμμορία μπήκε τη νύχτα της 12 Δεκεμβρίου στο χωριό, που ήταν χωρισμένο σε δικούς μας και Βουλγάρους, και έβαλε κυριολεκτικά «πυρ» και «σίδηρο».

Έσφαξαν τη γυναίκα του Πομελέτη, τη νύφη του και το μωρό της, ένα πρόκριτο με τη γριά συμβία του, μιάν άλλη γριά κι' έναν πρόκριτο.
Ο Παπαφίλιππος γλύτωσε πληγωμένος όπως και ο δάσκαλος. 
Η παπαδιά όμως κάηκε μαζί με το σπίτι. 
Το μεγάλο και γερό σπίτι του Καραφύλη που απουσίαζε το ανατίναξαν με βόμβες και το έκαψαν με πετρέλαιο.
Ο γέρο πατέρας του, ογδόντα πέντε ετών, έβρισε τους κομιτατζήδες, τους είπε άνανδρους και δήλωσε ότι προτιμούσε χίλιες φορές να πεθάνη παρά ν' άλλάξη και να γίνη βουλγαροσχιματικός.

Έγιναν στάχτη οχτώ σπίτια μαζί με όλο το περιεχόμενο, έπιπλα, αποθήκες, σταύλους, αχυρώνες, ζώα κλπ. Δεν απόμεινε τίποτε σ' εκείνους που γλύτωσαν.
Η Αγγελική Φιλιππίδου πολέμησε με δίκανο και περίστροφο τους κομιτατζήδες. 

Την πλήγωσε βαρειά σφαίρα ρωσικού όπλου. 
Πήρε φωτιά το σπίτι της. 
Ωστόσο εξακολουθούσε να πολέμα και να βρίζη τους κομιτατζήδες  από γειτονικό σπίτι, όπου αποσύρθηκε.
 "Οταν την πήγαιναν με φορείο στο νοσοκομείο των, Σερρών και περνούσε  από πολλά χωριά, καλούσε άντρες και γυναίκες να πάρουν όπλα, τσεκούρια, πέτρες και να χτυπήσουν τους κομιτατζήδες σαν λυσσιάρικα σκυλιά.
 Στις Σέρρες ο κόσμος της φιλούσε το χέρι.
 Πέθανε  από το τραύμα της στο κοινοτικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.
Το χαρακτηριστικό είναι ότι οι Τούρκοι, λίγες μέρες νωρίτερα, είχαν πάρει τα δεκαπέντε τουφέκια που είχαν δώσει στους δικούς μας για να αυτοπροστατευτούν. Επίσης οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες που αποτελούσαν τη μικρή φρουρά του χωριού δεν ξεμύτισαν καθόλου από το στρατηγείο τους όλην εκείνη την τρομερή νύχτα, γιατί δυο κομιτατζήδες τους έρριξαν στους τοίχους λίγες τουφεκιές. Ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Γάλλοι αξιωματικοί συγκινήθηκαν πολύ.

Οι τελευταίοι σπατάλησαν όλη τους την «ίεράν άγανάκτησιν» σε περιπτώσεις, όπως του Καρατζάκιοι, όπου ο Μητρούσης εκδικήθηκε τη σφαγή της γυναίκας και του παιδιού του.

 "Υστερα  από λίγες μέρες πήγε ο Σαχτούρης να έπισκεφτή το μαρτυρικό χωριό με άδεια των τουρκικών άρχων, που δύσκολα του δόθηκε. Σε προϋπάντηση του βγήκαν οι πολυβασανισμένοι  Έλληνες με τα παιδιά του σχολείου και είπαν τον εθνικό ύμνο. Τού δήλωσαν ότι δεν δέχονται συλληπητήρια παρά μόνο συγχαρητήρια (!), γιατί τους αξίωσε ο Θεός να προσφέρουν τις περιουσίες τους και τους σπιτικούς oυσία στον βωμό της πατρίδας ! Και ήταν βουλγαρόφωνοι (!), υπογραμμίζει ο πρόξενος.

Με τα γεγονότα της Κλεπούσνας οι Βούλγαροι αποθρασύνθηκαν. 

Αρπαξαν με το ζόρι την εκκλησία και το σχολείο του ΈγρίΝτερέ και επιχείρησαν να κάμουν το ίδιο και στη Γκόρνιτσα και τη Γκράτσανη

Αποδοκιμάζει όμως τη βαρβαρότητα της Κλεπούσνας η μυστική έκθεση του ανωτέρου Βουλγάρου διπλωμάτη που δημοσιεύτηκε στη Φόσισε Τσάιτουγκ του Βερολίνου.

Σκότωσαν, λέγει, οι κομιτατζήδες πέντε γραικομάνους και δυο παιδάκια κι' έκαψαν εφτά σπίτια. Αποτέλεσμα : 
Φυλάκισαν οι Τούρκοι είκοσι εφτά Βουλγάρους και σχημάτισαν οι  Έλληνες αντάρτικο σώμα.

Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1906 βουλγαρική συμμορία μπήκε στο Ζίρνοβο (Νευροκόπι)( Σημ. Yauna: το σημερινό Gotse Deltsev)και έβαλε φωτιά στον ελληνικό μαχαλά. 
Το χωριό είχε εκατόν ογδόντα σπίτια ελληνικά, 
εκατόν τριάντα βουλγαρικά και 
πενήντα τουρκικά. 
Κάηκε το μεγάλο σπίτι του πλουσιότερου νοικοκύρη Αγγέλου Ρούντσου.

Την ίδια τύχη είχαν ο Δημήτρης Ρούντσος με τον γιό του Πέτρο, ο Νικόλαος Παναγή, ο Δημήτριος Ιωάννου και ο Δημήτρης Πέππου με τη γυναίκα του, βρήκαν δηλ. τον θάνατο τέσσερεις άντρες, δυο γυναίκες κι' ένα παιδί.

Υπήρχε στρατιωτική φρουρά που δεν κινήθηκε, όπως δεν κινήθηκαν και οι Τούρκοι κάτοικοι που ήταν πάνοπλοι, όπως όλοι οι Τούρκοι. 

Οι κομιτατζήδες τους φώναζαν να μη κινηθούν γιατί είχαν έρθει για τους Ούρούμ (τους Έλληνες ) κι' όχι για τους Τούρκους. 
Στα άλλα μέρη όμως της ανατολικής Μακεδονίας, όπου άρχιζε συμπλοκή στρατιωτικού αποσπάσματος με μικρό ελληνικό αντάρτικο σώμα, έτρεχαν αμέσως ένοπλοι οι Τούρκοι χωρικοί για να πάρουν μέρος.

 Ο πρόξενος προσθέτει: 
«Οι Τούρκοι όχι μόνον δεν συμπράττουσι μετά των Ελλήνων, άλλά τουναντίον ύποστηρίζουσι το έργον των Βουλγάρων προς έξόντωσιν των Ελλήνων».

Η αναφορά της 11 Απριλίου του 1907 ασχολείται με τον φόνο στο ΈγρίΝτερέ (Καλλιθέα Δράμας)  από βουλγάρικη συμμορία του Προκοπίου Κομπόκη.

Μπήκαν μέρα μεσημέρι οι κομιτατζήδες στο χωριό.

Άλλοι έξι (άριθ. 6) Κομπόκηδες είχαν νωρίτερα σφαγιασθή. Ο μόνος που επιζούσε ήταν ο γιος του Προκοπίου, που ήταν όμως στη φυλακή. Η μόνη θετική προστασία που μπορούσε να προσφέρη η Τουρκία στους προγεγραμμένους  από επαναστατικό κομιτάτο φιλήσυχους υπηκόους της Υψηλής Αυτοκρατορίας, ήταν ... η φυλακή. Κι' αυτός ο Περικλής Κομπόκης δεν ξέφυγε τη μοίρα της οικογενείας του. Δολοφονήθηκε  από Βουλγάρους το 1916 τον καιρό της βουλγαρικής κατοχής στην ανατολική Μακεδονία.
Στα «Σερραικά Χρονικά» (σελ. 118122) δημοσιεύεται αναφορά του μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου στο Πατριαρχείο (31 Ιουλίου 1905), που περιέγραφε τον σφαγιασμό των άλλων Κομπόκηδων και τον εμπρησμό των σπιτιών τους. Αληθινά μαρτυρικές οικογένειες. Θυσιάστηκαν άντρες και γυναίκες, γέροι και νέοι.

ο Άγιος Χρυσόστομος.

Γράφει ο Χρυσόστομος:

«Ο γηραιός Βασίλειος Κομπόκης, η γραία σύζυγος του Αναστασία, η νύμφη του πρεσβυτέρου υιού του Ευαγγέλου έπεσαν ύπό τας σφαίρας των δολοφόνων». 

Καί λέγει επιγραμματικά ο Χρυσόστομος: 

«Το παρελθόν είναι σκοτεινή άβυσσος, το παρόν κοιλάς κλαύθμωνος, το μέλλον είναι άφεγγές και άσέληνον».

Ηταν κι' άλλες οικογένειες που πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος στους "υπερμάχους του σταυρού και της Μακεδόνικης ελευθερίας".
 Στην αναφορά του π.χ. της 6 Αυγούστου του 1907 (σελ. 89) γράφει ο πρόξενος ότι στις 27 Ιουλίου κομιτατζήδες σκότωσαν σε ενέδρα τον Θεόδωρο Μανδέλα απ' τη Φράστανη (Ορεινή ) και τα  άλογα του εφημερίου Νέστορος και δυο άλλων χωρικών που τη γλύτωσαν...

«Προ ενός έτους», γράφει ο πρόξενος, «έδολοφονήθη κατά τον ίδιον τρόπον ο πατήρ του Μανδέλα και προ επτά μηνών ο αδελφός του». 

Καί απ' αυτή την οικογένεια ένας μονάχα έμεινε ζωντανός. Ύπεύθυνον για την δολοφονία του Θεοδώρου θεωρεί ο πρόξενος τον αστυνομικό σταθμάρχη του χωριού Χαλήλ. Αυτός ειδοποίησε και τους κομιτατζήδες για τη μέρα που θα πήγαιναν στις Σέρρες. Δεν την ήξερε κανένας άλλος.

Έκαναν το λάθος ο Μανδέλας και ο Παπανέστορας να ειδοποιήσουν τον σταθμάρχη για την αναχώρηση τους την επομένη και του ζήτησαν στρατιωτική συνοδεία. Τούς έδωσε δυό χωροφύλακες που έφυγαν απ' την ενέδρα ήσυχα ήσυχα χωρίς να ρίξουν η να δεχτούν ούτε μια τουφεκιά.

Η οικογένεια επίσης Παπαιωάννου  από την Άνω Βρόντου είχε έξι θύματα.

Σκότωσαν οι Βούλγαροι στις 19 Αυγούστου του 1907 το νεαρό μαθητή Ιωάννη Παπαιωάννου. Πριν εννιά μήνες είχαν δολοφονήσει άλλους. 
Καί ήταν βουλγαρόφωνες όλες αυτές οι μαρτυρικές οικογένειες. 
Παράλληλα και οι Τούρκοι ενεργούσαν συστηματικά εναντίον μας διωγμό.

Έρριξαν εκατοντάδες στις φυλακές. Αναγκάστηκε ο Σαχτούρης να πη στον Μουτεσαρίφη (νομάρχη) ότι 
«με τα μέτρα αυτά υποβοηθούσαν οι Τούρκοι την επικράτηση των Βουλγάρων και σπρώχνουν τον ελληνικό πληθυσμό στα βουνά»
Ο πρώην πρόξενος των Σερρών Τσαμαδός είχε γράψει (8 Σεπτεμβρίου 1906): 

«Η κατά των Ελλήνων συστηματική καταδίωξις των τουρκικών άρχων επιτείνεται  από ημέρας εις ήμέραν».

Έφτασαν οι Τούρκοι στη θρασύτητα να καλέσουν για ανάκριση τον γραμματέα του προξενείου Βούτσον (ανθυπολοχαγό Φλωριάν ) και τον Γκαβάζη, γράφοντας στα παλιά τους παπούτσια διπλωματική ασυλία και διομολογήσεις (capitulations).

Δεν μας ήταν φιλική και η στάση των περισσοτέρων Γάλλων αξιωματικών, που είχαν στον τομέα τους το σατζάκιον Σερρών.

Η αναφορά της 20 Φεβρουαρίου του 1907 (σελ. 3543) ασχολείται μ' αυτούς. Οι εχθρικότεροι ήταν ο Φελόν και ο Καμποκασώ.

Παραδόξως δεν αναφέρεται ο Λαμούς που έβγαλεν αργότερα βουλγαρικότατο βιβλίο (Δεκαπέντε χρόνια Βαλκανικής ιστορίας).  
 Ίσως είχεν άντικατασταθή τότε. 
Δεν φαίνεται να ήταν φιλέλληνας και ο αρχηγός του, συνταγματάρχης Βεράν. 
Πως το κατάφεραν οι Βούλγαροι, ανύπαρκτοι ουσιαστικά στις Σέρρες, είναι μυστήριο.
 Μόνη η ελληνική κοινωνία μπορούσε να τους προσφέρη φιλοξενία που να τους υπενθυμίζη την πατρίδα τους. Τούς είχαν ανοίξει στην αρχή σαλόνια και σπίτια. Πολλοί ήταν που μιλούσαν τα γαλλικά. Μα έπειτα δεν ήθελαν ούτε να τους δούν.
Ωστόσο αρχίσαμε να κερδίζουμε έδαφος.
Ο πρόξενος γράφει (σελ. 21) ότι τέσσερα χωριά της περιοχής Πετριτσίου, που βρίσκονται σήμερα στο βουλγαρικό έδαφος (Μίντινο, Σαπάκοβο, Τοπόλνιτσα, Καλάροβο) και ήταν σχισματικά πριν καν αρχίση η κομιτατζίδικη δράση, έγιναν δικά μας, παρουσιάστηκαν δηλαδή οι εκπρόσωποι τους στην τουρκική άρχή και δήλωσαν ότι έπρεπε να θεωρούνται «Ούρούμ» (Έλληνες). 

Πήγε και ίερούργησε στις εκκλησίες τους ο Μητροπολίτης Μελενίκου. 
Αυτό ήταν και το αντικείμενο της διαφοράς μας με τους Βουλγάρους, το «πάπλωμα του καυγά». 

Οι Βούλγαροι άρχισαν τις δολοφονίες και τους εκβιασμούς, για να εμφανίσουν μεγαλύτερο τον δικό τους πληθυσμό. 
Αναγκαστήκαμε να τους ακολουθήσουμε και μεις.

Μεγάλη μεταβολή σημειώθηκε και στην περιοχή Ζίχνης. 

Μόνο  από τη Ζίχνη θα μπορούσαμε να στρατολογήσουμε διακόσιους ενθουσιώδεις νέους, υποστηρίζει ο πρόξενος (σελ. 49).
Αρκετά χωριά άρχισαν να προσέρχωνται η να κλίνουν προς εμάς.

Η μεταβολή ήταν έργο του αρχηγού Δούκα, που τον εξυμνεί και τον εκθειάζει ο πρόξενος.

«Έις τον νέον τούτον, ανήκοντα εις καλήν των Σερρών οίκογένειαν», 
γράφει, 
«θαυμαζόμενον και λατρευόμενον καθ' άπασαν την περιφέρειαν και έξυμνούμενον ήδη εις πατριωτικά άσματα, οφείλεται και θα οφείλεται εθνική ευγνωμοσύνη».  

 Ήταν  πραγματικά άξιος και ίκανώτατος οπλαρχηγός ο Δούκας. 

Είχε πάρει μέρος και στην επίθεση στο γάμο του Ζέλενιτς. Είχε και μια διαίσθηση προφητική σαν να ήταν προικισμένος με κεραίες μυστικού ραδιοπομπού η ραντάρ. 

Πολλές φορές άφησε θέσεις, άλλαξε καταφύγιο, όπου σε λίγο πρόβαλαν οι Τούρκοι.
 
Καπετάν Δούκας
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1912 πρόσταξε να διαλυθούν και να σκορπίσουν οι τριακόσιοι άντρες του στο Παγγαίο. 
Την άλλη μέρα απ' το πρωί εμφανίστηκε ο βουλγαρικός στρατός, που τους αναζητούσε για να τους χτυπήση και να βρη αφορμή να ξεκαθαρίση τον τόπο  από πολλά ελληνικά αγκάθια

Πέρασε τότε τον Στρυμόνα, ορόσημο ανάμεσα στην ελληνική και βουλγαρική ζώνη, και έμεινε δυό μέρες στο Κρούσοβο των Κερδυλλίων.
Έφυγε και απ' έκεί ξαφνικά.
Έπειτα  από δυό ώρες πρόβαλαν Βούλγαροι στρατιώτες και κομιτατζήδες, που τον αναζητούσαν.

Είχε και θαυμαστή ψυχραιμία. Δυό φορές ξέφυγε απ' τα χέρια των Τούρκων, με την πρόφαση Οτι είχε...επείγουσα φυσική ανάγκη. Τα είπε με τόση φυσικότητα και πειστικότητα που δεν αρνήθηκαν  τη μικρή άδειούλα.

Απ' το Κρούσοβο των Κερδυλλίων πήγε στο σπίτι τοϋ Καραβασίλη στα Βρασνά, περιοχή κοντά στον Στρυμόνα, που άνηκε αδιαφιλονίκητα στην ελληνική ζώνη. Είχε μαζί του μονάχα τον οπλίτη Βαγγέλη Τσορμπατζή. Την αυγή, πριν τα ξημερώματα, χτύπησαν την πόρτα πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες και κομιτατζήδες. 
Μαζί τους ήταν και ο βοεβόδας Ίβάν. 
Κατάλαβε ότι δεν είχαν γι΄ αυτόν καθόλου καλές διαθέσεις. 

Βγήκε ο Δούκας στο παράθυρο και με τη μεγαλύτερη ηρεμία ρώτησε βουλγάρικα:
— Τι τρέχει, βρε παιδιά; Τι ζητάτε;
— Τον Δούκα, του απάντησαν. Του εξήγησαν ότι τον ήθελε ο συνταγματάρχης για να τον ρωτήση για μερικούς μπέηδες.
— Α ! Ευχαρίστως. Αμέσως έρχομαι, αποκρίθηκε. Είμαι ο Δούκας. Είσαι καλά Ίβάν; "Ας έρθη ο αξιωματικός σας να συνεννοηθούμε.
Ανέβηκε χαρούμενος τη σκάλα ο υπολοχαγός Ντημιτρώφ. Το λαυράκι ερχόταν μοναχό του να πέση στα δίχτυα του.

Μα ξάφνου ο Δούκας ακούμπησε στη πλάτη του το μάνλιχερ και του ψιθύρισε να μπη μέσα στο δωμάτιο χωρίς να βγάλη μιλιά.
Τον παράλαβε ο Τζορμπατζής.
Με τον ίδιο τρόπο αφόπλισε και τον λοχία Φιλίπ.

Έβαλε έπειτα τον υπολοχαγό να προστάξη τους στρατιώτες και τους κομιτατζήδες να φύγουν συντεταγμένοι και τον κράτησε έπειτα, έως ότου έφτασαν μια διμοιρία  από μια κρητική μονάδα του Σταυρού.

Τις ικανότητες του τις έδειξε ο Δούκας στην επιχείρηση εναντίον της Γκράτσανης (Αγιοχωρίου).

Είχε πληροφορίες απ' τον  Άγγελο Σελαμτζή ότι βρισκόταν έκει ο περιβόητος βοεβόδας Πανίτσα με τη συμμορία του.

Τη νύχτα της 12 Ιανουαρίου του 1907 με πέντε ταχτικούς αντάρτες και σαράντα επιστρατευμένους χωρικούς του Παγγαίου κύκλωσε το χωριό, τοποθέτησε «καραούλια» και «καρτέρια» και με λίγους μπήκε μέσα.

Ο Πανίτσα απ' τα γαυγίσματα και την αναστάτωση των σκύλων κατάλαβε ότι ξένοι, που θα ήταν σίγουρα Τούρκοι στρατιώτες, μπήκαν στο χωριό.

Πήρε ευθύς τους περισσότερους άντρες του και ξέφυγε  από μια ρεματιά που δεν είχε προλάβει να την κλείση ο Δούκας.

Πέντε όμως κομιτατζήδες έπεσαν σ' ένα «καρτέρι». Δυο βρέθηκαν νεκροί το πρωί.

Ο ένας είχε πάρει μέρος στη δολοφονία του Κομπόκη και στη σφαγή της Κλεπούσνας.
 Έθανάτωσε και δυο χωρικούς, μεγάλους πράκτορες των κομιτατζήδων, που ήταν αντιπαθείς και μισητοί σ' όλο το χωριό.

Έκαψε και δυο σπίτια επίσης διαλεχτά.
Ανάμεσα στη Γρατσάνη και το Παγγαίο είναι η Ζίχνη, όπου είχαν την έδρα τους δυο λόχοι.
 Απ' εκεί θα περνούσε αναγκαστικά ο Δούκας, όταν θα πήγαινε στην Γκράτσανη και όταν θα γύριζε θα βρισκόταν το σώμα σε πολύ δύσκολη και απελπιστική θέση, αν η δύναμη αυτή έτρεχε στη Γκράτσανη με τις πρώτες τουφεκιές.

Είχαν κληθή όμως εκείνο το βράδυ οι δυο λοχαγοί στο σπίτι του Νάκου Ματραπατζή για «μουχαμπέτι». 
Ειχε καλό ούζο και μπόλικους μεζέδες και την κόρη του Νίνα, που τραγουδούσε με την γλυκεία φωνή της ώραία το
 «Σαν τέτοια ώρα στο βουνό, ο Παύλος πληγωμένος», το
 «Αχ, του Κίτσου η μάνα», το «Ω! λυγερό και κοφτερόν σπαθί μου» και άλλα.
 Οι δυό λοχαγοί μερακλώθηκαν ο ένας είπε έναν αμανέ. 

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh_nhq7mGnAzn-xDVGp0djBWeQ2p_EvTuFr_31jfzvnqhbkgS9VUT4hBhip5AqNgnZkCohE6lnKUkBkc4ejFdV9BbOqD4HXf6X9dVNJ2dzoewfKBZ_DhXnXpDM7nxqr2SEg4K25ZOPkWveu/s200/%25CE%259A%25CE%25B1%25CF%2580%25CE%25B5%25CF%2584%25CE%25AC%25CE%25BD%25CE%2594%25CE%25BF%25CF%258D%25CE%25BA%25CE%25B1%25CF%25823.jpg
Καπετάν Δούκας
Ηρθε δυο φορές ένας λοχίας να τους πη ότι στη Γκρατσάνη φάνηκαν φωτιές και άκούονταν τουφεκιές. Μα δεν το κούνησαν.

 Τούς ξεσήκωσε ένας νέος ανθυπολοχαγός. Ως ότου όμως να νιφτούν, να φορέσουν τις μπότες και να συνέλθουν, πέρασε αρκετή ώρα και ο Δούκας ήταν πιά κοντά στα ριζά του Παγγαίου.
Απ' έδώ πιά άρχιζε η κωμωδία.

 Οι δυό λοχαγοί οικειοποιήθηκαν τους δυό νεκρούς κομιτατζήδες. 

Στην αναφορά τους έγραψαν ότι μέσα στο πυκνό σκοτάδι, σε μια δυνατή μάχη, εξόντωσε ο γενναίος και ένδοξος αυτοκρατορικός στρατός τους δυό βούλγαρους "λησταντάρτες" και κατεδίωξε κατά πόδας τους άλλους. 

Οι χωρικοί εξ άλλου της Γκράτσανης δήλωσαν ότι βουλγαρική ήταν η συμμορία που έκαψε τα δυό σπίτια και σκότωσε τους δυο χωριανούς τους. Το παραδέχτηκαν οι Τούρκοι αστυνομικοί και δικαστικοί και το πίστεψαν ακόμη και οι Γάλλοι αξιωματικοί.
Επειτα  από ενάμιση μήνα μόνο πήγε στην Άλιστράτη και στην Γκρατσανη ο φιλοβούλγορος Κομπικασώ, που είχε στην δικαιοδοσία του εκείνη την περιφέρεια, και φρόντισε να στρατολόγηση ψευδομάρτυρες για να ενοχοποίηση τον προιστάμενο και τον επιστάτη του οικοτροφείου Άλιστράτης.

Σύμφωνα με μεταγενέστερη αναφορά του γενικού προξένου Θεσσαλονίκης Κοντογούρη ο μουτεσερίφης Δράμας σε νεώτερη έκθεση του προς τον «γενικον έπιθεωρητήν» Χιλμή Πασά υποστήριζε ότι βουλγαρική ήταν η συμμορία που επιτέθηκε εναντίον της Γκράτσανης. Και το αποκορύφωμα της κωμωδίας!

 Ο πρόξενος Σαχτούρης σε μια συνάντηση του με τον μοτεσερίφη παραπονέθηκε γιατί οι Βούλγαροι κομιτατζήδες εξακολουθούσαν να ρημάζουν τους Έλληνες (Ούρούμ) ραγιάδες και ήταν η Γκράτσανη το δεύτερο χωριό, αφ'ότου τοποθετήθηκε στις Σέρρες, που δοκίμαζε βουλγαρική επίθεση ! Τα ιδια είπε και στον Γάλλο συνταγματάρχη Βεράν. 

Όλο το Άγιοχώρι τάχθηκε πιά μαζί μας και επηρεάστηκαν και άλλα γειτονικά χωριά.
Αν ο Δούκας δεν ενεργούσε με τόση προσοχή και δεν είχε διαλέξει με τοσ/) επιμέλεια τα λίγα θύματα του, πολύ διαφορετικό θα ήταν το αποτέλεσμα. Η γενική επίθεση στα κουτουρού θα είχε προκαλέσει την γενικήν αγανάκτηση. Η βάρβαρη βουλγαρική ενέργεια στην Κλεπούσνα μας ωφέλησε, όπως γράφει και ο πρόξενος. 
Βουλγαρική επίθεση κατά της Νούσιας (Δαφνούδι) και Χοροβίτσας ('Αγίου Χριστόφορου) αποκρούστηκε απ' τους χωρικούς.
 Άφησαν και ένα νεκρό οι κομιτατζήδες. 
Οι δικοί μας βουλγαρόφωνοι, όπως ήταν επόμενο, φανατίζονταν και αγρίευαν ολοένα περισσότερο. Και πρέπει να άναγνωριστή ότι έγιναν το στερεώτερο εθνικό μας στήριγμα.

 "Οταν ήταν διευθυντής του σχολείου Προσωτσάνης της Δράμας με το ψευδώνυμο "Σπληναρίδης" ο τότε ανθυπολοχαγός του πυροβολικού και αργότερα στρατηγός Κωνσταντίνος Νταής, δέχτηκε μια μέρα στο «διευθυντήριον» την επίσκεψη του Νικολάου Μαυρουδή και Άρμεν Κιούτση απ' τον Βόλακα της Δράμας. 
Δεν ήξεραν και οι δυο πολλά ελληνικά, ήταν όμως πρόθυμοι να βάλουν μαχαίρι σ' όλους τους Βουλγάρους, αν ήταν στο χέρι τους.
Του πρόσφεραν την ταμπακέρα για να δοκιμάση ένα εξαιρετικό μυρωδάτο καπνό.
Είχε όμως μέσα δυο ανθρώπινα αυτιά!

Αργότερα, έκεί που ο Άρμεν η Αρμενάκης πήγαινε μια μέρα μ' ενα φίλο του στην Δράμα, συνάντησαν στο δρόμο ένα Βούλγαρο.
Δεν χάνουν καιρό: του ρίχτηκαν και τον σκότωσαν. 

Δυο όμως σοβαρήδες (έφιπποι χωροφύλακες), που περνούσαν, τους είδαν, τους κυνήγησαν και έπιασαν τον Αρμεν. Ο φίλος του ξέφυγε. 
Το έκτακτο δικαστήριο της Θεσσαλονίκης τον καταδίκασε σε θάνατο και στις 14 Σεπτεμβρίου του 1906 τον κρέμασαν στον Πλάτανο της Δράμας.
  Ήταν  ωραιότατο παλληκάρι.

Ο πατέρας του, που είχε κατεβή απ' το χωριό για να τον δη στη φυλακή, άφού τον είδε στο σχοινί πήγε με βήματα υπνοβάτη στη Μητρόπολη, φίλησε το χέρι του Χρυσόστομου, που τον φίλησε στο μέτωπο, έστριψε με τρεμάμενα χέρια ένα τσιγάρο, ένώ σιγότρεμε στα χείλη του σβησμένο ένα άλλο, και με ραγισμένη φωνή...συλλυπήθηκε τον Χρυσόστομο, γιατί έχασε το καλύτερο του παλληκάρι!

Μιλούσε τούρκικα γιατί δεν ήξερε ελληνικά. 
Ο τουρκομαθής ανθυποπλοίαρχος Μαυρομιχάλης που υπηρετούσε με ψευδώνυμο ως «γραμματεύς» στο προξενείο Καβάλας και βρέθηκε εκείνη τη μέρα στη μητρόπολη Δράμας, δεν μπόρεσε να κράτηση τα δάκρυα του, όπως είπε αργότερα του Νταή.

Ο Νταής αναγκάστηκε να βγη στα βουνά της ανατολικής Μακεδονίας οπλαρχηγός με το ψευδώνυμο Τσάρας, γιατί ο αληθινός και άθλιος Σπληναρίδης, εργάτης στον Πειραιά, απ' τους Πλακάδες Μυτιλήνης, που του είχε δανείσει το ονοματεπώνυμο και το «νουφούζι» του, πετάχτηκε κρυφά στο χωριό του, σκότωσε ένα χωριανό του και το 'σκασε ξανά για τον Πειραιά. "Οδηγήθηκε, λοιπόν, ο Νταής με χειροπέδες και αλυσίδες στη Μυτιλήνη και στους Πλακάδες, Όπου διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν ο πραγματικός Σπληναρίδης.

Στον γυρισμό ξέφυγε με την βοήθεια πολλών απ' τα χέρια των Τούρκων. Θα είχε ιστορίες με το έκτακτο δικαστήριο Θεσσαλονίκης για πλαστοπροσοιπεία, άπατη, συνωμοτική δράση κλπ.
Μιά βραδιά, τον Μάιο του 1908, που είχε πάει ο Τσάρας (Νταής) στην Τσατάλτζα (Χωριστή) της Δράμας για να συμφιλίωση τα δυο αντίπαλα κόμματα του χωριού, ήρθαν ξαφνικά δυο τάγματα, κύκλωσαν το χωριό και άρχισαν συστηματική έρευνα. Είχαν καλές πληροφορίες  από κάποιον προδότη.

Τράβηξαν ισια στο σπίτι, όπου είχε κατασκευαστή υπόγεια κρύπτη  από ειδικό τεχνίτη, φερμένο επίτηδες απ' την 'Αθήνα. Ο Νταής όμως την είχε αχρηστεύσει,
 γιατί την ήξευραν πολλοί.
 Την βρήκαν οι Τούρκοι άδεια. Οι δεκαέξι άντρες είχαν τρυπώσει σε μιαν άλλη. 
Ο Νταής μ' ένα μόνο οπλίτη, τον Τάκη Μπογιατζή, βρίσκονταν στο σπίτι του Αν. Τζαμπάση, μουχτάρη και άρχηγοϋ του ενός κόμματος, που είχεν ήδη συμβιβαστή με τον Βενέτη Κιμπόρη, αρχηγό του αντιθέτου.

Ο Νταής για να ελαφρύνη τη θέση του μουχτάρη, επιχείρησε να ξεγλυστρήση έξω απ' το χωριό μαζί με τον Μπογιατζή. Βρήκαν όμως παντού στρατιώτες και τρύπωσαν στο αχούρι ενός απόμερου σπιτιού. Τούς βρήκε το πρωί έκεί η γριά σπιτονοικοκυρά, που πήγε να ποτίση τα ζώα. Ο Νταής της ζήτησε καφέ, γιατί είχε στεγνώσει η γλώσσα του. ΤΗρθε αργότερα μια νεώτερη που τους σήκωσε σχεδόν με το στανιό και τους πήγε πάνω στο σπίτι, «γιατί ήταν άσχημα τα πράγματα». Ο πεθερός της δηλαδή και ο άντρας της είχαν αποφασίσει να τους προδώσουν, μόλις πλησίαζαν οι Τούρκοι, για να γλυτώσουν οι ίδιοι φτηνά. Και η νεαρή γυναίκα ανέβασε τον Νταή πάνω για να ξέρουν Οτι θ' ακολουθούσε μάχη μέσα απ' το σπίτι, αν πραγματοποιούσαν την προδοσία.

Εβραζε κι' αυτή ένα καζάνι νερό για να ζεματίση τους στρατιώτες. Ευτυχώς οι Τούρκοι, κουρασμένοι απ' την έρευνα των πολλών άλλων σπιτιών, δεν μπήκαν σ' αυτό. Το μεσημέρι τα δυο τάγματα αποσύρθηκαν και βγήκαν απ' την κρύπτη οι δεκαέξι άντρες.  Ήταν  όμως λιπόθυμοι. Αν είχαν μείνει μέσα άλλες δυό η και μια ώρα, θα είχαν αποθάνει  από ασφυξία.
Το βραδάκι ήρθε στην Τσατάλτζα ο καπνέμπορος Κων. Θεοδωρίδης καβάλα.

Έβαλε τον Νταή σ' ένα άλλο περήφανο άλογο, του φόρεσε στο κεφάλι ένα κόκκινο φέσι και έφυγαν σαν δυό καλοί καπνέμποροι για τα χωριά του Παγγαίου. 
Προδότης ήταν ο Τάσος Πασβάκης. 
Οταν έγινε το «χουριέτ» και φανέρωσαν οι Τούρκοι ότι τον είχαν μυστικό πράκτορα τους, τον έβαλαν οι Τσαταλτζινοί ανάποδα σ' ένα γαιδούρι και τον διαπόμπευσαν σ' όλους τους δρόμους της Τσατάλτζας.

 Είχαν κινητοποιηθή τα δυό τάγματα γιατί τότε τρεις άντρες του Νταή ντυμένοι σαν γεωργοί Τσαταλτζινοί είχαν χτυπήσει στο γεφύρι, ανάμεσα στη Δράμα και την Καβάλα, ένα μπουλούκι Βουλγάρους που πήγαιναν στην Καβάλα απ' τα βόρεια μέρη. Στις τουφεκιές έτρεξαν Τσερκέζοι καβαλαραιοι που τους πλησίασαν. 

Μα οι τρεις μπήκαν σ' ένα χωράφι με ρύζι και έπειτα στον βάλτο, τα περίφημα «τενάγη των Φιλίππων», όπου τα περήφανα τσερκέζικα άλογα δεν μπορούσαν να προχωρήσουν.
Παρατηρήθηκε τότε ομαδική κάθοδος Βουλγάρων απ' τα γειτονικά στη Βουλγαρία μέρη που κατέβαιναν να εργαστούν καπνεργάτες η και απλοί σκαφτιάδες, στην Καβάλα και στις άλλες πόλεις της ανατολικής Μακεδονίας.

Άλλοι πήγαιναν στη Χαλκιδική και το "Αγιον "Ορος. Δεν είναι γνωστό αν ήταν οργανωμένο αυτό το ρεύμα. Είχε πάρει όμως μεγάλες διαστάσεις. Γιά να το ανακόψουν, έγινε η επίθεση στη γέφυρα του δρόμου Δράμας-Καβάλας και άλλη μια αργότερα (17 Νοεμβρίου), κοντά στα αρχαία Στάγειρα, Οπου σκοτώθηκαν πολλοί.

 Δεν ήταν βέβαια Ολοι οι οπλαρχηγοί οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση. Ο πρόξενος διατύπωσε στα έγγραφα του παράπονα και παρατηρήσεις.
Ένας οπλαρχηγός άποκηρύχτηκε απ' τους άντρες του, αναγνώρισε ότι δεν τα κατάφερε και αποσύρθηκε
.Ένας άλλος απ' το Άδραμίτι της Μικρας Ασίας, ο Στρατής, έστησε ενέδρα παρά τις διαταγές και σκότωσε δυο βουλγάρους χωρικούς, που γύριζαν απ' το παζάρι και έτυχε να βρεθούν μπροστά του. Τις τουφεκιές άκουσαν τα γύρω στρατιωτικά τμήματα που κινήθηκαν με ασυνήθιστη ταχύτητα για Τούρκους. Ο Στρατής τα 'χασε και ζήτησε καταφύγιο στην εκκλησία του Χριστού (Τοπολιάνης). Δεν άργησαν να την κυκλώσουν. 
Οι Τούρκοι ετοιμάστηκαν να τους βάλουν φωτιά και ο καπετάν Στρατής αναγκάστηκε να παραδοθή. Είχε απομείνει με έξι άντρες, όλους ντόπιους απ' τα χωριά των Σερρών. Είχαν ξεφύγει δυο και ένας τρίτος είχε σκοτωθή. 
Ο Στρατής παραδόθηκε «άνευ όρων». 
Ζήτησε μόνο να μη τους δέσουν όταν θα τους πήγαιναν στις Σέρρες.
 Οι Τούρκοι αναγνώρισαν, φαίνεται, τον ηρωισμό του και τον δικό τους και το δέχτηκαν. Την άλλη μέρα όμως διαμαρτυρήθηκε ο Γάλλος συνταγματάρχης Βεράν.
Σοβαρότερη ήταν η περίπτωση ενός άλλου σώματος  από έντεκα άντρες με αρχηγό τον Ανδρέα Στενημαχίτη, που τον εκθειάζει θερμότατα ο πρόξενος.

 Ηταν μορφωμένος, γενναίος, έξυπνος, δραστήριος, αγνός και ακόμα και ρήτορας. Δημηγορούσε ακούραστα για τον εθνικό αγώνα στους χωρικούς. 
Το σώμα βρισκόταν στις 14 Ιουλίου του 1907 έξω απ' τη Δόβιστα
.Ένας οπλίτης έκαμε κάποια αταξία και αύθαδίασε στον αρχηγό, ο όποιος αναγκάστηκε να τον τιμωρήση.Έξαλλος εκείνος το βάζει στα πόδια και τρέχει προς το Σαρμουσακλή να παραδοθή και να προδώση. 
Τρέχουν οι άλλοι πίσω του με τουφεκιές για να τον σταματήσουν και να τον ξεκάμουν. Φαίνεται Ομως ότι παρασύρθηκαν περισσότερο απ' όσο έπρεπε, βγήκε σε καταδίωξη τους και ιππικό που εμπόδισε την υποχώρηση τους προς το βουνό. 
Κυκλώθηκαν σε μια χαράδρα που έγινε ο τάφος τους. Πάλεψαν ώρες πολλές με τις δυσμενέστερες συνθήκες. Δυο μονά ; χα κατόρθωσαν να ξεφύγουν πληγωμένοι.
Οι Τούρκοι  ξέσπασαν τότε στους χωρικούς.
Έπιασαν τον παπά, τον γιατρό, τους προκρίτους και πολλούς άλλους στη Δόβιστα.

Τέσσερεις σκότωσαν και ψυχορραγούσε και πέμπτος απ' το ξυλοκόπημα. Φυλάκισαν επίσης εκατοντάδες  από πολλά χωριά. Πολλοί άναγκάστηκαν να πάρουν τα βουνά.Έγιναν πολλές συλλήψεις και μέσα στις Σέρρες που τις αναστάτωσαν.
Καπετάν Μητρούσης

Ακολούθησε και η μάχη του σώματος Μητρούση μέσα στην πόλη, που προκάλεσε επίταση του κακού. Οι Τούρκοι απέδειξαν για μια ακόμη φορά τον περιλάλητο φιλελληνισμό τους. Πρωτοστατούσε στις διώξεις ο ίδιος ο «στρατάρχης», όπως γράφει ο πρόξενος.  
Ξέπεσαν ως το σημείο να συμμαχήσουν και με λήσταρχους. Στην περιφέρεια π.χ.  Νιγρίτας, έκτος της τουρκοκρητικής συμμορίας, δημιούργησαν και μιάν άλλη με αρχηγό τον πρώην άρχιληστή Πάρδο. Λυτός, με την πρόφαση ότι καταδίωκε τα ανταρτικά σώματα, πλιατσικολογούσε και λήστευε τον κοσμάκη. Και είχε αναμφισβήτητη προστασία των τουρκικών άρχων. Χωρίς αυτήν δεν Οα μπορούσε να σταθή πολλές μέρες αν μη και ώρες. Η Υψηλή Αυτοκρατορία είχε αγκαλιάσει ληστοσυμμορίτες για να φέρη την τάξη στην «θεοφύλακτη» χώρα.

Ξέσπασαν οι Τούρκοι και σε φοβερές παρεκτροπές στην Αμμουδιά του Σιδηροκάστρου στις 7 Οκτωβρίου του 1907. Ξυλοκόπησαν, μαστίγωσαν φυλάκισαν, βασάνισαν πολλούς, χωρίς κανένα λόγο και αφορμή (Σερραικά Χρονικά, τομ. Γ', σελ. 97).

 Κοντά στο Λαγγένι σε μια σπηλιά είχαν κυκλώσει οι Τούρκοι μια συμμορία κομιτατζήδων.Έφεραν ιππικό και τέσσερα κανόνια.
 Η πολιορκία βάσταξε τρία μερόνυχτα.
Έπειτα οι κομιτατζήδες ξέφυγαν !Έχασαν μονάχα ένα δικό τους. Οταν συναντήθηκαν «στρατάρχης» και μουτεσαρίφης έμειναν  από την ντροπή τους είκοσι λεπτά της ώρας βουβοί.
Οι Βούλγαροι είχαν περισσότερα  από μας βάσανα και παθήματα  από δική τους μάλιστα υπαιτιότητα.
 Στις 23 Νοεμβρίου του 1906 π.χ. οι Τούρκοι έπιασαν κοντά στο Σιδηρόκαστρο κάποιον Στογιάνωφ. Κάτω  από χωριάτικα ρούχα έκρυβε στολή Βουλγάρου στρατιώτη του πυροβολικού.
 Του υποσχέθηκαν χρήματα και διορισμό σε θέση και ευθύς ομολόγησε ότι είχεν έρθει απ' τη Βουλγαρία για να γίνη αρχηγός συμμορίας.

Φανέρωσε επίσης μια αποθήκη που είχε εβδομήντα πέντε βόμβες μικρές, άλλες τόσες μεγάλες, εξήντα όπλα μάλινχερ με χίλια πεντακόσια φυσίγγια, δεκαεφτά όπλα ρωσικά, σύρματα, ηλεκτρικές και έκσφενδονιστικές μηχανές κλπ. 
Προορίζονταν για την ανατίναξη της Σιδηροδρομικής γέφυρας, κοντά στο Σιδηρόκαστρο, και ελληνικών καταστημάτων, μέσα στις Σέρρες. 
'Υποσχέθηκε να φανέρωση και άλλες παρόμοιες αποθήκες στην περιοχή Μελενίκου και Κιλ.κις. Θα είχε, φαίνεται, ανώτερη θέση στην οργάνωση του κομιτάτου.
Οπως ήταν φυσικό, ακολούθησαν πολλές συλλήψεις. 
Αγριος και αιματηρός ήταν και ο εμφύλιος αγώνας των δυο κομιτάτων. Κοντά στο Μελένικο στις 27 Μαίου του 1907 σκοτώθηκαν πέντε βούλγαροι  από συμμορία της άλλης παρατάξεως και άλλοι έντεκα γύρω απ' την Τζουμαγιά.Έγιναν πολλοί παρόμοιοι φόνοι στους βόρειους καζάδες που δεν φανερώθηκαν στις τουρκικές αρχές.

Ο «Σαντραλίστ» αρχικομιτατζής Ντάεφ μπήκε στην Βρόντου, για να εξόντωση την «βερχοβιστική» συμμορία του Κιατιπίεφ.
Σκότωσε τον γαμπρό του. 
Αναγκάστηκε τότε ó Κιατιπίεφ μαζί με τον υπαρχηγό του Αντώνιο να παραδοθούν στους Τούρκους.

Παράδωσαν επίσης όπλα, βόμβες, φυσίγγια και τα ονόματα των πρακτόρων των «Σαντραλιστών», δηλ. της ΒΜΡΟ. 

Δήλωσε εξ άλλου ότι οι φορολογίες και διαρπαγές του κομιτάτου παράγιναν και οι πλουσιότεροι χωρικοί έμειναν απένταροι, πανί με πανί.
Στις 21 Ιουνίου ο Κιατιπίεφ και ο υπαρχηγός του Αντώνιος που είχαν άμνηστευθή πήγαν στη Βρόντου. 
Εκεί που ο Αντώνιος είχε καθήσει στο τραπέζι με την οικογένεια του και έκαμνε το σταυρό του, τρεις πυροβολισμοί τον ξάπλωσαν νεκρό.
 Πλήγωσαν βαρεία τη γυναίκα και την κόρη του.
Οι Γάλλοι αξιωματικοί Μασνέ και Σαροί επιβεβαίωσαν στον πρόξενο τις τουρκικές πληροφορίες ότι στους καζάδες (επαρχίες) Ραζλόκ, Τζουμαγιά, Νευροκόπι και τους άλλους υπήρχε σωστή εξέγερση των χωρικών εναντίον των «επαναστατικών κομιτάτων». 
Τούς είχαν ρημάξει με τη βαρύτατη φορολογία και τις ατέλειωτες εισφορές.  Ήταν  στην ημερησία διάταξη και οι ομαδικοί φόνοι, εμπρησμοί, διωγμοί Βουλγάρων  από Βουλγάρους. 

Γράφει πολλά και η μυστική έκθεση του Βουλγάρου διπλωμάτη που δημοσιεύτηκε στην Φόσισε Τσάιτουγκ του Βερολίνου για τις φοβερές ύπερβασίες των κομιτάτων εις βάρος των χωρικών που προκάλεσε την εξέγερση και τον εξοπλισμό τους με τουρκικά όπλα εναντίον των «Ελευθερωτών» 

O  Yane Santanski
Πάνω απ' τους Βερχοβίστ και Σαντραλίστ ήταν ο πολύς Σαντάνσκη, που είχε δική του μπαντιέρα και χωριστό δικό του ταμείο, λήστευε και άρπαζε περισσότερα ίσως απ' τους άλλους. 

 Ήταν  βλάχικης καταγωγής, όπως γράφει η έκθεσις.

Ο Dakin γράφει ότι τον Σαντάνσκη δεν κατεδίωκαν και τότε οι Τούρκοι. 
Αργότερα έγινε και φανερό Όργανο των νεοτούρκων.
Ένας Βούλγαρος  από χωριό, εγκαταστημένος στις Σέρρες, που επιχείρησε να σκοτώση έναν άλλο Βούλγαρο προδότη και πιάστηκε απ' τον ίδιο τον Γάλλο συνταγματάρχη Βεράν, τα ξέρασε όλα στην τουρκική αστυνομία και την ανάκριση, και φανέρωσε εκείνους που τον έβαλαν να κάμη την απόπειρα.

Ετσι η χούφτα των Βουλγάρων των Σερρών έπαθε νέο αποδεκατισμό.

 Βαρείες συνέπειες για τους Βουλγάρους είχε και ο οικονομικός πόλεμος, που αυτοί πρωτοάρχισαν και εγκαινίασαν. 
 Ήταν  μερικά ορεινά φτωχά χωριά, βουλγαρικά ορμητήρια και καταφύγια, που ζούσαν απ' τα πλούσια ελληνικά καπνοχώρια και καμποχώρια, καθώς και απ' τους ελληνικούς πληθυσμούς των πόλεων. 
Ολοι τώρα τους αποκήρυξαν και τους απομόνωσαν με οικονομική καραντίνα. Κινδύνεψαν να λιμοκτονήσουν. Και αναγκάστηκαν ν' αρχίσουν να μας πλησιάζουν.

Μερικοί Βούλγαροι   απ' τους   βόρειους καζάδες είχαν έγκατασταθή στην Καβάλα, Σέρρες, Δράμα, Παγγαίο, Νιγρίτα κλπ. ως εργάτες, κτίστες, μικροβιοτέχνες, καπνεργάτες κλπ. Ο αριθμός  τους  ολοένα  μεγάλωνε.
 Υποχρεώθηκαν με τον οικονομικό αποκλεισμό κυρίως να πάρουν πόδι. Παρουσιάστηκαν μια μέρα στον Άγγλο αξιωματικό οι ελάχιστοι ξένοι Βούλγαροι της Καβάλας και παραπονέθηκαν γιατί είχαν ξεκαθαριστή μερικοί δικοί τους. 

Ο Άγγλος, άφού ρώτησε τα ονοματεπώνυμα τους και συμβουλεύτηκε το σημειωματάριο του, τους σύστησε να φύγουν το ταχύτερο στην πατρίδα τους, αν ήθελαν να γλυτώσουν. Είχε πάρει, άγνωστο πως, απ' την Ελληνική Όργάνωση τον κατάλογο των προγεγραμμένων Βουλγάρων.
Είναι πολύ χαρακτηριστική και εύγλωττη η συνάντηση στις Σέρρες του Σαχτούρη με τον Βούλγαρο πρεσβευτή στην Αθήνα.

 Ο Βούλγαρος δίπλωμα της του είπε πολλά και με πολλή θέρμη για την ανάγκη της ελληνοβουλγαρικής προσεγγίσεως και συνεργασίας. Η ιδέα αυτή, τον διαβεβαίωσε, είχε κατακτήσει πολύ έδαφος στη Σόφια και σ' αυτούς τους κυβερνητικούς κύκλους.

Όπως παρατηρεί ο Σαχτούρης, άρχισαν να μιλούν για ελληνοβουλγαρική συνεννόηση και εκπρόσωποι του κομιτάτου της ΒΜΡΟ και ακόμα και φυλακισμένοι Βούλγαροι στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης. 

Ωστόσο συνέχισαν οι Βούλγαροι με πείσμα, επιμονή και αυτοθυσία την εναντίον μας δράση. Απτόητοι και αλύγιστοι ήταν απέναντι τους οι Έλληνες. 

Την ψυχή της ανατολικής Μακεδονίας εκπροσωπούσαν μερικά πρόσωπα όπως και 
η ήρωική εκείνη Φιλιππίδου της Κλεπούσνας,
 ο εφημέριος Παπαπασχάλης και, πάνω απ' όλους, 
ο θρυλικός Μητρούσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: